Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές»
|
Εκτέλεση κομμουνιστή στη Χαλκιδική 1945 |
Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια.
Τι κάθομαι και τσαμπουνάω τώρα. Ακούς εκεί «γονίδια». Λες και στα έξι σου χρόνια είχες ξανακούσει τη λέξη. Εδώ δεν την ήξερε τότε καλά καλά ο ίδιος ο Ουάτσον. Ίσως εκείνες τις μέρες να την ξεφούρνιζε για πρώτη φορά. Κάπου εκεί στο Καίμπριτζ της Αγγλίας. Εκεί που η Ευρώπη, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έμπαινε στη νέα εποχή, που η ανθρωπότητα έμπαινε στην νέα εποχή της. Το Μαυρομμάτι όμως καλά κρατούσε. Η Ελλάδα καλά κρατούσε.
Λες γι’ αυτό να τα ονόμασαν «πέτρινα» χρόνια; Φαίνεται πως το πετροβολητό θα ήταν του συρμού και αλλού τότε.
Πάντως στο Μαυρομμάτι, και σ’ όλα τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς οι πέτρες ήταν μπόλικες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πέτρες, οι φράκτες που χώριζαν τις αυλές ήταν χτισμένοι με πέτρες.
Η τελευταία άσφαλτος βρισκόταν 6-7 χιλιόμετρα μακριά, εκεί, κάτω στον κάμπο της Θήβας. Μπορούσες να την δεις από ψηλά, λίγο να έκανες προς τα εκεί, στη βορινή άκρη του χωριού. Αντίκριζες προς τα ανατολικά τον κάμπο της Θήβας και λίγο αριστερότερα τον κάμπο της Κωπαΐδας. Παρ’ όλο που είχε πρόσφατα αποξηρανθεί, ψηλά από το χωριό φάνταζε ακόμη σαν λίμνη. Μια λίμνη που η μια της άκρη χανόταν στο βάθος του ορίζοντα και η άλλη ακουμπούσε στα πόδια ενός γυμνού βουνού, της Σφίγγας. Αργότερα έμαθα πως ήταν το βουνό του Οιδίποδα. Εκεί που ο μυθικός ήρωας σκότωσε το ανθρωπόμορφο τέρας, που ρωτούσε τους περαστικούς τι είν’ αυτό που περπατά πρώτα στα τέσσερα, μετά στα δύο και μετά στα τρία.
Ένας τόπος γεμάτος με ιστορία. Γεμάτος με μύθους που χάνονται πίσω στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας. Προς τα νοτιοδυτικά το χωριό ακουμπάει στους πρόποδες του Ελικώνα, του βουνού που ζούσαν οι Νύμφες. Και πιο πέρα φαίνεται ο χωματόδρομος που συνδέει το χωριό προς τα νότια με το Ρημόκαστρο, τις αρχαίες Θεσπιές. Και καθώς συνεχίζει συναντάει τον Καραντά, τη Δομβραίνα, τα Χόστια. Χωριά που λίγα χρόνια πριν είδαν μάχες ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς, τους αντάρτες και τους Χίτες. Το χώμα των νεκροταφείων τους ήταν φρεσκοσκαμμένο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα σπίτια μετράνε λιγοστούς άντρες. Άλλοι νεκροί, άλλοι στην εσωτερική εξορία και άλλοι στην άλλη την εξορία... Σαν τον Κολιγιάννη. Και σαν το θείο τον Θοδωρή, τον αδερφό του μακαρίτη του πατέρα. Όλοι στο χωριό ψιθυρίζουν πως είναι κι αυτός εκεί με τους «άλλους», στο «παραπέτασμα».
Αυτός ο «κιαρατάς» ο αδερφός μου τα έφταιγε όλα. Γιατί μοιάζει τόσο του πατέρα. Έτσι δεν έλεγαν όλοι;
– Φτυστός, Μαρία μου, ο συχωρεμένος ο Βασίλης!
Γι’ αυτό μας γνώρισε η Μούργαινα. Όπως μας γνώριζαν και όλοι οι άλλοι.
– Τα παιδιά του Βασίλη του Χαϊδίτσα.
Επίθετα είχαμε μόνο όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Τον άλλο καιρό γνωριζόμασταν με τα «χαϊδευτικά» μας. Του Τούμση, του Βαρελά, του Πλατσοβίτση, του Γανωτή, του Ρουμπίτση....
– «Η Μαρίκα του Ρουμπίτση
πού της τάνοιξαν το πίτσι».
Κάτι είχε ακουσθεί για τους Γερμανούς. Με τη θέλησή της... τη βίασαν. Δεν ξέρω ακριβώς. Το δίστιχο όμως έμεινε. Μισά ελληνικά, μισά αρβανίτικα. Όπως όλα τότε στο χωριό. Μισά και μισά. Εκτός από το σχολείο. Εκεί τα ξεχνούσαμε τα αρβανίτικα ως διά μαγείας. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα του ξέφευγε κάτι στ’ αρβανίτικα. Ο δάσκαλος, ο Κιώρης, δε χάριζε κάστανα άμα άκουγε αρβανίτικη λέξη. Η βίτσα του, από κλαρί ελιάς, σου άφηνε σημάδια. Τι Κιώρης δηλαδή, που έβλεπε σαν το διάολο. Ήταν όμως ο μοναδικός στο χωριό που φορούσε γυαλιά. Γι’ αυτό και στα μάτια των χωριανών φάνταζε αόμματος, Κιώρης. Τα τούρκικα που μιλούσαμε στο σπίτι με βοηθούσαν να καταλάβω πως κιώρ είναι ο τυφλός. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Τα αρβανίτικα ήταν η μητρική γλώσσα όλων των συγχωριανών. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι γεροντότεροι μιλούσαν μόνο αρβανίτικα, αλλά καταλάβαιναν και λίγα ελληνικά. Οι μεσαίες ηλικίες μιλούσαν και τις δύο γλώσσες ενώ εμείς τα παιδιά μιλούσαμε ελληνικά, αλλά στο σπίτι ή μεταξύ μας, όταν θέλαμε να δείξουμε τη μαγκιά μας, μιλούσαμε αρβανίτικα.
Για πολλά χρόνια είχα την απορία τι στο καλό σήμαινε αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να δεχθώ και για τον εαυτό μου και για τους άλλους ήταν πως δεν είμαστε Έλληνες. Ήμασταν όλοι φανατικά πατριώτες. Ήξερα ότι και ο πατέρας και ο θείος ο Θοδωρής πολέμησαν από τους πρώτους στην Αλβανία μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς και συντοπίτες.
Αγαπούσαμε όλοι την πατρίδα και μαθαίναμε με περηφάνια τα ποιήματα στο σχολείο:
«Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό,
και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό».
Αργότερα διάβασα ότι και ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, η Μπουμπουλίνα και ο Μακρυγιάννης ήταν όλοι Αρβανίτες. Ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το διάγγελμα της Επανάστασης του ’21 διαβάστηκε στα αρβανίτικα, γιατί αυτά καταλάβαιναν πολλοί από τους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας. Και βέβαια δεν είχαν μάθει αρβανίτικα με μέθοδο άνευ διδασκάλου, επειδή δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν. Απλούστατα, στα χρόνια που ακολούθησαν τη φράγκικη κατοχή, μεγάλα κομμάτια της χώρας είχαν ερημώσει από τους πολέμους και τις αρρώστιες. Έτσι, χριστιανικά αλβανικά φύλα μετακινήθηκαν σιγά σιγά προς τα κάτω, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους, δημιουργώντας έτσι μια νέα φυλή Νεοελλήνων με ελληνική εθνική συνείδηση, η οποία πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στους αγώνες ενάντια στους Τούρκους.
Το αξιοσημείωτο, πάντως είναι ότι η αρβανίτικη γλώσσα κρατήθηκε ζωντανή στο χωριό, όπως και αλλού, για πάνω από πέντε αιώνες και εξαφανίσθηκε σχεδόν τελείως στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
– Αυτός ο Πέτρος τα έφταιγε όλα. Εφόσον του είπα να μην περάσουμε από τους Μουργαίους. Αφού η γριά βλέπει και στο σκοτάδι... Και τώρα την έφαγε στο κεφάλι. Καλά να πάθει!
Άντε τώρα να γλιτώσεις από τη μάνα και τη γριά. Η μία θα κρατάει και η άλλη θα δέρνει με τη σκούπα. Μας έχουν πει χίλιες φορές να γυρνάμε στο σπίτι μόλις πέσει ο ήλιος. Ευτυχώς, τις πολλές τις έφαγε αυτός. Πάντα αυτός την τραβάει την μπόρα!
– Μαμά, τι σημαίνει κομουνιστής;
– Πού την άκουσες αυτή τη λέξη;
– Έτσι μας φώναζε η Μούργαινα.
– Κοιμήσου τώρα, έχω δουλειά.
Πάντα έχει δουλειά. Έχει αναμμένη τη λάμπα, κάθεται στο ντιβάνι σκεπασμένη και κεντάει. Με τις ώρες. Τη βλέπω από τα στρωσίδια για λίγο, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Τα χέρια της πηγαίνουν μηχανή. Σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα. Η προίκα στους Αρβανίτες είναι ιερή. Κι αυτή η χήρα, η Αρμένισσα από την Κοκκινιά, είναι δώρο εξ ουρανού.
Το κέντημα ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη, σε αντίθεση με τον αργαλειό και τα υφαντά που ήταν πάντα μέρος της καθημερινής ζωής και κουλτούρας σε ένα τυπικό αρβανίτικο σπίτι. Ο αργαλειός λειτουργούσε σαν παραγωγός τέχνης (μια και υφαίνονταν σ’ αυτόν σπουδαία κομμάτια για την καθημερινή ζωή, όπως βελέντζες και κουβέρτες), αλλά και σαν καταβόθρα για όλα τα άχρηστα πανιά και ρούχα: με τη βοήθειά του, ό,τι άχρηστο υπήρχε, κοβόταν σχολαστικά σε λουρίδες και μετατρεπόταν σε κουρελού.
Οι χωριάτισσες ήταν επίσης πολύ ικανές στο πλέξιμο. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια κουβαλούσαν μαζί τους πάντα μια ρόκα με μαλλί ή τις βελόνες με το πλεκτό τους. Κυρίως οι γριές, οι πλιάκες. Όλες μαυροφορεμένες, όλες ρυτιδιασμένες και με μια ρόκα ή δυο βελόνες πλεξίματος στο χέρι.
