"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

20 χρόνια από το θάνατο της Κατερίνας Γώγου

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα της Κατοχής την 1η Ιουνίου του 1940 και πέθανε από χρήση υπνωτικών χαπιών σε συνδυασμό με αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου του 1993. Ο θάνατός της θεωρήθηκε ως αυτοκτονία. 

Η Κατερίνα Γώγου, ποιήτρια του αναρχικού χώρου, ξεκίνησε από μικρή ηλικία την καριέρα της στην ηθοποιία για να στραφεί μεγαλύτερη στον χώρο της ποίησης. Στον χώρο της ηθοποιίας έμεινε γνωστή σε ρόλους αντισυμβατικού αγοροκόριτσου που εξέφραζαν την τότε κοινωνική απόρριψη του νεανικού "τεντιμποϊσμού", ρόλοι βαθιά αντίθετοι τόσο προς τη δική της ψυχοσύνθεση, όσο και προς την ίδια την επαφή της με τον χώρο της αριστεράς. Η εικόνα της για τους δευτερεύοντες αυτούς ρόλους παρέμεινε για αυτήν θέαμα τραγικό και αστείο ταυτόχρονα. Με την μετέπειτα αναγνώρισή της στον χώρο του κινηματογράφου, η Κατερίνα Γώγου πρωταγωνίστησε σε ρόλους περισσότερο κοντινούς της δικής της ιδιοσυγκρασίας. Βραβεύτηκε με το βραβείο Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία, Το βαρύ πεπόνι, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1977. 

Ως ποιήτρια, η Κατερίνα Γώγου απέρριψε τις νόρμες του ρεαλισμού αλλά και του λυρισμού. Η ποίησή της είναι συνειρμική, με έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, άγρια και ανεπιτήδευτη γλώσσα, ενώ χαρακτηριστική είναι η αίσθηση του πεσιμιστικού και του ανέφικτου. Περνώντας από το χώρο της τροτσκιστικής αριστεράς και της αναρχίας, η Κατερίνα Γώγου προβληματίστηκε έντονα για τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής της. Της στάθηκε όμως αδύνατο να δώσει την μαχητική ταξική απάντηση που τα ζωτικά αυτά ζητήματα απαιτούσαν. Ο αντίκτυπος του γεγονότος αυτού γίνεται έντονα αισθητός στην ποίησή της. Η πρώτη της ποιητική συλλογή εκδόθηκε με τίτλο Τρία κλικ αριστερά.

Κατά τη διάρκεια της προβληματισμένης της ζωής, η Κατερίνα Γώγου συνδέθηκε με αρκετούς καλλιτέχνες της εποχής της μεταξύ των οποίων και το Νικόλα Άσιμο, με τον οποίο διατήρησε φιλικές σχέσεις. Απέκτησε μια κόρη την οποία ονόμασε Μυρτώ. 

Η Κατερίνα Γώγου δεν είναι μια "εύκολη" ποιήτρια, ούτε μια φλογερή επαναστάτρια, υπήρξε ένας βαθιά ευαίσθητος και αμείλικτα ειλικρινής άνθρωπος. Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων», σε μια εποχή που το ΠΑΣΟΚ πούλαγε διορισμούς και εργατοπατερισμό. Η ποίηση του «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων» του ανταπέδωσε τη "χάρη" όπως προφητικά του αναλογούσε: 

Κανείς δε θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θάχει
ούτε μισό μισοσβησμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε–βουλιάζουμε–
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
κι ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.




ΠΟΙΗΣΗ



Δέντρο ήμουνα

Δέντρο ήμουνα κι έσπασα.
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά
γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά
να παίξουνε τους κρεμασμένους.
Μπορεί δίκαια...
Προκάλεσα με πάθος τη ζωή.
Ασέβησα δυο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
άσκησα την όραση για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου.



Με Κόκκινο

Με το κεφάλι θρύψαλα
από τη μέγγενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής
και κόντρα στο ρεύμα
θ’ ανάψω μια μεγάλη φωτιά.

Κι εκεί θα ρίξω
όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ 
τα αίτια του θανάτου μου.

Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη
ή πως πέρασα με κόκκινο
ναι.. αυτό είναι πιο πιστευτό.

Με κόκκινο αυτό να πείτε
με κόκκινο..με κόκκινο
αυτό να πείτε...

Αυτό είναι πιο πιστευτό
με κόκκινο.. αυτό να πείτε
με κόκκινο, με κόκκινο
αυτό να πείτε.

Με κόκκινο, με κόκκινο, 
με κόκκινο.


Πάει, αυτό ήταν




Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.




Εμένα οι φίλοι μου


Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια, Πατήσια, Μεταξουργείο, Μετς
Κάνουν ό,τι λάχει
Πλασιέ τσελεμεντέδων κι εγκυκλοπαιδειών
Φτιάχνουν δρόμους κι ενώνουν ερήμους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
Επαγγελματίες επαναστάτες
Παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
Τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται


Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα


Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα

στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας, 
αποφάσεις συνεδρίων, 
δανεικά κοστούμια, 
σημάδια από κάφτρες
περίεργες ημικρανίες, 
απειλητικές σιωπές
κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες
καθυστέρηση
Το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά
Το ασθενοφόρο
Κανείς...


Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα


Κάνουν ό,τι λάχει

Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουν με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
Γράφουν σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στο λαιμό σας, στα χέρια σας
Οι φίλοι μου...


Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Θεσσαλονίκη 1981

Αίγινα 1984

Αίγιο 1982




Αθήνα 1982


Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Γράμμα της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας προς το Μακκά αντιπρόσωπο της Εθνικής Κυβέρνησης στα Επτάνησα 27.11.1944

Στις 27 Νοεμβρίου 1944 η Κομμουνιστική Οργάνωση Κέρκυρας (ΚΟΚ) έδωσε στη δημοσιότητα ένα ανοιχτό γράμμα προς το Μακκά, που ήταν τότε αντιπρόσωπος της Εθνικής Κυβέρνησης στα Επτάνησα, καταγγέλοντας στο Κερκυραϊκό λαό τη στάση και τη μεροληψία του Μακκά κατά των αγωνιστών και οπαδών του εθνικοαπαελευθερωτικού κινήματος στο νησί. Το υπόγραφε ο Βασίλης Ανθής, Γραμματέας της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ και μέλος της Γραμματείας της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Κέρκυρας.



Σταμάτης Σταματίου αφανής ήρωας

Αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός και τοπογράφος, ο Σταμάτης Σταματίου υπήρξε μια από τις αγνότερες μορφές του δημοκρατικού και προοδευτικού κινήματος. Πριν τον πόλεμο εργάζονταν στο Υπουργείο Παιδείας και έχτιζε σχολικά κτίρια σε όλη την Ελλάδα. Με την κατάκτηση της χώρας από τον Άξονα, ο Σταματίου οργάνωσε ένα μεγάλο συνεργείο το οποίο γρήγορα αλλά συστηματικά ξεκίνησε να αποκρύπτει τα αρχαία εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου και της Ακροπόλεως. Το συνεργείο δούλευε εντατικά και μόνο το βράδυ, έσκαβε το βράχο σε διάφορες ερημικές τοποθεσίες και τοποθετούσε τα αρχαία στις εσοχές. Από πάνω τοποθετούσαν παχιές στρώσεις κοσκινισμένου χώματος, χαλίκι και κάλυπταν το όλον με οπλισμένο σκυρόδεμα. Τα έργα του που είχαν τη μορφή τάφρου, έμοιαζαν με μπαζωμένα ρέματα και ήταν δύσκολο να γίνουν αντιληπτά. Οι τοποθεσίες σημειώνονταν προσεκτικά σε χάρτη τον οποίο κρατούσε ο ίδιος καθώς και οι δίοδοι από τις οποίες θα μπορούσαν γρήγορα και εύκολα να ανασύρουν τα αρχαία όταν ο κατακτητής θα έφευγε από τη χώρα. 

Η γερμανική διοίκηση της χώρας και οι Έλληνες ανδρείκελά τους σύντομα θέλησαν να βάλουν στο χέρι τους θησαυρούς για να τους "προστατεύσουν" και να τους μεταφέρουν στο Βερολίνο. Σύντομα πληροφορήθηκαν από την Ασφάλεια Αθηνών ότι ο Σταματίου επιδίδονταν σε έργα απόκρυψης. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Κομαντατούρ. Στην αρχή προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν, αργότερα τον απείλησαν και τέλος τον βασάνισαν φρικτά. Δεν απόσπασαν ούτε μια πληροφορία. Μέσα του 1943 τον αφήνουν και τον παρακολουθούν στενά. Ο Σταματίου επιστρέφει στην υπηρεσία του υποβιβάζεται όμως βέβαια σε απλό υπάλληλο (δεν επιθυμούν να τον απολύσουν για να τον ελέγχουν καλύτερα).  Στις αρχές του 1944 ένοπλοι ταγματασφαλίτες πηγαίνουν στην υπηρεσία του για να τον συλλάβουν. Εκείνος το πληροφορείται και διαφεύγει. Περνά στην πίσω μεριά της Πάρνηθας κι από εκεί στον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ του προσφέρει άσυλο και μετά την απελευθέρωση τον επιστρέφει με συνοδεία στην Αθήνα. 

Ο Σταματίου ξεκινά αμέσως την ανάσυρση των θησαυρών. Όμως εντοπίζει σοβαρά οικονομικά σκάνδαλα του Υπουργείου που συνέβησαν φυσικά στην Κατοχή υπό την αιγίδα και την ανοχή των Γερμανών. Σύντομα ο Σταματίου θα "μπει στο μάτι" ορισμένων εθνικοφρόνων του Υπουργείου και θα κατηγορηθεί για "κομμουνιστική ανταρσία". Μια επίπλαστη σκευωρία θα στηθεί εναντίον του. Στο κατηγορητήριο βαπτίζεται "στέλεχος του ΕΑΜ", "τροφοδότης κομμουνιστή" γιατί είχε υποτίθεται δώσει φαγητό σε μια γειτόνισά του που ήταν μητέρα κομμουνιστή, καθώς και "αντεθνικό στοιχείο". Δικάζεται στις 12 Απριλίου του 1949 ενώ είναι ήδη εξόριστος από το 1948 στην Ικαρία. 

Παρά το γεγονός ότι κανένα από τα "εγκλήματά" του δεν αποδεικνύεται στο δικαστήριο, ο Σταμάτης Σταματίου καταδικάζεται σε 25 έτη φυλάκισης στις ΣΦΑ Μακρονήσου. Το μοναρχοφασιστικό κράτος της εποχής επιθυμεί να του κουρελιάσει και την προσωπικότητα. Αρχικά προσεγγίζεται φιλικά και του προτείνεται η υπογραφή μιας δήλωσης. Μάλιστα του την έχουν ήδη δακτυλογραφήσει και περιμένει μονάχα την υπογραφή του. Εκείνος αρνείται πεισματικά. Τον παραδίδουν στα χέρια του βασανιστή Μιλιάδη, υποχείριου του παιδεραστή Σούλη. Τον βασανίζουν για ημέρες με τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Τον χτυπούν γυμνό με ξύλα, το βουτούν επί ώρες στη θάλασσα, τον κρεμούν ανάποδα για τρεις ημέρες τόσο που ακαθαρσίες του βγαίνουν από το στόμα. Από τα μαρτύρια του αχρήστευσαν το αριστερό χέρι, του προκάλεσαν κακώσεις στα γεννητικά όργανα και του προκάλεσαν πτώση σπλάχνων. Σε μια στιγμή των μαρτυρίων του κόβει τις φλέβες του με ένα καρφί και πηδά στη θάλασσα. Οι βασανιστές του τον ξαναβγάζουν για να συνεχίζουν το όργιο, όμως η διοίκηση του Α2 τους σταματά. Εάν πεθάνει στα χέρια τους το σκάνδαλο θα ήταν τεράστιο. Τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ με αυστηρή φρούρηση αλλά χωρίς περίθαλψη. Οι συγγενείς του δεν μπορούν να τον δούν. Δεν τους επιτρέπεται. Αργότερα παραμορφωμένο θα τον μεταφέρουν στο Πολιτικό Νοσοκομείο υπό φρούρηση όπου θα εκπνεύσει στις 16 Ιουλίου 1949. 

Πηγές: Ραφτόπουλος Λεφτέρης Η άκρη της νύχτας, Καστανιώτης 
            Μαρτυρία Νικόλαου Σταματίου
            Εφημερίδα "Δημοκρατικός Τύπος" 23.6.1950

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η απελευθέρωση της Λευκάδας (από το 24ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ) και η εκκαθάριση του νησιού από τους ταγματασφαλίτες


Παραθέτουμε την εξιστόρηση των γεγονότων από το βιβλίο του Μιχάλη Ντούσια  «ΕΑΜ Πρέβεζας, ΕΛΑΣ Ζαλόγγου – Σουλίου», Αθήνα 1987.

Μετά την επιτυχή αποβίβαση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στο Κεραμυδάκι Νικιάνας, η Διοίκηση του Συντάγματος εγκαταστάθηκε στην αρχή στο χωριό Κολυβάτα  της περιφέρειας Αλεξάνδρου, προφανώς λόγω και της συμπάθειας που έτρεφε τότε η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού αυτού προς το ΕΑΜ. Πολλοί είναι οι συγχωριανοί μου που ενθυμούνται ακόμη τα γεγονότα εκείνα, ακόμη και την πρωτοφανή κακοκαιρία που ακολούθησε μετά την αποβίβαση των ΕΛΑΣίτικων δυνάμεων στο Κεραμυδάκι.

[...] «Η απελευθέρωση της Λευκάδας

Ο ΕΔΕΣ, εκτός απ’ την Πρέβεζα, κατείχε και τη Λευκάδα. Εκεί είχαν μεταφέρει ένα Σύνταγμά του, με διοικητή το λoχαγό Κώστα Μαραγκό, που στο μεταξύ τον είχαν προαγάγει σε συνταγματάρχη. Είχαν βρει καταφύγιο εκεί όλες οι συμμορίες των ταγματασφαλιτών της Ακαρνανίας. Στις 20 του Δεκέμβρη πάρθηκε η απόφαση από την ηγεσία της εκκαθάρισης του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο. Τμήματα του ΕΛΑΣ από τη Θεσσαλία και Δυτική Μακεδονία με επικεφαλής τους Σαράφη και Άρη, ενώθηκαν με τις δυνάμεις της VIII Μεραρχίας και -με ένα στρατιωτικό περίπατο που κράτησε 5-6 ημέρες- διέλυσαν τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο…
[...] Στο Σύνταγμά μας η Ταξιαρχία ανέθεσε την αποστολή να καταλάβουμε τη Λευκάδα. Ήταν μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί η δύναμη του ΕΔΕΣ -μαζί με τους ταγματασφαλίτες- ξεπερνούσε τους 600 άνδρες, άριστα εξοπλισμένους, και γιατί ήταν επιχείρηση αμφίβια. Αν δεν καταφέρναμε να δημιουργήσουμε προγεφύρωμα σε μια από τις ακτές της Λευκάδας, αν δηλαδή γινότανε αντιληπτή η κίνησή μας, εύκολα οι αντίπαλοί μας θα βύθιζαν τα πλωτά μέσα που θα χρησιμοποιούσαμε.
Τρεις ημέρες πριν αναλάβουμε την επιχείρηση, αυτοπροσώπως ο Διοικητής της Ταξιαρχίας Στάθης Αρέθας, μαζί με τον Αραχναίο, μελέτησαν επί τόπου το σχέδιο ενεργείας. Καθόρισαν το σημείο απόβασής μας στη θέση Κεραμυδάκι. Η απόβαση θα άρχιζε τη 12η νυχτερινή της 26ης προς την 27η του Δεκέμβρη, από την παραλία του χωριού Πλαγιά. Μέχρι την τελευταία στιγμή, η επιχείρηση διατηρήθηκε μυστική, ακόμη και από τις διοικήσεις του τάγματος και των λόχων και όταν με απόλυτη μυστικότητα ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των λόχων μας στο χωριό Πλαγιά, ανακοινώσαμε τους σκοπούς μας και τις αποστολές του κάθε τμήματος μόλις πραγματοποιούσαμε το προγεφύρωμα στο Κεραμυδάκι.
Για πρώτη φορά στην αγωνιστική ιστορία του Συντάγματος παρατηρήθηκε κάποιος δισταγμός σε μερικά ηγετικά μας στελέχη. Αναλογίζονταν ότι, αν επισήμαιναν την κίνησή μας οι αντίπαλοί μας, εύκολα θα βύθιζαν τα πλωτά μέσα που θα χρησιμοποιούσαμε, χωρίς να είμαστε σε θέση να αντιδράσουμε. Εκείνοι που δεν εκδήλωσαν τον παραμικρό δισταγμό, αλλά αντίθετα άκουσαν με ενθουσιασμό την αποστολή μας, ήταν ο διοικητής του Τάγματος Βασίλης Μαϊδάτσης και ο διοικητής του 1ου λόχου Κώστας Νούτσος.

Σύμφωνα με το σχέδιο ενεργείας, μια ομάδα ενόπλων Λευκαδιτών -με επικεφαλής το γραμματέα της κομματικής οργάνωσης Λευκάδας Γρηγόρη Δανάλη (το γνωστό κινηματογραφιστή)- θα διαπεραιωνόταν μυστικά στη Λευκάδα και θα καταλάβαινε θέση στην κορυφογραμμή πάνω από το Κεραμειδάκι και, μόλις διαπίστωνε την απόβασή μας, θα σημείωνε την παρουσία της στην καθορισμένη θέση με μερικούς πυροβολισμούς.

Τα μεσάνυχτα αυτής της ημέρας αρχίσαμε την επιβίβαση στα πετρελαιοκίνητα που μας διέθεσε το ΕΛΑΝ Ξηρομέρου. Για να αποφύγουμε το μεγάλο θόρυβο των μηχανών των πετρελαιοκινήτων -που θα μπορούσε να κινήσει τις υποψίες του εχθρού- κανονίσαμε, η μεταφορά να γίνει διαδοχικά, με τρία κάθε φορά πετρελαιοκίνητα ανά τέταρτο της ώρας, και -για να εμψυχώσουμε τους αντάρτες μας- μπήκαμε η Διοίκηση του Συντάγματος (Αραχναίος, Ντούσιας, Κίρλας) και ο Διοικητής του Τάγματος Ν. Μαϊδάτσης στο πρώτο πετρελαιοκίνητο. Στο δεύτερο ο 1ος λόχος με τους Νούτσο και Κιάμο και με ένα μέρος των ανταρτών του λόχου τους. Στη συνέχεια θα έρχονταν -ανά ένα τέταρτο της ώρας- και οι άλλοι λόχοι μας. Η απόβαση στο Κεραμυδάκι όλων των τμημάτων μας έγινε ομαλά, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους αντιπάλους μας. Από το Κεραμυδάκι περνάει ο παραλιακός δρόμος Λευκάδας – Βασιλικής.

Μόλις αποβιβαστήκαμε στο Κεραμυδάκι, ο Διοικητής του Τάγματος Βασίλης Μαϊδάτσης, επικεφαλής των τμημάτων που είχαν αποβιβαστεί, σύμφωνα με το σχέδιο, προχώρησε για να καταλάβει το χωριό Αλέξανδρος, όπου θα εγκαθιστούσε βάσεις πυρός προς κάθε κατεύθυνση. Μετά μια περίπου ώρα έφυγαν για τον Αλέξανδρο οι Αραχναίος και Κίρλας. Στο Κεραμυδάκι παρέμεινα ο γράφων με το λόχο του Γιάννη Ζιώγα και την υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ, με αρχηγό διμοιρίτη τον Κώστα Τσοπολίδη.

Αποστολή μου ήταν να κρατήσω σταθερά το προγεφύρωμα. Για το σκοπό αυτό εγκατέστησα ένα φυλάκιο από μια ομάδα με πολυβόλο, που θα παρεμπόδιζε κάθε απόπειρα κίνησης αντίπαλων τμημάτων από τα χωριά Βλυχό και Νυδρί προς Κεραμυδάκι και δεύτερο φυλάκιο που θα παρεμπόδιζε κάθε κίνηση από την πόλη της Λευκάδας προς Κεραμυδάκι. Κατά τα ξημερώματα πιάσαμε ένα χωρικό, που ανύποπτος -με ένα γάιδαρο φορτωμένο με τρόφιμα- πήγαινε από το χωριό Βλυχό στη Λευκάδα. Έμαθα απ’ αυτόν ότι στο χωριό Βλυχό είχαν διανυκτερέψει 50 ένοπλοι ταγματασφαλίτες (Ράλληδες τους έλεγαν οι Λευκαδίτες). Με σύνδεσμο μετέδωσα την είδηση στον Αραχναίο και του πρότεινα να κινηθούμε, εκείνος με ένα λόχο από το χωριό Αλέξανδρος και εγώ από το Κεραμυδάκι με το λόχο που διέθετα, να κυκλώσουμε το χωριό και να τους αφοπλίσουμε. Αλλά δεν πέρασε πολλή ώρα από τότε που έστειλα το σύνδεσμο στον Αραχναίο και δεχόμαστε καταιγιστικά πυρά από τα αριστερά μας, όπως βλέπουμε την πόλη Λευκάδα. Οι ένοπλοι του Βλυχού είχαν επισημάνει την παρουσία μας στο Κεραμυδάκι, και -παρακάμπτοντας το δημόσιο δρόμο- μας πλαγιέβαλλαν από θέσεις που είχαν καταλάβει στην κλιτή του μπροστινού μας υψώματος.
Αναγκαστήκαμε να συμπυχτούμε ένα περίπου χιλιόμετρο Β.Δ. από το Κεραμυδάκι, αφήνοντας τον όλμο, τα βλήματά του και άλλα υλικά που είχαμε μεταφέρει εκεί, και καταλάβαμε παράλληλες θέσεις που προσφέρονταν και για άμυνα και για επίθεση. Άρχισε μια σκληρή μάχη που κράτησε από το πρωί ως τις απογευματινές ώρες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ψυχραιμία και την παλληκαριά που έδειξε σε αυτή τη σύγκρουση ο διοικητής του λόχου Γιάννης Ζιώγας, ο οποίος -όρθιος- εμψύχωνε τους αντάρτες. «Εμπρός παιδιά και τους φάγαμε». Επίσης, δε θα ξεχάσω το διμοιρίτη Ντίνο Νίκου – Καμαρνιώτη, στον οποίο ανέθεσα την αποστολή να καταλάβει ένα ύψωμα -διασχίζοντας το βαλλόμενο καταιγιστικά χώρο- και να πλαγιοβάλλει τους επιτιθέμενους. Η κατάληψη της θέσης αυτής από το Ντίνο Νίκου έσωσε την κατάσταση. Οι ένοπλοι συμμορίτες, όταν δέχτηκαν τα πυρά της διμοιρίας Νίκου, υποχώρησαν πανικόβλητοι. Ανακαταλάβαμε το Κεραμυδάκι, με τον όλμο και τα άλλα υλικά ανέπαφα. Στο Ντίνο Νίκου είπα, ότι από εκείνη τη στιγμή προάγεται σε ανθυπολοχαγό επ’ ανδραγαθία, και έγινε προς την Ταξιαρχία και Γενικό Στρατηγείο η σχετική πρότασή μας.
Η μάχη αυτή στο Κεραμυδάκι ήταν η μόνη σοβαρή που δώσαμε στη Λευκάδα καθώς και μια άλλη αψιμαχία που είχε ο λόχος του Κώστα Νούτσου που κινήθηκε για αντιπερισπασμό προς τα χωριά Βλυχό και Νυδρί. Στη μάχη αυτή είχαμε ένα σοβαρά τραυματισμένο αντάρτη, τον Κώστα Λιοσάτο, με διαμπερές τραύμα στο στήθος. Όπως μου είπε ο γιατρός Κώστας Ζιάκας, που είχε έρθει μαζί μας έχοντας βοηθό του νοσοκόμα τη Σταμάτω Λελοβίτη, η σφαίρα που τραυμάτισε το Λιοσάτο είχε περάσει ξυστά στην καρδιά. Είναι θαύμα πως σώθηκε αυτός ο αγωνιστής. Είχαμε επίσης 4 ή 5 ελαφρά τραυματισμένους.

