"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 16: Ο Εμφύλιος στην Ανατολική Κρήτη- Μέρος 1ο

 

Στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματός μας, επικεντρωθήκαμε κυρίως στη διεξαγωγή του Εμφυλίου στο νομό Χανίων, για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, γιατί σε αντίθεση με την ανατολική Κρήτη, η ιστορία του Εμφυλίου στο νομό αυτό αποτελούσε ζήτημα με το οποίο, ο Κόκκινος Φάκελος δεν είχε εκτενώς ασχοληθεί και δεύτερον, γιατί ο Εμφύλιος στην Κρήτη, στο ανατολικό της τμήμα, έληξε πρακτικά νωρίτερα με τη διάλυση των μαχητών του Ποδιά.

Ωστόσο, για να παραθέσουμε μια πλήρη εικόνα του Εμφυλίου στο νησί, αλλά και για να "φωτίσουμε" πτυχές του, όπως αποκαλύπτονται στο εξαιρετικό βιβλίο του Λευτέρη Ηλιάκη, θα συνεχίσουμε με μερικά από τα κύρια γεγονότα, του Εμυφίλου πολέμου, στην ανατολική Κρήτη.


Απελευθέρωση


Μετά την απελευθέρωση των τριών νομών, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου, συνήλθαν τα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ, ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ και συζήτησαν τα νέα καθήκοντά τους, όπως αυτά διαμορφώνονταν με τη νέα κατάσταση. Πρώτα από όλα, τέθηκε το ζήτημα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης του νησιού, καθώς και η απόκρουση από πλευράς του ΕΛΑΣ, κάθε απόπειρας καταπάτησης των δημοκρατικών ελευθεριών του κρητικού λαού. Τέθηκαν επίσης και σοβαρά άλλα ζητήματα, όπως η ανοικοδόμηση των ερειπίων, η οργάνωση συσσιτίων, η οργάνωση πολιτικών εκδηλώσεων, η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος κτλ.

Στο Ηράκλειο συγκροτήθηκε ξανά το Εργατικό Κέντρο, αποτελούμενο από 44 σωματεία και 8000 μέλη, με επικεφαλής το Στρατή Περγαλίδη, στέλεχος του ΚΚΕ και έμπειρο συνδικαλιστή. Στο Λασίθι συγκροτούνται επίσης εργατικές ενώσεις και αργότερα το Εργατικό Κέντρο του νομού, με την πρωτοπόρα συμβολή των ναυτεργατών, φορτοεκφορτωτών και οικοδόμων και τα δικά τους ηγετικά στελέχη, Μήτσο Φραγκάκη, Νίκο Τσιγωνή, Μανώλη Κατσούλη, Τηνικάκο και Δρανδάκη. Ξεκίνησε επίσης η συγκρότηση επαγγελματοβιοτεχνικών οργανώσεων και αγροτικών συνεταιρισμών.

Παράλληλα, στο νομό Λασιθίου αναπτύσσεται έντονο και ποικίλο πολιτιστικό και δημιουργικό έργο, με πρωτοπόρους τους νέους της ΕΠΟΝ.

Στην Ιεράπετρα, οι λιμενεργάτες του Εργατικού ΕΑΜ επισκεύασαν εθελοντικά την προβλήτα του λιμανιού, μήκους 100 μέτρων, μέσα σε 10 ημέρες, ενώ στο χωριό Κεντρί, οι ΕΠΟΝίτες κατασκέυασαν αμαξωτό δρόμο 500 μέτρων. Σε όλο το νομό, δημιουργήθηκαν επίσης λέσχες της ΕΠΟΝ και ξεκίνησαν να γίνονται πολιτικές διαλέξεις, ενώ σε πολλά κεφαλοχώρια, οργανώθηκαν βιβλιοθήκες. Με λαϊκή πρωτοβουλία, το ΕΑΜ δημιούργησε επίσης νοσοκομείο στη Νεάπολη. 

Η είρηνη και η τάξη που επικράτησε σε όλο το νομό Λασιθίου, εκφράστηκε και δια στόματος του διοικητή Χωροφυλακής Μιχάλη Παπαδάκη, όπως και του εισαγγελέα Κονδύλη, σε δηλώσεις τους, στην εφημερίδα "Εθνικό Εγερτήριο".

Παράλληλα, το ΕΑΜ προχώρησε και το πολιτικό και οικονομικό του πρόγραμμα, σε κάποιο βαθμό. Τα μετόχια της περιοχής Φουρνής και της μονής Αρετίου μοιράστηκαν στο λαό. Αργότερα, ο γραμματέας του ΕΠΟΝ της περιοχής αυτής, Παπαντζάκης, θα σταλεί εξορία στη Γυάρο, για το μοίρασμα της γης. Το ΕΑΜ οργάνωσε σε κάθε περιοχή συσσίτια για απόρους και ειδικά συσσίτια για παιδιά, ενώ η Εθνική Αλληλεγγύη μοίρασε χιλιάδες δραχμές και οκάδες τρόφιμα, στα άπορα λαϊκά στρώματα του νομού. 

Από πλευράς του παρακράτους, μικροεπεισόδια εντοπίζονταν μόνο στη Σητεία, όπου οι παρακρατικοί του Μπαντουβά και του Πλεύρη είχαν κάποια μικρή δύναμη. 


Τα πρώτα περιστατικά της Λευκής Τρομοκρατίας


Το Νοέβριο του 1944, ομάδα παρακρατικών του Πλεύρη και του Μπαντουβά, έφτασαν στη Σητεία επάνω σε φορτηγά και ξεκίνησαν να πυροβολούν στον αέρα. Φεύγοντας πέρασαν από το Βραχάσι και τον Άγιο Νικόλαο, όπου ο κόσμος του αποδοκίμασε με τα συνθήματα "ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ-ΚΚΕ" και "Στα Χανιά οι παλικαράδες", εννοώντας ότι οι Γερμανοί κατήχαν ακόμα έναν τμήμα του νομού και οι ΕΟΚίτες του Μπαντουβά αν ήθελαν θα έπρεπε να πάνε εκεί να δείξουν την παλικαριά τους.

Επικεφαλής των παρακρατικών ήταν τότε ο Μανώλης Παπαδογιάννης, που είχε διοριστεί από την κυβέρνηση αντιπρόσωπός της στην ανατολική Κρήτη.

Το περιστατικό αυτό συνοδεύτηκε από ψευδή δημοσιεύματα της αντιδραστικής εφημερίδας "Νίκη" του Ηρακλείου, η οποία έκανε λόγο για "ΕΑΜοκρατία" και έβλεπε "ένοπλα συλλαλητήρια", σε εκδηλώσεις του ΕΑΜ, στη Νεάπολη και τη Βιάννο. Τα παραπάνω ψεύδη συνοδεύονταν και από άλλα αίσχη, όπως άρθρα που ανάφεραν ότι το ΚΚΕ είχε πια αφαιρέσει τη μάσκα του και πως οι "Πορφυρογένηδες προσπαθούν να παρασύρουν ευαρίθμους συμπολίτας", στο νομό Λασιθίου.

Στις 17 με 18 Νοεμβρίου του 1944, ο κύκλος του αίματος ξεκινά στο Ρέθυμνο, όπου μια ομάδα ΕΟΚιτών δολοφόνησαν νύχτα, τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ Γιώργη Τρουλλίνο, διοικητή του 44ου συντάγματος του ΕΛΑΣ Ρεθύμνου και στη συνέχεια το Νίκο Παπαδάκη (καπετάν Λεμονιάς).

Μέσα στο Νοέβριο σημειώθηκαν και άλλες στυγερές δολοφονίες στελεχών της Εθνικής Αντίστασης, από παρακρατικούς της ΕΟΚ. Δολοφονήθηκαν οι Μανούσος Πορτάλιος, Γιάννης Φασατάκης, Νίκος Κατσαραγάκης, Γιάννης Φραγκουλατζής, Γιάννης Λαμπρινάκης, Μανούσος Πραματευτάκης, Λευτέρης Σπηλιοτάκης, Γιώργος Χατζημπεκιάρης, Δημήτρης Αλαβάνος και Μανώλης Κυριακάκης.

Πολλά στελέχη του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, για να ξεφύγουν από τους αγγλοδίαιτους τραμπούκους της ΕΟΚ, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Αθήνα ή στις ορεινές περιοχές του Ψηλορείτη, του Κρυονερίτη και του Κέντρου, στα χωριά Κοξαρέ, Ανώγεια, Μέλαμπες, Ατσιπάδες και Σελλιά, όπου λειτουργούσαν ακόμα ισχυρές εδαφικές ΚΟΒ του ΚΚΕ. 

Στις 26 Ιανουαρίου του 1945, στο Ηράκλειο, παρακρατικοί του Μπαντουβά άρχισαν αιφνιδιαστικά να πυροβολούν ενάντια στα γραφεία του ΕΑΜ και σε γραφεία άλλων δημοκρατικών οργανώσεων. Οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ αντέδρασαν άμεσα και ανταπέδωσαν τα πυρά. Ομάδα του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής το στέλεχος του ΚΚΕ, Ευθύμη Μαριακάκη, κατάφερε να τους διώξει κυνηγώντας τους, από την πόλη. 

Επακολούθησε γενική απεργία των εργατών του Ηρακλείου που παρέλυσε τα πάντα και ματαίωσε τα κυβερνητικά σχέδια για ένταση της τρομοκρατίας. Σε αυτό συνέβαλε αποφασιστικά, ο τότε διοικητής Χωροφυλακής Ηρακλείου και στέλεχος του ΕΑΜ Μανώλης Πιτυκάκης.



Το πρώτο αίμα χύνεται στο Λασίθι


Στις 22 Φεβρουαρίου του 1945, πολλοί ΕΛΑΣίτες του Λασιθίου είχαν παραδώσει τα όπλα τους, με τον ερχομό της Εθνοφυλακής στον Άγιο Νικόλαο. Η Εθνοφυλακή όμως δεν είχε έρθει μόνη της. Μαζί τους είχαν φέρει τους τραμπούκους της ΕΟΚ, που είχαν αιματοκυλήσει το Ρέθυμνο και ανέλαβαν πάραυτα το τρομοκρατικό τους έργο, ενάντια στο κίνημα, καθοδηγούμενοι φυσικά από τους Άγγλους και τους πολιτικούς παράγοντες του Κέντρου. 

Στον Άγιο Νικόλαο, στο εστατόριο "Τρεζολή" δολοφόνησαν τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ, Σήφη Μανωλεσάκη που είχε πάρει μέρος σε όλες τις μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ ενάντια στον κατακτητή. Αφού τον πυροβόλησαν, οι δολοφόνοι έφυγαν ανενόχλητοι, με αυτοκίνητο, χωρίς να τους σταματήσει κανείς. Ούτε η Εθνοφυλακή, ούτε η Χωροφυλακή έδειξε κάποιο ενδιαφέρον για το έγκλημα και όπως ήταν φυσικό, ούτε ο εισαγγελέας και ο νομάρχης. 

Στις ημέρες που ακολούθησαν, όλα τα λαϊκά επιτεύγματα του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ δέχτηκαν την επίθεση των παρακρατικών. Λέσχες καταστράφηκαν, οι λαϊκές επιτροπές σε πολλά χωριά έπαψαν να λειτουργούν, τα συσσίτια διακόπηκαν και οι επιτροπές διαμονών διαλύθηκαν. Μόνο τα λαϊκά νοσοκομεία της Εθνικής Αλληλεγγύης και του ΕΑΜ δεν τόλμησαν να χτυπήσουν οι παρακρατικές συμμορίες της ΕΟΚ. Οι ξυλοδαρμοί, οι δολοφονίες, οι συλλήψεις και οι παρακολουθήσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο και στο νομό Λασιθίου. 

Στις αρχές του Μάρτη του 1945, με αφορμή τη σύλληψη του Β΄ Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Λασιθίου, κηρύχθηκε στάση εργασίας των φροτεκφορτωτών Αγίου Νικολάου, που ξεφόρτωναν άλευρα από τα καΐκια. Εκείνες τις ημέρες είχε επίσης άγρια ξυλοκοπηθεί ο ΕΛΑΣίτης Μανώλης Φρούδας. Επιτροπή απεργών ανάγκασε τον ίδιο το νομάρχη να πάει ο ίδιος στο κρατητήριο και να απελευθερώσει το Φρούδα.

Σταδιακά, την άνοιξη του 1945 έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες αντιδραστικές εφημερίδες. Πρώτα η "Ανατολή", στον Άγιο Νικόλαο, μετά η "Εθνική Ηχώ" στη Νεάπολη, ξεκινώντας μια καμπάνια ψεύδους και αισχρολογίας, ενάντια στο ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ και το ΚΚΕ.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 250- 255.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 15: Γεγονότα του 1949 και η διάλυση του ΔΣΕ Κρήτης

 

Το έτος 1949 υπήρξε και για το ΔΣΕ Κρήτης, έτος κάμψης και σταδιακής του διάλυσης, καθώς οι ανταρτομάδες που παρέμεναν στο νομό Χανίων αντιμετώπιζαν αφάνταστες δυσκολίες, κακουχίες και ελλείψεις, ενώ σταδιακά, οι μαχητές και μαχήτριές του έπεφταν σε ενέδρες, αιχμαλωτίζονταν ή αποφάσιζαν να εμφανιστούν στις κυβερνητικές αρχές και να παραδοθούν. Ο θάνατος του Γιώργου Τσιτήλου έθεσε επίσης ουσιαστικό τέλος στην ενιαία πολιτική καθοδήγηση του ΔΣΕ, χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει ότι η επαφή των ανταρτών με το κίνημα έπαψε. 



Ομάδες του ΔΣΕ με συγκροτημένη πολιτική καθοδήγηση λειτούργησαν έως και το 1960-1961, έως την ολοκλήρωση των προσπαθειών τους για επανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ στο νομό και την τελική τους έξοδο προς τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, μέσω σοβιετικού εμπορικού πλοίου. 

Γνωστή επίσης, είναι και οι περίπτωση των δύο τελευταίων ανταρτών του ΔΣΕ Κρήτης, Γιώργου Τσομπανάκη και Σπύρου Μπλαζάκη, που παρέδωσαν τα όπλα τους, μόλις το 1975.

Στο μέρος αυτό του αφιερώματός μας, στο ΔΣΕ Κρήτης θα παραθέσουμε τα σημαντικότερα γεγονότα του 1949.


H τελευταία μεγάλη σύσκεψη των ανταρτών


Στις αρχές του Απρίλη του 1949, έλαβε χώρα η τελευταία οργανωμένη σύσκεψη των ανταρτών του ΔΣΕ Κρήτης, στη θέση "Βιτσιλέ", μεταξύ 25 περίπου μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ, που παράμεναν στα βουνά του νομού Χανίων. Στη σύσκεψη έλαβε μέρος η ομάδα του Γιώργη Μανουσέλλη που είχε περάσει το χειμώνα του 1949, στην περιοχή των Σφακίων, σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και άλλες μικρές ομάδες του ΔΣΕ. Παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο της συζήτησης, στην τελευταία αυτή σύσκεψη, θεωρούμε πολύ πιθανό, να τέθηκε το ζήτημα της συνέχειας της δράσης του ΔΣΕ Κρήτης ή το ενδεχόμενο αυτοδιάλυσής του. Κρίνοντας από τη συνέχεια δράσης έως το 1961, είναι πολύ πιθανό, τμήμα των μαχητών και μαχητριών του, να έθεσε ορθά την επανασύνδεσή τους με το κίνημα και το καθήκον της ανασυγκρότησης των εδαφικών, παρανόμων ΚΟΒ. 