Το λεπτό κέντημα όμως πάνω στο λινό ήταν κάτι σπάνιο και γι’ αυτό πολύτιμο για τα μέρη αυτά. Η συσκευή που χρησιμοποιούσε η μάνα μου ήταν το άκρον άωτο της απλότητας: όλο κι όλο δύο στρόγγυλα στεφάνια από ξύλο, που εφάρμοζαν το ένα μέσα στο άλλο και ένα μικρό βελονάκι με γλωσσίδι στην άκρη. Από ’κεί και πέρα η τέχνη των χεριών και η ταχύτητα. Ατέλειωτες ώρες σκυμμένη εκεί πάνω και το χέρι να πηγαίνει μηχανή. Και το άγχος μη λερώσεις το άσπρο λινό γιατί το πλύσιμο ήταν δύσκολο· έφευγε η κόλλα. Και να μην παγώσουν τα χέρια μέσα στην κρύα κάμαρη. Το τζάκι δεν μπορούσε να καίει όλο το βράδυ. Πιο εύκολη ήταν η γκαζιέρα. Την άναβε, την είχε δίπλα και όταν κρύωναν τα χέρια τα ζέσταινε για λίγο. Και πάλι το βελόνι, και πάλι λίγο ζέσταμα... Η νύχτα προχωρούσε. Και όταν έφθανε το πρώτο φως της μέρας πρωτοαντίκριζε μικρά καλλιτεχνήματα σε άσπρο φόντο.
Η μάνα μου δεν πληρωνόταν σχεδόν ποτέ σε χρήμα για τη δουλειά της. Αντί για λεφτά έπαιρνε πράγματα και τρόφιμα. Ένα σακί αλεύρι ή πέντε κότες ή ένα ντενεκέ λάδι. Ή δύο αυγά για κάθε πόντο. Ξέχασα να σας πω ότι μαντάριζε και κάλτσες νάιλον. Γιατί τότε οι νάιλον κάλτσες ήταν σπάνιο είδος και φυσικά αναντικατάστατο. Όταν έφευγε ένας πόντος έπρεπε να διορθωθεί. Πολλά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκαν τα ηλεκτρικά βελονάκια. Μα στο χωριό τότε ακόμα δεν υπήρχε ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα έπρεπε να γίνουν στο χέρι. Έβαζε, λοιπόν, η μάνα μου ένα φλιτζάνι του καφέ μέσα στην κάλτσα και έφερνε τον πόντο στο χείλος του φλιτζανιού. Και μετά άρχιζε το μαντάρισμα. Όσο προχωρούσε το βελονάκι προχωρούσε και το φλιτζάνι μέσα στην κάλτσα. Ώρες ατέλειωτες, βασανιστικές...
Αλλά εμάς δε μας έλειπε ποτέ το καλό φαγητό. Υπήρχαν πάντα στο σπίτι αυγά, μέλι, κοτόπουλο, λάδι, ελιές, τυρί... Και όταν το Σάββατο έσφαζαν οι χασάπηδες κανένα γουρούνι ή κανένα πρόβατο είχαμε και πατσά. Γιατί τους έλεγε η γιαγιά μου και της κρατούσαν τα ποδαράκια και δεν τα πέταγαν στα σκυλιά.
Δεν μας έλειπε ούτε το καλό το ντύσιμο. Γιατί σχεδόν κάθε μήνα ερχόταν το δέμα από την Αμερική.
Ωραία ιστορία κι αυτή...
Όλα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία. Βρήκε η μάνα σε κάτι χαρτιά του μακαρίτη του πατέρα μια φωτογραφία που είχε μια αφιέρωση από πίσω και μια διεύθυνση στα εγγλέζικα:
«Στον αγαπημένο μου ανεψιό, ο θείος σου Νικ Άθανς»...
Πήρε τη φωτογραφία και πήγε στη Θήβα. Εκεί κοντά στο ταχυδρομείο που είχαν το τραπεζάκι τους οι γραμματικοί. Τους υπαγόρευες ό,τι ήθελες κι αυτοί το έγραφαν. Και τους υπαγόρεψε:
Αγαπητέ θείε:
«Είμαι η χήρα του ανεψιού σου του Βασίλη». (Φυσικά του αποσιώπησε το γεγονός ότι ο αγαπημένος του ανεψιός πέθανε σαν κομουνιστής ή επειδή ήταν τέτοιος). «Δεν ξέρω αν έχεις μάθει πως ο άντρας μου πέθανε και με άφησε χήρα με δύο ορφανά και τα βγάζω πέρα δύσκολα. Είμαι μόνη και δεν έχω βοήθεια από πουθενά. Πήρα το θάρρος να σου γράψω γιατί και συ ξέρεις τι θα πει ανέχεια γιατί η ανέχεια σε έφερε στην ξενιτιά...»
Η απάντηση έφτασε αρκετά σύντομα σε διεύθυνση ενός φιλικού σπιτιού στη Θήβα και συνοδευόταν από ένα δέμα.
«Αγαπητή ανεψιά, συγκινήθηκα από το γράμμα σου... Από εδώ και πέρα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ για να ανακουφίσω τον πόνο σου...»
Και έτσι ο θείος από την Αμερική αποδείχθηκε σωτήριος. Κάθε τόσο ερχόταν ένα δέμα με ρούχα και σοκολάτες που για μας ήταν δώρο εξ ουρανού. Αυτό που, βέβαια, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ στο μυαλό των χωριανών ήταν πού τα βρίσκει τόσο ωραία ρούχα η χήρα και ντύνει τα παιδιά της έτσι...
Το μυστήριο κράτησε πολλά χρόνια. Η ουσία όμως είναι ότι εγώ στα πέντε μου χρόνια φορούσα τζιν όταν ακόμα και οι πλούσιοι εκείνη την εποχή δεν το είχαν φορέσει ποτέ στα παιδιά τους. Ακόμα και μπουφάν αλά Τζέημς Ντην. Σε μια εποχή που το ντύσιμο όπως και το φαγητό κόστιζαν. Κυρίως τα παπούτσια. Στα πιο πολλά ελληνικά χωριά οι άνθρωποι φορούσαν τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων. Κι αυτά σπάνιζαν, αφού και τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια.
Θυμάμαι το ντύσιμο των ανθρώπων στο χωριό να είναι σχεδόν ομοιόμορφο. Κυρίως, στις γυναίκες. Οι περισσότερες από τα τριάντα και πάνω ήταν μόνιμα μαυροφορεμένες. Και η αιτία ήταν πολύ απλή: αν πέθαινε συγγενής πρώτου βαθμού έπρεπε να τον πενθήσουν φορώντας μαύρα γύρω στα δύο με τρία χρόνια. Αν ήταν πιο μακρινός, γύρω στους έξι μήνες. Φυσικά, οι περισσότερες δεν προλάβαιναν να βγάλουν τα μαύρα, μια και προτού να τελειώσει το ένα πένθος, άρχιζε το άλλο.
Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που ο θείος ο Νάσος βγήκε από τη φυλακή
|
Κομμουνιστές στις Φυλακές Συγγρού |
Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που ο θείος ο Νάσος βγήκε από τη φυλακή. Ήταν κάμποσες μέρες πριν που ακούστηκε στο χωριό ότι θα ερχόταν.
Τον πρωτοείδα στο μεγάλο δωμάτιο, του άλλου μου του θείου, του Κίτσου. (Κίτσος είναι για τους Αρβανίτες το υποκοριστικό του Χρήστου). Δε μου φάνηκε καθόλου εγκληματίας. Ούτε και στο μυαλό μου τον είχα έτσι. Ένας μάλλον γελαστός άνθρωπος, με παράξενα γαλανά μάτια, ξερακιανός.
Ήταν αμέτρητες οι φορές που είχα ακούσει τη γιαγιά μου τη Χαϊδίτσα να μοιρολογάει στ’ αρβανίτικα για το στερνοπαίδι της αυτό. Έπαιρνε ένα καλάθι όπου έβαζε ένα κομμάτι καρβέλι και ένα μπουκάλι κρασί, καβάλαγε το γαϊδούρι και πήγαινε για το αμπέλι... Εκεί ψηλά στην Καρύδω. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μοιρολογώντας τους τρεις γιούς της από το δεύτερο γάμο.
Είχε μείνει χήρα με τρία ορφανά μετά το θάνατο του κυρ-Τάσου, του πρώτου της άντρα, όταν εμφανίσθηκε και τη ζήτησε αυτός ο μάστορας από τη Βόρεια Ήπειρο. Ο παππούς μου ο μπαρμπα-Πέτρος. Έκαναν τρία αγόρια μαζί. Τον Θοδωρή, τον πατέρα μου τον Βασίλη και τον Νάσο.
Δεν της έμεινε κανένας από τους τρεις. Ο ένας σκοτωμένος, ο άλλος «Aγνοούμενος» και ο τρίτος στη φυλακή.
Το θείο μου τον Θοδωρή (όπως και τον πατέρα) τον ήξερα μόνο από τη φωτογραφία. Ήταν και οι δυο τους δίπλα δίπλα, όπως τους είχε ενώσει ο φωτογράφος (μάλλον από άσχετες φωτογραφίες). Πρόσωπο κανονικό, γαλανά μάτια, μάλλον σκληρό βλέμμα, πυκνά φρύδια. Το βλέμμα του έδειχνε άνθρωπο αποφασιστικό. Μάλλον ηγετικό.
Αργότερα έμαθα πως ήταν από τα σκληροπυρηνικά μέλη του παράνομου ΚΚΕ στην περιοχή. Στρατολογήθηκε νωρίς στις τάξεις του κόμματος και του ΕΑΜ όταν βρέθηκε, πριν τον πόλεμο, να δουλεύει σερβιτόρος στην Αθήνα. Νομίζω ότι ήταν αυτός που μύησε τα άλλα αδέλφια στο μαρξισμό-λενινισμό.
Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν που ξεκίνησε όλη την ιστορία της οργάνωσης στο χωριό. Μια οργάνωση, που στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής θα φτάσει να αριθμεί μέχρι και διακόσια μέλη μόνο στο Μαυρομμάτι.
Η γιαγιά η Χάιδω δεν πίστεψε ποτέ της ότι ο γιος της ο Θοδωρής είχε σκοτωθεί στη διάρκεια του Εμφυλίου. Είχε πάντα την ελπίδα ότι βρίσκεται κάπου στο παραπέτασμα, όπως ψιθυριζόταν στο χωριό, και πως κάποτε θα έπαιρνε νέα του, όταν θα έστρωναν τα πράγματα. Πέθανε, χωρίς να στρώσουν τα πράγματα και χωρίς να πάρει ποτέ νέα του γιού της. Κι όταν κάποτε γύρισε στο χωριό ο άλλος ο φυλακισμένος, ο Λούκας ο Πανούσης, έμαθα από το στόμα του την απλή αλήθεια.
– Ο θείος σου σκοτώθηκε σε μία μάχη κοντά στο Καρπενήσι. Αναγνώρισαν το πτώμα του από τη θήκη του περιστρόφου που κουβαλούσαν οι αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού. Το πτώμα ήταν παραμορφωμένο, αλλά η θήκη του όπλου πρόβαλε έξω από το χιόνι.
Η πραγματική ιστορία μάλλον είναι η εξής: Την άνοιξη του 1949, σκόρπιες ανταρτικές ομάδες από την περιοχή της Ανατολικής Στερεάς κινούνται δυτικά και ενώνονται με τον κύριο όγκο του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή των Αγράφων και της Ευρυτανίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο θείος μου ο Θοδωρής. Διοικητής σε κάποιο από τα σώματα αυτά είναι ο καπετάν Γιώτης (ο Φλωράκης). Σε κάποια στιγμή παίρνει τη διαταγή να καταλάβουν το Καρπενήσι. Κατάφεραν οι αντάρτες να καταλάβουν την πόλη και να την κρατήσουν για μικρό χρονικό διάστημα. Στην υποχώρηση που ακολούθησε έχασαν ένα άνδρα.
Το θείο μου τον Θοδωρή
– Νάσο, από ’δώ τα παιδιά του Βασίλη.
Βροχή τα δάκρυα. Συγκίνηση.
Είχε μπει εκεί μέσα σχεδόν έφηβος και τώρα κόντευε τα τριάντα. Τα πιο ωραία χρόνια πίσω από τα σίδερα. Στο έλεος του κάθε ΕΣΑτζή. Να μην έχεις νιώσει το γυναικείο χάδι. Να μην έχεις δικό σου σπιτικό.
Για μένα ήταν σαν ξένος. Θυμάμαι όμως τη μέρα που τον είχαμε επισκεφθεί με τη μάνα στη φυλακή. Στη Χαλκίδα, νομίζω. Θα πρέπει να ήμουν γύρω στα τέσσερα. Θυμάμαι τη σκηνή στο επισκεπτήριο. Την έντονη κίνηση και το πλήθος. Αλλά κυρίως τον τρόπο που καλούσαν τους φυλακισμένους. Φαντάζομαι πως σχεδόν όλοι ήσαν πολιτικοί κρατούμενοι. Έλεγες σε κάποιον εκεί μπροστά το όνομα του δικού σου προσώπου και αυτοί που ήταν μπροστά το φώναζαν προς τα πίσω.
– Παπαζάχοοος, Παπαζάχοοος, Παπαζάχοοος...
– Ιατρίδηηης, Ιατρίδηηης, Ιατρίδηηης... Έτσι το μήνυμα έφτανε στα ενδότερα της φυλακής.
Ήταν ένα είδος εσωτερικού τηλεφώνου.
Αργότερα, θα μου εξηγήσει ο θείος μου, πως είχαν δικό τους κράχτη και φώναζαν τα ονόματα εκείνων που είχαν επισκεπτήριο με έναν ορισμένο τρόπο, γιατί πολλές φορές περίμεναν απ’ έξω διάφορες ομάδες παρακρατικών και μπουζούριαζαν στο ξύλο διάφορους κρατούμενους, με αφορμή το επισκεπτήριο. Θυμάμαι μόνο πως ήρθε ο θείος μου χωρίς να θυμάμαι το πρόσωπό του ακριβώς. Και ότι ήταν χαρούμενος. Τα χρήματα που του πήγαμε θα του ήταν πολύτιμα. Τα είχε μαζεμένα η γιαγιά δραχμή δραχμή.
Τα μάζευε κάνοντας την πρακτική γιατρό. Την ορθοπεδικό. Σαν κοπέλα είχε μείνει χρόνια κοντά σε κάποιον βλάχο, που φαίνεται πως ήταν διάσημος πρακτικός γιατρός. Δεν ξέρω αν ήταν επίθετο ή παρατσούκλι. Έτσι κι αλλιώς όποιος έμενε πέρα από το τελευταίο αρβανιτοχώρι, το Μούλκι, ήταν για μας «βλάχος». Μου φαίνεται πως υπήρχαν μόνο τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι Αρβανίτες, οι γύφτοι και οι βλάχοι.
Αντέγραψε η γιαγιά λίγη από την τέχνη του και την εφάρμοζε με επιμέλεια στο χωριό. Όποιος είχε σπασμένο χέρι, στραμπουλιγμένο πόδι σ’ αυτήν κατέφευγε. Έρχονταν από τα γύρω χωριά και την αναζητούσαν. Τη θυμάμαι να ψαχουλεύει με σχολαστικότητα το χτυπημένο μέλος, να το αλείβει με λάδι, να το βάζει στη θέση του. Η αμοιβή ήταν προαιρετική αλλά όλο και υπήρχε. Πότε μια δραχμή, πότε κάποιο αυγό. Τα μάζευε με υπομονή η γιαγιά η Χαϊδίτσα και τα έβαζε στον κόρφο της.
Απ’ αυτά έδινε πότε πότε και στον αδελφό μου τον Πέτρο. Της θύμιζε τόσο τον πατέρα και κάθε φορά που τον έβλεπε έβαζε τα κλάματα. Πάντα έλεγαν στο χωριό πως εκείνος έμοιαζε του πατέρα κι εγώ της μάνας...
– Βασίλη μου, του έλεγε, και όλο και του έβαζε στα χέρια του κάποιο νόμισμα. Ζήλευα τρομερά. Γι’ αυτήν ήταν σαν να μην υπήρχα και της το είχα φυλαγμένο. Κάποια μέρα διασταυρωθήκαμε σε κάποιο σημείο του χωριού. Με φώναξε με το όνομά μου και ήρθε προς το μέρος μου.
– Άι στο διάολο πουτάνα. Ήταν η πληρωμένη μου απάντηση.
Πήγε με κλάματα και παραπονέθηκε στη μάνα μου.
– Ακούς εκεί να με πει πουτάνα... Δεν πιστεύω «νούσια» να τα δασκαλεύεις εσύ έτσι τα παιδιά...
– Ο μικρός το έχει καημό πως δεν του δίνεις τίποτε αυτουνού... Όλα στον μεγάλο τα δίνεις. Κι αυτός ζηλεύει....
Φαίνεται πως η εξήγηση βρήκε τόπο, γιατί από εκείνη την ημέρα όλο και κάτι ψιλό μου έδινε.
Τα χρήματα τα μάζευε δεκάρα δεκάρα η φουκαριάρα όχι για τον εαυτό της, αλλά κυρίως για το φυλακισμένο γιο της. Και με κάθε ευκαιρία του έστελνε. Έτσι, ο θείος μου κάλυπτε ένα μέρος από τα έξοδά του.
Βέβαια, η διαδικασία της αποστολής δεν ήταν εύκολη. Το πιο κοντινό ταχυδρομείο βρισκόταν στη Θήβα. Μα η γιαγιά μου είχε πάει στη Θήβα μόνο μια φορά: αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά για να μείνει μπουζουριασμένη στη φυλακή μαζί με τους δύο θείους μου, τον Νάσο και τον Κίτσο για 3-4 μήνες. Κράτησαν το θείο μου τον Νάσο και αυτή με το θείο Χρήστο επέστρεψαν στο χωριό. Στη Θήβα δεν ξαναπήγε. Μα ακόμη και ταχυδρομείο να υπήρχε στο χωριό ποιος θα το εμπιστευόταν να στείλει λεφτά σε κάποιον κρατούμενο, και μάλιστα πολιτικό!
Έτσι, το ρόλο αυτό τον ανέλαβε η μάνα μου. Και βέβαια, όσο ο θείος μου ο Νάσος ήταν στις φυλακές της Θήβας ή της Χαλκίδας τα πράγματα ήσαν κάπως καλύτερα. Όταν όμως μεταφέρθηκε στην Αθήνα, εκεί άρχισαν τα ζόρια για τη μάνα.
Γιατί η Αθήνα της εποχής αυτής είναι μια απέραντη φυλακή. Υπάρχουν φυλακές στου Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αλλά και κάπου στην Κηφισιά, στην Καλλιθέα, στον Πειραιά. Για κάποιους λόγους περίεργους μεταφέρουν συνεχώς τους κρατούμενους από φυλακή σε φυλακή. Έτσι, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς εξήγηση. Της έτυχε μια φορά της μάνας μου να γυρίσει τρεις φυλακές μέχρι να εντοπίσει το θείο μου και να του δώσει τα χρήματα. Και όλα αυτά με τα άθλια μέσα της εποχής. Της πήρε τρεις μέρες γεμάτες, χώρια την ταλαιπωρία και τα έξοδα.
Τα χρήματα αυτά βοηθούσαν το θείο μου να επιβιώσει στις άθλιες συνθήκες των φυλακών καλύπτοντας ένα μέρος από τα έξοδά του. Κάποια άλλα έξοδα τα κάλυπτε από την πώληση των χειροτεχνημάτων.
Τα είχα δει αρκετές φορές σε κάποια σπίτια του χωριού. Καραβάκια φτιαγμένα στο χέρι ή κορνίζες για φωτογραφίες τοίχου ή καρφιτσοθήκες. Από κάτω υπήρχε κάποιο σκληρό χαρτόνι και γύρω γύρω τύλιγαν οι κρατούμενοι με σχολαστικότητα κάποιο είδος χόρτου σε δύο χρώματα. Θύμιζαν κάτι σαν κέντημα, σαν πίνακα...
Στο πρώτο στρατοδικείο καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Βρέθηκε για λίγο στη Γυάρο, έκανε έφεση, και στο δεύτερο δικαστήριο μετέτρεψαν την ποινή του σε εικοσαετή κάθειρξη.
Πέρασε την υπόλοιπη ποινή στην Αίγινα, με θαλαμάρχη για ένα διάστημα τον Μανόλη Γλέζο.
Η φυλακή όμως ήταν που με μπέρδευε τόσο πολύ. Ήξερα ότι στη φυλακή πηγαίνουν οι κακοί. Οι κλέφτες. Οι κακούργοι. Και ο δικός μου ο θείος ήταν στη φυλακή. Δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι ο δικός μου θείος ήταν εγκληματίας. Ούτε όμως τολμούσα να ρωτήσω. Από την άλλη, κανένας στο χωριό δε μιλούσε με κακία για το θείο. Αντίθετα. Τα σχόλια που συνόδευαν την αναφορά στο όνομά του κάθε φορά που το ’φερνε η κουβέντα, ήταν σχόλια συμπάθειας:
– Α, το φουκαρά το Νάσο...
– Άτυχος κι αυτός ο Θανάσης. Μήπως έφταιγε σε τίποτα; Δεκάξι χρονών ήταν στην Κατοχή, πού να ξέρει από πολιτικά; Την πλήρωσε και για τους άλλους.
Εκείνο που δεν πρόβλεψαν οι έξυπνοι αρμόδιοι ήταν το μετά. Το άβγαλτο χωριατόπαιδο μέσα στις φυλακές συναναστράφηκε με την αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης που ήταν εκείνη την εποχή (και κάθε εποχή) οι Έλληνες αριστεροί. Και, φυσικά, ήταν σχεδόν όλοι πίσω από τα ίδια σίδερα.
