"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Φασισμός: Το ανατριχιαστικό παράδειγμα της Villa Baviera



Η ιστορία της Δικτατορίας της Χιλής είναι γνωστή αρκετά, αν και όχι σε όλες της τις διαστάσεις. Όμως η Villa Baviera και η ιστορία της, μιας ιστορία αιρέσεων, παιδεραστίας, βασανιστηρίων και φασισμού δεν είναι καθόλου γνωστή. 

Η ιστορία της Villa Baviera ξεκινά με την ιστορία του ιδρυτή της Paul Schäfer. Ο Paul Schäfer γεννήθηκε το 1921 στο Τρόισντορφ της Γερμανίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας. Έλαβε μέρος ως μέλος των Waffen SS σε διάφορες επιχειρήσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και έλαβε το βαθμό του Λοχαγού. Μετά τον πόλεμο περνά για ένα διάστημα σε αφάνεια, έως το έτος 1959 που ιδρύει την Ιδιωτική Κοινωνική Ιεραποστολή. Ήδη από τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της, ο Schäfer κατηγορείται για παιδεραστία και ενώ η υπόθεσή του διερευνάται, διαφεύγει με μερικούς του υποστηρικτές στη Δυτική Γερμανία. 

Ο Schäfer ήταν βαθιά επηρεασμένος από τη ναζιστική φιλοσοφία και τις πρακτικές της και από τον αμερικάνο θεολόγο William M. Branham, αιρετικό του χριστιανισμού, που υποστήριζε μια νεολογική προσέγγιση των "αυστηρών διδαγμάτων της Βίβλου, όπου η γυναίκα πρέπει να υποτάσσεται πλήρως στον άνδρα", ενώ παράλληλα υποστήριζε την ύπαρξη οραμάτων της Αποκάλυψης, όπως τη βύθιση του Λος Άντζελες στον ωκεανό και άλλα τέτοια. 

Μερικά χρόνια μετά, ο Schäfer εμφανίζεται στην προδικτατορική Χιλή ιδρύοντας την ιεραποστολή-αίρεση Colonia Dignidad, που εμφορούνταν από αντικομμουνιστικές και νεοαποκαλυπτικές θέσεις. Η αίρεση είχε ως έδρα της τη Villa Baviera, 35 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη Παράλ. Στην αίρεση ανήκαν περίπου 300 μέλη γερμανικής και χιλιάνικης καταγωγής. Σταδιακά, η αίρεση αναπτύχθηκε και βασισμένη στην αγροτική εργασία των μελών της δημιούργησε ένα μικρό νοσοκομείο, έναν αεροδιάδρομο, ένα σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας και ένα εστιατόριο. Η αίρεση αντιμετωπίζονταν από την κυβέρνηση ως "άκακοι εκκεντρικοί" και ποτέ δεν έγινε κάποια έρευνα σε ένα χώρο που σταδιακά μετατρεπόταν σε φρούριο, όντας περιτοιχισμένος από τσιμεντένιους τοίχους και συρματοπλέγματα. Στον εξωτερικό της περίβολο προστέθηκαν σύντομα πύργοι με φύλακες και εξωτερικοί προβολείς.

Μεταπολιτευτικά, η κυβέρνηση της Χιλής αποκάλυψε εκατοντάδες καταγγελίες παιδεραστίας, ψυχολογικής βίας και ατομικού βασανισμού, από τα κεφάλια της αίρεσης και ειδικά τον Schäfer.

Το σημαντικότερο βεβαίως περιστατικό που αφορά την αίρεση ήρθε το 1974 κατά τη δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή. Κατά την περίοδο της ανόδου του στην εξουσία, και μετά τη δολοφονία Αλιέντε, το καθεστώς Πινοσέτ βασάνισε, απήγαγε, εκτέλεσε και δολοφόνησε εκατοντάδες χιλιάδες πολιτικών της αντιπάλων, κυρίως κομμουνιστές και προοδευτικούς πολίτες. Στελέχη της Ασφάλειας του καθεστώτος ήρθαν σύντομα σε επαφή με τον Schäfer και την αίρεση και από το 1975 ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις της αίρεσης σαν σκιώδες κέντρο κράτησης, βασανισμού και δολοφονίας αντιφρονούντων.

Ο Schäfer ξαναζωντανεύοντας το παλιό του παρελθόν συνεργάζονταν στενά με το νέο φασιστικό καθεστώς της Χιλής στη δολοφονία, τα μαρτύρια και τη βία, ενώ το καθεστώς Πινοσέτ ανεχόταν τις παιδεραστικές του ορέξεις. Σύντομα αυτή η φρικώδης σχέση εξελίχθηκε και σε αγοραπωλησίες όπλων και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Η υπόθεση της Villa Baviera ήρθε στην επιφάνεια τη δεκαετία του '90 με ένα άρθρο του  Bruce Falconer με τίτλο "The Torture Colony". Η υπόθεση ανοίχθηκε μετέπειτα και από την "Εθνική Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης" της Χιλής. Μάρτυρες της υπόθεσης μιλούν ακόμη και για πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους. 

Το 2002 η αίρεση εξακολουθούσε να υπάρχει με 198 μέλη. Το 2005 ο Schäfer συνελήφθη κρυβόμενος σε συνοικία της Αργεντινής και οδηγήθηκε σε δίκη για τη συμμετοχή του στην απαγωγή και στη δολοφονία του πολιτικού ακτιβιστή Χουάν Μάινο. Η δίκη του για παιδεραστία είχε ήδη τελεσιδικήσει σε καταδίκη του Schäfer, το 2004.

Ο Schäfer πέθανε σε ηλικία 88 ετών το 2010, όντας έγκλειστος στη φυλακή.

Σήμερα, η αίρεση έχει αναδομήσει το προφίλ της, επιτρέποντας στα μέλη της να πηγαίνουν στο Πανεπιστήμιο  και λειτουργεί και ως τουριστικό θέρετρο...


O Paul Schäfer

Φυλλάδιο διαμαρτυρίας για τους εξαφανισμένους πολιτικούς αντιπάλους του Πινοσέτ στην αίρεση της Villa Baviera.




Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Μια Καθαρά Δευτέρα του 1964


Από διήγηση μιας πολύ καλής φίλης


"Την Καθαρά Δευτέρα του 1964 φύγαμε οι ΕΔΑίτες της Καισαριανής και η νεολαίοι της ΕΔΑ, με σκοπό να γιορτάσουμε εκείνη την Καθαρά Δευτέρα με ξεχωριστό τρόπο. Είμαστε κάποιοι μαθητές, φοιτητές και νέοι εργαζόμενοι και μαζί μας ήταν οι παλιοί κομμουνιστές της Καισαριανής, τα μέλη και τα στελέχη της ΕΔΑ και πολλοί φίλοι. Εγώ ήμουν τότε μόλις 17 χρονών και οργανωμένη στη Δημοκρατική Κίνησης Νέων "Γρηγόρης Λαμπράκης". Την προηγούμενη χρονιά τον είχαν δολοφονήσει στη Θεσσαλονίκη, με την υπόθεση της οργάνωσης Καρφίτσα. Νομίζω μπορεί να είχαμε μαζί και τον Μακρή, αλλά δεν είμαι σίγουρη.

Μαζευτήκαμε καμιά 100 άνθρωποι, με τα καλάθια μας, τις κουρελούδες και τα άλλα σύνεργα του... πικ-νικ και ανεβήκαμε στο λόφο του Αη-Γιάννη Καισαριανής που είναι και σήμερα το εκκλησάκι. Ήταν ήδη εκεί κι άλλος κόσμος και στη γύρω εξοχή και έκαναν τα κούλουμα, μιλούσαν, καλαμπούριζαν κι ορισμένα παιδιά πετούσαν χαρταετούς. Είχε καλό καιρό, χωρίς συννεφιά κι η μέρα ήταν ότι έπρεπε για το πικ-νικ μας. 

Μόλις στρώθηκαν οι κουρελούδες και βγήκαν τα καθαροδευτεριάτικα φαγώσιμα, ένας ένας, δυο-δυο οι νεολαίοι της ΕΔΑ βγάλαμε τους χαρταετούς μας, που είχαμε έτοιμους από την προηγούμενη. Κάτασπροι όλοι με συνθήματα γραμμένα με κόκκινο χαρτόνι. "ΕΔΑ", "Ειρήνη", Λαμπράκης". Λες κι ο αέρας ήταν με το μέρος μας, αρκετός για να υψωθεί ο χαρταετός και όχι πολύς για να μην τον κουμαντάρουμε, άρχισαν να σηκώνονται ένας ένας οι χαρταετοί μας. Γέμισε ο ουρανός της Καισαριανής με συνθήματα. Ορισμένοι ανυποψίαστοι παρευρισκόμενοι απόρησαν. Θυμάμαι ήταν εκεί κοντά κι ένας χωροφύλακας με την οικογένειά του, που ήρθε και φώναζε διαμαρτυρόμενος που δεν σεβόμασταν την άγια ημέρα. Σώπασε μετά από λίγο κι αυτός κι έβραζε στο ζουμί του. 

Θυμάμαι μια γιαγιά της Καισαριανής που είχε χαμένα και τα δύο της παιδιά στον Εμφύλιο που δάκρυζε και σφούγγιζε τη μύτη. Τότε μου είχε φανεί αστείος ο ήχος και δεν καταλάβαινα καλά-καλά τον πόνο και τη συγκίνησή της. Νόμιζα ότι ήταν ότι πιο επαναστατικό ως τότε είχα κάνει..."



Η φωτογραφία προέρχεται από την πορεία ειρήνης του 1963 και τα μέλη του Συλλόγου Ράσελ, που υιοθετούσε τις ειρηνιστικές απόψεις της ΕΔΑ και αποτελούταν από πολλά της μέλη. Ταιριάζει πιστεύω στην αφήγηση.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Πραγματοποιούνταν βασανιστήρια στη Μακρόνησο;


Του Γαβρίλη Λαμπάτου

Ακούσαμε από τον πολυπράγμονα Χρήστο Σαρτζετάκη τον εξωφρενικό ισχυρισμό, ότι στη Μακρόνησο δεν πραγματοποιούνταν βασανιστήρια σε βάρος των στρατευμένων.

Δε θα μιλήσω ως ιστορικός. Θα αναφερθώ στις εμπειρίες του ολιγογράμματου πατέρα μου που θεωρώ χρέος μου να καταγράψω.

Το περιστατικό μου το επιβεβαίωσαν παλιοί του σύντροφοι όταν ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν για το τελευταίο του ταξίδι.

Στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων στην Καλαμάτα πραγματοποιούνταν συστηματικά βασανιστήρια σε βάρος των στρατιωτών που προορίζονταν για τη Μακρόνησο. Από μια αποστολή δεκάδων στρατιωτών που μετακινήθηκαν στο Λαύριο για να μεταφερθούν στο νησί ο πατέρας μου ήταν ο μοναδικός που δεν είχε βασανιστεί. Στο καΐκι οι βασανισμένοι στρατιώτες αναλογίζονταν την υποδοχή που θα συναντούσαν, όταν θα έφθαναν. Μόλις έφθασαν στην προκυμαία τους περίμεναν δεκάδες Αλφαμίτες που κρατούσαν γλομπ από μπαμπού.

Ο πατέρας μου τόλμησε να βγει πρώτος από το καΐκι. Η αλληλεγγύη προς τους βασανισμένους συναδέλφους δεν του επέτρεπε άλλη επιλογή. Αυτό που θυμόταν αργότερα ήταν τα ουρλιαχτά και ο ανελέητος ξυλοδαρμός. Κάποια από τα μπαμπού έσπασαν πάνω στο σώμα του. Έκανε ημέρες για να συνέλθει. Η εμπειρία της Μακρονήσου τον σημάδεψε.

Στα αντίσκηνα του πόνου υπήρξε μια μοναδική πολιτική όσμωση. Γνώρισε μορφωμένους νέους και οι συζητήσεις μαζί τους αναμφίβολα διεύρυναν τους πνευματικούς του ορίζοντες.


Η Μακρόνησος ήταν το Πανεπιστήμιό του. Του δίδαξε πολλά. Πάνω απ’ όλα να αντιμετωπίζει με καρτερία τις δοκιμασίες και να θέτει στόχους που είναι επιβεβλημένο να υλοποιηθούν.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Κτερίσματα Μενελάου Λουντέμη


Το 1956 κι αφού ήδη έχει περάσει 8 χρόνια στην εξορία, μεταφέρεται στην Αθήνα για να δικαστεί -με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας- για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό».

Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά:

«Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν.
Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

Τέλος, ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ ... πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας...».

Και ο Λουντέμης απαντά:

«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!».


Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετανοίας κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου του μέχρι τέλους. Ζώντας στο κολαστήριο της Μακρονήσου και βιώνοντας στο πετσί του τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις έπειτα από χρόνια, αυτοεξόριστος ήδη στη Ρουμανία, θα καταθέσει τον αγώνα και τις εμπειρίες του στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Οι Ήρωες κοιμούνται ανήσυχα» (Σαρκοφάγοι ΙΙ), ιδιαίτερα όμως στο συγκλονιστικό «Οδός Αβύσσου, αριθμός 0».

Γράφει και αρκετά ποιήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το «Είμαι καλά». Αφορμή της έμπνευσής του είναι οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας από τη διοίκηση του στρατοπέδου, αφού σ' αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου η διαταγή σχετικά με την αλληλογραφία ήταν : «Η αλληλογραφία θα διενεργείται εφ' απλού δελταρίου επί του οποίου θ' αναγράφονται ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει ....»


Είμαι καλά, Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει...
Μάνα...
Τρεμούλα των χεριών...

Χρόνια που ξεφεύγετε απ' την μπόλια...
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου...
Είμαι καλά.

"Πρώτον, Σεβαστή μου..."
"Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω..." Και δεν ρωτώ τίποτα.

Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι "Είναι καλά..."
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ' τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά.

"Πρώτον, Μητερούλα... Υγείαν έχω"
Και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
"Πρώτον, Μητερούλα..." Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.

Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.
Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
"Είμαι καλά".

Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω...
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα "Είμαι καλά"
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.

Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί!
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του μάθημα:
"Είμαι καλά".

Ξέρω, αχ, Μητερούλα...
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω...
"Είμαι καλά".

Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως.
Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο να 'ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα...
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου"
"Είμαι καλά".

Είμαι καλά... Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμαι καλά... Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
Είμαι καλά... Αφού αραδιάζω στο χαρτί,
"Είμαι καλά".

Αχ, να μπορούσα να 'χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα 'χυνα στο διάστημα...
Για να 'ρχονται - κι όταν εγώ δεν θ' ανασαίνω.
Να 'ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας.
(Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα)
Και να κελαηδούνε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές:
"Είμαι καλά".

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Γιοχάνα Αλτβάτερ...



Τη δεκαετία του ’30, η περιοχή της Βεστφαλίας στη Γερμανία δεν παρείχε πολλές ευκαιρίες για ένα λαμπρό μέλλον στους νεαρούς κατοίκους της. Υπήρχε χώρος μόνο για τους συντηρητικούς, θρησκόληπτους και κοινωνικά καταπιεσμένους. Οι φιλόδοξοι έπρεπε να βρουν κάποια άλλη διέξοδο για τα όνειρά τους. Μία τέτοια φιλόδοξη κοπέλα ήταν η Γιοχάνα Αλτβάτερ. Ο πατέρας δούλευε σε εργοστάσιο και η νεαρή Γιοχάνα ένιωθε εγκλωβισμένη στην εργατική τάξη. Φοίτησε στο τοπικό δημοτικό σχολείο, αλλά όλα έδειχναν πως θα έμενε για πάντα στην περιοχή όπου γεννήθηκε. Μέχρι που άνοιξε κι εκεί ένα τοπικό παράρτημα της χιτλερικής νεολαίας. Η Αλτβάτερ έγινε μέλος πριν ακόμα ψηφιστεί ο νόμος της υποχρεωτικής συμμετοχής, το 1935. Η νεαρή σύντομα ξεχώρισε για το πάθος και την αφοσίωσή της στη χώρα. Ψηλή, γεροδεμένη και αθλητική, η Αλτβάτερ συναγωνιζόταν τους άντρες σε δύναμη, ενέργεια, αλλά και επιθετικότητα. Από το 1935 έως το 1938, εργαζόταν ως γραμματέας, αποσπώντας εξαιρετικά σχόλια από τον εργοδότη της. Κατάφερε να ανελιχθεί επαγγελματικά, βρίσκοντας δουλειά στο δημαρχείο της πόλης Μίντεν, όπου έμενε. Τα όνειρά της όμως δεν είχαν εκπληρωθεί. Ήθελε να ταξιδέψει, να γνωρίσει κόσμο και εξωτικά μέρη. Γι’ αυτό, όταν της δόθηκε η ευκαιρία, έκανε αίτηση στο ναζιστικό κόμμα να μεταφερθεί στις κατακτημένες περιοχές της ανατολής. Η Αλτβάτερ ήταν νέα χωρίς οικογένεια και παιδιά και αφοσιωμένη στο ναζιστικό κόμμα. Ήταν η ιδανική εργαζόμενη για τους Ναζί.... 

Τον Ιανουάριο του 1941, η 22χρονη Γιοχάνα Αλτβάτερ εγκαταστάθηκε στην πόλη Βολοντίμιρ-Βολίνσκι στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας. Οι εχθροπραξίες των Γερμανών εναντίον του εβραϊκού πληθυσμού είχαν ήδη ξεκινήσει, μερικούς μήνες πριν από την άφιξη της Αλτβάτερ. Οι αξιωματικοί των SS διέταξαν τους Εβραίους να σχηματίσουν ένα συμβούλιο, τα μέλη του οποίου τα έθαψαν ζωντανά. Στις 30 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του Γιομ Κιπούρ, σφαγιάστηκαν ορισμένοι απ’ τους Εβραίους σε ένα πρώτο κύμα εκτελέσεων. Την ίδια περίοδο με την Αλτβάτερ έφτασε και ο τοπικόε επίτροπος Βίλχελμ Βεστερχάιντε, ο οποίος εγκαινίασε τη θητεία του με ασκήσεις “σκοποβολής”. Οι στόχοι φυσικά ήταν οι Εβραίοι που φόρτωναν βαρέλια με καύσιμα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Τον Απρίλιο του 1942 το εβραϊκό γκέτο σφραγίστηκε με συρματόπλεγμα και οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τις περιουσίες και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν στην κατοχή τους. Το καλοκαίρι του 1942 ξεκίνησαν επισήμως οι μαζικές εκτελέσεις. Μέσα σε λίγους μήνες, ο εβραϊκός πληθυσμός της περιοχής μειώθηκε από τους 20 χιλιάδες σε περίπου 500 ανθρώπους. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη αυτή την περίοδο είχε η ξανθιά γυναίκα, που ο κόσμος αποκαλούσε “Δεσποινίς Χάνα”.... 

Η Αλτβάτερ συνόδευε συχνά τον προϊστάμενό της σε αποστολές στο εβραϊκό γκέτο. Αφοσιωμένη όπως πάντα, η “Δεσποινίς Χάνα” εκτελούσε με μεγάλη προθυμία τα καθήκοντά της. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1942, η Αλτβάτερ επισκέφτηκε το γκέτο και πλησίασε δύο μικρά παιδιά. Γονάτισε και με γλυκόλογα έπεισε το μικρότερο παιδί, ένα 2χρονο νήπιο, να την πλησιάσει. Η Αλτβάτερ το αγκάλιασε, αρχικά ήρεμα, αλλά στη συνέχεια το έσφιξε με όλη της τη δύναμη. Το παιδί ούρλιαξε απ’ τον πόνο και η αφοσιωμένη “Δεσποινίς Χάνα” το άρπαξε από τα πόδια, το γύρισε ανάποδα και κοπάνησε το κεφάλι του στον τοίχο του γκέτο. Πέταξε το άψυχο σώμα του παιδιού στα πόδια του πατέρα του, που στεκόταν λίγα μέτρα πιο δίπλα. Ο πατέρας παρακολουθούσε παγωμένος τη φρικιαστική εικόνα. Αργότερα σχολίασε ότι δεν είχε δει ποτέ τόσο σαδιστική συμπεριφορά από γυναίκα. Δεν υπήρχε κανείς άλλος Γερμανός τριγύρω. 

Η Αλτβάτερ δεν εκτελούσε διαταγές ανωτέρων, αλλά παρασύρθηκε απ’ την “κακιά της συνήθεια”, όπως χαρακτήρισαν ορισμένοι επιζώντες τη δολοφονική της μανία. Στοχοποιούσε πάντα τους πιο αδύναμους και αβοήθητους, δηλαδή τα παιδιά. Μία άλλη μέρα, μπήκε στο κτίριο που είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδιο νοσοκομείο του γκέτο. Προχώρησε μέχρι την παιδική πτέρυγα και εκεί άρχισε να πηγαίνει από κρεβάτι σε κρεβάτι. Μελετούσε προσεκτικά κάθε παιδί, μέχρι που κάποια στιγμή φάνηκε να βρίσκει αυτό που έψαχνε. Άρπαξε ένα παιδί και με δυο βήματα, πήγε στο μπαλκόνι και το πέταξε κάτω. Επέστρεψε στο δωμάτιο και έκανε το ίδιο, με άλλο παιδί. Τα μεγαλύτερα παιδιά τα ανάγκασε να περπατήσουν μέχρι το μπαλκόνι και να πηδήξουν μόνα τους. Η πτώση απ’ τον τρίτο όροφο σκότωσε τα περισσότερα. Όσα επέζησαν, είχαν τραυματιστεί πολύ σοβαρά. Ένα αγαπημένο κόλπο της Αλτβάτερ ήταν να προσελκύει παιδιά, αφού υποσχόταν ότι θα τους δώσει γλυκά. Όταν τα παιδιά την πλησίαζαν, τους έλεγε να ανοίξουν το στόμα τους για να τους δώσει το γλυκό. Αντί για καραμέλα, η Αλτβάτερ τοποθετούσε στο στόμα τους το μικρό της πιστόλι και πατούσε τη σκανδάλη.... 

Οι Γερμανοί οργάνωναν γιορτές κοντά στο λιβάδι Πιατίντνι, όπου πραγματοποιούνταν οι περισσότερες εκτελέσεις Εβραίων. Πολλοί συνήθιζαν να φεύγουν στη μέση του γλεντιού, εκτελούσαν λίγους ανθρώπους και επέστρεφαν για να συνεχίσουν το πάρτι. Ανάμεσα στους γλεντζέδες ήταν ασφαλώς η “Δεσποινίς Χάνα”, η οποία συνέχισε τη σαρωτική της δράση μέχρι και το τέλος του 1943, όταν μετακινήθηκε απ’ την Ουκρανία για πειθαρχικούς λόγους. Ασφαλώς η μετάθεσή της δεν αφορούσε τις σφαγές νηπίων, αλλά ένα χιουμοριστικό και σχετικά άκακο περιστατικό, όπου οδήγησε μια αγελάδα στο γκέτο. Επέστρεψε στη Γερμανία και με το τέλος του πολέμου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα όνειρά της για αυτό που η ίδια όριζε ως «λαμπρή καριέρα» στο εξωτερικό. Η Αλτβάτερ έγινε υπάλληλος στο τμήμα πρόνοιας νεολαίας και το 1953, παντρεύτηκε έναν άντρα με το επίθετο “Zelle”, που στα γερμανικά σημαίνει “κελί”.... 

Η Αλτβάτερ ήταν μία απ’ τις λίγες γυναίκες εργαζόμενες του Τρίτου Ράιχ που δικάστηκαν για τα εγκλήματα τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι καταδικάστηκε. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες μαρτυρίες επιζώντων που περιέγραφαν τη δράση της “Δεσποινίδος Χάνα” και του προϊσταμένου της, Βίλχελμ Βεστερχάιντε. Το φθινόπωρο του 1978 άρχισαν οι διαδικασίες εκδίκασης της υπόθεσής τους.... 

Η Αλτβάτερ και ο Βεστερχάιντε φάνταζαν παντελώς ατάραχοι στο δικαστήριο. Χαμογελούσαν και πόζαραν για τις κάμερες, σαν να μην κάθονταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί, ο Βεστερχάιντε έφτασε να εκθειάζει το ναζιστικό καθεστώς σε σημείο που ο δικαστής χρειάστηκε να του υπενθυμίσει ότι δεν βρισκόταν πια στη ναζιστική περίοδο. Η Αλτβάτερ αντιθέτως παρουσίασε τον εαυτό της ως μία άβουλη, αθώα γυναίκα που αποστρεφόταν τη βία και απλώς εκτελούσε εντολές ανωτέρων της. Δήλωσε ότι είχε μόνο ακουστά ότι γίνονταν εκτελέσεις Εβραίων και σίγουρα δεν συμμετείχε ποτέ η ίδια. Το Νοέμβριο του 1979, ο δικαστής Πάουλ Πίπερ απάλλαξε και τους δύο από τις κατηγορίες, επικαλούμενος “ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία”. Αμέσως ξέσπασαν διαμαρτυρίες από την Ένωση Θυμάτων του Ναζισμού. Περισσότερα από 8 χιλιάδες άτομα πλημμύρισαν τους δρόμους για να εναντιωθούν στην αθώωση τους.... 

Την επόμενη δεκαετία, ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε εκ νέου. Αυτή τη φορά, οι γερμανικές αρχές συνεργάστηκαν με την ισραηλινή αστυνομία για να εξασφαλίσουν περισσότερα στοιχεία εναντίον των Αλτβάτερ και Βεστερχάιντε. Τον Δεκέμβριο του 1982 οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν για δεύτερη φορά. Ο ίδιος ο εισαγγελέας, Χέρμαν Βάισινγκ, αμφισβήτησε την εγκυρότητα των μαρτυριών: “Παρά τις ισχυρές ενδείξεις τέλεσης εγκληματικών πράξεων, η αληθοφάνεια των επιζώντων θυμάτων τίθεται εν αμφιβόλω. Οι αφηγήσεις των επιζώντων είναι αληθινές, αλλά οι καταθέσεις τους δεν αποτελούν αντικειμενικά στοιχεία”. Η “Δεσποινίς Χάνα”, η ξανθιά δολοφόνος νηπίων, πέθανε το 2003, περίπου μία εβδομάδα πριν από τα ογδοηκοστά της γενέθλια.... 


Πηγή: εδώ

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Το Μουσείο Αη- Στράτη και τα εισιτήρια στα σχολεία


Στην Ελλάδα του 2017, των τριών μνημονίων, της διαλυμένης παιδείας και του εκ βάθρων ξαναγραψίματος της ιστορίας, λίγες ευκαιρίες υπάρχουν για μια πραγματική επαφή με την ιστορία - ειδικά αυτή που δε διδάσκεται στο σχολείο. Το Μουσείο Μακρονήσου και αυτό του Αγίου Ευστρατίου συστεγάζονται σε ένα παλιό νεοκλασικό στην οδό Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο. Μοιράζονται μάλιστα και κοινή είσοδο. 

Όλη αυτή την σχολική χρονιά τα δύο μουσεία δέχονται επισκέψεις σχολείων και φοιτητών σχεδόν καθημερινά. Πρόσφατα όμως πληροφορηθήκαμε ότι το Μουσείο Αη- Στράτη, έβαλε εισιτήριο για σχολεία στο ποσό των 3ων ευρώ ανά μαθητή. Το μουσείο, που διαθέτει σύγχρονη ιστοσελίδα, προσωπικό και έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2008, φαίνεται πως χρήζει έξτρα χρηματοδότησης για να λειτουργεί... Αντιθέτως το Μουσείο Μακρονήσου δέχεται σχολεία δωρεάν και αφιλοκερδώς, ενώ παραμένει ανοικτό με τη συνδρομή του σωματείου που το στηρίζει, την ΠΕΚΑΜ. Ας σημειωθεί ότι το ηλεκτρικό ρεύμα και η θέρμανση του Μουσείου Μακρονήσου καλύπτονται αποκλειστικά και μόνο από την ΠΕΚΑΜ, ενώ το Υπουργείο Πολιτισμού δεν μεριμνά για αυτά. Το ζήτημά μας δεν είναι αυτό. Είναι το εύλογο ερώτημα που προκύπτει: Με ποιο δικαίωμα το Μουσείο Αη-Στράτη βάζει ένα τέτοιο εισιτήριο;

Ένα μουσείο με ΕΣΠΑ, είναι σε τέτοια οικονομική κατάσταση που δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί, ενώ αντίστοιχα το κατά πολύ φτωχότερο Μουσείου Μακρονήσου βρίσκει τρόπο να μη χρεώνει τους μαθητές που το επισκέπτονται;

Και πέραν αυτού το ζήτημα είναι και ηθικό. Μπορεί κανείς να κοστολογεί τους αγώνες των κομμουνιστών και προοδευτικών ανθρώπων στις εξορίες και τις φυλακές, με κάποιο αντίτιμο; Γνωρίζουν στο Μουσείο Αη-Στράτη οτι πολλά από τα παιδιά στα σχολεία δεν έχουν να διαθέσουν το τρίευρο ή ζουν σε κάποιο άλλο πλανήτη; Και τέλος, γνωρίζουν στο Μουσείο Αη-Στράτη ότι μπορεί να κοστολογούν ή και να εμποδίζουν με τον τρόπο αυτό την είσοδο εγγονιών των εξορίστων του Αη-Στράτη; 

Στο κάτω-κάτω, οι εξόριστοι του Αη-Στράτη και των άλλων κολαστηρίων της Ελλάδας, αγωνίζονταν για μια κοινωνία χωρίς ταξικούς και οικονομικούς φραγμούς στην παιδεία και την καλλιέργεια του λαού. Βασανίστηκαν, εξορίστηκαν και πολλοί πέθαναν για να μπορούν τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του ελληνικού λαού να απολαμβάνουν τα αγαθά της παιδείας και της μόρφωσης, Θεωρούν οι κύριοι και οι κυρίες του μουσείου ότι εκπληρώνουν άραγε αυτή την αποστολή των εξορίστων; 



Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 4o



(συνέχεια)


"Η κοπελίτσα που με είχε σταματήσει στην έξοδο του εργοστασίου ήταν η κόρη του φύλακα που είχα κλείσει στον καμπινέ. Όταν με είδε να ανεβαίνω στο λεωφορείο, έτρεξε βρήκε τον πατέρα της και τον απελευθέρωσε. Αυτός τη συμβούλεψε να τρέξει να ειδοποιήσει τις αρχές. Η κοπέλα κατευθύνθηκε γρήγορα προς το χωροφύλακα-σκοπό και ξετυλίχθηκε το ακόλουθο απίθανο επεισόδιο:

- Φύγανε τι κάθεσαι;
- Ποιοι;
- Οι κρατούμενοι
- Κι εγώ τι φυλάω εδώ;
- Σου λέω αλήθεια, φύγανε

Ο χωροφύλακας δεν την πιστεύει και επειδή αυτή επιμένει γυρίζει το όπλο του σ' αυτήν και τη διατάζει να φύγει. Η κοπέλα προχωρά τώρα προς τη διεύθυνση των φυλακών που βρίσκεται όμως σε αρκετή απόσταση από το σημείο της σκοπιάς. Φτάνει στο αρχιφυλακείο και βρίσκει τον αρχιφύλακα Μπραϊμη. Με τα πρώτα της λόγια αυτός καταλαβαίνει, τρέχει έξω και φωνάζει τον υπαρχιφύλακα και τους φύλακες. Αρχίζουν όλοι να σφυρίζουν, σημαίνοντας συναγερμό. Είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα απ' τη στιγμή της φυγής μου. Οι φύλακες μαζεύουν τους κρατούμενους από τα μαγειρεία και τους διατάζουν να μπουν στις ακτίνες τους. Επικρατεί ατμόσφαιρα χάους, και οι ίδιοι οι φυλακισμένοι δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Ένας από αυτούς, ο Αλεπάκος, δίνει τη δική του εκδοχή: Πρέπει να έγινε δικτατορία. 

Μετά αρχίζει η καταμέτρηση στην 3η ακτίνα. Σε πολλά κελιά, ο αριθμός δε συμπληρώνεται. Ψάχνουν τώρα από δω κι από κει, ζαλισμένοι, κλειδώνουν- ξεκλειδώνουν, μετρούν, ξαναμετρούν και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Φτάνουν στα κελιά 13, 14 και 15, δεν βρίσκουν κανέναν και μπερδεύονται τελείως. Οι πρώτες καταμετρήσεις τους καταλήγουν στο ότι λείπουν 37 κρατούμενοι... Τη γκάφα τους αυτή θα τη δικαιολογήσουν αργότερα ισχυριζόμενοι ότι υπήρχαν και άλλοι 10 υποψήφιοι δραπέτες που αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω από τη σήραγγα. 

Τα κελιά κλειδώνονται και σε λίγο φτάνει η Ασφάλεια της Αθήνας και του Πειραιά που διενεργεί αυτοψία. Οι πολιτικοί κρατούμενοι θα μεταφερθούν τελικά σε άλλες φυλακές. Ξαναπιάστηκα το Δεκέμβριο του 1955 και στάλθηκα στις φυλακές Αβέρωφ. Το Μάρτιο του 1956 μαζί με τους Παπούλια, Μυριανθόπουλο και Δουκάκη, σταλθήκαμε στο Πλημμελειοδικείο για να δικαστούμε. Οι κατηγορίες ήταν: 1) Απόδραση και 2) φθορά ξένης περιουσίας. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν και η κόρη του φύλακα. 

Όλη την ώρα γυρόφερνε κοντά στο εδώλιο, με φανερή πρόθεση να μας μιλήσει. Λέω στον Παπούλια:

- Μας γνώρισε
- Δε βαριέσαι.
- Κάτι θέλει έτσι που στριφογυρίζει
- Καλύτερα να μην της μιλήσουμε.

Έτσι κι έγινε. Αργά τη νύχτα, μετά την κατάθεση του επιθεωρητή των φυλακών, ήρθε η σειρά του κοριτσιού. Τη ρωτάει ο πρόεδρος:

- Το γνωρίζεις, δραπέτευσαν;
- Εμένα ρωτάτε κύριε πρόεδρε; Για να τους έχετε εδώ πρέπει να δραπέτευσαν.
- Εσύ τι ξέρεις; Τι είδες;
- Τι να ξέρω εγώ κύριε πρόεδρε; Εγώ είδα κάτι ανθρώπους να βγαίνουν από το εργοστάσιο και τρόμαξα τόσο πολύ που τα έχασα τελείως.
- Δε θυμάσαι ποιοι ήταν;
- Τι να θυμηθώ με την τρομάρα που πήρα;
- Για κοίταξε καλά μήπως τους θυμηθείς.

Η κοπέλα του απαντά με δυνατή φωνή:

- Ε λοιπόν, όχι. Δε θυμάμαι κανέναν!

Μετά γυρίζει και μας λέει με φιλικότατο ύφος: Καληνύχτα παιδιά.

Το είπε τόσο δυνατά που όλοι, ακόμα και οι δικαστές έσκασαν στα γέλια. Φαίνεται πως είχε μετανιώσει για την καταγγελία της."
 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

«Γκλάντιο» - «Κόκκινη Προβιά»: Άγνωστες πτυχές ενός γνωστού ζητήματος


Τη διετία 1990 - 1991, η Δυτική Ευρώπη συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη της υπόθεσης «Gladio». Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται το 1990, όταν ένας Ιταλός δικαστής αποφάσισε να προχωρήσει σε βάθος τις έρευνες, σχετικά με μια τρομοκρατική επίθεση στην ιταλική πόλη Γκορίτσια το 1972. Μέσα σε λίγους μήνες αποκαλύφθηκε ένας εφιαλτικός μηχανισμός, που δημιουργήθηκε το 1947, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δρούσε σε όλες σχεδόν τις χώρες - μέλη της συμμαχίας με σκοπό την αποτροπή ενδεχόμενης ανόδου της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία. Η υπόθεση «Gladio», γνωστή και ως «Κόκκινη Προβιά» στην Ελλάδα, ήταν η πιο ισχυρή απόδειξη για τις στενές σχέσεις των μυστικών υπηρεσιών, κυρίως των αμερικανικών, με την τρομοκρατία.

Στην τρομοκρατική επίθεση στην Γκορίτσια το 1972 είχαν χάσει τη ζωή τους τρεις Ιταλοί αστυνομικοί. Αρχικά, οι έρευνες στράφηκαν προς την κατεύθυνση ακροαριστερών οργανώσεων, στη συνέχεια, μετά το αδιέξοδο των ερευνών, ο δικαστής Φελίτσε Κασόν έστρεψε την προσοχή προς την κατεύθυνση των νεοφασιστικών οργανώσεων. Σε σύντομο διάστημα εντοπίστηκαν οι τρομοκράτες, που ήταν μέλη νεοφασιστικής οργάνωσης. Ο Κασόν συνέχισε επίμονα τις έρευνές του σχετικά με την προέλευση του οπλισμού των τρομοκρατών. Το 1990, μετά από δεκαοκτώ χρόνια ερευνών, αποκαλύφθηκε ότι τα όπλα προέρχονταν από μια αποθήκη της οργάνωσης με την επωνυμία «Gladio».

Στις αρχές Νοέμβρη του 1990, υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι υποχρεώνεται να ομολογήσει στη Βουλή ότι «από το 1950 οργανώθηκε μια παράνομη υπηρεσία πληροφοριών με τη βοήθεια της CIA και των Βρετανών πρακτόρων, για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη ανατρεπτική δραστηριότητα ή επίθεση από μέρους των Σοβιετικών... Το δίκτυο παραμένει»!

Η ομολογία Αντρεότι συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη. Η μία μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών του ΝΑΤΟ ανακοίνωναν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα τέτοιων οργανώσεων - δικτύων στο έδαφός τους. Στην Ελλάδα ο υπουργός Αμυνας Γιάννης Βαρβιτσιώτης αναγκάστηκε, στις 9 Νοέμβρη του 1990, να παραδεχτεί δημόσια ότι «Ελληνες κομάντος (ΛΟΚ) και η CIA οργάνωσαν ένα βραχίονα του δικτύου, το 1955, για να προβληθεί αντάρτικη αντίσταση σε οποιονδήποτε κομμουνιστή εισβολέα. Το εν λόγω δίκτυο, ήταν γνωστό με την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά"».

Στις 14 Νοέμβρη του 1990, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη στο πρακτορείο «Ασοσιέιτεντ Πρες» στην εξής δήλωση: «Η παρακρατική οργάνωση Κόκκινη Προβιά δημιουργήθηκε το 1955, ως αποτέλεσμα ενός μυστικού τμήματος της συμφωνίας, με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα».

Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή, με βάση το υλικό που συγκεντρώθηκε τα επόμενα χρόνια.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ για να διασφαλίσουν την αποτροπή ενδεχόμενης συμμετοχής της Αριστεράς στις κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης οργάνωσαν ένα παράνομο δίκτυο «αποσταθεροποιητικής δραστηριότητας» με την κωδική ονομασία «Stay Behind». Το εν λόγω δίκτυο απλώθηκε σε διάφορες χώρες με διαφορετικές ονομασίες. Στην Ιταλία «Gladio», στην Ελλάδα «Κόκκινη Προβιά», στη Βρετανία «Operation Stay Behind», στη Γερμανία «Schwert», στην Ελβετία «Ομάδα Πληροφοριών και Ασφάλειας»...

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χώρες που θα εισέρχονταν στο ΝΑΤΟ μετά την εκπόνηση του σχεδίου για την επιχείρηση «Stay Behind» ήταν υποχρεωμένες να υπογράφουν σχετικό μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο αναλάμβαναν την υποχρέωση να δημιουργήσουν το δικό τους παραστρατιωτικό μηχανισμό στο πλαίσιο της επιχείρησης.

Από τις έρευνες που ακολούθησαν προέκυψαν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.

Στο Βέλγιο, παραδείγματος χάριν, το παρακλάδι της «Stay Behind» με το όνομα Sdra- 8 δημιούργησε μια παράλληλη οργάνωση, την οργάνωση Catena, με σκοπό τη διάπραξη πολιτικών δολοφονιών. H Catena ευθύνεται για τη δολοφονία του Ζιλιέν Λαμπούτ, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βελγίου.

Στη Βρετανία, το αντίστοιχο δίκτυο χρηματοδοτήθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Τη δεκαετία του 1970 εκπαίδευσε πολλούς νεοφασίστες Ιταλούς στη Βρετανία και στρατολόγησε πολλούς Ιταλούς τρομοκράτες, ενώ ανέπτυξε στενούς δεσμούς με τη μασονική στοά Ρ2 της Ρώμης, που ήταν βασικός μοχλός της τρομοκρατικής νεοφασιστικής τρομοκρατίας στην Ιταλία, τη Δυτική Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Εντυπωσιακή εξέλιξη παρουσιάζει η οργάνωση «Gladio» στην Ιταλία, όπου οι υπηρεσίες των ΗΠΑ σε συνεργασία με την ιταλική SIFAR, έθεσαν το 1952 σε εφαρμογή τη «στρατηγική της έντασης». Μέρος αυτού του σχεδίου ήταν η δημιουργία τρομοκρατικών οργανώσεων με νεοφασιστικά, ή ακροαριστερά χαρακτηριστικά, με στόχο τη δημιουργία κλίματος αστάθειας που έφθασε μέχρι και σε απόπειρα πραξικοπήματος για την επιβολή στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος (17 Δεκέμβρη του 1970).

Η αποκάλυψη του δικτύου «Gladio» οδήγησε και στη διαλεύκανση πολλών υποθέσεων τρομοκρατικών βομβιστικών επιθέσεων στην Ιταλία, με θύματα εκατοντάδες ανυποψίαστους ανθρώπους, στο διάστημα 1950- 1974.

Στη δίκη των υπευθύνων που άρχισε το 1974 και τελείωσε το 1979 ήρθαν στο φως συγκλονιστικά στοιχεία που αποδείκνυαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η τρομοκρατία στην Ιταλία καθοδηγήθηκε από στελέχη των μυστικών υπηρεσιών. Στο κατηγορητήριο για τον στρατηγό Τζιαν Αντέλιο Μαλέτι, αρχηγό του κλάδου αντικατασκοπίας της SID και το λοχαγό Λαμπρούνα, αρχηγό του τομέα NOD και αρμόδιο για τη διείσδυση στις εξτρεμιστικές οργανώσεις, αναφέρεται:

«Οι δύο κατηγορούμενοι από το 1969, χάρη στην ιδιότητά τους πρόσφεραν προστασία σε τρομοκράτες, που βαρύνονταν με διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες, και παραποιούσαν συστηματικά τις πληροφορίες που παρείχαν σε πολιτικές και δικαστικές αρχές». Παρά τα συντριπτικά στοιχεία εναντίον τους, ο Μαλέτι καταδικάζεται σε φυλάκιση μόλις τεσσάρων ετών και ο Λαμπρούνα σε διετή φυλάκιση.

Ο στρατηγός Μαλέτι, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα», στις 4 Αυγούστου του 2000 αποκάλυψε ότι «στη συγκρότηση των ακροδεξιών οργανώσεων που ευθύνονται για τρομοκρατικά χτυπήματα κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν άμεσα αναμεμειγμένη η CIA, η οποία προσπάθησε να υποθάλψει την αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και να επιστρατεύσει την άκρα δεξιά, με σκοπό να ανακόψει τη στροφή της ιταλικής και γερμανικής κοινωνίας προς την Αριστερά». Στην ίδια συνέντευξη, ο Μαλέτι τονίζει ότι «η τρομοκρατική "στρατηγική της έντασης" είχε ατλαντική βούλα. Αυτουργός της δημιουργίας των εστιών έντασης ήταν η CIA, η οποία οργάνωνε τη δράση της και χάραζε γραμμή πλεύσης, βάσει στοιχείων του ΝΑΤΟ».

Οσον αφορά στη δράση της «Κόκκινης Προβιάς» στην Ελλάδα, ελάχιστα στοιχεία προέκυψαν. Οι έρευνες που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των εγχώριων υπηρεσιών του ήταν ένας μηχανισμός συγκάλυψης των δραστηριοτήτων αυτής υπόθεσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις για τη δράση της «Κόκκινης Προβιάς». Μεταξύ των υποθέσεων αυτών είναι η παρακρατική οργάνωση «Καρφίτσα» που δραστηριοποιήθηκε στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η υπόθεση της «Νάρκης του Γοργοπόταμου» το 1964, όπου έχασαν τη ζωή τους 13 άτομα.

Δάνης Παπαβασιλείου

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 3o


(συνέχεια)



"Εκτός από τους κρατούμενους των κελιών 13, 14 και 15 που θα έφευγαν όλοι, οι υπόλοιποι δραπέτες ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα κελιά. Εγώ ήμουν ο μοναδικός που θα το έσκαγε από το κελί 6 και οι 4 συγκρατούμενοί μου δεν ήξεραν τίποτα. Παρατήρησαν μάλιστα τη νευρικότητα που είχα και αναγκάστηκα να δικαιολογηθώ πως περίμενα κάποιο επισκεπτήριο. Κατά το μεσημέρι αρχίσαμε να ντυνόμαστε.

Φορούσαμε από μέσα τα ρούχα (παντελόνι και πουκάμισο) και από πάνω πιτζάμες κουμπωμένες μέχρι το λαιμό. Δίναμε αφύσικη εικόνα, κατακουμπωμένοι με αυτή την τρομερή ζέστη. Μα παράξενο! Κανείς δεν το πρόσεξε. Από εδώ, ας μου συχωρεθεί να μιλήσω κ΄πως περισσότερο για τη δική μου εμπειρία. Η επιτροπή μου είχε αναθέσει το καθήκον να παραδώσω, πριν από τη δραπέτευση, τα βιβλία που είχαμε μπάσει παράνομα στη φυλακή για να κρυφτούν, μια κι ήταν φυσικό να επακολουθήσουν εκτεταμένες έρευνες. Φώναξα τον Πέτρο Ξιφαρά και του είπα πως υπήρχαν πληροφορίες ότι θα γινόταν έρευνες την άλλη μέρα και ότι έπρεπε να κρύψει τα βιβλία. Πιάσαμε μια άσχετη συζήτηση.

Η ώρα είναι 1 και 30. Αρχίζει η απόδραση. Σύμφωνα με το σχέδιο είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Ο επικεφαλής κάθε ομάδας θα ειδοποιούσε έναν-έναν να φύγει και τελευταίος θα έφευγε κι αυτός, αφού όμως πριν ειδοποιούσε τον επικεφαλής της επόμενης ομάδας. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση. Η τρομερή μεσημεριάτικη ζέστη είχε σκορπίσει τη χαρακτηριστική εκείνη νωχέλεια στους κρατούμενους, ενώ εμείς οι 27 βρισκόμαστε σε αφάνταστη υπερδιέγερση. Ξαφνικά βλέπω κίνηση στο 13 και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Ο Χατζηπέτρος μπαίνει στο κελί και δεν ξαναβγαίνει. Η επιχείρηση είχε αρχίσει. Ο Πέτρος Ξιφάρας μου μιλάει διαρκώς, μα δεν τον ακούω και κουνάω το κεφάλι μου. Παρακολουθώ την κίνηση. Ένας-ένας οι κρατούμενοι μπαίνουν στο 13 και εξαφανίζονται. Μου κάνει εντύπωση ότι κανένας δεν το προσέχει. Μέσα σε λίγα λεπτά έχουν μπει μέσα 15 άτομα που δεν χωρούσαν ούτε όρθιοι. Άμεσος κίνδυνος εκείνη την ώρα ήταν να έρθει ο φύλακας. Τον είχε "αναλάβει" ο Αλέκος Παπούλιας, ο εκπρόσωπος των κρατουμένων στη διεύθυνση. Κάθονταν στην είσοδο του εσωτερικού προαυλίου, έλεγαν σόκιν ανέκδοτα και είχαν ξεραθεί στα γέλια. Στο κελί 24 ο κρατούμενος N. Mπώκος, που δεν ήξερε τίποτα, αρχίζει να γκρινιάζει γιατί δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή βάζει τις φωνές, τον ακούει ο φύλακας και κάνει να κινήσει κατά κει. 

Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή ο Παπούλιας δεν τα χάνει. Σηκώνεται και αυτός μαζί με τον φύλακα και του ξεφουρνίζει ένα "χοντρό" σόκιν αστείο που είχε σοφιστεί την ίδια στιγμή. Ο φύλακας γυρίζει, σκάει στα γέλια και ξανακάθεται. Είχε αποφευχθεί το μοιραίο. Λίγες στιγμές αργότερα ο Δ. Πανουσόπουλος πλησιάζει τον Παπούλια και του δίνει ένα βιβλίο, σύνθημα πως ήταν η σειρά του να βγει. Όλα εξελίσσονται κανονικά. Με πλησιάζει ο Δουκάκης και μου λέει ένα συνθηματικό. Ήταν η σειρά μου. Λέω στον Ξιφαρά πως πάω κάπου και θα έρθω σε λίγο. Και αυτός μου απαντά να γυρίσω γρήγορα γιατί έχει κι άλλα να μου πει. Μπαίνω στο κελί 13 κι αρχίζω τις προετοιμασίες. Βάζω κάλτσες πάνω από τα παπούτσια, δένω ένα μαντήλι στο κεφάλι και κατεβαίνω στην τρύπα, καθώς το σκοινί από την άλλη πλευρά με ειδοποιεί ότι πρέπει να προχωρήσω. Όλα γίνονται μέσα σε λίγα λεπτά, που η αγωνία μας τα κάνει να φαίνονται ώρες.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είχα κατέβει ποτέ στη σήραγγα και οι άλλοι μου είχαν υποδείξει τι θα έκανα. Είχα βέβαια και ιδιαίτερα προβλήματα μια και είμαι χοντρός. Αλλά δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα, μια και πριν από εμένα είχε περάσει ο Παντελής Κιουρτσής που ήταν πιο χοντρός από μένα. Τελικά δεν δυσκολεύτηκα. Φτάνω στην έξοδο, όπου με πιάνει από το χέρι ο Σιδέρης και με βοηθάει να βγω πάνω. Εκεί βρισκόταν και ο Βασίλης Κατρής, καθώς και ένας άγνωστος, άνθρωπος περίπου 50 χρονών, καθισμένος σε μια καρέκλα. Ο Σιδέρης μου λέει: Είναι ο φύλακας του εργοστασίου. Ήρθε αναπάντεχα και αναγκαστήκαμε να τον κρατήσουμε. 

Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από την τρύπα ο Δουκάκης και θα ακολουθούσε άλλη μια πεντάδα. Πλησιάζω τον κρατούμενο και του λέω: "Μπάρμπα, είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και δραπετεύουμε". Αυτός έχει χάσει το χρώμα του και τα λόγια του. Συνεχίζω: "Εμείς θα φύγουμε και για να το πετύχουμε είμαστε αποφασισμένοι για όλα. Το καλό που σου θέλω είναι να μην κάνεις τίποτα και όταν θα έχουμε φύγει να δικαιολογηθείς ότι σε απειλήσαμε." Του προσφέρω τσιγάρο που το πήρε κοιτάζοντας αδιάκοπα προς την τρύπα. Ο Σταύρος Σιδέρης έπρεπε να φύγει τελευταίος, μα υπήρχε πρόβλημα. Ήταν κουτσός  κι αδύνατος, ενώ ο φύλακας γεροδεμένος και σίγουρα θα μπορούσε να τον κάνει καλά. Τελικά αποφασίζω να μείνω εγώ στη θέση του. Πρώτος φεύγει ο Χατζηπέτρος. Ακολουθεί η τετράδα Τζεφρώνης, Τσακίρης, Καράς και Σωτηρόπουλος, που αποτελούσαν και την επιτροπή. Αυτοί ανοίγουν και την εξώπορτα του εργοστασίου, βγάζοντας τη μεγάλη αμπάρα. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι δραπέτες, που σε λίγο χάνονται στην οδό Κανελλοπούλου. Έτσι μένω μόνος μου με το φύλακα. Του λέω να μπεί στο αποχωρητήριο και αυτός υπακούει. Μετά κλείνω την πόρτα και τη στερεώνω με ένα χοντρό δοκάρι, ώστε να μην μπορεί  να ανοίξει από μέσα.

Στην έξοδο του εργοστασίου συναντώ ένα ζευγάρι. Είναι μια κοπέλα κάπου 15 χρονών κι ένας νεαρός σε ποδήλατο που συζητούν. Μόλις με βλέπει η κοπέλα ταράζεται. Με πλησιάζει και με ρωτάει: "Ποιος είσαι εσύ;" Τι να της έλεγα; Δεν ήξερα αν είχε δει τους άλλους και δε μπορούσα να ριψοκινδυνέψω την απάντηση. "Πήγαινε μέσα στο εργοστάσιο, της λέω, και θα σου πει ο φύλακας ποιος είμαι". Μου λέει: "Σώπα μωρέ. Αστυνομικός δεν είσαι όπως και οι άλλοι;" Εγώ συμφωνώ και τους επαναλαμβάνω να πάνε στο φύλακα για να μάθουν. Η κοπέλα με πιάνει από το μανίκι και κάτι μουρμουρίζει. Μπροστά από την έξοδο του εργοστασίου βλέπω ένα λεωφορείο να πλησιάζει στη στάση και να σταματάει. Τραβάω το χέρι μου και απελευθερώνομαι βίαια. 

"Παράτα με" της λέω αγριεμένα. Αυτή τρέμει κυριολεκτικά και βάζει τις φωνές: "Πιάστε τον! Πιάστε τον!"

Ανοίγω το βήμα προς το λεωφορείο που έχει σχεδόν ξεκινήσει. Ο σοφέρ ακούγοντας την κραυγή κόβει ταχύτητα και έτσι καταφέρνω να πηδήσω μέσα. Το λεωφορείο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Ψάχνομαι για ψιλά- το εισιτήριο έκανε 60 λεπτά- μα δεν έχω και δίνω πενηντάρικο στον εισπράκτορα. Η σύμπτωση αυτή θα με σώσει. Αν είχα ψιλά θα κατέβαινα στην επόμενη στάση που ήταν κοντά στην είσοδο της φυλακής και εγώ δεν το ήξερα. Έτσι περιμένοντας τα ρέστα φτάνω μέχρι τον ηλεκτρικό του Πειραιά, όπου και κατεβαίνω. Η ώρα είναι 3 παρά 2 λεπτά. Μετά μπαίνω σε ένα ταξί και λέω στον οδηγό να κατευθυνθεί στην πλατεία Κουμουνδούρου. Είμαι νευρικός και ο οδηγός το προσέχει. Για να δικαιολογηθώ, του λέω:

-Πρέπει να πάω στην Ελευσίνα κι έχω αργήσει.
-Πότε φεύγει το λεωφορείο; 
- Στις 3 και 10, του λέω για να υπολογίσει ότι δεν θα προλάβω.
- Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε.
- Αν μπορείς τρέξε. Έμπλεξα και δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα.
- Δουλεύεις εκεί;
- Ναι, στη Χαλυβουργική.

Ο Οδηγός εξακολουθεί να με κοιτάει περίεργα, αλλά ανοίγει ταχύτητα. Μόλις βγαίνουμε στο Μοσχάτο, βλέπω να μπαίνει από τα αριστερά μια κούρσα γεμάτη νεαρούς, που είχαν όλοι τα μάτια τους πάνω μου. Πιστεύω πως είναι αστυνομικοί, μα δεν έχω πια περιθώρια να κάνω τίποτα. Η κούρσα πλησιάζει, φτάνει δίπλα μου και οι επιβάτες της με κοιτούν όλοι μαζί. Ξαφνικά αρχίζουν να φωνάζουν:

-Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ-! 

Εκείνη την ημέρα ήταν το ντέρμπυ Ολυμπιακός- ΠΑΟ. Ανάσανα... Η κούρσα μας ξεπερνάει και χάνεται. Φτάνουμε κάποτε στην πλατεία Κουμουνδούρου, επί της Πειραιώς. Πληρώνω και κατεβαίνω, ενώ ο οδηγός δείχνει να απορεί γιατί- αφού βιαζόμουνα- δεν ήθελα να πάω μέχρι την αφετηρία των λεωφορείων. Από την Κουμουνδούρου παίρνω άλλο ταξί για Ανθούπολη. Στο παλιό τέρμα Θεμιστοκλέους υπάρχει τροχονόμος και αγωνιώ γιατί δεν ξέρω αν η απόδραση έχει γίνει γνωστή και αν έχει αστυνομική κινητοποίηση. Δε συμβαίνει τίποτα. Λέω ψέματα στον ταξιτζή πως πηγαίνω στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας και σε έναν χωματόδρομο τον σταματάω και του λέω πως θα συνεχίσω με τα πόδια για να μην του χαλάσουν τα λάστιχα. Η ώρα είναι 3 και 30. Σε λίγο βρίσκομαι στο σπίτι του φίλου μου Φώτη Τσούμπου και χτυπώ την πόρτα. 

Ο Φώτης και η γυναίκα του με δέχτηκαν και σύντομα μου βρήκαν σπίτι γιατί το δικό τους παρακολουθούταν επειδή ήταν αριστερός."


(συνεχίζεται)



Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 2o


(Συνέχεια)


"Στις αρχές του Μάη ένα περιστατικό παραλίγο να βάλει σε κίνδυνο όλη την επιχείρηση. Αργά το βράδυ κάτω στη σήραγγα βρίσκονται δύο από τους κρατούμενοι του κελιού 13 και στα κρεβάτια τους είναι τοποθετημένα ομοιώματα ανθρώπων σκεπασμένα με σεντόνι. Οι εργασίες έχουν προχωρήσει κάτω από το οδόστρωμα της οδού Δαγάνη. Ξαφνικά ένα τζιπ της χωροφυλακής, στο οποίο επιβαίνει ένας αξιωματικός της χωροφυλακής. Σταματά κάτω από τη σκοπιά στο κελί 12. Ακούει δυνατούς θορύβους. Κατεβαίνει, βάζει το αυτί στο οδόστρωμα και ακούει ευκρινέστατα κι άλλο θόρυβο. Τρέχει αμέσως στη διεύθυνση της φυλακής και λέει στον υπαρχιφύλακα υπηρεσίας ότι οι κομμουνιστές φτιάχνουν στοά κάτω από το κελί 12. Αυτός δε δείχνει να τον πιστεύει, αλλά ζητάει καλού κακού να γίνει έρευνα. Ο αξιωματικός ζητάει να πάρει μέρος στην έρευνα αυτή, αλλά το αίτημά του απορρίπτεται, γιατί ο κανονισμός της φυλακής το απαγορεύει. Ένας φύλακας, ο Κρητικός, ο Σταύρος, σπεύδει στην 3η ακτίνα. 

Στο πρώτο κελί φύλαγε σκοπιά για λογαριασμό των κρατουμένων ο νοσοκόμος Πάσιος, που καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει αφήνει μια συνθηματική κραυγή. Ο σκοπός του κελιού 13 πιάνει την κραυγή και ειδοποιεί αμέσως αυτούς που δούλευαν στη σήραγγα να σταματήσουν. Στο μεταξύ ο φύλακας φτάνει στο κελί 12, που είχε υποδείξει ο αξιωματικός μετράει τους κρατούμενους και τους βρίσκει σωστούς. Αυτοί "αγανακτισμένοι" από την ενόχληση βάζουν τις φωνές και ο φύλακας φεύγει ζητώντας μάλιστα και συγνώμη. Σταματά μπροστά στο κελί 13, όπου φύλαγε σκοπός ο κρατούμενος Μπαρτζώκας και τον ρωτάει:

- Τι γίνεται εδώ μέσα;
- Κοιμούνται
- Μας είπαν ότι σκάβετε για να το σκάσετε.
- Μπά λάθος κάνουν. Όλοι κοιμούνται.

Ο Σταύρος σκέφτεται πως ίσως είχαν ακουστεί τα τσόκαρα κάποιου κρατούμενου ή πως κάποιος από αυτούς έκανε θόρυβο με τη χειροτεχνία του. Φεύγει μετρώντας τους κρατούμενους του κελιού 13 και φυσικά και τα ομοιώματα. Οι δύο που δούλευαν κάτω δεν είχαν προλάβει να ανέβουν και καταλαβαίνει κανείς τι θα σήμαινε αν εμφανιζόταν εκείνη την ώρα οι κρατούμενοι της στοάς. Ο κίνδυνος προσωρινά έχει περάσει. Ο φύλακας αναφέρει πως όλα είναι εντάξει, μα ο αξιωματικός χωροφυλακής είναι δύσπιστος. Ξαναπήγαινε στην οδό Δαγάνη, βάζει το αυτί στο οδόστρωμα, μα τώρα δεν ακούει πια τίποτα..

Μόλις επικρατεί ησυχία, αυτοί που δούλευαν στη σήραγγα βγαίνουν στο κελί και πετούν στην τρύπα τα ομοιώματα. Μετά τοποθετούν προσεκτικά μια τσιμεντένια πλάκα που είχαν φτιάξει για καπάκι, πάνω στο στόμιο και περνούν όλο το κελί με ασβέστη έτσι ώστε να μη φαίνονται οι χαραμάδες. Είχαν επίσης φροντίσει να υπάρχει χαλίκι κάτω από την πλάκα, για να μην ακούγεται κούφιος θόρυβος αν κάποιος τη χτυπούσε. Την άλλη μέρα γίνεται λεπτομερής έρευνα ιδιαίτερα στο κελί 12, όπου αναστατώνονται τα πάντα και στη συνέχεια στο κελί 13. 

Ο αρχιφύλακας Μπραϊμης, γνωστός "κομμουνιστοφάγος" της εποχής πιστεύει πως δε συμβαίνει τίποτα, μα δεν μπορεί και να ησυχάσει, μια και ο αξιωματικός της χωροφυλακής επιμένει. Για σιγουριά, οι αρχές αποφασίζουν να ανοίξουν χαντάκια στην οδό Δραγάνη, το ύψος όμως του κελιού 12 που απείχε τουλάχιστον 10 μέτρα από τη σήραγγα. Φυσικά δε βρίσκουν τίποτα και σταματούν κάθε άλλη έρευνα. Μετά τη δοκιμασία αυτή, το σκάψιμο θα σταματήσει για 15 περίπου μέρες. Μερικοί μάλιστα από την επιτροπή προτείνουν τη ματαίωση της απόδρασης. Ύστερα από λίγες μέρες όμως οι εντυπώσεις από το περιστατικό ατονούν. 

Μετά από 15 μέρες, όπως είπαμε, η δουλειά ξαναρχίζει. Το έδαφος δεν είναι πια βραχώδες, και μπορεί να ανασάνει κανείς καλύτερα γιατί δεν υπάρχει πολλή σκόνη. Γεννώνται όμως καινούργια προβλήματα: Η στοά πρέπει να υποστυλωθεί γιατί δεν είναι και σίγουρο πως τα τοιχώματα θα αντέξουν στο βάρος των τροχοφόρων που περνούν από πάνω. Για υποστυλώματα χρησιμοποιούνται σανίδια από τα κρεβάτια, παραθυρόφυλλα και ότι άλλο πρόχειρο. Η δουλειά στη σήραγγα ήταν κάτι ασύλληπτο στην κοινή λογική. Οι άνθρωποι που δούλεψαν εκεί κάτω έδειξαν τρομερή θέληση και αποφασιστικότητα και πρέπει να ομολογήσω πως όταν βρέθηκα εκεί μέσα- κατά τη διαφυγή μου- ένιωσα πραγματικά δέος. Εκεί μέσα ήταν δύσκολο και να συρθεί ακόμα, όχι να δουλέψεις τόσους μήνες!

Πλησιάζουμε πια στον τοίχο του εργοστασίου. Εκεί κοντά μια σωλήνα ύδρευσης τρυπάει τη σήραγγα στη μέση. Αναγκαζόμαστε να ανοίξουμε λάκκο κάτω από το σωλήνα για να περνάμε. Ο λάκκος κάθε τόσο γεμίζει βρωμόνερα προφανώς από κάποια διαρροή υπονόμου. Χρησιμοποιούμε κολόνια. Εδώ βουλώνει κι ο υπόνομος της βροχής που ρίχναμε το "ρεβύθι". Προχωρώντας προσκρούσαμε σε τσιμεντένιο όγκο. Ο Μυριανθόπουλος διαπιστώνει πως είναι το πέδιλο που πάνω του στηρίζεται η γωνιακή κολώνα του εργοστασίου. Προχωράμε τώρα αριστερά, σύριζα στην γωνιακή κολώνα. Σε δύο μέρες βρήκαμε τον τοίχο των λουτρών που ήταν λίγο ψηλότερα από την στοά. Είχε κάπου 0,90 μέτρα πάχος. Τρυπώντας τον προσεκτικά ανακαλύψαμε μπροστά μας έναν μεγάλο βόθρο που χύνονταν τα νερά των λουτρών. 

Από την άλλη τρύπα που ανοίξαμε, η επιφάνεια των νερών απείχε ενάμισι μέτρο. Η οροφή του βόθρου που ήταν και δάπεδο των λουτρών, βρισκόταν σε απόσταση περίπου ενός μέτρου από το μικρό μας άνοιγμα. Η ανακάλυψη του βόθρου ήταν πράγματι θείο δώρο. Μας έσωσε από τις πέτρες και αποτελώντας καθοδηγητικό νήμα, μας προσδιόριζε καθαρά το ακριβές σημείο της εξόδου. Η μεγάλη στιγμή φαινόταν πολύ κοντά πια. Με ενθουσιασμό καθαρίσανε τη στοά πετώντας τα μπάζα στο βόθρο. Σε δύο μέρες, εκείνη η απαίσια στενή σωλήνα μεταβλήθηκε σε πραγματικό τούνελ, άνετο, καθαρό, φωταγωγημένο. Μπορούσες τώρα να μπουσουλάς ελεύθερα κι όχι να σέρνεσαι σαν το φίδι. Χαίρεσαι να τη βλέπεις. Άξια έγινε εκείνες τις μέρες οδός απελευθέρωσης 27 πολιτικών κρατουμένων. 

Βγάζουμε πέτρες μέσα από τον τοίχο δημιουργώντας ένα άνοιγμα και προχωρούσαμε προς τα πάνω κατά την οροφή της δεξαμενής. Όταν φτάσαμε λίγο πιο πάν από την οροφή βόθρου -δάπεδο λουτρού, ανοίξαμε μια μικρή τρυπίτσα στην εσωτερική πλευρά του τοίχου. Η στοά φωτίστηκε από το φώς της μέρας που ερχόταν από τα λουτρά. Στήσαμε εκεί μόνιμο παρατηρητήριο και γράφαμε το κάθε τι που βλέπαμε και ακούγαμε. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως βρισκόμαστε μπροστά στα λουτρά του εργοστασίου. Ήταν ακριβώς όπως μας περιγράψανε οι κοπέλες που τα είχαν επισκεφτεί.

Βρισκόμαστε πια στο τέλος. Σε 3 μέρες φεύγουμε. Δεν έχουμε παρά να τραβήξουμε κάμποσες πέτρες να κάνουμε  στα γρήγορα ένα άνοιγμα πάνω από το δάπεδο απέναντι από την πόρτα και να αρχίσει η αποσυμφόρηση της φυλακής από το σωλήνα διαφυγής που είχαμε δημιουργήσει δουλεύοντας πέντε μήνες. Όλα τώρα φαίνονται υπέροχα εύκολα. Φοράς τα καλά σου, από πάνω πιτζάμες, βάζεις ένα μαντήλι στο κεφάλι σα σκουφάκι, σκεπάζεις τα παπούτσια και τις άκρες της πιτζάμας στον αστράγαλο με κάλτσες, κατεβαίνεις στο πηγάδι, φτάνεις στη φωταγωγημένη στοά, αρκουδίζεις άνετα αν δεν είσαι χοντρός και σε λίγες στιγμές φτάνεις στο τέρμα. Ανεβαίνεις το δεύτερο πηγάδι της εξόδου. Δύο χέρια μέσα από τα λουτρά σε βοηθούν να σαλτάρεις εκεί. Πετάς το μαντήλι και τις κάλτσες, τις πιτζάμες, ρίχνεις μια ματιά στον καθρέφτη των λουτρών κι έτσι βγαίνεις στην αυλή. Βγαίνεις από τη μεγάλη πόρτα του εργοστασίου, από όπου τις εργάσιμες μέρες μπαινοβγαίνουν τα φορτηγά, διασχίζεις το δρόμο του εργοστασίου μπροστά από το σπιτάκι του φύλακα και βρίσκεσαι λεύτερος στην οδό Κανελλοπούλου."


(συνεχίζεται)


Τύπος της εποχής για την απόδραση των Βούρλων











Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 1ο



Βρισκόμαστε στο έτος 1955, η Ελλάδα έχει πια βγει από τον Εμφύλιο πόλεμο, όμως χιλιάδες είναι οι ακόμα οι εξόριστοι και οι πολιτικοί κρατούμενοι που αργοπεθαίνουν στα ξερονήσια και στις φυλακές. Σε μια όμως από αυτές, μια ομάδα 27 πολιτικών κρατουμένων σχεδιάζει μια από τις πιο θεαματικές αποδράσεις της ιστορίας...

Στις φυλακές των Βούρλων, ένα αποξηραμένο έλος που μετατράπηκε από πορνείο σε φυλακή, κρατούνται περίπου 90 -100 πολιτικοί κρατούμενοι. Η φυλακή έχει σοβαρές αδυναμίες ως προς τη δομή της, είναι κοντά σε κεντρικό δρόμο και συνορεύει με το εργοστάσιο "Ντεστρε". Είναι λοιπόν το παλιό στέλεχος του ΚΚΕ Μήτσος Δάλλας που συλλαμβάνει πρώτος την ιδέα της απόδρασης. Τη μοιράζεται με το γραμματέα της οργάνωσης της φυλακής Θ. Βασιλόπουλο και σταδιακά μυούνται σε αυτή αρκετοί κρατούμενοι. Το μυστικό της απόδρασης δεν κοινοποιείται σε όλη την ομάδα συμβίωσης. Ο λόγος διττός: Πρώτον, δεν μπορεί να δραπετεύσει μια ολόκληρη φυλακή και δεύτερον, η τήρηση της μυστικότητας δεν θα διασφαλιζόταν με τον τρόπο αυτό. Για την απόδραση επιλέγονται 27 κρατούμενοι που μένουν στην Αθήνα, έχουν συγγενικά πρόσωπα και φίλους που μπορούν άμεσα να τους βοηθήσουν και κυρίως είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν όλους τους κινδύνους του εγχειρήματος. 

Οι οργανώσεις του ΚΚΕ έξω από τη φυλακή δεν έχουν λάβει ενημέρωση, ή αν έχουν λάβει δεν αναφέρουν τίποτα για το θέμα, θέλοντας να μην θέσουν σε παραπάνω κινδύνους του κρατούμενους. Τους αφήνεται λοιπόν πλήρης ελευθερία δράσης. 

Οι κρατούμενοι αποφασίζουν να ξεκινήσουν να σκάβουν στο πάτωμα του κελιού 13, με την προοπτική να δημιουργήσουν μια σήραγγα που θα περνά κάτω από τον παρακείμενο δρόμο και θα βγαίνει μέσα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου. Δύο αρραβωνιαστικές κρατουμένων αναλαμβάνουν να εξερευνήσουν το κτίριο του εργοστασίου και να δώσουν μιαν εικόνα στους κρατούμενους. Οι επίδοξοι δραπέτες επιλέγουν να βγουν μέσα από το μπάνιο ή τον χώρο πλυντηρίων του εργοστασίου. 

Προμηθεύονται εργαλεία παράνομα, μέσα σε δέματα και το εγχείρημα ξεκινά. Πρώτο πρόβλημα: τα μπάζα. Τα μπάζα διοχετεύονται με κάθε τρόπο έξω από το κελί, κάποια πετιούνται στα σκουπίδια, άλλα στο προαύλιο και άλλα στους βόθρους. Όταν το πρόβλημα μεγαλώνει, οι κρατούμενοι ζητούν να φυτέψουν γλάστρες στο προαύλιο και το αίτημά τους γίνεται δεκτό. Έτσι τα μπάζα και το χώμα χρησιμοποιούνται για την ... κηπουρική. 

Βρισκόμαστε κοντά στις μέρες της απόδρασης. Θα ακολουθήσουμε από εδώ την αφήγηση του Περικλή Ροδάκη, όπως δίνεται στο βιβλίο: "Η απόδραση των Βούρλων- Ένας δραπέτης θυμάται" των εκδόσεων "Ασύμμετρη Απειλή".


"Η τρύπα φτάνει πια σε βάθος 1,80 μέτρα. και διευρύνεται ώστε να δίνει ελευθερία κινήσεων σ' εκείνους που δούλευαν εκεί. Μετά αρχίζει το οριζόντιο σκάψιμο, προς την κατεύθυνση του δρόμου, μα το έδαφος είναι σκληρό και γεμάτο πέτρες. Καθυστερούν, δουλεύοντας αργά-αργά με το πιγκούνι. Τα υλικά της εξόρυξης ανεβαίνουν στο κελί, όπου οι κρατούμενοι Βαρδής Βαρινογιάννης, Ανδρέας Μπαρτζώκας, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Σταύρος Σιδέρης και Μιχάλης Κολοκοτρώνης φροντίζουν  για την εξαφάνισή τους. Οι χωματοβώλοι συντρίβονται με τα τακούνια, γίνονται χώμα. Έπειτα το χώμα μπαίνει σε υφασμάτινους σωλήνες κατασκευασμένους από σεντόνι, που οι κρατούμενοι ζώνονται στη μέση. Μετά πηγαίνουν στα αποχωρητήρια και με προσοχή το πετούν στον υπόνομο. Πρόβλημα είναι οι πέτρες. Αυτές ρίχνονται κυρίως στους σκουπιδοντενεκέδες και μεταφέρονται έτσι έξω από τη φυλακή.

Κάποια μέρα, κατά τη μεταφορά των σκουπιδιών, όλοι κινδυνεύουν να προδοθούν, όταν ένας φύλακας επιμένει να παραστεί στο άδειασμά τους. Επικρατεί σύγχυση. Τη λύση δίνει κάποιος ψύχραιμος κρατούμενος που του αποσπά την προσοχή ζητώντας του κάποιο εργαλείο και απομακρύνοντας τον έτσι από το επικίνδυνο σημείο. Μετά από αυτό σταματά η μεταφορά υλικών με τους σκουπιδοτενεκέδες. 

Τώρα θα χρησιμοποιηθούν οι ντενεκέδες- γλάστρες. Το κόλπο έχει ως εξής: Ο κάθε ντενεκές γεμίζεται σχεδόν μέχρι πάνω με χαλίκια και πέτρες και φυτεύονται πανσέδες. Μέσα σε λίγες μέρες η φυλακή παίρνει μια παρανοϊκή λουλουδάτη όψη με πανσέδες παντού, που θα πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι ήταν υπέροχη. Όλα προχωρούν τόσο τέλεια, που όχι μόνο οι φύλακες αλλά και οι υπόλοιποι κρατούμενοι δεν είχαν καταλάβει τι γινόταν. Κάποτε βέβαια, παράγινε με τις γλάστρες και αποφασίστηκε οι πέτρες να πετάγονται αλλού. Επιλέχτηκε ένας ακάλυπτος χώρος 2 επί 0,60 μέτρων μπροστά από το κελί νούμερο 6, όπου από παλιότερα ήταν φυτεμένο ένα γιασεμί. Οι πέτρες τώρα θα ρίχνονταν εκεί και θα καλύπτονταν με χώμα. 

Τη δουλειά αναλαμβάνει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που εντυπωσίαζε όλους με την ιδιαίτερη φροντίδα που έδειχνε στο γιασεμί... Δούλευε τόσο προσεκτικά, που κι εγώ δεν είχα καταλάβει τι έκανε. Η σήραγγα στο μεταξύ προχωρούσε. Η δουλειά ήταν σκληρή γιατί εκεί κάτω δεν υπήρχε αρκετός αέρας και δεν μπορούσε να μείνει κανείς πάνω από πέντε λεπτά. Κάποια μέρα, ο Σταύρος Σιδέρης και ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης λιποθύμησαν και οι σύντροφοί τους τους έβγαλα έξω με δυσκολία. Ας σημειωθεί ότι σημείο συναγερμού για αυτούς που δούλευαν κάτω ήταν ένας σπάγκος δεμένος στο πόδι που μόλις παρουσιαζόταν κίνδυνος τον τραβούσαν εκείνοι βρίσκονταν στο κελί.

Κάποια στιγμή σταμάτησε να λειτουργεί το αποχετευτικό σύστημα της φυλακής, μιας που ο υπόνομος είχε βουλώσει από το τόσο χώμα που είχε πέσει μέσα. Βρώμισε ολόκληρη η ακτίνα. Οι κρατούμενοι έκαναν παράσταση διαμαρτυρίας στον αρχιφύλακα και στο διευθυντή και ζήτησαν να τον επισκευάσουν οι ίδιοι. Ήταν κάτι φοβερό αν σκεφτεί κανείς ότι έπρεπε να καθαρίσουν ένα φρεάτιο γεμάτο λάσπη και ακαθαρσίες. Το έργο θα αναλάμβαναν και πάλι μυημένοι που ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε. Αυτή ήταν ο Κώστος Φίλης, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ο Ανδρέας Μπαρτζώκας, ο Μπάμπης Καλατζής και φυσικά ο υδραυλικός Χατζηπέτρος. Έμπαινε μέσα ένας και έβγαζε χώμα, ενώ άλλος το κάλυπτε με ακαθαρσίες για να μην καταλάβει κανείς τι είχε συμβεί. Ο Καλατζής δεν άντεξε, αρρώστησε και στάλθηκε στο νοσοκομείο. 

Πολλές φορές η επιχείρηση κινδύνεψε από τυχαία περιστατικά. Μια μέρα ένας φύλακας ζήτησε επίμονα τον Βαρδινογιάννη, που εκείνη την ώρα ήταν μέσα στη στοά και δούλευε. Επιχείρησε μάλιστα να μπει στο κελί 13, αλλά οι κρατούμενοι, με διάφορες προφάσεις τον σταμάτησαν. 

Υπήρχε και μια μεγάλη ανησυχία:  Η σήραγγα προχωρούσε, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως ανοιγόταν προς τη σωστή κατεύθυνση, μια και ήταν εύκολο κάτω από τη γη να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του. Το πρόβλημα το έλυσε η μνηστή του Βασιλόπουλου. Κάποιο απόγευμα μετά από συνεννόηση, πέρασε από την οδό Δογάνη κρατώντας ένα γκαζοντενεκέ, Στο σημείο που υπολογιζόταν ότι είχε φτάσει η σήραγγα άφησε τον γκαζοντενεκέ να πέσει και να κάνει μεγάλο θόρυβο. Έτσι βεβαιώθηκε ότι ΄λα προχωρούσαν κανονικά. Ο φωτισμός της σήραγγας ήταν κι αυτός αρκετά πρωτότυπος. Χρησιμοποιούνταν λαμπάκια φακού και μικρές μπαταρίες που οι κρατούμενοι είχαν προμηθευτεί για να βάζουν στα καραβάκια που έφτιαχναν. Κανένας δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί τίποτα! "


(συνεχίζεται)

Έφυγε ο Κώστας Γαβρίλης


Υπερήφανοι όσοι τον γνώρισαν και έδρασαν μαζί του, αλλά και όσοι συνεχίζουν στο δρόμο που χάραξε, σύντροφοι, συγγενείς και φίλοι, «αποχαιρέτησαν» χτες τον αλύγιστο κομμουνιστή Κώστα Γαβρίλη, που «έφυγε» από τη ζωή την Κυριακή 5 Φλεβάρη, σε ηλικία 90 ετών.

Ο παλαίμαχος κομμουνιστής Κ. Γαβρίλης γεννήθηκε το 1927 στον Πειραιά από ναυτική οικογένεια, ο μικρότερος από τέσσερα αδέλφια. Ορφανός από πατέρα ναυτεργάτη που θαλασσοπνίγηκε στον Ισπανικό Εμφύλιο, 9 ετών άρχισε να δουλεύει σε δύσκολες συνθήκες.

Το 1943 μπαίνει στις γραμμές της ΕΠΟΝ και έφηβος οργανώνεται στο ΚΚΕ, ζώντας τους σκληρούς αγώνες της γερμανικής Κατοχής, τις διώξεις και την παρανομία τις οποίες αντιμετώπισε παλικαρίσια ως μάχιμο μέλος στον ΕΛΑΣ και μετέπειτα στην ΟΠΛΑ. Εδρασε στις ανατολικές συνοικίες και πήρε μέρος στο Μπλόκο του Βύρωνα, στις μάχες της Καλλιθέας, στη Μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944, ενάντια στην ντόπια και ξένη αστική τάξη και τους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές.

Πιάστηκε το Μάρτη του 1948 από την τότε κυβέρνηση Σοφούλη και με ανυπόστατες κατηγορίες καταδικάστηκε από Στρατοδικείο πέντε φόρες εις θάνατον, μένοντας 15 χρόνια στα κολαστήρια των φυλακών, στα «κολέγια» όπως έλεγε, της Αίγινας, της Γυάρου, της Κέρκυρας, του Αβέρωφ, των Βούρλων και της Χαλκίδας, ως μελλοθάνατος και ύστερα ως ισοβίτης. Αλύγιστος, έχοντας ως οδηγό τη μαρξιστική - λενινιστική αντίληψη, την εμπιστοσύνη στον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης μέχρι την τελική νίκη, δεν υποχώρησε ποτέ, ούτε στα βασανιστήρια, ούτε και ύστερα απέναντι σε αυτούς που εγκατέλειψαν τη μάχη, σε αυτούς που συμβιβάστηκαν.

Με την επιβολή της 7χρονης στρατιωτικο-φασιστικής δικτατορίας το 1967, κυνηγήθηκε από δυνάμεις της Ασφάλειας και ξαναπέρασε στην παρανομία. Με τη μεταπολίτευση πρωτοστάτησε και είχε ενεργό δράση στην ανασυγκρότηση των Κομματικών Οργανώσεων του Κόμματος στην Καλλιθέα. Δούλεψε δραστήρια στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΕΒΕ Καλλιθέας, υπήρξε ιδρυτικό μέλος στο Παράρτημα Καλλιθέας της ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ και μέλος της διοίκησής του.

Εδωσε τη μάχη, την περίοδο 1991, για την υπεράσπιση του Κόμματος, των αρχών του, των επαναστατικών του χαρακτηριστικών, ενάντια στη διασπαστική, οπορτουνιστική ομάδα που επιδίωξε να διαλύσει το Κόμμα.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ


Το παρακάτω ντοκιμαντέρ που ακολουθεί τη ζωή και το θάνατο του Χάρη Τεμπερεκίδη, ενός ποινικού κρατούμενου, γιου πολιτικού πρόσφυγα που πέρασε σχεδόν από όλες τις φυλακές του σωφρονιστικού συστήματος της χώρας για να καταλήξει νεκρός από τις σφαίρες της Αστυνομίας στα χιονισμένα βουνά της Κορινθίας, μετά από ληστεία τράπεζας. Ο Τεμπερεκίδης υπήρξε επίσης ένας από τους επικεφαλής των εξεγέρσεων στις φυλακές τη δεκαετία του 1980, κατά τις οποίες οι κρατούμενοι διαμαρτύρονταν για τις μεσαιωνικές συνθήκες, την πείνα και τα βασανιστήρια που υπήρχαν στις φυλακές της Ελλάδας ως τα τέλη του 1990. 

Δεν σας προτείνουμε αυτό το ντοκιμαντέρ γιατί ο Χάρης Τεμπερεκίδης υπήρξε κατά τη γνώμη μας ήρωας, ούτε γιατί συμφωνούμε με τις πολιτικές θέσεις που υποστήριξε στη ζωή του, ή όλες τις απόψεις που εκφράζονται σε αυτό. 

Δείτε το για να πάρετε μια ιδέα μιας εποχής που όλοι γνωρίζουμε για την "ανάπτυξή" της, τους παχυλούς μισθούς και τους διορισμούς των ημετέρων, που στιγματίζεται όμως από τον απόλυτο Μεσαίωνα των κρατουμένων στις φυλακές. 

Δείτε το και για να πάρετε μιαν ιδέα της πορείας ενός φτωχού παιδιού που μέσα από προσωπικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα κατέληξε στην κρεατομηχανή του ελληνικού συστήματος. 

Δείτε το κυρίως γιατί η ποιότητα μιας κοινωνίας φαίνεται στη συμπεριφορά της απέναντι στους αδύναμους: τα παιδιά, τα ΑΜΕΑ, τους γερόντους και τους κρατούμενους.





Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Σαν σήμερα: Το φρικτό τέλος των τελευταίων μαχητών της Ρούμελης

Σαν σήμερα και πριν 68 χρόνια, στις 2 Φλεβάρη του 1949, στη θέση Μηλιά στην κορυφογραμμή ανάμεσα στην Αρτοτίνα και στα Αργύρια Φθιώτιδας, προδομένοι και κυκλωμένοι από τμήματα στρατού, χωροφυλάκων και ΜΑΥδων, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Φλώρο, άφησαν την τελευταία τους πνοή οι: Δρόσος Κεφαλάς, Θανάσης Καλαμπόκας, Νίκος Γεράνης, Κώστας Κόκλας, Κώστας Κραβαρίτης και Γιάννης Ζερμπίνος.

Την προηγούμενη ημέρα πιάστηκαν κοντά στη Γραμμένη Οξυά, ο βαριά τραυματίας Παντελής Τσολάκης και η νοσοκόμα του Μαρία Κραβαρίτη και εκτελέστηκαν επί τόπου. Λίγες μέρες πρωτύτερα προδομένοι, σκοτώθηκαν σε γιάφκα οι: Γιάννης Μαγκλάρας, Κώστας Κραβαρίτης, Νίκος Κόκκινος και Ηλίας Τσέτσος που είχαν έρθει απ' τα Αγραφα να συνδεθούν με τους παραπάνω. Επίσης, εκείνες τις μέρες, πάλι με προδοσία, σκοτώθηκε ο Μήτσος Χαρίσης και ο γιος του Κώστας Χαρίσης.

Ολοι αυτοί ήταν οι τελευταίοι αντάρτες του ΔΣΕ στη Ρούμελη. Τους πρόδωσε ο Μήτσος Αντωνίου απ' τα Αργύρια, υπεύθυνος της οργάνωσης του χωριού, ο οποίος έσωσε το κεφάλι του...

Τα κορμιά των αγωνιστών έμειναν άταφα. Τα κεφάλια τους κόπηκαν και εκτέθηκαν στο παζάρι της Σπερχειάδας. Στο νεκροταφείο της κωμόπολης, η ΠΕΑΕΑ έστησε Μνημείο τους.