Με τη λήξη της σύσκεψης, η ομάδα του Μανουσέλλη, αποτελούμενη από 5 άνδρες και 2 γυναίκες επέστρεψε στην περιοχή του Καλλικράτη. Η μεγάλη τους ανάγκη για τρόφιμα έσπρωξε το Μανουσέλλη να εμπιστευθεί την προμήθεια των τροφίμων σε συγγενικά του πρόσωπα, τα οποία θεωρούσε έμπιστα, χωρίς ωστόσο, ετούτο να είναι αλήθεια. Το επόμενο πρωί, η ομάδα του Μανουσέλλη βρέθηκε περικυκλωμένη από απόσπασμα Χωροφυλακής και έδωσε σκληρή μάχη για την επιβίωσή της, προσπαθώντας να σπάσει τον κυβερνητικό κλοιό. 

Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν οι: Γιώργης Μανουσέλλης, Σωτήρης Ψαράκης, Αθηνά Χανταμπάκη, Ελένη Παπαγιαννάκη (Ηλέκτρα) και ο αντάρτης Βλάσης, με το ψευδώνυμο "Λυκούργος". Του κλοιού κατάφεραν να διαφύγουν οι Γιώργης Μιαούλης και Ανδρέας Κουρκουμελάκης, οι οποίοι σκοτώθηκαν σε άλλη θέση, λίγες ημέρες μετά.


Νέα ένταση των διώξεων


Καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ Κρήτης μειώνονταν, οι κυβερνητικές δυνάμεις ενίσχυαν την αποφασιστικότητά τους, για την τελική εξόντωσή τους, "εγκαινιάζοντας" έναν νέο κύκλο επιχειρήσεων, εξορμήσεων και διωκτικών δράσεων. 

Στις 8 Μαΐου του 1949, απόσπασμα Χωροφυλακής υπό τον ενωμοτάρχη Α. Δασκαλάκη, περικύκλωσε το χωριό Αλίκαμπο Αποκορώνα και επιχείρησε να συλλάβει τον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Μανώλη Θωμαδάκη (Κακούρη). Ο Θωμαδάκης αμύνθηκε ηρωικά και μόνο μετά από δύο ώρες, ανταλλαγής πυροβολισμών, αφού τα πυρομαχικά του τελείωσαν, κατάφεραν να τον σκοτώσουν. 

Στις 18 Μαΐου, άλλο απόσπασμα χωροφυλάκων που έλαβε πληροφορίες από τοπική τους πηγή, περικύκλωσε το καταφύγιο του αντάρτη Μαθιού Μακρυδάκη, στελέχους του ΚΚΕ, από το Νιό Χωριό Αποκορώνα, ο οποίος κρυβόταν με το μαχητή του ΔΣΕ Ηλία Ηλιάκη. Οι χωροφύλακες κάλεσαν τους αντάρτες να παραδοθούν, εκείνοι όμως αρνήθηκαν και ξέσπασε συμπλοκή. Οι δύο μαχητές του ΔΣΕ έπεσαν έτσι, ηρωικά μαχόμενοι.

Στις 4 Ιουλίου του 1949, απόσπασμα Χωροφυλακής έλαβε εντολή μεταφοράς από την Ασφάλεια Χανίων για το στέλεχος του ΚΚΕ, Γιώργη Ζωγραφάκη, από το Γαλατά Κυδωνίας, που κρατούταν εκεί. Οι χωροφύλακες τον μετέφεραν στα Παλιά Ρούματα και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ, αναφέροντας αργότερα ότι αποπειράθηκε να δραπετεύσει. Πρόκειται για ένα ακόμα στυγερό έγκλημα της Ασφάλειας και της Χωροφυλακής, από τα πολλά παρόμοια που διαπράχθηκαν, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα.

Ωστόσο, οι κυβερνητικές δυνάμεις που επέδραμαν ξανά, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949, ενάντια στο ΔΣΕ, δεν βρίσκονταν τελείως εκτός κινδύνου, όπως θεωρούσαν.

Στα μέσα του καλοκαιριού του 1949, στην Υποδιοίκηση Αστυνομίας της Βάμου, διοικητής ήταν ο υπομοίραρχος Μπασιάς, οργανωτής αστυνομικών αποσπασμάτων που είχαν σαν αποστολή τους την εκκαθάριση των τελευταίων ανταρτών. Τα αποσπάσματα αυτά κυκλοφορούσαν από χωριό σε χωριό, τρομοκρατώντας του κατοίκους και πλιατσικολογώντας τις περιουσίες τους, ενώ ο ίδιος ο Μπασιάς δήλωνε ότι "θα κάνει τους Αποκορωνιώτες να κατουράνε μέσα", κοινώς ότι ούτε για την ανάγκη τους αυτή δεν θα βγαίνουν από το σπίτι τους. Στα χωριά του Αποκορώνα εξόπλιζαν παράλληλα, τους εμπίστους τους και εξανάγκαζαν τον πληθυσμό να κρατάει σκοπιές, να τους συλλέγει τρόφιμα και τους είχαν προειδοποιήσει ότι όποιος χωρίς άδεια έβγαινε το βράδυ από το σπίτι του, θα πυροβολούταν αδιακρίτως.

Η κατάσταση ωστόσο δεν περασε απαρατήρητη από του αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι μελέτησαν σχέδιο επίθεσης στα αποσπάσματα του Μπασιά και οργάνωσαν ενέδρα, έξω από το χωριό Κάινα Αποκορώνα, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το Βάμο. 

Αρχικά, μια μικρή ομάδα ανταρτών κατέβηκε πάνω από το χωριό Φρε Αποκορώνα και έριξε μερικές ριπές στο αστυνομικό τμήμα του χωριού, προκαλώντας σύγχυση. Σε λίγα λεπτά, το απόσπασμα του Μπασιά ήταν έτοιμο να κινητοποιηθεί, θεωρώντας ότι επρόκειτο για μεγάλη δύναμη ανταρτών που θα επιχειρούσε εναντίον τους. Εγκατέλειψαν το κτήριο της Αστυνομίας και οχυρώθηκαν στο νεκροταφείο του χωριού, στο ανατολικό σημείο του. Στο μεταξύ, το αντίστοιχο απόσπασμα του Βάμου, με επικεφαλής τον ίδιο το Μπασιά κινητοποιήθηκε για ενίσχυσή τους και ξεκίνησε για το Φρε.

Το φορτηγό όμως που τους μετέφερε έπεσε στην ενέδρα των ανταρτών και ακολούθησε συμπλοκή, κατά την οποία ένας αστυφύλακας σκοτώθηκε και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο ίδιος ο Μπασιάς, που έχασε το μάτι του στη συμπλοκή και αποστρατεύθηκε. 


Η τυχαία επίθεση στο Διοικητή Χωροφυλακής Χανίων, Μανώλη Βουτυράκη


Με την τελική ήττα του ΔΣΕ, στις 29 Αυγούστου του 1949, οι ολιγάριθμοι πια αντάρτες του ΔΣΕ Κρήτης επιχείρησαν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Η θέση τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς για αυτούς η διέξοδος στις χώρες του σοσιαλισμού ήταν σχεδόν αδύνατη. Σε μικρή σύσκεψη αποφασίστηκε η προσπάθεια για εξασφάλιση τροφίμων και εφοδίων για τον επερχόμενο χειμώνα, καθώς η μετακίνησή τους θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και πολύ επικίνδυνη, εξαιτίας και του άγριου κυνηγητού, στο οποίο οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν επιδοθεί.

Στα μέσα του Νοέμβρη του 1949, ομάδα ανταρτών κατέβηκε στο δρόμο ανάμεσα στους Άγιους Πάντες και τις Βρύσες Αποκορώνα και καμουφλαρίστηκε στο εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου, με σκοπό τους, όταν πέσει η νύχτα, να σταματήσουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα και να ζητήσουν βοήθεια, σε είδη και χρήματα. 

Σταμάτησαν το πρώτο διερχόμενο αυτοκίνητο, όπου συνάντησαν τη συμπάθεια του κρητικού λαού και έλαβαν, χωρίς κανένα εκφοβισμό, λίγα χρήματα. Σε λίγο, από το σημείο πέρασε το αυτοκίνητο του διοικητή Χωροφυλακής Χανίων, Μανώλη Βουτυράκη, που μετέφερε τον ίδιο και την οικογένειά του. Το όχημα σταμάτησε στο μπλόκο που είχαν στήσει οι αντάρτες στο δρόμο και μόλις αυτοί εμφανίστηκαν, ο Βουτηράκης και ο συνοδός του ξεκίνησαν να πυροβολούν. Οι αντάρτες απάντησαν με ομαδικά πυρά, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί η σύζυγος Βουτυράκη και να τραυματιστούν βαριά, ο υπενωμοτάρχης και ανηψιός του Βουτυράκη, που συνόδευε την οικογένεια και ο ίδιος ο Μανώλης Βουτυράκης. Τελικώς, το αυτοκίνητο κατάφερε να διαφύγει.

Το περιστατικό θεωρήθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις ως προμελετημένο, ενώ ουδεμία δυνατότητα προμελέτης θα μπορούσε να υπάρχει από τον ολιγομελή και διωκόμενο ΔΣΕ Κρήτης, που  δεν θα μπορούσε να γνωρίζει, σε καμιά περίπτωση το δρομολόγιο του διοικητή, ο οποίος βρέθηκε τη λάθος στιγμή, στο λάθος σημείο.

Με αφορμή του περιστατικό, οι κυβερνητικές και παρακρατικές δυνάμεις εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας σε όλη την επαρχία Αποκορώνα, που εκδηλώθηκε με μαζικές συλλήψεις πολιτών, εκτοπίσεις και εκκενώσεις χωριών. Έδιωξαν από τα σπίτια τους όλους τους κατοίκους του Νεροχωρίου και άσκησαν σφοδρές πιέσεις στον πληθυσμό, που καμια σχέση δεν είχε με το περιστατικό, για να του αποσπάσουν πληροφορίες για τους αντάρτες. Για ακόμα μια φορά, ο λαός του Αποκορώνα υπέμεινε με στωικότητα, την εκδικητική μανία του αστικού κράτους...


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 110-116.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 14: Μετά τη μάχη της Σαμαριάς

 

Μετά τη μεγάλη μάχη της Σαμαριάς, τις απώλειες του ΔΣΕ Κρήτης και τον εκτοπισμό του, από μια ακόμα μεγάλη ελεύθερη περιοχή δράσης και τροφοδοσίας του, στις γραμμές των ανταρτών επικράτησε απογοήτευση και κάμψη του ηθικού. Αρκετοί μαχητές του ΔΣΕ ξεκίνησαν να παρουσιάζονται "αυθόρμητα" και να παραδίδονται στις αρχές της Χωροφυλακής και του Εθνικού Στρατού. Ανάμεσά τους και ορισμένα στελέχη του ΔΣΕ. Αυτό σήμανε και την αρχή του τέλους, του ΔΣΕ Κρήτης.

Οι εναπομείναντες αντάρτες αποφάσισαν το διαχωρισμό τους σε μικρές ομάδες, για την εξασφάλιση της καλύτερης κίνησής τους και της τροφοδοσίας τους. Σταδιακά οι ομάδες αυτές έχασαν την επαφή μεταξύ τους και η πολιτική τους καθοδήγηση έπαψε πια να είναι ενιαία. Πολλοί περίμεναν για μήνες, κάποια πολιτική επαφή ή σύνδεση με κάποιο στέλεχος του ΚΚΕ. 

Στις 18 Ιούνη του 1948, ομάδα ανταρτών με επικεφαλής το Στέλιο Μαστοράκη, από το Γαλατά της Κυδωνίας, είχε καμουφλαριστεί στη θέση "Μάντρα Βουράκηδων", πάνω από το χωριό Φουρνέ. Εκεί δέχτηκε σφοδρή επίθεση από δυνάμεις της Χωροφυλακής και του στρατού, που εξερευνούσαν την περιοχή. Ακολούθησε συμπλοκή, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Γιάννη Ηλιάκη, από το Νεροχώρι Αποκορώνου. Ο τραυματίας αιχμαλωτίστηκε και παρά λίγο να δολοφονηθεί από τους χωροφύλακες, όταν παρενέβη ο στρατιώτης Κ. Περογιάννης που μαζί με συναδέλφους του απομάκρυναν τους χωροφύλακες, έδεσαν το τραύμα του Ηλιάκη και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Χανίων. Εκεί, η εσκεμμένη αδιαφορία του προσωπικού, οδήγησε στην απώλεια του τραυματισμένου του ποδιού, το οποίο μολύνθηκε.

Στις 20-21 Ιουνίου του ίδιου έτους, απόσπασμα Χωροφυλακής με διοικητή το μοίραρχο Τερζιδάκη, που εξερευνούσε την περιοχή του Πρασσέ Κυδωνίας συνεπλάκη με τους παλαίμαχους αγωνιστές του ΕΛΑΣ και μαχητές του ΔΣΕ, Διονύση Μάντακα (ανηψιός του στρατηγού Μάντακα του ΕΛΑΣ) και Ευτύχη Μακρινάκη. Στη συμπλοκή που ακολούθησε αιχμαλωτίστηκαν και οι δύο και οδηγήθηκαν στις επανορθωτικές φυλακές Χανίων. Αργότερα, θα καταδικαστούν από το στρατοδικείων Χανίων και εκτελέστηκαν, στο γνωστό τόπο εκτελέσεων, κάτω από το σανατόριο Χανίων.

Στις 27 Ιουνίου του 1948, Χωροφύλακες του αποσπάσματος Φλωρίων της επαρχίας Σελίνου, με διοικητή το Μαλινδρέτο, μετά από πληροφορίες που είχαν λάβει, περικύκλωσαν μικρή ομάδα ανταρτών του ΔΣΕ, αποτελούμενη από τους Φώτη Παπαδόπουλο, μέλος του Νομαρχιακού Συμβουλίου Χανίων της ΕΠΟΝ, Βασίλη Κορτσιδάκη και έναν αντάρτη με το ψευδώνυμο "Ταυρωνίτης". Και οι τρεις έπεσαν μαχόμενοι μέχρι την τελευταία σφαίρα τους.

Στις 27 Ιουλίου του 1948, θα σκοτωθεί ο αντάρτης Φώτης Αναγνωστάκης, από τα Χαρχαλιανά Κισάμου, επίλεκτο στέλεχος του ΔΣΕ Κρήτης. Ο Αναγνωστάκης έπεσε σε ενέδρα χωροφυλάκων, με διοικητή το Λαζόπουλο και παρά την ηρωική του άμυνα που προέβαλε, για δύο ολόκληρες ώρες, δεν κατόρθωσε να διαφύγει του κλοιού.

Ακολουθεί ένας περίπου μήνας χωρίς σοβαρά επεισόδια εκατέρωθεν.

Μετά από αυτά τα τραγικά περιστατικά και από πολλές προσπάθειες της κομματικής καθοδήγησης του ΚΚΕ, τον Αύγουστο του 1949 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη 25-30 ανταρτών, στην ορεινή περιοχή, πάνω από το χωριό Κάμποι Κυδωνίας. Στη σύσκεψη παρευρέθηκαν ο γραμματέας της Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ, Γιώργος Τσιτήλος, δάσκαλος στο επάγγελμα και ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής Χανίων του ΚΚΕ, Δημήτρης Μακρυδάκης, φοιτητής. Εκείνες τις ημέρες είχε γίνει γνωστή η πρώτη επιτυχημένη δοκιμή ατομικής βόμβας, από την ΕΣΣΔ. Στη σύσκεψη έγινε εκτίμηση της δραστηριότητας του αντάρτικου, στο τελευταίο διάστημα και κρίθηκε ως λανθασμένη, η συγκέντρωση των κυρίων αντάρτικων δυνάμεων του ΔΣΕ, στο φαράγγι της Σαμαριάς, που δεν ήταν απόρθητο, όπως η διοίκηση του ΔΣΕ Κρήτης πίστευε. Κρίθηκε ως ορθότερη επιλογή, η κατάτμηση των δυνάμεων του ΔΣΕ, σε διάφορα σημεία του νομού, όπου θα είχαν δυνατότητα ελιγμού και θα μπορούσαν να ανταπαντούν, με ενέδρες και επιθέσεις.

Μετά τη συζήτηση έγινε αναδιάρθρωση των ομάδων και συγκροτήθηκε μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες που είχαν καλύτερη δυνατότητα κίνησης, με επικεφαλής το Σπύρο Χανταμπή. Ο σκοπός αυτής της ομάδας δεν τεκμηριώνεται ιστορικά, ωστόσο είναι πιθανό να ήταν ομάδα τροφοδοσίας των άλλων μικρο-ομάδων του ΔΣΕ ή ομάδα που θα έπαιρνε επαφή με τα διάφορα χωριά και την πόλη των Χανίων και θα επιχειρούσε την ανασυγκρότηση του παράνομου κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι έως το 1961, όλες οι κομματικές οργανώσεις στο νομό Χανίων είχαν ανασυγκροτηθεί. 

Στις 18 Οκτωβρίου του 1948, ομάδα ανταρτών θα πυροπολήσει το επιβατικό αυτοκίνητο που διενεργούσε τη γραμμή: Χανιά- Γέρο Λάκκος, αφού το σταματήσει σε ενέδρα και το αδειάσει από τους επιβάτες του. Προφανώς, η κίνηση αυτή έγινε για λόγους εντυπωσιασμού.

Περίπου μια εβδομάδα μετά, στις 25 Οκτωβρίου, αποσπάσματα της Χωροφυλακής, με διοικητές το Λαζόπουλο και το Δασκαλάκη, θα ενεργήσουν μετά από πληροφορίες στις θέσεις "Μεσκλιανές" και "Θερισσιανές Μαδάρες", ενάντια σε ομάδα ανταρτών που κινούταν στην περιοχή. Θα πέσει σε ενέδρα η ομάδα του Σπύρου Χανταμπή, στη θέση "Μελινταού", ωστόσο, όλοι οι αντάρτες θα διαφύγουν σώοι, με τη βοήθεια μιας ξαφνικής ομίχλης που κάλυψε την περιοχή.

Την ίδια ημέρα, στη θέση "Πλακοσέλι", θα πέσει σε ενέδρα, ο ηρωικός γραμματέας Κρήτης του ΚΚΕ, Γιώργος Τσιτήλος και ο Δ. Μακρυδάκης, όπως και ο οδηγός τους Βασίλης Κουταλώνης. Ο Τσιτήλος θα σκοτωθεί μαχόμενος, στη θέση "Κολοκυθά", ενώ λίγο πιο πριν είχε σκοτωθεί και ο Μακρυδάκης. Ο Κουταλώνης κατάφερε να διαφύγει. Οι κανίβαλοι της Χωροφυλακής έκοψαν τα κεφάλια των δύο νεκρών και αφού τα εξέθεσαν στο καφενείο του χωριού Μεσκλά τα τοποθέτησαν στη γέφυρα του Κλαδισού, όπου έμειναν άταφα για πολλές ημέρες.


Αρχείο ΚΚΕ: Φωτογραφία από την Κομματική σχολή του ΚΚΕ στην Τρίπολη το 1944. Αριστερά του Νίκου Μπελογιάννη, ο Γιώργος Τσιτήλος, τότε Γραμματέας της Οργάνωσης Περιοχής Πελοποννήσου.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 104-107.



Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 13: Η μεγάλη μάχη της Σαμαριάς

 

Στα μέσα Μαΐου του 1948, δύναμη περίπου 100 ανταρτών του ΔΣΕ αναχώρησε από το φαράγγι της Σαμαριάς, με κατεύθυνση τα ανατολικά και την ορεινή περιοχή πάνω από την Ανώπολη Σφακίων. Ο σκοπός της επιχείρησης ήταν το χτύπημα μιας διλοχίας Χωροφυλακής που έμενε σε ένα παλιό κτήριο, έξω από το χωριό. Από το Αρχηγείο του ΔΣΕ, ο Μιχάλης Παπαπαναγιωτάκης παρουσίασε το σχέδι οτης επιχείρησης, που όριζε τις θέσεις της κάθε διμοιρίας της ομάδας και την ομάδα κρούσης, που αποτελούταν από τους πιο εμπειροπόλεμους μαχητές. Η ομάδα κρούσης θα πλησίαζε το κτήριο και θα τοποθετούσε εκρηκτικά.

Καθώς η εκκίνηση της αποστολής ετοιμαζόταν, σύνδεσμοι από την περιοχή ενημέρωσαν τη διοίκηση ότι οι χωροφύλακες είχαν εγκαταλείψει το κτήριο και είχαν καταλάβει οχυρές θέσεις στη γύρω περιοχή. Απογοητευμένοι και εξαντλημένοι από την πορεία, οι άντρες του ΔΣΕ επέστρεψαν από το φαράγγι της Αράδαινας και έφτασαν στα Κρούσια, πάνω από το χωριό Άγιος Ιωάννης, όπου λειτουργούσε ένα τυροκομείο. Ζήτησαν λίγο τυρί για να κατευνάσουν την πείνα τους και στην πεισματική άρνηση του ιδιοκτήτη, κατάσχεσαν μια μικρή ποσότητα ανθότυρων και έφυγαν, επιστρέφοντας στη Σαμαριά. 

Οι αντάρτες πέρασαν εντός του φαραγγιού, για τα λημέρια τους, διαπράττοντας σημαντικό λάθος, καθώς ο χώρος του φαραγγιού ήταν ιδανικός για την παγίδευσή τους, ειδικά από έναν αντίπαλο που διέθετε πολλαπλάσια μέσα και ανωτερότητα οπλισμού. Όπως έγινε αργότερα γνωστό, το αρχηγείο του ΔΣΕ είχε λάβει πληροφορίες από τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ Χανίων, ότι μεγάλες δυνάμεις του αντιπάλου θα κινούνταν στην περιοχή, για να διενεργήσουν εκκαθαριστικε΄ς επιχειρήσεις, αλλά για άγνωστους λόγους, δεν τις αξιολόγησαν σωστά, αποχωρώντας συνολικά από το φαράγγι και κινούμενοι σε σημεία που ο ελιγμός θα ήταν εύκολος ή διασπάζοντας τη δύναμη του ΔΣΕ σε μικρές και ευκίνητες ομάδες.

Σε κάθε περίπτωση, η διοίκηση του ΔΣΕ όρισε την παρακάτω διάταξη, για την άμυνα της Σαμαριάς:

Στην περιοχή "Λαγουδολίβαδα" τοποθέτησαν τρεις μικές ομαδες των 15 μαχητών συνολικά, με επικεφαλής τον διμοιρίτη Παναγιώτη Βιδάκη.

Στο πέρασμα προς τα Ποταμολίβαδα, τοποθετήθηκε τριμελής ομάδα μαχητών.

Νότια, προς την πλευρά του Αγίου Ιωάννη τοποθετήθηκε μεγάλη ομάδα ανταρτών, σε οχυρή θέση, με επικεφαλής τον διμοιρίτη Χρήστο Ψαριανό.

Στο ύψωμα πάνω από το συνοικισμό, στη θέση "Πύργος" τοποθετήθηκε ομάδα ανταρτών σε φυλάκιο, με διοικητή το Γιώργη Κοδέλα, για την προστασία των πολιτών και ενός μικρού νοσοκομείου των ανταρτών, που βρισκόταν σε παρακείμενη τοποθεσία. 

Ακριβώς απέναντι από τον "Πύργο" και λίγο βορειότερα, τοποθετήθηκε, σε οχυρή θέση, 15μελής ομάδα, με επικεφαλής το Μιχάλη Μπολουδάκη και την Γεωργίά Σκευάκη. Η ομάδα διέθετε και οπλοπολυβόλο τύπου "μπρέντα".

Στο στένεμα του φαραγκιού, στη θέση "πόρτες", ο ΔΣΕ τοποθέτηση ομάδα, με επικεφαλής τον Αποστόλη Μαρκάκη.

Για την απόκρουση επίθεσης του αντιπάλου, από την πλευρά του Ξυλόσκαλου και τα Πόρια, ομάδα ανταρτών είχε οχυρωθεί στη θέση ανάμεσα στη Σαμαριά και τον Άγιο Νικόλαο. Επρόκειτο για επίλεκτη ομάδα του ΔΣΕ, αποτελούμενη από 12 μαχητές, υπό τον Νίκο Ξερογιαννάκη (καπετάν Βαρδαλιάς). Η δύναμη της ομάδας ωστόσο, μειώθηκε λίγο αργότερα, καθώς 2 μαχητές της εκδήλωσαν δυσεντερία και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.


Η επίθεση


Η επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων εκδηλώθηκε αρχικά στη θέση "Λαγουδολίβαδα", όπου μεγάλη δύναμη Εθνοφρουράς έβαλε με ένα βαρύ πολυβόλο τύπου "βίκερς". Λίγο αργότερα, η επίθεση συνεχίστηκε με βολές βαρέων όλμων που πυροδότησαν φωτιά στα γύρω πεύκα, η οποία ωστόσο δεν επεκτάθηκε.

Μετά τις βολές των όλμων ακολούθησε έφοδος, η οποία ανακόπηκε αμέσως, με τον τραυματισμό εθνοφύλακα, που δέχτηκε την πρώτη αντάρτικη ριπή στο στήθος.

 Η επίθεση συνεχίστηκε, ξανά με βολές όλμων, που σήκωσαν σύννεφο σκόνης που επεκτάθηκε σε όλη τη γύρω περιοχή. 

Την ίδια στιγμή, ΜΑΥδες και χωροφύλακες, από τα "φρύδια" του φαραγγιού γκρέμιζαν μεγάλους βράχους, επιχειρώντας να σκοτώσουν οχυρωμένους αντάρτες. Έφοδος στα "Λαγουδολίβαδα" δε επιχειρήθηκε, ωστόσο ξανά, παρά μόνο την τρίτη ημέρα, της μάχης στη Σαμαριά.

Παράλληλα, από τον πόρο του Αγίου Ιωάννη, άλλη δύναμη απο ΜΑΥ και χωροφύλακες κατέβηκε προς τα κάτω, χωρίς να εμποδιστεί από τους αντάρτες της ομάδας του Ψαριανού, οι οποία είχε τέτοια εντολή, αλλά δεν την υλοποίησε, για άγνωστους λόγους. Την ίδια στιγμή, σφοδρή επίθεση ξέσπασε στο ύψωμα "Πύργο", όπου οι αντάρτες δέχονταν καταιγιστικά πυρά. Από βολή πολυβόλου έπεσε, ηρωικά μαχόμενος, ο Κώστας Κοντόπουλος (καπετάν Πάνος), ένας από τους αντάρτες του Ποδιά που είχε επιβιώσει και περάσει στο ΔΣΕ της δυτικής Κρήτης. 

Τη μεγαλύτερη ωστόσο πίεση δεχόταν η ομάδα του Νίκου Ξερογιαννάκη που υπερασπιζόταν τη θέση ανάμεσα στη Σαμαριά και τον Άγιο Νικόλαο. Απέναντί τους είχαν δεκάδες χωροφύλακες και ΜΑΥ, με επικεφαλής το μοίραρχο Μαλινδρέτο, που σφυροκοπούσαν τη θέση διαρκώς. Η θέση αυτή έπεσε, μόνο την τέταρτη ημέρα της μάχης, οπότε και οι αντάρτες του Ξερογιαννάκη πήραν την εντολή υποχώρησης και αμυνόμενοι με πολυβόλα, συμπτύχθηκαν, γύρω στις 4 το απόγευμα, έχοντας και αυτοί μεγάλες απώλειες.

Επί τρεις ημέρες και νύχτες, ο ΔΣΕ Κρήτης απέκρουσε την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων στη Σαμαριά, έχοντας βαρύτατες απώλειες. Οι δυνάμεις που κατάφεραν να απεμπλακούν, διέφυγαν πάνω από τις "Πόρτες", με τη βοήθεια του αείμνηστου αντάρτη Γιάννη Βίγλη, που κατόρθωσε να βγάλει τους 104 εναπομείναντες αντάρτες της Σαμαριάς, έξω από τον κλοιό, κάτω από τη μύτη του αντιπάλου.

Ο Βίγλης, τους οδήγησε από το μονοπάτι της Τρυπητής, στην περιοχή πάνω από το Κουστογέρακο, και έξω απο τον κυβερνητικό κλοιό, εξασφαλίζοντάς τους νερό και τροφή. Από εκεί, ότι απέμεινε από το ΔΣΕ Κρήτης διέφυγε με ασφάλεια.


Η ομάδα στα "Λαγουδολίβαδα"


Η ομάδα των μαχητών του ΔΣΕ στη θέση "Λαγουδολίβαδα" δεχόταν ακταιγιστικά πυρά για τρεις ημέρες και ούσα προωθημένη σχετικά, με τους υπόλοιπους, δεν κατάφερε να διαφύγει μαζί με τους 104, που έβγαλε από τη Σαμαριά, ο Γιάννης Βίγλης. 

Την τρίτη ημέρα, μια ομάδα 18-20 ανδρών παρέμενε αποκλεισμένη στη θέση αυτή.

Αποφάσισαν να χωριστούν σε ομάδες των 3-4 μαχητών και να φύγουν τμηματικά προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Μια ομάδα έφυγε προς το Θέρισσο και άλλη μια, προς τη Ζούρβα-Μέσκλα. Η τελευταία ομάδα αποτελούταν από τους Λευτέρη Ηλιάκη, Μιχάλη Αλεξανδράκη, Παπαδάκη και Μανώλη Κρασαδάκη, όλοι μαθητές Γυμνασίου και μαχητές της Δημοκρατικής Νεολαίας του ΔΣΕ Κρήτης. Το ξημέρωμα της τέταρτης ημέρας, ισχυρές δυνάμεις χωροφυλάκων καταλάμβαναν θέσεις στις κορυφές της Μελινταού, για να τους χτυπήσουν. 

Η ομάδα των νεολαίων έπρεπε να κινηθεί για την επιβίωσή της. χωρισμένοι σε ομάδες των δύο, πέρασαν ανάμεσα σε καταιγιστικά πυρά, προς την κορυφογραμμή, διέσπασαν τον κλοιό και βγήκαν στα γύρω υψώματα, ανάμεσα σε πυρά και "βροχή" από πέτρες, που έσπαζαν γύρω τους. Από μεγάλη τύχη, κανένας από τους νεολαίους δεν τραυματίστηκε. 

Όταν έφθασαν στην κορυφογραμμή, οι χωροφύλακες σταμάτησαν και δεν επιχείρησαν να τους κυνηγήσουν, καθώς φοβήθηκαν την ύπαρξη και άλλων ανταρτών στα σημεία αυτά. 

Έτσι, οι γλίτωσαν οι τέσσερις τελευταίοι υπερασπιστές των "Λαγουδολίβαδων" και ημέρες αργότερα ενώθηκαν ξανά με τους συντρόφους τους.


Οι απώλειες


Το ύψος των απωλειών της μάχης της Σαμαριάς δεν έχει ακόμα με πληρότητα καταγραφεί ιστορικά. Ωστόσο, μέσω του βιβλίου του Λευτέρη Ηλιάκη, μπορούμε να παραθέσουμε, τα ονόματα αρκετών εκ των πεσόντων του ΔΣΕ.

1) Γιώργος Παπαδόπουλος, αεροπόρος που είχε προσχωρήσει στο ΔΣΕ Κρήτης, με την κατάληψη του αεροδρομίου στο Μάλεμε.

2) Νίκος Μαθιουλάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας.

3) Ηλίας Παντελάκης, από το Βουτά Σελίνου.

4) Σπύρος Παντελάκης, από το Βουτά Σελίνου, αδελφός του Ηλία.

