"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Άγνωστες ταφές μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ και ανταρτών των ΟΕΚΑ


 Αιτωλοακαρνανία


Παλιό Βούστρι: Οι τάφοι των αγωνιστών, Φώτη και Γεωργίου Πουρνάρα, του ΕΛΑΣ που δολοφονήθηκαν στις 17/07/1945, ως μέλη Ομάδας Ενόπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών (ΟΕΚΑ).



Ο τάφος στο Παλιό Βούστρι

Τρύφος: Οι διωκόμενοι αγωνιστές του τοπικού ΕΛΑΣ κινούνταν στην ορεινή περιοχή Βουστρίου- Τρύφου ήδη από τις αρχές του 1945 προσπαθώντας να διαφύγουν των ενόπλων συμμοριών του παρακράτους και υποστηριζόμενοι από οικογένειες των παραπάνω χωριών. Η ΟΕΚΑ Γεροδήμου απαρτίζονταν από τους: Βασίλης Τσέλιος (Γεροδήμος) αρχηγός ΕΛΑΣ Στερεάς, Νίκος Κομπλίτσης (Χελμός) υπαρχηγός ΕΛΑΣ Ξηρομέρου, Τάκης Γκαραβέλος καπετάνιος λόχου ΕΛΑΣ, Κώστας Τζακώστας καπετάνιος ΕΛΑΣ, Σπύρος Κομπλίτσης καπετάνιος ΕΛΑΣ, Γκαραβέλος Πάνος υπαξιωματικός της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ και μέλος του ΚΚΕ , Φώτης Τζακώστας στέλεχος του ΚΚΕ, Κώστας Σαμαράς ΕΛΑΣίτης, Κώστας Μαρκαντώνης σαμποτέρ του ΕΛΑΣ, Χριστόφορος Θεοχάρης νομαρχιακό στέλεχος της ΕΠΟΝ, Σωκράτης Τσελεπής ΕΛΑΣίτης, Γιάννης Κατσιφός πολιτοφύλακας, Χρήστος Γκούμας πολιτοφύλακας, Τσίντζος Στάθης μέλος του ΚΚΕ, Χριστόφορος Κομπλίτσης πολιτοφύλακας, Βασίλης Παπαγιάννης στέλεχος του ΚΚΕ και ο Αριστείδης Θεοχάρης στέλεχος του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ.

Toν Μάιο του 1945, η ομάδα Γεροδήμου συγκρούστηκε με κλιμάκιο της Χωροφυλακής και τους παρακρατικούς του Λούντζη στην ευρύτερη περιοχή του Βουστρίου μετά από καταγγελία του χωρικού Νικάκη. Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρή με τους αντάρτες να στερούνται πυρομαχικών και να βρίσκονται σε κλοιό περικύκλωσης. Το αποτέλεσμα ήταν η ολοκληρωτική διάλυση της ομάδας Γεροδήμου και ο θάνατος των αγωνιστών της. Τα κεφάλια των αγωνιστών αποκόπηκαν με μαχαίρια και σουγιάδες από τους διώκτες τους και εξετέθησαν σε τορβά στο χωριό Κατούνα. Τα σώματά τους ανευρέθηκαν από τοπικό βοσκό και τάφηκαν σε περιοχή που όπως ο Αριστείδης Θεοχάρης αναφέρει στο βιβλίο του  Με το Δημοκρατικό Στρατό στην Στερεά Ελλάδα εκδ. Σύγχρονη Εποχή, φέρει ακόμα το όνομα «στου Τσέλιου». 



Η θέση "Στου Τσέλιου"


Πατιόπουλο: Στη θέση που ονομάζεται σήμερα «στου πεθαμένου» ή «λάκκα του πεθαμένου», το καλοκαίρι του 1949, οι κάτοικοι του χωριού βρήκαν το σώμα νεκρού αντάρτη του ΔΣΕ. Ομοίως, στη θέση «λιβάδι Πατιόπουλου», βρέθηκε και εκεί νεκρός αντάρτης, το ίδιο καλοκαίρι. Οι δύο είναι θαμμένοι από τους κατοίκους, στην Παναγία, στα λιβάδια Πατιόπουλου. Άλλος νεκρός αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού βρέθηκε στην περιοχή «Σβάρνα» και τάφηκε από τους κατοίκους του χωριού, στην Αγία Σωτήρα. 

Σακαρέτσι: Μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, που πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε πολυβολητής βρέθηκε το 1949, νεκρός στο βουνό Πρατίνα, μετά το Σακαρέτσι, στα βορειο-ανατολικά του Πατιόπουλου. Τάφηκε επί τόπου. 



Οι δύο τάφοι στην Παναγία στα λιβάδια Πατιόπουλου. Πηγή: Αλέξανδρος Ζήκας.


Ιερά Μονή Κατερινούς στη Γαβαλού: Στον περίβολο της εκκλησίας είναι θαμμένοι τουλάχιστον δύο μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, εκ των οποίων ο ένας ονομαζόταν Χρήστος Κατσιγιάννης και ο άλλος Δασκαλάκης.  


Ιωάννινα


Θεριακήσι: Το Μάρτιο του 1947, μαχήτρια του ΔΣΕ έφθασε τραυματισμένη σε τοποθεσία απέναντι από το χωριό Θεριακήσι. Είχε τραυματιστεί στις μάχες στην Τούρκα. Οι κάτοικοι του χωριού την άκουγαν δύο βράδια να ψυχορραγεί, αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Τη βρήκαν νεκρή δύο ημέρες αργότερα, στην περιοχή που ως σήμερα λέγεται «συναγωνίστρια». Έχει ταφεί είτε στο σημείο αυτό, είτε στο νεκροταφείο του χωριού.  

Αργολίδα


Ναύπλιο: Ομαδικοί τάφοι εκτελεσθέντων από τις φυλακές της Ακροναυπλίας, στον ανατολικό τοίχο του πρώτου νεκροταφείου. 

Αρκαδία


Τρίπολη: Ομαδικοί τάφοι εκτελεσθέντων στη μάντρα του Αγίου Αθανασίου, εκεί που κάποτε στηνόταν η καρμανιόλα. 

Άστρος: Ομαδικοί τάφοι από τις δύο μάχες του ΔΣΕ Πελοποννήσου στην πόλη. Οι ταφές βρίσκονται σε ένα χέρσο χωράφι, που ονομάζεται ως σήμερα «πεθαμένοι», έξω από το νεκροταφείο «Μεσόγειο» της πόλης. 


Θεσσαλία


Περιοχή Πατωμένης Λάρισας: Υπήρξε χώρος των Εμπέδων και νοσοκομείο της 123ης Ταξιαρχίας, της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Τάφηκαν εκεί εκπαιδευόμενοι μαχητές που σκοτώθηκαν σε αεροπορικές επιδρομές, το 1948, καθώς 2 εκτελεσμένοι λιποτάκτες. 

Αϊ-Γιάννης Πατωμένης Λάρισας: Στον περίβολο της εκκλησίας υπήρχαν έως το 1948, τουλάχιστον 3-4 ταφές νεκρών του ΔΣΕ, πιθανώς από το παρακείμενο νοσοκομείο της 123ης Ταξιαρχίας της 1ης Μεραρχίας. 








