"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

O B' Παγκόσμιος Πόλεμος στο Μεσολόγγι (µέρος Β’)



Συνέχεια στο άρθρο του Δημήτρη Μούρκα


Η Συνθηκολόγηση του Ιταλικού Στρατού λόγω της απόβασης των Συµµάχων στη Σικελία την 8η Σεπτεµβρίου του 1943 θα έχει σαν αποτέλεσµα η Ιταλική Φρουρά του Μεσολογγίου να παραδοθεί αµαχητί στους Γερµανούς που ανέλαβαν γρήγορα και αναίµακτα τον έλεγχο της πόλης.

Αρχικά τα νέα για τη Συνθηκολόγηση του Ιταλικού Στρατού έγιναν δεκτά µε ενθουσιασµό από τους απλούς στρατιώτες των µονάδων που στάθµευαν στο Μεσολόγγι καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως γι’ αυτούς ο πόλεµος τέλειωνε και θα µπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους µέχρι το τέλος του Πολέµου. Χαρακτηριστική είναι η Μαρτυρία του Francesco Defferara που υπηρετούσε στον 16ο Λόχο Προεδρικής Φρουράς του Ιταλικού Στρατού στο Μεσολόγγι. (Εικόνα 2) «Κάθε βράδυ στη συνηθισµένη ώρα ακούγαµε στο ραδιόφωνο τα νέα για τον πόλεµο. Στις 8 Σεπτεµβρίου ακούσαµε πως η κυβέρνηση του Στρατηγού Badoglio είχε ζητήσει την ανακωχή και ότι δεν µπορεί να συνεχίσει τον αγώνα. Ακούγοντας αυτό, όλοι µείναµε έκπληκτοι, πολλοί φώναζαν από χαρά, άλλοι πηδούσαν σαν τρελοί, ενώ όσοι φρουρούσαν σηµεία της πόλης του Μεσολογγίου στο άκουσµα της είδησης άρχισαν να πυροβολούν µε τα όπλα τους στον αέρα από χαρά. Φαινόταν σαν ένα πάρτυ, ήταν µια πραγµατική Βαβυλώνα. Αµέσως πήγα στον κοιτώνα, περιµένοντας νέα, και στην πραγµατικότητα ο υπολοχαγός ήρθε αµέσως, διέταξε να διπλασιάσουµε τους φρουρούς, να οπλιστούµε όλοι µας και να είµαστε έτοιµοι για µία πιθανή επίθεση µε τους Γερµανούς από το Αγρίνιο. Έφτασε η αυγή της ηµέρας 9 Σεπτεµβρίου. Όλοι περιµέναµε µε ανυποµονησία να ακούσουµε νέα, αλλά η ηµέρα πέρασε και δεν υπήρχε κανένα νέο. Στις 10 Σεπτεµβρίου ξεκίνησαν οι φήµες ότι θα φεύγαµε για Ιταλία, αλλά δεν ξέραµε πως. Κάποιοι έλεγαν πως θα φεύγαµε δια θαλάσσης, άλλοι µε τα πόδια, άλλοι µε φορτηγά. Οι αντάρτες, οι οποίοι στο Μεσολόγγι ήταν πάρα πολλοί έγιναν αµέσως φίλοι µας, ζητώντας µας ρουχισµό, όπλα και πυροµαχικά, και µας ρωτούσαν αν εµείς οι ίδιοι θέλαµε να εισέλθουµε στις τάξεις τους. Οι Γερµανοί ανέλαβαν αµέσως την εντολή να ελέγξουν αυστηρά όλη την κίνηση της πόλης, ιδιαίτερα την περιοχή πάνω από µας προς τους Έλληνες.»





Στις 12 Σεπτεµβρίου 1943 η Ιταλική Φρουρά του Μεσολογγίου παραδίδει τον οπλισµό της στους Γερµανούς, οι οποίοι έχουν στήσει ένα κάρο µπροστά από τον Κήπο των Ηρώων για να µαζέψουν εκεί τον Ιταλικό οπλισµό. Για 10 µέρες παραµένουν στο Στρατόπεδο του Αγίου Αθανασίου (Εικόνα 1) περιµένοντας την µεταφορά τους στην Ιταλία, όπως πίστευαν. Επιδίδονται σε ένα άκρατο φαγοπότι των προµηθειών που είχαν µείνει στο στρατόπεδο. Όσοι δεν ήταν τόσο ευκολόπιστοι να πιστεύουν πως οι Γερµανοί θα τους αφήσουν να επιστρέψουν στην Ιταλία ακολουθούν τους αντάρτες στο βουνό ενώ όσοι ήταν πιστοί στα φασιστικά ιδεώδη προσχωρούν στις τάξεις των Γερµανών. Η Ιταλική Φρουρά του Αιτωλικού παραδόθηκε ολόκληρη µε τον οπλισµό της στον ΕΛΑΣ κάτι που είχε σαν αποτέλεσµα οι Γερµανοί να αποκλείσουν το Αιτωλικό και από τις δυο πλευρές και να απαιτήσουν να επιστραφεί ο οπλισµός της Ιταλικής φρουράς αλλιώς θα προχωρούσαν σε αντίποινα. Το ολοκαύτωµα αποφεύχθηκε µε προσωπική παρέµβαση του Δηµάρχου Μεσολογγίου Ευαγγελάτου, ο οποίος έπεισε τον Γερµανό διοικητή πως οι Αιτωλικιώτες δεν είχαν στην κατοχή τους οπλισµό αφού πρώτα είχε προειδοποιήσει τους κατοίκους του Αιτωλικού να ρίξουν τον οπλισµό στη θάλασσα.

Το Μεσολόγγι πέραν της Ιταλικής φρουράς, που στάθµευε στην πόλη, θα αποτελέσει τον κύριο κόµβο µεταφοράς από τους Γερµανούς των Ιταλικών στρατευµάτων που στάθµευαν στην Δυτική Ελλάδα προς την Αθήνα ή τη Λαµία και από εκεί σιδηροδροµικώς στα Γερµανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας και της Γερµανίας. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες µεταξύ 8/9/1943 και των αρχών Οκτωβρίου του 1943 θα στριµωχτούν στην περιοχή της Αγριλιάς και του Συνοικισµού λόγω της γειτνίασης των περιοχών αυτών µε το στρατόπεδο, περιµένοντας να µεταφερθούν είτε µε πλοίο από το Λιµάνι του Μεσολογγίου (εικόνα 6) στον Πειραιά, είτε µε τα πόδια στην Λαµία µέσω Ναυπάκτου και Μπράλου. Ο συνωστισµός τόσο µεγάλου αριθµού στρατιωτών σε συνδυασµό µε τον βροχερό Σεπτέµβρη του 1943, τις κάκιστες συνθήκες υγιεινής λόγω της αιχµαλωσίας αλλά και τα κουνούπια που βρίθει η περιοχή µας θα έχουν σαν αποτέλεσµα το ξέσπασµα επιδηµίας ελονοσίας (µαλάριας) στις τάξεις των Ιταλών στρατιωτών. Είναι χαρακτηριστική η µαρτυρία του Gualtiero Marello υπίατρου της Μεραρχίας Casale (εικόνα 3), που υπηρετούσε στο στρατιωτικό νοσοκοµείο Αγρινίου, που περιγράφει την Μεταφορά των Ιταλικών στρατευµάτων που στάθµευαν σε άλλες περιοχές στο Μεσολόγγι, την µετάπτωση ενός στρατεύµατος κατακτητών σε αιχµαλώτους κυρίως όµως περιγράφει µε τα µελανότερα χρώµατα το Μεσολόγγι της κατοχής.



«Περίπου 40 χιλιόµετρα από το Αγρίνιο βρίσκεται το Μεσολόγγι. Δύο ώρες ταξιδιού. Η αναχώρηση ενός τρένου στην Ελλάδα είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Πιστεύω ότι αποτελεί ένα γεγονός. Το σιδηροδροµικό υλικό δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που χρησιµοποιούµε στην Ιταλία στα τραµ: µου θυµίζει το τρένο Asti-S. Damiano. Όλα είναι εν κινήσει: ο σταθµάρχης και οι δέκα που δουλεύουν στον Σταθµό, οι υπάλληλοι και όλοι οι σιδηροδροµικοί, οι άντρες και οι αχθοφόροι (εικόνα 4). Όλοι φωνάζουν και δίνουν εντολές, τρέχουν σχεδόν σαν την αποχώρηση µιας αµαξοστοιχίας για το φεγγάρι. (εικόνα 4) Δεν σου κρύβω, Νίνι, ότι φοβάµαι πολύ. Δεν έχουµε συνοδεία από Γερµανούς. Μπορούµε όλοι να ξεφύγουµε. Μπορούµε να κατεβούµε σε οποιοδήποτε σταθµό χωρίς να κανείς να µας σταµατήσει. Πού θα πήγαινα όµως;

Το ταξίδι είναι αργό, µονότονο. Αντικρίζω την έρηµη ελληνική ύπαιθρο, τα φτωχά χωριά. Αναχώρηση για τη Βενετία της Ελλάδας, Αιτωλικό: µια οµάδα σπιτιών µε ξυλοπόδαρα στη µέση των βάλτων που σχηµατίζονται από τη θάλασσα. Τοπίο χωρίς ιστορία και χωρίς ποίηση. Η ιστορία του παρελθόντος δεν έχει πια σηµασία, Στο Αιτωλικό επικρατεί η νόσος και ο θάνατος. Ελονοσία Ελονοσία!!!



Μας περιµένουν. Ένας Γερµανός στρατιώτης, από την Αλσατία, µας µεταφέρει. Ελέγχει τον αριθµό µας. Είµαστε όλοι εδώ. Έχουµε αναφερθεί ως δύναµη και ως ειδικότητα. Τώρα όλος ο περίπλοκος οργανισµός που θα απασχοληθεί µε τους Ιταλούς αιχµαλώτους ξεκινάει, εφαρµόζεται ήδη λεπτοµερώς µε την ασφάλεια και την ακρίβεια που χαρακτηρίζει τη γερµανική µεθοδικότητα. Έχουµε ήδη συλληφθεί. Η αιχµαλωσία µας αρχίζει. Το Μεσολόγγι είναι µια τυπικά ελληνική πόλη βρισκόµενο σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Για να φτάσει κανείς εκεί από τη θάλασσα, περνά από τις παραγκουπόλεις που βρίσκονται κοντά στην ακτή, τις µεγάλες βαλτώδεις περιοχές, που συνορεύουν µε στενές λωρίδες γης καλυµµένες µε γρασίδι και θάµνους, πάνω στους οποίους ζουν τη ζωή τους και που κατοικούν µερικές οικογένειες στις καλύβες και τα καλάµια της λάσπης (εικόνα 5). Μια ξύλινη προβλήτα και µια αποβάθρα είναι ο µόνος εξοπλισµός του µικρού λιµανιού (εικόνα.6). Ένα υπόστεγο είναι η µόνη σηµαντική κατασκευή. Στη συνέχεια προς τα δυτικά, ακριβώς έξω από την πόλη, η σειρά των ελών εκτείνεται σχεδόν σε όλη την έκταση που περιβάλει την πόλη. Το άθλιο θέαµα συµπληρώνεται από ολόκληρα τα διάσπαρτα κτίρια, όπου πολλά πάµφτωχα όντα, σκελετικά σώµατα, κοίλα πρόσωπα και τεράστιες κοιλιές µωρών παιδιών, µαρτυρούν την τραγωδία της ζωής στη σφαίρα της ελονοσίας και της πείνας 

Η πόλη, αν µπορούµε να την αποκαλέσουµε πόλη, δεν παρουσιάζει τίποτα το ιδιαίτερο. Βρίσκει κανείς χαµηλά σπίτια µε βεράντα, βρώµικο νερό που ρέει θαρρείς αιώνια στους δρόµους επειδή ο αποχετευτικός αγωγός είναι υπό το φως του ήλιου, η συνηθισµένη άσχηµη µυρωδιά, το αλάτι της θάλασσας, η υγρασία που εµποτίζει κάθε σπίτι, η έλλειψη καθαριότητας σε σπίτια, µε δρόµους και σε κατοίκους. Μόνο µερικά πιο σύγχρονα κτίρια, µερικές αξιοπρεπείς βίλες βρίσκονται έξω από το Μεσολόγγι αλλά τίποτα που να τα καθιστά άξια προσοχής. Το Μεσολόγγι έχει τη φήµη ότι είναι πλούσιο σε όµορφα κορίτσια. Μόνο µε αυτόν τον τρόπο µπορούµε να εξηγήσουµε, όπως υποδηλώνει η παράδοση, ότι ο Λόρδος Βύρων αισθάνθηκε την ανάγκη να σταµατήσει σε αυτήν την άθλια χώρα και η γυναίκα που βρήκε ήταν πραγµατικά µοιραία για τον ροµαντικό και ξανθό ποιητή. Η γυναίκα και τα κουνούπια τον σκότωσαν.

Στο Μεσολόγγι µας έβαλαν κάτω από τα ελαιόδεντρα.

Το Μεσολόγγι είναι η πόλη της ελονοσίας. Από τη θάλασσα χωρίζεται από έλη. Βρώµικο, όσο δεν µπορείτε να φανταστείτε. Οι Ελαιώνες είναι ο χώρος επώασης των κουνουπιών και ειδικά τον µήνα Σεπτέµβριο βρέχει και όλα µετατρέπονται σε βάλτο. Έµεινα 15 ηµέρες κάτω από τα ελαιόδεντρα. Είχα µαζί µου ένα χαλασµένο κρεβάτι που είχα καταφέρει να φέρω από το Αγρίνιο µαζί µε δύο κουβέρτες. Πήρα επίσης µερικά κουτιά µαρµελάδας και φρούτων σε σιρόπι. Δεν είχα τίποτε άλλο µαζί µου, αν και κοιµόµασταν έξω στις ψυχρές νύχτες του Σεπτέµβρη. Αρχίσαµε να τρώµε ότι βρίσκαµε για να ικανοποιήσουµε την πείνα µας. Σκεφτείτε ότι ήµασταν χιλιάδες και ότι τα απόβλητα και οι ακαθαρσίες ήταν συσσωρευµένες κάνοντας την ζωή µας ανυπόφορη. Όλα αυτά ανάµεσα στο βόµβο των µεγάλων κουνουπιών και την επιδροµή των Ελλήνων, οι οποίοι σαν γεράκια περίµεναν διαρκώς να µας επιτεθούν και να µας λεηλατήσουν. Εδώ άρχισα να έχω µια σαφή αίσθηση του τι αντιπροσωπεύει ένας στρατός στην ήττα.

Ήδη είχε έρθει η είδηση ότι οµάδες Ιταλών στρατιωτών, κατά τη διάρκεια της πορείας προς Λαµία, είχαν προσβληθεί από ληστές των Ελλήνων που τους λεηλάτησαν και τους άφησαν γυµνούς Εν τω µεταξύ, η ελονοσία θέριζε. Η κόπωση και η κακή διατροφή άρχισαν να υπονοµεύουν τη δύναµη των νέων.



Δεκαπέντε μέρες στους ελαιώνες, πόσοι στρατιώτες έχουν πεθάνει. Δεν έχω πάψει να είμαι γιατρός, αλλά και να είμαι κρατούμενος. Έχω γνωρίσει το θάνατο των σωμάτων και των ψυχών. Η κραυγή των πατέρων. Ήξερα τα βάσανα. Έχω δει τι σημαίνει να είσαι κουρασμένος, θλιβερά θλιμμένος, πεινασμένος, απελπισμένος.


Στους στρατώνες του Αγίου Αθανασίου υπήρχε ένα πλήθος στρατιωτών αρρώστων. Ελονοσία, ελονοσία, ελονοσία. Αιματηρή δυσεντερία που σε δύο ημέρες σκελέτωνε έναν οργανισμό και ό, τι δεν μπορούσαμε να θεραπεύσουμε επειδή δεν υπήρχαν τα φάρμακα και το κατάλληλο φαγητό».  

(συνεχίζεται…)


Στις φωτογραφίες διακρίνονται με σειρά:

Κεντρική φωτογραφία: Χαρακτηριστική πανοραμική άποψη της Δυτικής πλευράς της πόλης (πηγή: Προσωπικό αρχείο)

Εικόνα 1: Ιταλικά Οχήματα και πυροβολικό στους Ελαιώνες δίπλα στο στρατόπεδο στον Άγιο Αθανάσιο (φωτό: Προσωπικό αρχείο)

Εικόνα 2: Ιταλοί στρατιώτες στον δρόμο της Τουρλίδας (Πηγή: Προσωπικό αρχείο Δημητρίου Παρούση)

Εικόνα 3: Ο υπίατρος της Μεραρχίας Casale Gualtiero Marello σε αιχμαλωσία στο Γουδί στην Αθήνα. Το ημερολόγιό του «Prigionero 589» εκδόθηκε από τον γιο του Αlberto Marello κι εμπεριέχει λεπτομερέστατες περιγραφές του Μεσολογγίου της Ιταλικής κατοχής. Για την παραχώρηση του ημερολογίου του πατέρα του τον χιλιο-ευχαριστώ από καρδιάς

Εικόνα 4: Ιταλοί στρατιώτες στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγρινίου. Στο πρώτο βαγόνι υπάρχει η χαρακτηριστική επιγραφή «Σ.Β.Δ.Ε» Σιδηρόδρομος Βορειοδυτικής Ελλάδος (Πηγή: Δημοπρασία Ebay)

Εικόνα 5: Λιμάνι του Μεσολογγίου - Άνοιξη του 1941. Διακρίνεται το κτίριο που στεγάζεται σήμερα το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Μεσολογγίου καθώς και ιταλικά φορτηγά


Πηγή: Εδώ

Το Μεσολόγγι στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο (µέρος Α’)


Εξαιρετικό άρθρο του φίλου Δημήτρη Μούρκα


Το Μεσολόγγι στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο (µέρος Α’)


14 Σεπτεµβρίου 1944. Η ολιγάριθµη φρουρά του Λοχαγού της 104 Μεραρχίας Κυνηγών Alfons Ritter, όντας αποκοµµένη από τον κύριο όγκο της Μεραρχίας που εγκατέλειψε το Αγρίνιο την προηγούµενη µέρα, παραδίδεται στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ Μεσολογγίου. Είναι το τέλος της γερµανικής Κατοχής και η έναρξη µια εξίσου ταραχώδους περιόδου (τόσο για το Μεσολόγγι όσο και για ολόκληρη την χώρα) που θα λήξει τον Μάρτιο του 1945 µε το τέλος της ΕΑΜοκρατίας στην πόλη.

Το Μεσολόγγι ήδη από την εποχή του Ελληνο-Ιταλικού πολέµου αποτέλεσε τον σηµαντικότερο κόµβο µετακινήσεων στρατευµάτων και πολεµοφοδίων των εµπόλεµων καθώς διέθετε 3 λιµάνια (Μεσολόγγι, Κρυονέρι, Κάτω Βασιλική) καθώς και την µοναδική σιδηροδροµική γραµµή στην Δυτική Ελλάδα που συνέδεε το Κρυονέρι µε το Αγρίνιο. Κατά τον Ιταλο-Ελληνικό πόλεµο από το Μεσολόγγι περνούσαν τα εφόδια για να καταλήξουν στην Πρέβεζα η οποία χρησιµοποιούνταν ως βάση ανεφοδιασµού.

Κατά την Γερµανική Εισβολή στοιχεία της 1st SS Panzer Division «Leibstandarte SS Adolf Hitler θα διεκπεραιωθούν µέσω των λιµανιών της Κάτω Βασιλικής και Μεσολογγίου (Εικόνα 2) στην Πελοπόννησο κατά την καταδίωξη των Συµµαχικών Δυνάµεων που υποχωρούσαν στην Καλαµάτα µε σκοπό να τα αποκόψουν στον Ισθµό της Κορίνθου. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1941 από το λιµάνι του Μεσολογγίου θα µεταφερθεί και η Μεραρχία Acqui στην Κεφαλονιά (εικόνα 3).

Η Ιταλική κατοχή στο Μεσολόγγι θα κρατήσει από τον Μάιο του 1941 µέχρι τον Σεπτέµβριο του 1943. Κατά την Ιταλική κατοχή το Μεσολόγγι θα αποτελέσει το διοικητικό κέντρο των Ιταλικών δυνάµεων στην περιοχή καθώς θα αποτελέσει την έδρα της 56 ης Μεραρχίας Casale. Για τους Ιταλούς το Μεσολόγγι ήταν αρχικά ιδανικός τόπος µετάθεσης καθώς βρισκόταν µακριά από τα Μέτωπα της Αφρικής και της Ρωσίας που πολεµούσε ακόµα ο Ιταλικός στρατός ενώ και η δραστηριότητα των ανταρτών µέχρι το 1943 ήταν σχετικά µικρή (µόνο µια αντι-αντάρτικη επιχείρηση αναφέρεται στα Ιταλικά αρχεία το 1942 στα Μούσουρα).

Όπως διηγείται ο επικεφαλής της Βασιλικής Ιταλικής Αστυνοµίας, Agostino G. Pasquali στο ηµερολόγιο του τον Οκτώβριο του 1942: Έτσι έφτασα στο Μεσολόγγι, το οποίο ήταν τότε ένα θαυµάσιο χωριό στο Ιόνιο Πέλαγος. Με µάγεψε το τοπίο µεταξύ ξηράς και θάλασσας, Νόµιζα ότι η αποστολή µου σε αυτό το υπέροχο µέρος θα µπορούσε να είναι ένα είδος διακοπών. Όµως, η στρατιωτική κατοχή είχε δηµιουργήσει δυσαρέσκεια και δυσπιστία στον πληθυσµό, µια πραγµατική εχθρότητα που παρέµεινε κρυµµένη για το φόβο των Ιταλών και Γερµανών κατακτητών. Υπήρχε λοιπόν η ανάγκη εκατό Καραµπινιέρων. Ήµασταν τόσοι πολλοί, διότι εκτός από το σταθµό της Καραµπινιερίας υπήρχε η έδρα της µεραρχίας και του τάγµατος εδώ. Οι Μεσολογγίτες ήταν ήσυχοι άνθρωποι που ασχολούνταν µε την αλιεία και τη γεωργία και είχαν παραµείνει πάντα ξένοι στην πολιτική. Όταν πέρασαν οι πρώτες εβδοµάδες, συνειδητοποίησαν ότι τους σεβόµασταν, και σε ορισµένες περιπτώσεις τους βοηθούσαµε, να διατηρούν καλές σχέσεις µε τους στρατιώτες της Μεραρχίας. Ήµασταν ευαίσθητοι στις ανάγκες του πληθυσµού και την προστασία του νόµου και τάξης.

H πραγµατικότητα όµως για τους κατοίκους του Μεσολογγίου κατά την διάρκεια της κατοχής ήταν τελείως διαφορετική από αυτή που περιγράφει ο επικεφαλής της Καραµπινιερίας στο Μεσολόγγι. Ο Λιµός του 41-42 που χτύπησε κυρίως τα αστικά κέντρα στην Ελλάδα δεν άφησε ανεπηρέαστο και το Μεσολόγγι. Ο λόγος ήταν πως οι Ιταλοί απαγόρεψαν την οποιαδήποτε άφιξη ή αναχώρηση από την πόλη του Μεσολογγίου χωρίς ειδική άδεια τόσο αγαθών όσο και ανθρώπων. Αυτόµατα προκλήθηκε επισιτιστική κρίση στο Μεσολόγγι. Ο πλούτος της λιµνοθάλασσας τα ψάρια αποτέλεσαν την µοναδική πηγή τροφής για την πόλη ενώ υπήρξαν όπως είναι φυσικό φαινόµενα κερδοσκοπίας. Την κατάσταση επιχείρησαν να εξοµαλύνουν και να ελέγξουν οι αρχές κατοχής όταν µε διαταγή του ο στρατιωτικός διοικητής του Μεσολογγίου Ταγµατάρχης Λόλι ανακοίνωσε πως θα οριστούν επόπτες των αρχών κατοχής που θα ελέγχουν την παραγωγή των Ιβαριών της Λιµνοθάλασσας (ενώ παράλληλα τον Μάρτιο του 1942 οι τοπικές αρχές διοργάνωσαν το πρώτο λαϊκό συσσίτιο και τον διαµοιρασµό ειδών πρώτης ανάγκης (κυρίως όσπρια και ζάχαρη) στο λιµοκτονούντα πληθυσµό του Μεσολογγίου.

Το 1943 αποτελεί έτος σταθµό για το Μεσολόγγι αλλά και για την ευρύτερη περιοχή καθώς η Γερμανική παρουσία στην Αιτωλ/νία πολλαπλασιάζεται. Ο λόγος είναι η επιχείρηση Κιμάς των Βρετανών, η οποία ήταν μια επιχείρηση παραπλάνησης του Άξονα που είχε ως αντικειμενικό σκοπό να πείσει τη γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Βέρμαχτ (OKW, Oberkommando Wehrmacht) ότι οι Σύμμαχοι επρόκειτο να εισβάλλουν στην Σαρδηνία και την Ελλάδα αντί για τη Σικελία που ήταν ο πραγματικός τόπος της απόβασης. Εξαιτίας λοιπόν του φόβου της Συμμαχικής απόβασης στην Ελλάδα (η περιοχή μας θεωρούταν Νο1 τόπος απόβασης των συμμάχων) η Γερμανική ανώτατη διοίκηση στέλνει στην περιοχή μας την 104 Μεραρχία Κυνηγών ενώ τα λιμάνια του Μεσολογγίου και του Αστακού αποκτούν οχυρωματικά έργα την επίβλεψη των οποίων ανέλαβε ο ίδιος ο διοικητής του 22 Ορεινού Σώματος με έδρα τα Γιάννενα ο διαβόητος στρατηγός Χουμπερτ Λαντς. Από την μεριά τους οι Σύμμαχοι για να κάνουν ακόμα πιο πιστευτό το ενδεχόμενο της απόβασης στην περιοχή προχώρησαν σε συνεργασία με την αντίσταση σε πλήθος σαμποτάζ ενώ έλαβαν χώρα και αεροπορικές επιθέσεις όπως αυτή της 16ης Αυγούστου 1943 όπου τρία Βρετανικά Βομβαρδιστικά επιτέθηκαν στο λιμάνι του Μεσολογγίου. 

(συνεχίζεται…)


Πηγή: εδώ

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

H απόπειρα εκκαθάρισης του ΕΛΑΣ στο Βέρμιο


Κατά τους θερινούς πρώτους εαρινούς μήνες του 1944, η Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση της Μακεδονίας αποφάσισε μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση ενάντια στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο Βέρμιο. Στη Θεσσαλονίκη οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έλαβαν από τα δίκτυά τους την πληροφορία ότι οι Γερμανοί θα κινητοποιούσαν σύντομα περίπου 3000 στρατιώτες για να εκκαθαρίσουν το όρος, ενώ η ΠΑΟ στην ευρύτερη Μακεδονία στρατολογούσε διά της βίας άνδρες από πολλά χωριά, εξοπλίζοντάς τους με γερμανικό οπλισμό. 

Όλα έδειχναν ότι μια μεγάλη επιχείρηση θα ξεκινούσε σύντομα. 

Μερικές εβδομάδες πριν την ημερομηνία που εκτιμούταν ότι οι εκκεθαριστικές επιχειρήσεις θα ξεκινούσαν, ο ΕΛΑΣ συγκέντρωσε σημαντικές δυνάμεις στα χωριά του Βέρμιου και έλαβαν αμυντική διάταξη σε στρατηγικές θέσεις. Συγκεκριμένα, κινητοποιηθήκαν:

  • Το 53ο Τάγμα της ΙΧ Μεραρχίας, με καπετάνιο τον ταγματάρχη Φωτεινό, που έλαβε θέσεις στο χωριό Κάτω Γραμματικό.
  • Το 3ο Τάγμα του 16ου Συντάγματος, με καπετάνιο τον Ακρίτα του Τομέα Νάουσας, στη Φλαμουριά.
  • Το 1ο Τάγμα του Τομέα Βέροιας- Νάουσας, με καπετάνιο το Μαύρο, στο Ροδοχώρι.
Επικεφαλής της επιχείρησης τέθηκε ο γενικός αρχηγός Βερμίου-Πάικου και Καϊμακτσαλάν, Χριστόφορος Μόσχος, με το ψευδώνυμο Πέτρος. 

Οι επιχειρήσεις κατά του Βερμίου ξεκίνησαν στις 21/4/1944. Οι πρώτες γερμανικές δυνάμεις που προπορεύονταν αποτελούνταν από ομάδες μοτοσικλετιστών και αναγνώρισης και ακολουθούσαν μηχανοκίνητα τμήματα, ενισχυμένα με φορτηγά γεμάτα ενόπλους άνδρες της ΠΑΟ, με επικεφαλής το Μιχαλαγά. Όμως ο ΕΛΑΣ είχε οργανώσει πολλαπλές ενέδρες στα δύσβατα σημεία της διαδρομής και οι ανιχνευτές των Γερμανών και των συνεργατών τους δεν ξαναγύρναγαν πίσω. Σταδιακά, ο ΕΛΑΣ ξεκίνησε να αποτραβιέται στα δασωμένα σημεία της περιοχής, όπου τα μηχανοκίνητα τμήματα αναγκάστηκαν να κινηθούν με τα πόδια. 

Στις 22-23/4, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν προχωρήσει ελάχιστα και είχαν υποστεί αρκετές απώλειες. Ξεκίνησαν τότε τη συστηματική καταστροφή των χωριών της περιοχής, ενώ τα αεροσκάφη τους, με δεκάδες εξόδους βομβάρδιζαν ανελέητα τα χωριά και τα δάση. Στις 23/4/1944, μια γερμανική μεραρχία που κινούταν προς το ανατολικό μέτωπο, έφθασε στο χωριό Δρέπανο, κοντά στην Κοζάνη, όπου και στρατοπέδευσε. Οι γερμανικές αρχές της πόλης αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ολόκληρη τη μεραρχία εναντίον των ανταρτών, οι οποίοι τώρα αντιμετώπιζαν πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από όσες είχαν υπολογίσει.

Οι γερμανικές δυνάμεις τώρα, μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες τους έφθαναν τους 10.000., με τεθωρακισμένα, πυροβολικό και άφθονο πολεμικό υλικό και αεροπορία να τους υποστηρίζει.

Στις 24-25 Απριλίου, οι μάχες είχαν επεκταθεί σε μεγάλη έκταση στο Βέρμιο. 

Τα γερμανικά μηχανήματα ξεκίνησαν να ανοίγουν μεγάλες διόδους στα δάση, κόβοντας εκατοντάδες δέντρα, για να αποκόψουν τις διόδους των ανταρτών. Ο ΕΛΑΣ συμπτύχθηκε προς τις κορυφές του βουνού και τα δύσβατα υψώματα, στα οποία τα τεθωρακισμένα και τα άλλα οχήματα των Γερμανών δεν μπορούσαν να φτάσουν. Παρόλα αυτά, η γερμανική αεροπορία σφυροκοπούσε τις θέσεις τους, ενώ ακόμα ένα μεγάλο πρόβλημα για τον ΕΛΑΣ ήταν και οι δεκάδες πολίτες που συγκεντρώθηκαν γύρω από τους αντάρτες για να σωθούν. Το βράδυ της 25ης, οι επικεφαλής των τμημάτων του ΕΛΑΣ συσκεύτηκαν και αποφάσισαν να χωρίσουν τις δυνάμεις τους σε μικρές ομάδες ενόπλων και πολιτών και να διαρρεύσουν ανάμεσα στις γερμανικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ και οι πολίτες μαζεύτηκαν το βράδυ στη χαράδρα Μπελορέκα και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, κάθε μια από τις οποίες γνώριζε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Μια ακόμα δύναμη του ΕΛΑΣ, αποτελούμενη από τους πιο εμπειρόπόλεμους μαχητές παρέμεινε στις θέσεις της, στα ορεινά τμήματα του Βερμίου. 

Στην κάθοδό της, η ομάδα με επικεφαλής τον Μαύρο έπεσε σε οργανωμένες μονάδες των Γερμανών και αναγκάστηκε να δώσει μάχη, φυγαδεύοντας τους πολίτες σε περιοχές που ήταν πιο ασφαλείς. Η μάχη συνεχίστηκε ως το βράδυ της 26ης με την ομάδα του Μαύρου να έχει υποστεί σοβαρές απώλειες σε τραυματίες και νεκρούς. Το βράδυ οι αντάρτες του Μαύρου αποτραβήχτηκαν κοντά στο χωριό Καραμίτσα, όπου διαπίστωσαν τη φρίκη της ναζιστικής πολεμικής μηχανής. Το χωριό είχε καταστραφεί ολοσχερώς και οι εκτελεσμένοι πολίτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά άγγιζαν τους 320.

Σταδιακά, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διέρευσαν με επιτυχία μακριά από τον χώρο των επιχειρήσεων και οι πολίτες κατευθύνθηκαν στις κοντινότερες πόλεις, όπως η Βέροια και η Κοζάνη. Αρκετοί από αυτούς κακοποιήθηκαν από τους άνδρες της ΠΑΟ που περιπολούσαν τις μεγάλες οδικές οδούς της περιοχής. Στο Βέρμιο, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξακολουθούσαν να δίνουν μάχες και να διενεργούν ελιγμούς απασχολώντας το μεγάλο όγκο των γερμανικών δυνάμεων. Στις 26/4/1944, η τύχη χαμογέλασε στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, καθώς η μεραρχία των Γερμανών που προερχόταν από την Κοζάνη επέστρεψε στη βάση της και αναχώρησε εσπευσμένα για το ανατολικό μέτωπο. Την ίδια ημέρα, ο ΕΛΑΣ που παρέμενε στο Βέρμιο πραγματοποίησε αντεπίθεση και ανάγκασε τους Γερμανούς να συμπτυχθούν. 

Στις επόμενες μέρες, οι θέσεις των αντιπάλων σταθεροποιήθηκαν. Οι Γερμανοί παρέμειναν στους πρόποδες του Βερμίου με δυνάμεις της ΠΑΟ. Ο ΕΛΑΣ που παρέμενε στο Βέρμιο ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις. Συγκέντρωνε τώρα 440 μαχητές, με επικεφαλής τους καπετάν Αλέξη στο Σέλι και τον καπετάν Παγώνα κοντά στο Άνω Γραμματικό. Μερικές ημέρες μετά, ο ΕΛΑΣ έδωσε μάχη και κατέλαβε το Άνω Γραμματικό και απελευθέρωσε 60 τραυματίες μαχητές που κρατούνταν στο χωριό από τους Γερμανούς. Ακολούθησε μικρής κλίμακας επιχείρηση για τη διάλυση ομάδας της ΠΑΟ. 


Στο διάστημα 21-26/04/1944, ο ΕΛΑΣ Βερμίου κατόρθωσε να διαφύγει του γερμανικού κλοιού και να των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και στις ημέρες που ακολούθησαν ανακατέλαβε το χώρο του στο βουνό. Οι εκκεθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, παρά τις σημαντικές τους απώλειες δεν κατόρθωσαν να διαλύσουν τον αντάρτικο στρατό, προκάλεσαν όμως εκτενείς καταστροφές στα χωριά της περιοχής.


Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Χαστούκι στο ξαναγράψιμο της ιστορίας – Οριστικά δοσίλογος ο κατοχικός πρωθυπουργός της Σερβίας Μίλαν Νέντιτς




Αποτέλεσμα εικόνας για Μίλα Νέντιτς


Mια σημαντική είδηση μας έρχεται από τη Σερβία, όπου το εφετείο απέρριψε την προσφυγή συγγενών του δοσίλογου κατοχικού πρωθυπουργού της χώρας Μίλα Νέντιτς, που πατώντας σε αντικομμουνιστικό νόμο των τελευταίων ετών, ζητούσαν να αποκατασταθεί η μνήμη του προγόνου τους και να τους επιστραφεί η περιουσία που είχε δημεύσει το γιουγκοσλαβικό δημόσιο μετά τον πόλεμο. Για την υπόθεση αυτή κινητοποιούνταν επί χρόνια αντιφασίστες στην πολύπαθη αυτή χώρα των Βαλκανίων. Περισσότερα πληροφορούμαστε για την υπόθεση από την ιστοσελίδα Our Balkans:

Η σημερινή ημέρα έφερε μια χαρμόσυνη είδηση από τη Σερβία. Το εφετείο απέρριψε οριστικά τις αιτιάσεις των συγγενών του κατοχικού πρωθυπουργού της Σερβίας, Μίλαν Νέντιτς, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι νόμο περί αποκατάστασης προσώπων που είχαν καταδικαστεί επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, ζητούσαν από το 2015 την πολιτική και ηθική αποκατάσταση του δοσίλογου πρωθυπουργού και την επιστροφή της κατασχεθείσας περιουσίας του.

Ο Νέντιτς κυβέρνησε τη Σερβία από την άνοιξη του 1941 ως τον Οκτώβριο του 1944 και φέρει την πολιτική ευθύνη τόσο για την καταλήστευση της Σερβίας από τις κατοχικές δυνάμεις, όσο και για τις εκτελέσεις χιλιάδων αντιστασιακών, τσιγγάνων και αλλοεθνών.
Εδώ και τέσσερα χρόνια στα πλαίσια της δίκης αλλά και στη δημόσια σφαίρα διεξάγεται μία αντιπαράθεση σε σχέση με το πρόσωπο του κατοχικού πρωθυπουργού. Μερίδα εθνικιστών ιστορικών αλλά και πολιτικών και προσωπικοτήτων επιχείρησαν να παρουσιάσουν τον Νέντιτς ως έναν άνθρωπο που έκανε ο,τι καλύτερο μπορούσε για τον σερβικό λαό με δεδομένη τη φασιστική Κατοχή. Όμως ένα επίσης σημαντικό κομμάτι ιστορικών, πολιτικών και φυσικά αγωνιστών στάθηκαν εμπόδιο στην πολιτική αποκατάσταση του δοσίλογου πρωθυπουργού. Η δίκη, τόσο πρωτόδικα, όσο και σε δεύτερο βαθμό μετατράπηκε σε πεδίο πολιτικής και ιστορικής αντιπαράθεσης με κατάθεση πλείστων ντοκουμέντων και από τις δύο πλευρές.

Τελικά, όπως και σε πρώτο βαθμό το καλοκαίρι του 2018, έτσι και στο εφετείο, οι δικαστές έκριναν ότι τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη δίκη δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας για το γεγονός ότι ο Νέντιτς από τη θέση του φέρει την ευθύνη για την καταλήστευση των σερβικών περιουσιακών στοιχείων από τις ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις αλλά και την εξόντωση Σέρβων πολιτών που δεν συμμερίζονταν τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή αντιστάθηκαν στην Κατοχή.

Ο Νέντιτς κατά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου διέφυγε μαζί με τις γερμανικές δυνάμεις στην Αυστρία (όπως και πολλοί Κροάτες φασίστες πολιτικοί). Αργότερα συνελήφθη από τους Βρετανούς και παραδόθηκε στη νέα κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας. Λίγο πριν τη δίκη του αυτοκτόνησε, με τους υποστηρικτές του να κάνουν λόγο για προμελετημένη δολοφονία εκ μέρους των κομμουνιστών.

Η συγκεκριμένη απόφαση του δικαστηρίου είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς μπαίνει φρένο στις ορέξεις όσων εκμεταλλευόμενοι την αντικομμουνιστική ιστορία έσπευδαν να ζητήσουν την πολιτική και ηθική αποκατάσταση συνεργατών των ναζί, απαιτώντας φυσικά και υλικά οφέλη από τις χαμένες περιουσίες των συγγενών τους. Αντίστοιχο κλίμα φυσικά υπήρχε και στην Κροατία. Όπως αποδεικνύεται για άλλη μια φορά το αντιφασιστικό κίνημα κι η κινητοποίηση του κόσμου δεν πάνε χαμένα…

Πηγή: εδώ

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Τα άσπρα λουλούδια του Γιώργου Φαρσακίδη και ένα τραγικό περιστατικό της Κατοχής


Ένα από τα πιο γνωστά έργα του κομμουνιστή χαράκτη Γιώργου Φαρσακίδη φέρει τον τίτλο "Τα λευκά λουλούδια" και εικονίζει ένα πεσμένο στο έδαφος χέρι που κρατά ένα μπουκέτο με άσπρα κρινάκια. Το ίδιο το έργο του Φαρσακίδη είναι αρκετά γνωστό, σχετικά άγνωστα είναι όμως τα τραγικά περιστατικά που το ενέπνευσαν.


Τα άσπρα λουλούδια του Γιώργου Φαρσακίδη.

Βρισκόμαστε στο έτος 1943, στην περιοχή του Χολομόντα, όπου ο Βουλγαρικό στρατός κατοχής διενεργεί εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των τοπικών μονάδων του ΕΛΑΣ, τα οποία, σε συνθήκες δύσκολες και εξαιρετικά επικίνδυνες ελίσσονται στα δασωμένα τμήματα της περιοχής. Η πρώτη βουλγαρική επίθεση έχει εκδηλωθεί στην περιοχή του Πολυγύρου και της Αρναίας, όπου βρίσκονταν δύο σημαντικές βάσεις του ΕΛΑΣ. Τα τοπικά τμήματα του ΕΛΑΣ διασπούνται σε μικρές και ευκίνητες ομάδες και συμπτύσσονται στα ορεινά τμήματα της περιοχής. Μια ημέρα μετά, τα τμήματα του ΕΛΑΣ ελίσσονται αθόρυβα στα μετώπισθεν των Βουλγάρων καταλαμβάνοντας ξανά θέσεις στην εκκαθαρισθείσα περιοχή.  

Την τρίτη ημέρα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, το τμήμα του διοικητή Κίτσου, με καπετάνιο τον "Βαγγέλη" εδρεύει στην ορεινή περιοχή Αρκουδόλακκος. Τα υπόλοιπα τμήματα του ΕΛΑΣ έχουν καταλάβει θέσεις στις περιοχές Ράβνα, Ντουμπιά και Γεροπλάτανο, ενώ τμήμα του ΕΛΑΣ περνά στο Άγιο Όρος, με βάρκες και ελίσσεται προς τα εκεί. Αψιμαχίες και διάσπαρτοι πυροβολισμοί δείχνουν ότι οι Βούλγαροι έχουν εντοπίσει τις κινήσεις του ΕΛΑΣ και το τμήμα του Κίτσου έχει ήδη έναν νεκρό και τρεις τραυματίες. Το τμήμα αντιμετωπίζει το σοβαρό πρόβλημα του επισιτισμού, όμως στην περιοχή του Αρκουδόλακκου βρίσκεται ένα βοσκός, οργανωμένος στο ΕΑΜ που ανακουφίζει την πείνα των ανταρτών, σφάζοντας μερικά κατσίκια. 

Η φωτιά που έχει ανάψει για το ψήσιμο των κατσικιών ανησυχεί σοβαρά τον διοικητή. Ο τσέλιγκας επιμένει ότι η θέση του είναι γνωστή στους Βούλγαρους και ξέρουν ότι τακτικά ανάβει φωτιές για να βράσει το γάλα. Ωστόσο, ο διοικητής του τμήματος αποφασίζει να δώσει εντολή για το σχηματισμό περιπόλου. Άξαφνα, η περίπολος πέφτει επάνω σε δύο Βούλγαρους στρατιώτες και έναν αξιωματικό, που με τα όπλα κατεβασμένα προχωρούν στο δάσος κρατώντας ένα μεγάλο μπουκέτο λευκά λουλούδια. Οι αντάρτες αντιδρούν ενστικτοδώς και ανοίγουν πυρ με το αυτόματο. Εκείνη τη στιγμή και καθώς οι Βούλγαροι πέφτουν από τα πυρά, ένας στρατιώτης τους φωνάζει στα ελληνικά:

"Όχι αδέρφια, μη μας σκοτώνετε, ήρθαμε να σας σώσουμε!"

Οι αντάρτες σταματούν και πλησιάζουν τους πεσμένους στρατιώτες. Ο αξιωματικός και ο ένας οπλίτης είναι ήδη νεκροί, ενώ ο τρίτος στρατιώτης, με θρυμματισμένο το γόνατο από τα πυρά, σέρνεται και αγκαλιάζει το άψυχο σώμα του νεκρού ανθυπολοχαγού.

"Σκοτώσατε τους καλύτερους", λέει ανάμεσα σε αναφιλητά. "Ήταν αντιφασίστες. Δικοί σας"

Ο τραυματίας μεταφέρεται γρήγορα στο διοικητή Κίτσο, που τον ρωτά: "Γιατί δε βάζατε ένα άσπρο μαντήλι, να σας καταλάβουμε".

"Ξέραμε πως μας παρακολουθεί με τα κιάλια ο φασίστας ταγματάρχης μας και δεν μπορούσαμε να βγάλουμε μαντήλι. Ο ανθυπολοχαγός μας είχε μαζέψει και κράταγε άσπρα λουλούδια, αντί για το μαντήλι".

Το περιστατικό προκάλεσε βαθειά συγκίνηση στους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο διοικητής ρώτησε τον Βούλγαρο στρατιώτη, που τον έλεγαν Βασίλη, αν θέλει να μείνει μαζί τους. Εκείνος αρνήθηκε: 

"Όχι μπρατίμια*, σε λίγο θα έρθουν να με πάρουν. Μόνο βιαστείτε να φύγετε από το διάσελο στα Μαγέρικα. Εκεί όλοι οι στρατιώτες είναι μιλημένοι".

Οι αντάρτες έφυγαν γρήγορα για το διάσελο, όπου οι Βούλγαροι στρατιώτες άνοιξαν τη διάταξή τους για να περάσουν. Οι αντάρτες πέρασαν κυριολεκτικά δίπλα τους, ανάμεσα στις άμαξες και τα μεταγωγικά τους και διέφυγαν από την περιοχή. 

Η θυσία των Βουλγάρων αντιφασιστών έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη του καπετάνιου του τάγματος, όπως και η εικόνα του Βούλγαρου ανθυπολοχαγού, πεσμένου ανάσκελα, με τα μάτια να κοιτούν τον ουρανό και τα ματωμένα πια λευκά λουλούδια στο χέρι του. Ο καπετάν Βαγγέλης διηγήθηκε την ιστορία αυτή στο Γιώργο Φαρσακίδη, που φιλοτέχνησε το παραπάνω χαρακτικό. Αργότερα, αποδείχτηκε ότι ο Βούλγαρος ανθυπολοχαγός είχε επαφή με το ΕΛΑΣίτικο τάγμα του Ραφτούδη και όταν οι Βούλγαροι επιχειρούσαν στα Κρούσια Κοζάνης, διοχέτευε πολύτιμες πληροφορίες στον ΕΛΑΣ για τις κινήσεις του Βουλγαρικού στρατού.


* Μπρατίμια: Αδελφοποιητός.


Πηγές:

Γιώργος Φαρσακίδης, Σε άνιση μάχη, Αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 2012, σελ 49-50.

"Ριζοσπάστης", 19/10/2008, σελ 8


Ολόψυχα στην αντιδικτατορική πάλη: Ένα εξαιρετικό άρθρο του Ριζοσπάστη για το ΚΚΕ στην περίοδο της Χούντας


Το πραξικόπημα του 1967 βρήκε το ΚΚΕ να είναι παράνομο από το 1947, έχοντας χιλιάδες μέλη και στελέχη του στις φυλακές και τις εξορίες καθώς και χιλιάδες ακόμα στην πολιτική προσφυγιά. Ακόμα χειρότερα, με τη γνωστή Απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ το 1958, το ΚΚΕ είχε αποφασίσει τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων και την ένταξη των μελών του Κόμματος στην ΕΔΑ. Συνολικά η πολιτική του κατεύθυνση στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα την περίοδο μετά το 1950 δεν επέτρεπε να συνειδητοποιηθεί από πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης η ανάγκη να κατευθύνεται η πάλη στην επίλυση της αντίθεσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Ετσι, υπήρξε διπλό πρόβλημα: Ελλειψη οργανωτικής αυτοτέλειας και σωστής προγραμματικής κατεύθυνσης. Παράλληλα, βέβαια, και μέσα στο ΚΚΕ δινόταν μάχη ακόμα και για την ίδια την κομμουνιστική ύπαρξη και συνέχεια του Κόμματος, η οποία οδήγησε στη διάσπαση κατά τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ (1968).

Παρότι, όμως, το Κόμμα βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση, από την πρώτη στιγμή επιβολής της δικτατορίας αναμετρήθηκε με την ευθύνη εναντίωσης, πάλης με στόχο την ανατροπή της.

Αμεση προϋπόθεση για την οργάνωση της αντιδικτατορικής πάλης του ΚΚΕ αποτελούσε η συγκρότηση Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα. Η πάνω από 10 χρόνια απώλεια της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας του Κόμματος, οπωσδήποτε, έπαιξε ρόλο ώστε η αντίσταση κατά της δικτατορίας να καθυστερήσει. Ωστόσο, πριν περάσει ένας χρόνος από την επιβολή της δικτατορίας, κατάφερε να λύσει, έστω στοιχειωδώς, το βασικό ζήτημα, δηλαδή ν' απαλλαγεί από το βάρος των διαμορφωμένων σε φράξια οπορτουνιστών - λικβινταριστών, ν' ανασυγκροτήσει τις Κομματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, να ιδρύσει την ΚΝΕ, να επιχειρήσει την κατάκτηση και ισχυροποίηση ορισμένων μαρξιστικών - λενινιστικών χαρακτηριστικών.

Μετά από συνένωση υπό ενιαία καθοδήγηση των τριών μεγάλων ομάδων κομμουνιστών που δρούσαν στην Αθήνα καθώς και πολλών άλλων μικρότερων, συγκροτήθηκε η Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ τον Ιούνη του 1967. Ξεκίνησε και η συγκρότηση των Οργανώσεων της ΚΟΑ. Οι πρώτες Αχτίδες που δημιουργήθηκαν ήταν η Εργατική, οι Αχτίδες Περιστερίου και Καλλιθέας καθώς και άλλες μικρότερες Οργανώσεις. Στην πορεία συνδέθηκαν με την ΚΟΑ και άλλες ξεκομμένες ομάδες κομμουνιστών. Λίγο αργότερα, (τέλη του Ιούνη - αρχές του Ιούλη) ανασυγκροτήθηκε το Γραφείο Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), ενώ τον Αύγουστο του 1967 ξεκίνησε η κυκλοφορία της «Αδούλωτης Αθήνας», οργάνου της ΚΟΑ. Οργανώνονται οι πρώτες αντιδικτατορικές ενέργειες, που δίνουν κουράγιο στον λαό.
Η πείρα αυτής της περιόδου επιβεβαιώνει την ανάγκη προετοιμασίας, ετοιμότητας, επαγρύπνησης και λήψης των αντίστοιχων οργανωτικών και πολιτικών μέτρων, που το Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να παίρνει, προκειμένου να ανταποκριθεί σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Επίσης, επιβεβαιώνει πως είναι μονόδρομος για το εργατικό - λαϊκό κίνημα να διεξάγεται η πάλη του έτσι που να περιφρουρεί και ν' αναπτύσσει την αυτοτελή δράση του.

O αντιδικτατορικός αγώνας που ακολούθησε απέδειξε πως κανένας μηχανισμός καταστολής, όσο και αν εμφανίζεται ως παντοδύναμος και αιώνιος, δεν μπορεί τελικά να υπερκεράσει το οργανωμένο εργατικό - λαϊκό κίνημα.

Το ΚΚΕ δεν είχε ξεριζωθεί από την ελληνική κοινωνία. Και δεν μπορούσε να ξεριζωθεί ούτε και εξαιτίας των δικών του λαθεμένων αποφάσεων, ούτε πολύ περισσότερο λόγω διώξεων, εκτελέσεων, δολοφονιών, τρομοκρατίας.
Τον Απρίλη του 1967 διέθετε αντανακλαστικά που είχαν ριζώσει μέσα στην αγωνιστική δράση του και τις αμέτρητες θυσίες, που το είχαν καταξιώσει σ' ένα σημαντικό μέρος του λαού και διεθνώς. Παρέμενε ως παρακαταθήκη η μακρόχρονη προσφορά του σε μισονόμιμες, μη νόμιμες συνθήκες, στις συνθήκες της Κατοχής και κατά τη διάρκεια της ηρωικής ταξικής αναμέτρησης των 33 ημερών του Δεκέμβρη του 1944, του τρίχρονου ταξικού αγώνα του ΔΣΕ (1946 - 1949). Διέθετε αντανακλαστικά που οφείλονταν, επίσης, στην αναγνώριση του μαρξισμού - λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, της αναγκαιότητας πάλης για τον σοσιαλισμό, στην επιμονή του στη συνεπή υπεράσπιση του σοσιαλιστικού συστήματος κατά τη διαπάλη του με το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.

Αυτά τα αντανακλαστικά εκδηλώθηκαν από την πρώτη στιγμή με την απόφασή του να διαθέσει στον αγώνα, με κάθε θυσία, όσες δυνάμεις διέθετε στο εσωτερικό, να στρατολογήσει νέες αλλά και με αποστολές στελεχών από το εξωτερικό, προκειμένου άμεσα να ξεκινούσε η μαζική δράση για την ανατροπή της δικτατορίας.

Ηταν το μοναδικό κόμμα που δεν ανέθετε την ανατροπή της χούντας στον ιμπεριαλιστικό παράγοντα, ευρωπαϊκό ή αμερικανοΝΑΤΟικό, γενικότερα δεν την ανέθετε αποκλειστικά σε αστικές δυνάμεις. Προειδοποιούσε τον λαό ότι τα αστικά κόμματα, οι ηγέτες τους έκαναν συνεννοήσεις πίσω από την πλάτη του με παράγοντες της χούντας, των ΗΠΑ και άλλους Ευρωπαίους αστούς ηγέτες για να γίνει αλλαγή σκυτάλης, ώστε να χειραγωγηθεί και να ελεγχθεί ο λαϊκός παράγοντας.
Το ΚΚΕ, σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, έριξε βάρος στον οργανωμένο αγώνα με αφετηρία και πεδίο δράσης τα εργατικά - λαϊκά αιτήματα και με στόχο να εξελιχτούν οι αγώνες σε μαζικές πολιτικές εκδηλώσεις κατά της χούντας. Πρόβαλε αιτήματα για την απελευθέρωση των κρατουμένων, τη χορήγηση γενικής αμνηστίας.

Ο αδιαμφισβήτητος ηρωικός ρόλος του Κόμματος στην πάλη κατά της στρατιωτικής δικτατορίας δεν πρέπει να βάλει σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι το ΚΚΕ ακολουθούσε από πριν λαθεμένη στρατηγική, η οποία εκδηλώθηκε αναπόφευκτα και στη δικτατορία, στο επίπεδο της πολιτικής συμμαχιών, στη γραμμή συσπείρωσης, καθώς και στο τι έπρεπε να επιδιώξει ο λαός για την ανατροπή της χούντας και μετά από αυτήν.

Το ΚΚ στον καπιταλισμό πρέπει να έχει στρατηγική ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ανεξάρτητα από τη μορφή της ή τις συνθήκες δράσης του Κόμματος (νόμιμες, ημινόμιμες, βαθιά παράνομες). Ακόμα, ανεξάρτητα αν η μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας είναι κομματική κυβέρνηση στηριγμένη στο Κοινοβούλιο ή όχι, ή κυβέρνηση τεχνοκρατών ή στρατιωτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, σε εμπόλεμη ή μη εμπόλεμη κατάσταση.
Η πολύπλευρη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του Κόμματος μία και μόνη επίδραση μπορεί να έχει: Την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος, την πρόοδο της συμμαχίας του με τα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου, την άνοδο της ταξικής πάλης, την ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού - αντιμονοπωλιακού αγώνα με κατεύθυνση την εργατική εξουσία.


Αυτοσχέδια παράνομα τρικ της ΚΟΑ για τα 50 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Μέλη και στελέχη του Κόμματος που είχαν διαφύγει της σύλληψης ρίχτηκαν αμέσως στη μάχη για δημιουργία αντιδικτατορικών και αυτοτελών Οργανώσεων του ΚΚΕ. Σε αυτήν την προσπάθεια πήραν μέρος πολλοί νέοι που δεν είχαν φάκελο στην Ασφάλεια, νέοι εργάτες, φοιτητές ακόμα και μαθητές
Αυτοσχέδια παράνομα τρικ της ΚΟΑ για τα 50 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Μέλη και στελέχη του Κόμματος που είχαν διαφύγει της σύλληψης ρίχτηκαν αμέσως στη μάχη για δημιουργία αντιδικτατορικών και αυτοτελών Οργανώσεων του ΚΚΕ. Σε αυτήν την προσπάθεια πήραν μέρος πολλοί νέοι που δεν είχαν φάκελο στην Ασφάλεια, νέοι εργάτες, φοιτητές ακόμα και μαθητές.



Πηγή: εδώ

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Νίκος Έξαρχος και Εξάρχεια


Κατά το τελευταίο διάστημα, τα ΜΜΕ έχουν αρχίσει ξανά να ασχολούνται, λόγω φυσικά και των επερχόμενων εκλογών με το θέμα του "αβάτου" των Εξαρχείων. Στην πλατεία Εξαρχείων των ναρκωτικά έχουν επιστρέψει ξανά, μετά από χρόνια περιορισμού τους, με προσπάθειες του αναρχικού χώρου, ενώ στο τελευταίο διάστημα έχουν καταγραφεί και περιστατικά κλοπών, επιθέσεων και βιασμών. Κι ενώ επιχειρείται σημαντική πόλωση, ένεκα της δημιουργίας εντυπώσεων, ο σταθμός του μετρό φτάνει στα Εξάρχεια και μαζί του η "ανάπτυξη", αλλά παράλληλα, το Air Bnb έχει γίνει κανόνας και τα ενοίκια για σπίτια 30 και 50 τετραγωνικών φθάνουν τα 400 ευρώ, μαζί με τουριστικά πακέτα, που περιλαμβάνουν "ένα βιώμα των εξεγέρσεων" με καιόμενους κάδους και τουριστικά tour στο χώρο που δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος... Για αυτά βέβαια λίγος προβληματισμός υπάρχει, ειδικά όταν το σύστημα ετοιμάζεται να φέρει την "ανάπτυξη" με το γκλομπ και τα χημικά. Οι ευθύνες είναι πολλές εκατέροθεν. Πέραν τούτου, εμείς θα σας μεταφέρουμε στα Εξάρχεια της Κατοχής, μια γειτονιά λαϊκή, όπου ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ δρούσαν δυναμικά, αλλά και ο δοσιλογιμός, οικονομικός και στρατιωτικός. 

Η συνοικία των Εξαρχείων πήρε το όνομά της από κάποιον Ηπειρώτη έμπορο, ονόματι Έξαρχο, ο οποίος άνοιξε ένα μεγάλο κατάστημα γενικού εμπορίου στην περιοχή, στις αρχές του 18ου αιώνα. Η ταξική διαστρωμάτωση των Εξαρχείων υπήρξε ήδη από το 1865 εργατική, καθώς στα Εξάρχεια κατοικούσαν εργάτες και οικοδόμοι, που προέρχονταν κυρίες από τα νησιά των Κυκλάδων. Κατά την περίοδο της Κατοχής, τα Εξάρχεια υπήρξαν μια από τις συνοικίες που εντάχθηκαν σχεδόν μαζικά στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Εντός της συνοικίας δρούσε και τοπικός λόχος του ΕΛΑΣ σε συνθήκες ασφυκτικές και βαθειάς παρανομίας, καθώς στη γειτονική συνοικία του Κολωνακίου, οι Γερμανοί και τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν ισχυρό έρεισμα, στην ντόπια αστική τάξικη και τους μεσαίας κατηγορίας εμπόρους. 

Το 1943, στα Εξάρχεια εντοπίζεται η δοσιλογική δράση κάποιου εμπόρου, ονόματι Νίκος Έξαρχος. Δεν στάθηκε κατορθωτό να εξακριοβωθεί, το εάν και το πώς συνδέεται με την οικογένεια του πρώτου εμπόρου με το ίδιο όνομα, όμως θεωρούμε αρκετά πιθανό να προερχόταν από την ίδια οικογένεια. Για τον Έξαρχο της Κατοχής ελάχιστα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε ότι εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες πείνας της εποχής και πλούτιζε εμπορευόμενος τρόφιμα και λάδι, σε συνθήκες μαύρης αγοράς. Ο Έξαρχος συμμετείχε στην οργάνωση και τη στρατολογία δοσιλογικών ενόπλων ομάδων, συμμοριτών δηλαδή, που συνεργάζονταν με την Ειδική Ασφάλεια, τη Γκεστάπο της Μέρλιν και τα Τάγματα Ασφαλείας. 

Στοιχεία για αυτόν αποκαλύπτονται μέσα από τις διάφορες καταθέσεις μαρτύρων, στις δίκες των δοσιλόγων του 1945-1947. Στην κατάθεσή του, ο θεατρικός συγγραφέας Θανάσης Τσουμπρής αναφέρει:

"Πιάστηκα στις 4 Απριλίου 1943 από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκα στη Μέρλιν όπου βασανίστηκα για να μαρτυρήσω Έλληνες πατριώτες. Με υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Με κρέμασαν με τα πόδια ψηλά σε μια τροχαλία και με χτυπούσαν. Στην ομάδα αυτών που με συνέλαβαν και με πήγαν στους Γερμανούς ήταν και ο Έξαρχος. Στα κρατητήρια τον είδα να βασανίζει προσωπικά τον Πασιανίδη, που μαζί με τη Βαρβέρη ανήκαν στην ΕΠΟΝ. Δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό για αυτόν τον άνθρωπο".

(Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλογοι της Κατοχής, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σελ. 243.)


Ο Έξαρχος δεν υπήρξε απλώς και μόνο μέλος κάποιας δοσιλογικής συμμορίας τραμπούκων της εποχής, αλλά καθώς διέθετε τα οικονομικά μέσα, υπήρξε οργανωτής των δοσιλογικών συμμοριών του Πολυτεχνείου, οι οποίες παρεισέφρυαν στο σπουδαστικό κίνημα και κατάδεδιδαν, απήγαγαν και δολοφονούσαν σπουδαστές και σπουδάστριες της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και άλλων μικροομάδων. Ο Έξαρχος υπήρξε στενός συνεργάτης των Γερμανών. Το 1944, τον συνέλαβαν εικονικά για "κομμουνιστική δράση" και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Εκεί έδρασε για ένα μικρό διάστημα ως χαφιές τους, καταδίδοντας κομμουνιστές από τους παράνομους κομματικούς πυρήνες του στρατοπέδου. Μερικούς μήνες μετά, οι Γερμανοί απέσυραν τον Έξαρχο από το Χαϊδάρι και τον έστειλαν να λειτουργήσει ως χαφιές κατά τα γεγονότα του μπλόκου του Γκύζη.

Επίσης, ο Έξαρχος ευθύνεται για την εν ψυχρώ δολοφονία, με βασανιστήρια πολλών μελών της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ, όπως ο Πασιανίδης, φοιτητής της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου, που αναφέραμε παραπάνω. Ο Πασιανίδης υποβλήθηκε προσωπικά από τον Έξαρχο σε διάφορα βασανιστήρια. Του ξερίζωσε τα δόντια και του έσπασε το τύμπανο του αυτιού του. Μετά από βασανιστήρια ημερών και όντας τέλεια παραμορφωμένος, ο Πασιανίδης εκτελέστηκε. Η μαρτυρία της Μαρίας Μοντεσάντου, μέλους του ΕΑΜ αναφέρει ότι Έξαρχος βρισκόταν στο γραφείο των Ες- Ες κατά τη δική της σύλληψη, ενώ ο μάρτυρας κατηγορίας Μ. Ρούσος, σπουδαστής του Πολυτεχνείου αναφέρει ότι ο Έξαρχος συνέλαβε προσωπικά τον φοιτητή Αρχήτα.

 (Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλογοι της Κατοχής, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σελ. 244.)

Άλλες καταθέσεις μαρτύρων αναφέρουν σχετικά με τον Έξαρχο:

Χατζηλάμπρου: Καταθέτει ότι στο μπλόκο του Γκύζη, ο Έξαρχος κατέδιδε Έλληνες πατριώτες στα Τάγματα Ασφαλείας.

Σοφία Συλάζωφ, γεωπόνος: Καταθέτει ότι ο Έξαρχος συνέλαβε προσωπικά τον Πασιανίδη και τον υπέβαλε σε βασανιστήρια.

Αλίκη Γεωργιάδου, φοιτήτρια: Καταθέτει ότι τη Μεγάλη Βδομάδα του 1944, ο Έξαρχος επιχείρησε να τη συλλάβει στο σπίτι της. Καθώς δεν τη βρήκε εκεί συνέλαβε τον γαμπρό της και τον Θανάση Τσουμπρή. Αργότερα, η ίδια είδε τον Έξαρχο να ληστεύει έναν περαστικό στα Εξάρχεια. 

Χρήστος Δημόπουλος: Καταθέτει ότι ο Έξαρχος βασάνισε το γιο του, που αργότερα εκτελέστηκε στη Μέρλιν, παρά το γεγονός ότι ο Έξαρχος έλαβε από αυτόν 110 λίρες για να αποφυλακιστεί το παιδί του.

Αλέξανδρος Σφήκας: Καταθέτει ότι ο Έξαρχος είχε κυριολεκτικά ερημώσει με τις συλλήψεις του, το Πολυτεχνείο. Όλοι οι συλληφθέντες από αυτόν ανήκαν στην ΕΠΟΝ του Πολυτεχνείο, εκτός από έναν που ανήκε στην οργάνωση ΕΣΑΣ και απελευθερώθηκε αμέσως.

Κ. Κρέτσας: Καταθέτει ότι ο Έξαρχος είχε συλλάβει δεκάδες φοιτητές της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου και τους υπέβαλε σε απάνθρωπα βασανιστήρια, παραδίδοντάς τους και στις γεραμνικές αρχές. 

Δ. Παυλάκης: Επιβεβαίωσε ότι ο Έξαρχος είχε συλλάβει τουλάχιστον τρεις ΕΠΟΝίτες σπουδαστές του Πολυτεχνείου.


(Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλογοι της Κατοχής, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σελ. 244-245.)


Ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάζει και η ίδια η απολογία του Νίκου Έξαρχου στο δικαστήριο των δοσιλόγων. Αρχικά, ο Έξαρχος αναφέρει ότι όπως όλος ο εθνικιστικός κόσμος είχε ενταχθεί και αυτός στα τάγματα εργασίας του Μανιαδάκη. Εκεί γνώρισε τον Χρήστο Χατζώκο που ήταν πράκτορας των Ες-Ες. Αναφέρει ότι για μικρό διάστημα εντάχθηκε εθελοντικά στην πυροσβεστική. Κατά την Κατοχή εντάχθηκε στην Ειδική Ασφάλεια, στην ομάδα του Παναγιωτόπουλου, στο ίδιο διάστημα που ο πατέρας του είχε φύγει για εργασία στη Γερμανία. Σε κάποια συγκέντρωση της οργάνωσης ΟΕΔΕ, ανάμεσα σε άλλους χωροφύλακες είδε ξανά τον Χατζώκο. Αναφέρει ότι οι κατηγορίες εναντίον του είναι όλες πλαστές και κατασκευασμένες από κομμουνιστές, που τον εκδικούνταν γιατί αγάπησε κάποια Αγάπη Λομάγιαρ και μετά την εγκατέλειψε.

Αρνήθηκε ότι ευθύνεται για τη σύλληψη και το θάνατο του Παστιανίδη και κλείνοντας την απολογία του, αναφέρει ότι είναι και ο ίδιος αντιστασιακός, αλλά εθνικόφρον, καθώς κλείστηκε στο Χαϊδάρι από τους Γερμανούς, όπου και βασανίστηκε. Για τη συμμετοχή του στα Ες-Ες αρνήθηκε κάθε ανάμιξη, αλλά δέχθηκε ότι υπηρέτησε στα Τάγματα Ασφαλείας, της οδού Ριζάρη, με διοικητή τον συνταγματάρχη Μανέτα. 

Τελικά, το δικαστήριο επέβαλε τη θανατική ποινή στο Νίκο Έξαρχο και ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε να του αποδοθούν ελαφρυντικά "λόγω σύγχισης". Το δικαστήριο δεν δέχθηκε τα ελαφρυντικά, αλλά σύστησε να δοθεί χάρη στον Έξαρχο, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ήταν μόλις 22 ετών.


(Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλογοι της Κατοχής, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σελ. 245-247.)


Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε επίσημα στις 10 Μαρτίου 1945. 

Η μετέπειτα μοίρα του Νίκου Έξαρχου παραμένει σκιώδης. Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε ο πρώτος δοσίλογος που εκτελέστηκε με απόφαση δικαστηρίου. Αναφέρεται επίσης ότι κατά την εκτέλεσή του φώναξε "Χάιλ Χίτλερ". Ωστόσο, τα παραπάνω δεν μπορούν τεκμηριωθούν με ακρίβεια και να διαπιστωθούν χωρίς αμφιβολία. Πιθανώς, ο Έξαρχος να μην εκτελέστηκε, καθώς τα δοσιλογικά δικαστήρια εκτέλεσαν ελάχιστους δοσιλόγους της Κατοχής, αποδίδοντάς τους συνήθως, ελάχιστες ποινές κράτησης και εκδίδοντας δεκάδες αθωωτικά ή απαλλάκτικά βουλεύματα. Πρόκειται για την περίοδο που στο στόχαστρο της αστικής δικαιοσύνης βρίσκονται οι κομμουνιστές, η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και ο προοδευτικός κόσμος της εποχής. Έτσι, ίσως ο Νίκος Έξαρχος υπήρξε ένας από τους πολλούς δοσιλόγους που έμειναν στη φυλακή για 5-6 χρόνια αργότερα απελευθερώθηκαν με χαριστικούς όρους. Εάν πάντως, κατέληξε στο απόσπασμα, πρόκειται για μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις απόδοσης διακιοσύνης, στο διάστημα 1945-1947.


Κλείνοντας, να επισημάνουμε ότι ο επικεφαλής της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος εξέδοσε το 2001, το βιβλίο: Ομάδα Κρούσης Λόγχη, με το ψευδώνυμο "Νίκος Έξαρχος". Πιθανώς, το ψευδώνυμο εμπνέεται από τον παραπάνω δοσίλογο.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

12 Απρίλη 1947: «Ήμουν στη Νιάλα, πολέμησα για τη λευτεριά του λαού και της πατρίδας μας. Τι άλλο θέλεις απ’ αυτό;»


Κολασμένος βράχος! Σπάρθηκε με τα κόκαλα ανεκτίμητων παλικαριών μας. Μα θα γίνει σύμβολο. Θα μάθει όλη η Ελλάδα το μαρτύριο που τραβήξαμε μόνο και μόνο για τη λευτεριά της. Όχι γιατί αγαπούσαμε απλά τη ζωή μας. Μα γιατί αγαπούσαμε την Ελλάδα και το λαό της – O Μενέλαος Μούστος (Δάφνης) στο βιβλίο του «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας…


12 Απρίλη 1947: «Ήμουν στη Νιάλα, πολέμησα για τη λευτεριά του λαού και της πατρίδας μας. Τι άλλο θέλεις απ’ αυτό;»


Σαν σήμερα, στις 12 του Απρίλη 1947, στη Νιάλα των Αγράφων και μέσα σε σφοδρή χιονοθύελλα, θα χάσουν τη ζωή τους πολλοί μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού και άμαχοι πολίτες. Το τάγμα του Σοφιανού (Γιώργου Ηλιάδη), μαζί με εκατοντάδες καταδιωκόμενους – μέλη των πολιτικών οργανώσεων της Καρδίτσας και των οικογενειών τους (συνολικά 1.200 άτομα, στην πλειοψηφία τους άοπλοι), είχαν επιχειρήσει να διασπάσουν τον κλοιό του κυβερνητικού στρατού, διασχίζοντας τα βουνά της Νιάλας και των Αγράφων, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες, γράφοντας μια από τις πλέον ηρωικές στιγμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Στο βιβλίο του Μενέλαου Μούστου (Δάφνη) «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», που κυκλοφόρησε το 1954 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, στο Βουκουρέστι, ο συγγραφέας περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας, στο οποίο συμμετείχε ο ίδιος. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε φωτογραφική ανατύπωση από τη Σύγχρονη Εποχή.

Οι αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό περιέχουν δύο ιστορίες. Παρακάτω ακολουθούν δύο συγκλονιστικά αποσπάσματα που αφορούν το πέρασμα της Νιάλας.

Ο Μενέλαος Μούστος γεννήθηκε στο Λαμπερό Καρδίτσας. Δυο λόγια για το βιβλίο από τον συγγραφέα:

«Δεν είμαι συγγραφέας κι ούτε έχω τέτια αξίωση. Συνεπαρμένος απ’ το ηρωικό μεγαλείο των μαχητών του ΔΣΕ, νιώθοντας το καθήκον απέναντι στο κόμμα και στο λαό, γράφω αυτές τις γραμμές με τη σκέψη πως θα βοηθήσω σε κάτι. Η “Νιάλα” και το “Μέσα από πύρινο κλοιό” είναι αληθινές ιστορίες, λαμπρές σελίδες απ’ τη θρυλική εποποιία του ΔΣΕ. Οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είναι πραγματικά. Τα ονόματα αυτών που ζουν τα αλλάζω ξεπίτηδες. Δεν υπάρχει καμιά υπερβολή στην αφήγηση. Αντίθετα είναι φτωχές οι εικόνες από απειρία της πένας. Ας κάνουν κι οι άλλοι το καθήκον τους. Ο πλούσιος αγώνας μας, ο αιματηρός αγώνας μας, ο σκληρός κι ανελέητος πόλεμος που έκανε ο ΔΣΕ για να λευτερώσει την Ελλάδα, πρέπει να μαθευτεί παντού. Όμως έτσι θα μαθευτεί. Όταν ο καθένας είτε συγγραφέας είναι είτε όχι, γράψει αυτά που έζησε, είτε του αφηγήθηκαν άλλοι. Αυτό είναι σήμερα σοβαρό καθήκον. Ας το ξεπληρώσει ο καθένας όπως μπορεί καλύτερα.»

Ο Κώστας Μπόσης έχει γράψει ένα μικρό σημείωμα στο περιοδικό Νέος Κόσμος με ημερομηνία 12/6/1955 με την είδηση του θανάτου του Μενέλαου Μούστου (Δάφνη) με τίτλο «Αναμνήσεις από τη ζωή του συγγραφέα Μενέλαου Δάφνη». Οι πληροφορίες που μας δίνει είναι ότι:

Με τον Δάφνη γνωρίστηκαν τον Οκτώβρη του 1948, του Αγίου Δημητρίου, στο Βίτσι  μετά τη νικηφόρα  μάχη του ΔΣΕ στο Πλατύ. Ο Μπόσης βαριά τραυματισμένος  μεταφερόταν από το Πλατύ και ο Δάφνης στο δρόμο για εκεί. Την επόμενη μέρα τραυματίστηκε και ο Δάφνης και βρέθηκαν οι δυο τους δίπλα δίπλα στο πρόχειρο νοσοκομείο. Τα βράδια κουβέντιαζαν για να ξεχνούν τον πόνο τους και ονειρεύονταν. Ο Δάφνης ήθελε να γίνει τραγουδιστής και συγγραφέας και να υμνήσει τη Νιάλα, το Γράμμο  και τον Κλέφτη. Στο ΔΣΕ μπήκε πολύ νωρίς και με την υποχώρηση ήταν επίτροπος τάγματος. Πέθανε πολύ νέος μάλλον ως συνέπεια του βαριού τραυματισμού του στο κεφάλι. Πριν πεθάνει είχε στείλει τα χειρόγραφα του έργου του Αητοί της λευτεριάς.

Γράφει ο Μπόσης  για το θάνατό του «Ο Δάφνης πέθανε πολύ νέος, πάνω στην άνοιξη της λογοτεχνικής του δημιουργίας. Άφησε ένα κενό και στις καρδιές εκείνων που τον γνώρισαν και στη λογοτεχνία. Ένα τέτοιο άνθρωπο τέτοιο μαχητή καλό κομμουνιστή δεν μπορεί κανένας να τον ξεχάσει. Κι ο καλύτερος φόρος τιμής θα είναι να θυμούμαστε πώς έγραφε τις τελευταίες μέρες της ζωής του και να μιμηθούμε το παράδειγμά του.»

Για τις Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό ο Μπόσης αναφέρει:

«Όσο του επέτρεπε η υγεία του, κι’ άρρωστος ακόμα, κι’ όλες τις ώρες που είχε λεύτερες, ακούραστα επίμονα, με πάθος, ρίχτηκε στο γράψιμο. Έβαλε όλη του την ψυχή να ζωντανέψει καλλιτεχνικά τους αγώνες του λαού μας. Το πρώτο του βιβλίο «Αφηγήσεις για το ΔΣ» κυκλοφόρησε στις αρχές τούτου του χρόνου [1954]. Ήταν η αρχή της λογοτεχνικής του δημιουργίας, κι αρχή με καλούς οιωνούς. Το πρώτο του έργο στη μορφή έχει αδυναμίες. Το περιεχόμενο όμως είναι απόλυτα ταξικό – λαϊκό. Η τέχνη στην υπηρεσία του [λαού](;) ολοκληρώνεται. Κάθε παράγραφος και κάθε γραμμή φωνάζουν με το λαό, ενάντια στους εχθρούς του λαού. Όπως ο συγγραφέας ήταν μαχητής στα πρώτα χαρακώματα έτσι και η τέχνη του μάχεται στην πρώτη γραμμή.»

Νιάλα

Βραδιάζει. Στον ουρανό κυλάνε βιαστικά κάτι βαριά μολυβένια σύννεφα, που κατεβαίνουν χαμηλά. Στις κορφές των βουνών πιάνεται ομίχλη που σιγά – σιγά σκορπάει παντού. Τα κοράκια πετάνε φοβισμένα δω και κει και τρέχουν να κρυφτούν στις φωλιές τους αφήνοντας ένα ασυνήθιστο κρώξιμο. Κι η φάλαγγα συνταγμένη ξεκινάει για τη Νιάλα.

Η Νιάλα είναι μια όμορφη βουνοκορφή των Αγράφων, άγριο βουνό γεμάτο μεγαλείο θαρείς πως δεν είναι φυσικό το φκιάξιμό του. Μοιάζει σαν κάποιος ξακουστός γλύπτης να το τόρνεψε. Θαυμάσιες πέτρινες κορφές, απότομες πλαγιές και γκρεμούρια, θεόρατα βράχια κολημένα αφύσικα πάνω στο χώμα κι αυχένες για αναγκαστικό πέρασμα. Πόσοι θρύλοι δεν έχουν γίνει για τη Νιάλα! Για δράκοντες και για μυθικές νεράιδες που φωλιάζουν στις απόκρημνες πλαγιές της Νιάλας και βγαίνουν τα καλοκαίρια και συντροφεύουν τους τσομπάνηδες στα νυχτοβόσκια τους. Τα καλοκαίρια γεμίζει απ’ τους γλυκούς ήχους των κουδουνιών κι απ’ τα βελάσματα των αρνιών, απ’ τις φλογέρες και τα τραγούδια των τσομπάνηδων και το χειμώνα στέκεται βουβή κι ατάραχη μπρος στις  μπόρες και τις καταιγίδες. Μονάχα τα κοράκια, τ’ αγριοπούλια και τ’ αγριοζούλαπα τη συντροφεύουν στη βαριά μοναξιά της. Η Νιάλα είναι βασιλιάς των Αγράφων. Στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο λαός είχε πλάσει ένα μύθο για τη Νιάλα που του θέρμαινε την ψυχή στο βαρύ χειμώνα της σκλαβιάς. Λέγανε τάχα πως στη Νιάλα υπάρχει μια πελώρια σπηλιά, απάτητη από άνθρωπο όπου κατοικεί ένας δράκος. Ο δράκος μισούσε τους τούρκους κι όταν έπαιρναν το δρόμο ν’ ανεβούνε κατά τ’ Άγραφα τους κύλαγε μεγάλες κοτρώνες και τους ανάγκαζε να γυρνάνε πίσω. Κι οι τούρκοι δεν κατάφεραν να πατήσουν τη Νιάλα. Και τα γύρω αγραφοχώρια ποτές δεν τάγραψαν στα «κιτάπια» τους. Γι’ αυτό κι έμειναν από τότε να λέγονται Άγραφα. Κι ο δράκος θάβγαινε κάποτε απ’ τη σπηλιά του και θα χυμούσε να διώξει απ’ τη γη μας τους τούρκους. Μ’ αυτή την ελπίδα ζούσε και νανούριζε τα παιδιά του ο λαός των Αγράφων. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας τ’ Άγραφα ήτανε λημέρια των παλικαριών και από κει χυμούσαν στα ριζά, ξαπάτωναν τους τούρκους και ξαναγυρνούσαν πάλι στις απάτητες αητοφωλιές της Νιάλας.

Κάνει τσουχτερό κρύο κι ας είναι Απρίλης μήνας. Προχωράμε σ’ έναν αδιάβατο ανήφορο και βρέχει με το ασκί. Έχει πέσει πυκνή ομίχλη και αντάρα που δε βλέπεις ούτε το διπλανό σου. Πώς να περάσουν ζώα σε τέτιο κακοτράχαλο δρόμο; Συχνά αναγκάζονται να σταματάνε οι μεταγωγικοί να ξεφορτώνουν και να ξαναφορτώνουν, να σιάζουν τις μεριές. Πόσο απότομες είναι οι πλαγιές. Η φάλαγγα απλώνεται σα φίδι, ελίσσεται και στριφογυρίζει γύρω απ’ τη Νιάλα, έτσι όπως πάει το μονοπάτι καγκέλια – καγκέλια κι ύστερα σαν ψηλώνει παίρνει η ευθεία γραμμή. Όσο προχωράμε η βροχή δυναμώνει και το κρύο γίνεται πιο διαπεραστικό. Κι όμως πρέπει να περάσουμε νικώντας κι αυτή τη φύση. Αυτή είναι η απόφαση ολονών που τη βλέπεις καθαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Κανένας δε γογγύζει, δε βλαστημάει, δεν παραπονιέται.

– Καίτη, τρέμεις! Θα πουντιάσεις. Είδες πώς ξέχασα να σου δώσω το χιτώνιό μου; λέει με στοργή ο διμοιρίτης, ο Δημήτρης.

– Δεν είναι τίποτα Δημήτρη. Τράβα! Εσύ να μην κρυώσεις!

– Εγώ δεν έχω ανάγκη, απαντάει αυτός και στα γρήγορα βγάζει το χιτώνιό του και το φοράει στην Καίτη.

– Τώρα δε θάχεις ανάγκη.

– Τι καλός που είσαι!

– Είσαι πια μαχήτρια της διμοιρίας μου και πρέπει να φροντίζω. Βάδιζε κι έρχομαι.

Πιο πίσω ο επίτροπος σταματάει έναν οπλοπολυβολητή.

– Δόσε να σε βοηθήσω.

– Μα δεν κουράστηκα ακόμα.

– Δόσε που σου λέω!

Αρπάζει το οπλοπολυβόλο, το πετάει στον ώμο και τρέχει να φτάσει τη μαχήτρια της διμοιρίας του.

Μπροστά μου βαδίζει μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά και πίσω της μια κοπέλα ίσαμε 18 χρονών ζαλικωμένη.

– Δε μου δίνεις συναγωνίστρια το μωρό να το πάρω κι εγώ λίγο δρόμο;

– Δεν είναι ανάγκη συναγωνιστή.

Της πήρα το μωρό και στο δρόμο στήσαμε συζήτηση.

Τη λένε Βάγια. Ο άντρας της ο Γιώργος, είναι αντάρτης και υπηρετεί στο Αρχηγείο Θεσσαλίας. Αυτή με τα παιδιά έμεινε στο σπίτι, στο χωριό, κι αν θυμάμαι καλά είναι απόνα καμπίσιο χωριό, απ’ τον Παλαμά.Οι συμμορίτες του Παπαναξαγόρα δεν την άφηναν ήσυχη. Κι αναγκάστηκε να πάρει τα παιδιά και να βγει στα βουνά για να γλυτώσει. Ίσως κάπου να πετύχαινε και τον άντρα της και να τη βοηθούσε. Βαδίσαμε κάμποσο δρόμο μαζί κουβεντιάζοντας. Ύστερα πήρε το παιδί και με ρώτησε:

– Άμα βγούμε από δω συναγωνιστή θα βρούμε το Αρχηγείο Θεσσαλίας;

– Οπωσδήποτε! της είπα.

Αναστέναξε βαθιά και συνέχισε το δρόμο της.

Για την ώρα η φάλαγγα προχωράει κανονικά. Δεν έχουμε ούτε έναν βραδυπορούντα. Όλοι βιάζονται να φτάσουν στη Νιάλα, να την περάσουν για να ξεφύγουν τον κλοιό. Ούτε οι πολίτες βραδυπορούν. Ανακατεύτηκαν τώρα σχεδόν μαζί μας και μας ακολουθούν σα νάτανε χρόνια στρατιώτες. Θέλουν κι αυτοί να γλυτώσουν απ’ τα νύχια  του εχθρού που τους κατατρέχει. Κι αυτούς θα τους γλυτώσουμε.

Η Νιάλα ορθώνεται τώρα μπροστά μας περήφανη κι αγέρωχη. Μας κοιτάζει σα να μας λέει: Κουράγιο. Νάμαι. Φτάσατε! Εμείς όμως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της πορείας. Τα στριφογυρίσματα του δρόμου είναι ατέλειωτα. Γυρίζουμε, ανεβαίνουμε και, περίεργο, σα να βρισκόμαστε πάντα στο ίδιο μέρος. Ανηφορίζουμε αγκομαχώντας. Τα χαλίκια μάς τρυπάνε τα πόδια, που αρχίζουν τώρα να γίνονται πιο βαριά. Κρύο. Διαβολεμένο κρύο κι είναι Απρίλης. Κι η φύση τάβαλε μαζί μας. Κι όλοι οι θεοί και δαίμονες. Μα θα τους νικήσουμε όλους γιατί είμαστε αγωνιστές.

Μια προσταχτική φωνή μάς σταματάει:

– Σταθείτε! Ποιοι είστε;

Η φάλαγγα σταματάει και στέλνουμε για αναγνώριση. Ήταν ο 3ος λόχος που είχαμε στείλει στα Βλάχικα Καλύβια για να καλύψει την πορεία μας. Η φάλαγγα ξεκινάει. Ανηφόρα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνουμε η βροχή γίνεται νερόχιονο. Μόνο η γλώσσα μας είναι στεγνή. Βραχήκαμε ως το κόκαλο. Το νερό μπαίνει απ’ το λαιμό και γλιστράει στο κορμί και μας παγώνει. Το νερόχιονο μάς χτυπάει κατάμουτρα. Πώς θα περάσουμε τον αυχένα;

Ένας δυνατός παγωμένος αέρας σφυρίζει  στα αφτιά μας.

Η αντάρα πότε σηκώνεται και καθαρίζει η ατμόσφαιρα πότε ξαναπέφτει βαριά και σκοτεινιάζει. Πίσω απ’ τα μαύρα σύννεφα ο ήλιος παίζει  το κρυφτούλι. Να, μόλις ξεμύτισε. Και μπροστά μας στέκεται η Νιάλα ατάραχη. Ολόγυμνη, κατάλευκη. Απριλιάτικα, αντί να ντυθεί το πράσινο φόρεμά της ντύθηκε άσπρο. Τι κακό είν’ ετούτο, να ρίχνει χιόνι φοβερό τον Απρίλη!

Αφήνουμε τα μεταγωγικά. Είν’ αδύνατο να συνεχίσουν την πορεία. Αφού εμείς δυσκολευόμαστε να βαδίσουμε. Με βαριά καρδιά ο Γκλούτσος κρύβει τον αγαπημένο του σύντροφο, το κανόνι. Κοπήκαμε απ’ την κούραση. Κι ο δρόμος γίνεται τώρα πιο αδιάβατος. Ένας στενός κατσικόδρομος σαν κλωστίτσα. Κι από κάτω γκρεμός. Λίγο παραπάτησες ή γλίστρησες πήγες στο χαμό. Δε μένει ούτε κομματάκι απ’ το σώμα σου. Κοιτάζεις και σε πιάνει ίλιγγος. Θα πέσουμε πια, αν συνεχιστεί ακόμα λίγο αυτή η βασανιστική πορεία. Στη φάλαγγα πηγαινοέρχεται τώρα ο επίτροπος και συχνά ρωτάει:

– Κουράστηκες συναγωνιστή;

– Λίγο.

– Κουράγιο, δεν αργούμε.

Όσο προχωρούμε, τα στελέχη, οι αξιωματικοί μας τρέχουν στη φάλαγγα και ρωτάνε:

– Ποιος κουράστηκε; Δόσμου τα πράγματά σου. Το γυλιό σου.

– Δεν πειράζει συναγωνιστή.

Κι εκεί που νομίζεις πως δε σε προσέχει κανένας στην πορεία σου κι είσαι μονάχος, νιώθεις ζευγάρια άγρυπνα μάτια να μετράνε τα βήματά σου.

Κλονίζομαι. Κάποιος προφτάνει να με συγκρατήσει.

– Τι έπαθες;

Γυρνάω. Ο επίτροπος του τάγματος με κοιτάει με χαμόγελο.

– Δεν είναι τίποτα σοβαρό, είπα ντροπιασμένος κι έσφιξα τα δόντια. Πήρα κουράγιο και συνέχισα την πορεία μου στη φάλαγγα.

Σκυφτοί απ’ την κούραση, φορτωμένοι τους γυλιούς με τις ελάχιστες σφαίρες και τα εσώρουχά τους με τα όπλα τους στον ώμο προχωράνε μέσα στην άγρια καταιγίδα οι μαχητές του τάγματος.

Κοντοφτάνουμε στον αυχένα της Νιάλας. Σαν τον περάσουμε πάει πια κάθε φόβος. Εκπληρώνεται η αποστολή μας. Θα τον περάσουμε; Κι αν τον κρατάει ο εχθρός; Σφίγγεται πάλι η καρδιά μας. Το χιόνι μάς μαστιγώνει τούφες – τούφες στα μούτρα.

Χιονίζει. Χιονίζει Απρίλη μήνα! Τι σημάδι είν’ αυτό; Εξαντληθήκαμε.

Κι είμαστε κάτω απ’ τον αυχένα της Νιάλας. Τι μας περιμένει; Τώρα άρχισε να διακρίνεται καθαρά η κορυφή. Πανύψηλη. Όλο τσουγκάρι και πέτρα. Μόνο ρίγανη και μούσκλα φυτρώνουν πάνω στα βράχια της και τίποτα άλλο. Μια παράξενη νοσταλγία με έπιασε τούτη τη δύσκολη ώρα. Ε! Και νάμουνα εδώ το καλοκαίρι τσομπάνης. Να σαλαγάω τα πρόβατα στις πλαγιές, να τρώω φρέσκο γάλα τριμμένο με μπομπότα και να πίνω νερό απ’ την κρύα την κρυσταλλένια βρύση. Να κάθομαι εκεί κατάκορφα στη Νιάλα να βαράω τη φλογέρα, ν’ ακούνε τ’ αγριοζούλαπα και να στέκονται να αφουγκράζονται, ν’ ακούνε κι οι βλαχοπούλες και να ζηλεύουν, να λιγώνονται.

Το χιόνι που πέφτει πιο πυκνό διακόπτει τη νοσταλγία. Ο αυχένας αρχίζει να κοντοζυγώνει μα είναι ακόμα μακριά. Θέλει δρόμο, ανήφορο πολύ. Κι εμείς δε μπορούμε άλλο, αποκάμαμε. Να μπορούσα να πέσω εδώ και να κλείσω τα μάτια έστω και λίγα λεπτά! Δεν αντέχω άλλο πια! Μούδιασε όλο το σώμα μου και με μυρμηγκίζει. Βαδίζουμε νηστικοί και ξυπόλητοι, χωρίς στάση, χωρίς ανάσα, κάτω απ’ τη βροχή και το χιόνι.

Μα δε λυγούμε. Δεν πρέπει να λυγίσουμε. Ο καθένας ας βοηθήσει τον εαυτό του και το σύντροφό του. Η συναίσθηση του καθήκοντος μού δίνει κουράγιο. Βαδίζω σταθερά αυτή τη φορά και μουρμουρίζοντας παίρνω το τραγούδι στον ήχο της «Βαρσαβιάνκας»:

Θύελλες άνεμοι
γύρω μας πνέουν
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν
σε ύστερες μάχες μπλεκόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν.

Με συνοδεύει ο Θανάσης ο οπλοπολυβολητής και δυό τρεις άλλοι από την ομάδα.

– Πώς πάτε παιδιά, κρατάτε; Ρωτάω.

– Κρατάμε, κρατάμε. Έχουμε ακόμα κουράγιο.

– Λοιπόν που λέτε παιδιά, λέει ο Θανάσης, άμα γίνει λαϊκή δημοκρατία, να το θυμάστε θα ζητήσω αποζημίωση γι’ αυτή την πορεία.

– Τι αποζημίωση; πεταγόμαστε όλοι κεφάτα.

– Είκοσι μέρες ανάπαυση με ύπνο χωρίς διακοπή. Δεν έχω δίκιο;

Γελούμε με την καρδιά μας.

– Γιατί γελάτε; Σας φαίνεται παράξενο; επιμένει ο Θανάσης.

– Βέβαια, βέβαια, απάντησα, θα σου δόσουμε οπωσδήποτε 20 μέρες υπερωρίες, για να συμπληρώσεις τα κενά των συντρόφων μας που χάσαμε.

– Αφήστε τ’ αστεία, μιλάμε σοβαρά.

– Σοβαρά; Εντάξει. Ε, λοιπόν, σα φτάσουμε σε κείνη τη μέρα κι ο λαός μας θα χαίρεται τη λευτεριά του, σου το λέω θα ξεχάσεις και την αποζημίωση κι όλα. Και μονάχος σου θα ζητήσεις να δουλεύεις συνέχεια υπερωρίες. Σα δεις το λαό να ξεχύνεται στη δουλιά, να χτίζει τα ερείπιά του, να φτιάχνει φάμπρικες κι εργοστάσια, σχολειά, όλα καινούρια, όλα απ’ την αρχή, θα σου βαστάει η καρδιά να κάθεσαι; Και να σε δέσουν δε θα κρατηθείς. Θ’ αρπάξεις το σφυρί ή την αξίνα και θα μπεις κι εσύ, όπως όλοι μας, στη στρατιά των οικοδόμων της καινούργιας ζωής.  Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Να με θυμάσαι.

– Σωστά, σωστά, με σιγοντάρουν οι άλλοι από γύρω.

– Σωστά, λέει κι ο Θανάσης. Ας φτάσουμε ως εκείνη τη μέρα και βλέπουμε.

– Και βέβαια θα φτάσουμε. Και η αμοιβή σου για το ότι πλήγιασε ο ώμος σου κουβαλώντας το οπλοπολυβόλο μέσα σ’ αυτό το κακό, η αμοιβή σου για τις κακουχίες, τις στερήσεις, τον κίνδυνο θάναι μια, Θανάση, να το ξέρεις: Η ικανοποίηση ότι έκανες το καθήκον σου στο λαό και στο κόμμα μας. Και  νομίζω πως δεν υπάρχει απ’ αυτό μεγαλύτερη τιμή. Σα θα κρέμεται στο στήθος σου  το παράσημο του αγωνιστή που θα σου φορέσει η πατρίδα εσύ θα καμαρώνεις περήφανα και θα λες στο γιο σου: Ήμουν στη Νιάλα, πολέμησα για τη λευτεριά του λαού και της πατρίδας μας. Τι άλλο θέλεις απ’ αυτό;

Η φάλαγγα προχωρεί, αλλά όλο και κλονίζονται πιο πολλοί. Το βήμα γίνεται αργό. Τα πόδια ασήκωτα απ’ την κούραση. Εκατό οκάδες το ένα. Η φάλαγγα κόβεται. Άλλο πάλι ετούτο το χάλι. Απ’ την κορφή της φάλαγγας ακούγεται σταθερή, προσταχτική η φωνή του διοικητή:

– Να προχωράτε κανονικά. Να μην αργοπορεί κανένας. Σφιχτείτε. Πρέπει να περάσουμε.

Προχωράμε. Κάποιος σκόνταψε και παραλίγο να κατρακυλήσει στο γκρεμό. Βλαστημάει. Πάλι κόβεται η φάλαγγα.

Πατάμε χιόνι πια για τα καλά. Και τα γουρουνοτσάρουχα γλιστράνε. Μα αλλίμονο αν λίγο παραπατήσεις, θα φτάσεις στον πάτο χίλια κομμάτια. Προσέχουμε. Μετράμε τα βήματά μας. Περισσότερο κινδυνεύουν οι οπλοπολυβολητές μας. Κάποιος κρυφός φόβος για το Θανάση μού καίει τα στήθια. Αυτός περπατάει άγαρμπα και δεν προσέχει. Ας του πάρω τουλάχιστο το οπλοπολυβόλο.

– Θανάση! Ε, Θανάση!

– Σ’ ακούω.

– Στάσου να σε ξαλαφρώσω κι εγώ. Κουράστηκες.

– Δε χρειάζεται. Πάω περίφημα. Κοίταξε εσύ μόνο μην κουραστείς και μας μείνεις στο δρόμο.

– Όχι, όχι, στάσου. Το καταλαβαίνω ότι κουράστηκες, αλλά δε θες να το πεις. Είσαι πεισματάρης.

Κι είχε πραγματικά ένα πείσμα αφάνταστο αυτό το παιδί. Άμα έλεγε ένα πράγμα έπρεπε να το κάνει. Με το Θωμά που ήταν οπλοπολυβολητής τσακωνόταν πάντα στις πορείες για το οπλοπολυβόλο. Ζύγωνε ο Θωμάς και τούλεγε:

– Δόσε το οπλοπολυβόλο.

– Θα το κουβαλήσω λίγο ακόμα.

– Τίποτα. Μην επιμένεις.

– Επιμένω γιατί το κανονικό είναι να το σέρνει ο γεμιστής το οπλοπολυβόλο.

Έτσι άρχιζε ο καυγάς.

– Προίκα σου το πήρες επιτέλους; φώναζε στο τέλος ο Θωμάς. Δεν είναι μόνο δικό σου.

Πεισματάρης και στη μάχη ο Θανάσης. Τον τοποθετούσες σε μια θέση, δεν το κουνούσε ρούπι. Πολέμαγε σα λιοντάρι. Άφοβος πάντα. Έτσι τον γνώρισε απ’ την αρχή η διμοιρία και τέτιος παράμενε.

Κι αυτή τη φορά ενώ είναι κατακουρασμένος, έχει πληγιάσει η πλάτη του απ’ το οπλοπολυβόλο, δε θέλει να μου το δόσει από πείσμα. Ας είναι Θανάση.

Προχωράμε. Προχωράμε προσηλωμένοι στο σκοπό μας. Το φιδωτό σχήμα της φάλαγγας συχνά αλλάζει.

Ένας οπλίτης με κοντοζυγώνει και με χτυπάει στον ώμο.

– Γεια σου συναγωνιστή.

– Γεια σου, τ’ αποκρίνομαι χωρίς να σηκώσω το κεφάλι.

– Τι λες, θα περάσουμε;

– Ούτε ρώτημα. Αμφιβάλλεις; είπα κι έστριψα το κεφάλι. Ήταν ένας κοντός, μικρόσωμος άνθρωπος με μια ιδιότροπη τραγιάσκα στο κεφάλι. Δεν τον είχα ξαναδεί. Με προσπέρασε. Πιο μπροστά τον ξανάκουσα να λέει σ’ έναν άλλον:

– Κουράγιο σύντροφε. Δεν αργούμε.

Απ’ την ουρά της φάλαγγας έρχεται αυθόρμητα ένα τραγούδι που μεταδίνεται ως την κορφή κι ανάβει σ’ ολόκληρη τη φάλαγγα.

Βροντάει ο Όλυμπος
αστράφτει η Γκιώνα
Μουγκρίζουν τ’ Άγραφα
σειέται η στεριά.

Αντιβουΐζουν οι λαγκαδιές και τα φαράγγια. Και παίρνει ο αγέρας το τραγούδι της λεβεντιάς και το σηκώνει ψηλά στον ουρανό και το πάει μακριά – μήνυμα σ’ όλη την Ελλάδα. Να ξέρει πως οι γιοι της την υπηρετούν πιστά αψηφώντας τα πάντα.

– Σταματείστε παιδιά, ακούγεται από μπροστά η φωνή του διοικητή. Το λέτε όταν περάσουμε τον αυχένα κι είμαστε σίγουροι. Δεν έχουμε χαμπάρι τι γίνεται εκεί πάνω.

Το τραγούδι απότομα σταμάτησε. Σταμάτησαν κι οι κουβέντες. Ζυγώνουμε στον αυχένα της Νιάλας. Πάλι κόπηκε η φάλαγγα. Μια απεγνωσμένη κραυγή κι ύστερα το κατρακύλισμα στο γκρεμό. Κάποιος γλίστρησε και χάθηκε. Κόπηκαν τα ήπατα. Τρέμουν τα πόδια. Κι αν γλιστρήσω μ’ αυτά τα διαβολοτσάρουχα; Καλύτερα με τις κάλτσες. Τα βγάζω και τα πετάω.

Μια τρομερή χιονοθύελα σηκώνεται άξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δε φαίνεται. Μουγγρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ό,τι βρει στο δρόμο του. Θέλει να μας ξεριζώσει λες απ’ τη γη. Μα εμείς πατάμε στέρεα. Ο δρόμος δε διακρίνεται καθόλου, ούτε η κορυφή. Ταλαντεύεται πάλι η φάλαγγα. Τι θα γίνουμε; Άφοβος προχωράει μπροστά ο διοικητής του τάγματος και φωνάζει.

– Κρατηθείτε σύντροφοι! Προχωρείστε! Θα βγούμε οπωσδήποτε.

Κι η φωνή του αντιλαλεί στις ερημικές πλαγιές της Νιάλας.

Προχωρούμε. Ένας έπεσε ξερός. Ο διπλανός κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να τον σηκώσει και μένει και κείνος κόκαλο. «Θα πεθάνουμε» σκέφτηκα, απ’ το κρύο. Όχι. Κρατήσου και σφίξε τα δόντια. Πρέπει να ζήσουμε. Πώς με πονάνε τα μηνίγγια, σα να τα πιέζει κάποια αόρατη τανάλια.

Ουρλιάζει από παντού η θύελα. Μας παίρνει και τα δίκωχα και τ’ ανεμίζει ψηλά σα φούσκες. Ο αέρας ορμητικός μπαίνει στο στόμα και το βουλώνει, στις μύτες, στα πνευμόνια. Ανασαίνουμε με δυσκολία. Θα χαθούμε; Η αντοχή μας όμως δε λυγάει. Είναι στιγμές που ο άνθρωπος όσο αδύνατος και νάναι, σα βρεθεί μπροστά σε δύσκολη κατάσταση, μπροστά στον κίνδυνο σφίγγει όλες τις δυνάμεις, ακόμα και κείνες που δεν τις νιώθει και γίνεται ατσάλινος και τα κατανικάει όλα. Κι οι άντρες του τάγματος του Σοφιανού γίνανε κει στη Νιάλα, αληθινά ατσάλινοι.

Παγώνει το αίμα στις φλέβες. Πόσοι βαθμοί υπό το μηδέν; Πάντως δε ζει άνθρωπος σε τέτιο κρύο. Θυμούμαι αυτή την ώρα τους ηρωικούς υπερασπιστές του Στάλινγκραντ και της Μόσχας. Με τη γιγάντια θέλησή τους, πιστοί στο λαό και στο κόμμα, άντεξαν στις πιο μεγάλες παγωνιές και κάτω απ’ αυτές τις παγωνιές ακριβώς σύντριψαν τις χιτλερικές ορδές κι απάλλαξαν την ανθρωπότητα απ’ το σκοτάδι και την πισωδρόμηση που θα την έριχναν τα χιτλερικά καθάρματα. Κι η θύμηση μού διπλασιάζει τις δυνάμεις. Αν μπορούσαν να μ’ ακούσουν στη μακρινή τους γη θα τους φώναζα μ’ όλη μου την καρδιά.

«Γεια σας σύντροφοι σοβιετικοί! Σας χαιρετάνε οι μαχητές του ΔΣΕ. Το φωτεινό σας παράδειγμα μάς οδηγεί προς τη Νίκη. Γεια σας. Θα κρατήσουμε κι εμείς το κάστρο της τιμής και της λευτεριάς κατά το δικό σας παράδειγμα».

Το παιδάκι του Μπαρμπαράγια που είχα πάρει στην αρχή της πορείας σπαρταράει στην αγκαλιά της μάνας απ’ το κρύο. Το χουχουλίζει για να το ζεστάνει. Τρέχω και τ’ αρπάζω. Το τρίβω για να το συνεφέρω. Στα χαμένα. Ανοιγόκλεισε δυό – τρεις φορές το στοματάκι του τέντωσε τα πόδια και τα χεράκια του και ξεράθηκε στην αγκαλιά μου.

– Παιδάκι μου! φωνάζει η μάνα και ρίχνεται με λυγμούς απάνω του.

Τη συγκράτησα να μην πέσει. Πίσω της βάδιζε αμίλητη η κόρη της. Την έπιασε απ’ το χέρι και συνέχισαν έτσι πιασμένοι το δρόμο τους. Ξεριζώνεται η καρδιά σου. Τι μπορείς όμως να κάνεις;

Τα βλέφαρα, τα μαλλιά, οι χλαίνες έπιασαν κρύσταλλο. Κόλησαν τα μουστάκια και τα γένια στο δέρμα. Η επίθεση της φύσης συνεχίζεται άγρια, αδυσώπητη. Κομμάτια ολόκληρα χιόνι μάς χτυπάνε στο πρόσωπο. Κοκκίνησαν τ’ αφτιά και οι μύτες. Προχωράμε σα μεθυσμένοι χωρίς να σταματάμε  ούτε στιγμή. Κι άλλος έπεσε. Παγώνει η ύπαρξή σου. Ξύλιασαν και πόδια και χέρια.

– Κουράγιο σύντροφοι, κουράγιο, ακούγεται από πίσω μια ζωηρή γυναικεία φωνή που μας συντροφεύει στη σκληρή μοναξιά. Η γνώριμη φωνή της Βαγγελιώς. Ατρόμητη μες στη φουρτούνα τρέχει σαν άντρας μέσα στη φάλαγγα και βοηθάει τους αδύνατους, δίνει κουράγιο, εμπνέει πίστη.

Απ’ την  κορφή της φάλαγγας ξανάρχεται προσταχτική η φωνή:

– Προχωρείστε! Μη σταματάτε ούτε λεφτό. Κάθε καθυστέρηση ισοδυναμεί με το χαμό. Προχωρείστε γρήγορα!

Βαδίζουμε. Βαδίζουμε σχεδόν μηχανικά. Όχι γιατί ήθελε να προχωρήσεις. Κείνη την ώρα μέσα σ’ αυτήν την πρωτοείδωτη μπόρα, στην πρωτοφανέρωτη παγωνιά και στην απίστευτη κούραση ήταν πιο γλυκός ο θάνατος παρά ένα βήμα μπροστά. Τον προτιμούσε ο καθένας. Μα θυμούνταν πως υπηρετάει το λαό, κι άλλος πως είναι στρατιώτης ενός κόμματος που στην ιστορία του δε γνώρισε άλλο από φουρτούνες και δοκιμασίες κι ότι πρέπει να ζήσει για να παλαίψει, να λυτρώσει την πατρίδα. Αυτό τούδινε αστείρευτη δύναμη, Και προχωρούσε αψηφώντας τα πάντα.

Τώρα είναι καιρός να κάνουμε κι εμείς αντεπίθεση σε πείσμα όλων των στοιχείων που επιστράτευσε η φύση να μας καταπιεί.

– Να τραγουδήσουμε σύντροφε ταγματάρχη;

Δε χωρούσαν πια αστεία. Κι ας τον είχαν πιασμένο χίλιες φορές τον αυχένα οι μποραντάδες. Έπρεπε να φτάσουμε ως εκεί και θα φτάναμε οπωσδήποτε.

– Τραγουδείστε ορέε! αποκρίθηκε η φωνή του ταγματάρχη γαλήνια.

Κι οι άνθρωποι πούχαν γίνει φαντάσματα, που κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να παγώσουν χωρίς να δειλιάσουν, συνεπάρθηκαν απ’ τον ενθουσιασμό και το βρόντηξαν.

Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι
στη Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί
σειούνται στεριές και τα πελάγη
όπλων ακούγεται κλαγγή.

Και το τραγούδι αντιβουΐζει στις πλαγιές, τις σκεπασμένες με χιόνι που τις έδερνε λυσσασμένος ο αγραφιώτικος άνεμος.

Μια γυναίκα και μια κοπέλα άφησαν μια αλλόκοτη κραυγή κι έπεσαν ξερές. Κόκκαλο. Η γυναίκα κι η κόρη του Μπαρμπαράγια. Δεν προλάβαμε να τις δόσουμε καμιά βοήθεια. Η καρδιά τους σταμάτησε απότομα. Πονάει η ψυχή μας.

Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα
εμπρός ακόμα μια φορά
κρατάς της Λευτεριάς τη δάδα
στα δυό σου χέρια τα γερά.

………………………………………………………………………………………………………………………..

Άλλοι πεθαίνουν κι άλλοι τραγουδάνε. Σου φαίνεται απάνθρωπο. Μα δεν είναι έτσι. Τραγουδάνε ακριβώς γι’ αυτούς που πέφτουν, σ’ αυτή την παράξενη μάχη. Παγώνουν τα μέλη μας. Το κρύο χώνεται ολούθε και μουδιάζει τα πάντα, το μυαλό και το σώμα. Πόσο γερά μπορεί νάναι τα νεύρα; Ένας ύπνος γλυκός ξεχύνεται στα μάτια, και προσπαθεί να παραλύσει το σώμα. Είν’ ο προπομπός του ύπουλου θανάτου που παραμονεύει. Θα τον προτιμούσαμε. Μα μας θερμαίνει μια ελπίδα. Να περάσουνε τον αυχένα νικητές.

Μα τι είναι τούτο πάλι; Σίφουνας. Ένας λυσσασμένος αέρας με χιόνι μάς κλείνει τα μάτια, μας κόβει την αναπνοή. Σταματάμε. Άλλοι δυό πέφτουν την ίδια στιγμή απ’ τον πάγο. Τη φάλαγγα τη διατρέχει βιαστικά ένας άνθρωπος.

– Πιαστείτε ο ένας απ’ τον άλλο σύντροφοι, λέει και χάνεται  στην ομίχλη. Είν’ ο επίτροπος του τάγματος. Πιανόμαστε σε μια αλυσίδα. Μα η αλυσίδα συχνά κόβεται και τρομάζουμε να τη συνδέσουμε. Σταματάει κάποιος μπροστά έτοιμος να πέσει. Ο άλλος του δίνει μια δυνατή σπρωξιά και τον συνεφέρνει. Αυτό ήταν αρκετό. Και πάλι δίπλα μου η γνώριμη φωνή. Ήταν ο Τσιρώνης.

– Είσαι καλά; Πώς πας; Κουράγιο!

– Μου φτάνει το κουράγιο, απαντώ, θα περάσω. Κοίτα τους άλλους.

Ένας άλλος είν’ έτοιμος να πέσει. Ο επίτροπος τον προλαβαίνει. Τον τρίβει γρήγορα με χιόνι και του κάνει διάφορες κινήσεις. Συνέρχεται, προχωράει καλά. Η αλυσίδα πάλι κόβεται. Τρεις πολίτες σβήνουν απ’ το κρύο.

Κολασμένος βράχος!

Σπάρθηκε με τα κόκαλα ανεκτίμητων παλικαριών μας. Μα θα γίνει σύμβολο. Θα μάθει όλη η Ελλάδα το μαρτύριο που τραβήξαμε μόνο και μόνο για τη λευτεριά της. Όχι γιατί αγαπούσαμε απλά τη ζωή μας. Μα γιατί αγαπούσαμε την Ελλάδα και το λαό της. Γι’ αυτό κάναμε κουράγιο και βάλαμε τα δυνατά μας για να φτάσουμε στο τέρμα. Κι ύστερα να συνεχίσουμε το έργο αυτών που πέθαναν για μας.

Όσο προχωράμε, τόσο πιο μανιασμένος φυσάει ο αέρας. Θα μας παρασύρει. Θα μας κατρακυλήσει στο γκρεμό. Σφίγγουμε τα δόντια και τεντώνουμε τα νεύρα μας. Τελευταία προσπάθεια. Ο ουρανός άνοιξε και ξερνάει τα σωθικά του. Κεραυνοί, αστραπόβροντα και χιόνι και αέρας και κρύο ενώνονται σε μια τρομερή συμμαχία να μας αφανίσουν. Πώς να προχωρήσουμε; Πάλι στάση. Κάθε παραπέρα προχώρηση είναι αδύνατη. Μα κάθε παραπέρα στάση είναι θάνατος.

– Μη σταματάτε ούτε λεπτό! Ποιος σταμάτησε ορέε; Δε βλέπετε τι γίνεται;

Όμως για πού; Σκοτείνιασε. Δε βλέπουμε καλά – καλά ούτε τον μπροστινό μας.

– Να κρατείστε την αλυσίδα και να προχωρείστε, φώναξε θυμωμένα ο Σοφιανός.

Προχωράμε. Μα να άλλοι δυό πέφτουν. Τους τρίβουμε με χιόνι, τους κουνάμε, τίποτα. Πέθαναν. Κάναμε μερικά βήματα και πέφτει κι άλλος. Τι είναι τούτο; Στα καλά – καλά ο άνθρωπος ενώ βαδίζει να ξερένεται! Τουρτουρίζουμε, χτυπάμε άθελα τα δόντια. Τι περίεργο πράγμα είν’ αυτό που συμβαίνει με μας; Να σε παραφυλάει στο διάβα σου ο πιο τραγικός θάνατος.

– Δεν ακούγεσαι Θανάση; Φωνάζω για να δόσω κουράγιο στον εαυτό μου.

– Κρατάμε, κρατάμε, αγάντα.

– Τα παιδιά;

– Όλοι στις θέσεις τους. Σώοι και αβλαβείς. Μόνο ο Γιώργης δε μπορεί να ξεκολήσει τα μουστάκια του για να τα στρίψει.

– Αααα!

– Τι γίνεται; Η Καίτη του Δημήτρη έπεσε. Την πιάνει απ’ τον ώμο και τη σηκώνει σαν αποβλακωμένος για τ’ αναπάντεχο. Αυτή ούτε κουνιέται καθόλου.

– Δε θα σ’ αφήσω, λέει μ’ ένα πικρό παράπονο, ο Δημήτρης. Θα σε πάρω κι ό,τι γίνει.

Τη φορτώθηκε στον ώμο και συνέχισε το δρόμο του με την καρδιά πλημμυρισμένη από πόνο και φαρμάκι!

– Ξεψύχησε;

– Σα να χτυπάει η καρδιά της αργά.

– Θα αντέξει τουλάχιστο ως τον αυχένα;

– Μακάρι νάντεχε.

Η πιο δύσκολη, η πιο μεγάλη στιγμή. Μπροστά μας ο αυχένας. Το κρύο αβάσταχτο. Παγώνει το σάλιο. Παγώνει η ανάσα. Τα πάντα. Κι άλλοι πέφτουν ξυλιασμένοι την τελευταία στιγμή. Ο Κώστας Καραγιάννης κι ο Παπακώστας.

Τι κρίμα! Να θέλεις, να, ένα βήμα να περάσεις εκεί που πια ο κίνδυνος σταματούσε και να χάνεις αυτή τη στιγμή απ’ ανάμεσά σου συντρόφους σου, συμπολεμιστές σου, αδέρφια σου. Άραγε θα πιστέψουν οι άνθρωποι ότι τούτη την ώρα είμαστε ανίσχυροι να τους βοηθήσουμε;

Τώρα ακριβώς χρειάζονταν η πιο μεγάλη αντοχή, η υπερένταση. Χρειάζονταν η υπεράνθρωπη προσπάθεια. Σφιχτήκαμε. Προχωράμε αμίλητοι και σκυφτοί. Ολογύρω καταγίδα. Είμαστε μέσα στο σίφουνα.

– Πάρτε τραγούδι παιδιά, φωνάζει ο Σοφιανός.

Τα χείλη μας μελάνιασαν. Δε μπορούμε ν’ ανοίξουμε το στόμα και να μιλήσουμε. Όλα κρουστάλλιασαν. Και τρέμουμε. Όσο σέρνουμε τα πόδια μας με τη βία. Τι τραγούδι ν’ αρχίσουμε; Είναι στα καλά του; Κι όμως πρέπει ν’ αρχίσουμε. Είναι καλά ν’ αρχίσουμε αυτή την ώρα. Να ζωντανέψουμε, να ξυπνήσουμε, να πάρουμε καινούργια δύναμη. Με πρόλαβε ο Θανάσης, αυτό το αψίθυμο παλικάρι που δεν έδοσε ακόμα σε κανέναν το οπλοπολύβόλο του.

– Άντε σύντροφοι. Να το βροντήξουμε είπε, κι άρχισε πρώτος.

Με το ντουφέκι μου στον ώμο
σε πόλεις κάμπους και χωριά
της λευτεριάς ανοίγω δρόμο
της στρώνω βάγια και περνά.

Το τραγούδι άναψε  σ’ όλη τη φάλαγγα ζωηρό και λεβέντικο. Ανάσταση έγινε. Ξανάνιωσαν όλοι φρέσκιες τις δυνάμεις τους. Ξανάνιωσαν τη μεγάλη συντροφιά της ατέλειωτης φάλαγγας και βγάλανε φτερά. Κι ο θάνατος συνεχίζει το απαίσιο έργο του. Δεν αφήνει το δρεπάνι του.

Μα εμείς αντιστεκόμαστε. Και τον ειρωνευόμαστε με το τραγούδι μας:

Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα
το δίκιο και τη λευτεριά
σ’ ακρόβουνο και σε κοιλάδα
πέτα, πολέμα με καρδιά.

Ο Λάμπρος Οικονόμου, ο οπλοπολυβολητής, πάγωσε και μας έφραξε το δρόμο. Πάλι σταματάει η φάλαγγα. Τραβάμε να του πάρουμε το οπλοπολυβόλο μα δεν ξεκολάει απ’ τον ώμο του. Πάγωσε, κι έγινε σάρκα και σίδερο ένα πράγμα. Φρίκη. Πώς θα προχωρήσουμε;

Ένας άνθρωπος ίσαμε δυό μέτρα ψηλός βαδίζει κουτσαίνοντας και καθυστερεί τη φάλαγγα. Ποιος νάναι άραγε; Βιάζω το βήμα μου. Είναι ο Γιώργης ο Πρότσης  που τραυματίστηκε στη μάχη, αρνήθηκε να πάει στο νοσοκομείο. Προτίμησε ν’ ακολουθήσει το τάγμα.

– Πώς πας;

– Πονάω τρομερά. Πολύ πονάω. Με πολύ κόπο το σηκώνω το πόδι, αλλά θα φτάσω, δεν πρόκειται να μείνω στο δρόμο σε καμιά περίπτωση.

– Δος μου τουλάχιστο το όπλο και το γυλιό σου.

– Α μπα. Δε με βαραίνουν αυτά.

Αποβραδίς όταν ξεκινήσαμε βάδισε καλά μες στη φάλαγγα σα να μην είχε σοβαρό τραύμα στο πόδι. Όσο όμως η πορεία συνεχιζόταν τόσο το πόδι βάραινε. Το τραύμα απ’ το κρύο χειροτέρευε και πονούσε. Άρχισε να μελανιάζει. Ο Γιώργης δεν το πρόσεξε και τόδοσε σημασία. Στον αυχένα ήταν προσηλωμένη η προσοχή του, όπως ολονών μας. Ύστερα άρχισε να πρήζεται. Έγινε νταούλι το πόδι του. Αυτός βάδιζε. Τώρα που τον παραστρίμωξε και βγάζει νερό η πληγή, αντί για πύο, κουτσαίνει και βαδίζει πιο αργά.

Ο διοικητής βλέπει τη φάλαγγα να καθυστερεί και ψάχνει να βρει το φταίξιμο.

– Εσύ καθυστερείς τη φάλαγγα; Γιατί βρε παιδί μου δεν καθόσουν στο νοσοκομείο που σούλεγα; Τι ήθελες νάρθεις κοντά, να πάθεις και καμιά γάγγραινα, να σου κόψουν το πόδι;

– Μα τι θες και φωνάζεις τώρα σ. διοικητή αφού ξέρεις; Ξεκολάω εγώ απ’ το τάγμα; Και ντιπ σακάτης να ήμουνα θα σερνόμουν από πίσω όχι τώρα που στέκομαι στα πόδια.

Έκανε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, έσφιξε τα δόντια και πάτησε σταθερά. Δεν κούτσαινε. Έπνιγε τον πόνο.

– Καλά, τράβα και θα βαδίσω κανονικά, είπε στον ταγματάρχη.

– Δόσε τουλάχιστο τα πράγματά σου να μη σε κουράζουν.

– Σάματις τι βάρος έχω; δεν αξίζει. Άντε προχωράτε.

Και προχώρησε πνίγοντας και τον πόνο κι ένα βογγητό που ερχόταν άθελα στο στόμα. Έκανε καμιά εκατοστή βήματα και πάλι ξανακούστηκε φοβερά. Ύστερα διορθώνει το βήμα του λες και θυμάται την υπόσχεση που έδοσε.

Και δεύτερος κουτσαίνει. Τι γίνεται τέλος πάντων; Είν’ ένας νεαρός επονίτης κοντός με σγουρά μαύρα μαλλιά και λεπτούς ώμους. Δεν κουτσαίνει αλλά σέρνει με το ζόρι το δεξί πόδι του που είναι αναίσθητο. Δεν το ορίζει καθόλου.

– Θαρώ, λέει, πως δεν έχει καθόλου κρέας αυτό το κόκαλο. Τι διάβολο δεν το καταλαβαίνω αν είναι δικό μου ή ξένο. Κοκάλωσε.

Τράβηξε με μια κίνηση το παντελόνι του. Παραλίγο να ζαλιστώ και να πέσω απ’ το θέαμα. Το κρέας απ’ το πόδι είχε πραγματικά μελανιάσει κι είχε ανοίξει απ’ το κρύο και φαινόταν μια τρομερή πληγή ως το κόκαλο. Ούτε αίμα, ούτε τίποτα. Ανατρίχιασα.

– Και πώς βαδίζεις ρε παιδάκι μου;

– Βαδίζω καλά. Αφού σου λέω δεν το αισθάνομαι. Κάπου κάπου νιώθω πως κάτι λείπει κι ύστερα ένας δυνατός πόνος δαγκώνει όλο το πόδι. Μια στιγμή και σταματάει…

***

Όσο πλησιάζουμε στον αυχένα το κρύο γίνεται πιο ανυπόφορο. Σφίγγουμε τα νεύρα και προχωρούμε. Πιο μπροστά κάποιος τρικλίζει έτοιμος να πέσει.

– Ποιος βαδίζει μπροστά απ’ το Μήτσο ρε; φώναξα, κι ο αέρας μού βούλωσε το στόμα, κι έσφιξε ασφυχτικά τα πνευμόνια μου.

– Εγώ, ο Στέφανος ο οπλοπολυβολητής.

– Πρόσεξε τον Πέτρο, θα πέσει.

Ο Στέφανος κοντοστάθηκε. Έσκυψε λίγο και δίνοντάς του την πλάτη τού είπε:

– Έλα. Κάτσε.

– Όχι άσε με. Όσο μπορώ θα βαδίσω μόνος μου. Καλύτερα να χαθεί ένας παρά δυό.

– Έλα που σου λέω, κάνε γρήγορα. Δεν είναι ντροπή.

Κι ο Πέτρος έγειρε στην πλάτη του συναγωνιστή του σχεδόν αναίσθητος.

Μπροστά μου άκουσα δυό φωνές: Πέσανε κι άλλοι.

– Ποιοι;

– Ο Ταγκούλης και ο Σούλας.

– Να τους φορτωθούμε ως τον αυχένα μήπως τους συνεφέρουμε. Αυτή είναι σοβαρή απώλεια.

– Αδύνατο. Δε μπορούμε.

– Τι θα πει δε μπορούμε; Πάρε το Θανάση και το Δημήτρη τον επίτροπο.

– Ο Δημήτρης κουβαλάει στις πλάτες την Καίτη.

– Τότε τον Αριστοτέλη.

– Καλά.

Άλλοι δυό άνθρωποι βαδίζουν φορτωμένοι συντρόφους τους στις πλάτες. «Θα βγούμε». Το πείσμα τρανεύει σα βλέπεις να χάνονται δίπλα σύντροφοί σου, παλιοί πολεμιστές του κόμματος. «Θα βγούμε για να λογαριαστούμε με το φασισμό».

Κι άλλος έτοιμος να πέσει.

– Στάσου σύντροφε, μην πέφτεις, φωνάζει πάλι ο Στέφανος. Ο λαός σε καρτερεί. Στάσου.

Ο διπλανός του τον σκοντάει, τον σπρώχνει. Μα κείνος παραπατάει παραζαλισμένος.

– Όχι δε θα πέσεις, λέει ο διπλανός. Και χωρίς να χάσει καιρό τον αρπάζει παραμάσκαλα και προχωρεί.

Όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές ας σκεφτεί: Να περπατάς όλη τη νύχτα κάτω από τέτιες καιρικές συνθήκες ξυπόλητος και πεινασμένος, νάσαι πτώμα στην κούραση και να κουβαλήσεις κι άλλον άνθρωπο στην πλάτη σου τη στιγμή που με το στανιό περπατάς ο ίδιος είναι τάχα μπορετό; Και όμως ήταν.

Ο αυχένας! Το κλειδί της σωτηρίας. Έτοιμος να δρασκελίσει ο διοικητής της φάλαγγας. Κοντοστέκεται μια μόνο στιγμή παραζαλισμένος και γυρνάει προς τη φάλαγγα. Απ’ αυτή τη λεβεντιά και το απίστευτο θάρρος των αλύγιστων  μαχητών του αντλεί κι αυτός περισσή δύναμη, αντριεύει:

– Άιντε παλικάρια μου, άντε λεβέντες μου, φωνάζει συνεπαρμένος απ’ τον ενθουσιασμό. Ένα άλμα ακόμα και τελειώνουν όλα.

Ένα άλμα.

Μα η φύση λες συμμάχησε κι αυτή με τον εχθρό να μας αφανίσει. Βογγάνε οι λαγκαδιές, τα φαράγγια, τα διάσελα. Σειέται το σύμπαν απ’ το τρομερό μπουμπουνητό. Ο Αίολος άνοιξε τ’ ασκιά του για να ξεχυθούν ορμητικά απ’ όλες τις μεριές οι αγέρηδες και να σηκώσουν σφυρίζοντας δαιμονισμένα σε πελώριες αδιαπέραστες στιβάδες το σπειρωτό χιόνι. Τα τσουγκάρια αντιβουΐζουν και το βουητό τους μοιάζει με θρήνο, με κλάμα μωρού πούχασε τη μάνα του με μοιρολόγι. Σκούζουν τρομαγμένα στις φωλιές τους τ’ αγριοζούλαπα. Τα τσουγκάρια φοβισμένα θαρείς κι αυτά απ’ την κοσμοχαλασιά, σκύβουν τις κορφές τους λες για ν’ αποφύγουν τη μανία και την οργή του αγέρα. Ένας μαύρος πουπουλένιος όγκος ακουμπάει στον αυχένα και κλείνει το δρόμο. Όλα μαύρα. Μαύρα κατάμαυρα. Μονάχα η σκέψη μας, η δική μας σκέψη μένει καθαρή. Αν το κορμί τ’ αλυσοδένει η κούραση  και το μουδιάζει  η νάρκη, ωστόσο το μυαλό αντιστέκεται και δουλεύει κανονικά. Κι η καρδιά χτυπάει τρελά, χοροπηδάει μ’ αυτή τη λαχτάρα και τον πόθο που συμπυκνώθηκε πια σε μια λέξη: «Ένα άλμα». Ένα άλμα απ’ το θάνατο στη ζωή, στη νίκη. Όχι δεν πρέπει εδώ στο τέλος να παραδόσουμε το πνεύμα μας. Οι νεκροί μας που κείτονται άταφοι στην πλαγιά της Νιάλας μάς παραγγέλνουν να κάνουμε κι αυτό το άλμα στ’ όνομά τους, στ’ όνομα του κόμματος, στ’ όνομα της νίκης. Δε θα υποχωρήσουμε. Δε θα παραβούμε την παραγγελία των ηρώων μας. Κι ας ρίξει το καταπέτασμα ο ουρανός κι ας ορθώσει μπροστά μας όσες φουρτούνες και θύελες μπορεί. Θα δρασκελίσουμε.

Νάτος, πέρασε ο πρώτος. Ο δεύτερος, ο τρίτος. Ο τέταρτος κοντοστάθηκε, ταλαντεύτηκε κι έχασε την ισοροπία του. Ποιος να ήταν; Ο Θανάσης άραγε; Μπα. Δεν είναι δυνατό να έπεσε ο Θανάσης, αυτό το ανυπόταχτο παλικάρι. Σα σκιές παρουσιάζονται οι άνθρωποι μια στιγμούλα κι ύστερα χάνονται μέσα στη μαυρίλα.

Νάμαι ακριβώς κατάκορφα στη Νιάλα. Έτοιμος να κάνω ένα βήμα για τη ζωή. Οι δυνατοί αγέρηδες με πετάνε πότε δω και πότε κει σα μπάλα. Δε μπορώ να στεριώσω σταθερά τα πόδια μου για να δρασκελίσω. Πιάνομαι. Από πού; Απ’ το όπλο και τη χλαίνη μου. Τι αστείο. Είναι και για γέλια και για κλάματα. Μα είναι για θαυμασμό αυτή η σκηνή κι όχι για λύπηση. Να παραδέρνεις μέσα στο σίφουνα και νάχεις ακόμα το κουράγιο να πιαστείς από κάπου για να γλυτώσεις. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι. Τα μηνίγγια χτυπάνε δυνατά σα να σπάσουν και τα δόντια τρίζουν παράξενα. Παραλύουν τα μέλη. Ξαφνικά όλα αρχίζουν να χοροπηδάνε γύρω και σιγά – σιγά να χάνονται. Κι ο δρόμος και το χιονοσύννεφο κι οι πελώριες στήλες και τα μουγκρητά και τ’ αλαλητά των αγέρηδων. Για πού τραβάω; Για την αιωνιότητα; Η φύση πασχίζει να με γονατίσει να προσκυνήσω την ακατανίκητη δύναμή της. Μα υπάρχει στον κόσμο κάποια αόρατη δύναμη πιο τρανή απ’ όλες τις δύναμες ικανή να κινήσει βουνά. Είναι η δύναμη της θέλησης. Στο στοιχειό της φύσης και σε κάθε στοιχειό μονάχα όταν αντιπαρατάσσεις το δικό στοιχειό της θέλησης μπορείς να βγεις νικητής και να θριαμβεύσεις. Κι οι κομμουνιστές έχουν πάντα ετοιμοπόλεμο το στοιχειό της θέλησης.

Και σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα που η ζωή πάλαιβε με το θάνατο απεγνωσμένα μπήκε στη μέση η θέληση νικήτρια του χάρου.

Δρασκελάω. Γέρνω απ’ την άλλη μεριά και κατρακυλάω τον κατήφορο γιομάτος χαρά κι ικανοποίηση. Η θύελα μαίνεται πίσω μου. Μα εδώ είναι ήσυχα. Κάπου κοντά ακούω φωνές και σφυρίγματα. Είν’ αυτοί που πέρασαν. Πόσο ξεκόπηκα αλήθεια απ’ τη φάλαγγα! Βιάζομαι. Τους φτάνω. Μα αυτοί δεν προχωρούν άλλο. Έχουν κάνει στάση στην πλαγιά και περιμένουν τον υπόλοιπο κόσμο. Τους ζυγώνω. Το θέαμα που αντίκρυσα με συγκλόνισε σύγκορμα. Καμιά δεκαριά σύντροφοί μας αραδιασμένοι καταγής σπαρταράνε σαν τα ψάρια. Στα μάτια τους απλώθηκε η γυαλάδα του θανάτου. Μα δεν κάνει να τους αφήσουμε.

– Σύντροφοι, λέει συγκινημένος ο διοικητής και δυό χοντρά δάκρυα κυλάν στα κόκκινα μάγουλά του. Πρέπει να τους μεταφέρουμε ως τη χαράδρα. Μπορούμε, έχουμε καιρό να τους συνεφέρουμε. Όμως μην αργοπορούμε. Όποιος νιώθει τον εαυτό του γερό ας φορτωθεί από ένα σύντροφο.

Και πρώτος φορτώθηκε ο ίδιος τον πιο βαρύ, και πήρε το δρόμο της χαράδρας.

– Θα μείνεις εσύ, μου λέει, ώσπου να τους πάρουν όλους κι ύστερα θαρθείς μαζί μας. Τους φορτώθηκαν όλους. Κι ο Δημήτρης ο επίτροπος της διμοιρίας την Καίτη του που ακόμα δεν είχε ξεψυχήσει. Η καρδιά της χτυπούσε αργά – αργά, σιγανά. Έμειναν μόνο δυό κουφάρια στη σειρά. Του Σούλα και του Ταγκούλη. Η ζωή τούς είχε αφήσει για πάντα. Στάθηκε αδύνατο να τους κρατήσουμε ζωντανούς.

Κι η φάλαγγα αραδιάζει, αραδιάζει ασταμάτητα. Κάποιος σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται για να συνεχίσει την πορεία του. Πέρασαν όλοι. Κατηφορίζω κεφάτος. Στην πλαγιά αντιλαλούνε τα τραγούδια, τα γέλια της φάλαγγας που μονομιάς ζωήρεψε. Χάθηκαν όλα. Κι η κούραση κι ο ύπνος. Ξεχάστηκε η πείνα, ο κίνδυνος. Ο άνθρωπος είναι σίδερο. Το μεγαλύτερο θηρίο της φύσης.

Στα καλύβια της Σιάικας, συγκεντρώνεται η φάλαγγα. Βρίσκω το Θανάση και τον αγκαλιάζω πλημμυρισμένος από αγαλλίαση. Μόλις κατέβασε το οπλοπολύβολο του απ’ τον ώμο. Δεν το είχε δόσει σε κανένα.

– Κι εγώ σε σκεφτόμουν σε κάθε βήμα Θανάση!

– Δεν είχα ανάγκη, εγώ φοβόμουνα εσένα περισσότερο μην πάθεις κακό. Εγώ σαν πεισματώσω μια φορά ας ρίξει καλαπόδια ο ουρανός δεν έχω ανάγκη, είπε απλά.

– Κι η Καίτη του Δημήτρη πού είναι; Τι απόγινε;

– Ζει!

– Συνήλθε;

– Λιγάκι. Όμως παραμιλάει. Κι ο Δημήτρης γονατιστός δίπλα της τής χαϊδεύει τα χέρια, τα μαλλιά συγκρατώντας τους λυγμούς. Ίσως να μη ζήσει.

– Πάμε.

Σε μια καλύβα αχυρένια ήταν ξαπλωμένη η καινούργια αντάρτισσα του τάγματός μας και πάνω απ’ το κεφάλι της χωρίς να σηκώσει τα μάτια ο επίτροπος της διμοιρίας μας.

– Δημήτρη!

– Γεια σας, λέει και κρύβει ένα δάκρυ.

– Τι γίνεται η Καίτη;

Μας έδειξε με τα μάτια την κοπέλα που κείτονταν μισολιπόθυμη. Δεν κινούνταν καθόλου. Έριξα μια πονεμένη ματιά στο Δημήτρη που κάθονταν σκυφτός δίπλα της κι ύστερα η ματιά μου συναντήθηκε με τη ματιά του Θανάση. Κουνήσαμε κι οι δυό το κεφάλι.

– Αγαπώ τη ζωή, ψιθύριζε η κοπέλα σαν νειρευότανε. Θέλω να ζήσω για να χαρώ την ευτυχία που φτιάχνουμε με τα χέρια μας. Να είσαι γεωπόνος εσύ Δημήτρη κι εγώ οδηγός σε μια μεγάλη θεριστική μηχανή. Και να περνώ με φόρα δίπλα σου να σου λέω: «Για δες τι περήφανα δουλεύει η μηχανή μου. Ένα με την καρδιά μου». Μα τώρα δε γίνεται. Γιατί σφυρίζει έτσι ο αέρας; Κλείστε από παντού τις πόρτες. Να μην ακούω. Σκεπάστε με παπλώματα να μην κρυώνω.

– Μα δεν έχει αέρα χρυσή μου. Η φωτιά καίει. Δεν κάνει πια κρύο.

– Κρυώνω, κρυώνω. Σκεπάστε με Δημήτρη, μη μ’ αφήνεις να φύγω, Δημήτρη…Δημήτρη…Κι έγειρε το κεφάλι στον κόρφο του…………………………………………………………………………………………………………



Η θύελα κόπασε πια. Τα στοιχειά ανίσχυρα να μας καταβάλουν κατέθεσαν ηττημένα τα όπλα τους. Μάζεψε κι ο Δίας τους κεραυνούς του κι ο Αίολος τους αέρηδές του. Ο ουρανός γαλήνεψε και πήρε κιόλας το γαλάζιο του χρώμα. Ένα καθαρό, αλλά παγερό, ανοιξιάτικο δειλινό μάς έστελνε το παρήγορο χαμόγελο του. Τα βουνά ολόγυρά μας είχαν ξαλαφρώσει οριστικά απ’ τα τελευταία απομεινάρια της ομίχλης κι ορθώνονταν τώρα αγέρωχα μ’ όλο το άγριο μεγαλείο τους. Απ’ το κοκκινωπό χρώμα που πήραν οι κορφές των βουνών καταλάβαινες ότι έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος.

Η μέρα της 13 του Απρίλη του 1947 περνούσε πια στη μνήμη μας σαν μια μέρα τρομερής σύγκρουσης με τα στοιχειά της φύσης. Σαν μια μέρα σημαντικής μας νίκης…

Πηγή: εδω