"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

18/10/1944: Η μάχη του Κούκου Πιερίας

 

Το χωριό Κούκος της Κατερίνης, υπήρξε ένα από τα κέντρα των δωσίλογων, συνεργατών των Ναζί κατά την περίοδο της Κατοχής, με κυριότερο εξ αυτόν τον Κισά-Μπατζάκ (Κυριάκος Παπαδόπουλος), Πόντιος τουρκόφωνος οπλαρχηγός, με καταγωγή από την Τσορτουκλή της Μερφιζούντας του Πόντου. 

Πριν την ανοιχτή συνεργασία με τους Γερμανούς, ο Κισά-Μπατζάκ είχε άλλα στηρίγματα. Τον συντοπίτη του δεσπότη Κατερίνης Κοϊδάκη, τους καπνέμπορούς και τσιφλικάδες της περιοχής. Αρκεί μια αντιπαραβολή με τα στηρίγματα του ΕΛΑΣ, με το λαό που πρόσφερε από το υστέρημά του στο αντάρτικο, για να καταδειχτεί ποιόν εξυπηρετούσε ο τυχοδιώκτης καπετάνιος πριν γερμανοντυθεί οριστικά και αμετάκλητα.

Στη συνέχεια και ενώ ο Κισα μπατζάκ έχει δώσει ήδη τα αντιλαϊκά και αντιπατριωτικά του διαπιστευτήρια σαν αιχμή του δόρατος των τσιφλικάδων και μαυραγοριτών που κατέτρωγαν το βιος των πατριωτών, ήρθε η ώρα των Γερμανών να ασχοληθούν με την περίπτωσή του. Στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν σπάνιο σύμμαχο, με σημαντικό έρεισμα σε ορισμένους κατοίκους της περιοχής, που θα μπορούσε να σταθεί πολύτιμος στην εξόντωση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: Η στάση του Κισά Μπατζάκ απέναντι στους «σεσημασμένους κομμουνιστές» προκάλεσε όπως είναι φυσικό και το ενδιαφέρον των Γερμανών. Η πρώτη επαφή των δυνάμεων Κατοχής με τους κατοίκους του Κούκου και τον Κισά Μπατζάκ έγινε την άνοιξη του 1943 με την ευκαιρία εκκαθαριστικής επιχείρησης στην περιοχή του Ολύμπου και την εξόντωση των εκεί αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Τότε μπήκαν και οι βάσεις συνεργασίας των δύο πλευρών. Το πλαίσιο αυτής της συνεργασίας περιγράφεται σε έκθεση του Επιτελικού Γραφείου 1c του Γερμανού στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου:

«Οι εν Κούκω και ιδίως ο αρχηγός τους Κουτσαμπασάκ είχαν αποδείξει ήδη τότε μίαν απολύτως γερμανόφιλον στάσιν. Εξ αιτίας της στάσεως αυτής η κατά τον παρελθόντα Μάιον επιχείρησης εναντίον της περιοχής του Ολύμπου είχε λάβει προσωπικώς από την υπηρεσίαν 1c την εντολήν να φεισθή οπωσδήποτε του τόπου Κούκος. Ωσαύτως είχε δοθεί η εντολή να μη γίνουν εις τον εν λόγω τόπον έρευναι δια την ανακάλυψιν όπλων, δια να χρησιμοποιήσωμεν τον Κούκον και περαιτέρω ως μίαν φωλέαν αντιστάσεως».

Να πως περιγράφει ο Γιώργος Κρήτος (καπετάν Θαλής), εκπρόσωπος τότε του ΕΑΜ στο 50ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, την κατάσταση:

«[…] Μητρική του γλώσσα η Τουρκική. Και παρόλο που από το ’22 ήλθαν στην Ελλάδα, οι γεροντότεροι εξακολουθούν να μην ξέρουν γρι ελληνικά. Είναι φανατισμένοι χριστιανοί. Τους διακρίνει ένα είδος μοιρολατρίας και σπαρτιάτικης πειθαρχίας που την επιτείνει το χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο. Υπακούνε στον αρχηγό τους τυφλά. Ο,τι πει αυτός. Πως μπορεί να μην είναι σωστό αυτό που θα πει ο αρχηγός; Εχουν όμως και ένα προσόν που δεν το έχουν οι άλλοι και κανένας δεν μπορεί να τους το αρνηθεί. Είναι άριστοι πολεμιστές, φημισμένοι σκοπευτές, ατρόμητοι πάνω στη μάχη, σωστά παλικάρια».

Και ήταν όντως άφθαστα τα παλικάρια του Κισά Μπατζάκ στο σημάδι, στο μαχαίρι και στις λεηλασίες! Κι έτσι τους κέρδισε η ΠΑΟ στις γραμμές του οποίου εντάχθηκε ως αξιωματικός ο Κισά Μπατζάκ διότι όπως δήλωσε ο ίδιος:

«ουδεμία εμπιστοσύνην έχομεν εις την ηγεσίαν του ΕΛΑΣ. Αυτού ηγούνται σεσημασμένοι κομμουνισταί σκοπούντες επέκτασιν Σλαύων και όχι απελευθέρωσιν Πατρίδος».

Για την καλή τους διαγωγή, οι άντρες του Κούκου εκπαιδεύτηκαν από τους Γερμανούς με ευθύνη του Υπολοχαγού Φραντς Κράουτσμπέργκερ ο οποίος είχε ήδη στρατολογήσει 4045 τουρκόφωνους από την περιοχή της Βέροιας καθώς και 200 περίπου ρουμανίζοντες Βλάχους οι πλειοψηφία των οποίων ήσαν οπαδοί του Ζελέα Κοντρεάνου, αρχηγού της ρουμανικής, γερμανόφιλης «Σιδηράς Φρουράς». Ολες αυτές οι ομάδες εκπαιδεύτηκαν και έδρασαν στη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Μακεδονία και βέβαια προστάτευαν χωριά όπως ο Κούκος.

Με αυτό τον τρόπο ο Φραντς Κράουτσμπέργκερ έβαλε τις βάσεις για τον εξοπλισμό του Κούκου και άλλων χωριών και τη συμμετοχή τους στη δημιουργία του Εθνικού Ελληνικού Στρατού.» Ο Ε.Ε.Σ. του Κισα-Μπατζακ έβαλε πλάτες στη λεηλασία από τους κατακτητές του παραγόμενου πλούτου της Ελλάδας (π.χ. μεταλλεία χρωμίου στον Αγίο Δημητρίο και στα Φωτεινά), πολέμησε, παρέα με τους γερμανούς, τη μοναδική αντιστασιακή οργάνωση στην Πιερία, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τα στελέχη του ταξίδεψαν με τους γερμανούς ναζί στη Βιέννη τον Ιούλιο του 1944.


Η μάχη


Το βράδυ της 17 προς 18 Οκτώβρη τμήματα της Χ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ κατέλαβαν, ύστερα από 9ωρη φονική μάχη, το χωριό Κούκο. Στη μάχη σκοτώνονται 130 ταγματασφαλίτες και 16 Γερμανοί. Αιχμαλωτίστηκαν 77.

Από τη μεριά του ΕΛΑΣ πήραν μέρος τα τάγματα Ι, ΙΙΙ και IV του 50ου συντάγματος, ένας λόχος σαμποτέρ, δύο λόχοι μηχανικού και δύο εφεδρικοί λόχοι. Από τη μεριά των οχυρωμένων στον Κούκο πήραν μέρος: 150 Γερμανοί, 60 Ιταλοί και 600 Έλληνες συνεργάτες τους. Ταυτόχρονα και ενώ η μάχη είχε ξεκινήσει, οι Γερμανοί κινητοποίησαν για την ενίσχυση του Κούκου από το Κίτρος ένα τάγμα με δώδεκα τεθωρακισμένα και έξι τανκ.

Ο επίλογος γράφτηκε στο Κιλκίς , όπου μετά τη μάχη, προσπαθώντας να οδηγήσει εκτός μια μεγάλη ομάδα ανδρών του, ο Κισά Μπατζάκ τραυματίστηκε και αυτοκτόνησε.



Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Γράμμος 1949: Πιλότος αρνήθηκε να βομβαρδίσει τον αδελφό του.

Μια συγκινητική και ανθρώπινη ιστορία δυο αδελφών που καταγόντουσαν από το Παλαιοκκλήσι Καρδίτσας.

Ο ένας ο Ιωάννης Καλτσάς  υπηρετούσε το 1949 ως πιλότος στην Πολεμική Αεροπορία  με το βαθμό του αντισμηναρχου. Ο άλλος λεγόταν ο Αποστόλης και είχε καταταγεί στον ηρωικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).

Στην μάχη του Γράμμου και του Βίτσι προς το τέλος των μαχών,  το καλοκαίρι του 1949, ο πιλότος  πήρε διαταγή να βομβαρδίσει με βόμβες "Ναπάλμ" τις οχυρώσεις των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο.

Στις γραμμές του Δ.Σ.Ε και στα τμήματα του Γράμμου  υπηρετούσε ο αδελφός του. 

Ο Ιωάννης Καλτσάς ανέβηκε στο μαχητικό αεροπλάνο του, αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως, χωρίς να πει κουβέντα.

Όταν έφτασε στο σημείο που έπρεπε να αδειάσει τις "Ναπάλμ", το φορτίο θανάτου που κουβαλούσε κάτω από φτερά του, η συνείδηση του δεν του επέτρεψε να  το κάνει. 

Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου πήρε την απόφαση του. Να μην βομβαρδίσει τον αδελφό του, αλλά και πίσω δεν μπορούσε να γυρίσει γιατί τον περίμενε το εκτελεστικό απόσπασμα.

Τα σύνορα ήταν κοντά, πολύ κοντά από εκεί που τον διέταξαν να σκορπίσει τον θάνατο. Έστριψε  το αεροπλάνο και προσγειώθηκε σε αλβανικό έδαφος. Μια μεγάλη περιπέτεια, που κράτησε πάνω από 30 χρόνια, μόλις άρχιζε.

Στην Ελλάδα, το γεγονός κρατήθηκε κρυφό. Δεν συνέφερε να μαθευτεί ότι ένας πιλότος του κυβερνητικού στρατού με ένα μαχητικό αεροπλάνο, τελευταίου τύπου, από αυτά της αμερικανικής χρυσοπληρωμένης βοήθειας, "αυτομόλησε" και βρίσκεται στα χέρια των "συμμοριτών". Ο Ιωάννης Καλτσάς ακολούθησε τους μαχητές του ΔΣΕ στην πολιτική προσφυγιά, μετά τον Αύγουστο του 1949. 

Έζησε  πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία απ΄όπου και επέστρεψε στην Ελλάδα από τούς τελευταίους.

Την  ξεχασμένη ιστορία του πιλότου που αρνήθηκε να πυρπολήσει ανθρώπους και δένδρα και να δολοφονήσει τον ίδιο του τον αδελφό, έφερε στην επιφάνεια ο Θανάσης Αποστολίκας.

Οι φωτογραφίες περιέχονται στο βιβλίο του συγγραφέα Χρήστου Μπάγκου "ΠΑΛΑΙΟΚΚΛΗΣΙ εικόνες απ' το χθες".




Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Το ΚΚΕ αναστηλώνει το μεγάλο νοσοκομείο του ΔΣΕ στο Γράμμο

 

Για ένα ακόμα Σαββατοκύριακο συνεχίστηκαν οι εργασίες για την διάσωση και ανάδειξη των κτισμάτων που συγκροτούσαν το μεγάλο νοσοκομείο του ΔΣΕ στο Γράμμο, κάτω από το ύψωμα Σκάλα, στην περιοχή του Λιανοτοπίου.

Στα 32 έχουν φτάσει μέχρι τώρα τα κτίσματα που έχουν εντοπιστεί, ως μέρος της νοσοκομειούπολης η οποία εξυπηρέτησε τις ανάγκες του ΔΣΕ στη μεγάλη μάχη του Γράμμου το καλοκαίρι του 1948.

Δεκάδες μέλη του ΚΚΕ από τις οργανώσεις του ΚΚΕ στη Μακεδονία και την Ήπειρο, έδωσαν το «παρών» για δύο μέρες, συντηρώντας κτίσματα, χαράζοντας μονοπάτια σ όλο το μήκος και πλάτος της περιοχής του νοσοκομείου ώστε να γίνει εύκολα επισκέψιμη από τις νεώτερες γενιές των αγωνιστών που εμπνέονται στη δράση τους από την ιστορία του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας.

Σύντομη αναφορά στην ιστορία του νοσοκομείου έκανε μιλώντας στους συντρόφους που συμβάλουν στην διάσωση και ανάδειξη του νοσοκομείου ο Δημήτρης Γόντικας μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Οι εργασίες θα συνεχιστούν και την επόμενη περίοδο ώσπου το χιόνι να επιβάλει ένα διάλειμμα.



Τοπογραφική εργασία στο χώρο.


Αποκάλυψη και αναστήλωση κτηρίων


Απόσπασμα της ομιλίας του Δημήτρη Γόντικα εδώ


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Καισαριανιώτες και Αρμένιοι στον ΕΛΑΣ

 

Η Και­σα­ρια­νή υπήρξε σχεδόν από την ίδρυσή της ως συνοικία προσφύγων, μια από τις περισσότερο "παρούσες" συ­νοι­κί­α της Α­θή­νας, στο εργατικό και λαϊκό κίνημα του Μεσοπολέμου, αλλά και στο αντιστασιακό κίνημα της Κατοχής. Σε όρους πληθυσμού, η Καισαριανή και ο λαός της επέδειξαν με­γά­λη δρά­ση στην α­ντί­στα­ση κα­τά των Γερ­μα­νών και στις μά­χες του 1944 κα­τά των Άγ­γλων, όντας μια από τις τελευταίες συνοικίες της Αθήνας, που καταλήφθηκε από τα αγγλικά και αστικά κυβερνητικά στρατεύματα, στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη. Στα γε­γο­νό­τα της Εθνικής Αντίστασης και των δεκεμβριανών συγκρούσεων συμ­με­τεί­χαν και αρ­κε­τοί Αρ­μέ­νιοι της πε­ριο­χής, πρόσφυγες των μεγάλων διογμών του τουρκικού εθνικισμού της εποχής του Μεσοπολέμου. Ο­ρι­σμέ­νοι συ­νε­λή­φθη­σαν α­πό τους Γερ­μα­νούς στο μπλό­κο της Και­σα­ρια­νής και εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν, άλλοι έπεσαν στις συγκρούσεις της εποχής, όπως οι πολυπληθέστεροι συμπατριώτες τους, στη Νέα Σμύρνη.

Τα ονόματα ελάχιστων Αρμενίων της Καισαριανής είναι σήμερα γνωστά, αν και ευλόγως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπήρξαν και δεκάδες άλλοι Αρμένιοι που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, εντάχθηκαν στο κίνημα της εποχής. Οι πιο γνωστές περιπτώσεις Αρμενίων αντιστασιακών και κομμουνιστών της Καισαριανής υπήρξαν οι παρακάτω:

Ζι­ρά­ιρ (Τά­σος), γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΕ Και­σα­ρια­νής και στέλεχος της τοπικής ΟΠΛΑ.

Λου­μπάρ Μπερ­μπε­ριάν, μαχητής του ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκε στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 1944, σε συμπλοκή με Βρετανούς στρατιώτες.

Ρό­ζα-Χρι­ψιμέ Κου­μου­ριάν, ΕΠΟΝίτισσα, γνωστή για τα συνθήματα που φώναζε με το γνωστό "χωνί", που ενημέρωνε και ενθάρρυνε τους πολίτες της συνοικίας.



Ο Λου­μπάρ Μπερ­μπε­ριάν στον ΕΛΑΣ Καισαριανής



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Η μάχη της Αγιάς, 14 Σεπτεμβρίου 1948

 Τον Σεπτέμβριο του 1948 αποφασίστηκε στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του ΚΓΑΝΕ στη Θεσσαλία, μετά τις επιθέσεις στην Καλαμπάκα, τη Φαρκαδόνα, τα Τρίκαλα και τον Τύρναβο, η κατάληψη της Αγιάς.

Στην επιχείρηση κατά της Αγιάς πήρε μέρος η 192η Ταξιαρχία του Μπαντέκου (34 οπλοπολυβόλα, 10 πάντζερ, μπουκάλια με βενζίνη και 7 βλήματα Πίατ), η 123η Ταξιαρχία του Φεραίου, η ομάδα σαμποτέρ (11 οπλοπολυβόλα) και η διλοχία της Σχολής Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ (15 οπλοπολυβόλα). Βασικοί στόχοι της επιχείρησης ήταν η στρατολογία και η επιμελειτιακή εκμετάλλευση που θα πραγματοποιούνταν με την κατάληψη της κωμόπολης για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με την παράλληλη παρεμπόδιση των ενισχύσεων του ΕΣ.

Ο κυβερνητικός στρατός στην περιοχή αποτελείτο από δύο λόχους του 26 Τ.Ε υπό τον αντισυνταγματάρχη Πιπιλιαγκόπουλο, 25 χωροφύλακες της Υποδιεύθυνσης Χωροφυλακής και 100 ΜΑΥ-ΜΑΔ με 1 πυροβόλο των 7,5 χιλιοστών, 7 πολυβόλα, 5 όλμους και τον ατομικό οπλισμό τους. Συνολικά, η αριθμητική δύναμη της φρουράς ανερχόταν στους 300 περίπου άνδρες. Οι δυνάμεις αυτές είχαν αναπτυχθεί στα βόρεια υψώματα της Αγιάς, σε οχυρωμένες θέσεις με κτιστά πολυβολεία και συρματοπλέγματα με κυκλική διάταξη στην Αγία Τριάδα, στο Παλιόκαστρο και στο σπίτι του Αργυρούλη. Στο κέντρο της κωμόπολης είχαν οχυρωθεί στο Δημοτικό Σχολείο, στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής και σε τρία κτήρια που αλληλοϋποστηρίζονταν, στις ανατολικές παρυφές της στο οχυρό Πύργος με 2 πολυβόλα και στη νότια πλευρά της στο σπίτι του Τσαλίκη όπου ήταν εγκαταστημένο το πυροβόλο, στην Αγροτική Τράπεζα, στο σπίτι του Βαγενά, στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού και στα φυλάκια στις παρυφές της κωμόπολης. Επίσης, ένας λόχος του ίδιου τάγματος είχε εγκατασταθεί στα δυτικά, στο χωριό Γερακάρι. 

Το σχέδιο της επίθεσης προέβλεπε ότι οι δυνάμεις της Ιης Μεραρχίας του ΔΣΕ θα κινούνταν από τον Κάτω Όλυμπο στον Κίσσαβο και θα καλύπτονταν σε μια τοποθεσία που θα απείχε μία περίπου ώρα από την Αγιά. Την κύρια επίθεση θα εκδήλωνε η 192η Ταξιαρχία και η Σχολή Αξιωματικών στις 22.00 τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου. Η 192η Ταξιαρχία θα καλυπτόταν στη θέση «Στουρνάρας Σκορτσάκ» και θα εξορμούσε από την ανατολική πλευρά με δύο λόχους, με στόχο την κατάληψη των αντιστάσεων στα συγκεκριμένα σημεία, τα οποία περιλάμβαναν το σπίτι του Τσαλίκη, την Αγροτική Τράπεζα, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού και τον Πύργο. Αφού καταλαμβάνονταν αυτά τα σημεία, δύο λόχοι θα εξορμούσαν από τη νότια κατεύθυνση, με στόχο την προώθηση προς το κέντρο και την κατάληψη του σχολείου και της αστυνομίας. 

Τρεις ομάδες οι οποίες θα καλύπτονταν στο χώρο βόρεια του Μεγαλόβρυσου (Νιβόλιανη) θα κτυπούσαν τις αντιστάσεις από τη δυτική πλευρά. Η Σχολή Αξιωματικών ήταν επιφορτισμένη με την εξόντωση των αντιστάσεων στα βόρεια υψώματα της Αγιάς. Στη συνέχεια, θα προωθείτο προς το κέντρο όπου θα χτυπούσε το σχολείο και την αστυνομία από τη βόρεια πλευρά. Αφού καταλαμβάνονταν οι στόχοι, θα καίγονταν ή θα ανατινάζονταν δημόσια κτήρια, όπως η Αγροτική Τράπεζα, το Ειρηνοδικείο, το Ταμείο, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού και άλλα. Η 123η Ταξιαρχία και η ομάδα σαμποτέρ θα κάλυπταν την επιχείρηση από την κατεύθυνση της Λάρισας. Δυνάμεις τους θα τοποθετούνταν στα υψώματα Βαθυρέματος, όπου θα ναρκοθετούσαν τον δρόμο Λάρισας-Αγιάς και θα καθήλωναν τον λόχο του Εθνικού Στρατού που βρισκόταν στο Γερακάρι. Άλλες δυνάμεις θα αναπτύσσονταν στα υψώματα στο Γεντίκι και θα ναρκοθετούσαν τον δρόμο, με στόχο την παρεμπόδιση πιθανών ενισχύσεων των κυβερνητικών δυνάμεων από τη Λάρισα. Άλλες δυνάμεις θα αναπτύσσονταν στα υψώματα στα νότια της Ανάβρας (Δογάνης) ναρκοθετώντας τον δρόμο Ελασιάς-Ανάβρας, δύο ομάδες θα τοποθετούνταν προς τη κατεύθυνση του Αγιόκαμπου και τέλος σαράντα άνδρες της Λαϊκής Πολιτοφυλακής θα καταρτούσαν συνεργεία για τη στρατολογία. Οι εφεδρικές δυνάμεις περιλάμβαναν 5 ομάδες, οι οποίες τοποθετήθηκαν στο ύψωμα 245, στα νότια του Κουτσουμού.

Λίγο πριν την επίθεση, στο σημείο κάλυψης πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών, όπου αναλύθηκε ο σκοπός της επιχείρησης και το σχέδιο επίθεσης από τους διοικητές του ΚΓΑΝΕ και της Ιης Μεραρχίας. Στη συνέχεια, ακολούθησε η καθιερωμένη ενημέρωση κατά τμήματα και συγκροτήθηκαν συνεργεία για τη στρατολογία και την επιμελητεία. Η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου από τα νοτιοανατολικά της κωμόπολης. 

Η Ι Διλοχία της 192ης Ταξιαρχίας αφού ανέτρεψε τις αντιστάσεις στις παρυφές, επιτέθηκε κατά του φυλακίου που βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου. Στο καμπαναριό της εκκλησίας μάλιστα είχε τοποθετηθεί πολυβόλο. Η διλοχία κατέλαβε εύκολα το εχθρικό οχυρό και κατευθύνθηκε προς το ισχυρό φυλάκιο Πύργος, το οποίο προστάτευαν δύο πολυβόλα Βίκερς, ένας όλμος και πολλά αυτόματα όπλα. Η διλοχία, χρησιμοποιώντας αντιαρματικά πάντζερ και πίατ, χειροβομβίδες και μπουκάλια με βενζίνη ανέτρεψε τον εχθρό και έκαψε το φυλάκιο και άλλα πέντε σπίτια. Ο δρόμος πια προς το κέντρο της Αγιάς ήταν ανοιχτός. Το κέντρο ήταν βαριά οχυρωμένο και το υπερασπιζόταν ισχυρή δύναμη του στρατού. Τα οχυρωμένα κτήρια Ζαφρανά, Μιχόπουλου και το ημιγυμνάσιο στάθηκε αδύνατο να καταληφθούν. Στις 5 το πρωί, η διλοχία συμπτύχθηκε στο βορειοανατολικό σημείο της κωμόπολης. Τη νύχτα της 15ης Σεπτεμβρίου, με νέα επίθεση ανατίναξε το υδραγωγείο και κατέλαβε και άλλες αντιστάσεις του εχθρού. 

Η ΙΙ Διλοχία, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου, επιτέθηκε κατά των φυλακίων Τσαλίκη και Σταματόπουλου, τα οποία είχαν κτιστές θέσεις πολυβολείων και συρματοπλέγματα καθώς και κατά του φυλακίου της Παναγίας και ενός οχυρωμένου σπιτιού. Οι άνδρες της διλοχίας, παρότι ανατίναξαν ένα πολυβολείο του οχυρού Τσαλίκη-Σταματόπουλου, δεν κατάφεραν να το εξουδετερώσουν. Παράλληλα, ένα άλλο τμήμα της διλοχίας κατέλαβε το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου και έβαλε φωτιά στην Αγροτική Τράπεζα, αφού πρώτα αφαίρεσε το ποσό των 25.000.000 δραχμών από τα ταμεία της. Έκαψε επίσης και σπίτια «εχθρών του λαού», όπως τα σπίτια του Ιωάννη Πολύμερου, του Βαγγέλη Καρδάρα, του Γιανναρού, του Καναβά, του Ευθυμιάδη και του Συράκη. Στις 5.15 το πρωί, η διλοχία συμπτύχθηκε στα ανατολικά καταλαμβάνοντας τα υψώματα του Αγίου Παντελεήμωνος. 

Η ΙΙΙ Διλοχία δέχτηκε πυρά όλμων στις 20.45 της 14ης Σεπτεμβρίου. Από τις 21.30 έως τις 5.20 συγκρούστηκε με εχθρικά τμήματα γύρω από το σχολείο και από το σπίτι του Μιχόπουλου σχεδόν σώμα με σώμα. Τα δύο φυλάκια υπερασπίζονταν δύο διμοιρίες με 6 οπλοπολυβόλα και 2 βαριά πολυβόλα. Στα νότια του ημιγυμνασίου και δυτικά του δημοτικού σχολείου δέχτηκε πυρά από ένα οχυρωμένο σπίτι, το οποίο υπεράσπιζαν χωροφύλακες και ΜΑΔ. Τμήματα της διλοχίας έβαλαν τότε φωτιά στο κτήριο, προκαλώντας τον τραυματισμό του Υπενωμοτάρχη Θωμά Αντωνίου και τον θάνατο του οπλίτη ΜΑΔ, Απόστολου Δεληγιάννη από το Σκλήθρο Αγιάς, οι οποίοι πήδηξαν από το παράθυρο. Στη συνέχεια, η διλοχία έκαψε τα σπίτια του Δημήτρη και του Απόστολου Καρβασώνη, του Σταματόπουλου και του Πέτρου Μπαρμπέρη που τα υπεράσπιζαν άνδρες των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής και στις 5.30 συμπτύχθηκε στα νοτιοανατολικά υψώματα της Αγιάς. Το πρωί της 15ης τα τμήματα της 192ης Ταξιαρχίας και της Σχολής Αξιωματικών συμπτύχθηκαν προς τις ανατολικές και βόρειες παρυφές της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στα κυβερνητικά στρατεύματα να κινηθούν από το κέντρο. Στις 10.00, με τα πρώτα πυρά επέστρεψαν στις οχυρώσεις τους. Το βράδυ εκδηλώθηκαν νέες επιθέσεις προς το κέντρο της Αγιάς.

Παράλληλα, στον τομέα της 123ης Ταξιαρχίας η κατάσταση ήταν δύσκολη. Τα τμήματα τα οποία ήταν επιφορτισμένα με την κάλυψη της επιχείρησης από τα δυτικά άργησαν να καταλάβουν τις θέσεις τους, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στον λόχο του στρατού που βρισκόταν στο Γερακάρι να εισέλθει κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Αγιά και να ενισχύσει τη φρουρά της. 

Οι ενισχύσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων υπό τον επίλαρχο Στεφανίδη κινήθηκαν τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου από τη Λάρισα, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους, λόγω των ναρκοθετημένων δρόμων και των πυρών που εκδηλώνονταν από τα υψώματα της Δήμητρας και του Αγίου Νικολάου του Φονιά. Μόλις ξημέρωσε, κινήθηκαν νέες δυνάμεις προς ενίσχυση των καθηλωμένων δυνάμεων του Στεφανίδη και της φρουράς της Αγιάς, που αποτελούνταν από έναν ουλαμό τεθωρακισμένων υπό τον επιλοχία Μεταξάκη και από έναν ουλαμό της Ίλης Εφόδου του 2ου Συντάγματος Αναγνωρίσεως υπό τον ανθυπασπιστή Κούρκα και υπό τη Διοίκηση του επίλαρχου Χαρβαλάκη. 

Στις 7.00 το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου, οι ενισχύσεις βρίσκονταν στο χωριό Ελευθέριο και προωθούνταν προς το Γερακάρι υπό την κάλυψη πυροβολικού και αεροπορίας. Όταν έφτασαν έξω από το χωριό Δήμητρα, βλήθηκαν από καταιγιστικά πυρά όπλων και όλμων. Ο Χαρβαλάκης συνάντησε τον Στεφανίδη και ενημερώθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε. Λίγο αργότερα, 12 άνδρες υπό τον Ανθυπασπιστή Κούρκα της Ίλης Εφόδου με την υποστήριξη τεθωρακισμένων κατέλαβαν τα υψώματα του Αγίου Νικολάου του Φονιά και άλλοι 8 υπό τον Χαρβαλάκη απομάκρυναν τις νάρκες και επισκεύασαν τον δρόμο. Στη συνέχεια, τα τμήματα του Χαρβαλάκη και του Στεφανίδη συνέχισαν την πορεία τους προς Αγιά, αφήνοντας ένα τμήμα της Ίλης Εφόδου να ασχοληθεί με την εκκαθάριση των γύρω υψωμάτων. Ακολουθώντας το δρομολόγιο Γερακάρι-Ανάβρα-Αετόλοφος, παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις του ΔΣΕ που είχαν ταχθεί στα υψώματα του Βαθυρέματος και τα ναρκοπέδια, εισήλθαν στην Αγιά στις 12.00 το μεσημέρι περίπου βαλλόμενα από σπίτια, στέγες και δέντρα και ήρθαν σε επαφή με τη Διοίκηση του τάγματος της φρουράς. Στις 18.00, το τμήμα της Ίλης Εφόδου αφού περισυνέλλεξε τους τραυματίες, κινήθηκε προς τη βάση του. Στην Αγιά παρέμειναν τα τεθωρακισμένα με τον Στεφανίδη και 11 οπλίτες της ίλης.

Λίγες ώρες αργότερα, αφού συμπληρώθηκαν 30 ώρες μάχης, δόθηκε στις δυνάμεις του ΔΣΕ η διαταγή της σύμπτυξης στα γύρω υψώματα, στα χωριά Μεγαλόβρυσο, Σκήτη και Σκλήθρο, όπου συνέχισαν τις επόμενες ημέρες την παρενόχληση του εχθρού με βλήματα όλμων εναντίον της κωμόπολης και με πυρά πεζικού κατά των εξωτερικών φυλακίων.  

Στη μάχη της Αγιάς καταμετρήθηκαν από τις δυνάμεις της 192ης Ταξιαρχίας 7 νεκροί, 10 τραυματίες και 4 αιχμάλωτοι εχθροί. Ωστόσο, όπως επισημαίνει σωστά στην έκθεση μάχης της, «οι απώλειες του [εχθρού] πρέπει να’ ναι πολύ μεγαλύτερες». Η Ιη Μεραρχία σε έκθεση της δίνει ένα μεγαλύτερο αριθμό απωλειών: «Νεκροί 35, μεταξύ τους 1 Αξ/κός. Τραυματίες 120. Αυτόμολοι 5. Αιχμάλωτοι 62». Οι κυβερνητικές δυνάμεις μέσα στην Αγιά, σύμφωνα με το ηρώο του στρατιωτικού νεκροταφείου, είχαν 18 νεκρούς. Στην πραγματικότητα οι απώλειες τους ήταν μεγαλύτερες. Το 26 Τ.Ε είχε 13 νεκρούς (1 έφεδρος αξιωματικός) και 11 αγνοούμενους στρατιώτες. Το τμήμα ΜΑΔ είχε 15 με 17 νεκρούς, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν συλληφθέντες που εκτελέστηκαν στη Σκήτη και στη θέση Καπρίτσιο της Μελιβοίας. Άλλοι 25 τουλάχιστον στρατιώτες τραυματίστηκαν. Ο Διοικητής του 26 Τ.Ε Αγιάς με αναφορά του ζήτησε λίγες ημέρες αργότερα την αντικατάσταση του τάγματος, «λόγω απωλειών και εξαντλήσεως των ανδρών του εκ του συνεχούς αγώνος». 

Οι νεκροί της 192ης Ταξιαρχίας ανέρχονταν στους 4, ο ένας από φιλικά πυρά (Λαμπρονίκος), οι τραυματίες στους 38 (1 ομαδάρχης από φιλικά πυρά) και οι αγνοούμενοι στους 2. Όσοι τραυματίες περισυνελέγησαν από το πεδίο της μάχης μεταφέρθηκαν στα διπλανά χωριά για την παροχή των πρώτων βοηθειών. Κάποιοι από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Σωτηρίτσα και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα άδεια σπίτια του χωριού, άλλοι στη Μελίβοια (Αθανάτη) στην εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής, ενώ όσοι ήταν πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν στη Σκήτη όπου βρισκόταν ο γιατρός Τάκης Σκύφτης.

Συνολικά, οι νεκροί μαχητές του ΔΣΕ, σύμφωνα με ανταπόκριση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Εμπρός και Ελευθερία, ανέρχονταν στους 51, 16 στην Αγιά και 35 στα υψώματα της Δήμητρας. Το ανακοινωθέν του ΓΕΣ αναφέρει 45 νεκρούς, μεταξύ τους και «οι αρχισυμμορίται Καραφωτιάς και Κοντογιάννης». Οι πρώτοι νεκροί προέρχονταν από τα τμήματα της 192ης Ταξιαρχίας και της Σχολής Αξιωματικών και οι δεύτεροι από τα τμήματα της 123ης Ταξιαρχίας και του μηχανικού που δέχτηκαν τον κύριο όγκο πυρών των τεθωρακισμένων και της αεροπορίας. 

Οι μαχητές του ΔΣΕ, όπως είδαμε, έκαψαν οικίες «εχθρών του λαού» και εκτέλεσαν έναν μικρό αριθμό ένοπλων εθνικόφρονων πολιτών. Παρατηρήθηκε μάλιστα το φαινόμενο της αντεκδίκησης. Στις 15 Σεπτεμβρίου, την πρώτη ημέρα της μάχης, «ο συμμοριόπληκτος Ι. Α… εκ Σωτηρίτσης, πληροφορηθείς ότι ο υιός του είχε φονευθή από τους συμμορίτας εφόνευσεν αντεκδικούμενος την Ευδοξίαν Σαϊδέ ετών 18 την οποίαν εθεώρει κομμουνίστριαν. Η φονευθείσα κατά βεβαίωσιν της χωροφυλακής ήτο εθνικόφρων. Αργότερον εξηκριβώθη ότι ο υιός του φονέως δεν είχε φονευθεί. Ο δράστης συνελήφθη και θα παραπεμφθή εις το στρατοδικείον».

Ο ΔΣΕ κατά την παραμονή του στην κωμόπολη στρατολόγησε 25 με 60 άτομα, τα περισσότερα παιδιά δεξιών οικογενειών που παρουσιάστηκαν στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής Αγιάς τις επόμενες ημέρες. Στη θετική έκβαση της επιχείρησης συνέβαλε η ύπαρξη σχεδιαγράμματος, η χρήση οδηγών και η συγκρότηση ειδικών συνεργείων από χειριστές πάντζερ. Ελλείψεις παρατηρήθηκαν στις πληροφορίες για την εχθρική διάταξη σε κάποια σημεία, στη χρήση των συνθηματικών με αποτέλεσμα απώλειες από φιλικά πυρά και στη χρησιμοποίηση του εδάφους σε ορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αρπαγής ημιαυτόματου όπλου στελέχους από στρατιώτη των κυβερνητικών δυνάμεων. 

Πηγή: Βαγγέλης Γεωργάς, Κατοχή και Εμφύλιος στην Επαρχία Αγιάς, Bookstars, Αθήνα 2021, σ. 243-253.



Σύγχρονη άποψη της Αγιάς Λάρισας




Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

08/09/1962: Το Μήτσο Βλάχο βάρεσαν στης Σφήνας το γεφύρι

 Η 8η του Σεπτέμβρη 1962, που συνδέεται με τα αιματηρά γεγονότα της ΣΦΗΝΑΣ - ΒΑΛΤΟΥ και με τη μεγάλη θυσία που πρόσφεραν οι καπνοπαραγωγοί του ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ και του ΒΑΛΤΟΥ, το θάνατο του Δημήτρη ΒΛΑΧΟΥ, έχει την προϊστορία της. Στις αρχές του 1962, ήταν στις καπναποθήκες των καπνοπαραγωγών Βάλτου, Ξηρομέρου και Τριχωνίδας, αδιάθετη ολόκληρη η παραγωγή καπνών εσωτερικής κατανάλωσης εσοδείας 1961. Η Κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε ύστερα από πίεση και διαμαρτυρίες εκ μέρους του καπνοπαραγωγικού κόσμου της περιοχής, να δώσει εντολή προς τους καπνοβιομήχανους για να προβούν στην αγορά των καπνών εσωτερικής κατανάλωσης εσοδείας 1961 απ' την 1η Απρίλη 1962, κατά ποσοστό 20% μηνιαία, ώστε, μέχρι την 31 Αυγούστου του αυτού έτους να πωληθεί και το τελευταίο κιλό εσοδείας 1962, και εν συνεχεία η Κυβέρνηση προέβη στην χρηματοδότηση των καπνοβιομηχάνων.

Οι καπνοβιομήχανοι παρά την Κυβερνητική απόφαση και παρ' ότι χρηματοδοτήθηκαν, δεν προέβησαν στην αγορά των καπνών κατά το ρυθμό που υπαγόρευε η Κυβερνητική απόφαση. Η κωλυσιεργία τους ήταν συστηματική και τούτο με την ανοχή και την ουσιαστική συμπαράσταση της Κυβέρνησης, η οποία πέραν της τυπικής της απόφασης, ουδεμία ουσιαστική πίεση ασκούσε επί των μεγιστάνων της καπνοβιομηχανίας, για την έγκαιρη και σε ικανοποιητικές τιμές αγορά των καπνών εσωτερικής κατανάλωσης του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το αποτέλεσμα αυτής της συμπαιγνίας Κυβέρνησης - καπνοβιομηχάνων, υπήρξεν ότι επί 7.500 περίπου τόνων συνολικής εσοδείας 1961, αγοράσθηκαν από την καπνοβιομηχανία σε πολύ εξευτελιστικές τιμές, μέχρι το Σεπτέμβρη 1962, 1.400 τόνοι και παρέμεινε τότε αδιάθετο ποσοστό 65% και πλέον της εσοδείας καπνών εσωτερικής κατανάλωσης 1961, της περιφέρειας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Εμπαίχθηκαν τότε οι καπνοπαραγωγοί και τα καπνά υπήρχαν αδιάθετα και σάπιζαν στις αποθήκες, προς τον αποκλειστικό σκοπό να πιεσθούν οι ατυχείς και να δεχθούν να πωλήσουν τα καπνά τους, που είναι ποτισμένα με το αίμα τους, στους καπνοβιομήχανους σε εξευτελιστικές τελείως τιμές. Γιατί οι τιμές τις οποίες πρόσφεραν τότε οι καπνοβιομήχανοι, ήταν εξευτελιστικές. Οι τιμές οι προσφερθείσες το προηγούμενο έτος 1961 για την αγορά των καπνών εσοδείας 1960 κυμαίνονταν από 15-40 δρχ. κατά κιλό.

Οι καπνοπαραγωγοί με τις τιμές αυτές δεν μπόρεσαν να πληρώσουν ούτε τα προς την Αγροτική Τράπεζα χρέη τους και ως εκ τούτου εύλογα προέβαλαν τότε το αίτημα της διάθεσης των καπνών τους σε τιμές ανώτερες απ' αυτές του προηγούμενου χρόνου κατά 50-40%, για­τί έτσι μόνο θα μπορούσαν να ξεχρεωθούν και να αντιμετωπίσουν τις στοιχειώδεις οικονομικές και βιοτικές τους ανάγκες. Οι καπνοβιομήχανοι όχι μόνο δεν προσέφεραν τιμές ανώτερες των του προηγουμένου έτους κατά 50-40%, όπως ζητούσαν οι καπνοπαραγωγοί, αλλά τουναντίον κατ' αρχάς δεν έδιναν ούτε την αύξηση την κατά 10% επί των τιμών του προηγούμενου έτους που αποφάσισε η Κυβέρνηση, κατόπιν του νέου φόρου που επέβαλε στα σιγαρέτα και που ανέρχονταν ως γνωστό σε 50-70 λεπτά κατά κουτί, αναλόγως. Δίκαιη, ως εκ τούτου, εύλογη και επιβεβλημένη υπήρξε η αγανάκτηση και κινητοποίηση των καπνοπαραγωγών η οποία κορυφώνεται σε ένταση από τα μέσα Ιούλη 1962 και φτάνει στη επαναστατική εκείνη έκρηξη της 8ης Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Διότι αποτελούσε και αποτελεί πρόκληση ο κατ' έτος συστηματικός εμπαιγμός σε βάρος τους, εκ μέρους των καπνοβιομήχανων, με τη συμπαράσταση της Κυβέρνησης. Αποτελεί πρόκληση σε βάρος των καπνοπαραγωγών, όταν η Κυβέρνηση επιβάλλει φόρο επί των σιγαρέτων υπέρ των καπνοβιομηχάνων, των περιπτερούχων κ.λ.π. ενώ στους καπνοπαραγωγούς δεν δίνει ούτε ψυχούλα. Αποτελεί ιταμή πρόκληση για τους παραγωγούς, όταν η Κυβέρνηση επιτρέπει στους καπνοβιομήχανους να τους εκβιάζουν και να μένουν τα καπνά τους αδιάθετα, για να σαπίζουν στις αποθήκες. Αποτελεί κυνισμό από μέρους της τότε Κυβέρνησης Καραμανλή, όταν αρνείται να δώσει στους καπνοπαραγωγούς τιμές, ικανές να αντι­μετωπίσουν τις στοιχειώδες βιοτικές τους ανάγκες, τη στιγμή που επι­βάλλει βαρείς φόρους επί των ειδών πρώτης ανάγκης, οι οποίοι, πλήτ­τουν τα ευρέα λαϊκά στρώματα και καταβιβάζουν περισσότερο το βιοτικό επίπεδο του Λαού.

Αποτελεί πρόκληση ακόμα προς τους δυστυχείς καπνοπαραγωγούς η εκ μέρους της τότε Κυβέρνησης άρνηση για στοιχειώδη ικανοποίηση των λογικών και δίκαιων αιτημάτων των καπνοπαραγωγών Αιτωλοακαρνανίας, όταν αυτή η Κυβέρνηση της πλουτοκρατίας και των αδίστακτων μονοπωλίων δε διστάζει να διπλασιάσει τη βασιλική χορηγία και να τριπλασιάσει τη χορηγία του διαδόχου του θρόνου. Κατόπιν τούτων, ως γνωστόν, στις 8 Σεπτέμβρη οι καπνοπαραγωγοί των Επαρχιών Βάλτου και Ξηρομέρου κατέβηκαν σε προειδοποιητική διαδήλωση διαμαρτυρίας, για το αίσχος αυτό που γινόταν σε βάρος τους εκ μέρους των Καπνοβιομήχανων και της Κυβέρνησης Καραμανλή. Τέσσερις χιλιάδες και πλέον καπνοπαραγωγοί των Επαρχιών Ξηρομέρου και Βάλτου, σύσσωμοι, σαν ένας άνθρωπος, με μόνο σύνθημα συναγερμού, τις κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών κινήθηκαν από τα χωριά τους την 3η πρωινή στις 8 Σεπτέμβρη 1962 και κατέλαβαν συν γυναιξί και τέκνοις τη δημόσια οδό Αμφιλοχίας -Αγρινίου. Συγκεκριμένα στο μεν το χωριό Στάνου-Βάλτου συγκεντρώθηκαν περί τις τρεις χιλιάδες καπνοπαραγωγοί, στο δε το χωριό Σφήνα-Βάλτου πε­ρί τους πεντακόσιους. Και εκεί αντιμετώπισαν με γενναιότητα και αν­δρισμό, αντάξιο της ηρωικής Ελληνικής αγροτιάς, την κυνική και βάναυση επίθεση της Κυβέρνησης. Όλοι οι συγκεντρωθέντες αγρότες, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, ακόμα και τα μικρά παιδιά, με μια φωνή απάντησαν στους Κυ­βερνητικούς εκπροσώπους και στη Χωροφυλακή, ότι δεν θα διαλυθούν αν δεν ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα τους και ότι είναι διατεθειμένοι να πέσουν όλοι για τον δίκαιο αγώνα τους. Και στην ομόθυμη αυτή διαδήλωση των αγροτών, οι Χωροφύλακες, παρουσία του Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας Ιωάν. Μήλλιου, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου Δημόπουλου, του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Αγρινίου Αθαν. Πέταλα και του Βουλευτή της δεξιάς Νικ. Φαρμάκη, πυροβόλησαν εναντίον τους αδίστακτα. Και το αίμα των ατυχών παραγωγών χύθηκε και έβαψε την δημόσια οδό Αγρινίου - Αμφιλοχίας.

Ο μικρός Ευστάθιος Μπίλιας (μόλις 10 ετών), από το χωριό Μαχαλά - Ξηρομέρου τραυματίζεται και ο Δημήτρης Βλάχος τραυματίζεται θανάσιμα και μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αγρινίου, όπου υπέκυψε στο μοιραίο. Ο ατυχής καπνοπαραγωγός Δημήτρης Βλάχος απ' τη Λεπενού Βάλτου, σκοτώθηκε απ' τις σφαίρες της Χωροφυλακής στη γέφυρα της Σφήνας την 1.30 μ.μ. της ημέρας εκείνης και έπεσε, ηρωικό ολοκαύτωμα, στις επάλξεις της ωραίας αυτής αγροτικής εξόρμησης. Ο Δημήτρης Βλάχος αποτελεί πλέον σύμβολο των ευγενών κοινωνικών αγώνων της αγροτικής τάξης και ενθαρρύνει με το παράδειγμα της θυσίας του και θα εμπνέει με τον θάνατο του, τους αγώνες ολόκληρου του αγροτικού λαού της Ελλάδας. Οι αγρότες και ειδικότερα οι καπνοπαραγωγοί της Αιτωλοακαρνανίας, θα συνεχίσουν τους αγώνες τους και θα αντιμετωπίσουν και στο μέλλον με γενναιότητα και θάρρος τις ανάλγητες και αντιλαϊκές Κυβερνήσεις που θα συμμαχήσουν με τους Καπνοβιομήχανους εναντίον τους.

Είναι βέβαιο ότι οι ωραίοι αγώνες των καπνοπαραγωγών του Βάλτου και του Ξηρομέρου θα συνεχιστούν με μεγαλύτερο πάθος, με ηρωικότερη έξαρση και με αμείωτη οξύτητα και θα αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση από ολόκληρο τον αγροτικό κόσμο και τώρα και στο μέλλον. Και οι ευγενείς αυτοί Κοινωνικοί αγώνες των καταπιεζόμενων, τελικά θα οδηγούν στην επιτυχία και στη Νίκη. Διότι ως βάθρο τους έχουν το δίκαιο και σημαία τους έχουν τη δικαιοσύνη.


Η ΔΙΚΗ


Η δίκη άρχισε στις 10 Νοέμβρη 1962, ημέρα Σάββατο και ώρα 9 π.μ. ενώπιον του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρίνιου.

Η δίκη αυτή διεξάχθηκε επί πενθήμερο υπό δραματικές συνθήκες, και υπό το κράτος ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας και μεγάλης συγκίνησης του πολυπληθούς ακροατηρίου. Υπολογίζεται ότι τη δίκη αυτή παρακολούθησαν περί τους 5.000 αγρότες και καπνοπαραγωγοί ολόκληρης της περιφέρειας Αιτωλοακαρνανίας.

Την παραμονή της ιστορικής αυτής δίκης, δηλαδή, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1962, οι δικηγόροι οι οποίοι ανέλαβαν την υπεράσπιση των Κατηγορουμένων (18) καπνοπαραγωγών, συνήλθαν σε σύσκεψη στα γραφεία της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Αγρίνιου, προκειμένου να χαράξουν την κοινή γραμμή της υπεράσπισης. Εκεί τότε υπήρξαν διαφωνίες και διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: Mία τάση, η Προοδευτική, την οποία εξέφρασαν οι δικηγόροι Σταύρος Κανελλόπουλος, Παναγ. Παπούλιας, Θεόδ. Σταυρόπουλος, Χρ. Ροκόφυλλος, Κων. Ρόκόφυλλος, Κων. Καράτσαλος, Δημ. Βότσης και. Γρηγόρης Μπακόλας, υποστήριξαν ότι η γραμμή της υπεράσπισης θα έπρεπε να είναι μαχητική. Υποστηρίχθηκε δηλαδή, στη δίκη αυτή να αποκαλυφθεί η πραγματική σημασία της υπόθεσης, να προβληθεί το δίκαιο των καπνοπαραγωγών και η αντιδικία αυτών προς την Κυβέρνηση και τους καπνοβιομήχανους. Η άλλη τάση, η συντηρητική και φιλοκαραμανλική, την οποία εξέφρασαν οι δικηγόροι Χαρίλαος Φαφούτης και Γεώργιος Σιδέρης, υποστήριξε ότι θα έπρεπε να μη προβληθεί η αντιδικία καπνοπαραγωγών - Κράτους, αλλά με ηττοπάθεια να εξαρθεί το αιώνιο λίκνισμα της φτώχειας και του ραγιαδισμού.

Φυσικόν ήταν να επικρατήσει η προοδευτική - μαχητική τάση, ώστε η δίκη αυτή να αποτελέσει μια πραγματική μάχη Καπνοπαραγωγών προς Κυβέρνηση και Καπνοβιομήχανους

Η σύνθεση του Δικαστηρίου αποτελέστηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Σταύρο Ντάλλα και τους Πρωτόδικες Γεώργιον Δημόπουλο και Δημήτριον Φωτόπουλο. Την Εισαγγελική έδρα κατείχε ο Εισαγγελέας Δημ. Ρενιέρης. Τη θέση του Γραμματέα κατέλαβε ο υπάλληλος της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αγρίνιου Δημ. Τσούνης.

Οι παραπεμφθέντες στη δίκη εκείνη, δέκα οχτώ κατηγορούμενοι είναι οι: Δημοσθένης θεοδ.  Παλκογιάννης, Γεράσιμος Μιχ. Τζαχρήστας, Βασίλειος Δημ. Βραχάς, Ιωάννης Δημ. Γκόργκας, Ιωάννης Β. Μπακογιώργος, Κων. Αθαν. Κούτσικος, Πάτροκλος Ιωάν. Ρούτσης, Ιωάννης Νικ. Αδάμος ή Τσούλος, Κων. Β. Σκοτίδας, ΑνδρέαςΓρηγ. Τζαμαλής, Λάμπρος Αποστόλου, Παναγιώτης Κων. Κόκκαλης πρώην Δήμαρχος Αμφιλοχίας, Ιωάννης Π. Σούνας, Δημήτριος Νικ. Μαυρομμάτης, Δημήτριος Κων. Κουτρούμπας, Κων. Η. Ζέλος, Γεώργιος Απ. Μαγκλάρας και Δημήτριος Αθ. Τζούρος.

Οι. δέκα οκτώ αυτοί καπνοπαραγωγοί παρεπέμφθηκαν σε δίκη κατηγορηθέντες για τα αδικήματα της στάσης, της παρακώλυσης των συγκοινωνιών και των απλών σωματικών κακώσεων.

Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων καπνοπαραγωγών ανέλαβαν δεκατρείς δικηγόροι εξ Αθηνών και Αγρίνιου. Ο πρύτανης της υπεράσπισης, στην ιστορική αυτή δίκη, είναι ο διακεκριμένος δικηγόρος Αθηνών και πανελληνίου κύρους ποινικολόγος Σταύρος Κανελλόπουλος. Παρέστησαν επίσης εξ Αθηνών οι δικηγόροι Παναγιώτης Παπούλιας, Αθανάσιος Κακογιάννης, Θεόδωρος Σταυρόπουλος και Χρήστος Ροκόφυλλος. Εκ των δικηγόρων της πόλης του Αγρίνιου παρέστησαν οι Κων. Ροκόφυλλος, Δημήτριος Βότσης, Γρηγόριος Μπακόλας, Κωνσταντίνος Καράτσαλος, Χαρίλαος Φαφούτης, Γεώργιος Σιδέρης, Παναγιώτης Μηλιάς και Ηλίας Μπίνας.

Στην πολύκροτη αυτή δίκη παρέστησαν επίσης αντιπρόσωποι, και ρεπόρτερ των Αθηναϊκών Εφημερίδων: "Το Βήμα", "Τα Νέα", "Ελευθερία", "Αθηναϊκή", "Αυγή", ως και αντιπρόσωποι των εις το Αγρίνιο εκδιδομένων τοπικών εφημερίδων.

Η διαδικασία κατά τη δίκη αυτή τέλειωσε αργά τη νύκτα της 13ης Νοεμβρίου, με την μνημειώδη δικανική αγόρευση του εκ των υπερασπιστών Σταύρου Κανελλόπουλου, το τέρμα της αγόρευσης του οποίου κάλυψαν παρατεταμένα χειροκροτήματα εκ μέρους του πολυπληθούς και σε πλήρη συγκίνηση τελούντος ακροατηρίου.



Η φωτογραφία δημοσιέυτηκε στις 22.09.1962 στην βρετανική εφημερίδα Illustrated London News. Eνδεικτική πηγή το άρθρο του Λίνου Υφαντή εδώ.


Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Άγνωστες ταφές μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ και ανταρτών των ΟΕΚΑ


 Αιτωλοακαρνανία


Παλιό Βούστρι: Οι τάφοι των αγωνιστών, Φώτη και Γεωργίου Πουρνάρα, του ΕΛΑΣ που δολοφονήθηκαν στις 17/07/1945, ως μέλη Ομάδας Ενόπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών (ΟΕΚΑ).



Ο τάφος στο Παλιό Βούστρι

Τρύφος: Οι διωκόμενοι αγωνιστές του τοπικού ΕΛΑΣ κινούνταν στην ορεινή περιοχή Βουστρίου- Τρύφου ήδη από τις αρχές του 1945 προσπαθώντας να διαφύγουν των ενόπλων συμμοριών του παρακράτους και υποστηριζόμενοι από οικογένειες των παραπάνω χωριών. Η ΟΕΚΑ Γεροδήμου απαρτίζονταν από τους: Βασίλης Τσέλιος (Γεροδήμος) αρχηγός ΕΛΑΣ Στερεάς, Νίκος Κομπλίτσης (Χελμός) υπαρχηγός ΕΛΑΣ Ξηρομέρου, Τάκης Γκαραβέλος καπετάνιος λόχου ΕΛΑΣ, Κώστας Τζακώστας καπετάνιος ΕΛΑΣ, Σπύρος Κομπλίτσης καπετάνιος ΕΛΑΣ, Γκαραβέλος Πάνος υπαξιωματικός της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ και μέλος του ΚΚΕ , Φώτης Τζακώστας στέλεχος του ΚΚΕ, Κώστας Σαμαράς ΕΛΑΣίτης, Κώστας Μαρκαντώνης σαμποτέρ του ΕΛΑΣ, Χριστόφορος Θεοχάρης νομαρχιακό στέλεχος της ΕΠΟΝ, Σωκράτης Τσελεπής ΕΛΑΣίτης, Γιάννης Κατσιφός πολιτοφύλακας, Χρήστος Γκούμας πολιτοφύλακας, Τσίντζος Στάθης μέλος του ΚΚΕ, Χριστόφορος Κομπλίτσης πολιτοφύλακας, Βασίλης Παπαγιάννης στέλεχος του ΚΚΕ και ο Αριστείδης Θεοχάρης στέλεχος του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ.

Toν Μάιο του 1945, η ομάδα Γεροδήμου συγκρούστηκε με κλιμάκιο της Χωροφυλακής και τους παρακρατικούς του Λούντζη στην ευρύτερη περιοχή του Βουστρίου μετά από καταγγελία του χωρικού Νικάκη. Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρή με τους αντάρτες να στερούνται πυρομαχικών και να βρίσκονται σε κλοιό περικύκλωσης. Το αποτέλεσμα ήταν η ολοκληρωτική διάλυση της ομάδας Γεροδήμου και ο θάνατος των αγωνιστών της. Τα κεφάλια των αγωνιστών αποκόπηκαν με μαχαίρια και σουγιάδες από τους διώκτες τους και εξετέθησαν σε τορβά στο χωριό Κατούνα. Τα σώματά τους ανευρέθηκαν από τοπικό βοσκό και τάφηκαν σε περιοχή που όπως ο Αριστείδης Θεοχάρης αναφέρει στο βιβλίο του  Με το Δημοκρατικό Στρατό στην Στερεά Ελλάδα εκδ. Σύγχρονη Εποχή, φέρει ακόμα το όνομα «στου Τσέλιου». 



Η θέση "Στου Τσέλιου"


Πατιόπουλο: Στη θέση που ονομάζεται σήμερα «στου πεθαμένου» ή «λάκκα του πεθαμένου», το καλοκαίρι του 1949, οι κάτοικοι του χωριού βρήκαν το σώμα νεκρού αντάρτη του ΔΣΕ. Ομοίως, στη θέση «λιβάδι Πατιόπουλου», βρέθηκε και εκεί νεκρός αντάρτης, το ίδιο καλοκαίρι. Οι δύο είναι θαμμένοι από τους κατοίκους, στην Παναγία, στα λιβάδια Πατιόπουλου. Άλλος νεκρός αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού βρέθηκε στην περιοχή «Σβάρνα» και τάφηκε από τους κατοίκους του χωριού, στην Αγία Σωτήρα. 

Σακαρέτσι: Μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, που πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε πολυβολητής βρέθηκε το 1949, νεκρός στο βουνό Πρατίνα, μετά το Σακαρέτσι, στα βορειο-ανατολικά του Πατιόπουλου. Τάφηκε επί τόπου. 



Οι δύο τάφοι στην Παναγία στα λιβάδια Πατιόπουλου. Πηγή: Αλέξανδρος Ζήκας.


Ιερά Μονή Κατερινούς στη Γαβαλού: Στον περίβολο της εκκλησίας είναι θαμμένοι τουλάχιστον δύο μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, εκ των οποίων ο ένας ονομαζόταν Χρήστος Κατσιγιάννης και ο άλλος Δασκαλάκης.  


Ιωάννινα


Θεριακήσι: Το Μάρτιο του 1947, μαχήτρια του ΔΣΕ έφθασε τραυματισμένη σε τοποθεσία απέναντι από το χωριό Θεριακήσι. Είχε τραυματιστεί στις μάχες στην Τούρκα. Οι κάτοικοι του χωριού την άκουγαν δύο βράδια να ψυχορραγεί, αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Τη βρήκαν νεκρή δύο ημέρες αργότερα, στην περιοχή που ως σήμερα λέγεται «συναγωνίστρια». Έχει ταφεί είτε στο σημείο αυτό, είτε στο νεκροταφείο του χωριού.  

Αργολίδα


Ναύπλιο: Ομαδικοί τάφοι εκτελεσθέντων από τις φυλακές της Ακροναυπλίας, στον ανατολικό τοίχο του πρώτου νεκροταφείου. 

Αρκαδία


Τρίπολη: Ομαδικοί τάφοι εκτελεσθέντων στη μάντρα του Αγίου Αθανασίου, εκεί που κάποτε στηνόταν η καρμανιόλα. 

Άστρος: Ομαδικοί τάφοι από τις δύο μάχες του ΔΣΕ Πελοποννήσου στην πόλη. Οι ταφές βρίσκονται σε ένα χέρσο χωράφι, που ονομάζεται ως σήμερα «πεθαμένοι», έξω από το νεκροταφείο «Μεσόγειο» της πόλης. 


Θεσσαλία


Περιοχή Πατωμένης Λάρισας: Υπήρξε χώρος των Εμπέδων και νοσοκομείο της 123ης Ταξιαρχίας, της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Τάφηκαν εκεί εκπαιδευόμενοι μαχητές που σκοτώθηκαν σε αεροπορικές επιδρομές, το 1948, καθώς 2 εκτελεσμένοι λιποτάκτες. 

Αϊ-Γιάννης Πατωμένης Λάρισας: Στον περίβολο της εκκλησίας υπήρχαν έως το 1948, τουλάχιστον 3-4 ταφές νεκρών του ΔΣΕ, πιθανώς από το παρακείμενο νοσοκομείο της 123ης Ταξιαρχίας της 1ης Μεραρχίας. 








70 χρόνια από τη δολοφονία του πατέρα μου, γιατρού και αγωνιστή, Γεώργιου Νατιώτη (Πάγκαλου)

 

Το παρακάτω κείμενο, εστάλη από τον Παναγιώτη Νατιώτη, για την επέτειο της δολοφονίας του πατέρα του. Το δημοσιεύουμε όπως ακριβώς μας δόθηκε


Σαν σήµερα, παραµονή της Παναγίας, το 1946, δολοφονήθηκε άνανδρα ο πατέρας µου, Νατιώτης-Πάγκαλος Γεώργιος από πληρωµένους δολοφόνους. Το παράπονό µου είναι ότι ένας τόσο άξιος και λαοφιλής άνθρωπος του καιρού του περιέπεσε στη µεταθανάτια αφάνεια και, παρότι η ιστορία του είναι γνωστή ακόµα και σε ανθρώπους που δεν τον γνώρισαν προσωπικά, πουθενά δεν αναγράφεται ότι δολοφονήθηκε. Εβδοµήντα χρόνια µετά, σκοπός των λιγοστών αυτών γραµµών είναι η αποκατάσταση της ιστορικής µνήµης του, καθώς η ιστορία δεν πρέπει να αλλοιώνεται ούτε να λησµονιέται. Ο Γεώργιος Νατιώτης (Πάγκαλος), γιος του Θεοδώρου από το Φοινίκι και της Αναστασίας, το γένος Γ. Σταθάκη, από τον Ασωπό, γεννήθηκε το 1904 στο Φοινίκι του νοµού Λακωνίας. Αποφοίτησε από το γυµνάσιο των Μολάων και από το σχολαρχείο του Γυθείου, αριστούχος στα µαθήµατα και µε διακρίσεις στον αθλητισµό και συγκεκριµένα στο αγώνισµα του δρόµου των 100 µέτρων. Στη συνέχεια, φοίτησε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, απ’ όπου και αποφοίτησε, το 1930, µε ειδικότητα παθολόγου-µαιευτήρα, δείχνοντας ιδιαίτερη επιµέλεια, στοιχείο που τον χαρακτήριζε καθ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η επιµέλειά του αυτή του επέτρεψε να εκπληρώσει, παράλληλα µε την πανεπιστηµιακή του φοίτηση, τη στρατιωτική του θητεία στο Ναύπλιο. Αφού πήρε το δίπλωµά του, διατηρούσε ιατρείο στα Παπαδιάνικα, όπου και κατοικούσε. Δύο χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε την κόρη του ιερέα και δηµοδιδασκάλου Παναγιώτη Γεωργαρά, Ελένη, από τον Άγιο Δηµήτριο Μονεµβάσιας, και εγκαταστάθηκαν στον Ασωπό (τότε κοινότητα Κοντεβιανίκων). Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Νικόλαο το 1932, τον Παναγιώτη (εµένα) το 1936 και την Αναστασία το 1940, τα οποία γεννήθηκαν στον Ασωπό. 

 Από την εγκατάστασή του στον Ασωπό αφιερώθηκε στην καλλιέργεια της επιστήµης του και στην προσφορά προς τους συνανθρώπους του. Είναι γνωστό ότι δεν δίσταζε να επισκέπτεται ασθενείς σε όλη την επαρχία Επιδαύρου-Λιµηράς, ακόµα και στα πιο αποµακρυσµένα και ορεινά χωριά της περιοχής, ενώ συνέδραµε οικονοµικά τους πιο άπορους από αυτούς προκειµένου να εξασφαλίζουν την απαραίτητη φαρµακευτική περίθαλψη. Ακλόνητος στην αρωγή προς τους συνανθρώπους του, χρησιµοποιούσε ολόψυχα κάθε δυνατό µέσο για την εκπλήρωση του ιατρικού του καθήκοντος. Συγκεκριµένα, µε το δικό του ιδιωτικό αυτοκίνητο και τα δικά του έξοδα µετέφερε ασθενείς αρκετές φορές, χρήζοντες άµεσης νοσοκοµειακής περίθαλψης, στη Σπάρτη, ενώ χάρη στην υψηλή του κατάρτιση και τη χαρισµατική του προσωπικότητα πρωτοπορούσε πραγµατοποιώντας µόνος του τις βασικές µικροβιολογικές εξετάσεις στους ασθενείς, σηµειώνοντας πολλές επιτυχίες στις διαγνώσεις του. Στα παιδιά των σχολείων της περιοχής έκανε τα απαραίτητα εµβόλια, δίνοντάς τους πολύτιµες συµβουλές για την υγιεινή τους, τις οποίες αντλούσε από την παρακολούθηση συνεδρίων παιδιατρικής στην οποία προέβαινε κατά τις επανειληµµένες επισκέψεις του στην Αθήνα. 

 Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι έφτασε στο σηµείο να δίνει ο ίδιος από το αίµα του στους ασθενείς που το είχαν ανάγκη, αφού διέθετε την οµάδα αίµατος που είναι συµβατή µε όλες τις υπόλοιπες. Διασώζονται µέχρι σήµερα και έχω στην κατοχή µου τα βιβλία των ασθενών του κατά την περίοδο 1930-1946, µε αναλυτικές πληροφορίες εξατοµικευµένα για κάθε ασθενή.

Χαρακτηριστικό δείγµα της προαναφερθείσας αφοσίωσής του αποτελεί το ακόλουθο περιστατικό: Συναισθανόµενος το χρέος απέναντι στον άνθρωπο που ανέλαβε τα έξοδα για τις σπουδές του, τον θείο του Νικόλαο Νατιώτη, µόνιµο κάτοικο Αµερικής, όταν πληροφορήθηκε από τρίτους ότι ο τελευταίος ασθένησε µε εγκεφαλικό και ηµιπληγία το 1938 και νοσηλευόταν σε νοσοκοµείο χωρίς κανενός τη συµπαράσταση (καθότι ανύπαντρος), έσπευσε όταν το πληροφορήθηκε και απουσίασε για τρεις µήνες στην Αµερική για να του παρέχει την ιατρική του φροντίδα και τελικά να τον µεταφέρει πίσω στην Ελλάδα. Έκτοτε, ο ασθενής θείος κατέστη µέλος της οικογένειας του πατέρα µου και έτυχε ιδιαίτερης στοργικής φροντίδας και ανέσεων. Επιπλέον, κατά τα έτη 1940-1941, υπηρέτησε στο αλβανικό µέτωπο ως ανθυπίατρος. Για τις ηρωικές ανδραγαθίες του καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέµου, του απενεµήθη το µετάλλιο πολεµικού σταυρού γ’ τάξης και το σχετικό δίπλωµα µε την υπ’ αριθµό 314/46 διαταγή, καθώς και αναµνηστικό µετάλλιο 1940-41. Το µετάλλιο αυτό δεν έχω καταφέρει να το παραλάβω ακόµα, καθώς µου ζητούν να προσκοµίσω πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης όπου να αναγράφονται οι στρατολογικές µεταβολές.

Αλλά, µετά τη δολοφονία του, κατεχωρήθη, δολίως, ως ανυπότακτος πολέµου και αποβιώσας, κάτι που προσπαθώ ακόµη να διορθώσω χάριν της µνήµης του. Χαρακτηριστικά θυµάµαι την ακόλουθη διήγηση του φίλου του πατέρα µου, Χρήστου Δούκα, γιατρού στους Σιδηροδρόµους Ελληνικού Κράτους, µε τον οποίο πολέµησαν µαζί στην Αλβανία: Μου διηγήθηκε ότι, χρόνια µετά τη δολοφονία του πατέρα µου, ταξίδευε ο ίδιος µε τους σιδηροδρόµους και ανέφερε σε έναν βουλευτή της ΕΡΕ από τα µέρη µας, ο οποίος συνταξίδευε µαζί του, το όνοµα του πατέρα µου, τη γνωριµία και φιλία τους από την Αλβανία, καθώς και την εκτίµηση που του έτρεφε. Τότε ο βουλευτής του είπε: «Αν ζούσε σήµερα ο Νατιώτης, δεν θα είµαστε εµείς εδώ που είµαστε, τώρα» (εννοούσε τον εαυτό του στην κυβέρνηση).

Ο Γεώργιος Νατιώτης-Πάγκαλος υπήρξε ένα από τα πέντε ιδρυτικά στελέχη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) της επαρχίας Επιδαύρου-Λιµηράς και δραστηριοποιήθηκε στις τάξεις του από το Μάρτιο του 1942 µέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Στην οργάνωση αυτή, για την ηγετική του προσωπικότητα, του δώσανε το ψευδώνυµο «τσοπάνος». Τη δηµοκρατική του αυτή στράτευση έµελλε να την πληρώσει σύντοµα µετά την Κατοχή. Οι διώξεις εναντίον του ξεκίνησαν την άνοιξη του 1945, όταν συνελήφθη από έφιππους παρακρατικούς και φυλακίστηκε στην υπόγεια φυλακή του Ασωπού. Από εκεί µεταφέρθηκε στη Σπάρτη, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος δύο µέρες µετά. Ακολούθησε µία άνανδρη επιδροµή ταγµατασφαλιτών και γερµανόφιλων µε καλυµµένα πρόσωπα στο εξοχικό του σπίτι, ενώ εκείνος απουσίαζε, οι οποίοι έκλεψαν τη στρατιωτική στολή του και πήραν όµηρο τη σύζυγό του για να πιάσουν τον ίδιο. Την άφησαν µόνο µετά τις επίµονες παρακλήσεις του πατέρα της.

Το καλοκαίρι του 1945 στάλθηκε κάποια επιστολή στην Εθνοφυλακή Μολάων µε την εναντίον του κατηγορία ότι ήταν υπαίτιος για πολλά εγκλήµατα και ότι µιλά σε όλα τα χωριά υπέρ του κοµµουνισµού. Μετά από αυτό έφυγε για την Αθήνα, όπου δούλεψε στις παιδικές κατασκηνώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου γρήγορα έγινε πολύ αγαπητός στους µικρούς κατασκηνωτές. Επέστρεψε, όµως, στον Ασωπό τη Μεγάλη Παρασκευή του 1946, µετά από παρακλήσεις των συγχωριανών του, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν ειλικρινείς, ενώ δεν έλειπαν και οι δόλιες. Μια εβδοµάδα µετά το Πάσχα του 1946, ένα µπουλούκι αποθρασυµένων χιτών εισέβαλαν στο σπίτι του, ενώ γνώριζαν καλά ότι ο ίδιος έλειπε από το σπίτι για έναν τοκετό και θα διανυκτέρευε στου πεθερού του. Χτύπησαν τη σύζυγό του µε το κοντάκι του πιστολιού στο αυτί, δηµιουργώντας της µόνιµο πρόβληµα ακοής, µε σκοπό να προξενήσουν ζηµιές στο σπίτι (τζάµια, καθρέφτες, γυαλικά και εικονίσµατα) και να σκορπίσουν τον τρόπο, ενώ του κατέστρεψαν και δύο µικροσκόπια που είχε φέρει από την Αµερική, µπροστά στα τροµαγµένα µάτια ηµών των παιδιών και του ηµιπληγικού θείου µας. Κατόπιν όλων αυτών των ιταµών διώξεων, ο Γεώργιος Νατιώτης, οργισµένος αλλά και ανήσυχος για την ασφάλεια των οικείων του, αναγκάστηκε να µετεγκατασταθεί στο Φοινίκι, µετά τις επίµονες προσκλήσεις των φοινικιωτών, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι εκεί θα ήταν ασφαλής, υπόσχεση όχι απλώς ψεύτικη, αλλά και ύπουλη, εξυπηρετούσα απλώς τα καταχθόνια σχέδια εξόντωσής του στον τόπο όπου γεννήθηκε. 

Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο σπίτι του πατέρα του και χρησιµοποιούσε έναν µικρό επί του δρόµου χώρο ως ιατρείο. Γνωστοί του τού πρότειναν να τον φυγαδεύσουν, αλλά εκείνος, αταλάντευτος, απέρριψε κάθε σχετική πρόταση. Του φαινόταν µικροπρεπές να δειλιάσει, λέγοντας: «Αν µε θεωρούν επικίνδυνο, να µε σκοτώσουν». Οι δε ασθενείς, µαθαίνοντας την αλλαγή χωριού του θεράποντος ιατρού τους, τον επισκέπτονταν µαζικά, ακόµα και από µακρινά χωριά, στο προαναφερθέν, νέο του µικρό ιατρείο στο Φοινίκι. Εκεί, έµελλε να παιχτεί το τελευταίο επεισόδιο του άδικου, απηνούς κυνηγιού του δηµοκράτη αγωνιστή από τους παρακρατικούς κατσαπλιάδες. Δεκαπέντε µέρες πριν από τη δολοφονία του, τον επισκέφθηκε ένας βαθµοφόρος της Χωροφυλακής Μολάων και απαίτησε από αυτόν να προβεί σε δήλωση µετάνοιας και αποκήρυξης των φρονηµάτων του. Εκείνος του απάντησε µε τα εξής λόγια: «Δεν είµαι αρκούδα να µου βάλουν το χαλκά στη µύτη και να µε πηγαίνουν όπου θέλουν. Ήµουν, είµαι και θα είµαι δηµοκράτης και κατά του θεσµού της βασιλείας» και του εξήγησε για ποιους λόγους. Σε τέτοιους καιρούς, λίγοι είχαν την τόλµη να εκφραστούν δηµόσια έτσι. Μια τέτοια παρρησία δεν γινόταν να του τη συγχωρήσουν. 

Στις 14 Αυγούστου του 1946 και ώρα 10 το πρωί, εµφανίστηκαν στο τοπικό καφενείο απέναντι από το νέο του ιατρείο τρεις νεαροί χίτες της συµµορίας Μπρατίτσα. Είχαν ξεκινήσει τα χαράµατα από τους Μολάους έχοντας λάβει οδηγίες για τη δολοφονία του Γεωργίου Νατιώτη. Ο ένας από αυτούς µετέβη απέναντι, στο γιατρό, προσποιούµενος τον ασθενή και ζητώντας αντεµπρίνες (φάρµακο κατά της ελονοσίας). Η µητέρα µου, που ήταν παρούσα, και ο πατέρας µου κοιτάχτηκαν ανήσυχοι, αντιλαµβανόµενοι τον κίνδυνο. Κατέβηκαν και οι τρεις µαζί στο ιατρείο. Όταν ο γιατρός επιχείρησε να του δώσει το φάρµακο, ο δολοφόνος έβγαλε το πιστόλι του και τον πυροβόλησε, αλλά η σφαίρα τρύπησε το καπέλο που φόραγε χωρίς να βρει στόχο. Ενώ η µητέρα µου κράταγε την πόρτα για να µη µπει ο δολοφόνος, ο γιατρός άνοιξε την άλλη πόρτα του ιατρείου (ήταν γωνιακό) µε δύναµη και έτρεξε απέναντι, προς το καφενείο, για να καλυφθεί. Προσπάθησε να ανοίξει την πίσω πόρτα που οδηγούσε προς τις αυλές και τον άλλο δρόµο, αλλά ήταν κλειστή, οπότε εγκλωβίστηκε εκεί.

Εκεί οι συµµορίτες έπιασαν τις πόρτες και πυροβόλησαν εναντίον του αρκετές φορές ανεπιτυχώς, ενώ είχε προλάβει να έρθει και η µητέρα µου. Κατά τη διάρκεια των πυροβολισµών ένας θαρραλέος φοινικιώτης, ο Χαράλαµπος Παπαδάκης, που καθόταν στο καφενείο, µπήκε στη µέση προσπαθώντας να τον γλιτώσει, φωνάζοντας «Ρε, το γιατρό;!», µε αποτέλεσµα να τραυµατιστεί, ενώ οι υπόλοιποι θαµώνες είχαν µαζευτεί στη γωνία. Αν το παράδειγµά του είχαν µιµηθεί κι άλλοι, ίσως η εξέλιξη να ήταν διαφορετική. Και καθώς ο γιατρός ή κουράστηκε ή έκανε τον πεθαµένο ως τελευταίο τέχνασµα για να ξεγελάσει τους δολοφόνους του, ένας άλλος φοινικιώτης, ενώ έφευγαν, τους είπε «Ρε συ, σας κάνει τον ψόφιο!» κι ένας από αυτούς γύρισε από την πόρτα, έπιασε το γιατρό από τα µαλλιά και του έριξε τη µοναδική σφαίρα στον κρόταφο. Η µητέρα µου έτρεξε προσπαθώντας να σταµατήσει την αιµορραγία, αλλά µάταια. Πολλοί από τους παριστάµενους στο καφενείο ήταν χίτες ειδοποιηµένοι για το τι επρόκειτο να συµβεί. Οι δολοφόνοι του απεχώρησαν ανενόχλητοι, σταµατώντας µάλιστα στο εξοχικό ενός χίτη στο δρόµο τους για να πιουν τον καφέ τους και να ηρεµήσουν. Έτσι άνανδρα δολοφονήθηκε ο γιατρός Νατιώτης. Σηµειώνω ότι ένα χρόνο µετά τη δολοφονία, ο Μπρατίτσας τού έκλεψε και το αυτοκίνητο.

Από τότε, κάθε φορά που πλησιάζει η γιορτή της Παναγίας, µελαγχολώ. Σήµερα, έστω και εβδοµήντα χρόνια µετά, η ιστορική διαδροµή του πατέρα µου αξίζει αυτήν την συνοπτική υπόµνηση. Με στεναχωρεί ότι µετά από τόσα χρόνια κυκλοφορούν ανυπόστατες φήµες (µάλιστα, άκουσα να λέγεται ότι τον σκοτώσανε κατά λάθος), γεγονός που µε οδήγησε σε αυτήν τη δηµοσίευση, καθώς µε ενδιαφέρει να µην αλλοιωθεί η ιστορική αλήθεια και ίσως αφορά τους ιστορικούς της νεότερης ιστορίας.



 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Στέφανος Νικολαΐδης: Βιογραφικό Αγωνιστή

 

Ο Στέφανος Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1913 στο Οδεμήσιο της Σμύρνης και το 1922 ήρθε προσφυγάκι στην Καβάλα. Σπούδασε στην Αθήνα τεχνικός μηχανημάτων κινηματογράφου και επέστρεψε στην πόλη μας. Επί Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση και φυλακίστηκε από τους Βουλγάρους στις φυλακές Σερρών από τις αρχές του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση. Τον Οκτώβριο του 1944 εκλέχθηκε από την Αυτοδιοίκηση Δήμαρχος Καβάλας σε ηλικία 31 χρονών (ο δεύτερος της ΕΑΜικής περιόδου μετά το φιλελεύθερο Γ. Βασιλικό). Μετά το Μάρτιο του 1945 και την αποκατάσταση του συντεταγμένου κράτους, συνελήφθη για συνεργασία με τους Βουλγάρους και φυλακίστηκε μαζί με το Νομάρχη Καβάλας Γιώργο Τσαρουχά (θύμα των βασανιστηρίων της Δικτατορίας το Μάιο του 1968). 

Στα τέλη του 1947 απαλλάχθηκε οριστικά από την κατηγορία του δωσιλογισμού. Τις μέρες που εκδόθηκε το βούλευμα, ο Νικολαΐδης δικαζόταν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Δράμας με την κατηγορία της διενέργειας εράνων υπέρ του ΚΚΕ. Καταδικάστηκε σε θάνατο και παραμονές Χριστουγέννων του 1947 εκτελέστηκε. Ήταν 34 ετών. 



Στη φωτογραφία ο Νικολαΐδης στο κέντρο, με τα γυαλιά, μαζί με το Δημοτικό Συμβούλιο της ΕΑΜικής περιόδου.