Πριν η κύρια δύναμη του Συντάγματος αποβιβαστεί στο Κεραμυδάκι, είχαμε αναθέσει -στο διοικητή του 5ου λόχου Κώστα Οικονόμου- την αποστολή να καταλάβει το Μεγανήσι, αποβιβαζόμενος από το χωριό Μύτικα. Ο Οικονόμου είχε ολοκληρώσει την αποστολή του και το απόγευμα έφτασε σύνδεσμος, με τον οποίο με πληροφόρησε για την κατάληψη του Μεγανησιού, ζητώντας οδηγίες για τις περαιτέρω ενέργειές του. Του έδωσα εντολή να αφήσει στο Μεγανήσι μια διμοιρία -ενισχυμένη με τον εφεδρικό του νησιού- και να διαπεραιωθεί κι αυτός με το λόχο του στη Λευκάδα, όπου θα έπαιρνε επαφή με τη Διοίκηση του Συντάγματος, που θα βρισκόταν στο χωριό Αλέξανδρος.
Το απόγευμα της ημέρας αυτής, ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή, έφυγα κι εγώ για τον Αλέξανδρο, παίρνοντας μαζί μου το βαριά τραυματισμένο Κ. Λιοσάτο, και αφήνοντας εντολή στο λόχο του Γιάννη Ζιώγα να κρατήσει τις θέσεις του ώσπου να πάρει νεώτερη διαταγή.
Ο Αραχναίος -στο μεταξύ- είχε τοποθετήσει τους λόχους σε κατάλληλες θέσεις με την κατάληψη των χωριών Κατωχώρι και Λαζαράτα και αποφασίσαμε την άλλη μέρα να επιτεθούμε κατά της πόλης της Λευκάδας, αφού θα είχαμε ολοκληρώσει την κύκλωσή της από παντού. Όπως σημείωσα και πιο πάνω, το Σύνταγμα του ΕΔΕΣ και οι άλλοι ένοπλοι ταγματασφαλίτες που είχαν καταφύγει στην πόλη ανέρχονταν -σύμφωνα με τις πληροφορίες μας- σε έναν αριθμό πάνω από 600. Ήταν κυκλωμένοι και δεν είχαν καμιά άλλη διέξοδο εκτός απ’ τη θάλασσα, αλλά θα τους ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσουν βενζινόπλοια ή άλλα μικρά πλωτά μέσα, γιατί -από τις θέσεις που κατείχαμε- θα τα εξουδετερώναμε εύκολα.

Πάνω στις προετοιμασίες μας για την επίθεση κατά της πόλης, φτάνει στον Αλέξανδρο μια Επιτροπή Λευκαδιτών, αποτελούμενη από το Δήμαρχο Λευκάδας Γιαννουλάτο, από το Μητροπολίτη Λευκάδας, καθώς και τρία γνωστά στελέχη των πολιτικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων σημειώνω το Γιάννη Γαζή, καθηγητή θεολογίας και παλαίμαχο ακροναυπλιώτη αγωνιστή. Μας παρακάλεσαν να αναβάλουμε την επίθεση κατά της πόλης, για να μη θρηνήσουμε θύματα. «Έτσι κι αλλιώς, μας είπαν, οι ένοπλοι που βρίσκονται στην πόλη δεν έχουν διέξοδο και εμείς αναλαβαίνουμε να τους πείσουμε να παραδοθούν». Δεχτήκαμε, δίνοντας προθεσμία 24 ωρών. Φανήκαμε ενδοτικοί, γιατί κι εμείς δε θέλαμε μια άσκοπη αιματοχυσία. Ωστόσο, καταλάβαμε το Μοναστήρι της Φανερωμένης και προωθήσαμε εμπροσθοφυλακές ως τις προσβάσεις της πόλης.

Τη νύχτα αυτής της ημέρας ενέκυψε μια πρωτοφανής κακοκαιρία. Τα μεσάνυχτα, τα φυλάκιά μας έδωσαν την πληροφορία ότι από τη θάλασσα έβλεπαν προβολείς και τροχιοδεικτικές βολές. Βγήκαμε από το σπίτι που μέναμε μαζί με τον Αραχναίο και -παρά το σκοτάδι που επικρατούσε- φτάσαμε σε ένα ύψωμα κοντά στο Μοναστήρι της Φανερωμένης. Είδαμε τους προβολείς και τις τροχιοδεικτικές βολές και βεβαιωθήκαμε ότι επρόκειτο για μονάδες του πολεμικού ναυτικού. Δεν μπορούσαμε εκείνη τη στιγμή να ξέρουμε αν σκόπευαν να αποβιβάσουν δυνάμεις στη Λευκάδα και να μας επιτεθούν. Πάντως κινήσαμε τα τμήματά μας προς την πόλη και καταλάβαμε τα πρώτα σπίτια. Διαπιστώσαμε ότι είχαν έρθει 3 τουλάχιστον πολεμικά σκάφη, τα οποία, αφού όλη τη νύχτα με μεγάλη δυσκολία (λόγω της άγριας θαλασσοταραχής) παρέλαβαν τους άντρες του ΕΔΕΣ του Κ. Μαραγκού, κανονιοβόλησαν τα υψώματα γύρω από τη Λευκάδα και κατευθύνθηκαν στην Κέρκυρα, όπου αγγλικά πολεμικά είχαν μεταφέρει από την Ήπειρο τις μονάδες του ΕΔΕΣ.

Έτσι, μπήκαμε στην πόλη της Λευκάδας, χωρίς να χρειαστεί να ρίξουμε ούτε μια τουφεκιά. Δεν είχαν προφτάσει να μπουν στα καράβια και να μεταφερθούν στην Κέρκυρα γύρω στους 150 ένοπλοι ταγματασφαλίτες. Είχαν μπει στο Κάστρο της Λευκάδας, και ταμπουρώθηκαν εκεί. Τους καλέσαμε να παραδοθούν και μας απάντησαν με πυροβολισμούς. Τους ρίξαμε δύο βλήματα όλμων, αλλά δεν είχαμε καμιά διάθεση να σπαταλήσουμε τα βλήματά μας. Θα παραδίνονταν, αργά ή γρήγορα, όπως και πραγματικά παραδόθηκαν την άλλη ημέρα το πρωί.

Εκκαθάριση του νησιού της Λευκάδας από τους ταγματασφαλίτες

Με την απελευθέρωση της πόλης της Λευκάδας, η Διοίκηση του Συντάγματος εγκαταστάθηκε στο κτίριο της Νομαρχίας, που ήταν στην Πλατεία. Εκεί ήρθε και μας συνάντησε ο καπετάνιος της Ταξιαρχίας Ζαχαριάς. Αφού μας συγχάρηκε για την άψογη εκτέλεση της αποστολής που μας είχε αναθέσει η Ταξιαρχία, μας είπε να πάρουμε όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να προλάβουμε αντεκδικήσεις και αυτοδικίες και, γενικά, η συμπεριφορά των ανταρτών μας προς το λαό της Λευκάδας να είναι υποδειγματική. «Δίνουμε εξετάσεις στους πολίτες ότι δεν είμαστε ασύνταχτα μπουλούκια, αλλά τακτικός στρατός, συνειδητά πειθαρχικός. Οι ταγματασφαλίτες, συνέχισε, που λυμαίνονταν το νησί -ιδίως τον τελευταίο χρόνο- έχουν διαπράξει φοβερά εγκλήματα. Εκτός από τις λεηλασίες των νοικοκυριών των εαμικών οικογενειών, έχουν εκτελέσει πολλούς. Μόνο σε ένα βάραθρο του χωριού Χαραδιάτικα, έχουν ρίξει ζωντανούς γύρω στους 300 αγωνιστές. Και αν ακόμη ο αριθμός αυτός θεωρηθεί υπερβολικός, είναι οπωσδήποτε γεγονός, ότι διαπράχθηκαν φρικτά εγκλήματα, και οι συγγενείς των παθόντων θα είναι δύσκολο να συγκρατηθούν και να μην προβούν σε αντεκδικήσεις. Η αποστολή μας είναι λεπτή. Κερδίσαμε στρατιωτικά τη Λευκάδα, αλλά -προ πάντων- πρέπει να κερδίσουμε πολιτικά τους Λευκαδίτες». Αυτά περίπου μας είπε ο Καπετάνιος Ζαχαριάς.

Οι πληροφορίες μας ήταν, ότι -εκτός από τους ταγματασφαλίτες που είχαν κλειστεί στο φρούριο και παραδόθηκαν -υπήρχαν στο νησί τουλάχιστον τρεις ένοπλες ομάδες ράλληδων, από 50 περίπου ένοπλους η κάθε μια, που κάπου κρύβονταν και από κάποιους περιθάλπονταν. Μια ομάδα απ’ αυτές είχε επικεφαλής κάποιον Αχείμαστο. Άλλη μια με επικεφαλής τους αδερφούς Πανταζή. Το όνομα του επικεφαλής της τρίτης ομάδας των ταγματασφαλιτών δεν το θυμάμαι.

Καλέσαμε τους διοικητές των λόχων στους οποίους αναθέσαμε αποστολές για εκκαθάριση των υπολειμμάτων των ταγματασφαλιτών και τους δώσαμε μια προκήρυξη με την οποία καλούσαμε τους κατοίκους να παραδώσουν τα όπλα τους και να αναφέρουν στη Διοίκηση του Συντάγματος κάθε κίνηση ενόπλων που θα έπεφτε στην αντίληψή τους, καθιστώντας υπεύθυνους όποιους -με οποιοδήποτε τρόπο- βοηθούσαν ή έκρυβαν αυτά τα προδοτικά ένοπλα τμήματα. Τονίζαμε στην προκήρυξη, ότι θα συλλαμβάναμε τους ενόχους προδοτικών και εγκληματικών πράξεων και με νόμιμες διαδικασίες θα τους παραπέμπαμε στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη. Οι παραβάτες των εντολών μας θα αντιμετωπίζονταν με την ίδια αυστηρότητα που αντιμετωπίζαμε τους εχθρούς του λαού. Την προκήρυξή μας αυτή δώσαμε εντολές στους λόχους να την τοιχοκολλήσουν σ” όλα τα χωριά του νησιού.

Αφού ορίσαμε φρούραρχο το Διοικητή του Τάγματος Βασίλη Μαϊδάτση, ο γράφων με τον Αραχναίο φύγαμε για τα χωριά Καρυά και Εγκλουβή, απ’ όπου θα συντονίζαμε τις κινήσεις των λόχων μας για την εκκαθάριση του νησιού από τις συμμορίες των ράλληδων. Στις συγκεντρώσεις των κατοίκων στα χωριά που πήγαμε, τονίζαμε με έμφαση, ότι γνωρίζαμε τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει τα κακοποιά στοιχεία σε βάρος των αγωνιστών του νησιού και τους επιφυλάσσουμε σκληρή τιμωρία που με νόμιμες διαδικασίες θα τους επιβάλουν τα Στρατοδικεία στα οποία θα παραπεμφθούν, αλλά δεν θα επιτρέψουμε, με καμιά δικαιολογία, αυτοδικίες και αντεκδικήσεις. Όσοι, έστω και από δικαιολογημένη αγανάκτηση, θελήσουν να αγνοήσουν την προειδοποίησή μας, θα τους αντιμετωπίσουμε σαν εχθρούς του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και θα τους τιμωρήσουμε σκληρά.
Όταν ο γράφων τελείωσα μια τέτοια ομιλία στους κατοίκους της Εγκλουβής -που τους είχαμε συγκεντρώσει στην εκκλησία του χωριού (ήταν μια μέρα που χιόνιζε στο χωριό αυτό)- με πλησίασε ένας χωρικός και μου είπε:

«Συναγωνιστή καπετάνιε. Θέλω να σου δείξω κάτι». Και άρχισε να ξεδιπλώνει ένα δέμα τυλιγμένο με λαδόκολλα που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν ένα ανθρώπινο χέρι κιτρινόμαυρο. «Είναι το χέρι μου που μου τόκοψε με τσεκούρι ο τάδε ράλλης». Είπε το όνομα του δράστη. «Σας δηλώνω, συνέχισε, ότι θα τον βρω και θα τον σκοτώσω. Γι’ αυτό, καλά θα κάνετε να με συλλάβετε από τώρα».