70 χρόνια από τη δολοφονία του πατέρα μου, γιατρού και αγωνιστή, Γεώργιου Νατιώτη (Πάγκαλου)

 

Το παρακάτω κείμενο, εστάλη από τον Παναγιώτη Νατιώτη, για την επέτειο της δολοφονίας του πατέρα του. Το δημοσιεύουμε όπως ακριβώς μας δόθηκε


Σαν σήµερα, παραµονή της Παναγίας, το 1946, δολοφονήθηκε άνανδρα ο πατέρας µου, Νατιώτης-Πάγκαλος Γεώργιος από πληρωµένους δολοφόνους. Το παράπονό µου είναι ότι ένας τόσο άξιος και λαοφιλής άνθρωπος του καιρού του περιέπεσε στη µεταθανάτια αφάνεια και, παρότι η ιστορία του είναι γνωστή ακόµα και σε ανθρώπους που δεν τον γνώρισαν προσωπικά, πουθενά δεν αναγράφεται ότι δολοφονήθηκε. Εβδοµήντα χρόνια µετά, σκοπός των λιγοστών αυτών γραµµών είναι η αποκατάσταση της ιστορικής µνήµης του, καθώς η ιστορία δεν πρέπει να αλλοιώνεται ούτε να λησµονιέται. Ο Γεώργιος Νατιώτης (Πάγκαλος), γιος του Θεοδώρου από το Φοινίκι και της Αναστασίας, το γένος Γ. Σταθάκη, από τον Ασωπό, γεννήθηκε το 1904 στο Φοινίκι του νοµού Λακωνίας. Αποφοίτησε από το γυµνάσιο των Μολάων και από το σχολαρχείο του Γυθείου, αριστούχος στα µαθήµατα και µε διακρίσεις στον αθλητισµό και συγκεκριµένα στο αγώνισµα του δρόµου των 100 µέτρων. Στη συνέχεια, φοίτησε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, απ’ όπου και αποφοίτησε, το 1930, µε ειδικότητα παθολόγου-µαιευτήρα, δείχνοντας ιδιαίτερη επιµέλεια, στοιχείο που τον χαρακτήριζε καθ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η επιµέλειά του αυτή του επέτρεψε να εκπληρώσει, παράλληλα µε την πανεπιστηµιακή του φοίτηση, τη στρατιωτική του θητεία στο Ναύπλιο. Αφού πήρε το δίπλωµά του, διατηρούσε ιατρείο στα Παπαδιάνικα, όπου και κατοικούσε. Δύο χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε την κόρη του ιερέα και δηµοδιδασκάλου Παναγιώτη Γεωργαρά, Ελένη, από τον Άγιο Δηµήτριο Μονεµβάσιας, και εγκαταστάθηκαν στον Ασωπό (τότε κοινότητα Κοντεβιανίκων). Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Νικόλαο το 1932, τον Παναγιώτη (εµένα) το 1936 και την Αναστασία το 1940, τα οποία γεννήθηκαν στον Ασωπό. 

 Από την εγκατάστασή του στον Ασωπό αφιερώθηκε στην καλλιέργεια της επιστήµης του και στην προσφορά προς τους συνανθρώπους του. Είναι γνωστό ότι δεν δίσταζε να επισκέπτεται ασθενείς σε όλη την επαρχία Επιδαύρου-Λιµηράς, ακόµα και στα πιο αποµακρυσµένα και ορεινά χωριά της περιοχής, ενώ συνέδραµε οικονοµικά τους πιο άπορους από αυτούς προκειµένου να εξασφαλίζουν την απαραίτητη φαρµακευτική περίθαλψη. Ακλόνητος στην αρωγή προς τους συνανθρώπους του, χρησιµοποιούσε ολόψυχα κάθε δυνατό µέσο για την εκπλήρωση του ιατρικού του καθήκοντος. Συγκεκριµένα, µε το δικό του ιδιωτικό αυτοκίνητο και τα δικά του έξοδα µετέφερε ασθενείς αρκετές φορές, χρήζοντες άµεσης νοσοκοµειακής περίθαλψης, στη Σπάρτη, ενώ χάρη στην υψηλή του κατάρτιση και τη χαρισµατική του προσωπικότητα πρωτοπορούσε πραγµατοποιώντας µόνος του τις βασικές µικροβιολογικές εξετάσεις στους ασθενείς, σηµειώνοντας πολλές επιτυχίες στις διαγνώσεις του. Στα παιδιά των σχολείων της περιοχής έκανε τα απαραίτητα εµβόλια, δίνοντάς τους πολύτιµες συµβουλές για την υγιεινή τους, τις οποίες αντλούσε από την παρακολούθηση συνεδρίων παιδιατρικής στην οποία προέβαινε κατά τις επανειληµµένες επισκέψεις του στην Αθήνα. 

 Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι έφτασε στο σηµείο να δίνει ο ίδιος από το αίµα του στους ασθενείς που το είχαν ανάγκη, αφού διέθετε την οµάδα αίµατος που είναι συµβατή µε όλες τις υπόλοιπες. Διασώζονται µέχρι σήµερα και έχω στην κατοχή µου τα βιβλία των ασθενών του κατά την περίοδο 1930-1946, µε αναλυτικές πληροφορίες εξατοµικευµένα για κάθε ασθενή.

Χαρακτηριστικό δείγµα της προαναφερθείσας αφοσίωσής του αποτελεί το ακόλουθο περιστατικό: Συναισθανόµενος το χρέος απέναντι στον άνθρωπο που ανέλαβε τα έξοδα για τις σπουδές του, τον θείο του Νικόλαο Νατιώτη, µόνιµο κάτοικο Αµερικής, όταν πληροφορήθηκε από τρίτους ότι ο τελευταίος ασθένησε µε εγκεφαλικό και ηµιπληγία το 1938 και νοσηλευόταν σε νοσοκοµείο χωρίς κανενός τη συµπαράσταση (καθότι ανύπαντρος), έσπευσε όταν το πληροφορήθηκε και απουσίασε για τρεις µήνες στην Αµερική για να του παρέχει την ιατρική του φροντίδα και τελικά να τον µεταφέρει πίσω στην Ελλάδα. Έκτοτε, ο ασθενής θείος κατέστη µέλος της οικογένειας του πατέρα µου και έτυχε ιδιαίτερης στοργικής φροντίδας και ανέσεων. Επιπλέον, κατά τα έτη 1940-1941, υπηρέτησε στο αλβανικό µέτωπο ως ανθυπίατρος. Για τις ηρωικές ανδραγαθίες του καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέµου, του απενεµήθη το µετάλλιο πολεµικού σταυρού γ’ τάξης και το σχετικό δίπλωµα µε την υπ’ αριθµό 314/46 διαταγή, καθώς και αναµνηστικό µετάλλιο 1940-41. Το µετάλλιο αυτό δεν έχω καταφέρει να το παραλάβω ακόµα, καθώς µου ζητούν να προσκοµίσω πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης όπου να αναγράφονται οι στρατολογικές µεταβολές.

Αλλά, µετά τη δολοφονία του, κατεχωρήθη, δολίως, ως ανυπότακτος πολέµου και αποβιώσας, κάτι που προσπαθώ ακόµη να διορθώσω χάριν της µνήµης του. Χαρακτηριστικά θυµάµαι την ακόλουθη διήγηση του φίλου του πατέρα µου, Χρήστου Δούκα, γιατρού στους Σιδηροδρόµους Ελληνικού Κράτους, µε τον οποίο πολέµησαν µαζί στην Αλβανία: Μου διηγήθηκε ότι, χρόνια µετά τη δολοφονία του πατέρα µου, ταξίδευε ο ίδιος µε τους σιδηροδρόµους και ανέφερε σε έναν βουλευτή της ΕΡΕ από τα µέρη µας, ο οποίος συνταξίδευε µαζί του, το όνοµα του πατέρα µου, τη γνωριµία και φιλία τους από την Αλβανία, καθώς και την εκτίµηση που του έτρεφε. Τότε ο βουλευτής του είπε: «Αν ζούσε σήµερα ο Νατιώτης, δεν θα είµαστε εµείς εδώ που είµαστε, τώρα» (εννοούσε τον εαυτό του στην κυβέρνηση).

Ο Γεώργιος Νατιώτης-Πάγκαλος υπήρξε ένα από τα πέντε ιδρυτικά στελέχη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) της επαρχίας Επιδαύρου-Λιµηράς και δραστηριοποιήθηκε στις τάξεις του από το Μάρτιο του 1942 µέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Στην οργάνωση αυτή, για την ηγετική του προσωπικότητα, του δώσανε το ψευδώνυµο «τσοπάνος». Τη δηµοκρατική του αυτή στράτευση έµελλε να την πληρώσει σύντοµα µετά την Κατοχή. Οι διώξεις εναντίον του ξεκίνησαν την άνοιξη του 1945, όταν συνελήφθη από έφιππους παρακρατικούς και φυλακίστηκε στην υπόγεια φυλακή του Ασωπού. Από εκεί µεταφέρθηκε στη Σπάρτη, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος δύο µέρες µετά. Ακολούθησε µία άνανδρη επιδροµή ταγµατασφαλιτών και γερµανόφιλων µε καλυµµένα πρόσωπα στο εξοχικό του σπίτι, ενώ εκείνος απουσίαζε, οι οποίοι έκλεψαν τη στρατιωτική στολή του και πήραν όµηρο τη σύζυγό του για να πιάσουν τον ίδιο. Την άφησαν µόνο µετά τις επίµονες παρακλήσεις του πατέρα της.

Το καλοκαίρι του 1945 στάλθηκε κάποια επιστολή στην Εθνοφυλακή Μολάων µε την εναντίον του κατηγορία ότι ήταν υπαίτιος για πολλά εγκλήµατα και ότι µιλά σε όλα τα χωριά υπέρ του κοµµουνισµού. Μετά από αυτό έφυγε για την Αθήνα, όπου δούλεψε στις παιδικές κατασκηνώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου γρήγορα έγινε πολύ αγαπητός στους µικρούς κατασκηνωτές. Επέστρεψε, όµως, στον Ασωπό τη Μεγάλη Παρασκευή του 1946, µετά από παρακλήσεις των συγχωριανών του, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν ειλικρινείς, ενώ δεν έλειπαν και οι δόλιες. Μια εβδοµάδα µετά το Πάσχα του 1946, ένα µπουλούκι αποθρασυµένων χιτών εισέβαλαν στο σπίτι του, ενώ γνώριζαν καλά ότι ο ίδιος έλειπε από το σπίτι για έναν τοκετό και θα διανυκτέρευε στου πεθερού του. Χτύπησαν τη σύζυγό του µε το κοντάκι του πιστολιού στο αυτί, δηµιουργώντας της µόνιµο πρόβληµα ακοής, µε σκοπό να προξενήσουν ζηµιές στο σπίτι (τζάµια, καθρέφτες, γυαλικά και εικονίσµατα) και να σκορπίσουν τον τρόπο, ενώ του κατέστρεψαν και δύο µικροσκόπια που είχε φέρει από την Αµερική, µπροστά στα τροµαγµένα µάτια ηµών των παιδιών και του ηµιπληγικού θείου µας. Κατόπιν όλων αυτών των ιταµών διώξεων, ο Γεώργιος Νατιώτης, οργισµένος αλλά και ανήσυχος για την ασφάλεια των οικείων του, αναγκάστηκε να µετεγκατασταθεί στο Φοινίκι, µετά τις επίµονες προσκλήσεις των φοινικιωτών, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι εκεί θα ήταν ασφαλής, υπόσχεση όχι απλώς ψεύτικη, αλλά και ύπουλη, εξυπηρετούσα απλώς τα καταχθόνια σχέδια εξόντωσής του στον τόπο όπου γεννήθηκε. 

Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο σπίτι του πατέρα του και χρησιµοποιούσε έναν µικρό επί του δρόµου χώρο ως ιατρείο. Γνωστοί του τού πρότειναν να τον φυγαδεύσουν, αλλά εκείνος, αταλάντευτος, απέρριψε κάθε σχετική πρόταση. Του φαινόταν µικροπρεπές να δειλιάσει, λέγοντας: «Αν µε θεωρούν επικίνδυνο, να µε σκοτώσουν». Οι δε ασθενείς, µαθαίνοντας την αλλαγή χωριού του θεράποντος ιατρού τους, τον επισκέπτονταν µαζικά, ακόµα και από µακρινά χωριά, στο προαναφερθέν, νέο του µικρό ιατρείο στο Φοινίκι. Εκεί, έµελλε να παιχτεί το τελευταίο επεισόδιο του άδικου, απηνούς κυνηγιού του δηµοκράτη αγωνιστή από τους παρακρατικούς κατσαπλιάδες. Δεκαπέντε µέρες πριν από τη δολοφονία του, τον επισκέφθηκε ένας βαθµοφόρος της Χωροφυλακής Μολάων και απαίτησε από αυτόν να προβεί σε δήλωση µετάνοιας και αποκήρυξης των φρονηµάτων του. Εκείνος του απάντησε µε τα εξής λόγια: «Δεν είµαι αρκούδα να µου βάλουν το χαλκά στη µύτη και να µε πηγαίνουν όπου θέλουν. Ήµουν, είµαι και θα είµαι δηµοκράτης και κατά του θεσµού της βασιλείας» και του εξήγησε για ποιους λόγους. Σε τέτοιους καιρούς, λίγοι είχαν την τόλµη να εκφραστούν δηµόσια έτσι. Μια τέτοια παρρησία δεν γινόταν να του τη συγχωρήσουν. 

Στις 14 Αυγούστου του 1946 και ώρα 10 το πρωί, εµφανίστηκαν στο τοπικό καφενείο απέναντι από το νέο του ιατρείο τρεις νεαροί χίτες της συµµορίας Μπρατίτσα. Είχαν ξεκινήσει τα χαράµατα από τους Μολάους έχοντας λάβει οδηγίες για τη δολοφονία του Γεωργίου Νατιώτη. Ο ένας από αυτούς µετέβη απέναντι, στο γιατρό, προσποιούµενος τον ασθενή και ζητώντας αντεµπρίνες (φάρµακο κατά της ελονοσίας). Η µητέρα µου, που ήταν παρούσα, και ο πατέρας µου κοιτάχτηκαν ανήσυχοι, αντιλαµβανόµενοι τον κίνδυνο. Κατέβηκαν και οι τρεις µαζί στο ιατρείο. Όταν ο γιατρός επιχείρησε να του δώσει το φάρµακο, ο δολοφόνος έβγαλε το πιστόλι του και τον πυροβόλησε, αλλά η σφαίρα τρύπησε το καπέλο που φόραγε χωρίς να βρει στόχο. Ενώ η µητέρα µου κράταγε την πόρτα για να µη µπει ο δολοφόνος, ο γιατρός άνοιξε την άλλη πόρτα του ιατρείου (ήταν γωνιακό) µε δύναµη και έτρεξε απέναντι, προς το καφενείο, για να καλυφθεί. Προσπάθησε να ανοίξει την πίσω πόρτα που οδηγούσε προς τις αυλές και τον άλλο δρόµο, αλλά ήταν κλειστή, οπότε εγκλωβίστηκε εκεί.

Εκεί οι συµµορίτες έπιασαν τις πόρτες και πυροβόλησαν εναντίον του αρκετές φορές ανεπιτυχώς, ενώ είχε προλάβει να έρθει και η µητέρα µου. Κατά τη διάρκεια των πυροβολισµών ένας θαρραλέος φοινικιώτης, ο Χαράλαµπος Παπαδάκης, που καθόταν στο καφενείο, µπήκε στη µέση προσπαθώντας να τον γλιτώσει, φωνάζοντας «Ρε, το γιατρό;!», µε αποτέλεσµα να τραυµατιστεί, ενώ οι υπόλοιποι θαµώνες είχαν µαζευτεί στη γωνία. Αν το παράδειγµά του είχαν µιµηθεί κι άλλοι, ίσως η εξέλιξη να ήταν διαφορετική. Και καθώς ο γιατρός ή κουράστηκε ή έκανε τον πεθαµένο ως τελευταίο τέχνασµα για να ξεγελάσει τους δολοφόνους του, ένας άλλος φοινικιώτης, ενώ έφευγαν, τους είπε «Ρε συ, σας κάνει τον ψόφιο!» κι ένας από αυτούς γύρισε από την πόρτα, έπιασε το γιατρό από τα µαλλιά και του έριξε τη µοναδική σφαίρα στον κρόταφο. Η µητέρα µου έτρεξε προσπαθώντας να σταµατήσει την αιµορραγία, αλλά µάταια. Πολλοί από τους παριστάµενους στο καφενείο ήταν χίτες ειδοποιηµένοι για το τι επρόκειτο να συµβεί. Οι δολοφόνοι του απεχώρησαν ανενόχλητοι, σταµατώντας µάλιστα στο εξοχικό ενός χίτη στο δρόµο τους για να πιουν τον καφέ τους και να ηρεµήσουν. Έτσι άνανδρα δολοφονήθηκε ο γιατρός Νατιώτης. Σηµειώνω ότι ένα χρόνο µετά τη δολοφονία, ο Μπρατίτσας τού έκλεψε και το αυτοκίνητο.

Από τότε, κάθε φορά που πλησιάζει η γιορτή της Παναγίας, µελαγχολώ. Σήµερα, έστω και εβδοµήντα χρόνια µετά, η ιστορική διαδροµή του πατέρα µου αξίζει αυτήν την συνοπτική υπόµνηση. Με στεναχωρεί ότι µετά από τόσα χρόνια κυκλοφορούν ανυπόστατες φήµες (µάλιστα, άκουσα να λέγεται ότι τον σκοτώσανε κατά λάθος), γεγονός που µε οδήγησε σε αυτήν τη δηµοσίευση, καθώς µε ενδιαφέρει να µην αλλοιωθεί η ιστορική αλήθεια και ίσως αφορά τους ιστορικούς της νεότερης ιστορίας.



 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Στέφανος Νικολαΐδης: Βιογραφικό Αγωνιστή

 

Ο Στέφανος Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1913 στο Οδεμήσιο της Σμύρνης και το 1922 ήρθε προσφυγάκι στην Καβάλα. Σπούδασε στην Αθήνα τεχνικός μηχανημάτων κινηματογράφου και επέστρεψε στην πόλη μας. Επί Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση και φυλακίστηκε από τους Βουλγάρους στις φυλακές Σερρών από τις αρχές του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση. Τον Οκτώβριο του 1944 εκλέχθηκε από την Αυτοδιοίκηση Δήμαρχος Καβάλας σε ηλικία 31 χρονών (ο δεύτερος της ΕΑΜικής περιόδου μετά το φιλελεύθερο Γ. Βασιλικό). Μετά το Μάρτιο του 1945 και την αποκατάσταση του συντεταγμένου κράτους, συνελήφθη για συνεργασία με τους Βουλγάρους και φυλακίστηκε μαζί με το Νομάρχη Καβάλας Γιώργο Τσαρουχά (θύμα των βασανιστηρίων της Δικτατορίας το Μάιο του 1968). 

Στα τέλη του 1947 απαλλάχθηκε οριστικά από την κατηγορία του δωσιλογισμού. Τις μέρες που εκδόθηκε το βούλευμα, ο Νικολαΐδης δικαζόταν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Δράμας με την κατηγορία της διενέργειας εράνων υπέρ του ΚΚΕ. Καταδικάστηκε σε θάνατο και παραμονές Χριστουγέννων του 1947 εκτελέστηκε. Ήταν 34 ετών. 



Στη φωτογραφία ο Νικολαΐδης στο κέντρο, με τα γυαλιά, μαζί με το Δημοτικό Συμβούλιο της ΕΑΜικής περιόδου.