5) Κώστας Κοντόπουλος (καπετάν Πάνος), γεωπόνος από τον Πολύκαρπο Εδέσσης, σκοτώθηκε από βολή πολυβόλου, στο ύψωμα "Πύργος".

6) Ηλίας Ποντικάκης, από το χωριό Μουστάκο Σελίνου.

7) Γιώργος Ψαρός, από την Αθήνα, αεροπόρος που είχε προσχωρήσει στο ΔΣΕ Κρήτης, με την κατάληψη του αεροδρομίου στο Μάλεμε.

8) Νίκος Ξερογιαννάκης (καπετάν Βαρδαλιάς), αυτοκτόνησε βαριά τραυματισμένος, στη θέση ανάμεσα στη Σαμαριά και τον Άγιο Νικόλαο, με το γερμανικό του περίστροφο, αφού έδιωξε τον τελευταίο του μαχητή Κωστή Μπιτζανάκη, ο οποίος και διέφυγε.

9) Γιώργης Χριστοφής, κουρέας από το συνοικισμό Χαρακιά. Τραυματίστηκε βασιά στο πόδι και δεν μπορούσε να κινηθεί. Τον βρήκαν τραυματισμένο ΜΑΥδες και τον δολοφόνησαν επί τόπου.

10) Μανώλης Μπαδογιάννης, από τα Χανιά. Παρέμεινε αποκομμένος στη Σαμαριά και 1-2 ημέρες μετά εντοπιστηκε από χωροφύλακες, αιχμαλωτίστηκε και δολοφονήθηκε, χωρίς δίκη.

11) Νίκος Τρικουνάκης, από το Ορθούνι. Έμεινε αποκομμένος στη Σαμαριά με το Μανώλη Μπαδογιάννη και είχε την ίδια μοίρα με αυτόν.


Τιμητική πλακέτα του ΚΚΕ, για τη μάχη της Σαμαριάς

Η Αλέκα Παπαρρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ καταθέτει στεφάνι, σε εκδήλωση μνήμης για τη μάχη της Σαμαριάς, στις 26/06/2016.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 85-92.


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 12: Μάχες στον Πελεκάνο και στο Απανιχώρι

 

Οι μάχες στον Πελεκάνο


Η περιοχή του Πελεκάνου, της επαρχίας Σελίνου, με τις τέσσερις κοινότητές της: Βουτά, Σαρακίνα, Βοθιανά και Σκλαβοπούλα, αποτέλεσε στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, μια από τις πιο φιλικές, προς το Δημοκρατικό Στρατό, περιοχές σε λόλο το νομό Χανίων. Πριν ακόμα την επίσημη συγκρότηση του Δημοκρατικού Στρατού Κρήτης και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, η περιοχή του Πελεκάνου ήταν ήδη "ελεύθερη περιοχή", υπό την έννοια ότι στην περιοχή κινούνταν πολλές ομάδες ενόπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών, χωρίς κίνδυνο, όπως η ΟΕΚΑ του Ευτύχη Λιτσαρδάκη και του Λακιωτογιώργη. Οι κάτοικοι του Πελεκάνου πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στο ΔΣΕ, όχι μόνο σε φιλοξενία, τρόφιμα, είδη ρουχισμού και πληροφορίες, αλλά ανεκίμητη προσφορά αίματος, καθώς δεκάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, μόνιμοι και έφεδροι, κατάγονταν από την περιοχή του Πελεκάνου, αρκετοί από τους οποίους, έπεσαν στα θέατρα του Εμφυλίου. 

Τρεις ήταν οι νεκροί της οικογένειας του Περδίκη, ο Στρατής, ο Φωκίων και ο Γιώργης. Δύο ξάδελφοί τους επίσης, οι Κ. Περδικάκης, από τη Σαρακίνα και Χ. Περδικάκης, από το συνοικισμό των Αγίων Θεοδώρων. Η οικογένεια Παντελάκη έδωσε κι εκείνη τρία μέλη της στον αγώνα, τους Γιάννη, Ηλία και Σπύρο Παντελάκη, όλοι πεσόντες του ΔΣΕ. Μαζί τους έπεσαν και άλλοι πελεκανιώτες αντάρτες, όπως ο Ξανθάκης από τη Σαρακίνα, ο Ποντικάκης από το Μουστάκο, ο Φώτης Πετράκης από τα Γρηγοριανά και ο Ψαριανός, που αιχμαλωτίσθηκε με τις δυνάμεις του Ποδιά, στην ανατολική Κρήτη και εκτελέστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο Ηρακλείου.

Καμιά περιοχή της Κρήτης δεν πλήρωσε τόσο βαρύ τίμημα, στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων εκφραστών και λακέδων του, όσο ο Πελεκάνος Σελίνου.

Επιστρέφοντας στο 1948 και καθός η περιοχή του Πελεκάνου ήταν ακόμα "ελεύθερη περιοχή" δράσης του ΔΣΕ, οι κυβερνητικές δυνάμεις αποφάσισαν τη διενέργεια μεγάλης εκκαθαριστικής επιχείρησης για τον εκριζωμό του ΔΣΕ από αυτή. Σε αυτή θα συμμετείχαν δυνάμεις του Εθνικού Στρατού, της Χωροφυλακής και ντόπιων ΜΑΥ, πρώην παρακρατικών. 

Στα τέλη του Γενάρη του 1948, με επικεφαλής το στρατιωτικό διοικητή Φραγκιαδάκη, ισχυρά τμήματα των παραπάνω δυνάμεων κινήθηκαν στην περιοχή του Έλους, όπου βρισκόταν δύναμη ανταρτών, με επικεφαλής τον Γιώργη Κοδέλα. Άλλες δυνάμεις των κυβερνητικών, υπό το Λαζόπουλο κινήθηκαν στην περιοχή του Βουτά και συγκρούστηκαν πρώτες με το ΔΣΕ και συγκεκριμένα με την ομάδα του Σήφη Μπιτζάνη, στις κορυφές, πάνω από το χωριό Χασί. Η σύγκρουση υπήρξε εκτεταμένη και οι πυροβολισμοί ακούγονταν για πολλές ώρες έως το χωριό. Μικρή δύναμη των ανταρτών είχε εγκλωβιστεί και σε μερικά σπίτια, εντός του χωριού και εναντίον της έβαλαν οπλοπολυβόλα των κυβερνητικών με μαζικά πυρά. Ωστόσο, οι αντάρτες κατάφεραν να βγουν από τα σπίτια, να καταλάβουν οχυρές θέσεις, να ανταπαντήσουν αποτελεσματικά και να απεγκλωβιστούν από το χωριό, χωρίς απώλειες.

Κάτω από τη μεγάλη πίεση του αντιπάλου, η ομάδα του Μπιτζάνη υποχώρησε προς την παραλία και το χωριό Χρυσοσκαλίτισσα. Στην πορεία όμως συνάντησε τμήμα ΜΑΥ από τον Κίσαμο, με τους οποίους συγκρούστηκε, σπάζοντας τον κυβερνητικό κλοίο και κατοθώνοντας να διαφύγουν προς το Στόμιο. 

Οι δυνάμεις του Κοδέλα έδιναν κι εκείνοι σκληρή μάχη, με υπέρτερες δυνάμεις του αντιπάλου στο Έλος. Διέσπασαν και αυτοί τον κυβερνητικό κλοιό και κατάφεραν αργότερα να ενωθούν με τις δυνάμεις του Μπιτζάνη. Ωστόσο, κοντά στο Έλος, τριμελής ομάδα ανταρτών αιφνιδιάστηκε από τον κλοιό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν κι οι τρεις αγωνιστές.

Με τις επιχειρήσεις αυτές, ο ΔΣΕ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή του Πελεκάνου, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις επιδόθηκαν σε ένα εκτεταμένο όργιο τρομοκρατίας εναντίον των πολιτών της περιοχής. Διενέργησαν δεκάδες συλλήψεις πολιτών, με την κατηγορία του "τροφοδότη", λήστεψαν οικογενειακές περιουσίες και έκλεψαν την παραγωγή ολόκληρων οικογενειών. Έσφαξαν ζώα, κατάστρεψαν αποθέματα λαδιού και κρασιού και έκαψαν ακόμα και προίκες κοριτσιών.

Οι κάτοικοι του Πελεκάνου άντεξαν τη μεγάλη αυτή δοκιμασία και τίμησαν με τον τρόπο αυτό, τα νεκρά τους παλικάρια και τον αγώνα του ΔΣΕ.


Η μάχη στο Απανιχώρι


Στον αντίποδα του Πελεκάνου, τα χωριά του ανατολικού Σελίνου, Πρινές και Απανιχώρι αποτέλεσαν έδρες των παρακρατικών συμμοριών, που αγρότερα είχαν ενοποιηθεί στα ΜΑΥ, χωρίς βέβαια τούτο να σημαίνει ότι από τα χωριά αυτά έλλειψαν οι λαϊκοί αγωνιστές ή οι τίμιοι συμπαραστάτες του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού.

Ωστόσο οι ΜΑΥ και οι χωροφύλακες των χωριών αυτών δεν παραλείπονταν σχεδόν ποτέ, από καμιά επιχείρηση κατά των ανταρτών, ευθύνονται δε, για δεκάδες συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, ληστείες περιουσιών, πυρπολήσεις κατοικιών και δολοφονίες αγωνιστών και απλών πολιτών.

Χαρακτηριστική περίπτωση της κατάντιας τους υπήρξε η αυθαίρετη σύλληψη του άρρωστου αδελφού ενός αντάρτη, που αφού τον ξυλοκόπησαν και καθώς είχε κόκκινα μαλλιά, τον περιέφεραν σε ανοικτό αυτοκίνητο, λέγοντας ότι είναι Βούλγαρος. Αργότερα, το έκτακτο στρατοδικείο Χανίων, θα τον καταδικάσει, δίχως καμιά στοιχειωθετημένη κατηγορία, σε 10 χρόνια κάθειρξη.

Τον Απρίλιο του 1948, ισχυρή δύναμη του ΔΣΕ Κρήτης ξεκίνησε από το οροπέδιο του Ομαλού, έδρα του Αρχηγείου του ΔΣΕ Κρήτης και κινήθηκε αποφασιστικά, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας για να επιχειρήσουν εναντίον του Απανιχωρίου. Όταν η νύχτα είχε πέσει για καλά, οι αντάρτες κατέλαβαν το κεντρικό μέρος του χωριού, όμως τα σκυλιά ειδοποίησαν τους ΜΑΥ, με τα γαβγίσματά τους. Έτσι, ξεκίνησε σκληρή μάχι μέσα στο χωριό, με τους αντάρτες να έχουν καταλάβει οχυρές θέσεις και τους ΜΑΥ να αμύνονται μέσα από σπίτια. Η μάχη κράτησε πάνω από δύο ώρες, μέχρι που οι αντάρτες έκαμψαν τις βασικές εστίες αντίστασης των ΜΑΥ, καίγοντας ορισμένα σπίτια και αιχμαλωτίζοντας αρκετούς από αυτούς. Πέντε-έξι από αυτούς, οι αντάρτες τους κράτησαν ομήρους και ξεκίνησαν να επιστρέφουν προς τον Ομαλό. 

Όταν ο ΔΣΕ έφτασε στο "σελινιώτικο πόρο" άφησαν τους ΜΑΥ ελεύθερους, εκτός από έναν από αυτούς, που σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο, που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα "Παρατηρητής", ενέχονταν για σοβαρά εγκλήματα κατά του λαού. Οι αντάρτες τον εκτέλεσαν επί τόπου και το σώμα του παρέλβαν αργότερα οι δικοί του. 

Από τους αντάρτες τραυματίστηκε θανάσιμα, ο ομαδάρχης του ΔΣΕ Θανάσης Επιμενίδης (Μπαρούτας), από το Σάσαλο, ένα από τα πιο καταξιωμένα στελέχη του ΔΣΕ Κρήτης. Οι σύντροφοί του τον μετέφεραν στον Ομαλό και τον έθαψαν στη θέση "Ξυλώστε". Έναν χρόνο αργότερα, τα ξαδέλφια του Φραγκεδάκη μετέφεραν τα οστά του, στο νερκοταφείο του χωριού τους.


Η περιοχή του Πελεκάνου Χανίων.


Η περιοχή του Πελεκάνου Χανίων.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 78-81.




Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 11: Η μάχη στα Σκύδια

 



Στις αρχές του 1948 και με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στο ΔΣΕ Κρήτης να έχουν τερματιστεί, ο ΔΣΕ Κρήτης αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα πυρομαχικών, οπλισμού και εφεδρειών, ενώ το ζήτημα της διατροφής αναμένεται και αυτό οξύ, αφού οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αδειάσει σειρά, επαρχιακών χωριών, που τροφοδοτούσαν το ΔΣΕ, με πληροφορίες, τρόφιμα και ρούχα.

Τον Ιανουάριο του 1948, μια μεγάλη δύναμη, αποτελούμενη από 80 περίπου αντάρτες του ΔΣΕ είχε συγκεντρωθεί στο χωριό Σκύδια, της Κυδωνίας, που βρίσκεται ανάμεσα στο Ορθούνι και το Πρασσέ. Ο καιρός ήταν βροχερός, το κρύο βαρύ και οι αντάρτες είχαν εγκατασταθεί στος σπίτια του χωριού, για να ξεκουραστούν, να εφοδιαστούν και γλιτώσουν για λίγο από τα στοιχεία της φύσης.

Ωστόσο, μερικές ημέρες μετά, από κάποια πηγή προφανώς, οι κυβερνητικές δυνάμεις πληροφορήθηκαν για τη συγκέντρωση των ανταρτών στα Σκύδια και κινητοποίησαν αμέσως δυνάμεις. Χωροφυλακή και ΜΑΥ από το χωριό Λάκκοι, επιχείρησαν μια μεγάλη κυκλωτική κίνηση στο χωριό Σκύδια, προκειμένου να αποκόψουν τη δυνατότητα αποχώρησης των ανταρτών προς τον Ομαλό, να τους εγκλωβίσουν μέσα στο χωριό και να τους προκαλέσουν μεγάλες απώλειες. Η επιχείρηση των κυβερνητικών οργανώθηκε και σχεδιάστηκε, σχεδόν πανομοιότυπα, με την επιχείρηση ενάντια στην ομάδα του Γιάννη Μπαντούρη, στις "Φώκιες", που περιγράφηκε σε άλλο σημείο του αφιερώματος.

Η δύναμη των κυβερνητικών πρέπει να ξεπερνούσε τους 150 άνδρες, ενώ ο εξοπλισμός τους ήταν σαφώς ανώτερος και τα πυρομαχικά τους άφθονα.

Καθώς οι κυβερνητικοί διενεργούσαν τον κλοιό και πλησιάζοντας στα Σκύδια, ο αντάρτης Βασίλης Σολάνος, από τα Παλιά Ρούματα, εντόπισε από τη σκοπιά του, κίνηση και νομίζοντας ότι πρόκειται για συντρόφους του, τους πλησίασε, μέσα στην ομίχλη, στα 10-15 μέτρα. Διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για ΜΑΥ και χωροφύλακες, ο Σολάνος δεν έχασε την ψυχραιμία του και έβαλε αμέσως εναντίον τους με το οπλοπολυβόλο του, υποχωρώντας παράλληλα προς το χωριό. 

Οι ριπές και η σύγχυση που προκλήθηκε στους κυβερνητικούς επέτρεψε στο ΔΣΕ να οργανωθεί και να ετοιμάσει την άμυνά τους. Ο Σολάνος έφτασε λίγα λεπτά μετά στους συντρόφους του και τους εξήγησε την κατάσταση ενωνόμενος με τη δύναμή τους. Οι άνδρες του ΔΣΕ αποφάσισαν να καταλάβουν επίκαιρες θέσεις, μέσα στο χωριό και στις εισόδους του, προβάλλοντας ισχυρή άμυνα και καθηλώνοντας του κυβερνητικούς. Η μάχη σύντομα γενικεύτηκε στο χωριό και κράτησε, χωρίς διακοπή, έως τις πρώτες βραδυνές ώρες. Με το πρώτο σκοτάδι, οι αντάρτες του ΔΣΕ συμπτύχθηκαν προς το οροπέδιο του Ομαλού, χωρίς προβλήματα, προκειμένου να επιστρέψουν προς την "ελεύθερη περιοχή" του ΔΣΕ, στην οποία οι διώκτες τους δύσκολα θα αποφάσιζαν να πατήσουν.

Αποτέλεσμα της μάχης για το ΔΣΕ ήταν μόνο ο ελαφρύς τραυματισμό ενός μαχητή του, ενώ από την πλευρά του αντιπάλου δεν ανακοινώθηκαν ποτέ επίσημες απώλειες. Ο ίδιος ο Βασίλης Σολάνος έλαβε έπαινο για την ψυχραιμία και την πολεμική του ικανότητα, όπως και άλλοι μαχητές του ΔΣΕ που επέδειξαν τέτοιες ικανότητες στο πεδίο της μάχης. Η μάχη στα Σκύδια, έκανε τον αντίπαλο για ένα διάστημα, πιο επιφυλακτικό, ενώ απέδειξε περίτρανα τη δυνατότητα του ΔΣΕ Κρήτης να ανταπεξέρχεται αποτελεσματικά σε δύσκολες μάχες, όπου οι αριθμοί και η ποιότητα του εξοπλισμού δεν τον ευνοούσαν.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 77.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 10: Ο ΔΣΕ "υποδέχεται" το Σοφοκλή Βενιζέλο


Ένα σχεδόν μυθιστορηματικό περιστατικό, άξιο αναφοράς σε αυτό το αφιέρωμα για τον Εμφύλιο στην Κρήτη αποτελεί η "υποδοχή", του υπουργού των Φιλελευθέρων και πολιτικού υποστηρικτή των παρακρατικών συμμοριών της Κρήτης, Σοφοκλή Βενιζέλου, το Μάρτιο του 1948.

Στα μέσα του Μάρτη του 1948, από το οροπέδιο του Ομαλού, όπου ο ΔΣΕ διατηρούσε την έδρα του, αναχώρησε πολυμελής ομάδα μαχητών προορισμό την επαρχία Αποκορώνου. Επικεφαλής της ομάδας τέθηκαν οι Χρήστος Μπολούδης και Γιώργης Τζαμπάνης, ενώ ανάμεσα στους άνδρες της, βρίσκονταν και μαχητές της Δημοκρατικής Νεολαίας του ΔΣΕ.

Στη Δρακώνα των Κεραμείων, οι αντάρτες έμειναν ένα βράδυ και εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, τα οποία ο κόσμος του χωριού πάντα έδινε στο ΔΣΕ, από το υστέρημά του. Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν για το χωριό Καρές και φθάνοντας εκεί, διενέργησαν έρανο για τη στήριξη του αντάρτικου. Οι χωρικοί μάζεψαν, όπως είχαν κάνει σε πολλές περιπτώσεις, τρόφιμα, ρούχα και άλλα εφόδια και τα έδωσαν στους αντάρτες. Η ομάδα έμεινε στο χωριό μέχρι το βράδυ, αφού τοποθέτησε σκοπιές σε διάφορα σημεία για την ασφάλειά της. Τις πρώτες ώρες του βραδιού, μια ομάδα 15 μαχητών, με επικεφαλής τους τον Γιώργη Τζομπάνη, ξεκίνησε για την περιοχή Κόκκινο Χωριό- Γαβαλοχώρι- Πλάκα, με στόχο να έρθουν σε επαφή με τις παράνομες κομματικές οργανώσεις των χωριών, να πάρουν πληροφορίες και να ανυψώσουν το ηθικό του κινήματος.

Την επόμενη ημέρα, η διοίκηση της ομάδας στις Καρές πληροφορήθηκε ότι ο Σοφοκλής Βενιζέλος, με τη συνοδεία του θα περνούσε αργά το απόγευμα από την εθνική οδό, ερχόμενοι από το Ρέθυμνο και με κατεύθυνση τα Χανιά, για να παραστούν στο μνημόσυνο του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Ακρωτήρι, στην εκκλησία προφήτη Ηλία. Η συνοδεία του Βενιζέλου αποτελείτο από 27 βουλευτές των Φιλελευθέρων, τον Γεώργιο Παπανδρέου, τους πρεσβευτές των ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, στην Αθήνα και ντόπιους πολιτικούς παράγοντες.

Ο πρωθυπουργός τότε, Θεμιστοκλής Σοφούλης, θα έφτανε στα Χανιά, με πολεμικό πλοίο, για να παραστεί και αυτός στο μνημόσυνο.

Από δημοσιεύματα της εφημερίδας "Βήμα", φαινόταν τότε ότι η κυβέρνηση θα αξιοποιούσε το μνημόσυνο για τη συγκρότηση Μεραρχίας Κρητών του Εθνικού Στρατού, αποτελούμενη από εθελοντές, η οποία θα "ξεκαθάριζε" την Ελλάδα, από τους αντάρτες. Το "Βήμα" έγραφε τότε, ότι ο λαός της Κρήτης απαιτούσε τη συγκρότηση της μεραρχίας, υποκρύπτοντας φυσικά ότι το αίτημα αυτό ουδεμία σχέση είχε με το λαό του νησιού, αλλά μάλλον με τους παρακρατικούς κουμπουροφόρους της ΕΟΚ και τους τοπικούς παραγοντίσκους του αστικού κράτους. Η ιδέα της μεραρχίας ήταν σαφώς έμπνευση του Σοφοκλή Βενιζέλου και των συνεργατών του, εάν όχι και του ίδιου του συγκροτήματος Λαμπράκη, εκείνης της εποχής.

Τα σχέδιά τους όμως, αν και πολύ καλά μελετημένα, δεν ευδοκίμησαν. Τους τα χάλασε η μικρή ομάδα ανταρτών του ΔΣΕ που βρισκόταν στις Καρές.

Η ομάδα από τις Καρές έδωσε εντολή για την προετοιμασία ενέδρας, στη διαδρομή του Βενιζέλου και διέθεσε για την επιχείρηση οπλοπολυβόλο, ορίζοντας τη θέση "Κεφάλα" για την επίθεση. Η κύρια ομάδα των ανταρτών έπιασε θέσεις στην "Κεφάλα", λίγο πιο πάνω από το χωριό Μαχαιροί, ενώ δεξιά και αριστερά του δρόμου τοποθετήθηκαν ολιγομελείς ομάδες πλαγιοφυλακής. 

Προς το απόγευμα, η πομπή των 25 αυτοκινήτων του Σοφοκλή Βενιζέλου εμφανίστηκε στο δρόμο, πέρασε από τη θέση "Καρές" και έφτασε στη θέση "Σπηλιάρια", όταν δέχτηκε καταιγιστικά πυρά από τους αντάρτες. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος και οι άνδρες της συνοδείας του, βγήκαν έντρομοι από τα αυτοκίνητα και έπεσαν αμέσως μπρούμητα, στο διπλανό χαντάκι του δρόμου, με μοναδική εξαίρεση το βουλευτή Χανίων, Μανούσο Βολουδάκη, ο οποίος έμεινε σκυφτός πίσω από ένα αυτοκίνητο. Οι ελάχιστοι σωματοφύλακες της πομπής, εξουδετερώθηκαν γρήγορα από τα πυρά των ανταρτών. 

Το "Βήμα" θα γράψει αργότερα, ότι ο Βενιζέλος και οι βουλευτές του, έμειναν στο χαντάκι για μια ώρα και ένα τέταρτο, όμως η αλήθεια είναι ότι παρέμειναν εκεί μέχρι που έπεσε η νύχτα και σιγουρεύτηκαν πια ότι οι αντάρτες είχαν φύγει. Όταν πια είχε νυχτώσει και οι αντάρτες αποχωρήσει, η πομπή κινήθηκε γρήγορα προς τα Χανιά, σταματώντας μόνο για λίγα λεπτά στο Νιο Χωριό. Εκείνη την ώρα περίπου ξεκίνησε και η καταδίωξη των ανταρτών, από τη Χωροφυλακή και διλοχία παρακρατικών του Γύπαρη. Οι επίδοξοι κυνηγοί ανταρτών, ξεκίνησαν από την πλευρά του Στύλου και περιπλανήθηκαν στην περιοχή αρκετές ώρες, μέχρι που κατάλαβαν ότι αντάρτες δεν υπήρχαν στην περιοχή.

Για αντεκδίκηση, οι παρακρατικοί του Σοφούλη έκαψαν τα σπίτια του ΕΑΜίτη Γιάννη Μαρινάκη και δύο άλλα σπίτια αγωνιστών στη Ραμνή, όπως και το σπίτι των Αγγελή και Λευτέρη Ηλιάκη, στο χωριό Νεροχώρι.

Λέγεται ότι πριν την άφιξή του στα Χανιά, ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε ρωτήσει τηλεφωνικώς τον Παύλο Γύπαρη για την ασφάλειά του στην επαρχία Αποκορώνα κι εκείνος του είχε απαντήσει: "Ελβετία είναι αρχηγε!", θεωρώντας ότι ο ΔΣΕ είχε διαλυθεί μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.

Το "Βήμα" συνέχισε ασφαλώς τα ψεύδη του, γράφοντας ότι χιλιάδες κάτοικοι των Χανίων υποδέχτηκαν όλο ανησυχία τον υπουργό και το Σοφούλη και με χαρά διαπίστωσαν ότι, ο Βενιζέλος ήταν καλά στην υγεία του. Επίσης, έγραψαν αργότερα για "χιλιάδες λαού" που παραβρέθηκε στο μνημόσυνο του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι ο Σοφοκλής Βενιζέλος δεν έτυχε τέτοιας υποδοχής και πώς ο Θεμιστοκλής Σοφούλης αποβιβάστηκε από το πλοίο του, μόνο για να παραστεί στο μνημόσυνο. Χαρακτηριστικά, η επίθεση του ΔΣΕ τους προκάλεσε τέτοιο τρόμο, που το γεύμα για το μνημόσυνο, έγινε επάνω στο πλοίο του πρωθυπουργού.

Στον αντίποδα της θλιβερής προπαγάνδας του "Βήματος", ο Δημοκρατικός Στρατός Κρήτης απένειμε έπαινο στη διοίκηση και τους μαχητές της ομάδας για την πρωτοβουλία που πήραν, με αυτή την εντυπωσιακή παρενόχληση της πομπής του Σοφούλη και ο ραδιοσταθμός "Ελεύθερη Ελλάδα" αναφέρθηκε επανειλειμμένα στο περιστατικό. 



Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, πολιτικός καθοδηγητής του παρακράτους στην Κρήτη.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 73-76.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 9ο: Βαριά πλήγματα στο ΔΣΕ

 

Πλήγμα στην ομάδα Μπαντουρόγιαννη


Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1947, στη διοίκηση του συγκροτήματος του Γιάννη Μπαντούρη έφθασε η πληροφορία ότι στο σπίτι του προέδρου της κοινότητας Καράνου υπήρχε μεγάλη ποσότητα τροφίμων και ειδών ρουχισμού, που ο πρόεδρος είχε παρακρατήσει από τις διανομές που διενεργούσε η ΟΥΝΡΑ. Επρόκειτο για μια πολύ καλή ευκαιρία ανεφοδιασμού του ΔΣΕ, ο οποίος πιεζόταν στο ζήτημα της διατροφής και του ιματισμού, την οποία ο Μπαντούρης θεώρησε σωστό να εκμεταλευτεί. 

Για την επιχείρηση αυτή, αποφασίστηκε από τη διοίκηση του ΔΣΕ να διαθέσει 20 μαχητές, οι οποίες ξεκίνησαν από το λημέρι του ΔΣΕ στη θέση "Φώκιες", τοποθεσία που βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου Λάκκων Ομαλού και κατέβηκαν στα Καράνου, περικυκλώνοντας αμέσως το σπίτι του προέδρου.

Κατόπιν έρευνας, οι αντάρτες διαπίστωσαν ότι η πληροφορία ήταν λανθασμένη και πώς τέτοια εφόδια δεν υπήρχαν στο σπίτι του προέδρου της κοινότητας. Ο πρόεδρος τους είχε δεχτεί ευχαρίστως, τους άφησε να ψάξουν όπου ήθελαν και τους εφοδίασε ο ίδιος με μια ποσότητα τροφίμων από το σπίτι του. Έτσι, το τμήμα του ΔΣΕ ξεκίνησε για να επιστρέψει στο λημέρι του. Μερικοί αντάρτες ήθελαν να διανυκτερεύσουν στο χωριό, καθώς ήταν κουρασμένοι από την πορεία, αλλά αποφασίστηκε η άμεση επιστροφή τους, στις "Φώκιες". 

Ωστόσο, στη θέση "Μπουμπουνοκεφάλα", οι αντάρτες σταμάτησαν και συζητήθηκε ξανά το ζήτημα της διανυκτέρευσης. Με τους άνδρες του να είναι φανερά κατάκοποι, ο Γιάννης Μπαντούρης αποφάσισε να διανυκτερεύσουν στη θέση αυτή και να ξεκινήσουν το πρωί για το λημέρι τους στις "Φώκιες". Την ίδια νύχτα και προφανώς κατόπιν πληροφορίας καταδότη, ισχυρή δύναμη του κυβερνητικού στρατού κινήθηκε προς τις "Φώκιες" και κατέλαβε το αντάρτικο λημέρι, κρατώντας οχυρές θέσεις, σε σημεία που είχαν κατασκευάσει οι αντάρτες και ήταν εξαιρετικά οχυρά. Καθώς οι αντάρτες ξεκίνησαν να πλησιάζουν στο λημέρι τους, ένας φαντάρος δοκίμασε να τους προειδοποιήσει, ρίχνοντας μια ριπή με το πολυβόλο τους, όμως ο καταδότης, που βρισκόταν μαζί με το στρατό τον σταμάτησε φωνάζοντας "Τί κανείς εκεί ρε; Άσε τους να έρθουν στα χέρια μας".

Καθώς οι αντάρτες έφτασαν στις θέσεις των στρατιωτών, έμπαιναν σταδιακά σε κλοιό του στρατού, χωρίς να το έχουν καταλάβει και δέχτηκαν άξαφνα καταιγιστικά πυρά. Παρά τον πρώτο αιφνιδιασμό, οι αντάρτες οχυρώθηκαν πρόχειρα και ανταπάντησαν στα πυρά. Ωστόσο, οι θέσεις τους μειονεκτούσαν σημαντικά έναντι του στρατού και η μάχη που ξέσπασε ήταν άνιση από κάθε άποψη. 

Η μάχη κράτησε περισσότερο από δύο ώρες και ένας ένας, οι μαχητές του ΔΣΕ έπεφταν από τις σφαίρες του αντιπάλου, αφήνοντας πιο φτωχό το λαϊκό κίνημα του νομού Χανίων και τον ΔΣΕ Κρήτης.

Στη μάχη σκοτώθηκε ο θρυλικός ΕΛΑΣίτης και αξιωματικός του ΔΣΕ, Γιάννης Μπαντούρης (Μπαντουρόγιαννης), οι αδελφοί Νίκος και Γιώργης Κώτσης, παιδιά του Παπαδογιώργη, από τα Περιβόλια Κυδωνίας, ο Τσάκαλος, από τη Μαλάξα, ο Μπιρμπίλης από το χωριό Βαμβακόπουλο, ο Ξανθουδάκης, από τη Σαρακίνα, ο Ζυμπράκης από το Κοντο-Κυνήγι Σελίνου και ο μαχητής του ΔΣΕ Καρύδης, από την Πελοπόννησο, για τον οποίο δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία.

Αιχμαλωτίστηκαν επίσης τραυματισμένοι οι Κουκουλιέρος Ανδρέας, από τις Μουρνιές, Γιώργης Γαλανάκης, από το Κατεχώρι Κεραμείων και Σήφης Μανουσάκης, από το Βαμβακόπουλο.

Οι δύο πρώτοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν και τρίτος καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη.


Πλήγμα στην ομάδα Μπαντουροζαχάρη


Στις 16 Νοεμβρίου του 1947, δύναμη ανταρτών με επικεφαλής το Ζαχάρη Μπαντούρη (Μπαντουροζαχάρη)  σταμάτησε στο χωριό Δραπανιά Κισάμου αυτοκίνητα από τα οποία αφαίρεσαν ένα δοχείο βενζίνη και ένα ραδιόφωνο και συνέλαβε επτά μονήρους ΜΑΥ και συνεργάτες τους. Αργότερα, η ομάδα απελευθέρωσε τους πέντε από αυτούς και πιθανώς εκτέλεσε τους υπόλοιπους δύο.

Από το Δραπανιά, η ομάδα χωρίστηκε και ένα τμήμα της κατευθύνθηκε στο χωριό Ραβδούχα και καμουφλαρίστηκε στη θέση Άγιος Βασίλης. Το άλλο πρωί, ένας κάτοικος του χωριού Ραβδούχα είδε τους αντάρτες στη θέση που βρίσκονταν και αυτοί τον συνέλαβαν. Ωστόσο, του έδειξαν εμπιστοσύνη, ότι δεν θα τους πρόδιδε στις κυβερνητικές αρχές και τον άφησαν να φύγει. Εκείνος πήγε αμέσως στο αστυνομικό τμήμα και κατέδωσε. Το ίδιο απόγευμα, μεγάλη δύναμη στρατού κύκλωσε τις θέσεις του ΔΣΕ και ξεκίνησε σκληρή μάχη, ενώ η νύχτα ξεκίνησε να πέφτει.

Οι αντάρτες επιχείρησαν να απαγκιστρωθούν, αλλά λόγω του σκοταδιού υπήρξε μεγάλη δυσκολία σε αυτό το εγχείρημα. Από τον κλοιό των κυβερνητικών κατόρθωσαν να διαφύγουν οι Λευτέρης Πεντάρης, από το Βουτά Σελίνου και Αντώνης Ανδρεαδάκης, από τα Καμισιανά Κισάμου. 

Έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά οι Ζαχάρης Μπαντούρης, από τα Καλουδιανά Κισάμου, Γιάννης Μανουσάκης, από τα Λυριδιανά Κισάμου και Γιάννης Παντελάκης, από το Βουτά Σελίνου. 


Γιάννης Μπαντούρης


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 66-68.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 8ο: Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ξεκινούν

 

Στις αρχές Αυγούστου του 1947, τμήματα των ΜΑΥ, αποτελούμενα από τους παρακρατικούς της γνωστής "Άνευ Θητείας Χωροφυλακής" και δύναμης 150 ανδρών, με επικεφαλής τον ίδιο τον Παύλο Γύπαρη και άλλες δυνάμεις ενόπλων από το Ηράκλειο με επικεφαλής τον Πέτρακα ανέλαβαν, κατόπιν ασφαλώς σχεδιασμού και έγκρισης και των διοικητικών και αστικών κυβερνητικών αρχών του τόπου, μια μεγάλη επιχείρηση εκκαθάρισης των ανταρτών του ΔΣΕ στο νομό και ειδικότερα στις επαρχίες Αποκορώνα και Σφακιών. 

Αρχικά, οι δυνάμεις αυτές πέρασαν από τα χωριά Άγιοι Πάντες, Πεμόνια, Μελιδόνι, Καρές και συνέχισαν την πορεία τους προς τα πρώτα υψώματα των Λευκών Ορέων. Οι δυνάμεις ήταν εφοδιασμένες με ισχυρό και βαρύ οπλισμό, άφθονα πυρομαχικά, τρόφιμα και άλλα εφόδια, τα οποία σαφώς ο ΔΣΕ δε διέθετε.

Στα πρώτα υψώματα των Λευκών Ορέων, οι δυνάμεις αυτές συγκρούστηκαν με 40 περίπου αντάρτες του ΔΣΕ και η σύγκρουση εξελίχθηκε σε μάχη που κράτησε 8 ολόκληρες ώρες, από τις 9 το πρωί, έως τις 5 το απόγευμα. Λόγω των υπέρτερων και σαφώς ανώτερα εξοπλισμένων κυβερνητικών δυνάμεων, ο ΔΣΕ αναγκάστηκε να συμπτυχθεί, έχοντας σημαντικές απώλειες. Στη μάχη έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι οι νεαροί ΕΠΟΝίτες:

Νίκος Τσατσαρωνάκης

Λευτέρης Ειρηνάκης, από τα Χανιά 

Δημήτρης Λιονουδάκης, από την Κόπραινα (σημερινό Άσπρο)

Αρτέμης Ροζάκης, από τη Μάζα Αποκορώνου.

Οι παρακρατικοί κανίβαλοι απέκοψαν το κεφάλι του Ροζάκη και αφού κατέβηκαν στο Παϊδοχώρι, μπήκαν στο καφενείο του χωριού και ζήτησαν ένα τσουκάλι για να βράσουν μια κεφαλή. Ο καφετζής κι οι πελάτες του καφενείου, νόμισαν ότι είχαν σκοτώσει κάποιο ζώο και ήθελαν να βράσουν το κεφάλι του, αλλά πάγωσαν επί τόπου, όταν είδαν έναν χωροφύλακα να βγάζει από ένα καταματωμένο σακί, το κεφάλι του Ροζάκη, να το κρατά από τα μαλλιά και να το επιδεικνύει. Οι θαμώνες του καφενείου που έζησαν τα γεγονότα, θυμόνται ακόμα το φρικτό αυτό περιστατικό. 

Από την πρώτη μάχη αυτή, το βαρόμετρο της σύγκρουσης είχε ήδη καθοριστεί. Ο σφακιανός αντάρτης Μιχάλης Μανουσέλλης κατάφερε να ξεφύγει από θανάσιμο κίνδυνο και να γλιτώσει τραυματισμένος. Από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, ανακοινώθηκαν δύο τραυματίες και ο σοβαρός τραυματισμός του Πέτρακα. Στο πλαίσιο βέβαια της προπαγάνδας της εποχής, οι κυβερνητικοί ποτέ δεν ανακοίνωναν τις απώλειές τους ή εάν τούτο συνέβαινε, οι αριθμοί δεν ήταν πραγματικοί. 

Λίγο αργότερα, τρεις λόχοι του κυβερνητικού στρατού, υποστηριζόμενοι από τους ΜΑΥ της επαρχίας Σελίνου ξεκίνησαν εκκαθαριστική επιχείρηση στην περιοχή νότια των Παλαιών Ρουμάτων. Στη θέση "Αποπηγάδι", συγκρούστηκαν με ομάδα ανταρτών του ΔΣΕ, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι Σπύρος Σπύρου, από την Πελοπόννησο, ο Γιάννης Φραγκιουδάκης και ο Ανδρέου, στρατιώτης που είχε λιποτακτήσει από το Κέντρο Βασικής Εκπαίδευσης Ηρακλείου και είχε καταταγεί στο ΔΣΕ.

Συνεχίζοντας τις εξορμήσεις στην ύπαιθρο, οι ομάδες του στρατού και των παρακρατικών, με επικεφαλής το Γύπαρη συγκρούστηκαν ξανά, με ομάδα ανταρτών του ΔΣΕ σε τοποθεσία ανάμεσα στα χωριά Σαμωνά και Μαχαιροί, στις 18 Αυγούστου 1947. Για τη σύγκρουση αυτή, οι αστυνομικές αρχές ανάφεραν σε δελτίου τους, ότι ο ΔΣΕ είχε δύο νεκρούς, το Χαράλαμπο Τοράκη και το Μιχάλη Καρβούνη, από το Σαμώνα. Ωστόσο, ο Τοράκης δεν ήταν ποτέ αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά απλός πολίτης, που οι παρακρατικοί συνάντησαν στο χωράφι του και τον σκότωσαν, ενώ ο Καρβούνης ήταν απλός βοσκός που έτυχε της ίδιας μοίρας, καθώς έβοσκε τα ζώα του...


Τιμητική πλακέτα του ΚΚΕ, για τη μάχη στο "Αποπηγάδι"


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 60-61.



Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 7ο: Νέες επιθέσεις του ΔΣΕ

 

Τον Ιούνιο του 1947, μετά τη μεγάλη επιχείρηση του ΔΣΕ στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, ο Εμφύλιος στην Κρήτη έχει λάβει εκτεταμένες διαστάσεις και η αντάρτικη δραστηριότητα βρισκόταν στο ζενίθ της.





Επίθεση στο Πρινέ και το Επανωχώρι


Στα μέσα του Ιούνη, μια ομάδα 25-30 ανταρτών του ΔΣΕ, με το πέσιμο της νύχτας περικύκλωσε το χωριό Πρινέ και το διπλανό του χωριό, Επανωχώρι, έδρα των ΜΑΥ σε ολόκληρη την επαρχία Σελίνου. Επρόκειτο για τους γνωστούς παρακρατικούς της ΕΟΚ και άλλων μικρών ομάδων, που από χωροφύλακες άνευ θητείας, είχαν μετωνομαστεί πια, σε Μονάδες Αυτοάμυνας Υπαίθρου, συνεχίζοντας το τρομοκρατικό τους όργιο, με άλλη επωνυμία. 

Ιδιαίτερα σε αυτά τα χωριά, οι ΜΑΥ ήταν γνωστά πρόσωπα, που ενέχονταν για δεκάδες δολοφονίες, τραυματισμούς και άλλα εγκλήματα, ενάντια σε αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. 

Οι αντάρτες γνώριζαν από έγκυρες πηγές, σε ποια ακριβώς σπίτια είχαν οχυρωθεί οι άνδρες των ΜΑΥ και αφού τα περικύκλωσαν ξεκίνησαν αμέσως να τα προσβάλλουν με χειροβομβίδες και ριπές. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, οι ΜΑΥ ξεκίνησαν να απαντούν κι αυτοί με πυροβολισμούς από τα παράθυρα. Η αντίστασή τους όμως σύντομα κάμφθηκε και οι περισσότεροι ξεκίνησαν να υποχωρούν προς την ύπαιθρο. Στο πεδίο της μάχης σκοτώθηκε το γνωστό μέλος των ΜΑΥ Σταμάτης Σαρτζετάκης και τραυματίστηκε ο γιος του. Οι αντάρτες έβαλαν φωτιά και πυρπόλησαν τα σπίτια τους, αιχμαλωτίζοντας ακόμα δύο ΜΑΥ, των οποίων τα ονόματα δεν είναι γνωστά, είναι όμως γνωστό ότι εκτελέστηκαν αργότερα στο οροπέδιο του Ομαλού. 

Στη συμπλοκή στο Πρινέ, έπεσε μαχόμενος ο αγωνιστής του ΔΣΕ Σπύρος Κουντουράκης, από το χωριό Μουρί Κισάμου και τραυματίστηκε ελαφρά ακόμα ένας αντάρτης. 

Την επόμενη ημέρα, η Αστυνομία ανακοίνωσε ψευδώς ότι οι αντάρτες έχασαν τρεις μαχητές τους και ότι στόχος του ΔΣΕ ήταν η προίκα της κόρης Σαρτζετάκη, η οποία θα παντρευόταν την επόμενη ημέρα.


Οκτώβριος 1947


Τον Οκτώβριο του 1947, ο ΔΣΕ Κρήτης διενέργησε σειρά άλλων μικρότερης κλίμακας επιχειρήσεων, στοχεύοντας κυρίως τους ΜΑΥ παρακρατικούς, που λυμαίνονταν την ύπαιθρο και βασάνιζαν το λαό, με απότερο σκοπό, τόσο την ανακούφιση του ντόπιου πληθυσμού, όσο και την επέκταση της περιοχής δράσης τους και το δραστικό περιορισμό της τρομοκρατίας.

Στις 22 Οκτωβρίου 1947, ομάδα ανταρτών περικύκλωσε το σπίτι του προέδρου της κοινότητας Παλαιών Ρουμάτων, στενού συνεργάτη των ΜΑΥ της περιοχής και των ηγετών τους. Του ζήτησαν να βγει έξω και να λογοδοτήσει, καθώς στο σπίτι του είχε συγκεντρωθεί μεγάλο μέρος της περιουσίας κατοίκων της κοινότητας, η οποία είχε ληστευθεί από τους ΜΑΥ και αποθηκευτεί εκεί, ενώ μέρος της είχε παρακρατήσει και ο ίδιος. Ο πρόεδρος αρνήθηκε να βγει από το σπίτι του και οι αντάρτες το πυρπόλησαν. Τελικώς αναγκάστηκε να εξέλθει του κτηρίου, καθώς κινδύνευε να καεί ζωντανός και έπεσε στα χέρια των ανταρτών, οι οποίοι τον εκτέλεσαν στην πλατεία.

Μια εβδομάδα μετά το περιστατικό μια άλλη ομάδα ανταρτών κατέβκη στη γέφυρα του Αλικιανού ποταμού και περικύκλωσε το σπίτι του ΜΑΥ, Κώστα Καλογεράκη. Στο σπίτι διέμεναν ακόμα δύο άντρες των ΜΑΥ, που ήταν τμήμα της φρουράς του Αλικιανού. Οι αντάρτες χτύπησαν την πόρτα και όταν ο Καλογεράκης την άνοιξε, τον πυροβόλησαν εξ επαφής και τον σκότωσαν. Οι άλλοι δύο ΜΑΥ πήδησαν από τα παράθυρα και διέφυγαν ρίχνοντας μερικές σφαίρες στον αέρα.


Η μάχη του Δρομόνερου


Με τη δράση των ανταρτών να έχει επεκταθεί και ενταθεί, το φθινόπωρο του 1947, ο εφοδιασμός της Χωροφυλακής και των ΜΑΥ στην περιοχή του δυτικού και κεντρικού Σελίνου πραγματοποιούταν, με τρόφιμα και άλλα είδηα, από την πόλη των Χανίων, μέσω φορτηγών οχημάτων και ισχυρή δύναμη στρατού, γιατί ο επαρχιακός δρόμος από τις Βουκολιές μέχρι την Κάνδανο θεωρούταν εξαιρετικά επικίνδυνος για τις κυβερνητικές δυνάμεις.

Η ανησυχία των κυβερνητικών για το δρόμο αυτό ήταν σαφώς αιτιολογημένη λόγω των δεκάδων ενεδρών, που ο ΔΣΕ είχε πραγματοποιήσει στην περιοχή.

Στις 13-14 Νοεμβρίου του 1947, 2-3 στρατιωτικά φορτηγά που μετέφεραν τρόφιμα στην περιοχή του Σελίνου δέχτηκαν την αιφνιδιαστική επίθεση των ανταρτών. Τμήμα του ΔΣΕ είχε νωρίτερα καταλάβει το ύψωμα πάνω από το χωριό Δρομόνερο, στην εκκλησία του Αγίου Λυσσέα και είχαν την πληροφορία της διέλευσης των οχημάτων τροφοδοσίας. 

Με τα πρώτα πυρά των ανταρτών, τα οχήματα καθηλώθηκαν, εκτός από ένα που κατάφερε να επσιτρέψει στις Βουκολιές και να ειδοποιήσει τη Χωροφυλακή. Οι στρατιώτες ξεκίνησαν σταδιακά να αμύνονται, αφήνοντας ωστόσο 2-3 νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Σε περίπου μια ώρα, ισχυρή δύναμη στρατού έφτασε από τα Χανιά, υπό τη διοίκηση του στρατιωτικού διοικητή Χανίων, Φραγκιαδάκη και μαζί με το διοικητή Χωροφυλακής Νοτίων Χανίων, Μανώλη Βουτυράκη.

