Κατά το τελευταίο έτος του Εμφυλίου πολέμου και καθώς ο Δημοκρατικός Στρατός υστερούσε σημαντικά σε εφόδια, δίκτυα τροφοδοσίας και ανθρώπους, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει υπήρξε αυτό της πείνας. Ιδιαίτερα για τα τμήματά του μακριά από το Γράμμο, όπου η διατροφή εξακολουθούσε να επιλύεται ως ζήτημα με τακτικό τρόπο, το ζήτημα της τροφής υπήρξε ιδιαίτερα οξύ. Το ίδιο δύσκολη υπήρξε και η εξεύρεση τροφής για τις μετέπειτα ξεκομμένες ομάδες του ΔΣΕ που παρέμεναν στην Ελλάδα, μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ πέρα από τα σύνορα.
Στο παραπάνω πρόβλημα συντελούσαν μια σειρά απο παράγοντες που το καθιστούσαν ιδιαίτερα δύσκολο να επιλυθεί:
1) Το γεγονός ότι ήδη από το 1948, ο κυβερνητικός στρατός είχε μετακινήσει πάνω από 1.000.000 ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίοι υπήρξαν βασικοί τροφοδότες του ΔΣΕ, αφήνοντας τεράστιες περιοχές της ελληνικής επαρχείας, παντελώς έρημες.
2) Η στρατηγική της "καμμένης γης" που ο κυβερνητικός στρατός ξεκίνησε να ακολουθεί από το 1948. Καθώς οι μονάδες του επέδραμαν στις ορεινές και επαρχειακές περιοχές φρόντιζαν να καταστρέφουν τα χωράφια, τα μποστάνια και τους κήπους των κατοίκων της περιοχής, σκότωναν τα οικόσιτα ζώα τους και δηλητηρίαζαν ακόμα και το νερό των πηγαδιών.
3) Η ανάγκη για διαρκή κίνηση και ελιγμούς, σπάνια επέτρεπε στο ΔΣΕ να διατηρεί μια ορισμένη περιοχή υπό τον έλεγχό του, εκτός αυτών του Γράμμου και του Βίτσι. Το παραπάνω σήμαινει πως οι μαχητές δεν μπορούσαν να επιδοθούν στην καλλιέργεια και στην κτηνοτροφία και να αποκτήσουν σταδιακά δικά τους ζωά και σπαρτά. Οποιοδήποτε εφόδιο διέθεταν σε πλεόνασμα, τοποθετούταν συνήθως σε κρύπτες, από τα γνωστά "συνεργεία απόκρυψης" για μελλοντική χρήση. Πολλές φορές τα τρόφιμα αλλοιώνονταν όντας μέσα στο έδαφος ή οι κρύπτες εντοπίζονταν από τον κυβερνητικό στρατό και καταστρέφονταν.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ αναγκάζονταν να προβαίνουν σε μια σειρά τεχνασμάτων και επιλογών για να εξασφαλίζουν την καθημερινή τους διατροφή. Εδώ θα εξετάσουμε μερικές από αυτές:
Αλεύρι: Το αλεύρι στο ΔΣΕ ήταν ένα ιδιαίτερα πολύτιμο είδος και φυλάσσονταν συνήθως για την παρασκευή ψωμιού. Ωστόσο, κατά το τέλος του Εμφυλίου και στα τμήματα ή ομάδες του ΔΣΕ που βρίσκονταν αποκομμένες από τις δυνάμεις του Γράμμου-Βίτσι, η παρασκευή ψωμιού ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη υπόθεση. Πρώτα από όλα, η παρασκευή ψωμιού απαιτούσε χρόνο και εκτενή χώρο, που οι ομάδες αυτές δεν διέθεταν, καθώς βρίσκονταν διαρκώς σε κίνηση. Παράλληλα, η παρασκευή ψωμιού απαιτούσε ξυλόφουρνους που παρήγαγαν πολύ καπνό και προφανώς θα τραβούσαν τα βλέμματα του αντιπάλου. Το αλεύρι λοιπόν χρησιμοποιούταν συνήθως σε μια παλιά αντάρτικη συνταγή, το γνωστό "κουρκούτι" ή "κατσαμάκι". Πρόκειται απλώς για βραστό νερό με ανακατεμένο αλεύρι, που σιγοβράζει για λίγη ώρα σε χαμηλή φωτιά. Παρασκευάζεται εύκολα και δεν απαιτεί μεγάλες φωτιές που παράγουν πολύ καπνό. Από πλευράς θερμιδών, το "κατσαμάκι" φαίνεται ότι μπορούσε σε κάποιο βαθμό να υποκαταστήσει το ψωμί, καθώς υπάρχουν αναφορές για ομάδες ανταρτών που τρέφονταν με αυτό σε τακτική βάση και δεν υπέκυπταν στην πείνα και την εξάντληση.
Χόρτα: Αναγκαστικά, σημαντικό μέρος της διατροφής των μικροομάδων του ΔΣΕ ήταν και τα άφθονα χόρτα που φύτρωναν στις ορεινές περιοχές κίνησής τους. Οι μαχητές και οι μαχήτριες συχνά έτρωγαν μόνο βραστά ραδίκια, λούπινα, ζοχούς, καυκαλήθρες και άγρια κρεμμύδια. Πρόκειται σαφώς για μια λύση ανάγκης που από πλευράς διατροφικού περιεχομένου δεν μπορούσε να καλύψει τις θερμιδικές ανάγκες ενός ενήλικα, πόσο μάλλον την πολύωρη κίνηση και τη διαρκή σωματική καταπόνηση στην οποία βρίσκονταν οι δυνάμεις του ΔΣΕ.
Οργανωμένη προετοιμασία συσσιτίου στο ΔΣΕ. |
Μανιτάρια: Καθώς ο Δημοκρατικός Στρατός υπήρξε ένας στρατός που για αντικειμενικούς λόγους συσπείρωνε κυρίως ανθρώπους της υπαίθρου και αγρότες, είναι φυσικό πολλοί από αυτούς να κατέχουν σημαντικές γνώσεις και ικανότητες για την επιβίωση στα βουνά και τα δάση. Μια από αυτές τις γνώσεις υπήρξε και η γνώση των εδώδιμων μανιταριών, που αποτελούν σημαντική πηγή προτεϊνών. Έτσι, μια ομάδα των ανταρτών που διέθετε κάποιον που γνώριζε να επιλέξει τα μανιτάρια μπορούσε με ασφάλεια να προσθέσει και αυτά, στο συσσίτιό της. Πολλές φορές, η πείνα των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ υπήρξε τόσο έντονη, που ορισμένοι μαχητές και μαχήτριες αναφέρεται ότι έτρωγαν ωμά μανιτάρια χωρίς να γνωρίζουν να ξεχωρίζουν τα εδώδιμα από τα δηλητηριώδη. Στη βιβλιογραφία γύρω από τον Εμφύλιο εντοπίζονται λίγες αναφορές για μαχητές και μαχήτριες που υπέφεραν μέρες μετά από παραισθήσεις.
Χελώνες: Μια ακόμα πηγή προτεϊνών των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ υπήρξε και η χελώνα. Καθώς ήταν από τα λίγα ζώα που οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν μπορούσαν μαζικά να εξοντώσουν, οι ομάδες του ΔΣΕ κατέφευγαν πολλές φορές σε αυτό το είδος για τροφή. Οι χελώνες τρώγονταν κυρίως βραστές ή σε ζωμό με χόρτα, ο οποίο "αυγοκοβόταν" με τα αυγά της χελώνας, που μοιάζουν με τον κρόκο των αυγών της κότας. Σε διάφορα βιβλία αναφέρεται ότι η γεύση του κρέατος της χελώνας μοιάζει πολύ με αυτή του κοτόπουλου και θεωρούταν "εκλεκτό φαγητό", μετά από πολλές ημέρες διατροφής μόνο με κουρκούτι και χόρτα.
Αγριογούρουνα: Σε περιοχές όπως το Πήλιο, οι μαχητές του ΔΣΕ είχαν ορισμένες φορές την τύχη να συναντούν αγριογούρουνα, τα οποία, ως γνωστόν, έχουν πλούσιο σε πρωτεϊνη και λίπος κρεάς, είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να κυνηγηθούν και το κυνήγι τους απαιτεί πολλούς ανθρώπους. Για αντικειμενικούς λόγους λοιπόν (χρόνος, χρήση οπλισμού, αριθμός ατόμων που μπορούσαν να διατεθούν στο κυνήγι), το κυνήγι του αγριογούρουνου ήταν σπάνιο. Επίσης, προϋπεθετε τη χρήση οπλισμού, που με τα περιορισμένα πυρομαχικά του ΔΣΕ ήταν μάλλον αδύνατη. Σε ορισμένα βιβλία παρόλα αυτά, αναφέρεται και η προσπάθεια για το κυνήγι αγριογούρουνου. Μια τέτοια αναφορά δίνει το βιβλίο του Γιώργη Τρικαλινού:
"Αναζητώντας τροφή, σκεφτήκαμε να κυνηγήσουμε και αγριογούρουνα, που ήταν άφθονα στο Πήλιο. Ήταν όμως πολύ δύσκολο να τα κυνηγήσεις. Το αγριογούρουνο είναι πονηρό ζώο. Μυρίζεται από μακριά, καταλαβαίνει όσο κανένα άλλο αγρίμι τον κίνδυνο και παίρνει τα μέτρα του. Μια φορά διαπιστώσαμε πως μια αγριογουρούνα, με καμιά δεκαριά γουρουνάκια πήγαινε κάθε μέρα κι έπινε νερό σε μια σουβάλα πάνω από τη θέση "Μασδέκη τα ράδια". Ναρκοθετήσαμε το πέρασμα και καλυμμένοι περιμέναμε ακίνητοι όλοι, να περάσει την καθορισμένη ώρα το κοπάδι. Στο μεταξύ κάναμε όνειρα για το πώς θα τη μαγειρέψουμε. Για μια στιγμή εκεί που περιμέναμε βλέπουμε τη γουρούνα να τραβάει μπροστά και πίσω της δέκα γουρουνάκια. Πέρασαν δίπλα από τις νάρκες, αλλά δεν τις πάτησαν. Τις κατάλαβαν μάλλον από τη μυρωδιά τους. Πήγαν στη σουβάλα, ήπιαν νερό και έφυγαν χωρίς να γίνει τίποτε."
Μελίσσια: Τα μελίσσια υπήρξαν και αυτά ένα σημαντικό, αλλά σπάνιο μέσο διατροφής των μαχητών του ΔΣΕ. Σημαντικό καθώς η θερμιδική και διατροφική αξία του μελιού είναι ιδιαίτερα σημαντική, σπάνιο, καθώς οι κυψέλες των μελισσιών καταστρέφονταν συνήθως από τον κυβερνητικό στρατό ή βρίσκονταν πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές, που κατά τη λήξη του Εμφυλίου, στρατοκρατούνταν. Ωστόσο, στη βιβλιογραφία εντοπίζονται περιστατικά όπου ομάδες μαχητών του ΔΣΕ βρίσκουν τυχαία κάποια κυψέλη ή κάποιο μελίσσι. Η μέθοδος συλλογής του μελιού συνέβαινε με ένα έξυπνο τέχνασμα, που όμως καθιστούσε την κατανάλωση του μελιού ως μια ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία. Το τέχνασμα αυτό περιγράφει ο Γιώργης Τρικαλινός, στο βιβλίο του:
"Βρήκαμε 3-4 εγκαταλειμμένες κυψέλες. Στην είσοδο κάθε κυψέλης βάζαμε μπαρούτι από τις σφαίρες, βάζαμε φωτιά στο μπαρούτι και οι μέλισσες αχρηστεύονταν. Ανοίγαμε σε συνέχεια την κυψέλη, βγάζαμε με το μαχαίρι τις κερήθρες με το μέλι. Ένα μέρος το τρώγαμε, ένα άλοο το βάζαμε στις καραβάνες μας για αργότερα. Αλλά όπως τρώγαμε τις κερύθρες δεν βλέπαμε πως μπορεί οι μέλισσες να αχρηστεύονταν, όμως το κεντρί τους δούλευε, ζούσε ακόμα. Και μας δάγκωναν στα χείλη, στη γλώσσα, στα μάγουλα, στα χέρια. Κι άρχιζαν να πρήζονται και να μας πονάνε. Ήταν αστείο να βλέπει ο ένας τον άλλο με πρησμένα χείλη, με πρησμένη τη γλώσσα και τα μάγουλα. Γελούσαμε παρά τους πόνους που νιώθαμε από τα τσιμπήματα που δεχθήκαμε από το κεντρί της μέλισσας".
Πηγές:
Γιώργης Τρικαλινός, 292 ημέρες μετά το Γράμμο-Βίτσι, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007.
Κώστας Πεντεδέκας, 88 Μονάδα χώρου- Διλοχία Γκούρα, Εντός, Αθήνα 2008.
Τάκης Ψημμένος, Αντάρτες στ' Άγραφα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου