του Σπύρου Κουζινόπουλου
Μία από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις διαστρέβλωσης και παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας για την περίοδο της Κατοχής, έγινε σχετικά με την υπόθεση δύο αντιστασιακών φοιτητών του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ηλία Καπέση και Σωκράτη Διορινού, που αν και εκτελέστηκαν από τους χιτλερικούς κατακτητές εξαιτίας της υπέροχης πατριωτικής τους δράσης, συκοφαντήθηκαν ιερόσυλα μετά την απελευθέρωση, ως .... "πράκτορες των Βουλγάρων".
Ποιος ήταν αυτός που εκστόμισε την ανιστόρητη ύβρη; Ο έμμισθος από την κυβέρνηση των κουίσλιγκς Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας, Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο οποίος απολαμβάνοντας της πλήρους εμπιστοσύνης των κατακτητών, τοποθετήθηκε στη συνέχεια με την έγκρισή τους ως Φρούραρχος της Θεσσαλονίκης και λίγο πριν το τέλος της Κατοχής ως Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, αξίωμα ισότιμο με αυτό του υπουργού Μακεδονίας.
Εξ αιτίας εκείνης της συνεργασίας του με τους κατακτητές, ο γνωστός συγγραφέας, διαπρεπής νομικός και από τα στελέχη του φοιτητικού αντιστασιακού κινήματος, Γιώργος Καφταντζής τον αποκάλεσε δημόσια "o συνεργάτης των Γερμανών, Αθανάσιος Χρυσοχόου".
Η υπέροχη αντιστασιακή τους δράση
Ας δούμε όμως πως έχει το θέμα: Στις 13 Νοεμβρίου 1941, εκτελέστηκαν στο "Κόκκινο σπίτι", τόπο εκτελέσεων από τους ναζί που βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το "Θέατρο Γης" της Θεσσαλονίκης ή κατά άλλους στην περιοχή του αεροδρομίου Σέδες, οι φοιτητές Σωκράτης Διορινός και Ηλίας Καπέσης με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν "πράξεις εσχάτης προδοσίας". Είχαν συλληφθεί μετά από προδοσία, μερικές μέρες πριν στο σπίτι του Καπέση, όπου ανακαλύφθηκε έντυπο αντιστασιακό υλικό. Και οι δύο, ήταν μέλη φοιτητικών πυρήνων της εθνικοαπελευθερωτικής αντιστασιακής οργάνωσης “Ελευθερία” που είχε δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 15 Μαίου 1941 και υπήρξε η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση σε ολόκληρη τη χώρα. Οι δύο νέοι, υπήρξαν προηγουμένως, πριν δημιουργηθεί η οργάνωση “Ελευθερία”, μέλη της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ).
Σύμφωνα με τον Γιώργο Καφταντζή, αυτές οι αντιστασιακές φοιτητικές ομάδες, που δρούσαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, σκορπούσαν με προφυλάξεις σε γερμανικές μονάδες χειρόγραφες ή πολυγραφημένες προκηρύξεις στη γερμανική γλώσσα, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, μοίραζαν δελτία ειδήσεων κ.α. Στον πρώτο πυρήνα, μετείχαν οι φοιτητές Ηλίας Καπέσης της Φυσικομαθηματικής και Σωκράτης Διορινός, Γιάννης Παντελίδης και Τάκης Τσιπινιάς, όλοι της Νομικής Σχολής. Στο δεύτερο πυρήνα ήταν ο Θεσσαλονικιός Θώμης Χατζηθωμάς, φοιτητής του Πολυτεχνείου Αθηνών, ο Δραμινός Ιωσήφ Μιχαήλογλου της Γεωπονίας κ.α. Τέλος, μία τρίτη ομάδα, που δρούσε κυρίως στην περιοχή του Διοικητηρίου, αποτελούνταν από τους φοιτητές της Νομικής Βασίλη Τρωγιάννο και Απόστολο Βαλιούλη, τον Χρήστο Ευστρατιάδη της Εμπορικής Σχολής κ.α. Σύμφωνα με μία εξιστόρηση του Βαγγέλη Βασβανά στον Καφταντζή, υπεύθυνος για τους πυρήνες αυτούς ήταν ο γραμματέας της ΟΚΝΕ, Σίμος Κερασίδης, ενώ οι πρώτοι που δούλεψαν για την οργάνωση της “Ελευθερίας” στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ήταν ο Βασίλης Μελλίδης (αργότερα καπετάνιος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ), με το ψευδώνυμο Κώστας Βερμιώτης, ο Μαρίνος Μαρινέλης και ο Γιώργος Βενέτης.
Σύμφωνα με ένα αφήγημα που δημοσιεύθηκε λίγο μετά την απελευθέρωση στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Ελευθερία, υπό τον τίτλο “Τιτάνες της Λευτεριάς”, οι αστυνομικοί της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Πολυχρονόπουλος και Κωφίτσας, ανακρίνοντας έναν νεαρό Εβραίο που είχαν συλλάβει, τους αποκάλυψε αυτός ότι ο φίλος του Ηλίας Καπέσης μαζί με άλλους συμφοιτητές του, ήταν αυτοί που σκόρπιζαν προκηρύξεις στα γερμανικά έξω από στρατιωτικές μονάδες των κατακτητών, καλώντας τους Γερμανούς στρατιώτες να μην συνεργήσουν στο ναζιστικό έγκλημα που διαπράττονταν στην Ελλάδα και την υπόλοιπη κατεχόμενη από τους χιτλερικούς Ευρώπη. Σε έφοδο που διενήργησαν άνδρες της Ασφάλειας στο σπίτι του Καπέση, που βρισκόταν στην τότε οδό Εξαδακτύλου 6, πίσω από την Εγνατίας, είδαν να επιβεβαιώνονται τα όσα τους είχε πει ο πληροφοριοδότης τους. Δεδομένου ότι:
“Ο Καπέσης απερίσκεπτα κρατούσε στα συρτάρια του γραφείου του προκηρύξεις του αγώνα καθώς και μία χειρόγραφη, στη γερμανική γλώσσα, που καλούσε τους Γερμανούς να πετάξουν τα όπλα τους και να ταχθούν στο πλευρό του Ελληνικού λαού”.
Οι συλλήψεις
Οι αστυνομικοί της Ειδικής, αφού πέρασαν χειροπέδες στον Ηλία Καπέση και κλείδωσαν στη σοφίτα του σπιτιού φρουρούμενες τη μητέρα και την αδελφή του, δεν αποχώρησαν, αλλά έστησαν καρτέρι, συλλαμβάνοντας στη συνέχεια επτά νέους, κυρίως συμφοιτητές του, που μεμονωμένα είχαν πάει να τον επισκεφθούν ή μαθητές τους οποίους ο νεαρός φοιτητής έκανε φροντιστήριο στη Φυσική και τα Μαθηματικά. Τις επόμενες ημέρες, και αφού στην Ασφάλεια δεν μπόρεσαν, παρά τα βασανιστήρια, να αποσπάσουν πληροφορίες από τους συλληφθέντες για την αντιστασιακή οργάνωση και την ηγεσία της, τους παρέδωσαν στη Γκεστάπο. Και όταν και οι δικές της ανακρίσεις απέβησαν άκαρπες, τότε η περιβόητη γερμανική μυστική υπηρεσία τους παρέπεμψε στο Γερμανικό Έκτακτο Στρατοδικείο, που συνεδρίαζε σε ένα κτίριο της οδού Εθνικής Αμύνης. Η διαδικασία ήταν συνοπτική και οι Γερμανοί στρατοδίκες καταδίκασαν τους Σωκράτη Διορινό και Ηλία Καπέση σε θάνατο, σε κάθειρξη δέκα χρόνων άλλους δύο από τους συλληφθέντες, ενώ τρεις ακόμη νέους, για τους οποίους δεν προέκυψαν επιβαρυντικά εις βάρος τους στοιχεία, τους απάλλαξε.
Όπως έγραψε για το γεγονός ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς:
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1941 οι γερμανικές αρχές της Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την ελληνική Ειδική Ασφάλεια, κατάφεραν να εξαρθρώσουν μια από τις σημαντικότερες φοιτητικές οργανώσεις, την “Ελευθερία”, που συνέτασσε και διένειμε, ακόμα και σε γερμανικές μονάδες, προκηρύξεις στα γερμανικά, έγραφε συνθήματα και μοίραζε δελτία ειδήσεων. Στις 4 Σεπτεμβρίου, η Ειδική Ασφάλεια συνέλαβε αρχικά, ύστερα από παρακολούθηση, τον Ηλία Καπέση, τελειόφοιτο της Φυσικομαθηματικής. Σε έρευνα στο σπίτι του ανακαλύφθηκε και κατασχέθηκε έντυπο υλικό, ανάμεσα στο οποίο υπήρχε και μια προκήρυξη γραμμένη στα ελληνικά που απευθύνονταν στους Γερμανούς στρατιώτες. Την ίδια ημέρα, αστυνομικοί που παρακολουθούσαν το σπίτι του Καπέση, συνέλαβαν τον Σωκράτη Διορινό και άλλους επτά φοιτητές. Στις 23 Οκτωβρίου οι Καπέσης και Διορινός καταδικάστηκαν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκαν στις 13 Νοεμβρίου.
Οι πρώτοι εκτελεσμένοι φοιτητές στην Κατοχή
Σύμφωνα με τον Γιώργο Καφταντζή που γνώριζε τους δύο ήρωες, που ήταν οι πρώτοι εκτελεσμένοι φοιτητές στη διάρκεια της Κατοχής, η απολογία του Καπέση στο Γερμανικό Στρατιοδικείο ήταν ένα φλογερό σάλπισμα για τις ιδέες του και την υπόθεση της ελευθερίας. Το ίδιο και του Διορινού, που ήταν ένας καχεκτικός, σχεδόν ραχητικός μα ιδιοφυής νέος, πρώτος μαθητής στο Γυμνάσιο και αριστούχος στο Πανεπιστήμιο. Ο Διορινός εκτός από τα νομικά, παρακολουθούσε στο Πανεπιστήμιο μαθήματα γερμανικής και ήταν αυτός που έγραφε τις προκηρύξεις για τους Γερμανούς στρατιώτες. 8
Μετά την απόφαση αυτή, οι δύο ηρωϊκοί φοιτητές οδηγήθηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1941 στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ας παρακολουθήσουμε τις τελευταίες τους στιγμές από το αφήγημα “Τιτάνες της Λευτεριάς” που δημοσίευσε η εφημερίδα Ελευθερία:
“13 Νοέμβρη 1941. Τσουχτερό κρύο και ψιλή φθινοπωρινή βροχή. Έξω από τις Νέες Φυλακές Θεσσαλονίκης, σκόρπιες ομάδες νέων, ανδρών γυναικών, περίμεναν συζητώντας χαμηλόφωνα. Όλα τα πρόσωπα είναι σοβαρά και κάθε λίγο κοιτάζουν την θεόκλειστη σιδερόπορτα των Φυλακών. Μερικοί διαβάτες που περνάνε αυτή την πρωϊνή ώρα, στέκονται μπροστά σ' αυτή την ασυνήθιστη κίνηση που την πλακώνει μια ατμόσφαιρα φορτωμένη δέος. Ρωτάνε:
-Τι συμβαίνει;
-Θα εκτελέσουν δύο φοιτητές, τους απαντούν.
Παγώνουν και στέκουν τρομαγμένοι.
Σε λίγο, ακούγεται από το βάθος της οδού Κασσάνδρου βόμβος αυτοκινήτου. Ένα μαύρο φορτηγό της Βέρμαχτ πλησιάζει. Όλα τα πρόσωπα στρέφονται απότομα προς την σκοτεινή όψη του, όσπου σταματά μπροστά στην είσοδο των Φυλακών. Την ίδια στιγμή πηδούν από μέσα επτά θεόρατοι Γερμανοί της Φελντ-Τζανταρμερί.
Ο κόσμος σφίχτηκε σιωπηλός. Με τα αυτόματα στα χέρια, ανέκφραστοι, πέτρινοι, με μεγάλα βήματα όρμησαν πάνω στο πλήθος. Γριές, γέροντες, παιδιά, ότι βρίσκονταν μπροστά τους, σκουντιόνταν και βρίζονταν για να απομακρυνθεί. Κλάμματα και βοερές κραυγγές ακούστηκαν. Μια κοπέλλα δεν έφευγε. Την άρπαξαν από το γιακά και τη σύρανε ίσαμε τα όρια της ζώνης που θέλανε να κρατήσουν γύρω από το αυτοκίνητο. Ήταν η αδελφή του Καπέση.
Την ίδια στιγμή έφτασε και μια κούρσα. Από μέσα βγήκανε ένας Γερμανός αξιωματικός και ένας παππάς. Μπήκαν στη φυλακή και εξαφανίστηκαν πίσω από μια πόρτα στο βάθος της αυλής. Πέρασαν δέκα λεπτά φριχτής αναμονής, ώσπου από το βάθος του διαδρόμου φάνηκαν οι μελλοθάνατοι. Μπροστά ο παππάς, πίσω τέσσερις της Φελντ-Τζανταρμερί και στη μέση αλυσσοδεμένοι ο Διορινός και ο Καπέσης. Μόλις η συνοδεία έφτασε στην έξοδο, οι μελλοθάνατοι αρπάχτηκαν από πίσω και ρίχτηκαν στο εσωτερικό του φορτηγού. Την ίδια στιγμή ανέβηκαν και οι Γερμανοί.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε συνοδευόμενο από τις σπαρακτικές κραυγές των συγγενών των μελλοθανάτων. Ο παππάς μπήκε πάλι στην κούρσα με την οποία ήρθε και η οποία ακολούθησε το φορτηγό.
Ύστερα από τρία τέταρτα της ώωρας, τα δύο αυτοκίνητα σταθήκανε κάπου στη Μίκρα. Μία ριπή πολυβόλου που κροτάλισε και το παν είχε τελειώσει”.
Πως ο εκτελεσμένος ήρωας βαφτίστηκε.... “πράκτορας των Βουλγάρων”
Όταν ο γέρος πατέρας του Καπέση πληροφορήθηκε τη σύλληψη του γιού του, πάνω στην απελπισία του για το πως θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί, προκειμένου να αποφύγει το εκτελεστικό απόσπασμα, θυμήθηκε ότι λίγο καιρό πριν, είχε συναντήσει τυχαία σε δρόμο έναν Βούλγαρο αξιωματικό, που τον είχε γνωρίσει πριν μερικά χρόνια όταν ως εμπορικός αντιπρόσωπος επισκέπτονταν τη Σόφια. Και καθώς αυτός είχε αποσπαστεί στη Θεσσαλονίκη, πήγε, τον βρήκε και έπεσε στα πόδια του παρακαλώντας τον να μεσολαβήσει για τη σωτηρία του αγοριού του.
Ο Βούλγαρος μετά από πολλά παρακάλια λύγισε κάποια στιγμή, υποσχέθηκε ότι θα κάνει ότι ήταν δυνατόν και την άλλη ημέρα το πρωί πήγε στην Ειδική Ασφάλεια ζητώντας να δει τον Καπέση. Όμως η διοίκηση της Ασφάλειας όχι μόνο δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο, αλλά κάλεσε και την Γκεστάπο, η οποία του ζήτησε να απομακρυνθεί καθώς δεν είχε καμια αρμοδιότητα. Έτσι ο Βούλγαρος αξιωματικός αποχώρησε άπραγος.
Αξιοποιώντας αυτό το περιστατικό, διογκώνοντας το και διαστρεβλώνοντας πλήρως το γεγονός, ο “κομμουνιστοφάγος” Αθανάσιος Χρυσοχόου προσπάθησε χωρίς αιδώ, μετά τον πόλεμο να παρουσιάσει τον εκτελεσμένο ήρωα του αντιστασιακού έπους Ηλία Καπέση ως.... “πράκτορα των Βουλγάρων”. Σύμφωνα με το σενάριο σπίλωσης που επιννόησε ο Χρυσοχόου:
“Ο Καπέσης μετά την καταδίκην του, απεκάλυψεν ότι ήτο Βούλγαρος γεννηθείς εις Βουλγαρίαν, πράκτωρ της βουλγαρικής προπαγάνδας, ενεργήσας κατά τας οδηγίας του μετέπειτα προέδρου της Βουλγαρικής Λέσχης Θεσσαλονίκης Αλεξ. Σαμαρτζίεφ, όστις τον είχεν επισκεφθεί δεκάκις προς της συλλήψεώς του και τον καθοδήγει εις την εκδήλωσιν εργασίας κομμουνιστικής χροιάς, αποσκοπούσης εις το κλείσιμον του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης”.
Τι ήθελε δηλαδή να πει με αυτό τον κατάπτυστο ισχυρισμό ο Χρυσοχόου, που υπηρέτησε συνειδητά και ... έμμισθα τις κατοχικές αρχές, αρχικά ως Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας, στη συνέχεια ως Φρούραρχος και τέλος ως Γενικός Διοικητής Μακεδονίας; Ότι ο Καπέσης είχε αναπτύξει την αντιφασιστική του δραστηριότητα “κατ΄εντολήν” των Βουλγάρων φασιστών, ώστε με αυτό να μπορέσουν να βάλουν λουκέτο στο Πανεπιστήμιο. Και προκειμένου να το τεκμηριώσει αυτό, εμφανίζει τον εκτελεσμένο φοιτητή να έχει γεννηθεί στη Βουλγαρία, αν και η οικογένεια Καπέση κατάγονταν από την ελληνικότατη πριν τους Βαλκανικούς πολέμους Γευγελή, όπου είχε γεννηθεί και ο νεαρός Ηλίας, αλλά και πατρίδα του μεγάλου ποιητή της Θεσσαλονίκης, Γιώργου Βαφόπουλου, του Μακεδονομάχου οπλαρχηγού Χρήστου Δέλλιου κ.α.. Τον ισχυρισμό αυτό του Χρυσοχόου, τον χαρακτήρισε ως Μακιαβελισμό ο Γιώργος Καφταντζής. Σημειώνοντας ότι μπορούσε να πείσει μόνο όσους δεν αναρωτιούνταν: “Γιατί οι Γερμανοί θα εξόντωναν έναν τόσο προωθημένο πράκτορα των συμμάχων τους Βουλγάρων”;
Για το ζήτημα αυτό, οι ιστορικοί Βασίλης Γούναρης και Πέτρος Παπαπολυβίου, που ερεύνησαν το θέμα σχετικά με τις εκτελέσεις στα χρόνια της Κατοχής, σημείωσαν για τους αυθαίρετους και ανιστόρητους ισχυρισμούς του Χρυσοχόου:
“Εκφράστηκαν υποψίες, αλλά δεν διασταυρώθηκαν ποτέ, ότι στην ιστορία της σύλληψης (σ.σ. των Καπέση και Διορινού) ήταν αναμεμιγμένη η Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης, με την οποία γράφτηκε ατεκμηρίωτα ότι διατηρούσε επαφές ο Καπέσης”.
Και φυσικά, η υπόθεση των δύο ηρωϊκών φοιτητών, δεν ήταν η μοναδική περίπτωση βάναυσης παραποίησης και πλαστογράφησης της ιστορίας, καθώς υπήρξαν και πολλές άλλες που θα τις δούμε σε επόμενη έρευνά μας.
Καταλήγοντας πρέπει να επισημάνουμε ότι ο γνωστός ιστορικός και ερευνητής της περιόδου της Κατοχής 1941-1944 στη Μακεδονία, Στράτος Δορδανάς, αναφερόμενος στους ισχυρισμούς του Χρυσοχόου σχετικά με την ολοκληρωτική καταστροφή τριών χωριών του Κιλκίς από τους Ναζί ότι είχε γίνει με ... υπαιτιότητα των Βουλγάρων κομμουνιστών, κάνοντας συνολική αποτίμηση του έργου του, γράφει για “τις διατυπωμένες θέσεις του Χρυσοχόου για την αναζήτηση του βουλγαγρικού δακτύλου πίσω από κάθε ενέργεια, γεγονός που θα καταδείκνυε τον ξενοκίνητο και δη βουλγαρικό καρακτήρα του ελληνικού αριστερού κινήματος αντίστασης και τις ευθύνες του στην πρόκληση των γερμανικών αντιποίνων”.
Σημειώσεις
1. Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής, Θεσσαλονίκη 1976, χ.ε., σ. 17
Βασίλης Γούναρης-Πέτρος Παπαπολυβίου, Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2001, Παρατηρητής, σ. 156
Σπύρος Κουζινόπουλος, Ελευθερία, η άγνωστη ιστορία της πρώτης οργάνωσης και εφημερίδας της Κατοχής, Καστανιώτης, Αθήνα 1986, σ. 15
Χρήστος Τσιντζιλώνης, ΟΚΝΕ 1922-1943, Λενινιστικό μαχητικό σχολείο των νέων, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989, σ. 276 και 281
Γιώργος Καφταντζής, ό.π., σ.16
Εφημερίδα Ελευθερία, 6 Σεπτεμβρίου 1945
Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων, αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 67
Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 17
Εφημερίδα Ελευθερία, 19 Σεπτεμβρίου 1945
Εφημερίδα Ελευθερία, 13 Σεπτεμβρίου 1945
Αθανάσιος Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον δεύτερον, η δράσις της βουλγαρικής προπαγάνδας, τεύχος Α΄ 1941 και 1942. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 57.
Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής, Θεσσαλονίκη 1976, χ.ε., σ. 17
Βασίλης Γούναρης-Πέτρος Παπαπολυβίου, Ο φόρος του αίματος, ό.π., σ. 156
Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων, ό.π., σ. 87-88