Έτσι, μπορεί να μην πρόλαβε να πάει σαν τον αδελφό του στο «Σχολαρχείο», θήτεψε όμως σε ένα από τα πιο καλά πανεπιστήμια. Και όταν βρέθηκε έξω και γίνανε οι καιροί πιο εύκολοι, η γλώσσα πήγαινε ροδάνι.
Μέχρι τότε, όμως, και «έξω» τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι δουλειές σπάνιζαν. Αλλά ακόμη και όταν υπήρχε δουλειά, ποιος έπαιρνε στη δούλεψή του έναν πρώην πολιτικό κρατούμενο; Ευτυχώς, υπήρχαν και οι βαριές δουλειές για τις οποίες δεν έβρισκαν και τόσο εύκολα εργατικά χέρια. Για πρώτη φορά φτιάχνονταν στην Ελλάδα κεντρικοί οδικοί άξονες, που έπρεπε να περάσουν μέσα από πετρώδη και κακοτράχαλα μέρη.
Για διαμονή στο χωριό ούτε κουβέντα. Εκεί ίσχυε ακόμη το δίκαιο των Μουργαίων και των παρακρατικών. Όχι πως στην πόλη ήταν ιδανικά τα πράγματα, αλλά όπως και να το κάνεις, κάπως χανόσουν και περνούσες απαρατήρητος.
Έτσι, για κάμποσα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, απασχολήθηκε στο φτιάξιμο των δρόμων, μέχρι να αποκτήσει κάποια χωράφια, οικογένεια και σπιτικό.
Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού;
|
Αετόπουλα της Κατοχής βασανισμένα από τη Χωροφυλακή 1945 |
Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού; Φαντάζομαι όχι. Εγώ ναι. Στου αδελφού μου.
Σας ανέφερα και πριν ότι ήταν σχεδόν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Άρα θα ήταν τότε περίπου οκτώ χρονών. Ο Λιάμης θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα. (Αυτό όμως το έμαθα πολύ αργότερα). Είχε μια κόρη συνομήλικη. Παίζαμε αμέριμνοι σε μια αυτοσχέδια τσουλήθρα από λάσπη. Θα ήμασταν 6-7 παιδιά. Τσουλάγαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε σειρά. Κάπου έξω από το τελευταίο οικόπεδο του χωριού. Λίγο πιο πάνω από το ρέμα. Και τότε εμφανίσθηκε. Σαν να τον γέννησε η γη. Άρπαξε τον Πέτρο από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι για «κακά πράγματα» και κάτι για την κόρη του.
«Τώρα θα δεις παλιοκομουνιστή»... Μουρμούριζε σέρνοντας τον φουκαρά τον Πέτρο, που προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι αποσβολωμένος.
Από ξωπίσω και εμείς τα παιδιά. Μυριζόμασταν φάση αλλά δεν φανταζόμασταν τι θα επακολουθήσει.
Το στειλιάρι το είχε έτοιμο εκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού του. Σαν να το είχε προγραμματισμένο. Δεν ξέρω αν ήταν πιωμένος ή αν ήταν φτιαγμένος... Θυμάμαι μόνο τα χτυπήματα. Δε θυμάμαι ούτε καν τις κραυγές του. Μόνο το γκαπ γκουπ που γινόταν μπροστά στα μάτια όλων εμάς των παιδιών. Και ένα διαρκές βρίσιμο στα αρβανίτικα.
Σαν να ήταν κάτι που κράτησε αιώνες.
Δε θυμάμαι πώς τελείωσε, ούτε πώς φτάσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο τους θρήνους και τις κατάρες των δύο γυναικών. Της μάνας μου και της γιαγιάς μου.
Σε μια κίνηση απελπισίας η μάνα μάς πήρε απ’ το χέρι να πάμε στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Στο διπλανό χωριό. Όσα χρόνια θυμόμουν τον εαυτό μου, δεν υπήρχε αστυνομία στο χωριό. Το πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα ήταν στο διπλανό χωριό, το Ρημόκαστρο. Μια ώρα δρόμο με τα πόδια.
Αστυνομικόν Τμήμα Θεσπιών. Έτσι έγραφε απ’ έξω. Πολύ μετά έμαθα για τους επτακόσιους Θεσπιείς και έκανα την βρόμικη σκέψη πως γεννήθηκα στη χώρα των κορόιδων.
Γιατί, σχεδόν, κανείς δεν θυμάται τους επτακόσιους Θεσπιείς που έμειναν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, και που ήσαν και οι πραγματικοί ήρωες. Οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες, δεν είχαν άλλη επιλογή. Γι’ αυτούς ίσχυε αδυσώπητα το «Ή ταν, ή επί τας». Όποιος επέστρεφε ζωντανός και νικημένος ήταν σαν ζωντανός νεκρός. Υπήρχε χωρίς να υπάρχει. Θα αγνοούσε την ύπαρξή του και η ίδια η μάνα του. Ενώ οι Θεσπιείς... Μπορούσαν να φύγουν όπως οι υπόλοιποι Έλληνες χωρίς κανείς να τους κατηγορήσει. Είχαν επιλογή. Οι ίδιοι όμως διάλεξαν, με τη θέλησή τους, το βέβαιο θάνατο. Ήσαν οι πραγματικοί ήρωες. Και ταυτόχρονα τα κορόιδα της ιστορίας. Γιατί όλοι θυμούνται το «ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις...». Κανένας δεν ύμνησε ποτέ το θάρρος τους και ο θρύλος αναφέρεται σχεδόν πάντα στον Λεωνίδα και τα παλικάρια του.
Θεσπιές ήταν στα χαρτιά. Ρημόκαστρο το ήξερα εγώ. Ήταν μέσα στα πλαίσια της ελληνοποίησης: Μούλκι, Κασκαβέλι, Χόστια. Αν και ο σταθμάρχης στα λεωφορεία της γραμμής, όταν πηγαίναμε καμιά φορά στην πόλη, φώναζε: «Ερημόκαστρον!». Τώρα, μετά τη χούντα έχουν όλα ελληνοπρεπή ονόματα: Λεωντάριον, Ακραίφνιον.
Αφέλεια που την είχε και η μάνα μου! Ίσως αυτή η αφέλεια να της γλίτωσε τη ζωή. Μας πήρε άρον άρον από το χέρι και περπατήσαμε μια ώρα μες τις λάσπες για να δούμε το διοικητή στο Ρημόκαστρο. Σκέφθηκε πως το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο άρχοντας είναι διορισμένος από το Θεό για να τιμωράει τους κακούς. Δε γίνεται κοτζάμ διοικητής. Κάτι θα έκανε μόλις έβλεπε τις μελανιές στο σώμα του Πέτρου.
Αυτός όμως δεν συγκινείται από κάτι τέτοια.
– Σήκω φύγε κυρά μου. Πήγαινε σπίτι σου και μη βγάζεις τσιμουδιά. Πάλι καλά που δεν έπαθες τίποτε χειρότερο.
Τι χειρότερο να πάθει δηλαδή. Υπάρχει τίποτε χειρότερο από το βασανισμό ενός παιδιού;
Οι περισσότεροι από μας τιμάμε και σεβόμαστε αυτούς που έχουν βασανιστεί γι’ αυτά που πιστεύουν. Ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε με την ιδεολογία τους. Πιο μετάλλιο όμως θα ήταν ποτέ άξιο να δώσει μια ικανοποίηση σε ένα παιδί που βασανίσθηκε για το πιστεύω των άλλων, των δικών του; Εκείνοι, τουλάχιστον, όπως λέει και εκείνος ο γνωστός συγγραφέας που «δε σκοτώθηκε τόσο νωρίς», είχαν το δικαίωμα κάποιας επιλογής. Μπορούσαν όποτε ήθελαν να βάλουν μια υπογραφή και να γλιτώσουν από τα μαρτύρια. Να αυτομολήσουν ή να κρυφθούν... Ένα παιδί όμως; Τι επιλογή να έχει;
Δεν διάλεξε ο Πέτρος τον πατέρα του. Αλλά το ξύλο και τα πετροβολήματα ήταν γιατί είχε πατέρα του το συγκεκριμένο άνθρωπο. Τον τιμωρούσαν για πράγματα που δεν γνώριζε. Γι’ αυτά που δεν έκανε. Γι’ αυτά που έγιναν πριν απ’ αυτόν, χωρίς αυτόν.
Φύγαμε άπραγοι, όπως είχαμε πάει. Και οι μελανιές κάποια στιγμή γιατρεύτηκαν. Χάθηκαν. Εκείνο που δεν χάθηκε ήταν ο φόβος που σε κάνει να αντιδράς περίεργα. Ανάλογα με το ποιος είσαι, ανάλογα με το πώς έχεις μάθει, το πώς έχεις μεγαλώσει, ανάλογα με το είδος του φόβου, το μέγεθός του. Το πώς τον βίωσαν οι γύρω σου, το τι περίμεναν από σένα.
Τη μάνα μου, λ.χ. δεν την θυμάμαι ποτέ να είναι φοβισμένη όσο ήμουν παιδί. Ακόμη και όταν φοβόταν έκρυβε το φόβο της για να μη φοβηθούμε κι εμείς. Τη θυμάμαι οργισμένη, πολλές φορές αγανακτισμένη. Ιδιαίτερα όταν κάτι απειλούσε εμάς τα παιδιά. Ορμούσε μες τα όλα, φώναζε, διαμαρτυρόταν, χωρίς φόβο, με πάθος.
Πολύ αργότερα, όταν ησύχασαν τα πράγματα, όταν εμείς μεγαλώσαμε και φύγαμε ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του, τότε της βγήκε. Άρχισε να κλειδαμπαρώνει πόρτες και παράθυρα ακόμη και όταν είχε καύσωνα. Τράβαγε από μέσα τις κουρτίνες. Έβαζε καρέκλες πίσω από τις πόρτες.
Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς νόημα.
Του Πέτρου, όμως «του βγήκε» πολύ σύντομα. Στα ξαφνικά άρχισε να έχει ακατάσχετες αιμορραγίες από τη μύτη. Άρχιζαν χωρίς λόγο και συνέχιζαν για πολλή ώρα, για ώρες. Σκηνές που τις έχω διώξει από το μυαλό. Λεκάνες με αίμα. Φόβος θανάτου. Εικόνες απόγνωσης. Τη μάνα να κλαίει όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπε κανείς. Οι γιατροί στη Λιβαδειά και στην Αθήνα δεν μπορούσαν να διαγνώσουν καμία σωματική αιτία ή βλάβη. Κι ο φουκαράς αυτός αδυνάτιζε, κιτρίνιζε. Κι όλοι τον είχαν «του πεθαμού».
Παρόλα αυτά, έζησε. Κάποια στιγμή, μετά από κάμποσους μήνες, οι αιμορραγίες σταμάτησαν απότομα, έτσι όπως άρχισαν. Ανάμεσα στις απώλειες συγκαταλέγεται και μια σχολική χρονιά.
Από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003