Αυτό κι αν είναι «διεισδυτική» (!!!) δημοσιογραφία. Πήρε η φυλλάδα «Πρώτο Θέμα» μια πρόταση από το κάλεσμα που έκανε η ΚΝΕ στα μέλη της για «γνωριμία με την πάλη, τα μαχητικά αθλήματα, τις πολεμικές τέχνες στις 15-16 Ιούνη»,στις εκδηλώσεις που οργανώνει στο κλειστό γυμναστήριο «Νίκος Παξιμαδάς» στην Πετρούπολη και έβγαλε τα βαθυστόχαστα συμπεράσματά της.
Και ποια είναι αυτά; Ότι οι νεολαίοι του ΚΚΕ «με καράτε, τζούντο και κικ μπόξινγκ οπλίζονται απέναντι στην άνοδο των ακραίων» και σύμφωνα πάντα με τα γραφόμενα της φυλλάδας «πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι νεολαίοι της ΚΝΕ ετοιμάζονται να απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα, εφόσον προκληθούν από θερμόαιμους Χρυσαυγίτες».
Κι όλες αυτές οι διαπιστώσεις προκύπτουν –σύμφωνα με την δημοσιοκάφρο που υπογράφει το ολοσέλιδο δημοσίευμα- από μια παράγραφο ανακοίνωσης της ΚΝΕ που γράφει:
«Η Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας εγκαινιάζει μια πολύμορφη δραστηριότητα που θα συνεχιστεί και με άλλα αθλήματα για να έρθει η νεολαία σε επαφή με τον αθλητισμό συνολικά. Να διεκδικήσει το αναφαίρετο δικαίωμα στη φυσική αγωγή ως στοιχείο που προάγει τη βελτίωση της υγείας, τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, καλλιεργεί αγωνιστικές αξίες, όπως η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η πάλη ενάντια στο ρατσισμό».
Αναδημοσίευση από το blog Βαθύ Κόκκινο
Κυριακή 23 Ιουνίου 2013
Με αφορμή την επέτειο της εισβολής της χιτλερικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ στις 22 Ιούνη 1941
Η ομιλία του Ι.Β.Στάλιν για την Οκτωβριανή Επανάσταση τον Νοέμβριο του 1941
Στις 22 Ιούνη 1941 η χιτλερική Γερμανία εισβάλλει στην ΕΣΣΔ, έχοντας ήδη κατακτήσει εδάφη άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Είναι γεγονός ότι στα δύο σχεδόν χρόνια, από την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία (1/9/1939), δύο χρόνια πολέμου, η ιμπεριαλιστική Γερμανία δε βρήκε αντίσταση ούτε καν από τη Γαλλία, ενώ η Βρετανία, η οποία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία αμέσως μετά την εισβολή της στην Πολωνία, μόνο πόλεμο δεν έκανε, αφού η κήρυξη του πολέμου δε συνοδεύτηκε από καμιά πρακτική ενέργεια, καμιά συμμετοχή σε πολεμική επιχείρηση. Επομένως, η Γερμανία, αφού κατέλαβε αρκετά εδάφη στη Δυτική Ευρώπη, στράφηκε ενάντια στην ΕΣΣΔ, χωρίς να έχει ουσιαστικά πολεμικό μέτωπο ανοιχτό στη Δύση.
Η Σοβιετική Ενωση, σε συνθήκες που ο πόλεμος ήταν ορατός και αναπόφευκτος, ακολούθησε πολιτική που απέβλεπε στην όσο γίνεται συγκράτηση του γερμανικού ιμπεριαλισμού και τη δημιουργία, όσο μπορούσε να γίνει, προϋποθέσεων ασφάλειας και διατήρησης της ειρήνης. Ετσι, στις 2 Μάη 1935 υπογράφηκε στο Παρίσι το γαλλο-σοβιετικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση πολέμου και επίσης αντίστοιχη συμφωνία ΕΣΣΔ - Τσεχοσλοβακίας. Η σοβιετική κυβέρνηση με τον τρόπο αυτό πάλευε, με κάθε μέσο, για την αποτροπή του πολέμου. Ταυτόχρονα, το σοβιετικό κράτος πήρε μια σειρά μέτρα, που απέβλεπαν στην ενίσχυση της άμυνας της χώρας και στην ανάπτυξη του στρατιωτικο-οικονομικού δυναμικού της.
Στη δεκαετία του 1930, η χιτλερική κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια διπλωματική, στρατηγική και οικονομική προπαρασκευή του παγκόσμιου πολέμου. Τον Οκτώβρη του 1933, η Γερμανία εγκατέλειψε τη Διάσκεψη της Γενεύης για τον αφοπλισμό και κατέθεσε δήλωση αποχώρησης από την Κοινωνία των Εθνών. Στις 16 Μάρτη 1935, ο Χίτλερ παραβίασε τα άρθρα, τα σχετικά με τον πόλεμο, που περιλαμβάνονταν στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών του 1919 και κήρυξε στη χώρα γενική επιστράτευση. Το Μάρτη του 1936 τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της Ρηνανίας. Το Νοέμβρη του 1936 η Γερμανία και η Ιαπωνία υπέγραψαν το «αντικομμουνιστικό σύμφωνο» (ενάντια στη Γ' Διεθνή), στο οποίο το 1937 προσχώρησε και η Ιταλία. Αυτή η δραστηριότητα οδήγησε σε μια σειρά διεθνείς πολιτικές κρίσεις και ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Στη δεκαετία του '30, άρχισαν ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα (άρχισε το 1931), την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία (1935 - 1936) και τη γερμανοϊταλική επέμβαση στην Ισπανία (1936 - 1939).
Η Γερμανία, επωφελούμενη από την πολιτική της λεγόμενης «μη επέμβασης», που ακολουθούσαν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, κατέλαβε το Μάρτη του 1938 την Αυστρία και άρχισε να προετοιμάζει επίθεση κατά της Τσεχοσλοβακίας. Υπήρχαν βεβαίως οι συμφωνίες της Τσεχοσλοβακίας με τη Γαλλία το 1924 και με την ΕΣΣΔ το 1935, που προέβλεπαν στρατιωτική βοήθεια αυτών των κρατών στην Τσεχοσλοβακία. Εξάλλου, η Σοβιετική Ενωση δεν παρέλειπε να δηλώνει ότι ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και να προσφέρει στην Τσεχοσλοβακία στρατιωτική βοήθεια, ακόμα και αν δε βοηθούσε η Γαλλία.
Παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση Ε. Μπένες της Τσεχοσλοβακίας δε δέχτηκε τη βοήθεια της ΕΣΣΔ. Και, βεβαίως, στην υπόθεση «Τσεχοσλοβακία» τη λύση έδωσε η συμφωνία του Μονάχου. Το Σεπτέμβρη του 1938 έγινε συνάντηση Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, στο Μόναχο, όπου η Τσεχοσλοβακία συμφωνήθηκε να δοθεί στον Χίτλερ. Χωρίς ουσιαστικά να γίνει συζήτηση, αφού ήδη η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας είχε προειδοποιηθεί με τελεσίγραφο της Μεγάλης Βρετανίας να δεχτεί τους όρους της Γερμανίας, δηλαδή την προσάρτηση στη Γερμανία εδαφών της με γερμανικό πληθυσμό (περιοχή των Σουδητών).
Αποτέλεσμα της συμφωνίας του Μονάχου ήταν οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, να επιβάλουν τους όρους της Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία και ουσιαστικά να συμφωνήσουν για την κατάληψη, από τη Γερμανία, της περιοχής των Σουδητών, υπολογίζοντας με τον τρόπο αυτό να ανοίξουν στη Γερμανία «το δρόμο προς Ανατολάς». Ετσι, λύθηκαν πια τα χέρια της Γερμανίας για την επίθεση.
Προς το τέλος του 1938, η ναζιστική Γερμανία άρχισε διπλωματική επίθεση κατά της Πολωνίας, προκαλώντας τη λεγόμενη κρίση του Ντάντσιχ, που σήμαινε ότι με το πρόσχημα των αξιώσεων για την εξάλειψη των «αδικιών της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών», σχετικά με την ελεύθερη ζώνη της πόλης Ντάντσιχ, έψαχνε αφορμή για να πραγματοποιήσει εισβολή στην Πολωνία. Το Μάρτη του 1939, η Γερμανία κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Στη συνέχεια, κατέλαβε την περιοχή Μέμελ της Λετονίας και επέβαλε στη Ρουμανία υποδουλωτικό «οικονομικό» σύμφωνο. Η Ιταλία τον Απρίλη του 1939 κατέλαβε την Αλβανία. Ως απάντηση στη διεύρυνση της φασιστικής εισβολής, οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, για να περιφρουρήσουν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντά τους στην Ευρώπη, υποσχέθηκαν «εγγυήσεις ανεξαρτησίας» σε Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα και Τουρκία. Η Γαλλία ανέλαβε, επιπλέον, την υποχρέωση να δώσει στρατιωτική βοήθεια στην Πολωνία σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της. Τον Απρίλη - Μάη του 1939 η Γερμανία κατήγγειλε την αγγλοαμερικανική ναυτική συμφωνία του 1935, ακύρωσε το σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία, που υπογράφτηκε το 1934, και έκλεισε με την Ιταλία το λεγόμενο Χαλύβδινο σύμφωνο, με βάση το οποίο η ιταλική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να βοηθήσει τη Γερμανία, αν αυτή εμπλακεί σε πόλεμο με τις δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις.
Για την κατάσταση που διαμορφώθηκε διεθνώς, αλλά και στην ΕΣΣΔ, αμέσως μετά την εισβολή της Γερμανίας στα εδάφη της, αναφέρεται το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα στο ένθετο του «Ριζοσπάστη» Ιστορία. Είναι ο λόγος του Ι. Β. Στάλιν στην 24η επέτειο της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, στη συνεδρίαση του Σοβιέτ των βουλευτών των εργαζομένων της Μόσχας και των Κομματικών και Κοινωνικών Οργανώσεων της Μόσχας στις 6 Νοέμβρη 1941.
Είναι η περίοδος που ήδη η αντιχιτλερική συμμαχία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία βρίσκεται σε στάδιο συγκρότησής της. ΗΠΑ και Βρετανία υποχρεώθηκαν σ' αυτή την αντιχιτλερική συμμαχία, την οποία δεν ήθελαν πριν από την επίσημη έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί περίμεναν έναν πόλεμο της Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ. Αλλά η εξέλιξη ήταν εντελώς διαφορετική. Η Γερμανία επιτέθηκε στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη. Αλλωστε, ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Και παρά το γεγονός ότι και η Γερμανία και οι ΗΠΑ - Βρετανία επιδίωκαν την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας, οι μεταξύ τους ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί βρήκαν την έκφρασή τους στην επίθεση της Γερμανίας στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη. Ετσι, μετά απ' αυτή την εξέλιξη, αλλά και την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ, ΗΠΑ και Βρετανία υποχρεώθηκαν να συνάψουν τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ, γιατί ήδη η μισή Ευρώπη βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή και επομένως κινδύνευαν τα συμφέροντά τους στην Ευρώπη, και όχι μόνο, από το γερμανικό ιμπεριαλισμό, ενώ οι ΗΠΑ ανταγωνίζονταν με την Ιαπωνία για την περιοχή του Ειρηνικού και την Ανατολική και Νότια Ασία. Ταυτόχρονα, πίστευαν πως με τον πόλεμο της Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ, άρχιζε ήδη η εξασθένιση της ΕΣΣΔ, επομένως στο μεταπολεμικό κόσμο μετά την ήττα της Γερμανίας θα τους ήταν εύκολο να αντιμετωπίσουν μια αδύνατη Σοβιετική Ενωση, ακόμη και να επιδιώξουν την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας αλλά και να ενισχύσουν τα μονοπωλιακά τους συμφέροντα στη Δυτική Ευρώπη, ως ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Βεβαίως, η εξέλιξη ήταν εντελώς διαφορετική αφού η ΕΣΣΔ με τον Κόκκινο Στρατό απελευθέρωσε τα κράτη στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη, ύψωσε την Κόκκινη Σημαία στο Ράιχσταγκ μέσα στο Βερολίνο και συνέβαλε ώστε να περάσουν από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό μια σειρά χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Στην προκειμένη περίπτωση, του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με την επίθεση της Γερμανίας στη Δυτική Ευρώπη, ΗΠΑ και Βρετανία ενδιαφέρονταν για την ήττα της Γερμανίας. Αλλά και η ΕΣΣΔ, που δέχτηκε και την εισβολή, πολεμούσε για την ήττα της Γερμανίας.
Από το συγκεκριμένο ιστορικό κείμενο επιβεβαιώνεται ότι τα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη δεν πολεμούν ουσιαστικά κατά της Γερμανίας, δεν υπάρχει ανοιχτό δυτικό πολεμικό μέτωπο, γεγονός που συμβάλλει στις αρχικές επιτυχίες των Γερμανών ιμπεριαλιστών κατά της ΕΣΣΔ. Επίσης, γίνεται αναφορά και εξηγούνται οι προσωρινές στρατιωτικές αποτυχίες της ΕΣΣΔ από τη σκοπιά της δύναμης των όπλων, αφού η Γερμανία με την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας κατέκτησε και την πολεμική της βιομηχανία, ενώ επίσης με την παράδοση της Γαλλίας στη Γερμανία (η γαλλική κυβέρνηση δεν αντιστάθηκε στην εισβολή), η τελευταία κατέκτησε και την πολεμική βιομηχανία της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται ανάλυση - εκτίμηση για το αναπόφευκτο της ήττας της Γερμανίας, ενώ επιβεβαιώνεται ξανά ο φιλειρηνικός χαρακτήρας του σοσιαλισμού, καθώς και η επιδίωξη της ΕΣΣΔ κάθε λαός να αποφασίζει ο ίδιος για το σύστημα, στο οποίο θέλει να ζει, χωρίς καμιά εξωτερική επέμβαση.
***
24η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΟΧΤΩΒΡΗ
Ομιλία του Στάλιν στην πανηγυρική συνεδρίαση για την επέτειο του Μεγάλου Οχτώβρη, το 1941
Σύντροφοι!
Πέρασαν 24 χρόνια από τότε που νίκησε η Σοσιαλιστική Επανάσταση του Οχτώβρη και εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας το σοβιετικό καθεστώς. Βρισκόμαστε τώρα στο κατώφλι του επόμενου, 25ου χρόνου της ύπαρξης του σοβιετικού καθεστώτος.
Συνήθως στις πανηγυρικές συνεδριάσεις των επετείων της Επανάστασης του Οχτώβρη κάνουμε τον απολογισμό των επιτυχιών μας στον τομέα της ειρηνικής ανοικοδόμησης για το χρόνο που πέρασε. Εχουμε πραγματικά τη δυνατότητα να κάνουμε αυτόν τον απολογισμό, γιατί οι επιτυχίες μας στον τομέα της ειρηνικής ανοικοδόμησης μεγαλώνουν όχι μόνο από χρόνο σε χρόνο, αλλά και από μήνα σε μήνα. Ποιες είναι αυτές οι επιτυχίες και κατά πόσο είναι μεγάλες, αυτό το ξέρουν όλοι, τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί.
Ο χρόνος, όμως, που μας πέρασε δεν είναι μόνο χρόνος ειρηνικής ανοικοδόμησης. Είναι ταυτόχρονα και χρόνος πολέμου ενάντια στους Γερμανούς επιδρομείς, που επιτέθηκαν ενάντια στη φιλειρηνική μας χώρα. Μόνο στους πρώτους έξι μήνες του έτους μπορέσαμε να συνεχίσουμε την ειρηνική, δημιουργική δουλειά μας. Η δεύτερη εξαμηνία, πάνω από 4 μήνες, περνάει μέσα σε συνθήκες άγριου πολέμου ενάντια στους Γερμανούς ιμπεριαλιστές. Ετσι, ο πόλεμος ήταν ένα σημείο στροφής στην ανάπτυξη της χώρας μας τον περασμένο χρόνο. Ο πόλεμος περιόρισε σημαντικά και σε ορισμένους τομείς σταμάτησε ολότελα την ειρηνική ανοικοδομητική δουλειά μας. Μας ανάγκασε να αναπροσαρμόσουμε όλη τη δουλειά μας πάνω σε πολεμικό ρυθμό. Μετέτρεψε τη χώρα μας σε ενιαία και συμπαγή μετόπισθεν, που εξυπηρετούν το μέτωπο, που εξυπηρετούν τον Κόκκινο Στρατό μας, το Πολεμικό Ναυτικό μας.
Η περίοδος της ειρηνικής ανοικοδόμησης τελείωσε. Αρχισε η περίοδος του απελευθερωτικού πολέμου ενάντια στους Γερμανούς επιδρομείς. Γι' αυτό είναι πολύ επίκαιρο να μπει το ζήτημα για τα αποτελέσματα του πολέμου μέσα στη δεύτερη εξαμηνία του περασμένου χρόνου, κυρίως στους τέσσερις και κάτι μήνες της δεύτερης εξαμηνίας του και για τα καθήκοντα που βάζουμε στον εαυτό μας σ' αυτόν τον απελευθερωτικό πόλεμο.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΗΝΕΣ
Είπα κιόλας σε έναν από τους λόγους μου στην αρχή του πολέμου, πως ο πόλεμος προκάλεσε μια επικίνδυνη απειλή για τη χώρα μας, πως πάνω από τη χώρα μας κρέμεται ένας σοβαρός κίνδυνος, πως πρέπει να καταλάβουμε, να νιώσουμε αυτόν τον κίνδυνο και να αναδιοργανώσουμε όλη τη δουλειά μας πάνω σε πολεμικό ρυθμό. Τώρα, ως συμπέρασμα από τους 4 μήνες του πολέμου, πρέπει να τονίσω πως αυτός ο κίνδυνος όχι μόνο δε λιγόστεψε, αλλά αντίθετα δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ. Ο εχθρός κυρίευσε ένα μεγάλο μέρος από την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, τη Μολδαβία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία, μια σειρά άλλες περιοχές, εισχώρησε ως την κοιλάδα του Ντονέτς, κρέμεται σαν μαύρο σύννεφο πάνω από το Λένινγκραντ, απειλεί την ένδοξη πρωτεύουσά μας, τη Μόσχα. Οι γερμανοφασίστες επιδρομείς ληστεύουν τη χώρα μας, καταστρέφουν τις πόλεις και τα χωριά μας, που δημιουργήθηκαν με τους κόπους των εργατών, των αγροτών και των διανοουμένων. Οι χιτλερικές ορδές σκοτώνουν και βιάζουν τους ειρηνικούς κατοίκους της χώρας μας, χωρίς να κάνουν διάκριση για τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γέρους. Τ' αδέρφια μας στις κατεχόμενες περιοχές της χώρας μας στενάζουν κάτω από το ζυγό των Γερμανών καταπιεστών.
Ποτάμια χύνουν το εχθρικό αίμα οι μαχητές του στρατού και του στόλου μας, υπερασπίζοντας την τιμή και την ελευθερία της Πατρίδας, αποκρούοντας παλικαρίσια τις επιθέσεις του αποθηριωμένου εχθρού, δίνοντας παραδείγματα ανδρείας και ηρωισμού. Ομως, ο εχθρός δεν υποχωρεί μπροστά σε θυσίες, δε λογαριάζει καθόλου το αίμα των στρατιωτών του, ρίχνει στο μέτωπο όλο και νέα τμήματα σε αντικατάσταση των εκτός μάχης και εντείνει όλες τις δυνάμεις του για να πάρει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα πριν έρθει ο χειμώνας, γιατί ξέρει πως ο χειμώνας δεν του υπόσχεται τίποτε καλό.
Μέσα στους 4 μήνες του πολέμου είχαμε 550 χιλιάδες νεκρούς, 378 χιλιάδες αγνοούμενους και έχουμε 1.020.000 τραυματίες. Στην ίδια περίοδο, ο εχθρός έχασε πάνω από 4 εκατομμύρια ανθρώπους, σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους.
Δε χωρεί αμφιβολία πως ως αποτέλεσμα των 4 μηνών του πολέμου, η Γερμανία, που οι ανθρώπινες εφεδρείες της εξαντλούνται κιόλας, βρίσκεται σημαντικά πιο αδυνατισμένη από τη Σοβιετική Ενωση, που οι εφεδρείες της μόλις τώρα ξετυλίγονται σε όλο τους το πλάτος.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ TOY «KEPAYNOBOΛOY» ΠΟΛΕΜΟΥ
Επιχειρώντας την επίθεση στη χώρα μας, οι γερμανοφασίστες επιδρομείς υπολόγιζαν πως θα μπορέσουν ασφαλώς «να τελειώσουν» με τη Σοβιετική Ενωση μέσα σε ενάμιση - δυο μήνες και πως θα καταφέρουν σ' αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα να φτάσουν έως τα Ουράλια. Πρέπει να πούμε πως οι Γερμανοί δεν έκρυβαν αυτό το σχέδιο της «κεραυνοβόλας» νίκης. Αντίθετα, το διαφήμιζαν με κάθε τρόπο. Τα γεγονότα, ωστόσο, έδειξαν πόσο επιπόλαιο και ανεδαφικό ήταν το «κεραυνοβόλο» σχέδιο. Τώρα, αυτό το ξέφρενο σχέδιο πρέπει να θεωρείται οριστικά αποτυχημένο.
Πώς να εξηγηθεί ότι ο «κεραυνοβόλος» πόλεμος που πέτυχε στη Δυτική Ευρώπη, απέτυχε και δεν έπιασε στην Ανατολή;
Πού στηρίζονταν οι γερμανοφασίστες στρατηγοί, όταν υπολόγιζαν πως μέσα σε δυο μήνες θα τελειώσουν με τη Σοβιετική Ενωση και θα φτάσουν, σ' αυτό το σύντομο διάστημα, έως τα Ουράλια; Στηρίζονταν πρώτα απ' όλα στη σοβαρή ελπίδα να δημιουργήσουν ένα γενικό συνασπισμό ενάντια στην ΕΣΣΔ, να τραβήξουν τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής σ' αυτό το συνασπισμό, φοβερίζοντας προκαταρκτικά τους ιθύνοντες κύκλους αυτών των χωρών με τον μπαμπούλα της επανάστασης και ν' απομονώσουν έτσι πέρα για πέρα τη χώρα μας από τις άλλες δυνάμεις. Οι Γερμανοί ήξεραν πως η πολιτική τους, που ποντάρει πάνω στις αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις ορισμένων κρατών και ανάμεσα σ' αυτά τα κράτη και στη σοβιετική χώρα, είχε δώσει κιόλας τ' αποτελέσματά της στη Γαλλία, που οι κυβερνήτες της, αφήνοντας να τους φοβίσει το φάσμα της επανάστασης, έβαλαν με τρόμο κάτω από τα πόδια του Χίτλερ την πατρίδα τους, παρατώντας κάθε αντίσταση. Οι γερμανοφασίστες στρατηλάτες νόμιζαν πως θα γίνει το ίδιο και με τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ο διαβόητος Ες στάλθηκε στην Αγγλία από τους Γερμανούς φασίστες γι' αυτό το σκοπό, για να πείσει τους Αγγλους πολιτικούς να προσχωρήσουν στη γενική σταυροφορία ενάντια στην ΕΣΣΔ. Οι Γερμανοί όμως έπεσαν τρομερά έξω στους υπολογισμούς τους. Παρά τις προσπάθειες του Ες, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ενωμένες Πολιτείες όχι μόνο δεν προσχώρησαν στη σταυροφορία των γερμανοφασιστών κατακτητών ενάντια στην ΕΣΣΔ, μα αντίθετα βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο με την ΕΣΣΔ ενάντια στη χιτλερική Γερμανία. Η ΕΣΣΔ όχι μόνο δε βρέθηκε απομονωμένη, μα αντίθετα απόκτησε καινούριους συμμάχους: Τη Μεγάλη Βρετανία, τις Ενωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες που κατέχονται από τους Γερμανούς. Φάνηκε πως η γερμανική πολιτική, που ποντάρει πάνω στις αντιθέσεις και φοβερίζει με τον μπαμπούλα της επανάστασης, ξόφλησε και δεν έχει πια πέραση μέσα στις καινούριες συνθήκες. Ακόμα παραπάνω: Η πολιτική αυτή κυοφορεί μεγάλους κινδύνους για τους Γερμανούς κατακτητές, γιατί με τις νέες συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος οδηγεί σε διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα.
Οι Γερμανοί υπολόγιζαν, δεύτερο, στην αστάθεια του σοβιετικού καθεστώτος, στην αστάθεια των σοβιετικών μετόπισθεν, νομίζοντας πως με το πρώτο κιόλας σοβαρό χτύπημα και τις πρώτες αποτυχίες του Κόκκινου Στρατού, θα αρχίσουν συγκρούσεις ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες, οι λαοί της ΕΣΣΔ θα πιαστούν στα χέρια, θα γίνουν εξεγέρσεις και η χώρα θα διαλυθεί στα συστατικά της μέρη, πράγμα που θα διευκόλυνε την προώθηση των Γερμανών κατακτητών και έως τα Ουράλια. Οι Γερμανοί όμως κι εδώ έπεσαν τρομερά έξω στους υπολογισμούς τους. Οι αποτυχίες του Κόκκινου Στρατού όχι μόνο δεν αδυνάτισαν, μα αντίθετα δυνάμωσαν ακόμα πιο πολύ τόσο την ένωση των εργατών και αγροτών, όσο και τη φιλία των λαών της ΕΣΣΔ. Κι ακόμα παραπάνω, μετέτρεψαν την οικογένεια των λαών της ΕΣΣΔ σ' ένα ενιαίο, ακλόνητο στρατόπεδο, που υποστηρίζει με αυταπάρνηση τον Κόκκινο Στρατό του, τον Κόκκινο Στόλο του. Ποτέ έως τώρα τα σοβιετικά μετόπισθεν δεν ήταν τόσο στέρεα, όσο τώρα. Είναι πολύ πιθανό ότι οποιοδήποτε άλλο κράτος, έχοντας τέτοιες απώλειες εδάφους σαν αυτές που έχουμε εμείς τώρα, δε θα άντεχε στη δοκιμασία και θα κλονιζόταν. Αν το σοβιετικό καθεστώς άντεξε τόσο εύκολα στη δοκιμασία και δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ τα μετόπισθέν του, θα πει πως το σοβιετικό καθεστώς είναι τώρα το πιο στέρεο καθεστώς.
Τέλος, οι Γερμανοί επιδρομείς στήριζαν τους υπολογισμούς τους πάνω στην αδυναμία του Κόκκινου Στρατού και του Κόκκινου Στόλου, νομίζοντας πως ο γερμανικός στρατός και ο γερμανικός στόλος θα κατορθώσουν, με το πρώτο κιόλας χτύπημα, να ανατρέψουν και να σκορπίσουν το στρατό και το στόλο μας, ν' ανοίξουν το δρόμο για να προωθηθούν χωρίς εμπόδια στο εσωτερικό της χώρας μας. Οι Γερμανοί όμως κι εδώ έπεσαν τρομερά έξω στους υπολογισμούς τους, υπερτιμώντας τις δυνάμεις τους και υποτιμώντας το στρατό μας και το στόλο μας. Βέβαια, ο στρατός μας και ο στόλος μας είναι ακόμα νεαροί, πολεμούν μόλις 4 μήνες, δεν πρόλαβαν ακόμα να γίνουν πέρα για πέρα εμπειροπόλεμοι, ενώ έχουν απέναντί τους τον εμπειροπόλεμο στόλο και τον εμπειροπόλεμο στρατό των Γερμανών, που πολεμούν εδώ και δυο χρόνια.
Πρώτα - πρώτα όμως το ηθικό του στρατού μας είναι ανώτερο από το ηθικό του γερμανικού στρατού, γιατί ο στρατός μας υπερασπίζει την πατρίδα του από τους ξένους επιδρομείς και πιστεύει στο δίκιο της υπόθεσής του, ενώ ο γερμανικός στρατός διεξάγει έναν αρπακτικό πόλεμο και ληστεύει μια ξένη χώρα και δεν μπορεί ούτε μια στιγμή να πιστέψει στο δίκιο της απαίσιας υπόθεσής του. Δε χωρεί αμφιβολία, πως η ιδέα της υπεράσπισης της πατρίδας μας, που στο όνομά της πολεμάνε οι άνθρωποί μας, πρέπει να γεννήσει, και πραγματικά γεννάει, στο στρατό μας ήρωες, που ατσαλώνουν τον Κόκκινο Στρατό, ενώ η ιδέα της αρπαγής και της κατάκτησης μιας ξένης χώρας, που στο όνομά της διεξάγουν κυρίως τον πόλεμο οι Γερμανοί, πρέπει να γεννήσει, και γεννάει πραγματικά, μέσα στο γερμανικό στρατό τους επαγγελματίες ληστές, που δεν έχουν καμιά ηθική αρχή και που αποσυνθέτουν το γερμανικό στρατό.
Δεύτερο, προωθούμενος βαθιά μέσα στη χώρα μας, ο γερμανικός στρατός απομακρύνεται από τα δικά του τα γερμανικά μετόπισθεν, είναι αναγκασμένος να δρα σε εχθρικό περιβάλλον, είναι αναγκασμένος να οργανώνει καινούρια μετόπισθεν σε ξένη χώρα, που τα καταστρέφουν εξάλλου οι παρτιζάνοι μας, πράγμα που αποσυνθέτει ριζικά τον εφοδιασμό του γερμανικού στρατού, τον αναγκάζει να φοβάται τα μετόπισθέν του και κλονίζει την πίστη του στη σταθερότητα της θέσης του, ενώ ταυτόχρονα ο δικός μας στρατός δρα σε δικό του πάτριο περιβάλλον, έχει αδιάκοπη υποστήριξη από τα μετόπισθέν του, εξασφαλισμένο τον εφοδιασμό του σε ανθρώπινο και πολεμικό υλικό, σε εφόδια και έχει γερή εμπιστοσύνη στα μετόπισθέν του. Να γιατί ο στρατός μας αποδείχτηκε πιο δυνατός απ' όσο υπολόγιζαν οι Γερμανοί και ο γερμανικός στρατός πιο αδύνατος απ' όσο θα μπορούσε κανείς να υπολογίσει, κρίνοντας από τις καυχησιάρικες ρεκλάμες των Γερμανών κατακτητών.
Η άμυνα του Λένινγκραντ και της Μόσχας, όπου οι μεραρχίες μας εξόντωσαν τελευταία τριάντα ταχτικές γερμανικές μεραρχίες, δείχνει πως μέσα στη φωτιά του πολέμου για την πατρίδα σφυρηλατούνται, σφυρηλατήθηκαν κιόλας, οι νέοι Σοβιετικοί μαχητές και διοικητές, αεροπόροι, πυροβολητές, ολμιστές, τανκιστές, πεζοί, ναύτες, που αύριο θα γίνουν ο τρόμος του γερμανικού στρατού.
Δε χωρεί αμφιβολία, πως όλες αυτές οι συνθήκες μαζί προκαθόρισαν την αναπότρεπτη αποτυχία του «κεραυνοβόλου» πολέμου στην ανατολή.
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΑΣ
Ολα αυτά είναι, βέβαια, σωστά. Είναι όμως εξίσου σωστό πως δίπλα σ' αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες υπάρχουν και μια σειρά από δυσμενείς για τον Κόκκινο Στρατό συνθήκες, που κάνουν ώστε ο στρατός μας να έχει προσωρινές αποτυχίες, τον αναγκάζουν να υποχωρεί, τον αναγκάζουν να εγκαταλείπει στον εχθρό ορισμένες περιοχές της χώρας μας.
Ποιες είναι αυτές οι δυσμενείς συνθήκες; Πού βρίσκονται οι αιτίες για τις προσωρινές στρατιωτικές αποτυχίες του Κόκκινου Στρατού;
Μια από τις αιτίες για τις αποτυχίες του Κόκκινου Στρατού είναι η έλλειψη δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη ενάντια στα γερμανοφασιστικά στρατεύματα. Πραγματικά, τούτη τη στιγμή στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν υπάρχουν καθόλου στρατεύματα της Μεγάλης Βρετανίας ή των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που να κάνουν πόλεμο με τα γερμανοφασιστικά στρατεύματα κι έτσι οι Γερμανοί δεν είναι υποχρεωμένοι να κομματιάσουν τις δυνάμεις τους και να διεξάγουν πόλεμο σε δυο μέτωπα, στη Δύση και στην Ανατολή. Αυτό, όμως, επιτρέπει στους Γερμανούς να θεωρούν τα νώτα τους εξασφαλισμένα και τους δίνει τη δυνατότητα να ρίξουν πάνω στη χώρα μας όλα τα στρατεύματά τους και τα στρατεύματα των συμμάχων τους στην Ευρώπη. Η κατάσταση τώρα είναι τέτοια, ώστε η χώρα μας διεξάγει τον απελευθερωτικό πόλεμο μόνη της, χωρίς τη στρατιωτική βοήθεια οποιουδήποτε, ενάντια στις ενωμένες δυνάμεις των Γερμανών, Φινλανδών, Ρουμάνων, Ιταλών, Ούγγρων. Οι Γερμανοί καμαρώνουν για τις προσωρινές τους επιτυχίες και επαινούν χωρίς μέτρο το στρατό τους, βεβαιώνοντας πως αυτός μπορεί πάντα να κατανικά τον Κόκκινο Στρατό στις μάχες ένας προς έναν. Αυτοί όμως οι ισχυρισμοί των Γερμανών είναι καθαρή καυχησιολογία, γιατί είναι ακατανόητο πώς, τότε, οι Γερμανοί καταφεύγουν στη βοήθεια των Φινλανδών, Ρουμάνων, Ιταλών, Ούγγρων ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, που πολεμάει αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς στρατιωτική βοήθεια από έξω; Δε χωρεί αμφιβολία πως η έλλειψη δεύτερου μετώπου στην ηπειρωτική Ευρώπη ενάντια στους Γερμανούς, διευκολύνει σημαντικά τη θέση του γερμανικού στρατού. Επίσης, δε χωρεί αμφιβολία ότι το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στην ηπειρωτική Ευρώπη -και αυτό πρέπει να ανοιχτεί το γρηγορότερο- θα ελαφρώσει ουσιαστικά τη θέση του δικού μας στρατού σε βάρος του γερμανικού.
Αλλη αιτία για τις προσωρινές αποτυχίες του στρατού μας είναι η έλλειψη τανκς και σε μικρότερη κλίμακα αεροπορίας. Στο σύγχρονο πόλεμο είναι πολύ δύσκολο να μάχεται το πεζικό δίχως τανκς και δίχως αρκετή αεροπορική προκάλυψη από τον αέρα. Ποιοτικά η αεροπορία μας ξεπερνάει τη γερμανική αεροπορία, και οι ένδοξοι αεροπόροι μας έχουν κατακτήσει τη δόξα ατρόμητων μαχητών. Για την ώρα όμως έχουμε λιγότερα αεροπλάνα από τους Γερμανούς. Τα τανκς μας ποιοτικά είναι ανώτερα από τα γερμανικά τανκς και οι ένδοξοι τανκιστές και πυροβολητές μας πολλές φορές έτρεψαν σε φυγή τα παινεμένα γερμανικά στρατεύματα με τα πολυάριθμα τανκς τους. Εχουμε, όμως, πολύ λιγότερα τανκς από τους Γερμανούς. Εδώ βρίσκεται το μυστικό για τις προσωρινές επιτυχίες του γερμανικού στρατού. Δεν μπορούμε να πούμε πως η δική μας βιομηχανία τανκς δουλεύει άσχημα και δίνει στο μέτωπο μας λίγα τανκς. Οι Γερμανοί όμως κατασκευάζουν πολύ περισσότερα τανκς, γιατί έχουν τώρα στη διάθεσή τους όχι μόνο τη δική τους βιομηχανία τανκς, μα και τη βιομηχανία της Τσεχοσλοβακίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γαλλίας. Διαφορετικά, ο Κόκκινος Στρατός θα είχε από καιρό τσακίσει το γερμανικό στρατό, που δεν μπαίνει σε μάχη δίχως τανκς και δεν αντέχει στα χτυπήματα των τμημάτων μας αν δεν έχει υπεροχή σε τανκς.
Υπάρχει ένα μόνο μέσο, απαραίτητο για να εκμηδενίσουμε την υπεροχή των Γερμανών σε τανκς και να βελτιώσουμε έτσι ριζικά τη θέση του στρατού μας. Το μέσο αυτό συνίσταται όχι μόνο στο να μεγαλώσουμε κάμποσες φορές την παραγωγή τανκς στη χώρα μας, μα ακόμα και στο να αυξήσουμε απότομα την παραγωγή αντιαρματικών αεροπλάνων, αντιαρματικών όπλων και πυροβόλων, αντιαρματικών χειροβομβίδων και όλμων, να φτιάξουμε περισσότερα αντιαρματικά χαντάκια και κάθε λογής άλλα αντιαρματικά εμπόδια.
Αυτό είναι τώρα το καθήκον μας.
Εμείς μπορούμε να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον και πρέπει να το εκπληρώσουμε κι ας κοστίσει όσο θέλει.
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ
Τους Γερμανούς κατακτητές, δηλαδή τους χιτλερικούς, τους ονομάζουμε συνήθως φασίστες. Οι χιτλερικοί, όπως φαίνεται, αυτό δεν το θεωρούν σωστό και επιμένουν να ονομάζονται «εθνικοσοσιαλιστές». Συνεπώς, οι Γερμανοί θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, πως το κόμμα των χιτλερικών, το κόμμα των Γερμανών κατακτητών, που ληστεύει την Ευρώπη και οργάνωσε τη βάρβαρη επίθεση ενάντια στο σοσιαλιστικό μας κράτος, είναι ένα κόμμα σοσιαλιστικό. Είναι δυνατό αυτό; Τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τους χιτλερικούς αποθηριωμένους επιδρομείς, που ληστεύουν και καταπιέζουν τους λαούς της Ευρώπης;
Μπορεί, άραγε, να θεωρήσουμε τους χιτλερικούς σαν εθνικιστές; Οχι, δεν μπορεί! Στην πραγματικότητα, οι χιτλερικοί παρουσιάζονται τώρα όχι σαν εθνικιστές, αλλά σαν ιμπεριαλιστές. Οσο οι χιτλερικοί ασχολούνταν με τη συνένωση των γερμανικών εδαφών και με την προσάρτηση της Ρηνανίας, της Αυστρίας κτλ. υπήρχε κάποια βάση να θεωρούνται εθνικιστές. Από τότε όμως που άρπαξαν τα ξένα εδάφη και υποδούλωσαν τα ευρωπαϊκά έθνη - τους Τσέχους, τους Σλοβάκους, τους Πολωνούς, τους Νορβηγούς, τους Δανούς, τους Ολλανδούς, τους Βέλγους, τους Γάλλους, τους Σέρβους, τους Ελληνες, τους Ουκρανούς, τους Λευκορώσους, τους Βαλτικούς κ.ά. - και άρχισαν να αποβλέπουν στην παγκόσμια κυριαρχία, το χιτλερικό κόμμα έπαψε να είναι εθνικιστικό, γιατί από κείνη τη στιγμή έγινε κόμμα ιμπεριαλιστικό, καταπιεστικό.
Το κόμμα των χιτλερικών είναι ένα κόμμα ιμπεριαλιστών και μάλιστα των πιο αρπακτικών και κακούργων ιμπεριαλιστών απ' όλους τους ιμπεριαλιστές του κόσμου.
Μπορεί, άραγε, να θεωρούνται οι χιτλερικοί σοσιαλιστές; Οχι, δεν μπορεί. Στην πραγματικότητα οι χιτλερικοί είναι οι άσπονδοι εχθροί του σοσιαλισμού, οι πιο μαύροι αντιδραστικοί, που αφαίρεσαν από την εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης τις στοιχειώδικες δημοκρατικές ελευθερίες. Για να σκεπάσουν την αντιδραστική τους ουσία οι χιτλερικοί βρίζουν το αγγλοαμερικανικό εσωτερικό καθεστώς. Στην Αγγλία όμως και στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπάρχουν στοιχειώδικες δημοκρατικές ελευθερίες, υπάρχουν επαγγελματικά συνδικάτα των εργατών και υπαλλήλων, υπάρχουν εργατικά κόμματα, υπάρχει βουλή, ενώ στη Γερμανία, κάτω από το χιτλερικό καθεστώς, έχουν καταργηθεί όλοι αυτοί οι θεσμοί. Φτάνει να παραβάλει κανείς αυτές τις δυο σειρές γεγονότων, για να καταλάβει το αντιδραστικό περιεχόμενο του χιτλερικού καθεστώτος και όλη την ψευτιά της φλυαρίας των Γερμανών φασιστών για το αγγλοαμερικανικό πλουτοκρατικό καθεστώς. Μ' άλλα λόγια, το χιτλερικό καθεστώς είναι αντίγραφο του αντιδραστικού εκείνου καθεστώτος που υπήρχε στη Ρωσία με τον τσαρισμό. Είναι γνωστό, πως οι χιτλερικοί με την ίδια προθυμία καταπατούν τα δικαιώματα των εργατών, τα δικαιώματα των διανοουμένων και τα δικαιώματα των λαών, όπως τα καταπατούσε το τσαρικό καθεστώς, πως με την ίδια προθυμία οργανώνουν μεσαιωνικά πογκρόμ κατά των Εβραίων, όπως τα οργάνωνε και το τσαρικό καθεστώς.
Το χιτλερικό κόμμα είναι κόμμα των εχθρών των δημοκρατικών ελευθεριών, κόμμα της μεσαιωνικής αντίδρασης και των φανατικών πογκρόμ.
Και αν αυτοί οι ξέφρενοι ιμπεριαλιστές και οι χειρότεροι αντιδραστικοί, όλο και εξακολουθούν να παρουσιάζονται σαν «εθνικιστές» και «σοσιαλιστές», το κάνουν για να ξεγελάσουν το λαό, να εξαπατήσουν τους απλοϊκούς και να σκεπάσουν με τη σημαία του «εθνικισμού» και του «σοσιαλισμού» τη ληστρική ιμπεριαλιστική τους φύση.
Κοράκια, που στολίζονται με φτερά παγονιού... Οσο όμως κι αν στολιστούν τα κοράκια με τα φτερά παγονιού, δεν παύουν να είναι κοράκια.
«Πρέπει με όλα τα μέσα - λέει ο Χίτλερ - να πετύχουμε ώστε οι Γερμανοί να κατακτήσουν τον κόσμο: Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε τη μεγάλη μας γερμανική αυτοκρατορία, πρέπει πρώτα απ' όλα να εκτοπίσουμε και να εξοντώσουμε τους σλαβικούς λαούς - Ρώσους, Πολωνούς, Τσέχους, Σλοβάκους, Βούλγαρους, Ουκρανούς, Λευκορώσους. Δεν υπάρχει κανένας λαγός να μην το κάνουμε αυτό».
«Ο άνθρωπος - λέει ο Χίτλερ - είναι αμαρτωλός από γεννησιμιού του, μπορεί να τον διευθύνεις μόνο με τη δύναμη. Απέναντί του μπορεί να χρησιμοποιηθούν οποιεσδήποτε μέθοδοι. Οταν το ζητάει η πολιτική, πρέπει να λέμε ψέματα, να προδίνουμε, ακόμα και να σκοτώνουμε».
«Σκοτώνετε - λέει ο Γκέριγκ - τον καθένα που είναι αντίθετός μας, σκοτώνετε, σκοτώνετε, δεν έχετε εσείς την ευθύνη γι' αυτό αλλά εγώ, λοιπόν, σκοτώνετε!».
«Εγώ απελευθερώνω τον άνθρωπο - λέει ο Χίτλερ - από την εξευτελιστική αυτή χίμαιρα, που λέγεται συνείδηση. Η συνείδηση, όπως και η μόρφωση, παραμορφώνει τον άνθρωπο. Εχω τούτο το πλεονέκτημα, ότι δε με συγκρατεί καμιά επινόηση θεωρητικής ή ηθικής τάξης».
Σε μια διαταγή της γερμανικής διοίκησης προς το 489 σύνταγμα πεζικού, με ημερομηνία 25 του Σεπτέμβρη, που βρέθηκε πάνω σ' ένα Γερμανό υπαξιωματικό, αναφέρεται:
«Διατάζω να ανοίγετε πυρ ενάντια σε κάθε Ρώσο μόλις εμφανιστεί σε απόσταση 600 μέτρων. Ο Ρώσος πρέπει να ξέρει, πως έχει απέναντί του έναν αποφασιστικό εχθρό και πως δεν μπορεί να περιμένει καμιά επιείκεια».
Σ' ένα διάγγελμα της γερμανικής διοίκησης προς τους στρατιώτες, που βρέθηκε πάνω στο σκοτωμένο υπολοχαγό Γουσταύο Τσίγκελ, από τη Φραγκφούρτη πάνω στο Μάιν, αναφέρεται:
«Εσύ δεν έχεις καρδιά και νεύρα, στον πόλεμο αυτά δε χρειάζονται. Πνίξε μέσα σου τη λύπη και τη συμπόνια, σκότωνε κάθε Ρώσο, κάθε Σοβιετικό, μη διστάζεις αν μπροστά σου είναι γέρος ή γυναίκα, κορίτσι ή αγόρι, σκότωνε, έτσι σώζεις τον εαυτό σου από την καταστροφή, εξασφαλίζεις το μέλλον της οικογενείας σου και δοξάζεσαι στους αιώνες».
Ορίστε το πρόγραμμα και οι υποδείξεις των ηγετών του χιτλερικού κόμματος και της χιτλερικής διοίκησης, πρόγραμμα και υποδείξεις ανθρώπων, που έχασαν την ανθρώπινη υπόσταση και ξέπεσαν στο επίπεδο των άγριων θηρίων.
Κι αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν συνείδηση και τιμή, οι άνθρωποι με την ηθική των άγριων θηρίων, έχουν το θράσος να καλούν στην εξόντωση του μεγάλου ρωσικού έθνους, του έθνους του Πλεχάνοφ και του Λένιν, του Μπελίνσκι και του Τσερνισέφσκι, του Πούσκιν και του Τολστόι, του Γκλίνκα και του Τσαϊκόφσκι, του Γκόρκι και του Τσέχοφ, του Σετσένοφ και του Πάβλοφ, του Ρέπιν και του Σούρικοφ, του Σουβάροφ και του Κουτούζοφ!...
Οι Γερμανοί επιδρομείς θέλουν να κάνουν έναν πόλεμο εξοντωτικό ενάντια στους λαούς της ΕΣΣΔ. Τι να γίνει; Αν οι Γερμανοί θέλουν έναν πόλεμο εξόντωσης, θα τον έχουν.
Από τούτη τη στιγμή το καθήκον μας, το καθήκον των λαών της ΕΣΣΔ, το καθήκον των μαχητών, των διοικητών και των πολιτικών στελεχών του στρατού και του ναυτικού μας είναι να εξοντώσουν ως τον τελευταίο όλους τους Γερμανούς, που μπήκαν στο έδαφος της πατρίδας μας σαν κατακτητές της.
Κανένα έλεος για τους Γερμανούς κατακτητές!
Θάνατος στους Γερμανούς επιδρομείς!
Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΝ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ
Και μόνο το γεγονός ότι οι Γερμανοί κατακτητές στον ηθικό ξεπεσμό τους, έχοντας χάσει την ανθρώπινη υπόσταση, ξέπεσαν από καιρό στο επίπεδο των αγρίων θηρίων, και μόνο το γεγονός αυτό λέει πως είναι καταδικασμένοι σε αναπόφευκτη καταστροφή. Η αναπόφευκτη όμως καταστροφή των χιτλερικών κατακτητών και των στρατευμάτων τους δεν καθορίζεται μόνο από τους ηθικούς συντελεστές.
Υπάρχουν τρεις πολύ βασικοί συντελεστές, που η δύναμή τους μεγαλώνει από μέρα σε μέρα και που θα οδηγήσουν στο κοντινό μέλλον στην αναπόφευκτη συντριβή του ληστρικού χιτλερικού ιμπεριαλισμού.
Είναι, πρώτο, η αστάθεια των ευρωπαϊκών μετόπισθεν της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας, η αστάθεια της «νέας τάξης» στην Ευρώπη. Οι Γερμανοί κατακτητές υποδούλωσαν τους λαούς της ευρωπαϊκής ηπείρου, από τη Γαλλία έως τη σοβιετική Βαλτική, από τη Νορβηγία, Δανία, Βέλγιο, Ολλανδία και σοβιετική Λευκορωσία έως τα Βαλκάνια και τη σοβιετική Ουκρανία, τους στέρησαν τις στοιχειώδικες δημοκρατικές ελευθερίες, τους στέρησαν το δικαίωμα να διαφεντεύουν την τύχη τους, τους αφαίρεσαν το στάρι, το κρέας, τις πρώτες ύλες, τους έκαναν σκλάβους τους, σταύρωσαν τους Πολωνούς, τους Τσέχους, τους Σέρβους και αποφάσισαν πως, έχοντας κατακτήσει την κυριαρχία στην Ευρώπη, μπορούν πια να χτίσουν πάνω σ' αυτή τη βάση την παγκόσμια κυριαρχία της Γερμανίας. Αυτό το ονομάζουν «νέα τάξη στην Ευρώπη». Τι είναι όμως αυτή η «βάση», τι είναι αυτή η «νέα τάξη»; Μόνον οι χιτλερικοί ναρκισσευόμενοι βλάκες δε βλέπουν πως η «νέα τάξη» στην Ευρώπη και η περιβόητη «βάση» αυτής της τάξης, είναι ένα ηφαίστειο έτοιμο να ξεσπάσει σε οποιαδήποτε στιγμή και να θάψει το γερμανικό ιμπεριαλιστικό χάρτινο οικοδόμημα. Αναφέρουν τον Ναπολέοντα και βεβαιώνουν πως ο Χίτλερ ενεργεί σαν τον Ναπολέοντα και πως μοιάζει σε όλα του με τον Ναπολέοντα. Ομως, πρώτα πρώτα, δε θα 'πρεπε να ξεχνιέται ποια ήταν η τύχη του Ναπολέοντα. Και δεύτερο, ο Χίτλερ μοιάζει με τον Ναπολέοντα όσο το γατάκι μοιάζει με το λιοντάρι. Γιατί ο Ναπολέοντας αγωνιζόταν ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης, στηριζόμενος στις προοδευτικές δυνάμεις, ενώ, αντίθετα, ο Χίτλερ στηρίζεται στις αντιδραστικές δυνάμεις για να πολεμήσει τις προοδευτικές δυνάμεις. Μόνο οι χιτλερικοί βλάκες του Βερολίνου δεν μπορούν να καταλάβουν πως οι υποδουλωμένοι λαοί της Ευρώπης θα αγωνιστούν και θα ξεσηκωθούν ενάντια στη χιτλερική τυραννία, Ποιος μπορεί ν' αμφιβάλλει ότι η ΕΣΣΔ, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα υποστηρίξουν πέρα για πέρα τους λαούς της Ευρώπης στον απελευθερωτικό τους αγώνα ενάντια στη χιτλερική τυραννία;
Δεύτερο, είναι η αστάθεια των μετόπισθεν των χιτλερικών κατακτητών μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Οσο οι χιτλερικοί ασχολούνταν να περιμαζέψουν τη Γερμανία, που την είχε κομματιάσει η Συνθήκη των Βερσαλλιών, μπορούσαν να έχουν την υποστήριξη του γερμανικού λαού, που τον εμψύχωνε το ιδανικό της ανόρθωσης της Γερμανίας. Οταν όμως το ζήτημα αυτό λύθηκε πια και οι χιτλερικοί μπήκαν στο δρόμο του ιμπεριαλισμού, στο δρόμο της αρπαγής των ξένων εδαφών και της υποδούλωσης των ξένων λαών - κάνοντας τους λαούς της Ευρώπης και τους λαούς της ΕΣΣΔ άσπονδους εχθρούς της σημερινής Γερμανίας - μέσα στο γερμανικό λαό έγινε μια βαθιά μεταστροφή ενάντια στη συνέχιση του πολέμου, για την κατάπαυση του πολέμου.
Πάνω από δυο χρόνια αιματηρός πόλεμος που το τέλος του δε φαίνεται ακόμα πουθενά, εκατομμύρια ανθρώπινα θύματα, πείνα, αθλιότητα, επιδημίες, παντού μια εχθρική για τους Γερμανούς ατμόσφαιρα, η ανόητη πολιτική του Χίτλερ, που μετέβαλε τους λαούς της ΕΣΣΔ σε άσπονδους εχθρούς της σημερινής Γερμανίας, όλα αυτά δεν μπορούσαν να μη στρέψουν το γερμανικό λαό ενάντια στον άσκοπο και καταστρεπτικό πόλεμο. Μόνον οι χιτλερικοί βλάκες δεν μπορούν να καταλάβουν πως όχι μόνο τα ευρωπαϊκά μετόπισθεν, μα και τα γερμανικά μετόπισθεν των γερμανικών στρατευμάτων, αποτελούν ένα ηφαίστειο έτοιμο να ξεσπάσει και να θάψει τους χιτλερικούς τυχοδιώκτες.
Και, τέλος, είναι ο συνασπισμός της ΕΣΣΔ, της Μεγάλης Βρετανίας και των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής ενάντια στους γερμανοφασίστες ιμπεριαλιστές. Είναι το γεγονός, πως η Μεγάλη Βρετανία, οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Σοβιετική Ενωση συνενώθηκαν σε ένα ενιαίο στρατόπεδο, που έβαλε για σκοπό του τη συντριβή των χιτλερικών ιμπεριαλιστών και των κατακτητικών στρατιών τους. Ο σημερινός πόλεμος είναι πόλεμος κινητήρων. Τον πόλεμο θα τον κερδίσει εκείνος που θα 'χει συντριπτική υπεροχή στην παραγωγή κινητήρων. Αν ενώσουμε την παραγωγή κινητήρων των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, τότε θα έχουμε, σε σύγκριση με τη Γερμανία, τουλάχιστον τρεις φορές περισσότερους κινητήρες. Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία για την αναπότρεπτη καταστροφή του χιτλερικού ληστρικού ιμπεριαλισμού.
Η τελευταία συνδιάσκεψη των τριών Δυνάμεων στη Μόσχα, με τη συμμετοχή του αντιπροσώπου της Μεγάλης Βρετανίας κ. Μπίβερμπουκ και του αντιπροσώπου των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής κ. Χάριμαν, αποφάσισε να βοηθήσει συστηματικά τη χώρα μας σε τανκς και αεροπορία. Οπως είναι γνωστό, αρχίσαμε κιόλας να παίρνουμε, σε εκτέλεση αυτής της απόφασης, τανκς και αεροπλάνα. Λίγο νωρίτερα, η Μεγάλη Βρετανία είχε εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό της χώρας μας σε υλικά που μας έλειπαν, όπως αλουμίνιο, μολύβι, νικέλιο, καουτσούκ. Αν προστεθεί σ' αυτό και το γεγονός ότι αυτές τις μέρες οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποφάσισαν να χορηγήσουν στη Σοβιετική Ενωση δάνειο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια, τότε μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, πως ο συνασπισμός των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας και της ΕΣΣΔ είναι πραγματικότητα, που μεγαλώνει για το καλό του κοινού απελευθερωτικού μας έργου.
Αυτοί είναι οι συντελεστές, που καθορίζουν την αναπότρεπτη καταστροφή του γερμανοφασιστικού ιμπεριαλισμού.
ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΑΣ
Ο Λένιν ξεχώριζε δύο ειδών πολέμους: κατακτητικούς και συνεπώς άδικους πολέμους και απελευθερωτικούς, δίκαιους πολέμους.
Οι Γερμανοί διεξάγουν τώρα έναν κατακτητικό, άδικο πόλεμο, που αποβλέπει στην αρπαγή ξένου εδάφους και στην υποδούλωση ξένων λαών. Γι' αυτό όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πρέπει να ξεσηκωθούν ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές, σαν εχθρούς.
Αντίθετα από τη χιτλερική Γερμανία, η Σοβιετική Ενωση και οι σύμμαχοί της διεξάγουν έναν πόλεμο απελευθερωτικό, δίκαιο, που αποβλέπει στην απελευθέρωση των υποδουλωμένων λαών της Ευρώπης και της ΕΣΣΔ από τη χιτλερική τυραννία. Γι' αυτό όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πρέπει να υποστηρίξουν τους στρατούς της ΕΣΣΔ, της Μεγάλης Βρετανίας και των άλλων συμμάχων, σαν στρατούς απελευθερωτικούς.
Εμείς δεν έχουμε, κι ούτε μπορεί να έχουμε, τέτοιους σκοπούς του πολέμου, όπως η κατάκτηση ξένων εδαφών, η υποδούλωση ξένων λαών, αδιάφορο αν πρόκειται για λαούς και εδάφη της Ευρώπης ή για λαούς και εδάφη της Ασίας μαζί και του Ιράν. Ο πρώτος μας σκοπός είναι να απελευθερώσουμε τα δικά μας εδάφη και τους δικούς μας λαούς από το γερμανοφασιστικό ζυγό.
Εμείς δεν έχουμε, ούτε μπορεί να έχουμε, τέτοιους σκοπούς όπως η επιβολή της δικής μας θέλησης και του δικού μας καθεστώτος στους σλαβικούς ή στους άλλους υπόδουλους λαούς της Ευρώπης, που περιμένουν τη βοήθειά μας. Ο σκοπός μας είναι να βοηθήσουμε αυτούς τους λαούς στον απελευθερωτικό τους αγώνα ενάντια στη χιτλερική τυραννία, και κατόπι να τους δώσουμε πλήρη ελευθερία να έχουν στη χώρα τους το καθεστώς που θέλουν. Καμιά ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων λαών!
Για να πραγματοποιηθούν όμως αυτοί οι σκοποί, πρέπει να συντριβεί η στρατιωτική δύναμη των Γερμανών κατακτητών, πρέπει να εξοντωθούν ως τον τελευταίο όλοι οι Γερμανοί επιδρομείς που εισχώρησαν μέσα στην πατρίδα μας για να την υποδουλώσουν.
Γι' αυτό, όμως, είναι ανάγκη ο στρατός και το ναυτικό μας να έχουν δραστήρια και ενεργητική υποστήριξη από ολόκληρη τη χώρα μας, οι εργάτες μας και οι υπάλληλοι, άνδρες και γυναίκες, να εργάζονται ασταμάτητα στις επιχειρήσεις μας και να δίνουν στο μέτωπο όλο και περισσότερα τανκς, αντιαρματικά όπλα και πυροβόλα, αεροπλάνα, κανόνια, όλμους, πολυβόλα, τουφέκια, πολεμοφόδια οι άνδρες και οι γυναίκες των κολχόζ μας να δουλεύουν ασταμάτητα στα χωράφια τους και να δίνουν στο μέτωπο και στη χώρα όλο και περισσότερο στάρι, κρέας, πρώτες ύλες για τη βιομηχανία, όλη η χώρα μας και όλοι οι λαοί της ΕΣΣΔ να οργανωθούν σε ένα πολεμικό στρατόπεδο, που να διεξάγει, μαζί με το στρατό και το ναυτικό μας, το μεγάλο απελευθερωτικό πόλεμο για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας μας, για τη συντριβή των γερμανικών στρατιών.
Αυτό είναι τώρα το καθήκον μας.
Μπορούμε και πρέπει να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον.
Μονάχα πραγματοποιώντας αυτό το καθήκον και συντρίβοντας τους Γερμανούς κατακτητές θα μπορέσουμε να πετύχουμε μακρόχρονη και δίκαιη ειρήνη.
Για την πλήρη συντριβή των Γερμανών κατακτητών!
Για την απελευθέρωση όλων των υποδουλωμένων λαών, που στενάζουν κάτω από το ζυγό της χιτλερικής τυραννίας!
Ζήτω η ατράνταχτη φιλία των λαών της Σοβιετικής Ενωσης!
Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός μας και ο Κόκκινος Στόλος μας!
Ζήτω η δοξασμένη Πατρίδα μας!
Η υπόθεσή μας είναι δίκαιη, η νίκη θα είναι δική μας.
(Ολοι σηκώνονται. Τραγουδούν τη «Διεθνή»)
* Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο «Ι. Β. Στάλιν - Ο Μεγάλος Πόλεμος για την Πατρίδα», εκδόσεις «Νέα Βιβλία», 1946
Κυριακή 16 Ιουνίου 2013
Μαρτυρίες από το Δίστομο και μια σύγχρονη πραγματικότητα
Ελένη Αθανασίου Κίνια
Όταν έγινε η σφαγή ήμουν εννιά χρονών. 10/6/1944. Έζησα τη θηριωδία σε όλη της το μεγαλείο. Οι Γερμανοί έφτασαν στο Δίστομο πολύ πιο αγριεμένοι από άλλες φορές και διαφορετικά ντυμένοι- οι στολές τους είχαν μια φαρδιά ζώνη στη μέση με χειροβομβίδες, ξίφη και στιλέτα. Στη διαδρομή τους από τη Λιβαδειά μέχρι το Δίστομο είχαν συλλάβει δώδεκα ομήρους 20-35 χρονών οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα. Τους έβαλαν στα αυτοκίνητα οι και μπήκαν στο χωριό για να κάνουν το καθιερωμένο τους πλιάτσικο. Από τον ιερέα τον παπά- Σωτήρη και από τον πρόεδρο του χωριού, τον Χαράλαμπο Κίνια, αδερφό του πατέρα μου, ζήτησαν εξηγήσεις γιατί την προηγούμενη ημέρα είχαμε φιλοξενήσει στο Δίστομο 35 αντάρτες. Οι δικοί μας απάντησαν: «όπως έρχεστε εσείς και αναγκαζόμαστε να μην μπορούμε να σας αρνηθούμε το ίδιο συμβαίνει και με τους αντάρτες». Την προηγούμενη, είχαν πάρει και οι αντάρτες ο, τι ήθελαν, είχαν έρθει σε ένα σπίτι δίπλα από το πατρικό μου, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν και πρωί- πρωί έφυγαν γιατί γνώριζαν από τους πληροφοριοδότες τους ότι οι Γερμανοί πλησίαζαν. Πλιάτσικο γινόταν και από τις δύο πλευρές. Οι αντάρτες όμως δεν είχαν τον τρόπο του κατακτητή. Είχαν τον τρόπο της αντίστασης. Στις 2 λοιπόν το μεσημέρι και μετά το πλιάτσικο οι Γερμανοί έφυγαν με κατεύθυνση τον Ελικώνα. Οι όμηροι μαζί τους- μέσα στα αυτοκίνητα.
Εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν ταμπουρωθεί 2 χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο. Και μόλις εμφανίστηκαν τα γερμανικά αυτοκίνητα, άρχισαν να χτυπάνε. Μια σκληρή μάχη ξεκίνησε αναμεταξύ τους. Στη συμπλοκή τραυματίζεται ο ταγματάρχης των Γερμανών, κάποιος Τεό, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ελλάδα, μιλούσε άπταιστα την γλώσσα μας και είχε παντρευτεί Ελληνίδα. Μετά τον βαρύ τραυματισμό του οι Γερμανοί υποχωρούν κι ύστερα από 2 ώρες η συμπλοκή παίρνει τέλος. Εμείς εντωμεταξύ να ακούμε καθαρά τους πυροβολισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης.
Η ώρα τώρα είναι 4 το απόγευμα. Οι Γερμανοί επιστρέφουν, σταματούν στην Κάτω Πλατεία του χωριού μπροστά στο δημοτικό σχολείο, εκεί όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς των ομήρων. Κατεβάζουν τον τραυματισμένο ταγματάρχη τους και μια γειτόνισσα τού πηγαίνει ένα ποτήρι νερό. Πριν ξεψυχήσει ο ταγματάρχης λέει κάτι και στις δύο γλώσσες. Στα γερμανικά το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι το «Καπούτ».
Στα ελληνικά λέει:
«Σκοτώστε τους όλους εκτός από την γριά». Κι αμέσως οι Γερμανοί κατεβάζουν από το αυτοκίνητο τους 12 ομήρους, τους στήνουν στον τοίχο του σχολείου και τους εκτελούν μπροστά μάτια των γυναικών τους, των γονιών τους, των συγγενών τους, μπροστά στα μάτια όλων μας. Βάζουν όλοι τις φωνές, κλαίνε και αυτοί στρέφουν τα όπλα πάνω μας κι αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως.
Όσοι προλαβαίνουν τρέχουν σαν τα αγρίμια, κρύβονται μέσα στα σπίτια, σε μαντρότοιχους και στενά κι οι Γερμανοί από πίσω να μας κυνηγούν. Η οικογένεια μου αυτή την ώρα βρίσκεται στο πατρικό μου, στο κέντρο του χωριού. Την εκτέλεση δεν την έχουμε δει.
Στον αλευρόμυλο που έχει ο πατέρας μου δίπλα από το σπίτι έχουν μαζευτεί 5 γυναίκες από το διπλανό χωριό, το Κυριάκι, μαζί με τα ζώα τους. Τη στιγμή που ακούμε τους πυροβολισμούς οι γυναίκες κρύβονται στη σκάλα του σπιτιού μας. Στο ίδιο σημείο φτάνει κι η γιαγιά μου, η αδελφή του πατέρα μου κι η μάνα μου με ένα μωρό 25 ημερών στην αγκαλιά και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου.
Ξαφνικά, ακούμε φωνές κι οδυρμούς και βλέπουμε την γειτόνισσα μας, την Βασιλική την Γεωργάκου μαζί με τις δύο κόρες της να κλαίει και να χτυπιέται γιατί οι Γερμανοί έχουν σκοτώσει τον μοναχογιό της, 19 χρονών. Τον έχουν φέρει σέρνοντας από την κάτω πλατεία στο σπίτι της μάνας του. Η γιαγιά μου μας μεταφέρει την είδηση - «τον Μήτσο τον γιο της Βασιλικής τον σκότωσαν» κι ύστερα πηγαίνει στην γειτόνισσα να της δώσει ένα λευκό ρούχο για σάβανο, να αλλάξουν στο νεκρό τα ματωμένα ρούχα.
Εγώ ή από ένστικτό, ή από φόβο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και τους βάζω όλους μέσα. Κλειδώνω την πόρτα και στέκομαι από πίσω της μη βγει έξω κανείς.
Λίγα λεπτά νωρίτερα, η αδερφή μου, 7 χρονών τότε, επέστρεφε από τη βρύση που είχε πάει για νερό κι στο δρόμο της είχε συναντήσει έναν Γερμανό. Την είχε κοιτάξει καλά καλά και την είχε αφήνει να φύγει.
Είμαστε λοιπόν στο καθιστικό και έξω ακούμε τους πυκνούς πυροβολισμούς οι οποίοι αυτή τη φορά έχουν ένα περίεργο ήχο. Είναι γιατί πέφτουν πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Ακούμε τα κλάματα της γειτόνισσας, τις μπότες των Γερμανών έξω από το σπίτι κι ύστερα έναν Γερμανό να φωνάζει στην κυρία Βασιλική, ύστερα πυροβολισμούς και μετά πάλι ησυχία. Δεν τολμάμε να βγούμε έξω.
Οι γυναίκες από το Κυριάκι λένε ότι μπορεί να μας αφήνουν μέσα στο σπίτι για να μας βιάσουν μετά, όπως είχαν κάνει και στο χωριό τους. Μετά από 2 ώρες βλέπουμε από το παράθυρο της κουζίνας καπνό- « να δείτε που θα μας κάψουν ζωντανούς» λένε τώρα οι γυναίκες από το Κυριάκι. Τελικά ανοίγουμε την πόρτα και ακούμε μια υπόκωφη φωνή και περίεργη που δεν θα την ξεχάσω ποτέ να λέει «Οι Γερμανοί έφυγαν».
Ξεθαρρεύουμε και βγαίνουμε στο δρόμο. Οι γυναίκες από το Κυριάκι παίρνουν τα ζώα τους και φεύγουν και την ίδια στιγμή ακούμε κάποια να φωνάζει «Κουμπάρα μου, κουμπάρα μου τον Χρήστο τον σκότωσαν». Ο Χρήστος Κίνιας ήταν ο αδερφός του πατέρα μου. Βάζουν τις φωνές ο παππούς και η γιαγιά και ξεκινούν για την πλατεία μαζί με την έγκυο γυναίκα του Χρήστου στο δεύτερο παιδί τους και το μικρό τους παιδί ενός χρόνου.
«Παιδί μου» λέει η μάνα μου «τρέξε και εσύ να δεις τι έγινε με το θείο εγώ δεν μπορώ να πάω». Ξεκινάω κι εγώ, τρέχω να προλάβω τους άλλους και φτάνοντας στην πλατεία βλέπω σπίτια να καίγονται, να γίνονται κάρβουνα, να πέφτουν στο δρόμο κι εγώ να φοβάμαι μην πέσουν πάνω μου και με κάψουν.
Όπως τρέχω, σκοντάφτω σε κάτι μαλακό, σκύβω και βλέπω κάτω τα πτώματα δύο μικρών κοριτσιών. Το μεσημέρι έπαιζα μαζί τους. Πιο’ κει οι γονείς τους σκοτωμένοι με τα σώματά τους σε περίεργες στάσεις και πνιγμένα μέσα στο αίμα. Τρελαμένη φτάνω στην κάτω πλατεία. Ο θείος ο Χρήστος είναι ακόμα ζωντανός. Η γυναίκα του πεσμένη πάνω του να κλαίει. Η γιαγιά και ο παππούς να τραβάνε τα μαλλιά τους. Οι μάρτυρες από τα γύρω κλειστά σπίτια να μας λένε ότι ο θείος σκοτώθηκε τελευταίος. Γυρίζει ο θείος τα μάτια του, με κοιτάζει. Φεύγω πάλι σαν τρελή. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από τον ίδιο δρόμο με τα σκοτωμένα κοριτσάκια και παίρνω τον κεντρικό. Εκεί όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, ο δρόμος γεμάτος σκοτωμένους, αίμα να κυλάει παντού. Φτάνοντας στην γειτονιά μου βλέπω μέσα σε μια αυλή ένα αντρόγυνο σκοτωμένο και την κόρη τους- 25 χρονών, ανάσκελα πεσμένη με ένα καρό φόρεμα, μια χοντρή πλεξούδα στα μαλλιά και στο στόμα της, άσπροι και κόκκινοι αφροί να σχηματίζουν ένα μεγάλο μπαλόνι. Φτάνω στη μάνα μου και της λέω για όλα όσα έχω δει. «Τώρα» μου λέει «πήγαινε να δεις τι κάνει ο θείος ο Γιάννης» (σ.σ. ο άλλος αδερφός του πατέρα μου).
Παίρνω άλλο δρόμο για να μην δω την κοπέλα με τους αφρούς. Αντικρίζω δύο παλικάρια, ένα με μια λίμνη αίματος δίπλα στο στόμα του και τον άλλο να κουνάει ακόμα τα χέρια του. Τρελαίνομαι. Δεν προχωράω άλλο. Αργότερα μαθαίνω ότι τον είχαν ξεκοιλιάσει και προσπαθούσε να βάλει μέσα τα εντόσθια του. Επιστρέφω στη μάνα μου και της λέω: «που με στέλνεις; το χωριό είναι γεμάτο νεκρούς.»
Την ίδια στιγμή φτάνει μια μακάβρια πομπή, ο θείος μου ο Χρήστος ζωντανός ακόμα να τον σέρνουν μέσα σε μια κουρελού. Τον ξαπλώνουν στο πλακόστρωτο της αυλής, έρχεται ο γιατρός, βλέπει το τραύμα στο λαιμό του, κουνάει το κεφάλι και φεύγει. Ο θείος καταλαβαίνει, μας κοιτάζει, στάζει ένα δάκρυ και ξεψυχάει.
Δεν αντέχω άλλο. Επιστρέφω στη σκάλα. Εκεί- καρφωμένη η μάνα μου με τέσσερα μωρά στο χέρι και περιέργως κανένα να μην βγάζει άχνα. Φτάνει μια άλλη γειτόνισσα και μας λέει για το εγγονάκι της 2 χρονών και τη νεκρή νύφη της, 22. Το μωρό, βαριά τραυματισμένο δεν έχει ξεψυχήσει ακόμα. Το έχει πάρει η γιαγιά αγκαλιά πνιγμένη μέσα στα αίματα και το κάνει βόλτα γύρω από τη σκάλα, του βρέχει τα χειλάκια με λίγο νερό μέχρι που ξεψυχάει κι αυτό. Στις 6 το απόγευμα μετά από 2 ώρες πέφτει μια βαριά σκιά σε όλο το χωριό κι ουρανός γίνεται τόσο γκρίζος σα νύχτα. Οι Γερμανοί τα μαζεύουν και φεύγουν γιατί φοβούνται ότι θα έρθουν οι αντάρτες και θα τους πετσοκόψουν. Αρχίζουν να φεύγουν όλοι σαν τρελοί προς το βουνό, την Κομμένη Ράχη. Άλλοι ματωμένοι, τραυματισμένοι, με μια κουβέρτα στην πλάτη. Ένα παλικάρι 16- 17 χρόνων μας λέει «τους σκότωσαν όλους». Καταλαβαίνουμε ότι έχει γίνει σφαγή.
Οι Γερμανοί έχουν αφανίσει το μισό χωριό. Έχουν μπει μέσα σε σπίτια, έχουν σκοτώσει έγκυες, ετοιμόγεννες, έχουν ποδοπατήσει έμβρυα, έχουν λιώσει τα κεφαλάκια τους στο πάτωμα έχουν σκοτώσει δύο παιδάκια μέσα στην κούνια μπροστά στα μάτια του παππού και της γιαγιάς, τα έχουν ξεκοιλιάσει τυλίγοντας τα εντόσθια τους γύρω από το λαιμό…. Στο σπίτι του παπά έχουν σκοτώσει τον ίδιο μαζί με άλλα 15 άτομα. Τραυμάτισαν την παπαδιά που κρατούσε στην αγκαλιά της το δίχρονο κοριτσάκι της. Αυτό, το πυροβόλησαν στο κεφάλι και το κεφαλάκι του σκορπίστηκε στο πρόσωπό της. Αυτή έζησε από θαύμα. Τρελάθηκε εκείνη την ώρα κατέβηκε στην αυλή και χόρευε. Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες. Κάθε ένα σπίτι έχει και μια, θέλει πολύ χρόνο για να ειπωθούν όλα.
Αφού περάσαμε μια φριχτή νύχτα στο βουνό έρχεται η επόμενη μέρα και το πρόβλημα της ταφής. Επιστρέφουμε στο χωριό να τους θάψουμε ομαδικά μέσα σε σεντόνια και κουβέρτες. Όταν κάποιος βλέπει ένα αυτοκίνητο στα τριγύρω βουνά φωνάζει «έρχονται οι Γερμανοί» κι εμείς παρατάμε τους νεκρούς μέσα στο δρόμο. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να θάψουμε 220 νεκρούς μέσα σε μια ημέρα. Αρχίζει η αποσύνθεση. Το χωριό μυρίζει ολόκληρο και έτσι αναγκαζόμαστε να ανοίγουμε τάφους μέσα στις αυλές και τους κήπους, τάφους όχι πολύ βαθείς- ίσα που σκεπάζονται με λίγο χώμα.
Τι κουράγιο να βρεις να σκάψεις βαθιά στις 10 Ιουνίου….;
Πέντε χρόνια μένουν έτσι μέχρι να τους ξεθάψουν. Και κάθε βράδυ το Δίστομο φωτίζεται από τα καντηλάκια και τα κεριά όλων αυτών των τάφων. Το χωριό είναι ένα απέραντο νεκροταφείο.
Περνάνε 7 ολόκληρα χρόνια για να φορέσει κάποιος χρωματιστά ρούχα στο χωριό. Οι γάμοι και οι βαφτίσεις γίνονται μέσα στα σπίτια, δεν ακούγονται γέλια, τραγούδια, καμία κοπέλα δεν φοράει νυφικό στο γάμο της. Παιδιά μεγαλώνουν με τον παππού και την γιαγιά. Από μια οικογένεια έχει μείνει μόνο ένα κορίτσι 15 χρονών. Το μεγαλώνει η γειτονιά. Στο Δίστομο λείπει πια μια ολόκληρη γενιά. Γονείς θάβουν τα παιδιά τους και μεγαλώνουν τα εγγόνια σα να είναι οι γονείς.
Η λέξη «τραγικό» είναι απειροελάχιστη για να εκφράσει αυτό που έγινε στο Δίστομο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναζήσει το χωριό και να βρει τους ρυθμούς του.
Τη μέρα της σφαγής είχαν σκοτώσει τον αρραβωνιαστικό μιας κοπέλας που ήταν έγκυος. Ένας νεαρός έχασε επίσης την ίδια μέρα την αρραβωνιαστικιά του, έγκυος και εκείνη. Οι δύο επιζώντες παντρεύτηκαν κι ο άντρας αναγνώρισε το παιδί που πήρε το όνομα Θεμιστοκλής Θεμιστοκλή Σφουντούρη. Αυτά άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί. Έχουν άδικο τώρα να ζητάνε οι Διστομίτες δικαίωση για τους συγγενείς τους; Δεν πρέπει να πληρώσουν γι αυτό που έγινε;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να πληρωθεί. Για τα παιδιά που έζησαν χωρίς τα αδέλφια τους, που ποτέ δεν είπαν τις λέξεις «μάνα» και «πατέρα», για ορφανά που δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα. Με τι πληρώνονται όλα αυτά; Αυτό θέλω να πω εγώ στην κα Μέρκελ και σε όλο το σινάφι της. Έχουν τα μούτρα να τα βάζουν ακόμα με την Ελλάδα; Θα έπρεπε να νιώθουν απέραντη ντροπή. Δεν ήμασταν θύματα πολέμου όπως ισχυρίζονται. Ήμασταν δολοφονημένοι εν ψυχρώ. Κρατήστε αυτά που σας είπα σαν ένα φόρο τιμής για όλους αυτούς που χάθηκαν.»
Παναγιώτης Σφουντούρης (τότε ήταν 6 ετών)
«Την ώρα της σφαγής βρισκόμουνα στο ισόγειο του Αγγελή Πίτσου, εγώ, η αδερφή μου Μαρία, η γιαγιά μου Κατερίνη Πίτσου με την κόρη της Ασήμω. Είμαστε κλεισμένοι μέσα γιατί ακούγαμε να πέφτουν σφαίρες από τη μεριά του Στειριού. Για μια στιγμή βλέπουμε απ’ το γωνιακό παράθυρο να έρχονται γερμανικά αυτοκίνητα από το δρόμο του Στειριού και να σταματούν μπροστά στο Δημοτικό σχολείο προς του Ψημένου. Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα.
Εγώ, μικρός, δε γνώριζα αλλά η γιαγιά μου είπε πως ήταν τα παιδιά. Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου προς τη μεριά του σπιτιού του Βιτριόλη – Πανουργιά και τους εκτέλεσαν. Μετά από λίγο από το άλλο παράθυρο βλέπουμε να μπαίνουν οι Γερμανοί στο διπλανό μας σπίτι, του Θανάση Καστρίτη. Εκείνη την ώρα η Σταμούλα Καστρίτη με τη μάνα της Θεοφανή Κοκκίνη ήταν στο φούρνο και ρίχνανε το ψωμί. Ο πατέρας της Σταμούλας και σύζυγος της Θεοφανής, ο Αγγελής Καστρίτης καθόταν στο πλατύσκαλο, το πέτρινο, της ξύλινης σκάλας.
Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη της όπως φούρνιζαν. Ο γέρο Αγγελής έκαμε να σηκωθεί να ορμήσει. Του ρίχνουν και τον σωριάζουν. Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν τον πατέρα, τη μάνα της και την αδερφή της έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Αμέσως για καλή μας τύχη σηκώσανε τον καταρράχτη και μπήκαμε στο υπόγειο. Εγώ, η γιαγιά μου, η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου η Ασήμω. Με το κλείσιμο του καταρράχτη έσυραν και μια κουρελού, έφτασαν και μπήκαν από την πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την άλλη της κυρίας εισόδου.
Ύστερα από αρκετές ώρες βγήκε πρώτη η ξαδέρφη μου η Ασήμω, γύρω στα 17. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αφού είδε πως δεν υπήρχαν γερμανικά αυτοκίνητα στο δρόμο και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, βγήκαμε όλοι από τον καταρράχτη. Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Βγαίνοντας απ’ την αυλόπορτα του Πίτσου πάνω σε στέφλα είδαμε σκοτωμένο το Νίκο Σφουντούρη, ξάδερφό μου. Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω.
Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρονών. Βγήκαμε έξω κλαίγοντας και φωνάζω στη γιαγιά Κατερίνη πως σκοτώσαν τους γονείς μου και μου είπε να πάω στης γιαγιάς μου το σπίτι – στη μάνα της μάνας μου. Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι- χέρι. Φτάνοντας στην πάνω πλατεία είδαμε ένα σκοτωμένο μπροστά στου Μπουκαλή. Για να πάμε στης γιαγιάς περνούσαμε από το στενό μεταξύ Τζάθα και Κουτριάρη. Εκεί είχαν τραυματίσει τον Ειρηνοδίκη και έναν άλλον. Μέσα από το σπίτι του Τζάθα μούγκριζε τραυματισμένος. Φτάσαμε με την αδερφή μου στο σπίτι της γιαγιάς. Κλεισμένο, έρημο. Μας μάζεψε ο γερο Λουκάς Καϊλης που ζούσε ανήμπορος στο σπίτι του Μιλτιάδη Καϊλη. Μας ρώτησε τι πάθαμε και του είπα πως σκότωσαν τους γονείς και τον αδερφό μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός της μάνας μου Χαράλαμπος Καρούζος που μας πήρε και διανυκτερεύσαμε έξω από το χωριό στη μεγάλη λάκκα. Εκεί άκουγα όλη τη νύχτα τα κλάματα, τα μοιρολόγια των πατριωτών μου. Άκουγα τους λυγμούς της Νίτσας Καϊλη (Νίτσα Σφουντούρη σήμερα) που της είχαν σκοτώσει τους γονείς της. Την άλλη μέρα φύγαμε και πήγαμε στο μαντρί του Θανάση Καστρίτη στο αλωνάκι για αρκετό καιρό. Ύστερα περιπλανιόμαστε και φτάσαμε στην Αντίκυρα και από κει τριγυρνούσαμε στον ελαιώνα της Παραλίας Διστόμου αποφεύγοντας τους Γερμανούς που πολλές φορές κατέβαιναν με άλογα φορτωμένα κανόνια.
Απ’ αυτή την άγρια σφαγή έχασα 14 άτομα άμεσους συγγενείς μου».
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ
«Παντρευτήκαμε με την Κλειώ στις 14 Ιουνίου 1944. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.
Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό.
Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα».
Όταν έγινε η σφαγή ήμουν εννιά χρονών. 10/6/1944. Έζησα τη θηριωδία σε όλη της το μεγαλείο. Οι Γερμανοί έφτασαν στο Δίστομο πολύ πιο αγριεμένοι από άλλες φορές και διαφορετικά ντυμένοι- οι στολές τους είχαν μια φαρδιά ζώνη στη μέση με χειροβομβίδες, ξίφη και στιλέτα. Στη διαδρομή τους από τη Λιβαδειά μέχρι το Δίστομο είχαν συλλάβει δώδεκα ομήρους 20-35 χρονών οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα. Τους έβαλαν στα αυτοκίνητα οι και μπήκαν στο χωριό για να κάνουν το καθιερωμένο τους πλιάτσικο. Από τον ιερέα τον παπά- Σωτήρη και από τον πρόεδρο του χωριού, τον Χαράλαμπο Κίνια, αδερφό του πατέρα μου, ζήτησαν εξηγήσεις γιατί την προηγούμενη ημέρα είχαμε φιλοξενήσει στο Δίστομο 35 αντάρτες. Οι δικοί μας απάντησαν: «όπως έρχεστε εσείς και αναγκαζόμαστε να μην μπορούμε να σας αρνηθούμε το ίδιο συμβαίνει και με τους αντάρτες». Την προηγούμενη, είχαν πάρει και οι αντάρτες ο, τι ήθελαν, είχαν έρθει σε ένα σπίτι δίπλα από το πατρικό μου, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν και πρωί- πρωί έφυγαν γιατί γνώριζαν από τους πληροφοριοδότες τους ότι οι Γερμανοί πλησίαζαν. Πλιάτσικο γινόταν και από τις δύο πλευρές. Οι αντάρτες όμως δεν είχαν τον τρόπο του κατακτητή. Είχαν τον τρόπο της αντίστασης. Στις 2 λοιπόν το μεσημέρι και μετά το πλιάτσικο οι Γερμανοί έφυγαν με κατεύθυνση τον Ελικώνα. Οι όμηροι μαζί τους- μέσα στα αυτοκίνητα.
Εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν ταμπουρωθεί 2 χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο. Και μόλις εμφανίστηκαν τα γερμανικά αυτοκίνητα, άρχισαν να χτυπάνε. Μια σκληρή μάχη ξεκίνησε αναμεταξύ τους. Στη συμπλοκή τραυματίζεται ο ταγματάρχης των Γερμανών, κάποιος Τεό, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ελλάδα, μιλούσε άπταιστα την γλώσσα μας και είχε παντρευτεί Ελληνίδα. Μετά τον βαρύ τραυματισμό του οι Γερμανοί υποχωρούν κι ύστερα από 2 ώρες η συμπλοκή παίρνει τέλος. Εμείς εντωμεταξύ να ακούμε καθαρά τους πυροβολισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης.
Η ώρα τώρα είναι 4 το απόγευμα. Οι Γερμανοί επιστρέφουν, σταματούν στην Κάτω Πλατεία του χωριού μπροστά στο δημοτικό σχολείο, εκεί όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς των ομήρων. Κατεβάζουν τον τραυματισμένο ταγματάρχη τους και μια γειτόνισσα τού πηγαίνει ένα ποτήρι νερό. Πριν ξεψυχήσει ο ταγματάρχης λέει κάτι και στις δύο γλώσσες. Στα γερμανικά το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι το «Καπούτ».
Στα ελληνικά λέει:
«Σκοτώστε τους όλους εκτός από την γριά». Κι αμέσως οι Γερμανοί κατεβάζουν από το αυτοκίνητο τους 12 ομήρους, τους στήνουν στον τοίχο του σχολείου και τους εκτελούν μπροστά μάτια των γυναικών τους, των γονιών τους, των συγγενών τους, μπροστά στα μάτια όλων μας. Βάζουν όλοι τις φωνές, κλαίνε και αυτοί στρέφουν τα όπλα πάνω μας κι αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως.
Όσοι προλαβαίνουν τρέχουν σαν τα αγρίμια, κρύβονται μέσα στα σπίτια, σε μαντρότοιχους και στενά κι οι Γερμανοί από πίσω να μας κυνηγούν. Η οικογένεια μου αυτή την ώρα βρίσκεται στο πατρικό μου, στο κέντρο του χωριού. Την εκτέλεση δεν την έχουμε δει.
Στον αλευρόμυλο που έχει ο πατέρας μου δίπλα από το σπίτι έχουν μαζευτεί 5 γυναίκες από το διπλανό χωριό, το Κυριάκι, μαζί με τα ζώα τους. Τη στιγμή που ακούμε τους πυροβολισμούς οι γυναίκες κρύβονται στη σκάλα του σπιτιού μας. Στο ίδιο σημείο φτάνει κι η γιαγιά μου, η αδελφή του πατέρα μου κι η μάνα μου με ένα μωρό 25 ημερών στην αγκαλιά και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου.
Ξαφνικά, ακούμε φωνές κι οδυρμούς και βλέπουμε την γειτόνισσα μας, την Βασιλική την Γεωργάκου μαζί με τις δύο κόρες της να κλαίει και να χτυπιέται γιατί οι Γερμανοί έχουν σκοτώσει τον μοναχογιό της, 19 χρονών. Τον έχουν φέρει σέρνοντας από την κάτω πλατεία στο σπίτι της μάνας του. Η γιαγιά μου μας μεταφέρει την είδηση - «τον Μήτσο τον γιο της Βασιλικής τον σκότωσαν» κι ύστερα πηγαίνει στην γειτόνισσα να της δώσει ένα λευκό ρούχο για σάβανο, να αλλάξουν στο νεκρό τα ματωμένα ρούχα.
Εγώ ή από ένστικτό, ή από φόβο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και τους βάζω όλους μέσα. Κλειδώνω την πόρτα και στέκομαι από πίσω της μη βγει έξω κανείς.
Λίγα λεπτά νωρίτερα, η αδερφή μου, 7 χρονών τότε, επέστρεφε από τη βρύση που είχε πάει για νερό κι στο δρόμο της είχε συναντήσει έναν Γερμανό. Την είχε κοιτάξει καλά καλά και την είχε αφήνει να φύγει.
Είμαστε λοιπόν στο καθιστικό και έξω ακούμε τους πυκνούς πυροβολισμούς οι οποίοι αυτή τη φορά έχουν ένα περίεργο ήχο. Είναι γιατί πέφτουν πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Ακούμε τα κλάματα της γειτόνισσας, τις μπότες των Γερμανών έξω από το σπίτι κι ύστερα έναν Γερμανό να φωνάζει στην κυρία Βασιλική, ύστερα πυροβολισμούς και μετά πάλι ησυχία. Δεν τολμάμε να βγούμε έξω.
Οι γυναίκες από το Κυριάκι λένε ότι μπορεί να μας αφήνουν μέσα στο σπίτι για να μας βιάσουν μετά, όπως είχαν κάνει και στο χωριό τους. Μετά από 2 ώρες βλέπουμε από το παράθυρο της κουζίνας καπνό- « να δείτε που θα μας κάψουν ζωντανούς» λένε τώρα οι γυναίκες από το Κυριάκι. Τελικά ανοίγουμε την πόρτα και ακούμε μια υπόκωφη φωνή και περίεργη που δεν θα την ξεχάσω ποτέ να λέει «Οι Γερμανοί έφυγαν».
Ξεθαρρεύουμε και βγαίνουμε στο δρόμο. Οι γυναίκες από το Κυριάκι παίρνουν τα ζώα τους και φεύγουν και την ίδια στιγμή ακούμε κάποια να φωνάζει «Κουμπάρα μου, κουμπάρα μου τον Χρήστο τον σκότωσαν». Ο Χρήστος Κίνιας ήταν ο αδερφός του πατέρα μου. Βάζουν τις φωνές ο παππούς και η γιαγιά και ξεκινούν για την πλατεία μαζί με την έγκυο γυναίκα του Χρήστου στο δεύτερο παιδί τους και το μικρό τους παιδί ενός χρόνου.
«Παιδί μου» λέει η μάνα μου «τρέξε και εσύ να δεις τι έγινε με το θείο εγώ δεν μπορώ να πάω». Ξεκινάω κι εγώ, τρέχω να προλάβω τους άλλους και φτάνοντας στην πλατεία βλέπω σπίτια να καίγονται, να γίνονται κάρβουνα, να πέφτουν στο δρόμο κι εγώ να φοβάμαι μην πέσουν πάνω μου και με κάψουν.
Όπως τρέχω, σκοντάφτω σε κάτι μαλακό, σκύβω και βλέπω κάτω τα πτώματα δύο μικρών κοριτσιών. Το μεσημέρι έπαιζα μαζί τους. Πιο’ κει οι γονείς τους σκοτωμένοι με τα σώματά τους σε περίεργες στάσεις και πνιγμένα μέσα στο αίμα. Τρελαμένη φτάνω στην κάτω πλατεία. Ο θείος ο Χρήστος είναι ακόμα ζωντανός. Η γυναίκα του πεσμένη πάνω του να κλαίει. Η γιαγιά και ο παππούς να τραβάνε τα μαλλιά τους. Οι μάρτυρες από τα γύρω κλειστά σπίτια να μας λένε ότι ο θείος σκοτώθηκε τελευταίος. Γυρίζει ο θείος τα μάτια του, με κοιτάζει. Φεύγω πάλι σαν τρελή. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από τον ίδιο δρόμο με τα σκοτωμένα κοριτσάκια και παίρνω τον κεντρικό. Εκεί όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, ο δρόμος γεμάτος σκοτωμένους, αίμα να κυλάει παντού. Φτάνοντας στην γειτονιά μου βλέπω μέσα σε μια αυλή ένα αντρόγυνο σκοτωμένο και την κόρη τους- 25 χρονών, ανάσκελα πεσμένη με ένα καρό φόρεμα, μια χοντρή πλεξούδα στα μαλλιά και στο στόμα της, άσπροι και κόκκινοι αφροί να σχηματίζουν ένα μεγάλο μπαλόνι. Φτάνω στη μάνα μου και της λέω για όλα όσα έχω δει. «Τώρα» μου λέει «πήγαινε να δεις τι κάνει ο θείος ο Γιάννης» (σ.σ. ο άλλος αδερφός του πατέρα μου).
Παίρνω άλλο δρόμο για να μην δω την κοπέλα με τους αφρούς. Αντικρίζω δύο παλικάρια, ένα με μια λίμνη αίματος δίπλα στο στόμα του και τον άλλο να κουνάει ακόμα τα χέρια του. Τρελαίνομαι. Δεν προχωράω άλλο. Αργότερα μαθαίνω ότι τον είχαν ξεκοιλιάσει και προσπαθούσε να βάλει μέσα τα εντόσθια του. Επιστρέφω στη μάνα μου και της λέω: «που με στέλνεις; το χωριό είναι γεμάτο νεκρούς.»
Την ίδια στιγμή φτάνει μια μακάβρια πομπή, ο θείος μου ο Χρήστος ζωντανός ακόμα να τον σέρνουν μέσα σε μια κουρελού. Τον ξαπλώνουν στο πλακόστρωτο της αυλής, έρχεται ο γιατρός, βλέπει το τραύμα στο λαιμό του, κουνάει το κεφάλι και φεύγει. Ο θείος καταλαβαίνει, μας κοιτάζει, στάζει ένα δάκρυ και ξεψυχάει.
Δεν αντέχω άλλο. Επιστρέφω στη σκάλα. Εκεί- καρφωμένη η μάνα μου με τέσσερα μωρά στο χέρι και περιέργως κανένα να μην βγάζει άχνα. Φτάνει μια άλλη γειτόνισσα και μας λέει για το εγγονάκι της 2 χρονών και τη νεκρή νύφη της, 22. Το μωρό, βαριά τραυματισμένο δεν έχει ξεψυχήσει ακόμα. Το έχει πάρει η γιαγιά αγκαλιά πνιγμένη μέσα στα αίματα και το κάνει βόλτα γύρω από τη σκάλα, του βρέχει τα χειλάκια με λίγο νερό μέχρι που ξεψυχάει κι αυτό. Στις 6 το απόγευμα μετά από 2 ώρες πέφτει μια βαριά σκιά σε όλο το χωριό κι ουρανός γίνεται τόσο γκρίζος σα νύχτα. Οι Γερμανοί τα μαζεύουν και φεύγουν γιατί φοβούνται ότι θα έρθουν οι αντάρτες και θα τους πετσοκόψουν. Αρχίζουν να φεύγουν όλοι σαν τρελοί προς το βουνό, την Κομμένη Ράχη. Άλλοι ματωμένοι, τραυματισμένοι, με μια κουβέρτα στην πλάτη. Ένα παλικάρι 16- 17 χρόνων μας λέει «τους σκότωσαν όλους». Καταλαβαίνουμε ότι έχει γίνει σφαγή.
Οι Γερμανοί έχουν αφανίσει το μισό χωριό. Έχουν μπει μέσα σε σπίτια, έχουν σκοτώσει έγκυες, ετοιμόγεννες, έχουν ποδοπατήσει έμβρυα, έχουν λιώσει τα κεφαλάκια τους στο πάτωμα έχουν σκοτώσει δύο παιδάκια μέσα στην κούνια μπροστά στα μάτια του παππού και της γιαγιάς, τα έχουν ξεκοιλιάσει τυλίγοντας τα εντόσθια τους γύρω από το λαιμό…. Στο σπίτι του παπά έχουν σκοτώσει τον ίδιο μαζί με άλλα 15 άτομα. Τραυμάτισαν την παπαδιά που κρατούσε στην αγκαλιά της το δίχρονο κοριτσάκι της. Αυτό, το πυροβόλησαν στο κεφάλι και το κεφαλάκι του σκορπίστηκε στο πρόσωπό της. Αυτή έζησε από θαύμα. Τρελάθηκε εκείνη την ώρα κατέβηκε στην αυλή και χόρευε. Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες. Κάθε ένα σπίτι έχει και μια, θέλει πολύ χρόνο για να ειπωθούν όλα.
Αφού περάσαμε μια φριχτή νύχτα στο βουνό έρχεται η επόμενη μέρα και το πρόβλημα της ταφής. Επιστρέφουμε στο χωριό να τους θάψουμε ομαδικά μέσα σε σεντόνια και κουβέρτες. Όταν κάποιος βλέπει ένα αυτοκίνητο στα τριγύρω βουνά φωνάζει «έρχονται οι Γερμανοί» κι εμείς παρατάμε τους νεκρούς μέσα στο δρόμο. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να θάψουμε 220 νεκρούς μέσα σε μια ημέρα. Αρχίζει η αποσύνθεση. Το χωριό μυρίζει ολόκληρο και έτσι αναγκαζόμαστε να ανοίγουμε τάφους μέσα στις αυλές και τους κήπους, τάφους όχι πολύ βαθείς- ίσα που σκεπάζονται με λίγο χώμα.
Τι κουράγιο να βρεις να σκάψεις βαθιά στις 10 Ιουνίου….;
Πέντε χρόνια μένουν έτσι μέχρι να τους ξεθάψουν. Και κάθε βράδυ το Δίστομο φωτίζεται από τα καντηλάκια και τα κεριά όλων αυτών των τάφων. Το χωριό είναι ένα απέραντο νεκροταφείο.
Περνάνε 7 ολόκληρα χρόνια για να φορέσει κάποιος χρωματιστά ρούχα στο χωριό. Οι γάμοι και οι βαφτίσεις γίνονται μέσα στα σπίτια, δεν ακούγονται γέλια, τραγούδια, καμία κοπέλα δεν φοράει νυφικό στο γάμο της. Παιδιά μεγαλώνουν με τον παππού και την γιαγιά. Από μια οικογένεια έχει μείνει μόνο ένα κορίτσι 15 χρονών. Το μεγαλώνει η γειτονιά. Στο Δίστομο λείπει πια μια ολόκληρη γενιά. Γονείς θάβουν τα παιδιά τους και μεγαλώνουν τα εγγόνια σα να είναι οι γονείς.
Η λέξη «τραγικό» είναι απειροελάχιστη για να εκφράσει αυτό που έγινε στο Δίστομο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναζήσει το χωριό και να βρει τους ρυθμούς του.
Τη μέρα της σφαγής είχαν σκοτώσει τον αρραβωνιαστικό μιας κοπέλας που ήταν έγκυος. Ένας νεαρός έχασε επίσης την ίδια μέρα την αρραβωνιαστικιά του, έγκυος και εκείνη. Οι δύο επιζώντες παντρεύτηκαν κι ο άντρας αναγνώρισε το παιδί που πήρε το όνομα Θεμιστοκλής Θεμιστοκλή Σφουντούρη. Αυτά άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί. Έχουν άδικο τώρα να ζητάνε οι Διστομίτες δικαίωση για τους συγγενείς τους; Δεν πρέπει να πληρώσουν γι αυτό που έγινε;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να πληρωθεί. Για τα παιδιά που έζησαν χωρίς τα αδέλφια τους, που ποτέ δεν είπαν τις λέξεις «μάνα» και «πατέρα», για ορφανά που δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα. Με τι πληρώνονται όλα αυτά; Αυτό θέλω να πω εγώ στην κα Μέρκελ και σε όλο το σινάφι της. Έχουν τα μούτρα να τα βάζουν ακόμα με την Ελλάδα; Θα έπρεπε να νιώθουν απέραντη ντροπή. Δεν ήμασταν θύματα πολέμου όπως ισχυρίζονται. Ήμασταν δολοφονημένοι εν ψυχρώ. Κρατήστε αυτά που σας είπα σαν ένα φόρο τιμής για όλους αυτούς που χάθηκαν.»
Παναγιώτης Σφουντούρης (τότε ήταν 6 ετών)
«Την ώρα της σφαγής βρισκόμουνα στο ισόγειο του Αγγελή Πίτσου, εγώ, η αδερφή μου Μαρία, η γιαγιά μου Κατερίνη Πίτσου με την κόρη της Ασήμω. Είμαστε κλεισμένοι μέσα γιατί ακούγαμε να πέφτουν σφαίρες από τη μεριά του Στειριού. Για μια στιγμή βλέπουμε απ’ το γωνιακό παράθυρο να έρχονται γερμανικά αυτοκίνητα από το δρόμο του Στειριού και να σταματούν μπροστά στο Δημοτικό σχολείο προς του Ψημένου. Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα.
Εγώ, μικρός, δε γνώριζα αλλά η γιαγιά μου είπε πως ήταν τα παιδιά. Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου προς τη μεριά του σπιτιού του Βιτριόλη – Πανουργιά και τους εκτέλεσαν. Μετά από λίγο από το άλλο παράθυρο βλέπουμε να μπαίνουν οι Γερμανοί στο διπλανό μας σπίτι, του Θανάση Καστρίτη. Εκείνη την ώρα η Σταμούλα Καστρίτη με τη μάνα της Θεοφανή Κοκκίνη ήταν στο φούρνο και ρίχνανε το ψωμί. Ο πατέρας της Σταμούλας και σύζυγος της Θεοφανής, ο Αγγελής Καστρίτης καθόταν στο πλατύσκαλο, το πέτρινο, της ξύλινης σκάλας.
Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη της όπως φούρνιζαν. Ο γέρο Αγγελής έκαμε να σηκωθεί να ορμήσει. Του ρίχνουν και τον σωριάζουν. Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν τον πατέρα, τη μάνα της και την αδερφή της έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Αμέσως για καλή μας τύχη σηκώσανε τον καταρράχτη και μπήκαμε στο υπόγειο. Εγώ, η γιαγιά μου, η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου η Ασήμω. Με το κλείσιμο του καταρράχτη έσυραν και μια κουρελού, έφτασαν και μπήκαν από την πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την άλλη της κυρίας εισόδου.
Ύστερα από αρκετές ώρες βγήκε πρώτη η ξαδέρφη μου η Ασήμω, γύρω στα 17. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αφού είδε πως δεν υπήρχαν γερμανικά αυτοκίνητα στο δρόμο και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, βγήκαμε όλοι από τον καταρράχτη. Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Βγαίνοντας απ’ την αυλόπορτα του Πίτσου πάνω σε στέφλα είδαμε σκοτωμένο το Νίκο Σφουντούρη, ξάδερφό μου. Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω.
Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρονών. Βγήκαμε έξω κλαίγοντας και φωνάζω στη γιαγιά Κατερίνη πως σκοτώσαν τους γονείς μου και μου είπε να πάω στης γιαγιάς μου το σπίτι – στη μάνα της μάνας μου. Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι- χέρι. Φτάνοντας στην πάνω πλατεία είδαμε ένα σκοτωμένο μπροστά στου Μπουκαλή. Για να πάμε στης γιαγιάς περνούσαμε από το στενό μεταξύ Τζάθα και Κουτριάρη. Εκεί είχαν τραυματίσει τον Ειρηνοδίκη και έναν άλλον. Μέσα από το σπίτι του Τζάθα μούγκριζε τραυματισμένος. Φτάσαμε με την αδερφή μου στο σπίτι της γιαγιάς. Κλεισμένο, έρημο. Μας μάζεψε ο γερο Λουκάς Καϊλης που ζούσε ανήμπορος στο σπίτι του Μιλτιάδη Καϊλη. Μας ρώτησε τι πάθαμε και του είπα πως σκότωσαν τους γονείς και τον αδερφό μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός της μάνας μου Χαράλαμπος Καρούζος που μας πήρε και διανυκτερεύσαμε έξω από το χωριό στη μεγάλη λάκκα. Εκεί άκουγα όλη τη νύχτα τα κλάματα, τα μοιρολόγια των πατριωτών μου. Άκουγα τους λυγμούς της Νίτσας Καϊλη (Νίτσα Σφουντούρη σήμερα) που της είχαν σκοτώσει τους γονείς της. Την άλλη μέρα φύγαμε και πήγαμε στο μαντρί του Θανάση Καστρίτη στο αλωνάκι για αρκετό καιρό. Ύστερα περιπλανιόμαστε και φτάσαμε στην Αντίκυρα και από κει τριγυρνούσαμε στον ελαιώνα της Παραλίας Διστόμου αποφεύγοντας τους Γερμανούς που πολλές φορές κατέβαιναν με άλογα φορτωμένα κανόνια.
Απ’ αυτή την άγρια σφαγή έχασα 14 άτομα άμεσους συγγενείς μου».
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ
«Παντρευτήκαμε με την Κλειώ στις 14 Ιουνίου 1944. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.
Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό.
Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα».
Και ένα μικρό παράθεμα της σημερινής πραγματικότητας ...
Σχέδια της Κατερίνας Χαριάτη-Σισμάνη από τη Μακρόνησο
Η Κατερίνα Χαριάτη γεννήθηκε το 1911 στην Ζάκυνθο. Υπήρξε κορυφαία ζωγράφος της εξορίας και της αριστεράς της περιόδου του Εμφυλίου και μετέπειτα. Η Κατερίνα Χαριάτη φυλακίσθηκε από τις εμφυλιακές κυβερνήσεις της δεξιάς και του κέντρου και εκτοπίσθηκε ήδη από το 1946 στην Χίο, το Τρίκερι και τη Μακρόνησο. Στα κρατητήρια της Ασφάλειας, τις φυλακές Αβέρωφ, τα ανήλιαγα τμήματα μεταγωγών, και την κόλαση της Μακρονήσου, το ελληνικό Νταχάου, η Κατερίνα Χαριάτη απαθανατίζει πρόσωπα και συνθήκες. Ζωγραφίζει με ένα μολύβι και μια ιχνογραφία τα πρόσωπα των αγωνιστών, τα παιδιά τους, τις δυσκολίες και μαρτύρια της ζωής τους. Αυτά είναι μερικά μονάχα σκίτσα από τη Μακρόνησο.
Η κοπέλα που χτυπήθηκε στα καζάνια με το πόδι στο γύψο |
Αλίκη Τσουκαλά εκτελέστηκε στις 16-4-1949 |
Από τα παιδιά των εξόριστων, ο Σταυρούλης |
Γεωργία Πολυγένους, εκτελέστηκε 19 ετών |
Η Αλικούλα |
Η Αργυρούλα Δροσάκη |
Η Μάικω |
Μακρόνησος 21-7-1950 Όσο χώρο πιάνουν δυο αρβύλες, το πλάτος κάθε κρεβατιού |
Μαρίκα Οικονόμου μητέρα της ηθοποιού Ντιριντάουα |
Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013
Η ΕΡΤ στην Κατοχή και τον Εμφύλιο
Με αφορμή την φασιστική και αντιλαϊκή διακοπή του προγράμματος της ΕΡΤ και την υπαγωγή των εργαζομένων της σε καθεστώς ομηρίας, ο Κόκκινος Φάκελος σε ένδειξη υποστήριξης των εργαζομένων παρουσιάζει σήμερα ένα ιστορικό αφιέρωμα για την πορεία της ΕΡΤ στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Στην Ελλάδα, η ραδιοφωνία, ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα την δεκαετία του 1920. Την 1η Μαρτίου 1922, όταν η Ελλάδα είχε εμπλακεί στη μικρασιατική εκστρατεία, ο Κώστας Πετρόπουλος, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ραδιοφωνικής λήψης στην Εταιρεία Φυσικών Επιστημών.
Ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο πείραμα ραδιοφωνικής μετάδοσης στην Ελλάδα έγινε στον σταθμό Βοτανικού της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας έναν πομπό των 200 Watt. Tα πρώτα αυτά πειράματα διήρκεσαν μόνο μερικές ημέρες και έγιναν με τεχνικό εξοπλισμό σουηδικής προέλευσης.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, έγιναν κι άλλες πειραματικές μεταδόσεις στην Αθήνα, στη σχολή Μεγαρέως, που ήταν η πρώτη σχολή στην Ελλάδα που προσέφερε σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών. Αυτές οι εκπομπές γίνονταν από ερασιτέχνες που ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Ερασιτεχνών Ασυρμάτου και στελέχωσαν σιγά-σιγά και τα εμπορικά πλοία ως ασυρματιστές.
Το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για την ραδιοφωνία μεταξύ 1921 και 1926, παραχωρούσε άδειες λήψης έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, και επιτρεπόταν μόνο μια εσωτερική κεραία σε κάθε σπίτι. Από το παραπάνω είναι εύκολα αντιληπτό ότι η κυβέρνηση ήθελε να αποθαρρύνει την εξάπλωση της ραδιοφωνίας, μέχρις ότου αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω της. Επιπλέον, στη Βόρεια Ελλάδα δεν επιτρεπόταν η κατοχή δεκτών μέχρι το 1928.
Το 1936 η δικτατορία του Ι. Μεταξά αποφάσισε να δημιουργήσει κρατικό ραδιοφωνικό σύστημα για να εναρμονιστεί με τις επιταγές της εποχής αλλά και για να προωθεί ευρύτερα την προπαγάνδα της.
Για τον Μεταξά, η ίδρυση ελληνικού ραδιοφωνικού δικτύου δεν ήταν μόνο ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και μέσο για την «εκπαίδευση» της ελληνικής κοινωνίας.
Η συμπάθεια και συνάφεια του φασιστικού καθεστώτος Μεταξά με αυτό του Χίτλερ, είχε ως αποτέλεσμα σημαντική γερμανική διείσδυση στην ελληνική οικονομία, την προπαγάνδα και φυσικά και τη ραδιοφωνία. Στα πλαίσια αυτής της διείσδυσης, το 1936 το καθεστώς Μεταξά υπέγραψε συμβόλαιο με τη γερμανική εταιρεία Telefunken για την κατασκευή ενός πομπού μεσαίων κυμάτων ισχύος 100 Watt στη Θεσσαλονίκη, ενός πομπού βραχέων κυμάτων 5 kWatt στην Κέρκυρα, και ενός πομπού επίσης βραχέων ισχύος 20 kWatt στην Αθήνα. Η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως προεξάρχουσας "ραδιοφωνικής πόλης" πάλι δεν ήταν τυχαία. Το καθεστώς Μεταξά επιχειρούσε να τονώσει τον τοπικισμό της Μακεδονίας αφού προωθούσε όξυνση των σχέσεων με την Βουλγαρία.
Το συμβόλαιο γρήγορα ακυρώθηκε ως οικονομικά ασύμφορο, αλλά αντικαταστάθηκε από ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο η Telefunken θα εγκαθιστούσε πομπό μεσαίων κυμάτων ισχύος 15 kWatt στην Αθήνα. Στις 25 Μαρτίου 1938, η Ελλάδα ήταν μια από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που απέκτησε εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό (τον πρόγονο της ΕΡΤ) με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ να τον εγκαινιάζει εκφωνώντας μέσω του σταθμού το διάγγελμα για την εθνική γιορτή. Κανονικό πρόγραμμα, με μουσική από τη συμφωνική ορχήστρα του σταθμού, χορωδία, ειδήσεις, και κλασική μουσική, άρχισε να μεταδίδεται στις 21 Μαΐου 1938. Στα χρόνια του ελληνοιταλικού πολέμου, οι νίκες του Ελληνικού Στρατού προβλήθηκαν καταλλήλως από το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ "ραδιοφωνική σιγής" επικρατούσε για το περιστατικό "Έλλη" και για την μετέπειτα στασιμότητα του μετώπου.
Κατοχή
Κατά την εισβολή και την παράδοση της χώρας στους Γερμανούς, το κρατικό ραδιόφωνο εξέπεμψε το τελευταίο του "ελεύθερο" σήμα, τον χαρακτηριστικό "τσοπανάκο". Το σήμα της ελληνικής ραδιοφωνίας "κρατήθηκε" συμβολικά από το BBC και "επιστράφηκε" με αναμετάδωσή του το 1945 μετά την απελευθέρωση.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, δεν υπήρξε καμιά επέκταση του ραδιοφωνικού δικτύου. Οι δυνάμεις της τριπλής κατοχής διέλυσαν τα Υπουργεία Τύπου και Τουρισμού και ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (ΑΕΡΕ) που ανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Την ίδια περίοδο η Υπηρεσία Λογοκρισίας που ήδη υπήρχε και επί Μεταξά, με έδρα πιά τη γερμανική πρεσβεία, επέβλεπε τις ειδικές προπαγανδιστικές εκπομπές, μοναδικές που θα ακούγονται στα ελληνικά ραδιόφωνα έως και το 1944.
Το παράρτημα της Γκεστάπο Αθηνών υποχρέωσε όλους τους ιδιοκτήτες ραδιοφώνων μέσα και γύρω από την Αθήνα να δηλώσουν τις συσκευές τους. Οι συσκευές κατόπιν σφραγίστηκαν ώστε να μπορούν να πιάνουν μόνο τον εθνικό σταθμό των Αθηνών. Ραδιοφωνικές συσκευές υπήρχαν σε όλη τη χώρα και επανειλημμένα εκδόθηκαν διαταγές να παραδοθούν τα ραδιόφωνα, επί ποινή ισόβιας φυλάκισης ή και ακόμη και θανάτου. Το ΕΑΜ Αθήνας αλλά και πολλοί ιδιώτες επιχειρούσαν και αποσφράγιζαν τα ραδιόφωνά τους ώστε να μπορούν να μαθαίνουν νέα από όλον τον κόσμο (κυρίως από το ραδιόφωνο του Λονδίνου και της Μόσχας). Πολλά αντιστασιακά έντυπα βάσισαν το δελτίο ειδήσεών τους σε αυτές της εκπομπές.
Αποχωρώντας από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστρέψουν τον εθνικό σταθμό και το δίκτυο κεραιών του με ωρολογιακές βόμβες, αλλά τα σχέδιά τους ανακαλύφθηκαν από τους τεχνικούς ραδιοφώνου που ειδοποίησαν τις οργανώσεις του ΕΑΜ. Όπως και με την Ηλεκτρική, ο ΕΛΑΣ Αθηνών προσπάθησε να προασπίσει την ελληνική λαϊκή περιουσία και εξουδετέρωσε ένα σημαντικό μέρος τους. Στις 20 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης από το Κάιρο, ο σταθμός της κρατικής ραδιοφωνίας ξανάρχισε να εκπέμπει κανονικά.
Εμφύλιος
Μετά τα Δεκεμβριανά και κατά την περίοδο του Εμφυλίου, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναδιοργανώσει και να αναπτύξει τη ραδιοφωνία. Αρχικά, με τον νόμο 1755/1945 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) που το διοικούσε συμβούλιο διορισμένο από την κυβέρνηση και υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας. Το ΕΙΡ ανέλαβε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΑΕΡΕ και είχε το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας μόνο ραδιοφωνικός σταθμός με κανονικά προγράμματα που υπόκεινταν στον έλεγχο του κράτους.
Οι ξενόδουλες εμφυλιακές κυβερνήσεις προφανώς επιθυμούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο αυτού του σημαντικού εργαλείου γιατί θα μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο στην προπαγάνδα και ίσως και την έκβαση του εμφύλιου πολέμου. Το ΕΙΡ, το 1947, προχώρησε στην δημιουργία δικού του σταθμού στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ολοκληρώθηκε μέσα στο ίδιο έτος.
Το 1948, καθώς η οικονομική κατάσταση βελτιωνόταν μέσα από το Σχέδιο Μάρσαλ, ένας πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 kWatt εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε εισαγωγή μηχανημάτων λήψης και ανταλλακτικών αξίας 50.000 δολαρίων από τις ΗΠΑ. Έως το 1948 τα προγράμματα της ΕΙΡ βρίσκονταν όπως και όλος ο τύπος, κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της Ασφάλειας και υπόκεινταν σε λογοκρισία.
Σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του Αμερικανικού Πενταγώνου το 1949, όταν με τον νόμο 968/1949 ιδρύθηκε ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος (που ονομαζόταν στην τρέχουσα «το Ενόπλων Δυνάμεων» ή απλώς «το Ενόπλων», κατ’ αναλογίαν προς «το ΕΙΡ»). Μέχρι το τέλος του 1949 λειτουργούσαν πέντε αντίστοιχοι στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων ιδρύθηκαν για να «διαφωτίσουν» κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας για τους κινδύνους του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφύλια αντιπαράθεση, βοήθησαν την ελληνικη κυβέρνηση κατασκευάζοντας δυο ραδιοφωνικούς σταθμούς που εξέπεμπαν προγράμματα της Φωνής της Αμερικής (VOA) μέρος της ημέρας και προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης το υπόλοιπο της ημέρας. Οι στρατιωτικοί σταθμοί αυτοί παρέμειναν και μετά το 1950 σε λειτουργία όταν πια ο "Κομμουνιστικός Κίνδυνος" είχε εξαλειφθεί.
Το 2013 η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ με την επαίσχυντη υποστήριξη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής διέκοψαν το ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα της ΕΡΤ, γεγονός που δεν συνέβη ούτε επί Γερμανοκρατίας ούτε επί Χούντας.
Στην Ελλάδα, η ραδιοφωνία, ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα την δεκαετία του 1920. Την 1η Μαρτίου 1922, όταν η Ελλάδα είχε εμπλακεί στη μικρασιατική εκστρατεία, ο Κώστας Πετρόπουλος, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ραδιοφωνικής λήψης στην Εταιρεία Φυσικών Επιστημών.
Ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο πείραμα ραδιοφωνικής μετάδοσης στην Ελλάδα έγινε στον σταθμό Βοτανικού της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας έναν πομπό των 200 Watt. Tα πρώτα αυτά πειράματα διήρκεσαν μόνο μερικές ημέρες και έγιναν με τεχνικό εξοπλισμό σουηδικής προέλευσης.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, έγιναν κι άλλες πειραματικές μεταδόσεις στην Αθήνα, στη σχολή Μεγαρέως, που ήταν η πρώτη σχολή στην Ελλάδα που προσέφερε σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών. Αυτές οι εκπομπές γίνονταν από ερασιτέχνες που ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Ερασιτεχνών Ασυρμάτου και στελέχωσαν σιγά-σιγά και τα εμπορικά πλοία ως ασυρματιστές.
Το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για την ραδιοφωνία μεταξύ 1921 και 1926, παραχωρούσε άδειες λήψης έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, και επιτρεπόταν μόνο μια εσωτερική κεραία σε κάθε σπίτι. Από το παραπάνω είναι εύκολα αντιληπτό ότι η κυβέρνηση ήθελε να αποθαρρύνει την εξάπλωση της ραδιοφωνίας, μέχρις ότου αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω της. Επιπλέον, στη Βόρεια Ελλάδα δεν επιτρεπόταν η κατοχή δεκτών μέχρι το 1928.
Το 1936 η δικτατορία του Ι. Μεταξά αποφάσισε να δημιουργήσει κρατικό ραδιοφωνικό σύστημα για να εναρμονιστεί με τις επιταγές της εποχής αλλά και για να προωθεί ευρύτερα την προπαγάνδα της.
Για τον Μεταξά, η ίδρυση ελληνικού ραδιοφωνικού δικτύου δεν ήταν μόνο ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και μέσο για την «εκπαίδευση» της ελληνικής κοινωνίας.
Η συμπάθεια και συνάφεια του φασιστικού καθεστώτος Μεταξά με αυτό του Χίτλερ, είχε ως αποτέλεσμα σημαντική γερμανική διείσδυση στην ελληνική οικονομία, την προπαγάνδα και φυσικά και τη ραδιοφωνία. Στα πλαίσια αυτής της διείσδυσης, το 1936 το καθεστώς Μεταξά υπέγραψε συμβόλαιο με τη γερμανική εταιρεία Telefunken για την κατασκευή ενός πομπού μεσαίων κυμάτων ισχύος 100 Watt στη Θεσσαλονίκη, ενός πομπού βραχέων κυμάτων 5 kWatt στην Κέρκυρα, και ενός πομπού επίσης βραχέων ισχύος 20 kWatt στην Αθήνα. Η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως προεξάρχουσας "ραδιοφωνικής πόλης" πάλι δεν ήταν τυχαία. Το καθεστώς Μεταξά επιχειρούσε να τονώσει τον τοπικισμό της Μακεδονίας αφού προωθούσε όξυνση των σχέσεων με την Βουλγαρία.
Το συμβόλαιο γρήγορα ακυρώθηκε ως οικονομικά ασύμφορο, αλλά αντικαταστάθηκε από ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο η Telefunken θα εγκαθιστούσε πομπό μεσαίων κυμάτων ισχύος 15 kWatt στην Αθήνα. Στις 25 Μαρτίου 1938, η Ελλάδα ήταν μια από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που απέκτησε εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό (τον πρόγονο της ΕΡΤ) με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ να τον εγκαινιάζει εκφωνώντας μέσω του σταθμού το διάγγελμα για την εθνική γιορτή. Κανονικό πρόγραμμα, με μουσική από τη συμφωνική ορχήστρα του σταθμού, χορωδία, ειδήσεις, και κλασική μουσική, άρχισε να μεταδίδεται στις 21 Μαΐου 1938. Στα χρόνια του ελληνοιταλικού πολέμου, οι νίκες του Ελληνικού Στρατού προβλήθηκαν καταλλήλως από το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ "ραδιοφωνική σιγής" επικρατούσε για το περιστατικό "Έλλη" και για την μετέπειτα στασιμότητα του μετώπου.
Κατοχή
Κατά την εισβολή και την παράδοση της χώρας στους Γερμανούς, το κρατικό ραδιόφωνο εξέπεμψε το τελευταίο του "ελεύθερο" σήμα, τον χαρακτηριστικό "τσοπανάκο". Το σήμα της ελληνικής ραδιοφωνίας "κρατήθηκε" συμβολικά από το BBC και "επιστράφηκε" με αναμετάδωσή του το 1945 μετά την απελευθέρωση.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, δεν υπήρξε καμιά επέκταση του ραδιοφωνικού δικτύου. Οι δυνάμεις της τριπλής κατοχής διέλυσαν τα Υπουργεία Τύπου και Τουρισμού και ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (ΑΕΡΕ) που ανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Την ίδια περίοδο η Υπηρεσία Λογοκρισίας που ήδη υπήρχε και επί Μεταξά, με έδρα πιά τη γερμανική πρεσβεία, επέβλεπε τις ειδικές προπαγανδιστικές εκπομπές, μοναδικές που θα ακούγονται στα ελληνικά ραδιόφωνα έως και το 1944.
Το παράρτημα της Γκεστάπο Αθηνών υποχρέωσε όλους τους ιδιοκτήτες ραδιοφώνων μέσα και γύρω από την Αθήνα να δηλώσουν τις συσκευές τους. Οι συσκευές κατόπιν σφραγίστηκαν ώστε να μπορούν να πιάνουν μόνο τον εθνικό σταθμό των Αθηνών. Ραδιοφωνικές συσκευές υπήρχαν σε όλη τη χώρα και επανειλημμένα εκδόθηκαν διαταγές να παραδοθούν τα ραδιόφωνα, επί ποινή ισόβιας φυλάκισης ή και ακόμη και θανάτου. Το ΕΑΜ Αθήνας αλλά και πολλοί ιδιώτες επιχειρούσαν και αποσφράγιζαν τα ραδιόφωνά τους ώστε να μπορούν να μαθαίνουν νέα από όλον τον κόσμο (κυρίως από το ραδιόφωνο του Λονδίνου και της Μόσχας). Πολλά αντιστασιακά έντυπα βάσισαν το δελτίο ειδήσεών τους σε αυτές της εκπομπές.
Αποχωρώντας από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστρέψουν τον εθνικό σταθμό και το δίκτυο κεραιών του με ωρολογιακές βόμβες, αλλά τα σχέδιά τους ανακαλύφθηκαν από τους τεχνικούς ραδιοφώνου που ειδοποίησαν τις οργανώσεις του ΕΑΜ. Όπως και με την Ηλεκτρική, ο ΕΛΑΣ Αθηνών προσπάθησε να προασπίσει την ελληνική λαϊκή περιουσία και εξουδετέρωσε ένα σημαντικό μέρος τους. Στις 20 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης από το Κάιρο, ο σταθμός της κρατικής ραδιοφωνίας ξανάρχισε να εκπέμπει κανονικά.
Εμφύλιος
Μετά τα Δεκεμβριανά και κατά την περίοδο του Εμφυλίου, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναδιοργανώσει και να αναπτύξει τη ραδιοφωνία. Αρχικά, με τον νόμο 1755/1945 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) που το διοικούσε συμβούλιο διορισμένο από την κυβέρνηση και υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας. Το ΕΙΡ ανέλαβε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΑΕΡΕ και είχε το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας μόνο ραδιοφωνικός σταθμός με κανονικά προγράμματα που υπόκεινταν στον έλεγχο του κράτους.
Οι ξενόδουλες εμφυλιακές κυβερνήσεις προφανώς επιθυμούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο αυτού του σημαντικού εργαλείου γιατί θα μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο στην προπαγάνδα και ίσως και την έκβαση του εμφύλιου πολέμου. Το ΕΙΡ, το 1947, προχώρησε στην δημιουργία δικού του σταθμού στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ολοκληρώθηκε μέσα στο ίδιο έτος.
Το 1948, καθώς η οικονομική κατάσταση βελτιωνόταν μέσα από το Σχέδιο Μάρσαλ, ένας πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 kWatt εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε εισαγωγή μηχανημάτων λήψης και ανταλλακτικών αξίας 50.000 δολαρίων από τις ΗΠΑ. Έως το 1948 τα προγράμματα της ΕΙΡ βρίσκονταν όπως και όλος ο τύπος, κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της Ασφάλειας και υπόκεινταν σε λογοκρισία.
Σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του Αμερικανικού Πενταγώνου το 1949, όταν με τον νόμο 968/1949 ιδρύθηκε ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος (που ονομαζόταν στην τρέχουσα «το Ενόπλων Δυνάμεων» ή απλώς «το Ενόπλων», κατ’ αναλογίαν προς «το ΕΙΡ»). Μέχρι το τέλος του 1949 λειτουργούσαν πέντε αντίστοιχοι στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων ιδρύθηκαν για να «διαφωτίσουν» κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας για τους κινδύνους του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφύλια αντιπαράθεση, βοήθησαν την ελληνικη κυβέρνηση κατασκευάζοντας δυο ραδιοφωνικούς σταθμούς που εξέπεμπαν προγράμματα της Φωνής της Αμερικής (VOA) μέρος της ημέρας και προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης το υπόλοιπο της ημέρας. Οι στρατιωτικοί σταθμοί αυτοί παρέμειναν και μετά το 1950 σε λειτουργία όταν πια ο "Κομμουνιστικός Κίνδυνος" είχε εξαλειφθεί.
Το 2013 η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ με την επαίσχυντη υποστήριξη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής διέκοψαν το ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα της ΕΡΤ, γεγονός που δεν συνέβη ούτε επί Γερμανοκρατίας ούτε επί Χούντας.
Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013
Ο φαντάρος που δεν πυροβόλησε τον Μπελογιάννη
Στις 30 Μάρτη του 1952, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Νίκος Καλούμενος, ο Δημήτρης Μπάτσης και ο Ηλίας Αργυριάδης στέκονται όρθιοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σε μερικά λεπτά κι αφού τελειώσουν οι τυπικές διαδικασίες θα έχουν περάσει σαν ήρωες στα κατάστιχα στης Ιστορίας του ελληνικού λαού και του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Όμως εκείνη τη μέρα δεν είναι οι μοναδικοί ήρωες. Μέσα στο απόσπασμα των φαντάρων που θα διενεργούσαν την εκτέλεση βρίσκεται ο φαντάρος Αθανάσιος Ροδόπουλος από τα Σουδενά Καλαβρύτων. Την στιγμή που το απόσπασμα ετοιμάζεται για την εκτέλεση ο Ροδόπουλος πλησιάζει τον λοχαγό του και δηλώνει
_ Εγώ κύριε λοχαγέ δεν πρόκειται να πυροβολήσω ενάντια στον αδελφό μου.
_ Ποιος από τους μελλοθάνατους είναι ο αδελφός σου;
_ Ο αδελφός μου είναι καταδικασμένος σε θάνατο για την αντιστασιακή δράση του στις φυλακές Αβέρωφ.
Ο λοχαγός ξεκινά να απειλεί και να ουρλιάζει. Του δηλώνει πως θα φροντίσει ο ίδιος να τον στείλει στο στρατοδικείο και ακόμα ότι θα τον εκτελέσει επί τόπου. Ο Θανάσης Ροδόπουλος μπροστά στον κίνδυνο δεν υποχωρεί. Αποχωρεί από το εκτελεστικό απόσπασμα και την θέση του θα πάρει ένας από τους αναπληρωματικούς. Από το περιστατικό αυτό ξεκινά η φήμη για τον φαντάρο που δεν πυροβόλησε στην εκτέλεση Μπελογιάννη.
Ο Βασίλης Ροδόπουλος αδελφός του Θανάση γράφει στο βιβλίο του με τίτλο Ενός λεπτού σιγή:
" Ο αδελφός μου είχε γεννηθεί στα Άνω Σουδενά το Νοέμβρη του 1925 αλλά δεν ήταν γραμμένος στο μητρώο της κοινότητας. Έτσι προσκομίζοντας δύο μάρτυρες έγινε δημότης Αθήνας. με την ένδειξη ότι γεννήθηκε το 1929. Κλήθηκε να υπηρετήσει το 1950 τη θητεία του. Αυτό με καθησύχαζε αλλά και όχι απόλυτα γιατί ήξερα ότι οι αριστεροί στρατευμένοι ήταν λιγότερο ασφαλείς από τους κρατούμενους.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελέστηκε σαν κατάσκοπος ο Νίκος Μπελογιάννης. Το νέο με συγκλόνισε. Τον γνώριζε πολύ καλά, από την εποχή της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Για εμένα ήταν ο Πέτρος με τον οποίο συναντιόμασταν τακτικά στην Πάτρα πριν με πιάσουν οι Γερμανοί. Ύστερα όταν αποφυλακίστηκα είχα πάλι επαφή μαζί του. Μου έδινε οδηγίες για την αντιστασιακή δραστηριότητα του εφεδρικού ΕΛΑΣ κι είχε έρθει αρκετές φορές στο σπίτι μου. Τη μέρα μετά την εκτέλεση ήρθε και με επισκέφθηκε ο αδερφός μου. Ήταν χλωμός κι αλαφιασμένος και κοίταζε γύρω του φοβισμένος. Τον ρώτησα τι συμβάινει και μου είπε αυτά που έγραψε ο Ριζοσπάστης στις 30 Μάρτη του 1980 σε ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα.
Περασμένα μεσάνυχτα θα ήταν δύο η ώρα όταν ξύπνησαν ολόκληρο το λόχο που είχε επιλεγεί για την εκτέλεση. Η λέξη αυτή δεν είχε εκείνη την ώρα ακουστεί. Ο λόχος ξυπνούσε για ειδική αποστολή. Οι φαντάροι φυσικά δεν μπορούσαν να μαντέψουν για ποια ειδική αποστολή τους προόριζαν πρωί Κυριακής. Όταν φθάσαν στο Γουδί, ο επικεφαλής του λόχου τους ανάγγειλε πως η ειδική αποστολή ήταν η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συνεργατών του. Εκείνη τη νεκρική σιωπή που ακολούθησε την διέκοψε μια φωνή ενός φαντάρου. "Εγώ δεν πρόκειται να πυροβολήσω εναντίον του αδερφού μου κύριε λοχαγέ". Ο στρατιώτης αφού εξήγησε ποιος ήταν ο αδελφός του από τους μελλοθάνατους (μετά την ερώτηση του λοχαγού) υποχώρησε πίσω στην γραμμή του. Ο λοχαγός ούρλιαζε και απειλούσε πως θα τον στείλει στο απόσπασμα.
Ο στρατιώτης αυτός, ο Θανάσης Ροδόπουλος πέθανε στις 23 Νοέμβρη του 1979. Αυτός ήταν ο αδελφός μου."
Όμως εκείνη τη μέρα δεν είναι οι μοναδικοί ήρωες. Μέσα στο απόσπασμα των φαντάρων που θα διενεργούσαν την εκτέλεση βρίσκεται ο φαντάρος Αθανάσιος Ροδόπουλος από τα Σουδενά Καλαβρύτων. Την στιγμή που το απόσπασμα ετοιμάζεται για την εκτέλεση ο Ροδόπουλος πλησιάζει τον λοχαγό του και δηλώνει
_ Εγώ κύριε λοχαγέ δεν πρόκειται να πυροβολήσω ενάντια στον αδελφό μου.
_ Ποιος από τους μελλοθάνατους είναι ο αδελφός σου;
_ Ο αδελφός μου είναι καταδικασμένος σε θάνατο για την αντιστασιακή δράση του στις φυλακές Αβέρωφ.
Ο λοχαγός ξεκινά να απειλεί και να ουρλιάζει. Του δηλώνει πως θα φροντίσει ο ίδιος να τον στείλει στο στρατοδικείο και ακόμα ότι θα τον εκτελέσει επί τόπου. Ο Θανάσης Ροδόπουλος μπροστά στον κίνδυνο δεν υποχωρεί. Αποχωρεί από το εκτελεστικό απόσπασμα και την θέση του θα πάρει ένας από τους αναπληρωματικούς. Από το περιστατικό αυτό ξεκινά η φήμη για τον φαντάρο που δεν πυροβόλησε στην εκτέλεση Μπελογιάννη.
Ο Βασίλης Ροδόπουλος αδελφός του Θανάση γράφει στο βιβλίο του με τίτλο Ενός λεπτού σιγή:
" Ο αδελφός μου είχε γεννηθεί στα Άνω Σουδενά το Νοέμβρη του 1925 αλλά δεν ήταν γραμμένος στο μητρώο της κοινότητας. Έτσι προσκομίζοντας δύο μάρτυρες έγινε δημότης Αθήνας. με την ένδειξη ότι γεννήθηκε το 1929. Κλήθηκε να υπηρετήσει το 1950 τη θητεία του. Αυτό με καθησύχαζε αλλά και όχι απόλυτα γιατί ήξερα ότι οι αριστεροί στρατευμένοι ήταν λιγότερο ασφαλείς από τους κρατούμενους.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελέστηκε σαν κατάσκοπος ο Νίκος Μπελογιάννης. Το νέο με συγκλόνισε. Τον γνώριζε πολύ καλά, από την εποχή της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Για εμένα ήταν ο Πέτρος με τον οποίο συναντιόμασταν τακτικά στην Πάτρα πριν με πιάσουν οι Γερμανοί. Ύστερα όταν αποφυλακίστηκα είχα πάλι επαφή μαζί του. Μου έδινε οδηγίες για την αντιστασιακή δραστηριότητα του εφεδρικού ΕΛΑΣ κι είχε έρθει αρκετές φορές στο σπίτι μου. Τη μέρα μετά την εκτέλεση ήρθε και με επισκέφθηκε ο αδερφός μου. Ήταν χλωμός κι αλαφιασμένος και κοίταζε γύρω του φοβισμένος. Τον ρώτησα τι συμβάινει και μου είπε αυτά που έγραψε ο Ριζοσπάστης στις 30 Μάρτη του 1980 σε ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα.
Περασμένα μεσάνυχτα θα ήταν δύο η ώρα όταν ξύπνησαν ολόκληρο το λόχο που είχε επιλεγεί για την εκτέλεση. Η λέξη αυτή δεν είχε εκείνη την ώρα ακουστεί. Ο λόχος ξυπνούσε για ειδική αποστολή. Οι φαντάροι φυσικά δεν μπορούσαν να μαντέψουν για ποια ειδική αποστολή τους προόριζαν πρωί Κυριακής. Όταν φθάσαν στο Γουδί, ο επικεφαλής του λόχου τους ανάγγειλε πως η ειδική αποστολή ήταν η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συνεργατών του. Εκείνη τη νεκρική σιωπή που ακολούθησε την διέκοψε μια φωνή ενός φαντάρου. "Εγώ δεν πρόκειται να πυροβολήσω εναντίον του αδερφού μου κύριε λοχαγέ". Ο στρατιώτης αφού εξήγησε ποιος ήταν ο αδελφός του από τους μελλοθάνατους (μετά την ερώτηση του λοχαγού) υποχώρησε πίσω στην γραμμή του. Ο λοχαγός ούρλιαζε και απειλούσε πως θα τον στείλει στο απόσπασμα.
Ο στρατιώτης αυτός, ο Θανάσης Ροδόπουλος πέθανε στις 23 Νοέμβρη του 1979. Αυτός ήταν ο αδελφός μου."
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)