Ακολούθησε επίθεση προς το ύψωμα του Αγίου Λυσσέα και πόλεμος θέσεων που κράτησε αρκετές ώρες. Σταδιακά, οι αντάρτες απαγκιστρώθηκαν και υποχώρησαν συντενταγμένα και κατόρθωσαν να καθηλώσουν τις κυβερνητικές δυνάμεις, έχοντας τοποθετήσει ένα βαρύ οπλοπολυβόλο, στην απέναντι πλαγιά, νότια από το ύψωμα του Δρομόνερου, το οποίο χτυπούσε αποτελεσματικά τις δυνάμεις του στρατού και της Χωροφυλακής. 

Πέραν των πεσόντων στρατιωτών στην ενέδρα, οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν έναν ακόμα νεκρό χωροφύλακα και άγνωστο αριθμό τραυματιών, ενώ στη μάχη αυτή, ο ΔΣΕ έχασε το μαχητή Μάριο Σφαιρόπουλο (ή Σφερόπουλο), σμηνίτη του αεροδρομίου του Μάλεμε, που είχε προσχωρήσει στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 57-59.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 6ο: Η καταληψη του στρατιωτικού αεροδρομίου στο Μάλεμε

 

Μια από τις πιο γνωστές και σίγουρα πιο εντυπωσαικές επιχειρήσεις του ΔΣΕ Κρήτης υπήρξε η κατάληψη του στρατιωτικού αεροδρομίου στο Μάλεμε, στις 5 Ιουλίου 1947, μόλις δεκαπέντε ημέρες μετά από ανάλογη απόπειρα που δεν καρποφόρησε. 

Αυτή τη φορά ο ΔΣΕ είχε καταστρώσει ένα πλήρες σχέδιο επίθεσης και κατάληψης με τη βοήθεια του παράνομου κομματικού μηχανισμού της ΚΟΒ Χανίων και του πυρήνα κομμουνιστών εντός του στρατοπέδου. Με την έγκριση της επιχείρησης από το στρατιωτικό διοικητή του ΔΣΕ Γιάννη Μανούσακα, ο επιτελικός σχεδιασμός της επιχείρησης ανατέθηκε στον Γιώργο Κοδέλα, σε συνεργασία με τους, Βασίλη Μπιτζανάκη , Σήφη Μπιτζανάκη και Σπύρο Φυτράκη, ντόπιους κομμουνιστές και μέλη του ΔΣΕ που γνώριζαν άριστα την περιοχή. Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη του αεροδρομίου και των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, χωρίς απώλειες του ΔΣΕ και εάν ήταν δυνατόν και των οπλιτών του στρατοπέδου, την εξασφάλιση οπλισμού, πυρομαχικών, ειδών ιματισμού, τροφίμων και άλλων εφοδίων και την κατάσχεση του ασυρμάτου του αεροδρομίου.

Για την επιχείρηση διατέθηκαν περίπου 30 μαχητές και επιτάχθηκαν δύο αυτοκίνητα. Το ένα ήταν το λεωφορείο γραμμής των Παλαιών Ρουμάτων και το άλλο ένα μεγάλο φορτηγό μεταφοράς κάρβουνων από τα Χανιά. Στο λεωφορείο μπήκαν μαχητές του ΔΣΕ καμουφλαρισμένοι με πολιτικά ρούχα και στο φορτηγό ανέβηκαν επίσης αντάρτες σκεπασμένοι με τσουβάλια, ώστε να φαίνεται ότι το όχημα μεταφέρει το συνηθισμένο του φορτίο. Οι οδηγοί των οχημάτων οδήγησαν τα οχήματα μέχρι το αεροδρόμιο, ασφαλώς παρά τη θέλησή τους, ξεκινώντας από τον οικισμό Κέχρες των Παλαιών Ρουμάτων και περνώντας από το χωριό Δρομόνερο, το συνοικισμό Βασιλιανά, τα χωριά Καρές, Άγιος Αντώνιος, Επισκοπή, Δρακώνα, Σπηλιά, Κολυμπάρι, Καμισιανά και Ταυρωνίτη. Κάθε πέντε χιλιόμετρα υπήρχαν σκοποί του ΔΣΕ που έδιναν σήμα, ότι ο δρόμος μπροστά ήταν καθαρός.

Την οργάνωση της διαδρομής και την περιφρούρησή της είχε αναλάβει ο Γιώργης Παπαδόπουλος, από το χωριό Βλαχερωνίτισσα της Κυδωνίας.

Φθάντοντας στο αεροδρόμιο, μυημένοι στην υπόθεση αεροπόροι, οι Σταμάτης Μαριόλης και Γιούρας, προχώρησαν στη γέφυρα Ταυρωνίτη και συνάντησαν την εμπροσθοφυλακή των ανταρτών, με επικεφαλής τους, τον Κοδέλα. Ο Γιούρας ήταν εκείνη τη μέρα, επιλοχίας υπηρεσίας και είχε τοποθετήσει σκοπούς έμπιστους σμηνίτες. Μπαίνοντας στο στρατόπεδο με ένα τζιπ, οι σμηνίτες και τρεις αντάρτες, διαπίστωσαν ότι ο χώρος ήταν καθαρός και όλα έβαιναν καλώς.

Οι αεροπόροι και φαντάροι που γνώριζαν την επιχείρηση ξεκίνησαν να ξυπνούν τους συναδέλφους τους και αφού τους ενημέρωσαν για την κατάσταση τους έβαλαν να φορτώσουν τα λάφυρα, σε έξι μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα και στο τζιπ. Φεύγοντας, οι αντάρτες πήραν μαζί τους αιχμαλώτους 72 αεροπόρους και φυσικά, το ΔΣΕ ακολούθησαν οι κομμουνιστές του μηχανισμού. Ανατίναξαν επίσης με εκρηκτικά το μικρό γεφύρι στο Γεράνι, ώστε να μην μπορεί να κινηθεί δύναμη καταδίωξης. 

Η επιστροφή του ΔΣΕ από το Μάλεμε έλαβε πανηγυρική διάσταση, καθώς στα περισσότερα χωριά από όπου οι αντάρτες περνούσαν, ο κόσμος ξέσπαγε σε ζητωκραυγές. 

Καθώς η πομπή έφτανε στα Παλιά Ρόυματα, ένα φορτηγό ανατράπηκε σε μια απότομη στροφή, καταπλακώνοντας έναν αντάρτη, ο οποίος σώθηκε με την παρέμβαση των συντρόφων του. Ο τραυματίας στάλθηκε στο χωριό Πρασσέ, όπου τον περιποιήθηκε ο χειρούργος γιατρός του ΔΣΕ, Νίκος Σταματάκης.

Τα όπλα και κυρίως τα αυτόματα τύπου στεν, εξήντα περίπου στον αριθμό και τα άλλα εφόδια, προωθήθηκαν και φυλάχτηκαν στις διάφορες γιάφκες των Παλαιών Ρουμάτων για να χρησιμοποιηθούν αργότερα στον αγώνα. Τα φορτηγά αυτοκίνητα και το τζιπ, τοποθετήθηκαν όλα μαζί σε ένα περιφραγμένο με συρματόπλεγμα χώρο, στην είσοδο του οποίου τοποθέτησαν πινακίδα που έγραφε: "Προσοχή νάρκη". Όταν οι παρακρατικοί του Γύπαρη έφτασαν στο χωριό, δεν επιχείρησαν να πάρουν τα οχήματα, παρά μόνο αφού επέστρεψαν με ειδικό μηχάνημα ναρκαλίευσης. 

Οι αεροπόροι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στον Πρασσέ. Εκεί τους ανακοινώθηκε ότι όσοι δεν επιθυμούσαν να καταταγούν στο ΔΣΕ μπορούσαν να αποχωρήσουν ελεύθερα, χωρίς κανένα κίνδυνο. Τελικώς, με τους αντάρτες έμειναν 7 αεροπόροι, Ήταν οι:

Σταμάτης Μαριόλης

Γιώργης Παπαδόπουλος

Μάριος Σφερόπουλος

Γιώργης Σεϊκόπουλος

Θεόδωρος Τσουπέλης

Σωτήρης Καζόπουλος

Ιωαννίδης

Από αυτούς, ο Ιωαννίδης ζήτησε αργότερα να φύγει για τη μονάδα του και αποχώρησε. 

Η επιχείρηση και κατάληψη του αεροδρομίου στο Μάλεμε, προσέφερε στο ΔΣΕ Κρήτης μια αρκετά μεγάλη άνεση σε πυρομαχικά, οπλισμό και τρόφιμα. Προκάλεσε επίσης τον ενθουσιασμό του λαϊκού κινήματος όλης της Κρήτης και συνέβαλε στη συμπαράστασή του, στο νέο αντάρτικο του νησιού. 




Η διαδρομή των ανταρτών του ΔΣΕ για την επιχείρηση στο Μάλεμε.



Το αεροδρόμιο του Μάλεμε σήμερα.



Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 51-53.

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 5ο: Το πρώτο πλήγμα στο ΔΣΕ

 

Στις 29 Μαΐου 1947, η μικρή ομάδα των ανταρτών του ΔΣΕ Σελίνου ξεκινά από την περιοχή του Βουτά για το χωριό Κακοδίκι, όπου θα ενισχυθεί με νέους αντάρτες, τους Αντώνη Λουπασάκη, Κώστα Βαρδάκη και μερικούς άλλους. Προορισμός της ομάδας ήταν το Σάσαλο της επαρχίας Κισάμου. Ωστόσο, με την αποχώρηση των ανταρτών, εθνικόφρονες χωρικοί του Κακοδικίου ειδοποιούν τη χωροφυλακή, η οποία κινητοποίησε αμέσως δυνάμεις προς το συνοικισμό Καλλιθέα και από εκεί προχώρησαν παρακολουθώντας τις κινήσεις των ανταρτών. Παράλληλα, κοντά στην Κάνδανο, κινείται ισχυρή δύναμη των παρακρατικών της ΕΟΚ, με επικεφαλής τον Παύλο Γύπαρη.

Σε κάποια στιγμή της πορείας τους, ο αντάρτης Γ. Λιτσαρδάκης που βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή της φάλαγγας, προχώρησε σε ένα ύψωμα για να κατοπτεύσει καλύτερα την περιοχή, ενώ ο αδελφός του Αρτέμης πήγε στο χωριό Καλλιθέα για να συγκεντρώσει πληροφορίες, ενώ οι υπόλοιποι αντάρτες σταμάτησαν. Ο Αρτέμης, ντύθηκε με πολιτικά ρούχα και μπήκε στο χωριό ως πολίτης, ωστόσο έπεσε πάνω σε ομάδα χωροφυλάκων, οι οποίοι υποψιαζόμενοι ότι δεν είναι χωρικός, τον έκλεισαν σε ένα σπίτι για να τον αναρκίνουν αργότερα. Όταν ο Αρτέμης άκουσε ότι ομάδα του Γύπαρη βρίσκεται στην Κάνδανο, έσπασε την πόρτα του σπιτιού και διέφυγε, τρέχοντας γρήγορα πίσω στην ομάδα του για να τους ειδοποιήσει. 

Οι αντάρτες, μαθαίνοντας τα νέα αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Βουτά, όπου θα ήταν ασφαλείς και τοποθέτησαν στην εμπροσθοφυλακή τους, τους αντάρτες Φώτη Πετράκη και Χρήστο Ψαριανό, με στόχο να προωθηθούν και να καταλάβουν αρχικά, οχυρές θέσεις στην κορυφογραμμή που χωρίζει το Κακοδίκι από τη Σαρακίνα, έως ότου διαπιστώσουν ότι η διέλευση της φάλαγγας θα γινόταν με ασφάλεια. 

Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις του Γύπαρη, που αποτελούταν από παρακρατικούς της ΕΟΚ και στρατιώτες 51ης Ταξιαρχίας Πεζικού κινούνταν ήδη για να επιχειρήσουν κλοιό ενάντια στους αντάρτες. Έτσι, οι Πετράκης και Ψαριανός όταν έπιασαν θέση στην κορυφογραμμή δε γνώριζαν ότι έμπαιναν ήδη σε ένα μεγάλο κλοιό εγκλωβισμού, τον οποίο μάλιστα ενίσχυαν και οι χωροφύλακες από την Καλλιθέα. Παράλληλα, ο ΕΑΜίτης δάσκαλος Γιώργης Αποστολάκης που επέστρεφε από τη Σαρακίνα για το Κακοδίκι, προσπάθησε να βρει τους αντάρτες και να τους πληροφορήσει για τον κλοιό, αλλά δεν συνάντησε στο δρόμο του, τους Πετράκη και Ψαριανό που έμπαιναν στον κλοιό. 

Βλέποντας την κίνηση των δύο ανταρτών, οι κυβερνητικοί ξεκίνησαν να χτυπούν το ύψωμα με όλμους και οπλοπολυβόλα, τραυματίζοντας τον Πετράκη, τον οποία έπιασαν αργότερα αιχμάλωτο και τον δολοφόνησαν επί τόπου. Πιο τυχερός ο Ψαριανός έβαλε σε λειτουργία το πολυβόλο του και καθήλωσε τους κυβερνητικούς, υποχωρώντας σταδιακά, διαφεύγοντας του κινδύνου.

Αντιλαμβανόμενοι την επίθεση, οι υπόλοιποι αντάρτες του τμήματος έσπευσαν να βοηθήσουν τους δύο τους συντρόφους, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Μιχάλη Ντουλάκη και του Κώστα Περικάκη, ο οποίος υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του. Ο αντάρτης του ΔΣΕ Γιώργης Λακιώτης έσπασε κατά λάθος τον κλοιό των κυβερνητικών που τον πέρασαν για δικό τους και έφτασε στη Σαρακίνα, όπου οι κάτοικοι των ενημέρωσαν ότι η ομάδα του βρισκόταν σε κλοιό. Εκείνος τους είπε ότι θα επιστρέψει για να σώσει τους συντρόφους του και επιχειρώντας να χτυπήσει τους κυβερνητικούς από πίσω και να σπάσει τον κλοιό, έπεσε μαχόμενος. Η ομάδα πλεόν έμενε με επτά μαχητές, οι οποίο αποφάσισαν να επιχειρήσουν να διαφύγουν κατά μόνας, καθώς αυτό θα ήταν ενδεχομένως ευκολότερο.

Ο Σπύρος Σπύρου, διέφυγε κρυβόμενος σε πρίνα και σώθηκε, για να σκοτωθεί και αυτός αργότερα, στη θέση Αποπηγάδι.

Ο Μανώλης Γεωργιλάκης, δοκίμασε να κρυφτεί κι αυτός σε ένα πρίνο, αλλά έγινε αντιληπτός και σκοτώθηκε.

Οι Αντώνης Καλαϊτζάκης και Σπύρος Σφακιανάκης αιχμαλωτίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν.

Οι Γιώργος Λιτσαρδάκης, Αρτέμης Λιτσαρδάκης και Νίκος Σειστάκης, έπεσαν σε παρακείμνο ποτάμι και δοκίμασαν να ξεφύγουν κολυμπώντας. Οι διώκτες τους, τους χτύπησαν με πυκνά πυρά, στα οποία οι τρεις αντάρτες απάντησαν, έως ότου τελειώσαν οι σφαίρες τους και μετέπειτα δοκίμασαν να διαφύγουν. Πρώτος σκοτώθηκε ο Σειστάκης. Ακολουθώντας το αίμα του τραυματία Αρτέμη Λιτσαρδάκη, ο ιδιώκτες του, τον εντόπισαν τέλος κρυμμένο στα βάτα, όπου τον αποτελείωσαν.

Έτσι τελείωσε άδοξα, η δράση της μικρής ομάδας του ΔΣΕ Σελίνού, εκ της οποίας 6 αντάρτες σκοτώθηκαν, 2 αιχμαλωτίστηκαν και μόλις 3 κατάφεραν να επιβιώσουν.



Η παλιά καμάρα (γεφύρι) στο Κακοδίκι.

Το φαράγγι της Σαρακίνας


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 48-50.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 4ο: Η επιχείρηση του ΔΣΕ στην Κάνδανο

 

Το Μάιο του 1947, ο ΔΣΕ Κρήτης, στο νομό Χανίων είχε θέσει ως στόχο του, τον αφοπλισμό των διαφόρων σταθμών Χωροφυλακής, που λειτουργούσαν στα διάφορα χωριά του νομού, προκειμένου να εξασφαλίσει το ασφαλές του χώρου δράσης του και να ανασυγκροτήσει και να ενισχύσει το ντόπιο λαϊκό στοιχείο και κίνημα. 

Μια σημαντική τέτοια επιχείρηση υπήρξε η επιχείρηση ενάντια στο σταθμό Χωροφυλακής της Κανδάνου. Στην Κάνδανο, οι κυερνητικές δυνάμεις είχαν τοποθετήσει έναν σημαντικό σταθμό υποδιοίκησης της Χωροφυλακής, με έλεγχο και εποπτεία της ευρύτερης περιοχής, ο οποίος διέθετε αυξημένο αριθμό ανδρών, πολλοί από τους οποίους κυκλοφορούσαν και με πολιτικά ρούχα στις γύρω περιοχές. 

Η επιχείρηση απαιτούσε για τους παραπάνω λόγους, λεπτομερή σχεδιασμό και αρκετές δυνάμεις κρούσης, ξεκούραστες, έμπειρες και με άρτιο εξοπλισμό. Ο ΔΣΕ Κρήτης διέθεσε για την επιχείρηση αυτή περίπου 25-30 άνδρες, με επικεφαλής το γνωστό και έμπειρο ΕΛΑΣίτη Γιώργη Κοδέλα (Καπετάν Γιώργη). Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με πληροφορίες που ο ΔΣΕ συνέλεξε από τον παράνομο κομματικό πυρήνα και την παράνομη οργάνωση Αυτοάμυνας του χωριού, για τις θέσεις και τον οπλισμό της Χωροφυλακής στην Κάνδανο.

Αρχικά, οι αντάρτες μπήκαν στο μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο του πολίτη Αποστόλη Μαρκάκη, από το συνοικισμό Λυριδιανά Κισάμου και έφτασαν χωρίς προβλήματα στον Πόρο Κανδάνου. Εκεί, ένα τμήμα του ΔΣΕ κατέλαβε οχυρές θέσεις γύρο από το δρόμο, προκειμένου να αποκόψει δυνάμεις που πιθανόν να κινούνταν προς την Κάνδανο για να υποστηρίξουν το σταθμό υποδιοίκησης, εάν λάμβαναν γνώση της επίθεσης. 

Δώδεκα από τους εμπειρότερους μαχητές του ΔΣΕ συνέχισαν για την κύρια επιχείρηση. Το όχημα συνέχισε μέχρι το κέντρο της Κανδάνου, όπου η Χωροφυλακή είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο ξύλινο μπλόκο με φρουρά, η οποία έλεγχε τα αυτοκίνητα προκειμένου να διέλθουν παραπέρα. Μόλις το φορτηγό έφθασε στο σημείο, οι αντάρτες διέταξαν το φρουρό να πετάξει το όπλο του, εκείνος όμως ετοιμάστηκε να πυροβολήσει, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσουν επί τόπου. Καταλαβαίνοντας ότι το σενάριο του αιφνιδιασμού ήταν πια ανέφικτο, οι αντάρτες κινήθηκαν ταχύτατα προς το σταθμό υποδιοίκησης, όπου εξουδετέρωσαν την εξωτερική φρουρά και ξεκίνησαν την επίθεση με ριπές οπλοπολυβόλων και χειροβομβίδες. 

Ακολούθησε πανδαιμόνιο πυρών, ο οποίος ωστόσο σταμάτησε σχετικά σύντομα, καθώς η φρουρά του σταθμού υποδιοίκησης παραδόθηκε. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών χωροφυλάκων δεν ανακοινώθηκε ποτέ επίσημα, ενώ από τη δική τους πλευρά, οι αντάρτες δεν είχαν απώλειες, χάρη στην αποφασιστικότητα και την ψυχραιμία της επίθεσης. Οι μαχητές του ΔΣΕ κατέλαβαν το σταθμό, όπου έκαψαν έγγραφα και πήραν όλο τον εξοπλισμό, τα πυρομαχικά και τα στρατιωτικά είδη του. Φεύγοντας, οι αντάρτες πήραν μαζί τους οκτώ αιχμαλώτους και μεταφέρθηκαν στο χωριό Πρασσέ Κυδωνίας, όπου βρισκόταν η έδρα τους. 

Στο ενδιάμεσο, οι αντάρτες σταμάτησαν στο χωριό Κεχρές Παλαιών Ρουμάτων, όπου ο αιχμάλωτος μοίραρχος της Χωροφυλακής διέφυγε, γνωρίζοντας καλά ότι λόγω των εγκλημάτων του θα κατάληγε πιθανότατα στο απόσπασμα. Αργότερα, οι υπόλοιποι χωροφύλακες αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η επιτυχία της επιχείρησης στην Κάνδανο προκάλεσε έντονη ανησυχία στο κυβερνητικό επιτελείο του νομού και η Χωροφυλακή δεν επιχείρησε να ξαναστήσει σταθμό υποδιοίκησης στην Κάνδανο.



Ομάδα μαχητών του ΔΣΕ. Πρώτος από αριστερά, όρθιος, ο Γιώργος Κοδέλας (καπετάν Γιώργης), από την Κορινθία Πελοποννήσου. Στο ΔΣΕ Κρήτης αναδείχτηκε στο βαθμό του ταγματάρχη.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 46-47..

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Η Κρήτη στον Εμφύλιο - Μέρος 3ο: Ο Εμφύλιος ξεκινά

 

Τον Απρίλιο του 1947, ο Εμφύλιος στην Κρήτη αποτελούσε πια εκτεταμένο φαινόμενο. Στις 27 Απριλίου, η Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ Χανίων διαπίστωνε και αυτή την κατάσταση στο νομό, χωρίς ωστόσο να δύναται πια να ενεργήσει καταλυτικά για την αποφυγή των συγκρούσεων, αλλά ούτε και για την αποφασιστική νίκη του κινήματος. 

Στα Χανιά, οι φιλοβενιζελική παράταξη είχε ήδη συσπειρωθεί και οργανώσει τους μηχανισμούς επιβολής της βίας και τρομοκρατίας, με ιδεολογικούς της πρωτεργάτες του Γύπαρη, Μητσοτάκη και σαφώς την καθοδήγηση των Βρετανών και του Σοφοκλή Βενιζέλου. 

Στις 22 Απριλίου, χωρίς κανένα νομικό έρεισμα ή έστω κάποιο πρόσχημα , η Αστυνομία Χανίων συνέλαβε σχεδόν το σύνολο της ΝΕ του ΕΑΜ Χανίων, του φόρτωσε στο πλοίο "Άφοβος" και τους έστειλε στον Πειραιά, από όπου εκτοπίστηκαν σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν οι: Μιχάλης Μαθιουδάκης, Στέλιος Σφακιωτάκης, Σταύρος Χατζηγιώργος, Ιωσήφ Μαυριγιάννης, Γιώργος Πατρικάκης, Μάρκος Ρενιέρης, Κώστας Χιωτάκης, Κρίτων Κυανίδης, Γιάννης Τσίβης, Ανδρέας Τσατσαρωνάκης, Νίκος Κοκοβλής και Κώστας Φουντουλάκης.

Από τη δική τους πλευρά, οι αντάρτες, ήδη οργανωμένοι σε μικρές ομάδες ενόπλων καταδιωκόμενων, απάντησαν συντονισμένα , στις 22-23 Απριλίου. Σε συνδυασμό με τις οργανώσεις της Αυτοάμυνας, χτυπήθηκαν και αφοπλίστηκαν οι σταθμοί Χωροφυλακής των χωριών Φρε, Αποκορώνα, Θερίσσου, Κουνενίου, Τοπολίων κλπ. 

Ακολούθησε αιματηρή συμπλοκή μεταξύ αποσπάσματος Χωροφυλακής και ανταρτών, στην περιοχή Βουκολιών και Ταυρωνίτη, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο υπομοίραρχος της Χωροφυλακής Σαριδάκης και να σκοτωθούν και τραυματιστούν αρκετοί χωροφύλακες. Παράλληλα, σε απάντηση για τις αυθαίρετες συλλήψεις της ΝΕ του ΕΑΜ, το Εργατικό Κέντρο Χανίων, κήρυξε 24ωρη απεργία διαμαρτυρίας, παραλύοντας την πόλη. Η απεργία έγινε σε συνδυασμό με διαβήματα διαμαρτυρίας σε βουλευτές των Χανίων, από στελέχη του ΕΑΜ. 

Παράλληλα, οι επιθέσεις των τραμπούκων του Γύπαρη πυκνώνουν.

Στην πόλη των Χανίων, ομάδες ΕΟΚιτών πυροβολούν σχεδόν κάθε νύχτα, βιτρίνες μαγαζιών και τα πλιατσικολογούν. Ξυλοκοπούν πολίτες που βρίσκονται στο δρόμο τους, ενώ η Αστυνομία προχωρά σε απαγόρευση κάθε συγκέντρωσης. Ο Γύπαρης, καθοδηγεί ομάδα 300 ενόπλων παρακρατικών, για νέες επιθέσεις σε επαρχιακά χωριά του νομού. Ακολουθούν ξυλοδαρμοί, συλλήψεις και λεηλασίες σχεδόν σε όλο το νομό.

Στο χωριό Χρυσοπηγή, ομάδα ενόπλων παρακρατικών διαλύει πυροβολώντας λαϊκό γλέντι. Στο Φρε, ομάδα ενόπλων τραμπούκων ξυλοκοπεί άγρια μέλη του ΕΑΜ και άλλους πολίτες και ο κατάλογος είναι μεγάλος. 

Παράλληλα, η "τριανδρία" Μητσοτάκη, Γύπαρη και Τζιφάκη επιχειρούν να πείσουν το λαό του νομού ότι για τις επιθέσεις αυθύνεται το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, με αισχρά δημοσιεύματα, γεμάτα ψεύδη στις γνωστές εφημερίδες της επιρροής τους.

Στις 2 Μαΐου του 1947, η ομάδα του Γύπαρη (βαφτισμένη ως Άνευ Θητείας Χωροφυλακή), με επικεφαλής τον ίδιο επιδράμει στο χωριό Μαλάξια Κεραμειών, μετά από πληροφορίες ότι εκει είχε κάνει εμφάνιση, ομάδα καταδιωκόμενων ανταρτών. Κάνοντας "έρευνα", δηλαδή πλιατσικολογώντας σπίτια προοδευτικών πολιτών, συνειδητοποιούν ότι αντάρτες και όπλα στο χωριό δεν υπάρχουν και κατευθύνονται προς τα χωριά Σαμωνά και Μαχαιροί, όπου θα δεχτούν τα πυρά αντάρτικων οπλοπολυβόλων. Στα υψώματα του χωριού Πεμόνια θα λάβει χώρα ένοπλοι σύγκρουση, ανάμεσα στους παρακρατικούς και τους αντάρτες. 

Η μάχη θα κρατήσει έως το βράδυ, οπότε οι αντάρτες θα αποχωρήσουν προς τα ορεινά. Οι Άνευ Θητείας Χωροφύλακες θα ανακοινώσουν τρεις τραυματίες. Ο αριθμός των νεκρών εκ μέρους τους δεν έγινε γνωστός, ενώ οι αντάρτες δεν είχαν καμιά απώλεια. 

Λίγες ημέρες μετά, οι παρακρατικοί του Γύπαροι θα δολοφονήσουν εν ψυχρώ, στο Νιο-Χωριό Αποκορώνου, τον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, Νίκο Αλεξανδράκη, από τη Ραμνή Αποκορώνου, ο οποίος είχε αυτομολήσει από το 591 Τάγμα Χανίων, προκειμένου να μην αναγκαστεί να στρέψει το τουφέκι του ενάντια στο λαό...

Θα ακολουθήσει η ανταπάντηση των ανταρτών με τη διάλυση του σταθμού Χωροφυλακής των Μουρνιών, τον ίδιο μήνα.

Κοντά στα μέσα Μαΐου, πολυμελής ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον καπετάνιο του Συγκροτήματος Κυδωνίας του ΔΣΕ, Μανώλη Πισσαδάκη (Πίσσας), θα επιχειρήσει στο χωριό Μουρνιές, αιφνιδιάζοντας το σταθμό της τοπικής Χωροφυλακής. Οι αντάρτες θα καταλάβουν το σταθμό, παίρνοντας όλο τον οπλισμό, τα πυρομαχικά και το στρατιωτικό ιματισμό του και αιχμαλωτίζοντας όλους τους χωροφύλακες, οι οποίοι θα απελευθερωθούν με την υπόσχεση ότι δεν θα πάρουν ξανά όπλα. Ο Πίσσας θα μιλήσει στον ντόπιο πληθυσμό εξηγώντας τους, τους λόγους που οδήγησαν τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ να ξαναπάρουν τα όπλα. Οι αντάρτες θα αποχωρήσουν από το χωριό, χωρίς πρόβλημα.

Αργότερα ισχυρή δύναμη ανταρτών του ΔΣΕ θα επιτεθεί στο χωριό Χρυσοπηγή, ενάντια σε στρατιωτικό τμήμα που έδρευε, εκεί που σήμερα βρίσκονται τα συνεργεία επισκευής αυτοκινήτων. Οι στρατιώτες αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να αντισταθούν, με αποτέλεσμα την αιχμαλωσία τους. Οι αντάρτες έβαλαν φωτιά σε μερικά στρατιωτικά αυτοκίνητα και πήραν όσα όπλα, πυρομαχικά και άλλα εφόδια μπορούσαν να κουβαλήσουν. Πριν φύγουν πήραν μερικούς αιχμάλωτους στρατιώτες μαζί τους, για λόγους ασφαλείας, τους οποίους απελευθέρωσαν, αφού απομακρύνθηκαν από την περιοχή. 

Αυτές οι δύο συνδυασμένες επιθέσεις του ΔΣΕ σε δύο χωριά, πολύ κοντά στην πόλη των Χανίων ανησύχησαν ιδιαίτερα τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές που δεν ανάμεναν τέτοια συντονισμένη και επιθετική αντίδραση, στο όργιο τρομοκρατίας που είχαν εξαπολύσει. Ακολούθησαν απαγορεύσεις της κυκλοφορίας των κατοίκων της πόλης και στρατιωτική προετοιμασία επιχειρήσεων.



Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1918- 2017): Τέκνο οικογένειας πολιτικών με παράδοση στη βενιζελική παράταξη του νομού. Κατά την Κατοχή υπήρξε μέλος της οργάνωσης ΕΟΚ. Μετά την παράδοση των Γερμανών ο Μητσοτάκης υπηρέτησε και στην αγγλική υπηρεσία πληροφοριών ως σύνδεσμος με την Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση. Διαδραμάτησε ιδιαίτερα σκιώδη ρόλο στην περίοδο του Εμφυλίου στην Κρήτη στηρίζοντας ενεργά και συνεργαζόμενος στενά με τον Παύλο Γύπαρη και άλλους κεντρώους τρομοκράτες της περιοχής, υπό την καθοδήγηση του Σοφοκλή Βενιζέλου και των Βρετανών. Ανάλογα σκιώδη ρόλο θα διαδραματίσει με την αποστασία, που ουσιαστικά έφερε τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Εδώ εικονίζεται με τη στρατιωτική στολή θητείας.


Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 37-45.