Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του ρωσικού λαού, οι συμμαχικές δυνάμεις της Γαλλίας, Βρετανίας και άλλων χωρών που συμμετείχαν στην Αντάντ μαζί και με τη συμμετοχή της Ελλάδας προέταξαν τον λεγόμενο συμμαχικό στρατό απέναντι στον επαναστατημένο ρωσικό λαό. Ο αποικιακού τύπου αυτός στρατός, ανέλαβε την στήριξη του τσαρικού λευκού στρατού και την προσπάθεια για παλιννόστηση της μοναρχίας στη Ρωσία.
Οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό τον Ιανουάριο του 1919. Πρώτο αφίχθη το 34ο Σώμα Πεζικού και ακολούθησαν το 7ο και το 1ο. Το 34ο ΣΠ τέθηκε αμέσως υπό τη διοίκηση της γαλλικής 156η Μεραρχίας Πεζικού και του στρατηγού Μποριούς. Το μεσημέρι της 7ης Φεβρουαρίου, ο διοικητής του 34ου ΣΠ, συνταγματάρχης Πέτρος Καρακασώνης, έλαβε διαταγή από την για τη συγκρότηση ενός μικτού σώματος που θα αποτελούνταν από ένα τάγμα Ζουάβων του 1ου γαλλικού συντάγματος μετόπισθεν Αφρικής, έναν ουλαμό γαλλικού ιππικού, δύο ίλες Ρώσων εθελοντών, μια γαλλική πυροβολαρχία, έναν γαλλικό ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού των 65 mm και έναν των 75mm. Επίσης θα συμμετείχαν και από 5 άρματα μάχης τύπου FT-17. Διοικητής τους τέθηκε ο ταγματάρχης Παναγιώτης Μακρής με την γενική εποπτεία του Γάλλου αντισυνταγματάρχη Ζαί.
Στόχος της γαλλικής διοίκησης ήταν η σύμτηξη ενός δικτύου προφυλακίων γύρω από την Οδησσό, η οποία θα αποτελούσε την κύρια βάση των συμμαχικών δυνάμεων. Ελλείψει επαρκών δυνάμεων, η γαλλική διοίκηση αποφάσισε να εγκαταστήσει αποσπασμάτων στους κύριους σιδηροδρομικούς κόμβους. Βέβαια η τακτική αυτή είχε το σοβαρό μειονέκτημα ότι άφηνε τεράστια περιθώρια ελιγμών στον Κόκκινο Στρατό.
To απόσπασμα που διατέθηκε για τη φύλαξη της Μπερζόφσκα και το οποίο έμελλε να αντιμετωπίσει την επίθεση του Κόκκινου Στρατού αποτελούνταν από τον ελληνικό λόχο 6/34 υπό τον υπολοχαγό Κωνσταντίνο Παπαζαχαρίου, έναν λόχο Ζουάβων και δύο γαλλικούς ουλαμούς ορειβατικού πυροβολικού. Το απόσπασμα έφθασε στην Μπερεζόφσκα στις 22:30 κατόπιν διαταγών του αντισυνταγματάρχη Ζαί και ξεκίνησε την προπαρασκευή των θέσεών του την επόμενη. Τα ελληνικά τμήματα είχαν καταλάβει θέσεις και ολοκληρώσει την δημιουργία αμυντικών γραμμών 7 ημέρες μετά. Αυτό που η μοναρχική στρατιωτική διοίκηση δεν γνώριζε είναι ότι ο Κόκκινος Στρατός διέθετε ισχυρό έρεισμα στον λαό και το επιτελείο του είχε πληροφορηθεί για τις κινήσεις στην Μπερεζόφσκα.
Στις 21 Φεβρουαρίου, οι ελληνικές δυνάμεις εντόπισαν ισχυρή δύναμη ιππικού του Κόκκινου Στρατού να κινείται βόρεια της πόλης. Το έφιππο στοιχείο του Κόκκινου Στρατού αποτελούσε εκείνη την εποχή "άσσο στο μανίκι" αφού ήταν ευκίνητο, πολυπληθές και ικανό για ανίχνευση, γρήγορους αιφνιδιασμούς και αστραπιαία χτυπήματα. Την επόμενη ημέρα τμήμα πεζικού του Κόκκινου Στρατού διενέργησε αναγνωριστική επίθεση στις μοναρχικές θέσεις και υποχώρησε τακτικά λίγο αργότερα.
Στις 25 Φεβρουαρίου η γαλλική διοίκηση έλαβε τις πληροφορίες της για μαζική κάθοδο προς τον νότο των μπολσεβικικών στρατευμάτων. Επιθυμώντας να ανακόψει την πορεία τους όσο το δυνατόν μακρύτερα από την Οδησσό, αποφάσισε να ενισχύσει την άμυνα της Μπερεζόφσκα με το 3/1 Τάγμα Πεζικού που διέθετε 676 οπλίτες και 21 αξιωματικούς υπό τον ταγματάρχη Νικόλαο Βρατσάνο. Το τάγμα αυτό αναχωρεί σιδηροδρομικώς στις 27 Φεβρουαρίου και φθάνει στην πόλη μια ημέρα μετά αντικαθιστώντας τον λόχο των Ζουάβων. Στην διοίκηση του ελληνικού πεζικού βρίσκονταν και ο λοχαγός τότε και μετέπειτα επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Πελοποννήσου Διονύσιος Παπαδόγκωνας. Ο λόχος των Ζουάβων τελικά θα παραμείνει στην πόλη λειτουργώντας ως εφεδρεία.
Οι μοναρχικοί στρατιωτικοί επιτελείς υποτιμούσαν συστηματικά τις τακτικές ικανότητες του Κόκκινου Στρατού, το ηθικό του και την άμεση και οργανική του σχέση με τον λαό. Δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι επρόκειτο για έναν λαϊκό στρατό αποτελούμενο από μαχόμενους πολίτες το ηθικό και η μαχητικότητα του οποίου ήταν σχεδόν ακατάβλητη. Έτσι η μοναρχική διοίκηση θεώρησε ότι η Μπερεζόφσκα βρίσκονταν σχεδόν εξασφαλισμένη από οποιαδήποτε προσβολή. Άλλωστε οι μοναρχικοί αξιωματικοί, των δυτικού τύπου σχολών πολέμου που ελάχιστη σχέση είχαν με την πρώτη γραμμή πυρός, δεν είχαν ποτέ συναντήσει ξανά έναν τέτοιο, θα λέγαμε, νέου τύπου στρατό.
Οι δυνάμεις της Μπερεζόφσκα αριθμούσαν τώρα 1900 Έλληνες οπλιτες και 600 περίπου Γάλλους και Ρώσους στρατιώτες.
Προπαγανδιστική αφίσα του Κόκκινου Στρατού |
Στολές του Κόκκινου Στρατού 1919 |
Προπαγανδιστική αφίσα του τσαρικού στρατού |
Αφίσα του Κόκκινου Στρατού που προτρέπει Ρώσους και Ουκρανούς να αντισταθούν στα ξένα στρατεύματα |
Η Μάχη
Την 3η Μαρτίου δριμύ ψύχος κύκλωσε την Μπερεζόφσκα και η θερμοκρασία άγγιξε τους -28 βαθμούς. Γύρω στις 20:00, οι παρατηρητές ανέφεραν ότι ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε με ταχύτητα τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Τα πυροβόλα άνοιξαν πυρ ενάντια σε ένα υδροφόρο σιδηροδρομικό όχημα που οι Μπολσεβίκοι είχαν αφήσει να κυλήσει προς την πόλη για να εξακριβώσουν την ετοιμότητα της μοναρχικής άμυνας και το εάν η σιδηροδρομική γραμμή είχε καταστραφεί. Η καταστροφή της γραμμής δεν είχε συντελεστεί πλήρως κι έτσι οι Μπολσεβίκοι ήταν σε θέση να προσεγγίσουν την μοναρχική περίμετρο. Τα πυρά σταμάτησαν σε λίγο και επικράτησε ησυχία. Ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα.
Μετά τα μεσάνυχτα της 4ης Μαρτίου, ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση ενάντια στις θέσεις των μοναρχικών δυνάμεων. Περιμετρικές επιθέσεις του ιππικού συνδυάζονταν άρτια με κινήσεις του πεζικού. Η επίθεση τελικά αποκρούστηκε από τους μοναρχικούς με μικρές σχετικά απώλειες και στα δύο στρατόπεδα. Αργά τα ξημερώματα της ίδιας ημέρες, η μοναρχική διοίκηση της πόλης έλαβε γνώση των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού που βρίσκονταν σε κλοιό γύρω από την πόλη. 3000 άνδρες ενός συντάγματος πεζικού, με υποστήριξη 3 πεδινών πυροβολαρχιών και μιας βαριάς πυροβολαρχίας είχαν παραταχθεί απέναντι από το συμμαχικό στρατό. Τις δυνάμεις αυτές υποστήριζε και μεγάλος αριθμός ιππέων καθώς και ένας θωρακισμένος σιδηροδρομικός συρμός. Το υπόλοιπο της ημέρας κύλησε ήσυχα με μια έκτακτη σύσκεψη των Ζαί και Ρόκα. Ζητήθηκε ενίσχυση των δυνάμεων της Μπερεζόφσκα από δύο τάγματα που έδρευαν στην Οδησσό, η οποία όμως δεν έφθασε ποτέ.
Στις 10:00 της 5ης Μαρτίου και με την εχθρική επίθεση να επίκειται, ο αντισυνταγματάρχης Ζαί διέταξε την εκκένωση των σιδηροδρομικών οχημάτων για να διατεθούν για τις επικείμενες ενισχύσεις από την Οδησσό. Παράλληλα προχώρησε σε αντικατάσταση των γαλλικών τμημάτων από τα ελληνικά πράγμα που έφερε αναστάτωση στις γραμμές. Την στιγμή που η αντικατάσταση των Ζουάβων είχε μόλις ολοκληρωθεί το γαλλικό πυροβολικό ξεκίνησε να βάλλει κατά των αντιπάλων που προέλαυναν. Μέχρι της 13:00 οι Μπολσεβίκοι είχαν ολοκληρώσει κι εκείνοι μια προπαρασκευαστική επίθεση του δικού τους πυροβολικού και τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού πίεσαν εικονικά την δεξιά πτέρυγα των μοναρχικών δυνάμεων. Έως τις 15:30, οι Μπολσεβίκοι είχαν ξεκινήσει την σφοδρή τους επίθεση στο αριστερό τμήμα των μοναρχικών δυνάμεων. Δύο τάγματα του Κόκκινου Στρατού σφυροκοπούσαν το μέτωπο του Παπαδόγκωνα ενός ένα τρίτο ετοιμάζονταν να εμπλακεί. Το μοναρχικό μέτωπο ήταν μεν οχυρό αλλά βρίσκονταν υπερεκτεταμένο στο μήκος του και σύντομα οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν. Στο αριστερό άκρο της αμυντικής τους γραμμής, βρίσκονταν και ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μπερεζόφσκα. Ο αντισυνταγματάρχης Ζαί ευρισκόμενος σε σύγχυση αποφάσισε να μην ενισχύσει τις ελληνικές θέσεις αλλά τράβηξε το γαλλορωσικό σώμα στο λόφο που δέσποζε της πόλης για να αμυνθούν εκεί.
Στις 16:40 ο Ρόκας ξεκίνησε πιεζόμενος την δική του υποχώρηση προς τον λόφο που βρίσκονταν οι Ζουάβοι. Μέσα στη γενικότερη ασυνεννοησία, ο Ζαί, πραγματοποίησε υποχώρηση την στιγμή που οι ελληνικές δυνάμεις έφθασαν στο λόφο. Έτσι καταλήφθηκε και ο σιδηροδρομικός σταθμός. Ο Κόκκινος Στρατός τώρα μπορούσε άνετα, με τα δικά του οχήματα να κινείται και εντός πόλης.
Στις 17:00, οι μοναρχικές δυνάμεις συμπτηχθηκαν μέσα στην πόλη. Τα 2-3 άρματα που βρίσκονταν στη διάθεσή τους δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ και ολόκληροι λόχοι των Μπολσεβίκων πέρασαν στην Μπερεζόφσκα. Οι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν στην γέφυρα στο νότιο τμήμα της πόλης όπου η ορμή του Κόκκινου Στρατού μετριάστηκε κάπως. Παράλληλα μια μικρή μικτή δύναμη 80 ανδρών υπό τον λοχαγό Κατσούλη επιχείρησε να αντεπιτεθεί με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική συντριβή.
Η κατάρρευση του μοναρχικού μετώπου και η κατάληψη του σταθμού δεν άφηνε πολλές αυταπάτες ως προς την πορεία της μάχης. Μέχρι τις 20:45, οι Μπολσεβίκοι είχαν καταλάβει ολοκληρωτικά την πόλη και τα γαλλικά πολυβόλα είχαν σιγήσει. Τα λείψανα του μοναρχικού στρατού σχημάτισαν έξω από την πόλη δύο φάλαγγες και υποχώρησαν στην Οδησσό.
Οι ελληνικές απώλειες στην Μπερεζόφσκα ανήλθαν σε 113 νεκρούς. Οι γαλλορωσικές δυνάμεις που κάλυψαν την δική τους υποχώρηση με το στήθος των "συμμάχων" τους είχαν 1 νεκρό και 15 τραυματίες.
Η μάχη της Μπερεζόφσκα εκτός από την στρατιωτική υπεροχή του Κόκκινου Στρατού αναδεικνύει και δύο ακόμα ζητήματα: Πρώτον, το γεγονός ότι η λαϊκή αυτοδιάθεση δεν δύναται να τσακιστεί από τον ξενοκίνητο επεμβατισμό και δεύτερον, ότι για ακόμη μια φορά στην σύγχρονη ιστορία της, η Ελλάδα αποτέλεσε τρόπον τινά, τον φτωχό συγγενή στα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων χωρίς κανένα δικό της πολιτικό ή στρατιωτικό όφελος. Εν κατακλείδι, ο ελληνικός με το ρωσικό λαό δεν είχαν τίποτε να χωρίσουν.
Xάρτης της μάχης στην Μπερεζόφσκα (Στρατιωτική Ιστορία τεύχος 191) |
Γάλλοι στρατιώτες στην Ουκρανία το 1919 |
Έλληνες στρατιώτες που εστάλησαν στην Ουκρανία |
Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού μπροστά σε όχημα τύπου Austin-Putilov |
Πηγές: Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα εις την μεσημβρινήν ρωσία, ΓΕΣ/ΔΙΣ 1955
Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 191
Νεότερη Ελληνική Ιστορία του 20ου αιώνα, Γ1, Βιβλιόραμα