Το έτος 1949 υπήρξε και για το ΔΣΕ Κρήτης, έτος κάμψης και σταδιακής του διάλυσης, καθώς οι ανταρτομάδες που παρέμεναν στο νομό Χανίων αντιμετώπιζαν αφάνταστες δυσκολίες, κακουχίες και ελλείψεις, ενώ σταδιακά, οι μαχητές και μαχήτριές του έπεφταν σε ενέδρες, αιχμαλωτίζονταν ή αποφάσιζαν να εμφανιστούν στις κυβερνητικές αρχές και να παραδοθούν. Ο θάνατος του Γιώργου Τσιτήλου έθεσε επίσης ουσιαστικό τέλος στην ενιαία πολιτική καθοδήγηση του ΔΣΕ, χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει ότι η επαφή των ανταρτών με το κίνημα έπαψε.
Ομάδες του ΔΣΕ με συγκροτημένη πολιτική καθοδήγηση λειτούργησαν έως και το 1960-1961, έως την ολοκλήρωση των προσπαθειών τους για επανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ στο νομό και την τελική τους έξοδο προς τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, μέσω σοβιετικού εμπορικού πλοίου.
Γνωστή επίσης, είναι και οι περίπτωση των δύο τελευταίων ανταρτών του ΔΣΕ Κρήτης, Γιώργου Τσομπανάκη και Σπύρου Μπλαζάκη, που παρέδωσαν τα όπλα τους, μόλις το 1975.
Στο μέρος αυτό του αφιερώματός μας, στο ΔΣΕ Κρήτης θα παραθέσουμε τα σημαντικότερα γεγονότα του 1949.
H τελευταία μεγάλη σύσκεψη των ανταρτών
Στις αρχές του Απρίλη του 1949, έλαβε χώρα η τελευταία οργανωμένη σύσκεψη των ανταρτών του ΔΣΕ Κρήτης, στη θέση "Βιτσιλέ", μεταξύ 25 περίπου μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ, που παράμεναν στα βουνά του νομού Χανίων. Στη σύσκεψη έλαβε μέρος η ομάδα του Γιώργη Μανουσέλλη που είχε περάσει το χειμώνα του 1949, στην περιοχή των Σφακίων, σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και άλλες μικρές ομάδες του ΔΣΕ. Παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο της συζήτησης, στην τελευταία αυτή σύσκεψη, θεωρούμε πολύ πιθανό, να τέθηκε το ζήτημα της συνέχειας της δράσης του ΔΣΕ Κρήτης ή το ενδεχόμενο αυτοδιάλυσής του. Κρίνοντας από τη συνέχεια δράσης έως το 1961, είναι πολύ πιθανό, τμήμα των μαχητών και μαχητριών του, να έθεσε ορθά την επανασύνδεσή τους με το κίνημα και το καθήκον της ανασυγκρότησης των εδαφικών, παρανόμων ΚΟΒ.
Με τη λήξη της σύσκεψης, η ομάδα του Μανουσέλλη, αποτελούμενη από 5 άνδρες και 2 γυναίκες επέστρεψε στην περιοχή του Καλλικράτη. Η μεγάλη τους ανάγκη για τρόφιμα έσπρωξε το Μανουσέλλη να εμπιστευθεί την προμήθεια των τροφίμων σε συγγενικά του πρόσωπα, τα οποία θεωρούσε έμπιστα, χωρίς ωστόσο, ετούτο να είναι αλήθεια. Το επόμενο πρωί, η ομάδα του Μανουσέλλη βρέθηκε περικυκλωμένη από απόσπασμα Χωροφυλακής και έδωσε σκληρή μάχη για την επιβίωσή της, προσπαθώντας να σπάσει τον κυβερνητικό κλοιό.
Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν οι: Γιώργης Μανουσέλλης, Σωτήρης Ψαράκης, Αθηνά Χανταμπάκη, Ελένη Παπαγιαννάκη (Ηλέκτρα) και ο αντάρτης Βλάσης, με το ψευδώνυμο "Λυκούργος". Του κλοιού κατάφεραν να διαφύγουν οι Γιώργης Μιαούλης και Ανδρέας Κουρκουμελάκης, οι οποίοι σκοτώθηκαν σε άλλη θέση, λίγες ημέρες μετά.
Νέα ένταση των διώξεων
Καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ Κρήτης μειώνονταν, οι κυβερνητικές δυνάμεις ενίσχυαν την αποφασιστικότητά τους, για την τελική εξόντωσή τους, "εγκαινιάζοντας" έναν νέο κύκλο επιχειρήσεων, εξορμήσεων και διωκτικών δράσεων.
Στις 8 Μαΐου του 1949, απόσπασμα Χωροφυλακής υπό τον ενωμοτάρχη Α. Δασκαλάκη, περικύκλωσε το χωριό Αλίκαμπο Αποκορώνα και επιχείρησε να συλλάβει τον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Μανώλη Θωμαδάκη (Κακούρη). Ο Θωμαδάκης αμύνθηκε ηρωικά και μόνο μετά από δύο ώρες, ανταλλαγής πυροβολισμών, αφού τα πυρομαχικά του τελείωσαν, κατάφεραν να τον σκοτώσουν.
Στις 18 Μαΐου, άλλο απόσπασμα χωροφυλάκων που έλαβε πληροφορίες από τοπική τους πηγή, περικύκλωσε το καταφύγιο του αντάρτη Μαθιού Μακρυδάκη, στελέχους του ΚΚΕ, από το Νιό Χωριό Αποκορώνα, ο οποίος κρυβόταν με το μαχητή του ΔΣΕ Ηλία Ηλιάκη. Οι χωροφύλακες κάλεσαν τους αντάρτες να παραδοθούν, εκείνοι όμως αρνήθηκαν και ξέσπασε συμπλοκή. Οι δύο μαχητές του ΔΣΕ έπεσαν έτσι, ηρωικά μαχόμενοι.
Στις 4 Ιουλίου του 1949, απόσπασμα Χωροφυλακής έλαβε εντολή μεταφοράς από την Ασφάλεια Χανίων για το στέλεχος του ΚΚΕ, Γιώργη Ζωγραφάκη, από το Γαλατά Κυδωνίας, που κρατούταν εκεί. Οι χωροφύλακες τον μετέφεραν στα Παλιά Ρούματα και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ, αναφέροντας αργότερα ότι αποπειράθηκε να δραπετεύσει. Πρόκειται για ένα ακόμα στυγερό έγκλημα της Ασφάλειας και της Χωροφυλακής, από τα πολλά παρόμοια που διαπράχθηκαν, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα.
Ωστόσο, οι κυβερνητικές δυνάμεις που επέδραμαν ξανά, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949, ενάντια στο ΔΣΕ, δεν βρίσκονταν τελείως εκτός κινδύνου, όπως θεωρούσαν.
Στα μέσα του καλοκαιριού του 1949, στην Υποδιοίκηση Αστυνομίας της Βάμου, διοικητής ήταν ο υπομοίραρχος Μπασιάς, οργανωτής αστυνομικών αποσπασμάτων που είχαν σαν αποστολή τους την εκκαθάριση των τελευταίων ανταρτών. Τα αποσπάσματα αυτά κυκλοφορούσαν από χωριό σε χωριό, τρομοκρατώντας του κατοίκους και πλιατσικολογώντας τις περιουσίες τους, ενώ ο ίδιος ο Μπασιάς δήλωνε ότι "θα κάνει τους Αποκορωνιώτες να κατουράνε μέσα", κοινώς ότι ούτε για την ανάγκη τους αυτή δεν θα βγαίνουν από το σπίτι τους. Στα χωριά του Αποκορώνα εξόπλιζαν παράλληλα, τους εμπίστους τους και εξανάγκαζαν τον πληθυσμό να κρατάει σκοπιές, να τους συλλέγει τρόφιμα και τους είχαν προειδοποιήσει ότι όποιος χωρίς άδεια έβγαινε το βράδυ από το σπίτι του, θα πυροβολούταν αδιακρίτως.
Η κατάσταση ωστόσο δεν περασε απαρατήρητη από του αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι μελέτησαν σχέδιο επίθεσης στα αποσπάσματα του Μπασιά και οργάνωσαν ενέδρα, έξω από το χωριό Κάινα Αποκορώνα, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το Βάμο.
Αρχικά, μια μικρή ομάδα ανταρτών κατέβηκε πάνω από το χωριό Φρε Αποκορώνα και έριξε μερικές ριπές στο αστυνομικό τμήμα του χωριού, προκαλώντας σύγχυση. Σε λίγα λεπτά, το απόσπασμα του Μπασιά ήταν έτοιμο να κινητοποιηθεί, θεωρώντας ότι επρόκειτο για μεγάλη δύναμη ανταρτών που θα επιχειρούσε εναντίον τους. Εγκατέλειψαν το κτήριο της Αστυνομίας και οχυρώθηκαν στο νεκροταφείο του χωριού, στο ανατολικό σημείο του. Στο μεταξύ, το αντίστοιχο απόσπασμα του Βάμου, με επικεφαλής τον ίδιο το Μπασιά κινητοποιήθηκε για ενίσχυσή τους και ξεκίνησε για το Φρε.
Το φορτηγό όμως που τους μετέφερε έπεσε στην ενέδρα των ανταρτών και ακολούθησε συμπλοκή, κατά την οποία ένας αστυφύλακας σκοτώθηκε και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο ίδιος ο Μπασιάς, που έχασε το μάτι του στη συμπλοκή και αποστρατεύθηκε.
Η τυχαία επίθεση στο Διοικητή Χωροφυλακής Χανίων, Μανώλη Βουτυράκη
Με την τελική ήττα του ΔΣΕ, στις 29 Αυγούστου του 1949, οι ολιγάριθμοι πια αντάρτες του ΔΣΕ Κρήτης επιχείρησαν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Η θέση τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς για αυτούς η διέξοδος στις χώρες του σοσιαλισμού ήταν σχεδόν αδύνατη. Σε μικρή σύσκεψη αποφασίστηκε η προσπάθεια για εξασφάλιση τροφίμων και εφοδίων για τον επερχόμενο χειμώνα, καθώς η μετακίνησή τους θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και πολύ επικίνδυνη, εξαιτίας και του άγριου κυνηγητού, στο οποίο οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν επιδοθεί.
Στα μέσα του Νοέμβρη του 1949, ομάδα ανταρτών κατέβηκε στο δρόμο ανάμεσα στους Άγιους Πάντες και τις Βρύσες Αποκορώνα και καμουφλαρίστηκε στο εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου, με σκοπό τους, όταν πέσει η νύχτα, να σταματήσουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα και να ζητήσουν βοήθεια, σε είδη και χρήματα.
Σταμάτησαν το πρώτο διερχόμενο αυτοκίνητο, όπου συνάντησαν τη συμπάθεια του κρητικού λαού και έλαβαν, χωρίς κανένα εκφοβισμό, λίγα χρήματα. Σε λίγο, από το σημείο πέρασε το αυτοκίνητο του διοικητή Χωροφυλακής Χανίων, Μανώλη Βουτυράκη, που μετέφερε τον ίδιο και την οικογένειά του. Το όχημα σταμάτησε στο μπλόκο που είχαν στήσει οι αντάρτες στο δρόμο και μόλις αυτοί εμφανίστηκαν, ο Βουτηράκης και ο συνοδός του ξεκίνησαν να πυροβολούν. Οι αντάρτες απάντησαν με ομαδικά πυρά, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί η σύζυγος Βουτυράκη και να τραυματιστούν βαριά, ο υπενωμοτάρχης και ανηψιός του Βουτυράκη, που συνόδευε την οικογένεια και ο ίδιος ο Μανώλης Βουτυράκης. Τελικώς, το αυτοκίνητο κατάφερε να διαφύγει.
Το περιστατικό θεωρήθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις ως προμελετημένο, ενώ ουδεμία δυνατότητα προμελέτης θα μπορούσε να υπάρχει από τον ολιγομελή και διωκόμενο ΔΣΕ Κρήτης, που δεν θα μπορούσε να γνωρίζει, σε καμιά περίπτωση το δρομολόγιο του διοικητή, ο οποίος βρέθηκε τη λάθος στιγμή, στο λάθος σημείο.
Με αφορμή του περιστατικό, οι κυβερνητικές και παρακρατικές δυνάμεις εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας σε όλη την επαρχία Αποκορώνα, που εκδηλώθηκε με μαζικές συλλήψεις πολιτών, εκτοπίσεις και εκκενώσεις χωριών. Έδιωξαν από τα σπίτια τους όλους τους κατοίκους του Νεροχωρίου και άσκησαν σφοδρές πιέσεις στον πληθυσμό, που καμια σχέση δεν είχε με το περιστατικό, για να του αποσπάσουν πληροφορίες για τους αντάρτες. Για ακόμα μια φορά, ο λαός του Αποκορώνα υπέμεινε με στωικότητα, την εκδικητική μανία του αστικού κράτους...
Πηγή: Λευτέρης Ηλιάκης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Αυτοέκδοση, Χανιά 2002, 110-116.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου