"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 3o


(συνέχεια)



"Εκτός από τους κρατούμενους των κελιών 13, 14 και 15 που θα έφευγαν όλοι, οι υπόλοιποι δραπέτες ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα κελιά. Εγώ ήμουν ο μοναδικός που θα το έσκαγε από το κελί 6 και οι 4 συγκρατούμενοί μου δεν ήξεραν τίποτα. Παρατήρησαν μάλιστα τη νευρικότητα που είχα και αναγκάστηκα να δικαιολογηθώ πως περίμενα κάποιο επισκεπτήριο. Κατά το μεσημέρι αρχίσαμε να ντυνόμαστε.

Φορούσαμε από μέσα τα ρούχα (παντελόνι και πουκάμισο) και από πάνω πιτζάμες κουμπωμένες μέχρι το λαιμό. Δίναμε αφύσικη εικόνα, κατακουμπωμένοι με αυτή την τρομερή ζέστη. Μα παράξενο! Κανείς δεν το πρόσεξε. Από εδώ, ας μου συχωρεθεί να μιλήσω κ΄πως περισσότερο για τη δική μου εμπειρία. Η επιτροπή μου είχε αναθέσει το καθήκον να παραδώσω, πριν από τη δραπέτευση, τα βιβλία που είχαμε μπάσει παράνομα στη φυλακή για να κρυφτούν, μια κι ήταν φυσικό να επακολουθήσουν εκτεταμένες έρευνες. Φώναξα τον Πέτρο Ξιφαρά και του είπα πως υπήρχαν πληροφορίες ότι θα γινόταν έρευνες την άλλη μέρα και ότι έπρεπε να κρύψει τα βιβλία. Πιάσαμε μια άσχετη συζήτηση.

Η ώρα είναι 1 και 30. Αρχίζει η απόδραση. Σύμφωνα με το σχέδιο είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Ο επικεφαλής κάθε ομάδας θα ειδοποιούσε έναν-έναν να φύγει και τελευταίος θα έφευγε κι αυτός, αφού όμως πριν ειδοποιούσε τον επικεφαλής της επόμενης ομάδας. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση. Η τρομερή μεσημεριάτικη ζέστη είχε σκορπίσει τη χαρακτηριστική εκείνη νωχέλεια στους κρατούμενους, ενώ εμείς οι 27 βρισκόμαστε σε αφάνταστη υπερδιέγερση. Ξαφνικά βλέπω κίνηση στο 13 και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Ο Χατζηπέτρος μπαίνει στο κελί και δεν ξαναβγαίνει. Η επιχείρηση είχε αρχίσει. Ο Πέτρος Ξιφάρας μου μιλάει διαρκώς, μα δεν τον ακούω και κουνάω το κεφάλι μου. Παρακολουθώ την κίνηση. Ένας-ένας οι κρατούμενοι μπαίνουν στο 13 και εξαφανίζονται. Μου κάνει εντύπωση ότι κανένας δεν το προσέχει. Μέσα σε λίγα λεπτά έχουν μπει μέσα 15 άτομα που δεν χωρούσαν ούτε όρθιοι. Άμεσος κίνδυνος εκείνη την ώρα ήταν να έρθει ο φύλακας. Τον είχε "αναλάβει" ο Αλέκος Παπούλιας, ο εκπρόσωπος των κρατουμένων στη διεύθυνση. Κάθονταν στην είσοδο του εσωτερικού προαυλίου, έλεγαν σόκιν ανέκδοτα και είχαν ξεραθεί στα γέλια. Στο κελί 24 ο κρατούμενος N. Mπώκος, που δεν ήξερε τίποτα, αρχίζει να γκρινιάζει γιατί δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή βάζει τις φωνές, τον ακούει ο φύλακας και κάνει να κινήσει κατά κει. 

Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή ο Παπούλιας δεν τα χάνει. Σηκώνεται και αυτός μαζί με τον φύλακα και του ξεφουρνίζει ένα "χοντρό" σόκιν αστείο που είχε σοφιστεί την ίδια στιγμή. Ο φύλακας γυρίζει, σκάει στα γέλια και ξανακάθεται. Είχε αποφευχθεί το μοιραίο. Λίγες στιγμές αργότερα ο Δ. Πανουσόπουλος πλησιάζει τον Παπούλια και του δίνει ένα βιβλίο, σύνθημα πως ήταν η σειρά του να βγει. Όλα εξελίσσονται κανονικά. Με πλησιάζει ο Δουκάκης και μου λέει ένα συνθηματικό. Ήταν η σειρά μου. Λέω στον Ξιφαρά πως πάω κάπου και θα έρθω σε λίγο. Και αυτός μου απαντά να γυρίσω γρήγορα γιατί έχει κι άλλα να μου πει. Μπαίνω στο κελί 13 κι αρχίζω τις προετοιμασίες. Βάζω κάλτσες πάνω από τα παπούτσια, δένω ένα μαντήλι στο κεφάλι και κατεβαίνω στην τρύπα, καθώς το σκοινί από την άλλη πλευρά με ειδοποιεί ότι πρέπει να προχωρήσω. Όλα γίνονται μέσα σε λίγα λεπτά, που η αγωνία μας τα κάνει να φαίνονται ώρες.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είχα κατέβει ποτέ στη σήραγγα και οι άλλοι μου είχαν υποδείξει τι θα έκανα. Είχα βέβαια και ιδιαίτερα προβλήματα μια και είμαι χοντρός. Αλλά δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα, μια και πριν από εμένα είχε περάσει ο Παντελής Κιουρτσής που ήταν πιο χοντρός από μένα. Τελικά δεν δυσκολεύτηκα. Φτάνω στην έξοδο, όπου με πιάνει από το χέρι ο Σιδέρης και με βοηθάει να βγω πάνω. Εκεί βρισκόταν και ο Βασίλης Κατρής, καθώς και ένας άγνωστος, άνθρωπος περίπου 50 χρονών, καθισμένος σε μια καρέκλα. Ο Σιδέρης μου λέει: Είναι ο φύλακας του εργοστασίου. Ήρθε αναπάντεχα και αναγκαστήκαμε να τον κρατήσουμε. 

Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από την τρύπα ο Δουκάκης και θα ακολουθούσε άλλη μια πεντάδα. Πλησιάζω τον κρατούμενο και του λέω: "Μπάρμπα, είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και δραπετεύουμε". Αυτός έχει χάσει το χρώμα του και τα λόγια του. Συνεχίζω: "Εμείς θα φύγουμε και για να το πετύχουμε είμαστε αποφασισμένοι για όλα. Το καλό που σου θέλω είναι να μην κάνεις τίποτα και όταν θα έχουμε φύγει να δικαιολογηθείς ότι σε απειλήσαμε." Του προσφέρω τσιγάρο που το πήρε κοιτάζοντας αδιάκοπα προς την τρύπα. Ο Σταύρος Σιδέρης έπρεπε να φύγει τελευταίος, μα υπήρχε πρόβλημα. Ήταν κουτσός  κι αδύνατος, ενώ ο φύλακας γεροδεμένος και σίγουρα θα μπορούσε να τον κάνει καλά. Τελικά αποφασίζω να μείνω εγώ στη θέση του. Πρώτος φεύγει ο Χατζηπέτρος. Ακολουθεί η τετράδα Τζεφρώνης, Τσακίρης, Καράς και Σωτηρόπουλος, που αποτελούσαν και την επιτροπή. Αυτοί ανοίγουν και την εξώπορτα του εργοστασίου, βγάζοντας τη μεγάλη αμπάρα. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι δραπέτες, που σε λίγο χάνονται στην οδό Κανελλοπούλου. Έτσι μένω μόνος μου με το φύλακα. Του λέω να μπεί στο αποχωρητήριο και αυτός υπακούει. Μετά κλείνω την πόρτα και τη στερεώνω με ένα χοντρό δοκάρι, ώστε να μην μπορεί  να ανοίξει από μέσα.

Στην έξοδο του εργοστασίου συναντώ ένα ζευγάρι. Είναι μια κοπέλα κάπου 15 χρονών κι ένας νεαρός σε ποδήλατο που συζητούν. Μόλις με βλέπει η κοπέλα ταράζεται. Με πλησιάζει και με ρωτάει: "Ποιος είσαι εσύ;" Τι να της έλεγα; Δεν ήξερα αν είχε δει τους άλλους και δε μπορούσα να ριψοκινδυνέψω την απάντηση. "Πήγαινε μέσα στο εργοστάσιο, της λέω, και θα σου πει ο φύλακας ποιος είμαι". Μου λέει: "Σώπα μωρέ. Αστυνομικός δεν είσαι όπως και οι άλλοι;" Εγώ συμφωνώ και τους επαναλαμβάνω να πάνε στο φύλακα για να μάθουν. Η κοπέλα με πιάνει από το μανίκι και κάτι μουρμουρίζει. Μπροστά από την έξοδο του εργοστασίου βλέπω ένα λεωφορείο να πλησιάζει στη στάση και να σταματάει. Τραβάω το χέρι μου και απελευθερώνομαι βίαια. 

"Παράτα με" της λέω αγριεμένα. Αυτή τρέμει κυριολεκτικά και βάζει τις φωνές: "Πιάστε τον! Πιάστε τον!"

Ανοίγω το βήμα προς το λεωφορείο που έχει σχεδόν ξεκινήσει. Ο σοφέρ ακούγοντας την κραυγή κόβει ταχύτητα και έτσι καταφέρνω να πηδήσω μέσα. Το λεωφορείο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Ψάχνομαι για ψιλά- το εισιτήριο έκανε 60 λεπτά- μα δεν έχω και δίνω πενηντάρικο στον εισπράκτορα. Η σύμπτωση αυτή θα με σώσει. Αν είχα ψιλά θα κατέβαινα στην επόμενη στάση που ήταν κοντά στην είσοδο της φυλακής και εγώ δεν το ήξερα. Έτσι περιμένοντας τα ρέστα φτάνω μέχρι τον ηλεκτρικό του Πειραιά, όπου και κατεβαίνω. Η ώρα είναι 3 παρά 2 λεπτά. Μετά μπαίνω σε ένα ταξί και λέω στον οδηγό να κατευθυνθεί στην πλατεία Κουμουνδούρου. Είμαι νευρικός και ο οδηγός το προσέχει. Για να δικαιολογηθώ, του λέω:

-Πρέπει να πάω στην Ελευσίνα κι έχω αργήσει.
-Πότε φεύγει το λεωφορείο; 
- Στις 3 και 10, του λέω για να υπολογίσει ότι δεν θα προλάβω.
- Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε.
- Αν μπορείς τρέξε. Έμπλεξα και δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα.
- Δουλεύεις εκεί;
- Ναι, στη Χαλυβουργική.

Ο Οδηγός εξακολουθεί να με κοιτάει περίεργα, αλλά ανοίγει ταχύτητα. Μόλις βγαίνουμε στο Μοσχάτο, βλέπω να μπαίνει από τα αριστερά μια κούρσα γεμάτη νεαρούς, που είχαν όλοι τα μάτια τους πάνω μου. Πιστεύω πως είναι αστυνομικοί, μα δεν έχω πια περιθώρια να κάνω τίποτα. Η κούρσα πλησιάζει, φτάνει δίπλα μου και οι επιβάτες της με κοιτούν όλοι μαζί. Ξαφνικά αρχίζουν να φωνάζουν:

-Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ-! 

Εκείνη την ημέρα ήταν το ντέρμπυ Ολυμπιακός- ΠΑΟ. Ανάσανα... Η κούρσα μας ξεπερνάει και χάνεται. Φτάνουμε κάποτε στην πλατεία Κουμουνδούρου, επί της Πειραιώς. Πληρώνω και κατεβαίνω, ενώ ο οδηγός δείχνει να απορεί γιατί- αφού βιαζόμουνα- δεν ήθελα να πάω μέχρι την αφετηρία των λεωφορείων. Από την Κουμουνδούρου παίρνω άλλο ταξί για Ανθούπολη. Στο παλιό τέρμα Θεμιστοκλέους υπάρχει τροχονόμος και αγωνιώ γιατί δεν ξέρω αν η απόδραση έχει γίνει γνωστή και αν έχει αστυνομική κινητοποίηση. Δε συμβαίνει τίποτα. Λέω ψέματα στον ταξιτζή πως πηγαίνω στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας και σε έναν χωματόδρομο τον σταματάω και του λέω πως θα συνεχίσω με τα πόδια για να μην του χαλάσουν τα λάστιχα. Η ώρα είναι 3 και 30. Σε λίγο βρίσκομαι στο σπίτι του φίλου μου Φώτη Τσούμπου και χτυπώ την πόρτα. 

Ο Φώτης και η γυναίκα του με δέχτηκαν και σύντομα μου βρήκαν σπίτι γιατί το δικό τους παρακολουθούταν επειδή ήταν αριστερός."


(συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου