Με αφορμή τη σημερινή συνάντηση Δημήτρη Κουτσούμπα- Κυριάκου Μητσοτάκη, ενημερωθήκαμε για την επίδοση ιστορικού εγγράφου από πλευράς του κ. Μητσοτάκη στον κ. Κουτσούμπα για το αρχείο του ΚΚΕ.
Ο Κ. Μητσοτάκης προσερχόμενος έδωσε στον Δ. Κουτσούμπα ένα έγγραφο από το αρχείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. «Έχω να σας δώσω κάτι το οποίο θα βρείτε εξαιρετικά ενδιαφέρον», ανέφερε. «Αναζήτησα -συνέχισε- στο ιστορικό αρχείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κάτι που ίσως να μην έχετε στο δικό σας αρχείο, αφού είναι η συμφωνία ΕΑΜ και της Εθνικής Οργάνωση Κρήτης η οποία υπεγράφη 7 Νοεμβρίου του 1943. Η συμφωνία του Θερίσου, η οποία ουσιαστικά έβαλε τη βάση για να αποτραπεί ο εμφύλιος στην Κρήτη». Όπως είπε, το πρωτότυπο φέρει την υπογραφή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και σημείωσε ότι «για το αρχείο σας μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη και ενδιαφέρουσα, επειδή ξέρω ότι το ΚΚΕ νοιάζεται για την ιστορία».
Ωστόσο, καλό θα ήταν να κάνουμε μια μικρή ανάλυση του τι ήταν η ΕΟΚ και ποιος ο ρόλος της.
Καταρχήν, πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Κων. Μητσοτάκης σύμφωνα με βιογραφικά του στοιχεία γεννήθηκε σε μια οικογένεια σκληροπυρηνικών βενιζελικών. Ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε κατά την Κατοχή στην ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) στην οποία υπήρξε ηγετικό στέλεχος. (Σκουλάς, Νικόλαος (1949). Υποβολή αντιτύπου ιστορικής συνοπτικής εκθέσεως περί ιδρύσεως και εξελίξεως της Οργανώσεως Ε.Ο.Κ. Νομού Χανίων. Χανιά: αρχείο ΔΙΣ, σελ. 2.). Περισσότερα για τη δράση του δεν μας είναι γνωστά...
Η ίδια η ΕΟΚ υπήρξε φιλο-βενιζελική οργάνωση αντίστασης κατά των Γερμανών, με την οποία το ΕΑΜ Κρήτης και ο ΕΛΑΣ Κρήτης είχαν υπογράψει τη Συμφωνία του Θερίσου, που προέβλεπε τη συμπόρευση του αγώνα των οργανώσεων κατά του κατακτητή. Όντως οι δύο οργανώσεις έως το 1944 συνέπραξαν σε κοινές αποστολές και επιχειρήσεις. Ας δούμε όμως και τη συνέχεια.
Το 1945, η Συμφωνία της Βάρκιζας εξαιρούσε την Κρήτη, αφού εκεί υπήρχαν ακόμα γερμανικές δυνάμεις, οπότε και ο ΕΛΑΣ Κρήτης δεν αφοπλίστηκε, όμως στο πολιτικό επίπεδο, όλα έδειχναν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η διάδοχη κατάσταση στην Κρήτη έπρεπε να εναρμονιστεί και με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Λάθη και καθυστερήσεις από μεριάς του ΚΚΕ και του ΕΑΜ επέτρεψαν στην παγίωση μιας ξεκάθαρα αντι-ΕΑΜικής και αντικομμουνιστικής κατάστασης, στην οποία πρωτοστάτησε ... η ΕΟΚ...
Στην Κρήτη, αρχικά, στους μαζικούς και μαχητικούς αγώνες, που συσπείρωναν την πλειοψηφία του λαού, συμμετείχε κι ένα τμήμα του κόμματος των Φιλελευθέρων, από το οποίο προερχόταν και ο βουλευτής Γιαμαλάκης. Συγκεκριμένα, από το 1946 και μετά οι βενιζελικοί οπλαρχηγοί της Κρήτης συσπειρώνονται κάτω από τη σκιώδη κατεύθυνση του Σοφοκλή Βενιζέλου. Ξεκινούν, με τη συνεργασία της Χωροφυλακής, οι πρώτες παρακρατικές επιθέσεις ενάντια σε κομμουνιστές και πρώην μέλη και στελέχη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Οπλαρχηγοί όπως ο γνωστό φιλο-βενιζελικός Μπαντουβάς θα σπείρουν τον τρόμο στο νησί και θα αποτυπώσουν το όνομά τους στη συλλογική μνήμη του νησιού, ως βασανιστές και σφαγείς.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα εκλεγεί για πρώτη φορά με το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου. Αργότερα και επί κυβερνήσεως Βενιζέλου ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού Οικονομικών και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ανέλαβε τα υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημόσιων Έργων.
Η αντάρτικη δραστηριότητα στην Κρήτη άρχισε στα τέλη του Απρίλη του 1947, όταν στον Ταυρωνίτη των Χανίων αντάρτικες ομάδες χτύπησαν σε ενέδρα τμήμα 35 χωροφυλάκων και στρατιωτών και το διέλυσαν. Στη μάχη σκοτώθηκε ο μοίραρχος Σαριδάκης, ένας στρατιώτης και ένας χωροφύλακας και αιχμαλωτίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του τμήματος. Την ίδια εποχή έκανε την εμφάνισή της στην Ανατολική Κρήτη η αντάρτικη ομάδα του Γιάννη Ποδιά, παλιού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που μαζί με τον, επίσης, ΕΛΑΣίτη καπετάνιο Νίκο Σαμαρίτη υπήρξε θρυλικό πρόσωπο για την περιοχή. Επρόκειτο για μια ολιγάριθμη ομάδα, η οποία, ωστόσο, πολύ γρήγορα ενισχύθηκε με την προσχώρηση σ' αυτή πλήθους στρατιωτών, που είχαν δραπετεύσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αγίου Νικολάου Λασηθίου.
Παράλληλα, οι στάβλοι του Μπαντουβά κρατούν δεκάδες αγωνιστές και αγωνίστριες του κινήματος, οι οποίο βασανίζονται με τον πιο πρωτόγονο τρόπο.
Η πρώτη αξιόλογη σύγκρουση της ομάδας του Ποδιά με κυβερνητικές δυνάμεις σημειώθηκε στα Λασηθιώτικα Βουνά, στη θέση Σκοτεινά Λακκάκια, όπου ο εχθρός πανικοβλήθηκε και ένας χωροφύλακας σκοτώθηκε. Η σημαντικότερη, όμως, επιχείρηση της ομάδας πραγματοποιήθηκε στις 9 του Μάη, όταν αυτή χτύπησε και κατέλαβε, ύστερα από εφτάωρη μάχη, την Ιεράπετρα, επιφέροντας στον αντίπαλο σημαντικές απώλειες σε νεκρούς. Ανάμεσα μάλιστα στους νεκρούς του αντιπάλου περιλαμβάνονταν και 11 Αλβανοί, παλιοί συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, που τώρα είχαν προσκολληθεί στη χωροφυλακή.
Την ίδια μέρα της κατάληψης της Ιεράπετρας από τους αντάρτες του Ποδιά εκατοντάδες λαού συγκεντρώθηκαν μπροστά στη Νομαρχία Ηρακλείου και άρχισαν να ζητούν να φύγουν ο Γύπαρης και οι χωροφύλακές του από την Κρήτη, να επανέλθουν οι εξόριστοι ΕΑΜίτες στα σπίτια τους και να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος στο νησί. Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η στάση του νομάρχη Νάθαινα, που ανήκε στο Λαϊκό Κόμμα, αλλά και της μεγάλης μερίδας των βενιζελικών πολιτευτών, καθώς και των βενιζελικών «καπεταναίων», και κατά πρώτο λόγο του Εμμανουήλ Μπαντουβά, οι οποίοι σε σύσκεψη που είχε συγκροτηθεί πριν από πέντε μέρες, είχαν, χωρίς συζήτηση, απορρίψει την οποιαδήποτε συμφιλίωση με τις ΕΑΜικές δυνάμεις.
Στη σύσκεψη μάλιστα αυτή αναφερόμενος ο διαλλακτικός βενιζελικός βουλευτής Γιαμαλάκης είχε δηλώσει τότε στο Ριζοσπάστη: «Μετά την αποδοκιμασίαν μου από τους δυναμικούς καπεταναίους και την σύσκεψιν της Δευτέρας (5ης Μαΐου), όπου επήραν μέρος οι βενιζελικοί οπλαρχηγοί με τον λαϊκόν νομάρχην και τας αστυνομικάς αρχάς, αδυνατώ πλέον να αναμιχθώ εις την συμφιλιωτικήν προσπάθειαν. Ετόνισα προς όλας τας κατευθύνσεις ότι είναι αδύνατον να ηρεμήσουν τα πνεύματα, εάν ικανοποιηθή η αξίωσις των λεγομένων καπεταναίων να αναλάβουν αυτοί την εκπροσώπησιν του κράτους εις την δίωξιν των ενόπλων. Ούτοι, ιδιαιτέρως δε ο Μπαντουβάς, εμπνέονται από αφάνταστον φιλοδοξίαν».
Στις 11 του Μάη ο Μπαντουβάς και οι υπόλοιποι βενιζελικοί οπλαρχηγοί κυκλοφόρησαν «προκήρυξιν προς τον κρητικόν λαόν», με την οποία τον πληροφορούσαν ότι «εις την καταβαλλομένην προσπάθειαν του έθνους ήρχοντο συνεπίκουροι και βοηθοί των νομίμων αρχών του κράτους, τασσόμενοι υπό τας διαταγάς και παρά το πλευρόν των διά την πάταξιν της ανταρσίας». Ο νομάρχης προσπάθησε να αντιδράσει στην πρωτοφανή αυτή ενέργεια των οπλαρχηγών και δήλωσε ότι «θα πατάξη κάθε ένα, που θα οπλισθή με το πρόσχημα ότι θα κτυπήση την ανταρσίαν» - πολύ γρήγορα, όμως, αντελήφθη την κατάσταση και δεν προχώρησε σε καμιά ενέργεια κατά των βενιζελικών «καπεταναίων», όταν αυτοί επικήρυξαν ως ληστές με δέκα εκατομμύρια δραχμές τον καθένα, τον Ποδιά και μαζί του δυο άλλα δυναμικά στελέχη των ανταρτών - τον Παπά και τον Ρουκουνάκη.
Η ομάδα του Ποδιά, ωστόσο, συνέχισε τη δράση της στην Ανατολική Κρήτη και είχε ορισμένες επιτυχίες. Ετσι, στις 14 και στις 15 του Μάη, χτύπησε παρακρατικούς του Μπαντουβά και στρατιώτες στη θέση του «Ξινογιώργη η Κορφή», στις 23 του ίδιου μήνα κέρδισε μικρή μάχη με χωροφύλακες στο χωριό Κασάνοι του Ηρακλείου και στις 18 του Ιούνη αναμετρήθηκε με τον εχθρό και του προκάλεσε φθορές στη θέση Μαύρος Κόλυμπος του Λαρανίου, χωριού του Ποδιά. Στις 27 του ίδιου μήνα, όμως, ομάδα δέκα ανταρτών της περιοχής υπό τον Βασίλη Πλαγιωτάκη καταστράφηκε από μονάδα του Μπαντουβά στο βουνό της Σμπάρου, όπου είχε σταλεί, για να δημιουργήσει μικρό αντάρτικο συγκρότημα.
Την ίδια εποχή στο δυτικό τμήμα του νησιού είχαν ήδη αναπτυχθεί τρία ισχυρά αντάρτικα συγκροτήματα. Το πρώτο από τα συγκροτήματα αυτά δρούσε στην περιοχή Κισσάμου και Σελίνου, με αρχηγό τον Γ. Κοδέλα, το δεύτερο στην Κυδωνία, με επικεφαλής τον Γιάννη Μπαντουρογιάννη και τον Πίσσα, και το τρίτο στον Αποκόρωνα, με ηγέτη τον Γ. Σπανουδάκη ή Χειμώνα.
Παράλληλα, δρούσαν στις ίδιες περιοχές και μικρές ανεξάρτητες ομάδες, καθώς και ομάδες αυτοάμυνας - ενώ σε ώρα ανάγκης μπορούσαν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού της Δυτικής Κρήτης να ενισχυθούν με τριακόσιους επιπλέον ενόπλους μόνο στον παλαιό δήμο του Πελεκάνου της επαρχίας του Σελίνου.
Με τον εμφύλιο πόλεμο στην Κρήτη ασχολούνται αναλυτικά ο Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γιώργης Τσομπανάκης, μαχητές και οι δυο του Δημοκρατικού Στρατού, που δεν παραδόθηκαν ποτέ, αλλά έζησαν κυνηγημένοι στα βουνά τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια και οι οποίοι σε πολυσέλιδο βιβλίο τους γράφουν συγκεκριμένα:
«Το αντάρτικο στην Κρήτη (τον Απρίλη του 1947) είχε ξεφαντώσει. Στον Αποκόρωνα, στην Κυδωνία, στον Κίσσαμο, στο Σέλινο, παντού υπήρχαν αντάρτικες ομάδες και άρχιζαν τη δράση. Στα ορεινά μέρη καταλάβαιναν τους σταθμούς (χωροφυλακής), έκοβαν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και γενικά (τα μέρη αυτά) ήταν υπό τον έλεγχό τους. Ακουγε ο κόσμος για τη δράση του αντάρτικου στην ηπειρωτική Ελλάδα και έπαιρνε θάρρος. Η κυβέρνηση έκανε επιστράτευση και πολλοί στρατιώτες δεν πήγαιναν στο στρατό, αλλά λιποταχτούσαν. Αλλοι έρχονταν στις αντάρτικες ομάδες και άλλοι γύριζαν στα χωριά τους»
Το Μάρτη του 1948 ισχυρή ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού και τμήμα της ομάδας της Δημοκρατικής Νεολαίας χτύπησαν στον εθνικό δρόμο, μεταξύ των χωριών Νεοχωρίου και Αγίων Πάντων, της επαρχίας Αποκορώνου, πομπή αυτοκινήτων, στα οποία επέβαιναν 27 βουλευτές του κόμματος των Φιλελευθέρων και διπλωματικοί εκπρόσωποι των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Γαλλίας, που μετέβαιναν στο Ακρωτήρι των Χανίων, για να συμμετάσχουν σε μνημόσυνο του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ολοι αυτοί είχαν ξεκινήσει από τον Αγιο Νικόλαο του Λασηθίου και κατευθυνόμενοι προς τα Χανιά, είχαν σταματήσει στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και σε ορισμένα μικρά αστικά κέντρα, όπου με σύντομες ομιλίες τους είχαν προβάλει την αναγκαιότητα της συγκρότησης ειδικής Μεραρχίας Κρητών εθελοντών, οι οποίοι «θα συνέβαλλαν αποφασιστικώς εις την εκκαθάρισιν της χώρας εκ του συμμοριτισμού από Θράκης μέχρι Ταινάρου».
Αποτέλεσμα της ένοπλης προσβολής της εν λόγω πομπής - που συνέπεσε με οργανωμένη επίθεση άλλης αντάρτικης ομάδας στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς, 5 χιλιόμετρα έξω από τα Χανιά - υπήρξε ο τραυματισμός ενός βουλευτή, η πρόκληση ζημιών σε μερικά αυτοκίνητα και κυρίως ο πανικός των βουλευτών, των ξένων διπλωματών και της αστυνομικής συνοδείας τους. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλος ο πανικός τους, ώστε το επίσημο γεύμα ζήτησαν και δόθηκε όχι στο χώρο που είχε προγραμματιστεί, αλλά στο πολεμικό πλοίο, που είχε μεταφέρει στην Κρήτη, ειδικά για το μνημόσυνο, τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Το Αρχηγείο των ανταρτών του νομού Χανίων απένειμε έπαινο στους μαχητές, που συμμετείχαν στην προσβολή της πομπής και ο ραδιοσταθμός της «Ελεύθερης Ελλάδας» αναφέρθηκε επανειλημμένα στο περιστατικό. Επρόκειτο, άλλωστε, για πολύ εντυπωσιακό και ταπεινωτικό για τους κυβερνητικούς γεγονός, εξαιτίας του οποίου απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους ο γενικός διοικητής της Κρήτης, ο διοικητής της εκεί χωροφυλακής και ο φρούραρχος Χανίων.
Για την αντιμετώπιση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη η κυβέρνηση της Αθήνας υποχρεώθηκε, τελικά, να μεταφέρει στη μεγαλόνησο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Φραγκιαδάκη. Παράλληλα, ενίσχυσε την εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες, των οποίων η εγκληματική δράση ήταν ήδη πλούσια στο νησί.
Σε προσωπικές μαρτυρίες γίνεται πολύς λόγος για την κατάσταση τρόμου, που είχαν επιβάλει τότε τα κρατικά όργανα και οι παρακρατικοί σε όλη την έκταση της μεγαλονήσου. Ετσι, σε κάποια από τις μαρτυρίες αυτές αναφέρεται σχετικά:
«Για να κάμψουν το δημοκρατικό φρόνημα του κρητικού λαού το κράτος και το παρακράτος των Μπαντουβάδων εξαπόλυσαν βάρβαρη και αιματηρή τρομοκρατία. Ομαδικές συλλήψεις, μεσαιωνικοί βασανισμοί, εκτελέσεις και δολοφονίες αγωνιστών απλώθηκαν σε όλους τους νομούς του νησιού.
Οι "στάβλοι του Μπαντουβά" ήταν η Μακρόνησος της Κρήτης. Εκατοντάδες αντιστασιακοί και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι πέρασαν από τους "στάβλους" αυτούς. Εκεί δολοφονήθηκε, όντας αιχμάλωτος, ο Γιάννης Ρουκουνάκης. Εκεί, επίσης, δολοφονήθηκαν η παιδαγωγός και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, η Μαρία Δρανδάκη, ο γεωπόνος Μιχάλης Λαμπράκης (και πολλοί άλλοι αγωνιστές). Στις 12 του Ιούνη 1947, εξάλλου, πέθανε στην Ασφάλεια Ηρακλείου, ύστερα από βασανιστήρια, ο Στρατής Περγαλίδης, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ενώ σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εργατών για τη σύλληψή του δολοφονήθηκαν οι αδελφοί Χρήστος και Κώστας Χατζηγεωργίου»
Την άνοιξη του 1948 άρχισαν από τον κυβερνητικό στρατό οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, με τις οποίες ασχολούμενοι στο βιβλίο τους οι Μπλαζάκης και Τσομπανάκης γράφουν:
«Οι αρχές ανησύχησαν πολύ με τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού (κυρίως) στο νομό Ηρακλείου και αποφάσισαν να χτυπήσουν το αντάρτικο του νομού. Συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις και άρχισαν μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ο νομός Ηρακλείου δεν έχει ψηλά βουνά, εκτός από τον Ψηλορείτη, στα σύνορα με το Ρέθυμνο, και δεν προσφέρεται για μεγάλη δύναμη ανταρτών, εκτός αν υπερτερούν από τον αντίπαλο. Ο αντίπαλος, όμως, είχε μεγάλη υπεροχή σε άνδρες και οπλισμό. Τους στρίμωχνε από δω, τους στρίμωχνε από κει και τους ανάγκαζε να δίνουν, κάθε μέρα σχεδόν, μάχες, με αποτέλεσμα να τους αποδεκατίσουν, σκοτώνοντας και τον καπετάνιο τους Ποδιά. Οσοι εγλύτωσαν, μην μπορώντας να μένουν σ' αυτή την περιοχή, περάσανε στο νομό Χανίων και ενώθηκαν μαζί μας»
Για τα δραματικά γεγονότα του νομού Ηρακλείου υπάρχει και μαρτυρία αντάρτη της ομάδας του Ποδιά, στην οποία αναφέρεται:
«Στις 28 του Ιούνη, το πρωί, δώσαμε την πρώτη μάχη νοτιοδυτικά της Νίδας, στη θέση Πόρος της Μηλιάς. Στη συνέχεια αποχωρήσαμε και κάναμε στάση στο Λοχριανό Πηγάδι, όπου φάγαμε και ήπιαμε νερό.
Την επομένη δεχτήκαμε επίθεση στη θέση Κουρουπητό. Πολεμούσαμε όλη μέρα στον ήλιο, διψασμένοι και πεινασμένοι, αλλά με θάρρος και περηφάνια. Το βράδυ της ίδιας μέρας ξεκινήσαμε, για να βγούμε από τον σφιχτό κλοιό.
Στην πορεία πέσαμε σε ενέδρα, που μας εμπόδισε να προχωρήσουμε συνταγμένοι για τον καθορισμένο τόπο. Ενα τμήμα της ομάδας, στον Αγκαβανόλακκο, βρέθηκε με τον Ποδιά. Για να προφυλαχθούν, βγήκαν επάνω σε δέντρα και από κει, όταν έγιναν αντιληπτοί, πολέμησαν ενάντια στους παρακρατικούς. Σε αυτή τη σύγκρουση έπεσαν όλοι, γύρω στους εννέα με δέκα, μαζί και ο Ποδιάς (...).
Σαν κανίβαλοι συναγωνίζονταν γύρω από το πτώμα του Ποδιά οι ομάδες των παρακρατικών, ποιος θα πάρει το κομμένο του κεφάλι. Στο τέλος το πήραν οι Μπαντουβάδες, το κάρφωσαν σε πάσσαλο και το μετέφεραν, πανηγυρίζοντας, στο Ηράκλειο»
Κάπως έτσι εξελίχθηκε ο Εμφύλιος στην Κρήτη, ως την άδοξη ήττα του ΔΣΕ το 1948. Κάπως έτσι οι συνεργασία με λακέδες της αστικής τάξης και οι ειρηνευτικές συμφωνίες πετάχθηκαν στο καλάθι των αχρήστων.
Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι το εξής: Μέσα σε όλη αυτή την οργάνωση των φιλο-βενιζελικών οπλαρχηγών για το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος στην Κρήτη. Μέσα σε αυτό το γνωστό όργιο της λευκής τρομοκρατίας που κατευθυνόταν απευθείας από το Σοφοκλή Βενιζέλο και το Κόμμα Φιλελευθέρων, ποια θέση κράτησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης; Υπήρξε άραγε αμέτοχος;
|
Η συμφωνία του Θερίσου |