Του είπα ότι συμμερίζομαι τον πόνο του και τη δικαιολογημένη αγανάκτησή του. Τον βεβαίωσα ότι θα επιληφθούμε αυτών των υποθέσεων και η Δικαιοσύνη θα επιβάλει σε αυτά τα τέρατα σκληρές ποινές. Η προσωπική εκδίκηση, μπορεί να ικανοποιεί τον ίδιον, αλλά οδηγεί σε αναρχία, πράγμα που είμαστε αποφασισμένοι να μην το επιτρέψουμε. Του συνέστησα να κατεβεί στη Λευκάδα και να δώσει στον εκεί φρούραρχό μας έγγραφη αναφορά και γυρίζοντας και εμείς στην πόλη θα φροντίσουμε για τη σύλληψη του δράστη και την παραπομπή του στο Στρατοδικείο.

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, την ώρα που τρώγαμε στο σπίτι του αξέχαστου δάσκαλου (έφεδρου ανθυπολοχαγού και διοικητή του λόχου Λευκαδιτών στο Ξηρόμερο) Σπύρου Θερμού, ήρθε κάποιος και μας χαιρέτησε. Μας είπε «όταν τελειώσετε το φαγητό, θέλω να σας μιλήσω». Ήταν κάποιος απ’ το χωριό Βαυκερή, νομίζω, τον οποίον οι ταγματασφαλίτες (ράλληδες) τον είχαν ρίξει ζωντανό στο βάραθρο του χωριού Χαραδιάτικα. Όμως είχε σκαλώσει κάπου και είχε γλυτώσει.
«Θέλετε να πειθαρχήσω στις διαταγές σας; Σας δηλώνω ότι όπου θα συναντώ απ’ αυτά τα καθάρματα θα τα εκτελώ και σεις με τη σειρά σας να με συλλάβετε και να με εκτελέσετε».

Του είπαμε τα ίδια που είχαμε πει και στον προηγούμενο με το κομμένο χέρι.

Αναφέρθηκα μόνο σε δύο από τα εκατοντάδες ανάλογα περιστατικά που μας ανέφεραν τα θύματα των ράλληδων. Όταν γυρίσαμε απ’ την Εγκλουβή στην πόλη της Λευκάδας μας επισκέφτηκε η Επιτροπή του ΕΑΜ Λευκάδας και -με ασυγκράτητη αγανάκτηση- μας κατάγγειλε ότι είχαν εκτελεστεί πολλά άτομα απ’ τα χωριά Νυδρί, Βλυχό κ.λ.π. και μας καταλόγιζαν ευθύνες. «Έχετε εκθέσει ανεπανόρθωτα την πολιτική μας οργάνωση και εμάς προσωπικά».

Αν το Σύνταγμα μας έμενε στη Λευκάδα, θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε και να εντοπίσουμε τους ενόχους αυτών των εγκληματικών πράξεων. Αλλά ακριβώς στις 5 του Γενάρη 1945, πήραμε διαταγή της Ταξιαρχίας να φύγουμε αυθημερόν για Πρέβεζα.

Στο διάστημα που το Σύνταγμά μας εκτελούσε την επιχείρηση κατάληψης της Λευκάδας, η Ήπειρος είχε περάσει υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Ο ΕΔΕΣ δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Με το άκουσμα και μόνον, ότι ο Άρης και ο Σαράφης κινήθηκαν προς Ήπειρο, τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Συγκεντρώθηκαν στα ηπειρωτικά παράλια Πρέβεζας, Πάργας και Ηγουμενίτσας, απ’ όπου αγγλικές και ελληνικές μονάδες πολεμικού Ναυτικού, τους παρέλαβαν και τους μετέφεραν στην Κέρκυρα…»

Με απόσπασμα Χωροφυλακής και εθελοντών πολιτών έξω από το Νυδρί Λευκάδας – Σκληρός αγώνας για αποκατάστασιν της τάξης


H φωτογραφία από το βιβλίο, «Μαρτυρίες Γεγονότα και Μνήμες (1946-1965)» (εκδόσεις Κονιδάρη, Αθήνα 2002)  του συνταξιούχου νομάρχη Αθανασίου  Μιχ. Μανουσοπούλου. 

Ο Μανουσόπουλος είχε διατελέσει Νομάρχης Λευκάδας – Ιθάκης από τις 27 Απρίλη 1947 έως τις 14 Μαρτίου 1949. Μέρες δύσκολες για τον τόπο μας και προ πάντων για τους πρώην αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που αναγκάστηκαν, κάτω από το κύμα της τρομοκρατίας των εθνοφυλάκων, παλιών ταγματασφαλιτών, χωροφυλάκων και «εθελοντών πολιτών»,  να ξαναβγούν στο βουνό.


Με απόσπασμα Χωροφυλακής και εθελοντών πολιτών έξω από το Νυδρί Λευκάδας – Σκληρός αγώνας για αποκατάστασιν της τάξης», γράφει η λεζάντα της φωτογραφίας -σελ. 147- στο αναφερόμενο βιβλίο. Χωρικοί της Λευκάδας από την περιοχή Αλεξάνδρου. Ο Νομάρχης Μανουσόπουλος είναι αυτός με το κοντομάνικο πουκάμισο στο κέντρο της φωτογραφίας, πίσω από το κοριτσάκι.

«… Οι εθνοφύλακες, σε συνεργασία με παλιούς ταγματασφαλίτες, μεταβαπτισμένους σε «μεταβατικά αποσπάσματα διώξεως συμμοριτών», και με την τοπική χωροφυλακή, άρχισαν αμέσως το τρομοκρατικό τους έργο κάτω από την καθοδήγηση του νομάρχη Α. Μανουσόπουλου, γυναικάδελφου του τοπικού πολιτευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κ. Καλκάνη, και νομάρχη Θεσσαλονίκης την εποχή της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, μεταξύ τους και ο γιατρός Ξενοφών Γρηγόρης, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ επτά δολοφονήθηκαν από τους χωροφύλακες, τους εθνοφύλακες και τους παρακρατικούς. Πρόκειται για τον Στάθη Καλύβα, από τα Πλατύστομα, τον Βαγγέλη Μανωλίτση, από τον Αλέξανδρο, τον Σπύρο Μικρώνη, από τους Πηγαδισάνους, τον Κώστα και τον Πάνο Σκιαδά, από τους Καρυώτες, τον Διονύσιο Αντύπα, από τον Αγιο Πέτρο, και τον Γιάννη Αραβανή, από την Καρυά.
Το κύμα της τρομοκρατίας ήταν φυσικό να οδηγήσει αρκετούς ΕΑΜίτες αγωνιστές του νησιού στο βουνό, με συνέπεια από τα τέλη ακόμη του 1946 να σχηματιστεί στη Λευκάδα αντάρτικη ομάδα από 43 μέλη. Αρχηγός της ομάδας ήταν ο Πάνος Γιαννούλης και πολιτικός επίτροπος ο Ζώης Κούρτης – περιλαμβάνονταν δε στην εν λόγω ομάδα 16 αντάρτες από το ηρωικό χωριό Εγκλουβή και η Ντίνα Κατωπόδη ή Τζαβέλαινα, από την Καρυά.
Η δράση της ομάδας του Γιαννούλη στο νησί υπήρξε, ωστόσο, περιορισμένη. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για συμπλοκές, από τις οποίες σπουδαιότερη ήταν αυτή, που σημειώθηκε στα μέσα του Μάρτη 1947 έξι χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Λευκάδας, όπου έπεσε σε ενέδρα και διαλύθηκε από τους αντάρτες, ένα πολυάριθμο τμήμα χωροφυλακής, που κατευθυνόταν στο χωριό Κατούνα, και σκοτώθηκε ένας χωροφύλακας…» (Πηγή: Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Κυριακή 27 Αυγούστου 2006).


Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

H μάχη της Γουρίτσας


Aπό το βιβλίο του Νίκου Σκιαδά "Ο καπετάν Επαμεινώνδας"
Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου το Αρχηγείο ΕΛΑΣ Τριχωνίδας βρίσκεται στον Αη-Βλάση. Εκεί πήρε στις επτά του ιδίου μηνός σημείωμα της οργάνωσης Αγρινίου που ειδοποιεί πως οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ετοιμάζονται να εγκατασταθούν μόνιμα στο Κεφαλόβρυσο. Η εγκατάσταση αυτή αν πραγματοποιηθεί θα φέρει σε μεγάλες δυσκολίες τις κινήσεις του Αρχηγείου. Πρώτα-πρώτα θα αποκοπεί από τις βάσεις του ανεφοδιασμού του που είναι κατά κύριο λόγο το Αγρίνιο με τα πλούσια καμποχώρια του και τις γερές από κάθε άποψη οργανώσεις του. Διχοτομείται η ορεινή Τριχωνία. Αποκόπτεται η Ναυπακτία και η Μακρυνεία. Το Κεφαλόβρυσο με τους Γερμανοϊταλούς εγκαταστημένους σ” αυτό θα είναι μια σφήνα στην καρδιά της ανταρτοκρατούμενης περιοχής.
Για όλους αυτούς τους λόγους το σημείωμα της οργάνωσης Αγρινίου κατέληγε ότι έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια από το Αρχηγείο να ματαιωθούν τα σχέδια αυτά των κατοχικών δυνάμεων. Ύστερα από την έγκριση του συντάγματος όλη η δύναμη του Αρχηγείου, κινεί­ται με σύντομη πορεία να πιάσει θέσεις κοντά στο μοναστήρι της Γουρίτσας στις στροφές που ξετυλίγονται προς το χωριό Μυρτιά.
Έγιναν τα σχέδια και σημαδεύτηκαν οι θέσεις που θα πιάνονταν. Η μελέτη του Επιτελείου ολοκληρώθηκε με δυο ασκήσεις μάχης που έγιναν μ” όλη τη δύναμη του (60 άντρες). Έτσι ο κάθε διμοιρίτης, ο κάθε αντάρτης ήξερε από πριν τη θέση που θα έπιανε. Ένας συναγερμός-άσκηση την παραμονή της μάχης είχε άριστα αποτελέσματα και πιστοποίησε και αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του εδάφους που υπήρχαν. Σωριάζονται πέτρες ημικυκλικά σαν τα ταμπούρια των αγωνιστών του ’21, σκάβεται λίγο το χώμα με τα λίγα ανεπαρκή μέσα και όλα αυτά τα «οχυρωματικά έργα» σκεπάστηκαν την τελευταία στιγμή πριν από τη μάχη με φρεσκοκομμένα κλαριά που πρασίνιζαν ακόμη και δεν πρόδιδαν τίποτα που να τραβήξει την προσοχή του εχθρού.
Πρωί 10 Ιουλίου. Ξαφνικά στην πρωινή σιγαλιά ακούγεται το σύνθημα του συναγερμού. Αυτή τη φορά όμως όσο και να μην το πήραν πολλοί στα σοβαρά, ο συναγερμός ήταν αληθινός. Νέο ση­μείωμα της Π.Ε. ανέφερε ότι αρκετή δύναμη Γερμανοΐταλών κινείται από Αγρίνιο προς Κεφαλόβρυσο.
Οι αντάρτες πιάνουν τις θέσεις τους. Βολεύονται όσο μπορούν καλύτερα και περιμένουν να φτάσει η μεγάλη στιγμή. Η ώρα περνά χωρίς τίποτα να δείχνει πως κάτι το αλλιώτικο πρόκειται να συμβεί. Ξημέρωσε για καλά τώρα. Ο ήλιος είχε κιόλας ψηλώσει, αλλά τίποτα. Η αγωνία τρυπώνει μέσα τους, τα μηλίγγια κτυπάνε, το μάτι και το αυτί δουλεύουν προς την κατεύθυνση της Παραβόλας μήπως ανακαλύψει την παραμικρή κίνηση, μήπως ακούσει τον ελάχιστο θόρυβο.
Αλλά να μια άσπρη γραμμή από σκόνη σημαδεύεται πάνω στο δημόσιο δρόμο στο έβγα της Παραβόλας προς τη Μαντάνισσα (Παντάνασσα). Ταυτόχρονα ήχος μοτέρ αυτοκινήτων έρχεται στα αυτιά τους. Είναι ο εχθρός. Η πληροφορία της οργάνωσης Αγρινίου ελέγχεται αληθινή. Σε λίγο ξεχωρίζουν καλά. Είναι μια αράδα καμιά 15αριά αυτοκίνητα που προχωράει προφυλακτικά προς τις θέσεις τους. Απ’ τ’ αριστερά της Παραβόλας προς την Παλιοκαρυά φιδοσέρνεται μια άλλη φάλαγγα, ιταλική αυτή, από πεζούς προς τα ριζοχώρια, Προστοβά, Κρυονέρι, Ταξιάρχη κλπ. Είναι η πλαγιοφυλακή. Μια μικρή ομάδα που αποτελούσε και τη μόνη εφεδρεία, ανέλαβε να απασχολήσει ή και να εξουδετερώσει την πλαγιοφυλακή, όσο που η κύρια δύναμη, θα έδινε τη μάχη στην προκα­θορισμένη θέση.
Ώρα 7.30 το πρωί περίπου. Η εχθρική φάλαγγα από 15 αυτοκί­νητα έφτασε κοντά στις θέσεις των ανταρτών. Στη Βαριά πριν μπει στις στροφές σταματά (οι αντάρτες όπως είπαμε είναι ταμπουρωμένοι στις πάνω Στροφές). Μπαίνει μέσα μια μοτοσικλέτα. Προχωρεί προς τις θέσεις τους. Βαδίζει σιγά-σιγά, προφυλακτικά. Κοιτάνε καλά στα πλάγια του δρόμου, μήπως διακρίνουν τίποτα το ύποπτο. Τίποτα. Οι θέσεις είναι καλά καμουφλαρισμένες. Οι αντάρτες μπρούμυτα με το χέρι στη σκανδάλη, με το αυτί και το μάτι να δουλεύουν επίμονα, κρατούν ως και την αναπνοή τους, για να μη προδοθούν. Η αγωνία κορυφώνεται. Τα λίγα λεπτά της δια­δικασίας της ανίχνευσης, μετριούνται σε ώρες. θα αντιληφθεί τίποτα ο ανιχνευτής; θα προσέξει; Τι θα γίνει; Μήπως η πειθαρχία πυρός χαλάσει από μια τυχαία απροσεξία, από έναν εκνευρισμό; Μέχρι την ώρα αυτή το τηλέφωνο που ήταν τοποθετημένο πολύ κοντά στις Στροφές έδινε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών στο Μπερίκο που είχε μεταφερθεί η έδρα του Αρχηγείου. Λίγο πριν αρχίσει η μάχη οι τηλεφωνητές έκαναν το τελευταίο τηλεφώνημα στην έδρα τους που έλεγε: «Έφτασαν οι Γερμανοί. Σε λίγο αρχίζει η μάχη». Κόψαν τα σύρματα και αποσύρθηκαν.
Να πώς περιγράφει ένας αντάρτης (Βασίλης Παπανάνος, ψευδ. Χάρος) στο ημερολόγιο του τις στιγμές αυτές την αναμονής «…10.7.43. Από τις 5 το πρωί χτύπησε συναγερμός και βρισκόμαστε σε μια εκνευριστική αναμονή, 50 αυτοκίνητα είναι στην Παραβόλα. Αν ξεκινήσουν σε μισή ώρα θα πιάσουμε μάχη. Τα νεύρα πάνε να σπάσουν. Η θέση μου είναι 30 μέτρα από το δρόμο που θα περάσουνε τα αυτοκίνητα, με κρύβει η θέση μόνο χωρίς να με προστατεύει. Οι Ιταλοί ξεκίνησαν και σταμάτησαν ένα τέταρτο μπρο­στά μας. Η ώρα είναι 8 το πρωί. Ο ήλιος κάνει το δρόμο να λάμπει. Στις 8.30 ακούγονται φωνές «έρχονται-έρχονται». Ακούγεται το μουγκρητό μιας μοτοσικλέτας να πλησιάζει και στην καμπή του δρόμου ξεπροβάλλει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής και σε λίγο και δεύτερη μοτοσικλέτα με καλάθι, με δυο Γερμανούς…»
Επιτέλους. Ο ανιχνευτής δεν αντιλήφθηκε τίποτα το ύποπτο. Ξαναγυρίζει στις εχθρικές θέσεις και αναφέρει πιθανώς: έδαφος ελεύθερον. Η φάλαγγα ξεκινάει. Μπροστά δυο μοτοσικλετιστές με δυο μοτοσικλέτες. Τα αυτοκίνητα μπαίνουν ένα-ένα στις Στροφές. Οι Γερμανοί όρθιοι επάνω τους μασάνε αχλάδια κι άλλα φρούτα χαμογελώντας». Οι αντάρτες τα μετράνε ένα… δύο… τρία… δε­κατέσσερα… δεκαπέντε. Τώρα είναι όλα στον κλοιό και κάτω από τον έλεγχο των ανταρτικών πυρών. Όμως να. Σε λίγο και τη στιγμή που ο μοτοσικλετιστής που πήγαινε μπροστά κόντευε να κρυφτεί στη στροφή του δρόμου αντηχεί το σύνθημα: ταταρά… ταταρά.
Μεμιάς ζωντάνεψε ο τόπος και μια κόλαση φωτιάς διαδέχθηκε το σύνθημα. Επιτέλους η αγωνία και η αναμονή των ανταρτών βρίσκουν διέξοδο. Αδειάζουν τα όπλα τους επάνω στους στόχους που ώρα τώρα σημάδευαν περιμένοντας. Πρώτος πέφτει ο μοτοσικλετιστής, που την τρώει στην πλάτη. Συνέχεια χτυπιούνται τα αυτοκί­νητα με χειροβομβίδες και αυτόματα. Οι Γερμανοί τα ‘χασαν στην αρχή. Αμφιταλαντεύτηκαν. Τους ήρθε ξαφνικά. Γρήγορα όμως συνήλθαν. Πηδάνε όσοι προφθάνουν από τα αυτοκίνητα. Τότε τους γνώρισαν οι δικοί μας πως είναι Γερμανοί κι έβαλαν τις φωνές: «Γερμανοί, ωρέ, Γερμανοί είναι… τους κερατάδες». Πιάνουν θέσεις στα λάστιχα των αυτοκινήτων, σε πέτρες, σε νεροσυρμές, παντού όπου τους προσφέρεται το έδαφος. Έμπειροι πολεμιστές, χρησιμοποιούν το έδαφος σε όλες του τις δυνατότητες. Πολεμάνε λυσσασμένα.
Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στο ημερολόγιο του αντάρτη: «Η σάλπιγγα δίνει το σύνθημα πυρός. Στο άκουσμα της η δεύτερη μο­τοσικλέτα, καθώς κι όλα τα αυτοκίνητα σταματάνε ενώ αρχίζει η κόλαση της φωτιάς. Είμαστε ακροβολισμένοι επάνω από τις στρο­φές του δρόμου σε 50 με 100 μέτρα. Είχαμε δυο οπλοπολυβόλα, 20 περίπου αυτόματα και οι υπόλοιποι όπλα. Σημαδεύω το πρώτο αυ­τοκίνητο, που μαζί με τις ριπές του οπλοπολυβόλου της ομάδας μου, δέχεται και 30 σφαίρες από το αυτόματο μου. Όσοι Γερμανοί δεν σκοτώθηκαν μέσα, τους καθαρίσαμε μόλις έκαναν να πηδήσουν έξω από το αυτοκίνητο. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας καθώς σταμά­τησε, έτρωγε ένα ροδάκινο, 2-3 ριπές τον έκαναν να χοροπηδάει σαν παλιάτσος και να ξαπλωθεί φαρδύς πλατύς. Μάλιστα σε άλλα αυτοκίνητα που βγήκαν και ξάπλωσαν κάτω από αυτά, τινάχθηκαν στον αέρα από χειροβομβίδες. Γερμανοί σκοτωμένοι μέσα στα αυτο­κίνητα, μισοκρεμασμένοι απ’ έξω, στο δρόμο ξαπλωμένοι, παρου­σιάζουν ένα αληθινό μακελειό. Καμιά εικοσαριά κατάφεραν να πηδήσουν έξω και να πιάσουν την άκρη του δρόμου και πιάνουν μάχη αληθινή…»
Η προσπάθεια διπλασιάζεται. Οι αντάρτες πια δεν συγκρατιούνται. Είναι έτοιμοι να πηδήσουν στον όχτο του δρόμου και να ‘ρθουν στα χέρια με τους Γερμανούς που πολεμάνε ακόμα. Εκείνη την ώρα όμως το καραούλι ειδοποιεί πως οι Ιταλοί κινούνται προς Προστοβά, ανακέφαλα από τις θέσεις τους. Αυτό ήταν σημαντικό αν συνέβαινε. Αποσκοπούσε να κόψει το μοναδικό δρόμο υποχώρησης των ανταρτών προς Ταξιάρχη βάζοντας τους έτσι ανάμεσα στα δυο σκέλη της λαβίδας τους. Δίνεται αμέσως το σύνθημα της υποχώρη­σης. Υποχωρούν με τάξη και οι περισσότεροι συγκεντρώνονται λίγο πιο πάνω. Εκεί διαπιστώνεται ότι ο Επαμεινώνδας με λίγους ακό­μα δεν πειθάρχησε αμέσως στο σύνθημα της υποχώρησης που ο ίδιος έδωσε. Ήταν δικαιολογημένο το αργοπόρημα του Επαμεινώνδα. Κινδυνεύει για λίγα λεπτά μόνο να μην ολοκληρωθεί η όλη προσπάθεια και να πάνε χαμένες όλες οι θυσίες. Ο Επαμεινώνδας δε μπορούσε να αφήσει ατελείωτο το έργο. Το Επιτελείο παρακο­λουθεί με τα κυάλια τις κινήσεις των Ιταλών. Ήταν φανερό πως έρχονταν για βοήθεια των συμμάχων τους. Όμως όχι. Σε λίγο κά­νουν μεταβολή και γυρίζουν πίσω. Με τα κυάλια φάνηκε καθαρά προς τα πού τραβούσε η φάλαγγα. Συνέρχονται οι δικοί μας γρήγο­ρα. Το Επιτελείο αποφασίζει: Όσοι αντάρτες είναι μαζεμένοι εκεί θα κατέβουν πάλι προς τα κάτω να ξεκαθαρίσουν τις γερμανικές φωλιές που είχαν στο μεταξύ τακτοποιηθεί καλύτερα. Χωρίζονται σε ομάδες. Παίρνει η καθεμιά τον τομέα της και αρχίζει το ξεκα­θάρισμα του εδάφους. Τίποτα πια δεν συγκρατεί τους αντάρτες. Κατεβαίνουν όλοι κάτω στο δρόμο αλαλάζοντας. Λίγο-λίγο, με σύ­στημα και μέθοδο ξεκαθαρίζονται οι γερμανικές εστίες. Συλλαμβάνονται δυο Γερμανοί αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι η είναι βαριά τραυ­ματισμένοι ή σκοτωμένοι. Μόνο ένας κατόρθωσε χάρη στη γρηγοράδα των ποδιών του να φτάσει στην Παράβολα — είναι πιθανώς ο μοτοσικλετιστής-ανιχνευτής απ’ όπου με ποδήλατο πήγε στο Αγρίνιο και μετέφερε τα μαντάτα.
Οι αντάρτες μετά το πέρας της μάχης ασχολούνται με την περι­συλλογή λαφύρων. Μαζεύονται όλα και φορτώνονται στο πρώτο αυτοκίνητο προς το Κεφαλόβρυσο. Δυστυχώς ένας μόνο αντάρτης ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο, ήταν ο Ερμής (Γιώργος Παπατρέχας) απ’ τη Μαχαιρά Ξηρομέρου που σκοτώθηκε αργότερα σε άλλη μά­χη. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Τα υπόλοιπα έπρεπε να καούν γιατί κιόλας στο δρόμο της Παραβόλας φάνηκαν τα γερμανικά θωρακισμένα που έρχονταν σε βοήθεια. Αυτό το αποτέλεσμα είχε η σωτηρία εκείνου του μοναδικού Γερμανού που μετέφερε στο Αγρίνιο τα μαντάτα της μάχης.
Η παραμονή στο πεδίο της μάχης δεν μπορούσε να παραταθεί περισσότερο. Άρχισαν κιόλας να πέφτουν οι πρώτες οβίδες πυροβο­λικού. Το τελευταίο τμήμα εκκαθάρισης αποχωρεί σιγά-σιγά. Ακόμα και ο τόπος καίγεται από το σφυροκόπημα του γερμανικού πυροβολικού και των αρμάτων που έχουν φθάσει πλέον πολύ κοντά στη Γουρίτσα. Είναι όμως αργά για να κάνουν οποιαδήποτε ζημιά στους αντάρτες, γιατί είναι πια εκτός βολής. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το αδειανό από αντάρτες πεδίο. Παίρνουν τους νεκρούς και τους τραυματίες τους και επιστρέφουν στο Αγρίνιο αργά τη νύχτα. Την άλλη μέρα ένα σμήνος από λίγα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το χωριό Γουρίτσα και τις Στροφές με αποτέλεσμα να σκοτώσουν ένα μουλάρι και να γκρεμίσουν μια γωνία ενός σπιτιού. Για μέρες οι Ιταλοί της φρουράς Αγρινίου κοροϊδεύουν τους συμμάχους τους Γερμανούς ανταποδίδο­ντας τα ίσα. Έλεγαν μάλιστα: Ιταλιάνοι παούρα, Ντεντέσκοι μόρτο. Οι Ιταλοί φοβούνται, οι Γερμανοί σκοτώνονται.
Η μάχη της Γουρίτσας ήταν η πρώτη σύγκρουση με τους Γερμα­νούς. Ποτέ μέχρι τότε οι αντάρτες μας δεν είχαν πολεμήσει μαζί τους. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις και μικροσυμπλοκές με τους Ιταλούς, όμως ο πόλεμος με τους Γερμανούς ήταν πολύ διαφορετικός. Ποτέ οι Γερμανοί δεν το έβαζαν στα πόδια σαν τους Ιταλούς. Επόμενο ήταν μετά την επιτυχία αυτή με τέτοιους αντιπάλους το ηθικό των ανταρτών να ανέβει πολύ ψηλά. Τώρα πια πίστεψαν κι αυτοί αλλά και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ότι ήταν δυνατό να τα βάλουν με τους Γερμανούς που μέχρι τότε τους νόμιζαν ακατανίκητους. Η μάχη εκτός των άλλων αποτελεσμάτων είχε άμεσο αποτέλεσμα ότι οι αντάρτες μας οπλίστηκαν στην εντέλεια με γερμανικά όπλα. Ιδιαίτερα με μυδράλια. Αυτό είχε ένα ακόμα σημαντικό αποτέλεσμα. Την άμεση ομαδική στρατολογία νέων μαχητών που δεν ήταν μόνο επειδή είχαμε πλέον όπλα, αλλά και γιατί το ηθικό κουράγιο αναπτερώθηκε. Από εδώ και πέρα το αντάρτικο πολλαπλασιάστηκε αριθμητικά και αποτέλεσε μια αξιόμαχη και υπολογίσιμη δύναμη. Τα κατοχικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να σουλατσάρουν πια στην ύπαιθρο. Η προσπέλαση σε αυτή και ιδιαίτερα στα ορεινά γινόταν με την κινητοποίηση σημαντικού αριθμού των δυνάμεων τους. Ήταν οι περίφημες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που πληρώνονταν με πολύ αίμα για αυτούς και πολλά χωριά καμένα για μας. Η ύπαιθρος ήταν λεύτερη. Οι αντικειμενικοί σκοποί της διοίκησης των κατοχικών δυνάμεων της περιοχής δεν εκπληρώθηκαν, σε αντίθεση με τους σκοπούς του Αρχηγείου και της Π.Ε. και του ΕΑΜ Αγρινίου που ολοκληρώθηκε στο ακέραιο, χάρη στην παλικαριά και το πείσμα των ανταρτών του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ Τριχωνίδας.

Οι Γερμανοί που έλαβαν μέρος στη μάχη ήταν 120 σύμφωνα με τις ομολογίες των αιχμαλώτων. Νεκροί 117, τραυματίες 2 (αιχμάλωτοι). Κατεστραμμένα αυτοκίνητα 14. Λάφυρα, ολόκληρος ο οπλισμός του τμήματος.

Δικές μας απώλειες 5 αντάρτες νεκροί: 1. Μπάμπης Χαμαμτζής, 2. Παπουτσής Σωτήρης, 3. Γαρδέλης Σπύρος, 4. Υφαντής Δημήτρης, 5. Παπαδονάσιος ή Νασαρής Κωνσταντίνος.



Η κατάληψη του πλοίου «Μαρία Αντουανέτα» στην Ιθάκη το Σεπτέμβρη του 1944


Από τις γραπτές αφηγήσεις ενός Ιθακήσιου (του Γιώργη Κουτσουβέλη – Κοντυλάτου) κι ενός Κεφαλονίτη (του Λευτέρη Ελευθεράτου) παίρνω αποσπάσματα για να περιγράψω ένα γεγονός της Κατοχής, που όσοι τότε το ζήσανε, κράτησαν στη μνήμη τους πολύ ζωντανές αναμνήσεις.
Ήταν το Σεπτέμβρη του 1944. Όλος ο κόσμος είχε πάρει καθώς λέμε τα «πάνω» του, γιατί αισθανόταν πως κοντοζύγωνε η Λευτεριά. Ακούγονταν τα βήματά της.
Έφτασε κι η 13η Σεπτέμβρη, την άλλη μέρα -του Σταυρού- γινόταν κι εξακολουθεί να γίνεται πανηγύρι στην Ιθάκη, στη Μονή της Καθαριώτισσας, πάνω στο Νήριτο. Ο κόσμος είχε αρχίσει να ανεβαίνει στο βουνό, για τον εσπερινό και την ολονυχτία που θα ακολουθούσε.
Κι εδώ ακριβώς προκύπτει ένα περιστατικό, που το περιγράφουν με απλά λόγια ο Γιώργης Κουτσουβέλης από το Κιόνι Ιθάκης κι ο Λευτέρης Ελευθεράτος από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς, που όμως τότε -νεαρό παιδί- βρισκόταν στην Ιθάκη. Θα το δώσουμε κι εδώ απλά, περιληπτικά.
Λίγο μετά το μεσημέρι -13 Σεπτέμβρη- πληροφορούνται οι αντάρτες του ΕΛΑΣίτικου τμήματος που βρισκόταν στο νησί, ότι γερμανικό πλοίο πλέει κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Ιθάκης, με κατεύθυνση προς το βορά. Ο διευθύνων αντάρτης δίνει εντολή στους ΕΛΑΣίτες και ΕΛΑΝίτες να παρακολουθηθεί και να είναι ανάλογη η συνέχιση. Η παρακολούθηση ανατίθεται σ” ένα νεαρό θαλασσινό από το Κιόνι, που ήταν μηχανικός στο θρυλικό καΐκι ΑΪ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ, που έδρασε εναντίον των Γερμανών στο Ιόνιο, ο οποίος και θεωρείτο ο πιο αρμόδιος για κάθε ανάλογη περίπτωση. Ο νέος αυτός ήταν ο Τάτσης Γαλάτης -τελευταία έφυγε από τη ζωή- και αμέσως ξανοίγεται μ” ένα μικρό τρεχαντήρι, ψάχνοντας για το γερμανικό πλοίο. Συγχρόνως κι ένα τμήμα ανταρτών, στο Βαθύ, μπαίνει σ” ένα καΐκι κι ακολουθεί από απόσταση το τρεχαντήρι. Πιο πίσω, το ΕΛΑΝίτικο καράβι ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ακολουθεί κι αυτό το καΐκι, με το κύριο σώμα της ομάδας των ανταρτών. Το τρίο αυτό, που το είπαν «νηοπομπή της Λευτεριάς» συνέχισε την πορεία. Ο Τάτσης Γαλάτης, ψάχνοντας για το γερμανικό, έφθασε στην είσοδο του λιμανιού του Κιονιού, δε φαινόταν τίποτα και μπήκε με προσοχή μέσα στο λιμάνι, μα κι εκεί επίσης τίποτα. Συνεχίζει, λοιπόν, την πορεία προς το βορρά και φτάνει στο λιμάνι Φρίκιες. Και τότε, στο μώλο του λιμανιού, βλέπει να “χει αράξει το γερμανικό πλοίο, που είναι ένα ρυμουλκό, το ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ, το οποίο είχε έρθει στην Ιθάκη με προορισμό ν” αποκολλήσει δύο γερμανικά οπλιταγωγά που είχαν προσαράξει στο Μάρμακα, όταν την προηγούμενη μέρα δέχτηκαν επίθεση από αγγλικά αεροπλάνα. Ο Τάτσης Γαλάτης, επιστρέφει ολοταχώς στο Κιόνι κι αναφέρει στον επικεφαλής της ομάδας των ανταρτών τον εντοπισμό του σκάφους και την ακριβή θέση που βρίσκεται. Η τοποθεσία είναι ιδανική για επίθεση στο πλοίο από τη στεριά. Έτσι  αυτοστιγμεί, μια ομάδα από δέκα άντρες φεύγει από το Κιόνι, με τον ανάλογο οπλισμό, που ήταν δυο οπλοπολυβόλα, ένα αντιαρματικό με τρία βλήματα και μια χειροβομβίδα με… τραβηγμένη την περόνη και δεμένη μ” ένα μαντίλι!!! Πήραν το μονοπάτι, άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε σιγά σιγά κι ανεβήκανε από πάνω απ” το Κουρβούλι και φτάσανε στο Μύλο του Σπηλιάτσου, πάνω από το λιμάνι. Εκείνη τη στιγμή το πλήρωμα του καραβιού ήταν έξω στις Φρίκιες. Ένας Ιταλός έκανε μπάνιο στη θάλασσα κι ως φαίνεται κάτι πήρε το μάτι του, γιατί έδειχνε στο Γερμανό κατά το Μύλο. Δεν έπρεπε να χάνουν καιρό οι αντάρτες κι άρχισαν να βάλλουν. Ανταποκρίθηκαν κι οι Γερμανοί, μα σε λίγο ύψωσαν από τη γέφυρα του καραβιού ένα μαντήλι, σημείο παράδοσης. Κατέβηκε τότε ένας από την ομάδα προς το πλοίο, μα αυτοί άρχισαν πάλι να πυροβολούν, ίσως για να κερδίσουν καιρό και να ειδοποιήσουν με τον ασύρματο στην Πάτρα.
Τότε οι αντάρτες ορμούν, ενώ ο Γεράσιμος Παΐζης ή Καζάκος, από το Κιόνι, ρίχνει τη χειροβομβίδα πάνω στο σκάφος. Αυτοστιγμεί όλα σταμάτησαν. Ο Γιώργος Κουτσουβέλης (Κοντυλάτος) λέει: Με φωνές «αέρα» ριχτήκαμε στο καράβι. Μαζί ήταν κι άλλοι Ιθακήσιοι, Πάνος Αρταβάνης, Αντώνης Τσιντήλας, Νίκος Μωραΐτης, Αγαμέμνων Γαλάτης κι ακολουθούσαν πίσω καμιά εικοσαριά Κιονιώτες, μπροστά ο Μπιδόλος (Γεράσιμος Μωραΐτης) έχοντας για όπλο ένα… καρεκλοπόδαρο και πίσω παιδιά μέχρι και δέκα χρονών.
Ο Γιώργης Κουτσουβέλης μπήκε μέσα στο καράβι και βρήκε το Γερμανό λοχαγό τραυματισμένο στη δεξιά ωμοπλάτη. Αφησε το Γερμανό στο Γεράσιμο Μωραΐτη και κατέβηκε στο καράβι, για να το ετοιμάσουν για να φύγει. Κατεβαίνοντας, δίπλα από την καρβουναποθήκη, βλέπει να περισσεύουν κάτι άρβυλα και σκύβει για να τα πάρει. Και τότε πετιέται τρέμοντας μέσ” απ” τα κάρβουνα ένας Ιταλός με τα χέρια ψηλά, λέγοντας «Μπόνο αντάρτο παρτιζάνο κομουνίστα αν κε μίο Φρατέλο παρτιζάνο ιν Ιτάλια». Οι αντάρτες, μαζέψανε το πλήρωμα, στείλανε τους Γερμανούς με συνοδεία στο Κιόνι και αναχωρήσανε. Καπετάνιος ήταν ένας χοντρός Ιταλός. Με σφυριξιές και κωδωνοκρουσίες μπήκε στο Κιόνι το καράβι. Είκοσι περίπου Ιταλοί ήταν σ” αυτό. Έτσι  το ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ, μπήκε στο Κιόνι πανηγυρικά κι έτυχε ανάλογης υποδοχής από τους Κιονιώτες. Ως εκεί όλα καλά. Τότε, οι γνώμες των ανταρτών διχάστηκαν. Οι μισοί θέλανε να πλεύσει το σκάφος κατά τη Δυτική Στερεά και συγκεκριμένα στον Αστακό, που σύμφωνα με πληροφορίες οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί από εκεί. Κι οι άλλοι μισοί θέλανε το σκάφος να οδηγηθεί στο Βαθύ, μαζί με το ΕΛΑΝίτικο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Στο γερμανικό σκάφος ανέβηκαν κι άλλοι, όπως ο Στάθης Παΐζης, γραμματέας του Τομεακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ και ο Λευτέρης Ελευθεράτος – νεαροί ΕΠΟΝίτες. Πάνω στο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ήταν ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης από το Κιόνι, υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού, καθώς κι ο Τάτσης Κουτσουβέλης (Μαζαράκης) από το Βαθύ, που μόλις το πρωί εκείνης της μέρας είχε φτάσει από τη Λευκάδα, όπου βρισκόταν εκεί κρατούμενος από τους ταγματασφαλίτες. Βέβαια, καθώς προείπαμε, οι Γερμανοί είχαν ειδοποιήσει στην Πάτρα την ώρα με τη σύγκρουση, για τούτο και στείλανε από κει δυο κανονιοφόρους, για έρευνα του περιστατικού και τα παρεπόμενα. Χωρίς να καταφεύγουμε σε περιττές λεπτομέρειες, ψάχνοντας οι κανονιοφόροι βρίσκουν τα δυο καράβια, ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μεταξύ Αγίου Ανδρέα και Χοντρηπούντας. Κι εκεί άρχισαν να βάλλουν εναντίον τους. Όσοι πρόλαβαν έπεσαν στη θάλασσα. Βέβαια κι αυτούς, οι Γερμανοί σκληροί και ανελέητοι τους πυροβολούσαν, τα δε καράβια τα βουλιάξανε. Όσοι σωθήκανε, φύγανε μέσ” απ” τους λόγγους στο βουνό κι έφτασαν καμιά φορά μουσκεμένοι και ξεπαγιασμένοι στην Καθαριώτισσα, όπου ο ηγούμενος Ιερόθεος Καλλίνικος, τους περιέθαλψε ανάλογα, όπως έκανε πάντα με τ” αντάρτικο, στην όποια φάση του. Από τη δύναμη ΕΛΑΣ – ΕΛΑΝ χάθηκαν δύο, ο Βασίλης Παπαφώτης απ” τον Πρόδρομο Ξηρομέρου και ο Γιώργης Τριλίβας (Ναός) από το Βαθύ. Από τους Ιταλούς -τα 17 μέλη- κανένας δε σώθηκε, πήγαν ως φαίνεται με το πλοίο.
Την άλλη μέρα τα γερμανικά βομβάρδισαν σε αντίποινα Φρίκιες και Κιόνι, αλλά ο κόσμος είχε απομακρυνθεί έγκαιρα κι έτσι δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Στα παλιά σπίτια, υπάρχουν ακόμα στους τοίχους ίχνη από το βομβαρδισμό, για να θυμίζουν τον «πολιτισμό» που γύρευε το Τρίτο Ράιχ ν' απλώσει στη γη.
Στα νεότερα χρόνια, στο βράχο απ” όπου κατέβηκαν οι Κιονιώτες για το παράτολμο αυτό εγχείρημα που περιγράψαμε, η ΠΕΑΕΑ Ιθάκης εντοίχισε μια μαρμάρινη πλάκα, που πάνω της ο Κώστας Κολυβάς -παλιός αντάρτης- έδωσε κι έγραψαν τα εξής:
«…Από το βράχο αυτό στις 13.9.44 αντάρτες του ΕΛΑΣ – ΕΛΑΝ όρμησαν με αυτοθυσία κατά του ναζιστικού καραβιού ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ και το κατέλαβαν γράφοντας έτσι μια ακόμα σελίδα δόξας στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης κατά του φασισμού.
Σε αυτό το λιμανάκι έγινε η κατάληψη του γερμανικού πλοίου που βρίσκονταν αραγμένο στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας κοντά στον γκρεμισμένο σήμερα μύλο. 

Το νοσοκομείο του ΔΣΕ στην Πρέσπα - του Γ. Κολιόπουλου

Το 2002, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας προκήρυξε και ανέθεσε σε ομάδα μελετητών, την Διαγνωστική μελέτη για την ανάδειξη και αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς στην περιοχής των Πρεσπών. Η έρευνα έγινε σε όλη την περιβάλλουσα τις λίμνες μικρή και μεγάλη Πρέσπα περιοχή και περιελάμβανε παραλίμνια τμήματα της FYROM και της Αλβανίας.

Η μελέτη ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε το 2004. Στα πλαίσια αυτής της μελέτης για την αποτύπωση του πολιτιστικού αποθέματος, έγινε και η πρώτη καταγραφή και ιστορική έρευνα σε δύο χώρους που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι χώροι αυτοί, το σπήλαιο του νοσοκομείου (ή Σπηλιά του Κόκκαλη…) και η σπηλιά του Ζαχαριάδη, ήταν ελάχιστα γνωστοί και μόνον στους κατοίκους της περιοχής ή σε ελάχιστους φιλέρευνους ιστοριοδίφες και φυσιολάτρες. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά της «σπηλιάς του νοσοκομείου» και η γοητεία του ίδιου του χώρου και της εξέλιξής του, μας οδήγησαν στην πληρέστερη έρευνα και την ακριβέστερη ιστορική αποτύπωση της κατασκευής και λειτουργίας του από την άνοιξη έως το τέλος του εμφυλίου πολέμου, τον Αύγουστο του 1949.

Το 2007 ο Δήμος Πρεσπών, στα πλαίσια του προγράμματος Interreg της Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας, προχώρησε στην εκπόνηση της μελέτης με τίτλο: «Δημιουργία πολιτιστικής διαδρομής και ανάδειξης των μνημείων του Δ. Πρεσπών» που μεταξύ άλλων, προέβλεπε την οργάνωση του εσωτερικού του σπηλαίου σε επισκέψιμο, εύκολα προσβάσιμο και αντιληπτό χώρο, σε σχέση με την ιστορική σημασία του.

Η υλοποίηση των προβλεπόμενων έργων ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2008 και με αφορμή τα παραπάνω, ο Δήμος Πρεσπών οργάνωσε τον περασμένο Νοέμβρη διήμερο επιστημονικό συνέδριο με τίτλο: «Ο Εμφύλιος στην Πρέσπα», όπου στα πλαίσια των εργασιών του, παρουσιάστηκε και η ιστορική έρευνα για την κατασκευή αυτού του σημαντικού έργου, του Νοσοκομείου του ΔΣΕ στην Πρέσπα.


Όταν τον Σεπτέμβρη του 1948 ο μηχανισμός της ηγεσίας του Δ.Σ.Ε. μετακινήθηκε στην «Άφρικα» -στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες μεγάλη και μικρή Πρέσπα και τα Αλβανικά σύνορα- και συγκεκριμένα στην Πύλη, στα σπίτια του χωριού εγκαταστάθηκαν οι υπηρεσίες της Προσωρινής Κυβέρνησης ενώ σε κοντινή προφυλαγμένη ρεματιά και σε υπερκείμενο δασοσκεπές υψίπεδο σε απόσταση 2 χιλιομέτρων αναπτύχθηκαν οι εγκαταστάσεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Αυτές περιλάμβαναν διάφορες υπηρεσίες: αποθήκες, σταθμό ασυρμάτου, το τυπογραφείο των εκδόσεων του ΔΣΕ, τα επιτελικά γραφεία, χώρους στρατωνισμού της μονάδας ασφαλείας του Γενικού Αρχηγείου και τα γραφεία των ηγετικών στελεχών.
Με την κρατούσα και επιτυχή κατασκευαστική πρακτική (ταχύτατη και ασφαλής κατασκευή, χρήση επιτόπιων υλικών, απόλυτη ενσωμάτωση στο περιβάλλον – άρα και απόκρυψη ), οι χώροι αυτοί γίνονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους υπόσκαφοι και κατά ένα μικρό υπέργειοι, με ξύλινα χωρίσματα και στέγη από επάλληλες σειρές κορμών δένδρων και συμπλήρωμα των μεταξύ κενών με υγρό χώμα και φύλλα. Τη στέγη τους, που κρύβονταν από το πυκνό, συνήθως, φύλλωμα των δένδρων επικάλυπταν με κλαδιά, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης απόκρυψή τους από αέρος… Με αυτόν τον τρόπο κατασκευάστηκαν στη διάρκεια αυτού του πολέμου, από αμπριά και αποθήκες μέχρι και χώροι συνάθροισης εκατοντάδων μαχητών.
Ιδιαίτερης όμως σημασίας ήταν η κατασκευή εντυπωσιακών σε μέγεθος και οργανωτική πληρότητα υγειονομικών εγκαταστάσεων, όπως ορεινά χειρουργεία και νοσοκομεία δυναμικότητας χιλίων και πλέον κλινών, όπως το νοσοκομείο στο Λιανοτόπι του Γράμμου.
Δεν θα επεκταθούμε περιγράφοντας τις αρχιτεκτονικές και λειτουργικές αρετές αυτών των κατασκευών, που συνήθως εξυπηρετούσαν προσωρινές ανάγκες στέγασης ή οχύρωσης. Θα μείνουμε στην περιγραφή ενός άλλου, μοναδικού και σπουδαίου τεχνικού έργου του ΔΣΕ, του καθ” υπερβολήν σήμερα λεγόμενου Νοσοκομείου των Ανταρτών, κοντά στον ερειπιώνα του παραλίμνιου οικισμού του Αγκαθωτού. Πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο που οργανώθηκε σε ένα εν πολλοίς τεχνητό σπήλαιο και που λειτούργησε τους τελευταίους μήνες της εμφύλιας σύρραξης ως χώρος υγειονομικής περίθαλψης τραυματισμένων μαχητών του ΔΣΕ. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Σεπτέμβρης του 1948 και οι συχνές αεροπορικές προσβολές αναγκάζουν την ηγεσία του Υγειονομικού του ΔΣΕ -αρχίατρος Νώντας Σακελλαρίου- να μεταφέρει το νοσοκομείο που λειτουργούσε στο σχολείο του χωριού Ψαράδες, αρχικά στα σπίτια του χωριού Πυξός και λίγο αργότερα -καθώς οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται αδιάκοπα- σε σπίτια στο Βροντερό.
Η ημερήσια όμως πρακτική της μετακίνησης των τραυματιών στη διάρκεια των συναγερμών στη δασωμένη πλαγιά απαιτούσε αφ’ ενός πολλούς τραυματιοφορείς, αφ’ ετέρου προκαλούσε επικίνδυνη κακουχία και καταπόνηση στους τραυματίες.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο Ν. Σακελλαρίου με οδηγό τον Στ. Πιτιανούδη εντοπίζουν σε μικρή απόσταση από το δρόμο προς το Αγκαθωτό και σε μια πτύχωση του βράχου μπροστά σε μια μικρή χαράδρα, μια καλοσχηματισμένη σπηλιά με είσοδο που μισοκρύβεται από μια κορομηλιά.
Η σπηλιά βρίσκεται κατ’ αρχήν σε ιδεώδες σημείο ως προς την πολύτιμη αντιαεροπορική κάλυψη αφού προσβάλλεται με ρουκέτες μόνο μέσω Αλβανίας, ενώ από τις βόμβες προστατεύεται από τις υπερκείμενες βραχώδεις υπώρειες του όρους Βροντερού, ύψους τουλάχιστον 100 μέτρων.
Αυτό που βλέπει τότε ο αρχίατρος Σακελλαρίου, είναι ότι η σπηλιά έχει ένα σπηλαιοθάλαμο εμβαδού περίπου 70 τ.μ. με ύψος γύρω στα 3,5 μ., ότι προσεγγίζεται σχετικά εύκολα, και ότι το πέτρωμα των βράχων είναι ασβεστολιθικό, άρα σχετικά μαλακό και εύθρυπτο. Έτσι, με απόφαση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ύστερα από πρόταση του Σακελλαρίου, επιλέγεται η σπηλιά να αποτελέσει την «μόνιμη» εγκατάσταση του νοσοκομείου, αφού εξασφαλίζει κατ’ αρχήν ασφάλεια και σχετικά καλή προσβασιμότητα.
Στην αρχή της άνοιξης του 1949, εγκαθίσταται στο σπήλαιο εργοτάξιο της διοίκησης Μηχανικού του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Ν. Βυθούλκα, αξιωματικό με σπουδές πολιτικού μηχανικού και με εντατικούς ρυθμούς ξεκινούν εργασίες διάνοιξης του υφισταμένου σπηλαιοθαλάμου με μικροανατινάξεις και σκαπτικές-εξορυκτικές εργασίες «…όπως στα ορυχεία…». 


·         Η «μελέτη του έργου», όπως αναγνωρίζεται σήμερα, προέβλεπε τους εξής άξονες ενεργειών:
Την δημιουργία όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ωφέλιμης επιφάνειας μέσα στα σπλάγχνα του βουνού αλλά με εξασφάλιση από ενδεχόμενες καταπτώσεις.

Την διαμόρφωση της μεγαλύτερης δυνατής επιφάνειας για νοσηλευτική χρήση.

Την εξασφάλιση συνθηκών επαρκούς αερισμού και εύκολης κυκλοφορίας μέσα στο χώρο.

Την ταχύτατη υλοποίηση του έργου, υπό την αφόρητη πίεση εχθρικών ενεργειών, έλλειψης μέσων και υλικών.

Για την υποστύλωση επικίνδυνων για κατάπτωση βράχων, χρησιμοποιούνται κορμοί κέδρων διαμέτρου 25-35 εκ. Για τον ίδιο λόγο και για την στατική εξασφάλιση του συνολικού θόλου του σπηλαίου, με την ιδιοφυή σύλληψη της ιδέας των «κιόνων» διαμορφώνονται και οι δύο τεράστιες βραχοκολώνες! Δημιουργήθηκαν έτσι τέσσερις σπηλαιοθάλαμοι σε τρία επίπεδα με συνολικό μήκος σπηλαίου τα 30 περίπου μ. και εμβαδόν της τάξης των 200 τ.μ., και με υψομετρική διαφορά εισόδου με το εσώτερο σημείο τα 12 μ.
Στον χώρο που προέκυψε, τοποθετούνται σφηνωτά στο δάπεδο και την οροφή του σπηλαίου, κατακόρυφοι κορμοί μικρότερης διαμέτρου που διαμορφώνουν και το «σχέδιο», την «κάτοψ»’ δηλαδή, όπου θα στηθεί η ωφέλιμη επιφάνεια των παταριών αλλά και οι διάδρομοι κυκλοφορίας, οι προσβάσεις και σκάλες για τα επίπεδα που δημιουργούνται. Όλα αυτά γίνονται με ασύλληπτους ρυθμούς για τα σημερινά δεδομένα οργάνωσης εργοταξίου.
Κατασκευάζεται κατόπιν ένα ιδιότυπο είδος παταριών και τελάρων με ορθοστάτες και οριζόντια δοκάρια από κλαδιά, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με σιδερένια πιόσχημα (σχήματος Π) σφυρήλατα καρφιά («κάντζες») και επιστρώνονται με σανίδια τα οποία προέρχονται από τις άδειες κάσες των πυρομαχικών και πάνω τους τοποθετούνται πρόχειρα αχυροστρώματα.

Με το τέλος των εργασιών διαμόρφωσης του εσωτερικού, κατασκευάζεται και μία σχετικά ευρύχωρη ξύλινη πλατφόρμα σε πρόβολο, με εμβαδόν περί τα 60 τ.μ., που αποτέλεσε ένα είδος αυλής, χώρου υποδοχής και εξωτερικών ιατρείων – αν επιτρέπεται ο παραλληλισμός με τους σημερινούς γνωστούς όρους. Σε μια ξερολιθιά μήκους 7-8 μ. στο φρύδι της προκείμενης χαράδρας που αποτέλεσε το βάθρο μια σειρά κορμών ύψους 3,5 μ. (σώζεται μέχρι σήμερα ένας από αυτούς στο βάθος της κοίτης του χειμάρρου) στήριζε τον σκελετό της πλατφόρμας που πετσώθηκε με χοντρά σανίδια-μαδέρια που φτιάχνονταν επιτόπου με τη χρήση υλοτομικού πριονιού στη θέση ενός μικρού καταβαθμού του χειμάρρου από κορμούς κέδρων που μεταφέρονταν από τα γύρω δάση με μουλάρια.
Με τέτοιο τρόπο κατασκευάστηκαν πάνω στην πλατφόρμα οι 3 παράγκες των γιατρών, διαστάσεων 2Χ2Χ2 μ. Την όλη εγκατάσταση συμπλήρωναν οι χώροι υγιεινής, δηλαδή το αποχωρητήριο που αποχέτευε κατ’ ευθείαν στη χαράδρα και ένα υποτυπώδες λουτρό με χρήση βαρελιού.
Έχει σημασία να διευκρινισθεί ότι όλη αυτή η εγκατάσταση, από το στόμιο της σπηλιάς, που έκλεινε με ένα ξύλινο πλαίσιο και όλη η πλατφόρμα μπροστά με τα παραπήγματα, παραλλάσσονταν με κλαδιά και φρέσκα φυλλώματα για την απαραίτητη απόκρυψη, το καμουφλάζ.
Το περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο, περαιώθηκε εντός μηνός, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αντώνη Βρατσάνου στον γράφοντα. Ακόμη και για τα σύγχρονα δεδομένα και μέσα, τέτοιοι χρόνοι ολοκλήρωσης τέτοιων έργων είναι ασύλληπτοι, ανέφικτοι και εξωπραγματικοί…
Μετά την εγκατάσταση των τραυματιών και του προσωπικού, διαπιστώθηκαν και οι πρώτες αδυναμίες στη λειτουργία του νοσοκομείου: στα ψηλά πατάρια δεν υπήρχε επαρκής αερισμός με αποτέλεσμα να παρατηρούνται λιποθυμίες. Εκεί, σύμφωνα με την μαρτυρία της Κατίνας Λατίφη, αγωνίστριας του ΔΣΕ, εγκαταστάθηκαν οι νοσοκόμες.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι δεν ήταν δυνατή η διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων διότι ο διαθέσιμος και προβλεπόμενος χώρος αριστερά στον εισερχόμενο, δεν παρείχε συνθήκες ασηψίας, επαρκούς φωτισμού (παρά το ότι υπήρχε εγκατάσταση φωτισμού με δύο ηλεκτρογεννήτριες), αερισμού και απομόνωσης. Αναζητήθηκε γειτονικός χώρος σε παρακείμενη μικρή σπηλιά η οποία όμως δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να γίνονται μόνον μικροεπεμβάσεις και αλλαγές επιδέσεων στα τραύματα των μαχητών που νοσηλεύονταν εκεί, ενώ οι βαριά τραυματισμένοι αντάρτες συνέχισαν να μεταφέρονταν σε οργανωμένα νοσοκομεία στην Αλβανία.
Η επιμελητηριακή υποστήριξη του «νοσοκομείου», γινόταν από το χωριό Βροντερό, ενώ κατά κανόνα η μεταγωγή των τραυματιών από τα πεδία των επιχειρήσεων γίνονταν είτε με βάρκα από την Μικρολίμνη, πράγμα επικίνδυνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, διότι οι βάρκες ήταν ιδεώδεις στόχοι για αεροπορικούς πολυβολισμούς, και στη συνέχεια με φορείο μέσα από τη χαράδρα ή οδικώς από Λαιμό-Βροντερό.
Το παραπάνω περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο λειτούργησε μέχρι τα μέσα Αυγούστου 1949. Όταν εγκαταλείφθηκε από τον ΔΣΕ, μετά την ήττα, διατηρήθηκε ανέπαφο σχεδόν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σύμφωνα με αρκετές διασταυρωμένες μαρτυρίες, οπότε έπαυσε να αποτελεί ο χώρος αυστηρά φυλασσόμενη στρατιωτική ζώνη… Τότε αρχίζει η χρησιμοθηρία των υλικών με οικοδομική αξία από τους κατοίκους της περιοχής και επέρχεται η καταστροφή του χώρου, που ολοκληρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την αθρόα είσοδο Αλβανών λαθρομεταναστών που έβρισκαν φιλόξενο καταφύγιο στη σπηλιά και αρκετή ξυλεία για φωτιά.
Σήμερα, σώζονται υπολείμματα της εσωτερικής οργάνωσης του νοσοκομείου. Η αναγνώριση και ιστορική αποτύπωση του μνημείου έγινε με την βοήθεια και τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων, που βοήθησαν στην σχεδιαστική αναπαράσταση του χώρου, ώστε να αποδοθεί κατά το δυνατόν πιστά. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε φωτογραφικές αποτυπώσεις του έργου, έστω και έμμεσες, διότι από μαρτυρίες προκύπτουν πληροφορίες για φωτογραφήσεις που έγιναν στο χώρο σε στιγμές ανάπαυλας και χαλάρωσης.
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας για αυτό το μνημειώδες τεχνικό έργο, θεωρούμε ότι θα έπρεπε να διδάσκεται σαν παράδειγμα στο μάθημα της διαχείρισης εργοταξίου στα τμήματα πολιτικών μηχανικών των Πολυτεχνικών σχολών των Πανεπιστημίων μας…
Το απόσπασμα ημερολογίου που ακολουθεί είναι γραμμένο από τον γιατρό Κωνσταντίνο Χ. που βρέθηκε στο Βίτσι που πήρε μέρος στις επιχειρήσεις, σαν στρατιωτικός γιατρός του εθνικού στρατού και αποδίδει με δυο λέξεις το πλήρες νόημα της παραπάνω περιγραφής. 
Το ημερολόγιο, αδημοσίευτο, επιγράφεται από τον ίδιο «Ημερολόγιο Επιχειρήσεων 30/7/1949 – 25/9/1949».
«10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. ΗΜΕΡΑ: Χ, ΩΡΑ: 0 (έτσι το λέν). Πριν φέξει ο ήλιος το κανονίδι άρχισε: Το «85» δεν ξεχωρίζει γής. Μόνο μια σκόνη, μια φλόγα, μια κόλαση. Αεροπορία και άλλα βαριά όπλα άρχισαν. Οι «κένταυροι», τάνκς για ορεινές, σχετικά ομαλές πλευρές, έρπουν σαν αράχνες και βάζουν «ευθεία βολή» στις θυρίδες των αντάρτικων πολυβολείων. Και τι πολυβολείων! Ατράνταχτα έργα μόχθου και τέχνης. Που τα δικά μας τα καημένα…ακουμπάς επάνω τους να ξεκουραστείς και γκρεμίζονται…».


Το άνοιγμα της σπηλιάς όπως φαίνεται σήμερα 

Τμήμα του εσωτερικού της σπηλιάς

Σχεδιαγράμματα του νοσοκομείου του Γ. Κολιόπουλου


Εσωτερικό 1

Εσωτερικό 2

Εσωτερικό 3

Εξωτερικό