Στις 2 Φλεβάρη του 1943, ολοκληρώθηκε η μάχη του Στάλινγκραντ, την οποία, ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης, Ι. Β. Στάλιν, χαρακτήρισε ως «τη μεγαλύτερη στην ιστορία των πολέμων». Το Στάλινγκραντ, δεν ήταν απλά μια ακόμη μάχη στο θέατρο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Δεν ήταν καν μια από τις κρίσιμες μάχες. Ηταν η μάχη εκείνη που έκρινε όχι μόνο τα αποτελέσματα των μαχών του Ανατολικού Μετώπου, αλλά τη συνολική έκβαση του Πολέμου. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ο Κόκκινος Στρατός, απέκτησε την πρωτοβουλία των στρατιωτικών επιχειρήσεων και δεν την έχασε μέχρι το τέλος του πολέμου. Ηταν εκείνο το σημείο καμπής, που άλλαξε τη ροή του πολέμου. Δεν έδωσε «φτερά» μόνο στα συμμαχικά στρατεύματα, αλλά και στο σύνολο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που δρούσαν στις κατεχόμενες από τη χιτλερική Γερμανία χώρες.
Για ποιο λόγο, όμως, η μάχη του Στάλινγκραντ, ήταν τόσο κρίσιμη; Ποιος ήταν ο στόχος των χιτλερικών και γιατί χτύπησαν με τόση σφοδρότητα στο μέτωπο του Βόλγα και κύρια στο Στάλινγκραντ; Ποια ήταν η στάση των Δυτικών συμμάχων, της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ, στη διάρκεια αυτής της μάχης; Ποιος ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων και γιατί όλοι μιλάνε για μια «απίστευτη νίκη» του Κόκκινου Στρατού; Ποιος ήταν ο ρόλος του ηρωικού Μπολσεβίκικου Κόμματος στη νίκη; Ποιο ήταν το αντίκτυπο της νίκης στο Στάλινγκραντ;
Σήμερα, οι απαντήσεις αυτές, έχουν ξεχωριστή σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκφραστές της, σε μια προσπάθεια να ξαναγράψουν την Ιστορία και ασκώντας γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα, επιχειρούν να εξισώσουν το Σοσιαλισμό που γνώρισαν οι λαοί με μια μορφή της δικτατορίας των μονοπωλίων, την πιο αδυσώπητη, το φασισμό και το ναζισμό. Θέλουν να ξεχάσει ο κόσμος, ειδικά να μη μάθουν ποτέ οι νέοι άνθρωποι, ότι και τότε στόχος όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική Ενωση και αυτή ήθελαν να εξαφανίσουν από προσώπου Γης. Μια χώρα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου μαζί με τα λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα στις κατεχόμενες από τον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του φασιστικού άξονα χώρες. Μα αυτή η άτιμη προπαγάνδα γίνεται για έναν ακόμη λόγο: Η λήξη του πολέμου συνοδεύτηκε από το άνοιγμα του δρόμου για το πέρασμα στο σοσιαλισμό μιας σειράς χωρών της Ευρώπης και της Ασίας.
Αυτό ο διεθνής ιμπεριαλισμός δεν μπόρεσε ποτέ να το ανεχτεί. Ηταν καρφί στο μάτι του, αλλά, πάνω απ' όλα, το διεθνές σοσιαλιστικό σύστημα, ως αποτέλεσμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελούσε το αντίπαλο δέος στο διεθνή καπιταλισμό, ήταν το καθοριστικό εμπόδιο στην εκμεταλλευτική δράση του, στα πολεμοκάπηλα σχέδιά του. Αυτή η πραγματικότητα όξυνε την ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό.
Στο έδαφος αυτής της διαπάλης, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, να γίνεται αντικείμενό της και η Ιστορία. Η διαπάλη αυτή στις μέρες μας οξύνθηκε ακόμη περισσότερο, μετά την αντεπανάσταση και την προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επέτειος της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών αποτελεί ένα πεδίο ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Και που ως περιεχόμενό του μπορεί να έχει τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά στο βάθος αυτής της διαπάλης, μέσα από τη διαστρέβλωση και παρερμηνεία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τους πολιτικούς τους εκφραστές και τα ιδεολογικά και προπαγανδιστικά τους επιτελεία, που επιδιώκουν να ξαναγράψουν την Ιστορία στα μέτρα τους, βρίσκεται η πιο επικίνδυνη επιθετική προπαγάνδα. Που επιδιώκει να καταστρέψει την ιστορική μνήμη για το τότε, αλλά κυρίως βλέπει στο σήμερα και το αύριο, με σκοπό τη διαιώνιση του βάρβαρου καπιταλιστικού συστήματος. Και χτυπά στις λαϊκές συνειδήσεις και ιδιαίτερα τη συνείδηση στις νεότερες γενιές, εκείνες που δεν έχουν άμεση ιστορική μνήμη ή ιστορική γνώση για τα γεγονότα και την ιστορία εκείνης της περιόδου, προκειμένου να «σκοτώσει» τη δύναμη της ανατρεπτικής πάλης των λαών για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ακριβώς επειδή η γνώση της Ιστορίας είναι πηγή ταξικής πολιτικής αφύπνισης για την εργατική τάξη, τους λαούς γενικότερα. «Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989-1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια αναθεώρησης της Ιστορίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ενταγμένη σε γενικότερο σχεδιασμό ιδεολογικής επίθεσης που διαρκεί.
Επιχειρεί να μειώσει ή και να σβήσει την προσφορά του Κομμουνιστικού Κινήματος στους λαούς όλου του κόσμου. Επιδιώκει να δηλητηριάσει τη συνείδηση των νεότερων γενεών, να τις καταστήσει ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα. Να χειραγωγήσει μαζικά τις νεότερες γενιές στα σημερινά εγκλήματα της ιμπεριαλιστικής τάξης. Κυρίως, αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα όπου τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989-1991.
Τα «κέντρα» της «αναθεώρησης της Ιστορίας» συγκαλύπτουν συνειδητά ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος. Οτι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως διάφοροι παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται, επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Ταυτόχρονα, αποσιωπούν το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ κατέβαλε μεγάλες και πολύχρονες προσπάθειες για να αποσοβηθεί η πολεμική έκρηξη. Οτι ακολουθούσε με συνέπεια πολιτική ειρήνης, επειδή μόνο απ' αυτήν είχε συμφέρον για να οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία. Εχοντας καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είχε καταργήσει και το κίνητρο της συμμετοχής στο μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η Σοβιετική Ενωση υποχρεώθηκε να διεξαγάγει έναν πόλεμο που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός και που η ίδια, βεβαίως, δεν τον ήθελε.
Η Σοβιετική Ενωση διεξήγαγε έναν πόλεμο δίκαιο. Το γεγονός ότι επιδίωξε και βοήθησε να αξιοποιήσουν λαϊκά αντιστασιακά κινήματα την ήττα του «Αξονα», για να ανοίξουν δρόμο προς τα εμπρός, πρέπει να υπολογιστεί στη θετική στάση της προς όφελος των λαών. Κι εξάλλου οι λαοί υπέφεραν από το σύνολο των καπιταλιστικών κρατών, των εμπρηστών του πολέμου.
Κρύβουν επίσης επιμελώς ότι ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος αναθέρμανε τις ελπίδες των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ενωση. Τον είδαν ως τη μεγάλη ευκαιρία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και συμμάχησαν με τους Γερμανούς.
Τα αντικομμουνιστικά «κέντρα» ονοματίζουν σήμερα την Αντίσταση τρομοκρατία! Εμφανίζουν ως σφαγές αμάχων την παραδειγματική τιμωρία των «δοσίλογων». Και εντοπίζουν, ως βασική αιτία της δημιουργίας οργανώσεων τύπου «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της συνεργασίας με τους κατακτητές, την ανάγκη «αθώων να προστατευτούν από το αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι κομμουνιστές»!
Αντιστρέφουν πλήρως την πραγματικότητα. Γιατί δεν είναι μόνο οι δυνάμεις του «Αξονα» που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Είναι και οι κυβερνήσεις των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Από τα πιο χαρακτηριστικά εγκλήματα των ΗΠΑ - Βρετανίας ήταν ο βομβαρδισμός της Δρέσδης (13 προς 14 Φλεβάρη 1945), στη διάρκεια του οποίου η πόλη μεταμορφώθηκε σε σωρούς ερειπίων, χάθηκαν πάνω από 120.000 άνθρωποι και καταστράφηκε ανυπολόγιστης αξίας πολιτιστικός πλούτος. Κι αυτό, παρότι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν είχε στρατιωτική σημασία. Ενώ σήμερα δε λείπουν και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η Δρέσδη βομβαρδίστηκε μετά από απαίτηση του Στάλιν!! Ομως, τα εργοστάσια της Γερμανίας, όπου οι ΗΠΑ είχαν επενδύσεις, παρέμειναν άθικτα...
Τα νέα στοιχεία που έρχονται στο φως, επιβεβαιωμένα και από αστούς ιστοριογράφους, αποδείχνουν ότι αποτελεί ταξική υπέρ του ιμπεριαλισμού προπαγάνδα ο ισχυρισμός των «αναθεωρητών της Ιστορίας» και των οπορτουνιστών πως ο σοβιετικός λαός έδρασε στον πόλεμο υπό την πίεση ενός συγκεντρωτικού και αυταρχικού πολιτικού συστήματος.
Τέτοια έκρηξη αυτενέργειας, όπως εκείνη που έδειξε το μεγαλύτερο τμήμα του σοβιετικού λαού, τέτοια προσήλωση στο στόχο και συνειδητή πειθαρχία δεν μπορούν να υπάρξουν σε συνθήκες τρόμου σε βάρος του λαού. Αλλά και τέτοιας έκτασης και βάθους γιγάντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτές που διεξήγαγε ο Κόκκινος Στρατός, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν δίχως την αυτονομία στη δράση και την ελεύθερη επιλογή από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ιθύνοντες κάθε χώρου.
Αυτή η πραγματικότητα δεν κατασκευάζεται με «ιδεολογικές παρωπίδες της ψυχροπολεμικής εποχής», όπως υποστηρίζουν οι «αναθεωρητές». Είναι η πραγματικότητα, που μόνο η ιδεολογική «παγκοσμιοποιημένη» σκοπιμότητα του κεφαλαίου μπορεί να αγνοεί.
Οι ταξικές κοινωνικές αντιθέσεις υπάρχουν αντικειμενικά, είναι ασυμφιλίωτες και καμιά εκστρατεία για την εμπέδωση της «ταξικής συνεργασίας» δεν είναι σε θέση να τις εξαφανίσει. Η προσπάθεια να κατασυκοφαντηθεί η ταξική πάλη και οι αξίες της θα πέσει στο κενό.
Από αυτή την άποψη, δεν αντέχει στην κριτική μια από τις βασικές μεθοδολογικές αρχές των «αναθεωρητών» της Ιστορίας να «εξηγήσουν» τα ιστορικά γεγονότα με τον εξορκισμό της πάλης των τάξεων, που την ονοματίζουν ξεπερασμένη, μετά την κορύφωση των αντεπαναστατικών εξελίξεων του 1989-1991. Κρύβουν, και με αυτόν τον τρόπο, ότι στο όνομα της αντικειμενικότητας, που την υπηρετεί δήθεν η αταξική θεώρηση των πραγμάτων, υπηρετούν οι ίδιοι την αστική πολιτική.
Σήμερα, στα κράτη της καπιταλιστικής παλινόρθωσης της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, η ιδεολογική και πολιτική τρομοκρατία εκφράζεται με την αναστήλωση των χιτλερικών συμβόλων, τις διώξεις κομμουνιστών, τις διακρίσεις σε βάρος τους...
Εξέχοντα ρόλο στο σβήσιμο της ιστορικής μνήμης παίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Πρωτοστατώντας στην αντικομμουνιστική υστερία, καθιέρωσε την 9η Μάη ως «Μέρα της Ευρώπης», απαλείφοντας τη «Μέρα της Νίκης των λαών»! όπως και την 23η Αυγούστου ως μέρα κατά των «ολοκληρωτισμών», του «φασισμού και του κομμουνισμού»..!
Η ανάρτηση της κόκκινης σημαίας στο Ράιχσταγκ, γενικά ο ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης συνεχίζουν να είναι καρφί στο μάτι του ιμπεριαλισμού. Καθόλου τυχαίο ότι η εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων από τον Κόκκινο Στρατό και η απελευθέρωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ονοματίζεται από τους «αναθεωρητές» κατοχή! Στη Γερμανία και στην Αυστρία οι λιποτάκτες του γερμανικού στρατού, που αυτομόλησαν στους αντιπάλους, κυρίως στο Σοβιετικό Στρατό, ουσιαστικά θεωρούνται «εθνική ντροπή»! Φασίστες αποκαθίστανται υλικά και ηθικά ως «εθνικοί ήρωες»!
Καμία πλαστογραφία δε θα σβήσει τις εποποιίες: Του Στάλινγκραντ, του Λένινγκραντ, της Μόσχας, του Κουρσκ, της Σεβαστούπολης, όλων των ηρωίδων πόλεων. Των μικρότερων και μεγάλων μαχών του Κόκκινου Στρατού, του Κόκκινου Ναυτικού, της Κόκκινης Αεροπορίας, των παρτιζάνων στα μετόπισθεν, τον απίστευτο ηρωισμό εκατομμυρίων. Των οικοδόμων του σοσιαλισμού, που μετέφεραν στα ενδότερα της Σοβιετικής Ενωσης χιλιάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις των δυτικών περιοχών, για να συνεχιστεί η παραγωγή. Των οικοδόμων του σοσιαλισμού, που, μεσούντος του πολέμου, έχτιζαν από την αρχή τις ερειπωμένες περιοχές, όταν οι γερμανικές στρατιές τις εγκατέλειπαν νικημένες.
Πριν, όμως, φτάσουμε στη μάχη του Στάλινγκραντ, ας δούμε συνοπτικά πώς «γεννήθηκε» ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η φύτρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και ο Α' (1914-1918), γεννήθηκε στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος ως συνέπεια της μεγάλης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Γι' αυτό και δε διεξήχθη αμιγώς ανάμεσα στα δύο αντίθετα κοινωνικοοικονομικά συστήματα, το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, παρότι κοινός εχθρός και στόχος όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική Ενωση. Τη Σοβιετική Ενωση ήθελαν να εξαφανίσουν από προσώπου Γης.
Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με το νόμο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης - άρα και της ανισόμετρης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης των καπιταλιστικών κρατών - που αναπόφευκτα γεννά και τον ανταγωνισμό για το μοίρασμα αγορών και σφαιρών επιρροής, οδήγησε στην εκ νέου αναβάθμιση κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κυρίως της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Η ισχυροποίησή τους έδινε τη δυνατότητα, μαζί με την Ιταλία, να επιδιώξουν και να επιτύχουν την ανατροπή των σε βάρος τους αποτελεσμάτων του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.
Η ύπαρξη του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-1933, που υπονόμευσε τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος, όξυναν ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη.
Η κρίση του 1929-1933 επιτάχυνε τις ανακατατάξεις στο συσχετισμό των δυνάμεων, κυρίως οδήγησε στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση της οικονομίας των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών.
Ας παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις μέσα από την
Εκθεση στο XVIII Συνέδριο του ΚΚ (ΜΠ) ΤΗΣ ΕΣΣΔ, στις 10 Μάρτη 1939, που εισηγήθηκε ο Ι. Β. Στάλιν:
«Η οικονομική κρίση, που άρχισε στις καπιταλιστικές χώρες στο δεύτερο μισό του 1929, συνεχίστηκε ως το τέλος του 1933. Υστερα απ' αυτό, η κρίση πέρασε σε ύφεση και αργότερα άρχισε κάποια αναζωογόνηση της βιομηχανίας, κάποια άνοδός της. Η αναζωογόνηση όμως αυτή της βιομηχανίας δεν πέρασε σε άνθηση, όπως γίνεται συνήθως στην περίοδο της αναζωογόνησης. Αντίθετα, από το δεύτερο μισό του 1937 άρχισε νέα οικονομική κρίση, που αγκάλιασε πρώτ' απ' όλα τις ΕΠΑ κι αμέσως μετά την Αγγλία, τη Γαλλία και μια σειρά άλλες χώρες.
Ετσι, οι καπιταλιστικές χώρες, πριν προλάβουν ακόμα να συνέλθουν από τα χτυπήματα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα οικονομική κρίση.
Αυτό το περιστατικό οδήγησε φυσικά στην αύξηση της ανεργίας. Ο αριθμός των ανέργων στις καπιταλιστικές χώρες, που από 30 εκατομμύρια το 1933 είχε πέσει σε 14 εκατομμύρια το 1937, αυξήθηκε τώρα ξανά σε 18 εκατομμύρια, σαν αποτέλεσμα της νέας κρίσης.
Η χαρακτηριστική ιδιομορφία της νέας κρίσης είναι ότι διαφέρει σε πολλά από την κρίση που προηγήθηκε. Και η διαφορά δεν είναι προς το καλύτερο, μα προς το χειρότερο.
Πρώτα, η νέα κρίση δεν άρχισε ύστερα από μια άνθηση της βιομηχανίας, όπως έγινε το 1929, μα ύστερα από μια ύφεση και μια κάποια αναζωογόνηση, που ωστόσο δεν πέρασε σε άνθηση. Αυτό σημαίνει ότι η σημερινή κρίση θα είναι πιο βαριά και η καταπολέμησή της πιο δύσκολη από την προηγούμενη κρίση.
Παρακάτω. Η σημερινή κρίση δε διαδραματίζεται σε ειρηνική περίοδο, μα σε μια περίοδο που έχει κιόλας αρχίσει ο δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, όταν η Ιαπωνία, που για δεύτερο κιόλας χρόνο πολεμά με την Κίνα, αποδιοργανώνει την απέραντη κινέζικη αγορά και την κάνει σχεδόν απρόσιτη για τα εμπορεύματα των άλλων χωρών, όταν η Ιταλία και η Γερμανία έβαλαν πια την εθνική τους οικονομία στο δρόμο της πολεμικής οικονομίας, κι έχουν κατασπαταλήσει γι' αυτό όλα τα αποθέματά τους σε πρώτες ύλες και συνάλλαγμα, όταν όλες οι υπόλοιπες μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις αρχίζουν ν' αναδιοργανώνονται πάνω σε πολεμική βάση. Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός θα έχει πολύ λιγότερα μέσα για μια ομαλή έξοδο από τη σημερινή κρίση, παρά στην περίοδο της προηγούμενης κρίσης.
Τέλος, η σημερινή κρίση, σε διάκριση από την προηγούμενη κρίση, δεν είναι γενική, μα αγκαλιάζει για την ώρα κυρίως τις οικονομικά ισχυρές χώρες, που δεν πέρασαν ακόμα στο δρόμο της πολεμικής οικονομίας. Οσο για τις επιθετικές χώρες σαν την Ιαπωνία, τη Γερμανία και την Ιταλία, που έχουν πια αναδιοργανώσει την οικονομία τους πάνω σε πολεμική βάση, δεν περνούν ακόμα την κατάσταση μιας κρίσης υπερπαραγωγής, αν και πλησιάζουν προς αυτή, επειδή αναπτύσσουν εντατικά την πολεμική τους βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι τον καιρό που οι οικονομικά ισχυρές, μη επιθετικές χώρες θ' αρχίσουν να βγαίνουν από τη φάση της κρίσης, οι επιθετικές χώρες, αφού θα έχουν εξαντλήσει τ' αποθέματά τους σε χρυσό και σε πρώτες ύλες στην πορεία του πολεμικού πυρετού, θα πρέπει να μπουν στην περίοδο της πιο άγριας κρίσης...
Είναι ευνόητο ότι η τέτοια δυσμενής τροπή των οικονομικών υποθέσεων δεν μπορούσε να μην οδηγήσει στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις. Η προηγούμενη ακόμα κρίση ανακάτωσε όλα τα χαρτιά και οδήγησε στην όξυνση της πάλης για τις αγορές κατανάλωσης, για τις πηγές πρώτων υλών. H κατάληψη της Μαντζουρίας και της Βόρειας Κίνας από την Ιαπωνία, η κατάληψη της Αβησσυνίας από την Ιταλία, όλα αυτά αντανακλούσαν την οξύτητα της πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις. Η νέα οικονομική κρίση θα έπρεπε να οδηγήσει και πραγματικά οδηγεί στην παραπέρα όξυνση της ιμπεριαλιστικής πάλης. Δεν πρόκειται πια για το συναγωνισμό στις αγορές, για τον εμπορικό πόλεμο, για το ντάμπινγκ. Αυτά τα μέσα πάλης έχουν από καιρό πια αναγνωριστεί ανεπαρκή. Τώρα πια πρόκειται για το νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου, των σφαιρών επιρροής, των αποικιών, με πολεμικές ενέργειες.
Η Ιαπωνία άρχισε να δικαιολογεί τις επιθετικές της ενέργειες με το ότι, όταν είχε συναφθεί το σύμφωνο των εννέα δυνάμεων, την αδίκησαν στη μοιρασιά και δεν την άφησαν να ευρύνει το έδαφός της σε βάρος της Κίνας, τη στιγμή που η Αγγλία και η Γαλλία κατέχουν τεράστιες αποικίες. Η Ιταλία θυμήθηκε πως την αδίκησαν στη μοιρασιά της λείας ύστερα από τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και πως θα πρέπει ν' αποζημιωθεί σε βάρος των σφαιρών επιρροής της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η Γερμανία, που σαν αποτέλεσμα του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου και της ειρήνης των Βερσαλλιών έπαθε σοβαρές ζημιές, συνενώθηκε με την Ιαπωνία και την Ιταλία και απαίτησε την εύρυνση του εδάφους της στην Ευρώπη, την επιστροφή των αποικιών που της αφαίρεσαν οι νικητές στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Ετσι άρχισε να διαμορφώνεται ο συνασπισμός των τριών επιθετικών κρατών.
Στην ημερήσια διάταξη μπήκε το ζήτημα του νέου ξαναμοιράσματος του κόσμου με πόλεμο».
Οι σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών στη 10ετία του '30
Η Γερμανία, λοιπόν, έγινε και πάλι μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, δύναμη κρούσης του διεθνούς ιμπεριαλισμού, χάρη και στην ενίσχυση που της παρείχαν οι νικήτριες καπιταλιστικές δυνάμεις του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου να τη στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Βοηθήθηκε με όλους τους τρόπους, επειδή ήταν φανερό πως δε θα μπορούσε να επιτεθεί στηριγμένη μόνο στις δικές της δυνατότητες και των συμμάχων της.
Οικονομικοί γίγαντες των ΗΠΑ («Στάνταρτ Οϊλ», «Ντιπόν», «Φορντ» κ.ά.) συντέλεσαν ουσιαστικά στην ταχύτατη οικονομική ανόρθωση και την ενδυνάμωση της Γερμανίας, με συμφέρουσες συναλλαγές. Πραγματοποίησαν τεράστιες επενδύσεις, χρηματοδότησαν αφειδώς το «εθνικοσοσιαλιστικό» κόμμα και την ανάπτυξη του εξοπλισμού και της στρατιωτικοποίησης της Γερμανίας, όπως έκαναν και τα γερμανικά μονοπώλια και οι τράπεζες («Κρουπ», «Τίσεν», «Φλικ» κ.ά.). Οικονομικοί κολοσσοί των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας συνέχισαν τις εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στήριξη τα μονοπώλια («Τέξας Οϊλ», «Ρενό» κ.ά.) πρόσφεραν και στον Φράνκο.
Το φασιστικό - ναζιστικό τέρας είναι γέννημα των κεφαλαιοκρατικών αναγκών και στοχεύσεων, τις οποίες υπηρέτησαν τα συντηρητικά αστικά κόμματα, αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά.
Ενα από τα πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα της στάσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι εκείνο της γαλλικής κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου» (με πρωθυπουργό τον Λεόν Μπλουμ), που βοήθησε πολιτικά τον Φράνκο στην επίθεση κατά του ισπανικού λαού και άφησε ανενόχλητη τη φασιστική οργάνωση στη Γαλλία. Και αυτά, την ίδια ώρα που η γαλλική αστική τάξη, πιο ειδικά οι μεγιστάνες της βιομηχανίας, μαζί με τους Γάλλους μεγαλογαιοκτήμονες, πολιτικές δυνάμεις τους και την Καθολική Εκκλησία, δημιουργούσαν, ενίσχυαν, εξόπλιζαν και ανέπτυσσαν τις φασιστικές οργανώσεις («Πύρινοι Σταυροί» κ.ά).
Στην Ιταλία, ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατέθηκε στον Μουσολίνι από τον βασιλιά Βίκτωρ Εμανουέλ (29 Οκτώβρη 1922), ενώ από το 1920 η ιταλική κυβέρνηση χρηματοδοτούσε τους «μελανοχίτωνες» και το Γενικό Επιτελείο Στρατού τούς εφοδίαζε με όπλα.
Αυτός ο ρόλος των αστικών κομμάτων φάνηκε ακόμη πιο ανάγλυφα μετά το τέλος του πολέμου, όταν στελέχη του ναζισμού (στο στρατό, στο Δικαστικό Σώμα κλπ.) ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους για την ανασύνταξη του γερμανικού («δημοκρατικού» πλέον) αστικού κράτους. Τέτοια στελέχη επιλέχθηκαν από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για την επάνδρωση οργανώσεων στο πλαίσιο του σχεδίου «Stay Behind» («Γκλάντιο», «Κόκκινη Προβιά» κ.ά.).
Ανάμεσα στους αντιμαχόμενους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε το πρώτο στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης επαναστατικό, εργατικό κράτος, η ΕΣΣΔ.
Και οι μεν και οι δε, και ο Αξονας και η Αγγλο-γαλλική Συμμαχία στην οποία προσχώρησαν και οι ΗΠΑ στόχο είχαν να χρησιμοποιήσουν ο καθένας τον αντίπαλό τους ιμπεριαλιστικό συνασπισμό ενάντια στην ΕΣΣΔ. Στόχος τους ήταν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις του αντιπάλου για την επίθεση ενάντια στο σοσιαλισμό. Η κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία επεδίωκε και τον ταξικό αντίπαλο σε διεθνές επίπεδο να εξοντώσει, την ΕΣΣΔ, και στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό να βγει κερδισμένη, μετά τον πόλεμο.
Αλλά οι εξελίξεις δεν ήρθαν όπως τις σχεδίαζαν. Ετσι Γερμανία - Ιαπωνία - Ιταλία ξεκίνησαν τον πόλεμο αρχικά κατά των Μ. Βρετανίας - ΗΠΑ - Γαλλίας και άλλων καπιταλιστικών κρατών.
Πώς διαμορφώθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στις τότε ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις;
Ας παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις μέσα από την
Εκθεση στο XVIII Συνέδριο του ΚΚ (ΜΠ) ΤΗΣ ΕΣΣΔ, στις 10 Μάρτη 1939 που εισηγήθηκε ο Ι. Β. Στάλιν:
«Να η απαρίθμηση των σπουδαιότερων γεγονότων της περιόδου που εξετάζουμε, των γεγονότων που αποτέλεσαν την αρχή του νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Το 1935 η Ιταλία επιτέθηκε ενάντια στην Αβησσυνία και την κατέλαβε. Το καλοκαίρι του 1936 η Γερμανία και η Ιταλία οργάνωσαν τη στρατιωτική επέμβαση στην Ισπανία. Ετσι η Γερμανία στερεώθηκε στη Βόρεια Ισπανία και στο ισπανικό Μαρόκο, και η Ιταλία στη Νότια Ισπανία και στις Βαλεαρίδες νήσους. Το 1937 η Ιαπωνία, ύστερα από την κατάληψη της Μαντζουρίας, εισέβαλε στη Βόρεια και στην Κεντρική Κίνα, κατέλαβε το Πεκίνο, το Τιεντσίν, τη Σανγκάη και άρχισε να εκτοπίζει από τη διεθνή ζώνη κατοχής τους ξένους ανταγωνιστές της. Στις αρχές του 1938, η Γερμανία κατέλαβε την Αυστρία και το φθινόπωρο του 1938 τη Σουδητική περιοχή της Τσεχοσλοβακίας. Στα τέλη του 1938 η Ιαπωνία κατέλαβε την Καντώνα και στις αρχές του 1939 το νησί Χαϊνάν.
Ετσι, ο πόλεμος, που τόσο απαρατήρητα πλησίασε προς τους λαούς, τράβηξε στην τροχιά του πληθυσμό με πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια ανθρώπους, αφού επέκτεινε τη σφαίρα της δράσης του σε ένα τεράστιο έδαφος, από το Τιεντσίν, τη Σανγκάη και την Καντώνα, μέσω της Αβησσυνίας, ως το Γιβραλτάρ.
Υστερα από τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα κράτη - νικητές, κυρίως η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΕΠΑ, δημιούργησαν ένα νέο καθεστώς σχέσεων ανάμεσα στις χώρες, το μεταπολεμικό καθεστώς της ειρήνης. Οι κύριες βάσεις αυτού του καθεστώτος ήταν στην Απω Ανατολή το Σύμφωνο των εννέα δυνάμεων, και στην Ευρώπη η Συνθήκη των Βερσαλλιών και μια ολόκληρη σειρά από άλλα Σύμφωνα. Η Κοινωνία των Εθνών είχε προορισμό να ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στις χώρες μέσα στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος, πάνω στη βάση του ενιαίου μετώπου των κρατών, πάνω στη βάση της συλλογικής υπεράσπισης της ασφάλειας των κρατών. Τα τρία όμως επιθετικά κράτη και ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος που τον άρχισαν τα κράτη αυτά, αναποδογύρισαν όλο αυτό το σύστημα του μεταπολεμικού ειρηνικού καθεστώτος. Η Ιαπωνία ξέσχισε το Σύμφωνο των εννέα δυνάμεων, η Γερμανία και η Ιταλία ξέσχισαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Τα τρία αυτά κράτη αποχώρησαν από την Κοινωνία των Εθνών, για να τους λυθούν τα χέρια.
Ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έγινε γεγονός.
Στην εποχή μας, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να κόψεις με μιας την αλυσίδα και να ριχτείς απ' ευθείας στον πόλεμο, χωρίς να υπολογίσεις τα διάφορα Σύμφωνα, χωρίς να υπολογίσεις την κοινή γνώμη. Οι αστοί πολιτικοί το ξέρουν αυτό αρκετά καλά. Το ξέρουν επίσης και οι φασίστες κυβερνήτες. Γι' αυτό οι φασίστες κυβερνήτες, πριν ριχτούν στον πόλεμο, αποφάσισαν να προπαρασκευάσουν με το γνωστό τρόπο την κοινή γνώμη, δηλαδή να την παραπλανήσουν, να την εξαπατήσουν.
Στρατιωτικός συνασπισμός της Γερμανίας και της Ιταλίας ενάντια στα συμφέροντα της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Ευρώπη; Για όνομα του θεού, "τι σόι συνασπισμός είναι αυτός!". "Εμείς" δεν έχουμε κανενός είδους στρατιωτικό συνασπισμό. "Εμείς" έχουμε μονάχα έναν άκακο "άξονα Βερολίνου - Ρώμης", δηλαδή κάποιο γεωμετρικό τύπο του άξονα.
Στρατιωτικός συνασπισμός της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας ενάντια στα συμφέροντα των ΕΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Απω Ανατολή; Πού τέτοιο πράγμα! "Εμείς" δεν έχουμε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό. "Εμείς" "έχουμε μονάχα ένα άκακο τρίγωνο Βερολίνο - Ρώμη - Τόκιο", δηλαδή ένα μικρό πάθος για τη γεωμετρία.
Ο πόλεμος όμως είναι αδυσώπητος. Δεν μπορείς να τον κρύψεις με κανένα περικάλυμμα. Γιατί με κανένα "άξονα", "τρίγωνο" και "αντικομμουνιστικό σύμφωνο" δεν μπορείς να κρύψεις το γεγονός ότι η Ιαπωνία κατέλαβε σ' αυτό το διάστημα μια τεράστια έκταση της Κίνας, η Ιταλία την Αβησσυνία, η Γερμανία την Αυστρία και τη Σουδητική περιοχή, η Γερμανία και η Ιταλία μαζί την Ισπανία, και όλα αυτά ενάντια στα συμφέροντα των μη επιθετικών κρατών. Και έτσι ο πόλεμος είναι πόλεμος, ο στρατιωτικός συνασπισμός των εισβολέων είναι στρατιωτικός συνασπισμός, και οι εισβολείς είναι εισβολείς.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι ότι δεν έγινε ακόμα γενικός, παγκόσμιος πόλεμος. Τον πόλεμο τον κάνουν τα επιτιθέμενα κράτη, παραβλάπτοντας με κάθε τρόπο τα συμφέροντα των μη επιθετικών κρατών, πρώτ' απ' όλα της Αγγλίας, της Γαλλίας, των ΕΠΑ, ενώ τα τελευταία συμπτύσσονται και υποχωρούν, κάνοντας στους εισβολείς τη μια παραχώρηση ύστερα από την άλλη.
Ετσι, λοιπόν, μπροστά στα μάτια μας συντελείται το ανοιχτό ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής, σε βάρος των συμφερόντων των μη επιθετικών κρατών, χωρίς να γίνεται καμιά προσπάθεια απόκρουσης, και μάλιστα με μια κάποια ανοχή από μέρους των τελευταίων.
Απίστευτο, όμως, γεγονός.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτός ο μονόπλευρος και περίεργος χαραχτήρας του νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου;
Πώς συμβαίνει, οι μη επιθετικές χώρες, που διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες, να παραιτούνται τόσο εύκολα και χωρίς αντίσταση από τις θέσεις και τις υποχρεώσεις τους για να γίνουν αρεστές στους επιτιθέμενους;
Μήπως εξηγείται με την αδυναμία των μη επιθετικών κρατών; Φυσικά, όχι! Τα μη επιθετικά, τα δημοκρατικά κράτη, μαζί παρμένα, είναι χωρίς συζήτηση πιο ισχυρά από τα φασιστικά κράτη και από οικονομική και από στρατιωτική άποψη.
Τότε, πώς μπορούν να εξηγηθούν οι συστηματικές παραχωρήσεις των κρατών αυτών προς τους επιτιθέμενους;
Θα μπορούσε αυτό να εξηγηθεί, λογουχάρη, με το αίσθημα του φόβου μπροστά στην επανάσταση, που μπορεί να ξεσπάσει, αν τα μη επιθετικά κράτη μπουν στον πόλεμο και ο πόλεμος πάρει παγκόσμιο χαραχτήρα.
Οι αστοί πολιτικοί φυσικά ξέρουν, ότι ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έδωσε τη νίκη στην επανάσταση σε μια από τις μεγαλύτερες χώρες. Φοβούνται, ότι ο δεύτερος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, μπορεί να οδηγήσει επίσης στη νίκη της επανάστασης σε μια ή σε μερικές χώρες.
Αυτή όμως τώρα δεν είναι η μοναδική και ούτε η κύρια αιτία. Η κύρια αιτία βρίσκεται στο ότι οι περισσότερες μη επιθετικές χώρες, και πρώτ' απ' όλα η Αγγλία και η Γαλλία, παραιτήθηκαν από την πολιτική της συλλογικής ασφάλειας, από την πολιτική της συλλογικής απόκρουσης των επιτιθέμενων, στο ότι πέρασαν στη θέση της μη επέμβασης, στη θέση της "ουδετερότητας".
Τυπικά την πολιτική της μη επέμβασης θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς με τον παρακάτω τρόπο: "Η κάθε χώρα ας υπερασπιστεί από τους επιτιθέμενους, όπως θέλει και όπως μπορεί, αυτό εμάς δε μας ενδιαφέρει, εμείς θα κάνουμε εμπόριο και με τους επιτιθέμενους και με τα θύματά τους". Στην πράξη ωστόσο η πολιτική της μη επέμβασης σημαίνει ανοχή της επίθεσης, ξαπόλυση του πολέμου, συνεπώς, μετατροπή του σε παγκόσμιο πόλεμο. Στην πολιτική της μη επέμβασης, διαφαίνεται η επιδίωξη, ο πόθος να μην εμποδιστούν οι εισβολείς να πραγματοποιήσουν το σκοτεινό τους έργο, να μην εμποδιστεί, λ.χ., η Ιαπωνία να μπλεχτεί σε πόλεμο με την Κίνα, και ακόμα καλύτερα με τη Σοβιετική Ενωση, να μην εμποδιστεί, λ.χ., η Γερμανία να βουλιάξει στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, να μπλεχτεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση, να αφεθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στον πόλεμο να χωθούν βαθιά στο βούρκο του πολέμου, να ενθαρρύνονται στα κρυφά, να αφεθούν να εξασθενήσουν και να αλληλοεξαντληθούν και αργότερα, όταν εξασθενήσουν αρκετά, να παρουσιαστεί στη σκηνή η μη επέμβαση με φρέσκες δυνάμεις και φυσικά να πάρει θέση "προς το συμφέρον της ειρήνης", και να υπαγορεύσει στους εξασθενημένους εμπόλεμους τους όρους της.
Και φτηνό και ωραίο.
Ας πάρουμε, λογουχάρη, την Ιαπωνία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πριν από την εισβολή της Ιαπωνίας στη Βόρεια Κίνα, όλες οι έγκυρες γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες βροντοφώναζαν για την αδυναμία της Κίνας, για την ανικανότητά της ν' αντισταθεί, για το ότι η Ιαπωνία με το στρατό της θα μπορούσε μέσα σε δύο - τρεις μήνες να υποτάξει την Κίνα. Υστερα οι πολιτικοί της Ευρώπης και της Αμερικής άρχισαν να αναμένουν και να παρακολουθούν. Και αργότερα όταν η Ιαπωνία ανέπτυξε τις πολεμικές της επιχειρήσεις τής παραχώρησαν τη Σανγκάη, την καρδιά του ξένου κεφαλαίου στην Κίνα, της παραχώρησαν την Καντώνα, την εστία της μονοπωλιακής αγγλικής επιρροής στη Νότια Κίνα, της παραχώρησαν το Χαϊνάν, άφησαν να κυκλωθεί το Χονκόγκ. Δεν είναι αλήθεια, ότι όλα αυτά μοιάζουν πολύ με ενθάρρυνση του επιτιθέμενου: Δηλαδή, μπλέξου παραπέρα στον πόλεμο και μετά βλέπουμε.
`Η, ας πάρουμε, λ.χ., τη Γερμανία. Της παραχώρησαν την Αυστρία, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ανειλημμένη υποχρέωση να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία της, της παραχώρησαν τη Σουδητική περιοχή, άφησαν στο έλεος της τύχης την Τσεχοσλοβακία, παραβιάζοντας όλες τις υποχρεώσεις τους και ύστερα άρχισαν να φωνάζουν και να ψεύδονται στον Τύπο για "αδυναμία του ρούσικου στρατού", για "αποσύνθεση της ρούσικης αεροπορίας", για "ταραχές" στη Σοβιετική Ενωση, και να σπρώχνουν τους Γερμανούς περισσότερο προς τα ανατολικά, να τους υπόσχονται εύκολη λεία και να τους ψιθυρίζουν: Αρχίστε εσείς μόνο τον πόλεμο ενάντια στους μπολσεβίκους και από κει και πέρα όλα θα πάνε καλά. Πρέπει να παραδεχτούμε πως όλα αυτά επίσης μοιάζουν πολύ με υποκίνηση, με ενθάρρυνση του εισβολέα.
Είναι χαρακτηριστικός ο θόρυβος που ξεσήκωσε ο αγγλο-γαλλικός και βορειοαμερικανικός Τύπος με αφορμή τη Σοβιετική Ουκρανία. Οι εκπρόσωποι αυτού του Τύπου ξελαρυγγίστηκαν να φωνάζουν ότι οι Γερμανοί τραβούν για τη Σοβιετική Ουκρανία, πως έχουν τώρα στα χέρια τους τη λεγόμενη Καρπαθο-ουκρανία, που έχει περίπου 700 χιλιάδες πληθυσμό, ότι οι Γερμανοί, όχι αργότερα από την άνοιξη αυτού του χρόνου, θα προσαρτήσουν τη Σοβιετική Ουκρανία, που έχει πάνω από 30 εκατομμύρια πληθυσμό, στη λεγόμενη Καρπαθο-ουκρανία. Αυτός ο ύποπτος θόρυβος μοιάζει σα να είχε σκοπό του να προκαλέσει την οργή της Σοβιετικής Ενωσης ενάντια στη Γερμανία, να δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα και να προκαλέσει τη σύγκρουση με τη Γερμανία χωρίς να υπάρχουν γι' αυτό φανεροί λόγοι.
Φυσικά, είναι απόλυτα δυνατό να υπάρχουν στη Γερμανία παλαβοί που ονειρεύονται να προσαρτήσουν τον ελέφαντα, δηλαδή τη Σοβιετική Ουκρανία, στο κουνούπι, δηλαδή στη λεγόμενη Καρπαθο-ουκρανία. Και αν πραγματικά υπάρχουν εκεί τέτοιοι παλαβοί, μπορούμε να μην αμφιβάλλουμε πως στη χώρα μας θα βρεθεί ο απαραίτητος αριθμός από ζουρλομανδύες γι' αυτούς τους τρελούς. (Θύελλα χειροκροτημάτων). Αν όμως στείλουμε κατά διαβόλου τους τρελούς και στραφούμε προς τους λογικούς ανθρώπους, δε θα είναι μήπως ξεκάθαρο ότι είναι γελοίο και ανόητο να μιλά κανείς σοβαρά για την προσάρτηση της Σοβιετικής Ουκρανίας στη λεγόμενη Καρπαθο-ουκρανία; Σκεφτείτε το μονάχα. Ερχεται το κουνούπι ανασκουμπωμένο και λέει στον ελέφαντα: "Βρε, συ, αδερφάκι, πόσο σε λυπάμαι... Ζεις χωρίς τσιφλικάδες, χωρίς καπιταλιστές, χωρίς εθνική καταπίεση, χωρίς φασίστες κυβερνήτες. Τι ζωή είναι αυτή... Σε κοιτάζω και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι δεν υπάρχει για σένα άλλη σωτηρία, παρά να ενωθείς μαζί μου. Ε, λοιπόν, ας γίνει έτσι, σου επιτρέπω να προσαρτήσεις το μικρό σου έδαφος στο απέραντο έδαφός μου...".
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι, ότι μερικοί πολιτικοί και εκπρόσωποι του Τύπου της Ευρώπης και των ΕΠΑ, αφού έχασαν την υπομονή τους περιμένοντας "την εκστρατεία ενάντια στη Σοβιετική Ουκρανία", άρχισαν μόνοι τους να ξεσκεπάζουν τα πραγματικά ελατήρια της πολιτικής της μη επέμβασης. Μιλούν ανοιχτά και γράφουν καθαρά ότι
οι Γερμανοί τους "απογοήτευσαν" οικτρά γιατί, αντί να κινηθούν παραπέρα προς την Ανατολή, ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, στράφηκαν, όπως βλέπετε, προς τη Δύση και ζητούν αποικίες. Μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι έδωσαν στους Γερμανούς τις περιοχές της Τσεχοσλοβακίας σαν αντάλλαγμα για την υποχρέωση ν' αρχίσουν τον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, ενώ οι Γερμανοί αρνούνται τώρα να ξοφλήσουν το γραμμάτιο, και τους στέλνουν περίπατο.
Μ' αυτά που λέγω δε θέλω καθόλου με αφορμή την πολιτική της μη επέμβασης να κάνω ηθική διδασκαλία, να μιλήσω για προδοσία, για επιορκία κ.ο.κ. Είναι αφέλεια να διδάσκεις ηθική στους ανθρώπους, που δεν παραδέχονται την ανθρώπινη ηθική. Οπως λένε οι παλιοί, οι ψημένοι αστοί διπλωμάτες, η πολιτική είναι πολιτική. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι το μεγάλο και επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι, που άρχισαν οι οπαδοί της πολιτικής της μη επέμβασης, μπορεί να τελειώσει γι' αυτούς με σοβαρή χρεοκοπία.
Αυτή είναι η πραγματική όψη της πολιτικής της μη επέμβασης που επικρατεί σήμερα.
Αυτή είναι η πολιτική κατάσταση στις καπιταλιστικές χώρες».
Ετσι διαμορφωνόταν η κατάσταση παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η επίθεση στο Στάλινγκραντ
Στις 22 Ιούνη του 1941, η χιτλερική Γερμανία άρχισε την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης, την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα». Μέσα σε λίγους μήνες τα χιτλερικά στρατεύματα, έφτασαν έξω από τη σοβιετική πρωτεύουσα, όπου όμως καθηλώθηκαν μετά από την ηρωική αντίσταση του Κόκκινου Στρατού και του σοβιετικού λαού, όταν το Δεκέμβρη του 1941 έχασαν τη μάχη της Μόσχας. Το μέτωπο, σταθεροποιήθηκε. Ομως, η χιτλερική Γερμανία ετοιμαζόταν για τη σφοδρότερη επίθεση που έκανε στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Ηταν η επίθεση στο νότιο μέτωπο, που κατέληξε με τη μεγάλη μάχη του Στάλινγκραντ.
Ετσι, το καλοκαίρι του 1942, τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν τη μεγάλη επίθεση στο νότιο τομέα του ανατολικού μετώπου. Την επίθεση αυτή η Γερμανία τη σχεδίαζε από τα τέλη του 1941, αλλά οι σχεδιασμοί έλαβαν ολοκληρωμένη μορφή στρατιωτικού σχεδίου στις 5 Απρίλη του 1942. Στις 28 του Ιούνη άρχισε η επίθεση για την πραγματοποίηση του βασικού σκοπού της ναζιστικής στρατιωτικής επιχείρησης, που ήταν η περικύκλωση των σοβιετικών στρατευμάτων του νοτιοδυτικού τομέα. Ομως, παρά τις επιτυχίες, η σθεναρή άμυνα των σοβιετικών δυνάμεων απέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο κι έτσι ο εχθρός έστρεψε όλες του τις προσπάθειες για να περικυκλώσει τα στρατεύματα του νότιου μετώπου, με αποτέλεσμα από τις 17 του Ιούλη του 1942 να αρχίσει η μάχη μπροστά στο Στάλινγκραντ.
Για ποιο λόγο, όμως, οι χιτλερικοί επιτέθηκαν στο νότιο τομέα; Ο Χίτλερ ανέλυσε λεπτομερειακά τους σχεδιασμούς της επίθεσης, όταν σε λόγο του στις 9/9/1942 - και ενώ η μάχη στο Στάλινγκραντ μαινόταν - είπε: «
Βάλαμε σκοπό μας, πρώτο να καταλάβετε τις τελευταίες μεγάλες σιτοπαραγωγικές περιοχές του αντιπάλου, δεύτερο να καταλάβετε τις ανθρακοφόρες περιοχές, απ' όπου θα προμηθευόμαστε κοκ, τρίτο να προελάσετε προς τις πετρελαιοπηγές και τέταρτο η επίθεση θα συνεχιστεί ως ότου κοπεί η τελευταία μεγάλη υδάτινη αρτηρία του Βόλγα»
(Υπουργείο Αμυνας ΕΣΣΔ: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959, σελ. 238).
Για την πρακτική βοήθεια και καθοδήγηση στην οργάνωση της άμυνας αλλά και για την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του λαού, στο Στάλινγκραντ στάλθηκαν - μεταξύ άλλων - ο γραμματέας της ΚΕ του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκοι) και μέλος της Κρατικής Επιτροπής Αμυνας, Γ. Μ. Μαλένκοφ, ο στρατηγός Ζούκοφ και ο αντιστράτηγος Βασιλιέφσκι από το Επιτελείο. Οι αμυντικές επιχειρήσεις κράτησαν από τις 17 του Ιούλη του 1942 έως τις 18 του Νοέμβρη του ίδιου έτους. Από το Σεπτέμβρη του 1942 οι μάχες γίνονται μέσα στην πόλη, που πλέον αποκτά αποφασιστική σημασία και για τις δύο εμπόλεμες πλευρές. Κρατώντας την περιοχή του Στάλινγκραντ τα σοβιετικά στρατεύματα μπορούσαν να χτυπήσουν οποιαδήποτε στιγμή τους Γερμανούς στον Καύκασο και η στρατιωτική διοίκηση των τελευταίων αντιλαμβανόταν ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να κυριαρχήσει στην περιοχή του Καυκάσου, μη έχοντας υπό τον έλεγχό της το Στάλινγκραντ.
Για την καλοκαιρινή επίθεση του 1942 προετοιμάστηκαν 5 γερμανικές στρατιές, μια ρουμάνικη, μια ιταλική και μια ουγγρική. Αν πετύχαιναν τους στόχους τους, κάτω από τον έλεγχο των χιτλερικών δυνάμεων θα περνούσαν οι βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές του Νότου της ΕΣΣΔ, καθώς και οι περιοχές εξόρυξης πετρελαίου και μεταλλευμάτων, ενώ θα σταματούσαν οι συγκοινωνίες μέσω της υδάτινης αρτηρίας του Βόλγα. Σημειωτέον ότι στην περιοχή του Βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας αναλογούσαν πάνω από τα 4/5 της πανενωσιακής εξόρυξης πετρελαίου και πάνω από το μισό των μεταλλευμάτων μαγγανίου.
Αλλά και η ευρύτερη περιοχή του Στάλινγκραντ όπως και η ίδια η πόλη έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο πολεμικο-οικονομικό δυναμικό της Σοβιετικής Ενωσης. Στις παραμονές του πολέμου το Στάλινγκραντ ήταν σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της χώρας με 450.000 κατοίκους και 126 βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το εργοστάσιο τρακτέρ του Στάλινγκραντ έφτιαχνε πάνω από τα μισά τρακτέρ της χώρας και το εργοστάσιο «Κράσνι Οκτιάμπρ» έβγαζε κάθε χρόνο γύρω στους 800 χιλιάδες τόνους χάλυβα και περίπου 600 χιλιάδες τόνους ελασμάτων
(«Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939 - 1945», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α', σελ. 409 - 410).
Δε χωράει αμφιβολία ότι η μάχη του Στάλινγκραντ ήταν αποφασιστικής σημασίας όχι μόνο για την τύχη της ΕΣΣΔ, αλλά και για την πορεία συνολικά του πολέμου, δεδομένου ότι δύσκολα θα μπορούσε να σταματήσει η πολεμική μηχανή της Γερμανίας και των συμμάχων της, αν περνούσε στα χέρια τους οικονομική δύναμη τέτοιου μεγέθους, όπως αυτή των νοτίων σοβιετικών περιοχών.
Την κρισιμότητα της μάχης τόσο για την ΕΣΣΔ όσο και για τον πόλεμο συνολικότερα υπογραμμίζει επίσης το γεγονός ότι από την έκβασή της εξαρτούσε η Τουρκία την απόφασή της να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων του φασισμού, δεδομένου ότι πέραν των άλλων είχε και εδαφικές βλέψεις στις νότιες περιοχές της ΕΣΣΔ. Ετσι, όταν άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις συγκέντρωσε στα σοβιετοτουρκικά σύνορα 26 μεραρχίες στρατού έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν στο σοβιετικό έδαφος. Τέλος, την έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ περίμενε και η Ιαπωνία, έτοιμη αν ηττούνταν οι Σοβιετικοί να βάλει αμέσως στο χέρι τις περιοχές της σοβιετικής Απω Ανατολής.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων
Εχοντας υπό την κατοχή της ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, η ναζιστική Γερμανία αξιοποιούσε για τις πολεμικές της ανάγκες τα εργοστάσια της Γαλλίας, του Βελγίου, της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας κλπ., πράγμα που σήμαινε ότι υπερτερούσε ασύγκριτα έναντι της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, οι πόροι της για τη βαριά βιομηχανία - τη δική της και των κατεχόμενων χωρών - ήταν δύο με δυόμισι φορές περισσότεροι από εκείνους της Σοβιετικής Ενωσης. Η Γερμανία είχε διπλάσιους εργάτες στην εθνική της οικονομία απ' ό,τι η ΕΣΣΔ, χώρια που στις κατακτημένες χώρες και χώρες - δορυφόρους της εκατομμύρια εργάτες δούλευαν για την πολεμική της μηχανή. Το 1942, μάλιστα, το 1/4 της γερμανικής πολεμικής παραγωγής το έδιναν οι κατακτημένες περιοχές.
Με την επίθεσή της εναντίον της ΕΣΣΔ, η ναζιστική Γερμανία είχε καταφέρει να θέσει υπό την κατοχή της υπερανεπτυγμένες σοβιετικές αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές, που προπολεμικά έδιναν το 71% της παραγωγής χυτοσιδήρου, το 58% του χάλυβα, το 57% του τροχαίου υλικού, το 63% του άνθρακα, καθώς και τον κύριο όγκο του πολεμικού εξοπλισμού και των εφοδίων. Οι κατακτημένες σοβιετικές περιοχές, όπου ζούσε προπολεμικά το 42% του πληθυσμού της χώρας, κάλυπταν το 40% του συνολικού χώρου παραγωγής σιτηρών και το 38% της κτηνοτροφίας.
Ομως, παρά τις δυσκολίες στις οποίες είχε περιέλθει η Σοβιετική Ενωση, κάθε άλλο παρά υποχωρούσε στον τομέα της στρατιωτικο-οικονομικής της βάσης και του τεχνικού εξοπλισμού του στρατού της. Χάρη στις τιτάνιες προσπάθειες του σοβιετικού λαού, στο δεύτερο εξάμηνο του 1942 κατασκευάστηκαν 1,6 φορές περισσότερα πολεμικά αεροπλάνα απ' ό,τι στο πρώτο εξάμηνο. Αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή των καταδιωκτικών Γιακ-1, Γιακ-7 και Γιακ-9 και των αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως Ιλ-2. Αρχισε, επίσης, η μαζική παραγωγή των καταδιωκτικών Λα-5 με μεγάλα πτητικά - τεχνικά πλεονεκτήματα, αυξήθηκε η μαζική παραγωγή μεσαίων αρμάτων μάχης Τ-34 σχεδόν δύο φορές και των ελαφρών Τ-70 σχεδόν πέντε φορές. Επίσης, αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή πυροβόλων των 82 και 120 χιλιοστών, όλμων και αυτομάτων όπλων καθώς και η παραγωγή πολεμοφοδίων. «Η συνεχής ενίσχυση και αύξηση της πολεμικο - οικονομικής βάσης της ΕΣΣΔ και του τεχνικού εξοπλισμού του σοβιετικού στρατού - γράφουν οι Σοβιετικοί ιστορικοί - επέτρεψε στη σοβιετική διοίκηση να εφαρμόσει στις Ενοπλες Δυνάμεις μια σειρά απαραίτητα οργανωτικά μέτρα, που επέβαλλαν οι αλλαγές στον τρόπο της διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων»
(Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος 1939 - 1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Β', σελ. 40).
Η στάση Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ
Μετά από όλα τα παραπάνω, γίνεται φανερό πως στη μάχη του Στάλινγκραντ, διακυβεύονταν κάτι παραπάνω από μια πόλη, κάτι παραπάνω ακόμη κι από την έκβαση του ανατολικού μετώπου. Σε αυτήν τη μάχη, θα κρίνονταν οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, οι τύχες ολόκληρων λαών, της ίδιας της ανθρωπότητας. Η Γερμανία, σε περίπτωση νίκης, θα αποκτούσε τεράστιο πλεονέκτημα κατά των συμμάχων. Κατά συνέπεια, έχει ιδιαίτερη αξία να σταθούμε στη στάση τόσο της Μ. Βρετανίας, όσο και των ΗΠΑ, σε αυτή την τόσο κρίσιμη καμπή του πολέμου.
Ας πάμε λίγο πιο πίσω και συγκεκριμένα στο τέλος Δεκέμβρη 1941 με πρώτο δεκαπενθήμερο του Γενάρη 1942, όπου στην Ουάσιγκτον έγινε συνδιάσκεψη στην οποία πήραν μέρος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρούσβελτ, ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Τσόρτσιλ, και οι αρχηγοί των επιτελείων των δύο χωρών.
«Η στρατηγική που εγκρίθηκε από τη διάσκεψη της
Ουάσιγκτον δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του πολέμου που διεξήγε ο συνασπισμός των αντιαξονικών κρατών. Αντί της συγκέντρωσης των πολεμικών προσπαθειών στην κύρια στρατηγική κατεύθυνση με άνοιγμα δεύτερου μετώπου στη Δυτική Ευρώπη, η στρατηγική αυτή προέβλεπε τη διασπορά των δυνάμεων σε δευτερεύοντα θέατρα πολέμου: στη Βορειοδυτική Αφρική, στη Μέση Ανατολή κ.λπ. Ακόμη και αποφασιστικές επιτυχίες στις περιοχές αυτές δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στη νίκη εναντίον της Γερμανίας, γιατί οι περιοχές αυτές βρίσκονταν μακριά από τα κέντρα της που είχαν ζωτικά σπουδαία γι' αυτή σημασία. Για τον ίδιο λόγο, οι πολεμικές επιχειρήσεις εκεί δεν ήταν δυνατόν να βοηθήσουν αποτελεσματικά τη Σοβιετική Ενωση που έφερε το κύριο βάρος του πολέμου»
(«Παγκόσμια Ιστορία», Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, τόμος Χ (Ι1-Ι2), σελ. 273).
Παρ' όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και κορυφώνονται στο διάστημα 15 - 24 Ιούλη του 1942, στο Λονδίνο, όπου αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των ΗΠΑ συναντάται με τον Τσόρτσιλ. Δηλαδή, την ίδια περίοδο, που ξεκινά η τεράστια σε έκταση και μέγεθος επίθεση των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Στις 24 Ιούλη Αγγλοαμερικάνοι φτάνουν σε συμφωνία, η οποία συνοψίζεται στην απόφαση να μην ανοίξει δεύτερο μέτωπο μέσα στο 1942, αλλά αντιθέτως να προχωρήσουν σε επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική - δηλαδή σε δευτερεύον θέατρο πολέμου. Ετσι, έδωσαν τη δυνατότητα στον Χίτλερ να συγκεντρώσει στο ανατολικό μέτωπο τεράστιο αριθμό δυνάμεων και πολεμικού υλικού.
Η ΕΣΣΔ έδωσε αυτήν τη μάχη εντελώς μόνη και αβοήθητη, εγκαταλειμμένη, φτάνοντας πολλές φορές στο χείλος της καταστροφής, από την οποία σώθηκε χάρη στα τεράστια αποθέματα δύναμης του σοβιετικού λαού και στις απεριόριστες δυνάμεις που έκρυβε το σοσιαλιστικό καθεστώς. Οι δυτικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Αγγλία, έβλεπαν στη μάχη του Στάλινγκραντ τη δυνατότητα να υπάρξει, το λιγότερο, μια αμοιβαία εξασθένηση της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ξεμπερδεύουν με το σοσιαλισμό και να μοιράσουν τις παγκόσμιες αγορές αναμεταξύ τους, χωρίς να μπλέκεται στα πόδια τους ένας μεγάλος ανταγωνιστής όπως ήταν η Γερμανία.
Μάλιστα, ο Τσόρτσιλ ταξίδεψε ο ίδιος στη Μόσχα, για να ξεκαθαρίσει στον Στάλιν ότι μέσα στο 1942 οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν επρόκειτο να προχωρήσουν στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου. Στα απομνημονεύματά του, ο Βρετανός πρωθυπουργός ξεκαθαρίζει με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο πως το σαμποτάζ στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου ήταν συνέχεια της ίδιας αντισοβιετικής πολιτικής που ο ίδιος εφάρμοσε στην προπολεμική περίοδο. Να τι γράφει, αναφερόμενος στις σκέψεις που έκανε μέσα στο αεροπλάνο που τον πήγαινε στην ΕΣΣΔ: «Σκεπτόμουν την αποστολή που με έφερνε στο θλιβερό αυτό μπολσεβίκικο κράτος. Αλλοτε, είχα προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις μου, να το στραγγαλίσω στη γέννησή του και ως την εμφάνιση του Χίτλερ το θεωρούσα θανάσιμο εχθρό της ελευθερίας και του πολιτισμού. Ποιο ήταν τώρα το καθήκον μου; Ο στρατηγός Ουέιβελ που είχε φιλολογική διάθεση τα ανακεφαλαίωσε όλα σε ένα ποίημα με πολλές στροφές, που τελείωνε με τις λέξεις: "Οχι δεύτερο μέτωπο το 1942"» (Ουίν. Τσόρτσιλ:
«2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος Δ΄, σελ. 320 - 321).
Την επομένη της συνάντησης, ο Στάλιν έστειλε στον Τσόρτσιλ υπόμνημα, τα βασικά σημεία του οποίου έχουν ως εξής: «Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων γενομένης εις την Μόσχαν την 12 Αυγούστου ε.ε. διεπίστωσα ότι ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κ. Τσόρτσιλ θεωρεί αδύνατον την οργάνωσιν του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942. Ως γνωστόν, η οργάνωσις του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942 είχε αποφασιστεί κατά την διάρκειαν της επισκέψεως του Μολότωφ εις Λονδίνον και είχε περιληφθεί εις το κοινόν αγγλο- σοβιετικόν ανακοινωθέν, που εδημοσιεύθη την 12 Ιουνίου ε.ε... Είναι εντελώς ευνόητον ότι η Σοβιετική Διοίκησις εξεπόνησε σχέδια διά τας θερινάς και φθινοπωρινάς επιχειρήσεις της, υπολογίζουσα εις την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην εντός του 1942. Είναι εύκολον να αντιληφθή κανείς ότι η άρνησις της κυβερνήσεως της Μεγάλης Βρετανίας να δημιουργήση το δεύτερον μέτωπον εις την Ευρώπην εντός του 1942 καταφέρει ηθικόν πλήγμα εναντίον ολοκλήρου της σοβιετικής κοινής γνώμης, που εβασίζετο εις την δημιουργίαν του δεύτερου μετώπου, δυσχεραίνει την θέσιν του Ερυθρού Στρατού εις το μέτωπον και προξενεί ζημίαν εις τα σχέδια της Σοβιετικής Διοικήσεως... Εγώ και οι συνάδελφοί μου νομίζομεν ότι το έτος 1942 παρέχει τους πλέον ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην, δεδομένου ότι όλαι αι δυνάμεις των γερμανικών στρατευμάτων, και μάλιστα αι καλύτεραι, είναι απησχολημέναι εις το ανατολικόν μέτωπον, ενώ εις την Ευρώπη έχουν απομείνει ασήμαντοι δυνάμεις, και μάλιστα αι χειρότεραι. Είναι άγνωστον αν το έτος 1943 θα παρέχη τους ιδίους ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου, όπως το 1942... Αλλά δυστυχώς εγώ δεν κατόρθωσα να πείσω επ' αυτού τον κύριον Πρωθυπουργόν της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ ο κ. Χάριμαν, αντιπρόσωπος του Προέδρου των ΗΠΑ, κατά τις διαπραγματεύσεις εις Μόσχαν, υπεστήριξε απολύτως τον κύριον Πρωθυπουργόν»
(«Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος - Η αλληλογραφία Στάλιν - Τσόρτσιλ - Ρούσβελτ - Τρούμαν», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Α΄, σελ. 72-73).
Η απόφαση των κυβερνήσεων της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ να μην προχωρήσουν σε άνοιγμα δεύτερου μετώπου το 1942 ήταν καθαρά υπονομευτική για τον αγώνα κατά του φασισμού. Το Νοέμβρη του 1942 «από τις 269 μεραρχίες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, στο σοβιετο - γερμανικό μέτωπο βρίσκονταν 197,5 μεραρχίες. Εκτός από αυτές, δρούσαν εκεί 72,5 μεραρχίες των συμμάχων της Γερμανίας»
(Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1939- 1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Β', σελ. 41). Αυτό που εντέλει αποδεικνύεται είναι πως οι Γερμανοί - καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησής τους στο Νοτιοδυτικό τομέα της ΕΣΣΔ, ενίσχυαν συνεχώς τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από την απουσία του δυτικού μετώπου.
Η υπονομευτική στάση των Δυτικών απέναντι στην ΕΣΣΔ είχε κι άλλες πλευρές. Από τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αποκαλύπτεται πως οι Αγγλοαμερικανοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου σε περίπτωση νίκης των Ναζί μη διστάζοντας ακόμη και να προχωρήσουν σε μια πλατιά αντισοβιετική συμμαχία με τους Γερμανούς, εφόσον δεν μπορούσαν να πράξουν αλλιώς. Το μόνο που τους ανησυχούσε για το πώς θα δράσουν ήταν το ενδεχόμενο νίκης της ΕΣΣΔ
(Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος», εκδόσεις 20ός αιώνας, Αθήνα 1959, σελ. 246-248).
Η καθαρά υπονομευτική αυτή απόφαση των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και Μ. Βρετανία ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από το μαζικό και εργατικό κίνημα, μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Στο συλλαλητήριο που οργάνωσε το Κογκρέσο των παραγωγικών συνδικαλιστικών οργανώσεων στις 22 Ιουλίου στη Ν. Υόρκη πήραν μέρος 60.000 άτομα που εκπροσωπούσαν 500.000 εργάτες της Μείζονος Νέας Υόρκης. Σε έκκληση προς τον Ρούζβελτ το συγκεντρωμένο πλήθος ζητούσε «να εκπληρωθούν οι συμμαχικές υποχρεώσεις χωρίς καμιά αναβολή, πριν ο αντίπαλος αποκτήσει νέα πλεονεκτήματα στον αγώνα εναντίον των ηρωικών ρωσικών στρατιών». Εξίσου δυναμικές ήταν και οι αντιδράσεις της αγγλικής εργατικής τάξης για το άμεσο άνοιγμα δεύτερου μετώπου.
Η μεγάλη νίκη
Η μάχη του Στάλινγκραντ, όπως είδαμε, χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους. Την αμυντική μάχη από τις 17 Ιούλη έως τις 18 Νοέμβρη, όπου ο Κόκκινος Στρατός ήταν αμυνόμενος και την επιθετική από τις 19 Νοέμβρη μέχρι τις 2 Φλεβάρη 1943, όπου περνά στην αντεπίθεση και κατακτά την τελική νίκη.
Στις 4 Οκτώβρη οι μάχες γίνονταν μέσα στα ίδια τα εργοστάσια. Στα μέσα Οκτώβρη, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν σε όλη την πόλη και είχαν χαρακτήρα αγώνα σώματος προς σώμα. Οι μάχες γίνονταν στους δρόμους της πόλης, στα σπίτια, στα εργοστάσια και στη δεξιά όχθη του Βόλγα. Ηταν αδιάκοπες, μέρα και νύχτα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν και το Νοέμβρη να ολοκληρώσουν την κατάληψη του Στάλινγκραντ, αλλά απέτυχαν κάτω από τη σθεναρή αντίσταση του Κόκκινου Στρατού και του σοβιετικού λαού, που ενίσχυε τους πολιορκημένους με κάθε τρόπο και μέσο. Στο τέλος της αμυντικής περιόδου, ο Κόκκινος Στρατός κρατά σταθερά τις θέσεις του βόρεια του εργοστασίου τρακτέρ, το εργοστάσιο «Μπαρικάντι» και τα βορειοανατολικά οικοδομικά τετράγωνα του κέντρου της πόλης. Το μέτωπο στο Στάλινγκραντ σταθεροποιούνταν. Η γερμανοφασιστική διοίκηση πείστηκε πια πως δεν μπορεί να επιτύχει την εκπλήρωση των αντικειμενικών της σκοπών και δόθηκε διαταγή να περάσει στην άμυνα. Ετσι, αποφάσισε να κρατήσει τα στρατεύματα στις θέσεις τους, μέχρι την άνοιξη του 1943, οπότε υπολόγιζε να τα ενισχύσει και να ξαναρχίσουν την επίθεση. Οι Γερμανοί περίμεναν ότι ύστερα από τόσο σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις τα σοβιετικά στρατεύματα δε θα μπορούσαν να ενεργήσουν οποιαδήποτε σοβαρή επιχείρηση για πολύ χρόνο.
Ωστόσο, η σοβιετική διοίκηση, ακόμα και όταν διεξάγονταν οι σκληρές αμυντικές μάχες, σχεδίαζε τις μελλοντικές επιχειρήσεις και συγκέντρωνε δυνάμεις και μέσα για μεγάλη αντεπίθεση. Στις 13 Νοέμβρη, εγκρίθηκε από την ανώτατη διοίκηση και το γενικό επιτελείο σχέδιο με την κωδική ονομασία «Ουράν», που προέβλεπε την κύκλωση και εξόντωση του εχθρού στο Στάλινγκραντ. Το σχέδιο εγκρίθηκε από την ανώτατη διοίκηση με επικεφαλής τον Ι. Β. Στάλιν. Μέσα σε λιγότερο από 72 ώρες, στις 20 Νοέμβρη 1942, είχε σχηματιστεί ο κλοιός γύρω από τις χιτλερικές στρατιές, με μιαν αιφνιδιαστική και τέλεια οργανωμένη επίθεση του Κόκκινου Στρατού. Οι μάχες συνεχίστηκαν, σκληρές, μέχρι τα τέλη Γενάρη, οπότε παραδόθηκε η επίλεκτη 6η Στρατιά των χιτλερικών και στις 2 Φλεβάρη, ολοκληρώθηκε η συντριβή.
Στη διάρκεια της μάχης, οι στρατοί του φασιστικού συνασπισμού έχασαν το 25% της δύναμης που είχαν παρατάξει στο σοβιετογερμανικό μέτωπο. Η συντριβή των Γερμανών στο Βόλγα σήμαινε την αρχή της αποφασιστικής στροφής στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και σε όλο το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εως τη μάχη του Στάλινγκραντ, στην ιστορία των πολέμων, δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση κύκλωσης και ολοκληρωτικής καταστροφής τόσο μεγάλης στρατιωτικής δύναμης.
«Η προσφορά του σοβιετικού λαού, του σοβιετικού κράτους και των Κόκκινων Ενόπλων Δυνάμεών τους καταγράφτηκε οριστικά και αμετάκλητα ως αθάνατη εποποιία. Η γιγάντια συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης στη νίκη κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της επιτεύχθηκε χάρη: Στο ρόλο της εργατικής σοβιετικής εξουσίας στη δημιουργία και στην οργάνωση της αμυντικής θωράκισης της Σοβιετικής Ενωσης. Στα πλεονεκτήματα που προσφέρει η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο των λαϊκών μαζών, με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη. Στο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας. Αποτελεί ένα τεράστιο ιστορικό δίδαγμα για το παρόν και το μέλλον του επαναστατικού κινήματος.
Θα ήταν αδύνατη η σωτηρία της Σοβιετικής Ενωσης αν δεν είχε διανύσει, στα μόλις 20 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε την Οχτωβριανή Επανάσταση, μια τεράστια απόσταση στο δρόμο τής συνειδητά σχεδιασμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989 - 1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ιμπεριαλισμός επιχειρεί να σβήσει την προσφορά του Κομμουνιστικού Κινήματος, να κρύψει τις κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος. Επιδιώκει να καταστήσει τις νεότερες γενιές ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα, να τις υποτάξει μαζικά στα σημερινά του εγκλήματα. Ο αντικομμουνισμός αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα όπου τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989 - 1991.
Τα ιμπεριαλιστικά «κέντρα» συγκαλύπτουν ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως συχνά παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται, επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το μοίρασμα των αγορών, για τη «διέξοδο» από τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού μέσα από τη χειρότερη μορφή καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, τον πόλεμο. Ακόμα, με στόχο την αναδιάταξη στο συσχετισμό δυνάμεων των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Ταυτόχρονα, αποσιωπούν το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ κατέβαλε μεγάλες και πολύχρονες προσπάθειες για να αποσοβηθεί η πολεμική έκρηξη, ότι ακολουθούσε με συνέπεια πολιτική ειρήνης, επειδή μόνο από αυτήν είχε συμφέρον για να οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία. Εχοντας καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είχε καταργήσει και το κίνητρο της συμμετοχής στο μοίρασμα και στο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η Σοβιετική Ενωση υποχρεώθηκε να διεξαγάγει έναν πόλεμο που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός.
Κρύβουν, επίσης, επιμελώς ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αναθέρμανε τις ελπίδες των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ενωση, που τον είδαν ως τη μεγάλη ευκαιρία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και συμμάχησαν με τους Γερμανούς.
Τα αντικομμουνιστικά «κέντρα» ονοματίζουν σήμερα την Αντίσταση «τρομοκρατία»! Εμφανίζουν ως σφαγές αμάχων την παραδειγματική τιμωρία των «δοσίλογων». Προβάλλουν ως βασική αιτία της δημιουργίας οργανώσεων τύπου «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της συνεργασίας με τους κατακτητές την ανάγκη «αθώων να προστατευθούν από το αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Κομμουνιστές»!
Αντιστρέφουν πλήρως την πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο οι δυνάμεις του «Αξονα» που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Είναι και οι κυβερνήσεις των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Από τα πιο χαρακτηριστικά εγκλήματα των ΗΠΑ - Βρετανίας ήταν ο βομβαρδισμός της Δρέσδης (13 προς 14 Φλεβάρη 1945), στη διάρκεια του οποίου η πόλη μεταμορφώθηκε σε σωρούς ερειπίων, χάθηκαν πάνω από 120.000 άνθρωποι και καταστράφηκε ανυπολόγιστης αξίας πολιτιστικός πλούτος. Κι αυτό, παρότι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν είχε στρατιωτική σημασία. Σήμερα, δε λείπουν και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η Δρέσδη βομβαρδίστηκε μετά από απαίτηση του Στάλιν!! Ομως τα εργοστάσια της Γερμανίας, όπου οι ΗΠΑ είχαν επενδύσεις, παρέμειναν άθικτα.
Η έκρηξη αυτενέργειας, που έδειξε το μεγαλύτερο τμήμα του σοβιετικού λαού, η τέτοια προσήλωση στο στόχο και η συνειδητή πειθαρχία δεν μπορούσαν να υπάρξουν σε συνθήκες τρόμου σε βάρος του λαού, όπως ισχυρίζονται ότι υπήρχαν η ιμπεριαλιστική και η οπορτουνιστική προπαγάνδα. Δεν ήταν δυνατό να δράσουν σε συνθήκες τρόμου οι οικοδόμοι του σοσιαλισμού, που μετέφεραν στα ενδότερα της Σοβιετικής Ενωσης χιλιάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις των δυτικών περιοχών, για να συνεχιστεί η παραγωγή. Οι οικοδόμοι του σοσιαλισμού που, μεσούντος του πολέμου, έχτιζαν από την αρχή τις ερειπωμένες περιοχές, όταν οι γερμανικές στρατιές τις εγκατέλειπαν. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες έπιασαν δουλειά στα εργοστάσια αντικαθιστώντας στην παραγωγή τους άντρες που πολεμούσαν στο μέτωπο. Περισσότερες από 1 εκατομμύριο γυναίκες στα κολχόζ απέκτησαν τα επαγγέλματα της οδηγού και της μηχανικού. Πάνω από 200 χιλιάδες έγιναν υπεύθυνες συνεργείων και πρόεδροι κολχόζ, ενώ 1 εκατομμύριο πήραν μέρος στις μάχες, στο μέτωπο και στα αντάρτικα τμήματα.
Αλλά και οι τέτοιας έκτασης και βάθους γιγάντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτές που διεξήγαγε ο Κόκκινος Στρατός, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν δίχως την αυτοθυσία, την πρωτοβουλία και την ατομική υπευθυνότητα από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ιθύνοντες κάθε χώρου».
(«Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών»).
Η σημασία της μάχης του Στάλινγκραντ
Με τη μάχη του Στάλινγκραντ, ο Κόκκινος Στρατός απέσπασε τη στρατηγική πρωτοβουλία «και την κράτησε έως το τέλος του πολέμου»
(Γ. Κ. Ζούκοφ: «Αναμνήσεις και Στοχασμοί», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 2ος, σελ. 151). Η μάχη αυτή δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για επιθέσεις όλων των σοβιετικών μετώπων. Η εξόντωση των ρουμανικών στρατιών και της 8ης ιταλικής στρατιάς οδήγησαν στην αρχή της πολιτικής κρίσης στη Ρουμανία και την Ιταλία. Η νίκη του Στάλινγκραντ ανέβασε το κύρος της Σοβιετικής Ενωσης, επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη του κινήματος Εθνικής Αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες και προκάλεσε αίσθημα υψηλής εκτίμησης των εργαζομένων όλων των χωρών προς το σοβιετικό λαό. Πολλά κράτη, που έως τότε δε διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ, έσπευσαν να τις αποκαταστήσουν. Η Τουρκία και η Ιαπωνία αρνήθηκαν να μπουν στον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ.
Εξαιρετικό αντίκτυπο, όμως, είχε η νίκη του Στάλινγκραντ και στην Ελλάδα. Η μεγαλειώδης νίκη του Σοβιετικού Στρατού στο Στάλινγκραντ, οι κατοπινές νίκες του στο Ανατολικό Μέτωπο - με κυριότερη αυτήν του Κουρσκ, τον Ιούλη και Αύγουστο του 1943, που οριστικά έγειρε την πλάστιγγα της στρατιωτικής πρωτοβουλίας στον Κόκκινο Στρατό - σε συνδυασμό με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβρη του 1943, άσκησαν ευνοϊκότατη επίδραση στην άνοδο του απελευθερωτικού κινήματος και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, δε, στην ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα. Συνολικά, το κίνημα στην Ελλάδα πέρασε σε μια καινούρια, ανώτερη, φάση.
Ηταν μια νίκη, στην οποία υποχρεώθηκαν να υποκλιθούν όλοι και προπαντός οι Αγγλοαμερικανοί. «Είναι μία καταπληκτική νίκη», έγραψε ο Τσόρτσιλ στον Στάλιν. Ο Ρούζβελτ, πιο διαχυτικός, δε δίστασε να χαρακτηρίσει το γεγονός «ως ένα από τα λαμπρότερα κεφάλαια του πολέμου των λαών που ηνώθησαν εναντίον του ναζισμού και των μιμητών του».
Το σημαντικότερο απ' όλα, όμως, γι' αυτήν την εκπληκτική εποποιία, ήταν ο ρόλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Να τι γράφει ο Α. Μ. Βασιλιέφσκι, Α' στρατάρχης της ΕΣΣΔ και εκ των πρωταγωνιστών της νίκης: «Η ψυχή της άμυνας του Στάλινγκραντ ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το κόμμα ήταν, που κατηύθυνε όλες τις προσπάθειες του λαού και του στρατού στην υπεράσπιση της γραμμής του Βόλγα, ενέπνευσε τους μαχητές σε ηρωικά κατορθώματα»
(Α. Μ. Βασιλιέφσκι: «Απομνημονεύματα, εκδόσεις ΣΕ, σελ. 349).
«Η Σοβιετική Ενωση, με την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ, που είχε ΓΓ της ΚΕ τον Ι. Β. Στάλιν, σήκωσε το κύριο βάρος του αγώνα. Συνολικά, στο Ανατολικό Μέτωπο καταστράφηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν 607 γερμανικές μεραρχίες, που σημαίνει ότι οι ναζί είχαν εκεί μέχρι και τετραπλάσιες απώλειες σε σύγκριση με όλα τα άλλα μέτωπα μαζί (Β. Αφρική, Δ. Ευρώπη, Ιταλία). Σε περισσότερα από 30 εκατομμύρια έφθασαν οι ανθρώπινες θυσίες της Σοβιετικής Ενωσης μαζί με τους ανάπηρους και τους τραυματισμένους. 20 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί της, ανάμεσά τους το άνθος των κομμουνιστών, που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο για τη σωτηρία της σοσιαλιστικής πατρίδας. Αντίστοιχα, οι νεκροί της Βρετανίας ανέρχονταν σε 375.000 και των ΗΠΑ σε 405.000.
Τρομακτικές ήταν ακόμη και οι άλλες καταστροφές που υπέστη η ΕΣΣΔ: 1.710 πόλεις μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων. Κάηκαν 70.000 χωριά και κεφαλοχώρια. Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά ή εν μέρει 32.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις και 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών. Καταληστεύτηκαν 98.000 κολχόζ, 5.000 σοβχόζ και μηχανοτρακτερικοί σταθμοί, χιλιάδες νοσοκομεία, σχολεία, ανώτερα ιδρύματα και βιβλιοθήκες...
Αν η Σοβιετική Ενωση δεν είχε διανύσει, πριν από τον πόλεμο, στη διάρκειά του και σε ελάχιστο χρόνο, μια τεράστια απόσταση στο δρόμο τής συνειδητά σχεδιασμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θα ήταν αδύνατη η σωτηρία της. Στη μάχη του Στάλινγκραντ, που αποτέλεσε τη ριζική στροφή προς τη νίκη, νικητής ήταν ο σοσιαλισμός και όχι η παγωνιά του ρωσικού χειμώνα, όπως προβάλλεται σκόπιμα από διάφορες πλευρές. Η κολοσσιαία προσπάθεια του νεαρού σοβιετικού κράτους αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αν συνυπολογιστεί ότι πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης, εμπορικού αποκλεισμού, ιμπεριαλιστικής προετοιμασίας νέου παγκόσμιου πολέμου, αποβολής της ΕΣΣΔ από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), ανοιχτής παραβίασης διεθνών συμφωνιών και υπονόμευσης από οργανωμένες αντεπαναστατικές εγχώριες αστικές δυνάμεις, ακόμη και μέσα στο στρατό, καθώς και από τη διαβρωτική, υπονομευτική δράση του οπορτουνισμού με τη μορφή κυρίως του τροτσκισμού».
(Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών»).