"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 1ο



Βρισκόμαστε στο έτος 1955, η Ελλάδα έχει πια βγει από τον Εμφύλιο πόλεμο, όμως χιλιάδες είναι οι ακόμα οι εξόριστοι και οι πολιτικοί κρατούμενοι που αργοπεθαίνουν στα ξερονήσια και στις φυλακές. Σε μια όμως από αυτές, μια ομάδα 27 πολιτικών κρατουμένων σχεδιάζει μια από τις πιο θεαματικές αποδράσεις της ιστορίας...

Στις φυλακές των Βούρλων, ένα αποξηραμένο έλος που μετατράπηκε από πορνείο σε φυλακή, κρατούνται περίπου 90 -100 πολιτικοί κρατούμενοι. Η φυλακή έχει σοβαρές αδυναμίες ως προς τη δομή της, είναι κοντά σε κεντρικό δρόμο και συνορεύει με το εργοστάσιο "Ντεστρε". Είναι λοιπόν το παλιό στέλεχος του ΚΚΕ Μήτσος Δάλλας που συλλαμβάνει πρώτος την ιδέα της απόδρασης. Τη μοιράζεται με το γραμματέα της οργάνωσης της φυλακής Θ. Βασιλόπουλο και σταδιακά μυούνται σε αυτή αρκετοί κρατούμενοι. Το μυστικό της απόδρασης δεν κοινοποιείται σε όλη την ομάδα συμβίωσης. Ο λόγος διττός: Πρώτον, δεν μπορεί να δραπετεύσει μια ολόκληρη φυλακή και δεύτερον, η τήρηση της μυστικότητας δεν θα διασφαλιζόταν με τον τρόπο αυτό. Για την απόδραση επιλέγονται 27 κρατούμενοι που μένουν στην Αθήνα, έχουν συγγενικά πρόσωπα και φίλους που μπορούν άμεσα να τους βοηθήσουν και κυρίως είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν όλους τους κινδύνους του εγχειρήματος. 

Οι οργανώσεις του ΚΚΕ έξω από τη φυλακή δεν έχουν λάβει ενημέρωση, ή αν έχουν λάβει δεν αναφέρουν τίποτα για το θέμα, θέλοντας να μην θέσουν σε παραπάνω κινδύνους του κρατούμενους. Τους αφήνεται λοιπόν πλήρης ελευθερία δράσης. 

Οι κρατούμενοι αποφασίζουν να ξεκινήσουν να σκάβουν στο πάτωμα του κελιού 13, με την προοπτική να δημιουργήσουν μια σήραγγα που θα περνά κάτω από τον παρακείμενο δρόμο και θα βγαίνει μέσα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου. Δύο αρραβωνιαστικές κρατουμένων αναλαμβάνουν να εξερευνήσουν το κτίριο του εργοστασίου και να δώσουν μιαν εικόνα στους κρατούμενους. Οι επίδοξοι δραπέτες επιλέγουν να βγουν μέσα από το μπάνιο ή τον χώρο πλυντηρίων του εργοστασίου. 

Προμηθεύονται εργαλεία παράνομα, μέσα σε δέματα και το εγχείρημα ξεκινά. Πρώτο πρόβλημα: τα μπάζα. Τα μπάζα διοχετεύονται με κάθε τρόπο έξω από το κελί, κάποια πετιούνται στα σκουπίδια, άλλα στο προαύλιο και άλλα στους βόθρους. Όταν το πρόβλημα μεγαλώνει, οι κρατούμενοι ζητούν να φυτέψουν γλάστρες στο προαύλιο και το αίτημά τους γίνεται δεκτό. Έτσι τα μπάζα και το χώμα χρησιμοποιούνται για την ... κηπουρική. 

Βρισκόμαστε κοντά στις μέρες της απόδρασης. Θα ακολουθήσουμε από εδώ την αφήγηση του Περικλή Ροδάκη, όπως δίνεται στο βιβλίο: "Η απόδραση των Βούρλων- Ένας δραπέτης θυμάται" των εκδόσεων "Ασύμμετρη Απειλή".


"Η τρύπα φτάνει πια σε βάθος 1,80 μέτρα. και διευρύνεται ώστε να δίνει ελευθερία κινήσεων σ' εκείνους που δούλευαν εκεί. Μετά αρχίζει το οριζόντιο σκάψιμο, προς την κατεύθυνση του δρόμου, μα το έδαφος είναι σκληρό και γεμάτο πέτρες. Καθυστερούν, δουλεύοντας αργά-αργά με το πιγκούνι. Τα υλικά της εξόρυξης ανεβαίνουν στο κελί, όπου οι κρατούμενοι Βαρδής Βαρινογιάννης, Ανδρέας Μπαρτζώκας, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Σταύρος Σιδέρης και Μιχάλης Κολοκοτρώνης φροντίζουν  για την εξαφάνισή τους. Οι χωματοβώλοι συντρίβονται με τα τακούνια, γίνονται χώμα. Έπειτα το χώμα μπαίνει σε υφασμάτινους σωλήνες κατασκευασμένους από σεντόνι, που οι κρατούμενοι ζώνονται στη μέση. Μετά πηγαίνουν στα αποχωρητήρια και με προσοχή το πετούν στον υπόνομο. Πρόβλημα είναι οι πέτρες. Αυτές ρίχνονται κυρίως στους σκουπιδοντενεκέδες και μεταφέρονται έτσι έξω από τη φυλακή.

Κάποια μέρα, κατά τη μεταφορά των σκουπιδιών, όλοι κινδυνεύουν να προδοθούν, όταν ένας φύλακας επιμένει να παραστεί στο άδειασμά τους. Επικρατεί σύγχυση. Τη λύση δίνει κάποιος ψύχραιμος κρατούμενος που του αποσπά την προσοχή ζητώντας του κάποιο εργαλείο και απομακρύνοντας τον έτσι από το επικίνδυνο σημείο. Μετά από αυτό σταματά η μεταφορά υλικών με τους σκουπιδοτενεκέδες. 

Τώρα θα χρησιμοποιηθούν οι ντενεκέδες- γλάστρες. Το κόλπο έχει ως εξής: Ο κάθε ντενεκές γεμίζεται σχεδόν μέχρι πάνω με χαλίκια και πέτρες και φυτεύονται πανσέδες. Μέσα σε λίγες μέρες η φυλακή παίρνει μια παρανοϊκή λουλουδάτη όψη με πανσέδες παντού, που θα πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι ήταν υπέροχη. Όλα προχωρούν τόσο τέλεια, που όχι μόνο οι φύλακες αλλά και οι υπόλοιποι κρατούμενοι δεν είχαν καταλάβει τι γινόταν. Κάποτε βέβαια, παράγινε με τις γλάστρες και αποφασίστηκε οι πέτρες να πετάγονται αλλού. Επιλέχτηκε ένας ακάλυπτος χώρος 2 επί 0,60 μέτρων μπροστά από το κελί νούμερο 6, όπου από παλιότερα ήταν φυτεμένο ένα γιασεμί. Οι πέτρες τώρα θα ρίχνονταν εκεί και θα καλύπτονταν με χώμα. 

Τη δουλειά αναλαμβάνει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που εντυπωσίαζε όλους με την ιδιαίτερη φροντίδα που έδειχνε στο γιασεμί... Δούλευε τόσο προσεκτικά, που κι εγώ δεν είχα καταλάβει τι έκανε. Η σήραγγα στο μεταξύ προχωρούσε. Η δουλειά ήταν σκληρή γιατί εκεί κάτω δεν υπήρχε αρκετός αέρας και δεν μπορούσε να μείνει κανείς πάνω από πέντε λεπτά. Κάποια μέρα, ο Σταύρος Σιδέρης και ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης λιποθύμησαν και οι σύντροφοί τους τους έβγαλα έξω με δυσκολία. Ας σημειωθεί ότι σημείο συναγερμού για αυτούς που δούλευαν κάτω ήταν ένας σπάγκος δεμένος στο πόδι που μόλις παρουσιαζόταν κίνδυνος τον τραβούσαν εκείνοι βρίσκονταν στο κελί.

Κάποια στιγμή σταμάτησε να λειτουργεί το αποχετευτικό σύστημα της φυλακής, μιας που ο υπόνομος είχε βουλώσει από το τόσο χώμα που είχε πέσει μέσα. Βρώμισε ολόκληρη η ακτίνα. Οι κρατούμενοι έκαναν παράσταση διαμαρτυρίας στον αρχιφύλακα και στο διευθυντή και ζήτησαν να τον επισκευάσουν οι ίδιοι. Ήταν κάτι φοβερό αν σκεφτεί κανείς ότι έπρεπε να καθαρίσουν ένα φρεάτιο γεμάτο λάσπη και ακαθαρσίες. Το έργο θα αναλάμβαναν και πάλι μυημένοι που ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε. Αυτή ήταν ο Κώστος Φίλης, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ο Ανδρέας Μπαρτζώκας, ο Μπάμπης Καλατζής και φυσικά ο υδραυλικός Χατζηπέτρος. Έμπαινε μέσα ένας και έβγαζε χώμα, ενώ άλλος το κάλυπτε με ακαθαρσίες για να μην καταλάβει κανείς τι είχε συμβεί. Ο Καλατζής δεν άντεξε, αρρώστησε και στάλθηκε στο νοσοκομείο. 

Πολλές φορές η επιχείρηση κινδύνεψε από τυχαία περιστατικά. Μια μέρα ένας φύλακας ζήτησε επίμονα τον Βαρδινογιάννη, που εκείνη την ώρα ήταν μέσα στη στοά και δούλευε. Επιχείρησε μάλιστα να μπει στο κελί 13, αλλά οι κρατούμενοι, με διάφορες προφάσεις τον σταμάτησαν. 

Υπήρχε και μια μεγάλη ανησυχία:  Η σήραγγα προχωρούσε, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως ανοιγόταν προς τη σωστή κατεύθυνση, μια και ήταν εύκολο κάτω από τη γη να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του. Το πρόβλημα το έλυσε η μνηστή του Βασιλόπουλου. Κάποιο απόγευμα μετά από συνεννόηση, πέρασε από την οδό Δογάνη κρατώντας ένα γκαζοντενεκέ, Στο σημείο που υπολογιζόταν ότι είχε φτάσει η σήραγγα άφησε τον γκαζοντενεκέ να πέσει και να κάνει μεγάλο θόρυβο. Έτσι βεβαιώθηκε ότι ΄λα προχωρούσαν κανονικά. Ο φωτισμός της σήραγγας ήταν κι αυτός αρκετά πρωτότυπος. Χρησιμοποιούνταν λαμπάκια φακού και μικρές μπαταρίες που οι κρατούμενοι είχαν προμηθευτεί για να βάζουν στα καραβάκια που έφτιαχναν. Κανένας δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί τίποτα! "


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου