Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Ζιζή Μακρή - Μια μάντρα -Ένα δέντρο- Λίγος ήλιος


Η Ζιζή Μακρή γεννήθηκε το 1924 στο Βελιγράδι και σπούδασε στο Παρίσι την τέχνη της χαρακτικής με δάσκαλο τον γνωστό Έλληνα χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη. Εντάχθηκε στο προοδευτικό κίνημα από τα φοιτητικά της χρόνια και το 1950 ακολούθησε τον σύζυγό της και γλύπτη Μέμο Μακρή στην Ουγγαρία, μετά την απέλασή του για πολιτικούς λόγους. Ο Μέμος Μακρής υπήρξε μέλος του ΚΚΕ. 

Στην Ουγγαρία πραγματοποίησε σειρά από εκθέσεις ατομικές και συλλογικές, ενώ βραβεύτηκε σε σειρά διαγωνισμών, όπως αυτούς του Βερολίνου, της Βαρσοβίας και της Μόσχας. 

Η υπόθεση Βέττα

Αν θυμόμαστε για κάτι άλλο εκτός του πλούσιου καλλιτεχνικού της έργου τη Ζιζή Μακρή είναι για την γενναία εμπλοκή της στην υπόθεση του Φωκίωνα Βέττα, μια παράνομη αποστολή του ΚΚΕ. 

Το 1960 στις 18 Ιουνίου στις αθηναϊκές εφημερίδες κάνει την εμφάνισή της μια δημοσίευση για τη σύλληψη μιας ακόμα ομάδας κομμουνιστών. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Φωκίων Βέττας, στέλεχος του ΚΚΕ, ο οποίος είχε μπει παράνομα στη χώρα από το 1958, αλλά και δύο ζευγάρια Γάλλων και ένα 13χρονο παιδί. Επρόκειτο για το ζεύγος Ζωρζ και Έλεν Πλατάντ και τον γιο τους Φρανσουά και το ζεύγος Ερρίκου Μαρσέλ και Άγγελας Χαν. 

Αυτό που δεν γνώριζαν από την αρχή οι ελληνικές αρχές ήταν ότι η Άγγελα Χαν ήταν στην πραγματικότητα η γνωστή χαράκτρια Ζιζή Μακρή. 

Οι περιγραφές των εφημερίδων είναι αναλυτικότατες. Οι προαναφερθέντες είχαν έρθει στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας με σκοπό την φυγάδευση του Βέττα στο εξωτερικό. Στο Μπρίντιζι επιβιβάστηκαν στο πλοίο "Ελλάς" και διέμειναν στον Πειραιά στο ξενοδοχείο "Αλίκη". Το βράδυ της Τρίτης 14 Ιουνίου το ζεύγος Χαν (Ρομπέρ Μοσσέν και Ζιζή Μακρή) δείπνησε με τον Βέττα στο παραλιακό κέντρο "Αύρα"του Πειραιά και μερικές ώρες πιο μετά συνελήφθησαν μαζί του στο ύψος την Νέας Σμύρνης. Στα χέρια των Γάλλων βρέθηκε και το πλαστό διαβατήριο που προόριζαν για τον Βέττα.

Μερικές ημέρες μετά και με τη βοήθεια των γαλλικών αρχών θα γίνει η ταυτοποίηση όλων των συλληφθέντων οι οποίοι κρατούνται στην Ειδική Ασφάλεια Αθηνών σε ξεχωριστά κελιά. Οι πολιτικές συνθήκες της εποχής, η διεθνής εμπλοκή και η αντιπολιτευτική δύναμη της ΕΔΑ δεν καθιστούν την χρήση βασανιστηρίων εφικτή στην ανάκριση, ούτε επιτρέπουν την εξαφάνιση προσώπων, όπως συνέβαινε στην Ασφάλεια μερικά χρόνια πριν. 

Η δίκη λαμβάνει χώρα ένα έτος μετά  κατά τη διάρκεια του οποίου οι υπόδικοι βρίσκονται στις Φυλακές Αβέρωφ. Για την υπεράσπιση των κατηγορουμένων κινητοποιείται το διεθνές δημοκρατικό και προοδευτικό κίνημα της εποχής. Ανάμεσα στους δικηγόρους της υπεράσπισης είναι πολλοί Γάλλοι νομικοί και επιφανείς Έλληνες του χώρου όπως ο Ηλίας Ηλιού, ο Γεώργιος Μαγκάκης, ο Σταύρος Κανελλόπουλος και ο Δημήτρης Μπέης. 

Η υπερασπιστική γραμμή περιορίζεται στην παρουσίαση της υπόθεσης φυγάδευσης ως απλής επίσκεψης ενδιαφέροντος στην Ελλάδα. Οι κατηγορίες με βάση τον νόμο- έκτρωμα 509, που εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ εκπίπτουν στο δικαστήριο. 

Όλοι οι κατηγορούμενοι έχοντας εκτίσει ήδη ποινή 11 μηνών εξαγοράζουν τις ποινές τους και αφήνονται ελεύθεροι. Όλοι εκτός της Ζιζής Μακρή και του Φωκίωνα Βέττα. Για τη Ζιζή Μακρή ορίζεται νέα δικάσιμός για τον Οκτώβριο του 1961. 

Η ίδια φυλακίζεται ξανά στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου κατά δική της και ευρύτερη ομολογία, θα ανακαλύψει μέσα από τα κάγκελα της φυλακής ένα νέο δημιουργικό δρόμο για την τέχνη της. 


Στις Φυλακές Αβέρωφ


Στις Φυλακές Αβέρωφ το 1961 έχουν απομείνει μόνο 20 πολιτικές κρατούμενοι. Ανάμεσά τους βαριά ονόματα του κινήματος όπως η Έλλη Ιωαννίδου, η Αύρα Παρτσαλίδου, η Ρούλα Κουκούλου- Ζαχαριάδη και η Φώφη Λαζάρου. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι ποινικές κρατούμενοι.

Οι πολιτικές κρατούμενοι υποδέχονται την Ζιζή Μακρή με θέρμη. Γνωρίζουν την υπόθεση αλλά και το γεγονός ότι η φυλακή είναι χώρος νέος και δύσκολος για την Μακρή. Την βοηθούν να προσαρμοστεί, της εξασφαλίζουν μέσω της παράνομης οργάνωσης εργαλεία για να εργάζεται και την υποστηρίζουν αφού σε όλη τη διάρκεια της κράτησής της δεν μίλαγε ελληνικά και έκανε ότι δεν καταλαβαίνει την γλώσσα προκειμένου να μην χαλάσει την υπερασπιστική της γραμμή στο δικαστήριο. 

Ωστόσο, η Ζιζή Μακρή επικέντρωσε το καλλιτεχνικό της ενδιαφέρον όχι στις πολιτικές κρατούμενες αλλά στις ποινικές. Η ίδια αναφέρει: " Σχεδίαζα τις ποινικές γιατί οι πολιτικές δεν είχαν γραφικότητα. Οι ποινικές για μένα τουλάχιστον, το μαντήλι, όλη η στάση ήταν κάτι το εντελώς καινούργιο. Αυτό με τράβηξε πολύ. Οι πολιτικές ήταν γυναίκες, όπως όλες οι γυναίκες του κόσμου. Δεν επέμεναν να της ζωγραφίζω, τους είχα εξηγήσει από την αρχή ότι με ενδιέφεραν περισσότερο οι ποινικές, αλλά έκανα ένα-δυο σκίτσα."

Τα έργα της Μακρή περιλαμβάνουν ακόμα σκηνές από τους θαλάμους, το προαύλιο, τις καλόγριες-φύλακες των φυλακών και την καθημερινή ζωή στη φυλακή. 

Η παραμονή της Μακρή στις Φυλακές Αβέρωφ της ανοίγει νέες δρόμους έμπνευσης και νέα θέματα ενασχόλισης. Η ίδια την χαρακτηρίζει ως μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ζωής της και ως περίοδο που την στιγμάτισε βαθιά και σε πολλά επίπεδα. 

Τον Οκτώβριο του 1961 γίνεται η δεύτερη δίκη της Ζιζής Μακρή. Απαλάσσεται από κάθε κατηγορία και φεύγει ξανά για την Ουγγαρία. 


Η καλλιτεχνική συνέχεια

Η Ζιζή Μακρή μετά την επιστροφή της θα πραγματοποιήσει σειρά εκθέσεων σε όλο τον κόσμο. Στη Γενεύη και το Μεξικό το 1963 στην Κίνα το 1965, στην Κούβα το 1963 και στην ΕΣΣΔ το 1962. Στις περισσότερες από αυτές τις εκθέσεις κυριαρχεί το θέμα των γυναικών της φυλακής. 

Το 1963 η Ζιζή Μακρή θα πραγματοποιήσει έκθεση και στην Ελλάδα με τα έργα από την Φυλακή. 

Οι Φυλακές Αβέρωφ έχουν τότε 6 πολιτικές κρατούμενους...

Η Ζιζή Μακρή έφυγε από τη ζωή το 2014 αφήνοντας τον καλλιτεχνικό και πολιτικό κόσμο φτωχότερο.


Φωτογραφίες του έργου της

Χαρακτικό: Ο θάλαμος των ποινικών

Νερομπογιά: Κρατούμενη με εργόχειρο

Χαρακτικό: Ποινικές κρατούμενοι

Παστέλ: Ο φοίνικας του προαυλίου των Φυλακών Αβέρωφ

Σκίτσο: Ποινικές με παιδί

Σκίτσο: Ο θάλαμος των ποινικών

Πηγή: Ζιζή Μακρή - Μια μάντρα -Ένα δέντρο- Λίγος ήλιος, λεύκωμα των ΑΣΚΙ για την έκθεση - αφιέρωμα στη Ζιζή Μακρή. 2014.

Μαρτυριακό αφιέρωμα στο Δίστομο


Ένα μικρό αφιέρωμα στη σφαγή του Διστόμου που έλαβε χώρα στις 10  Ιουνίου  1944 ειδωμένη μέσα από μαρτυρίες όσων την έζησαν



Η Παναγούλα Σκούτα (το γένος Μαλάμου) 13 χρονών τότε, αφηγείται :
 
«Την ημέρα της σφαγής από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου. Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι. Θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου (σήμερα αλευρόμυλος) ως το δικό μας σπίτι (μπροστά στο μνημείο της Δημαρχίας). Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Ο πατέρας μου με έστειλε με την μικρότερη αδελφή μου Λουκία, εφτά χρονών, για κρεμμύδια σ’ ένα χωράφι μας έξω από το χωριό. Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά – καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό των βλημάτων.
Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή ύστερα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία αγία Ειρήνη προς το Στείρι όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας. Τότε ο πατέρας μου είπε στις γυναίκες : «Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρτες με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μήπως μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν;». Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες : «Μπάρμπα Σπύρο εμείς ήρθαμε δω για να είμαστε πιο ασφαλισμένες. Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας». Και δεν το κούνησε καμιά. Μόνο η Παναγιού Σκούτα θύμωσε κι έφυγε. Αργότερα μάθαμε πως δεν τη σκότωσαν οι Γερμανοί. Γλίτωσε.

Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά. Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται, να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας στον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέϊκα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος. Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη – μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου να ζητάει βοήθεια : «Ωχ μπάρμπα Σπύρο, σώσε με!». Έκλαιγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αυγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει : «Παναγούλα φέρε τα τρόφιμα». 

Άνοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Παπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένο του λαιμό και πίσω του ένα κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει. Εμείς, ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια προχωρήσαμε στην αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει τον Γερμανό : «γκουτ μπόϋ» - εννοώντας το τραυματισμένο παιδί. Ο Γερμανός όμως άγριος έκαμε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα «καπούτ» και αρνήθηκε τις προσφορές μας. Εμείς υπακούσαμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας ολόπαντα. Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε : «Ωχ παιδιά μου! Σώστε με!». Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν – έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές. Το κατώι είχε μια κολώνα στη μέση, Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ’ αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος 67 χρονών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 χρονών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανηψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδερφής μου Γιαννούλας, 5 χρονών. 

Οι γάμπες του ήταν σχισμένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα. Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρονών, με το γιο της Γιάννη, 8 χρονών, καθισμένη σε γούρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού με κομμένο σαν με λεπίδα το καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα στους ώμους σαν από μια γεμισμένη κούπα, και στον πανέμορφο λαιμό της. Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχιζε να μας κλωτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας «Έϊ, έϊ» για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος κα, κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι.

Ο Γερμανός διασκέλισε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Άκουσα ποδοβολητά και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται. Η μια από τις δυο αδερφάδες μου τις μεγαλύτερες η Γεωργία Αγαπίδου, βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Είχε σκύψει σ’ ένα καδούλι για να γλιτώσει τις ριπές και την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό. Σηκώνομαι και με δυσκολία την βγάζω στην αυλή. Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες ν’ απειλούν το σπίτι. Η αδερφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατά της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν. Μου λέει: «πάρε τον κουβά και σβήσε την φωτιά να μην καεί το σπίτι». Πήρα κι έβγαλα νερό απ’ το πηγάδι μας κι έσβησα τη φωτιά στο φούρνο αλλά όχι και στο παρακάτω χαγιάτι της αυλής. Ανέβηκα στο μπαλκόνι μας και είδα να καίγεται το σπίτι του Χαράλαμπου Σφουντούρη – Πασχούλη. 

Αργότερα μάθαμε πως κάηκε μέσα το αντρόγυνο. Από το μπαλκόνι βλέπω στην αυλή των Καλαματέων σκοτωμένα τα ζώα και όλη την οικογένεια του Λουκά Σταύρου που ξεκληρίστηκε – πέντε άτομα και δυό συγγενείς τους, εφτά. Η αδερφή μου μού φώναξε να μπω στο σπίτι να πετάξω κάτω τα προικιά μήπως ξαναπιάσει φωτιά και τα κάψει…κι ας καιγόταν μπροστά το χαγιάτι. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσα ότι ο Γερμανός είχε ανακατέψει και ψάξει όλο το σπίτι. Άνω κάτω τα πάντα. Αντιλήφθηκα ότι από το τζάκι έλειπε το ρολόι με τις χρυσές κολώνες και την καμπανούλα που είχε φέρει από την Αμερική ο πατέρας μου. Η αδερφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα. Ύστερα μου φώναξε να κατεβάσω τη ραπτομηχανή της να μη χάσει το εργαλείο της δουλειάς της. Εγώ δεκατριών χρονών με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί – σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες. 

Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας ο παρδάλης ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από το φουστάνι και με τραβάει. Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα. Τον έδιωχνα : «φύγε παρδάλη!». Αυτό πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του. Τότε η αδερφή μου Γεωργία λέει : «Πού είναι το κορίτσι η Λουκία μας; Πού έχει πάει η μικρή; Τρέξε, ψάξε να τη βρεις…» Το σκυλί μπροστά κι εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Εκεί πάλι γύρισε και με κάλεσε με το πόδι του. Φεύγει και πάει στέκεται στα κάτω πηγάδια (εκεί που είναι σήμερα το μνημείο μπροστά στη δημαρχία) και μου γνέφει να πάω. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα βλέπω έξω στους δρόμους ξαπλωμένα σκοτωμένα κορμιά. Λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μας (εκεί που είναι τώρα η αστυνομία) ήταν σκοτωμένος ο Θανάσης Πανουριάς και η Μαρία Νταή. Πιο κει ο Χρήστος Σκούτας. Δεν γνώρισα άλλους γιατί το μυαλό μου ήταν στο σκυλί και στη μικρή αδερφή μου. Έφτασα στο σκυλί. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη σαν το λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να τη σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ’ το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. 

Δεν την ξαναείδα. Βλέπω στο χάνι της αυλής μας την πιο μεγάλη αδερφή μου Κωστούλα Καρβούνη που την είχε τραυματίσει στις παλάμες ο Γερμανός όπως τις είχε βάλει στο πρόσωπό της να μη δει που εκτελούσε την Πανωραία Μάριου. Οι αδερφές μου Κωστούλα και Γεωργία μου λένε : «Φεύγουμε για τον Άγιο Αθανάσιο. Κάμε τι θα κάμεις και έλα και συ». Ήταν πια σούρουπο. Πήρα κι εγώ να πάω στον Άγιο Αθανάσιο. Φτάνοντας στο διάσελο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος. Άλλοι με άλογα, άλλοι με ρούχα, άλλοι με τρόφιμα να βγουν απ’ το χωριό, ν’ ασφαλιστούν στους λόγγους και στα ρουμάνια. Όλοι έκλαιγαν, μοιρολογούσαν, έσκουζαν, σουρομαδιόντουσαν. Έτρεχα κι εγώ. Πριν φτάσω εκεί που είναι σήμερα το Κέντρο Υγείας με πιάνει ποδάγρα. Όλοι μου έλεγαν : «τρέξε παιδί μου Παναγούλα να μας φτάσεις». Εγώ τους έλεγα «τρέχω» αλλά βάδιζα στον τόπο, σημειωτόν. Και τότε ακούω κάποιον να λέει : «Αυτό το έχει πιάσει ποδάγρα μωρέ, όπως μας πιάνει στο στρατό. Πιάστε το να ξεκολλήσουν τα πόδια του..»

Μ’ έπιασαν και βρέθηκα με τους άλλους στον Άγιο Αθανάσιο. Είχαν φανάρι αναμμένο. Ξενυχτήσαμε εκεί. Ύστερα από δυό μέρες ήρθαν και πήραν τους τραυματίες. Βρέθηκα κι εγώ με τις τραυματισμένες αδερφές μου στη Λιβαδειά στην κλινική του Καλή. Κάποια στιγμή μπαίνω στο αποχωρητήριο και βλέπω να σπαρταράει ένα πόδι στο καλαθάκι των σκουπιδιών. Το βάζω στα πόδια. Μου λένε πως είναι το πόδι της Παναγούλας του Μενιδιάτη της εννιάχρονης Διστομοπούλας που της το θέρισαν οι γερμανοί. Μέσα σε πέντε μέρες εμένα και άλλα συνομήλικα και μικρότερα μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και μας μετέφερε στο Ίδρυμα Αετοφωλιά Α’, στην Κηφισιά.



Ο Παναγιώτης Σφουντούρης, 6 χρονών τότε, θυμάται :

«Την ώρα της σφαγής βρισκόμουνα στο ισόγειο του Αγγελή Πίτσου, εγώ, η αδερφή μου Μαρία, η γιαγιά μου Κατερίνη Πίτσου με την κόρη της Ασήμω. Είμαστε κλεισμένοι μέσα γιατί ακούγαμε να πέφτουν σφαίρες από τη μεριά του Στειριού. Για μια στιγμή βλέπουμε απ’ το γωνιακό παράθυρο να έρχονται γερμανικά αυτοκίνητα από το δρόμο του Στειριού και να σταματούν μπροστά στο Δημοτικό σχολείο προς του Ψημένου. Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα. Εγώ, μικρός, δε γνώριζα αλλά η γιαγιά μου είπε πως ήταν τα παιδιά. Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου προς τη μεριά του σπιτιού του Βιτριόλη – Πανουργιά και τους εκτέλεσαν. 

Μετά από λίγο από το άλλο παράθυρο βλέπουμε να μπαίνουν οι Γερμανοί στο διπλανό μας σπίτι, του Θανάση Καστρίτη. Εκείνη την ώρα η Σταμούλα Καστρίτη με τη μάνα της Θεοφανή Κοκκίνη ήταν στο φούρνο και ρίχνανε το ψωμί. Ο πατέρας της Σταμούλας και σύζυγος της Θεοφανής, ο Αγγελής Καστρίτης καθόταν στο πλατύσκαλο, το πέτρινο, της ξύλινης σκάλας. Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη της όπως φούρνιζαν. Ο γέρο Αγγελής έκαμε να σηκωθεί να ορμήσει. Του ρίχνουν και τον σωριάζουν. Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν τον πατέρα, τη μάνα της και την αδερφή της έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Αμέσως για καλή μας τύχη σηκώσανε τον καταρράχτη και μπήκαμε στο υπόγειο. Εγώ, η γιαγιά μου, η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου η Ασήμω. Με το κλείσιμο του καταρράχτη έσυραν και μια κουρελού, έφτασαν και μπήκαν από την πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την άλλη της κυρίας εισόδου. 

Ύστερα από αρκετές ώρες βγήκε πρώτη η ξαδέρφη μου η Ασήμω, γύρω στα 17. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αφού είδε πως δεν υπήρχαν γερμανικά αυτοκίνητα στο δρόμο και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, βγήκαμε όλοι από τον καταρράχτη. Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Βγαίνοντας απ’ την αυλόπορτα του Πίτσου πάνω σε στέφλα είδαμε σκοτωμένο το Νίκο Σφουντούρη, ξάδερφό μου. Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω. Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρονών. Βγήκαμε έξω κλαίγοντας και φωνάζω στη γιαγιά Κατερίνη πως σκοτώσαν τους γονείς μου και μου είπε να πάω στης γιαγιάς μου το σπίτι – στη μάνα της μάνας μου. Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι- χέρι. Φτάνοντας στην πάνω πλατεία είδαμε ένα σκοτωμένο μπροστά στου Μπουκαλή. 

Για να πάμε στης γιαγιάς περνούσαμε από το στενό μεταξύ Τζάθα και Κουτριάρη. Εκεί είχαν τραυματίσει τον Ειρηνοδίκη και έναν άλλον. Μέσα από το σπίτι του Τζάθα μούγκριζε τραυματισμένος. Φτάσαμε με την αδερφή μου στο σπίτι της γιαγιάς. Κλεισμένο, έρημο. Μας μάζεψε ο γερο Λουκάς Καϊλης που ζούσε ανήμπορος στο σπίτι του Μιλτιάδη Καϊλη. Μας ρώτησε τι πάθαμε και του είπα πως σκότωσαν τους γονείς και τον αδερφό μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός της μάνας μου Χαράλαμπος Καρούζος που μας πήρε και διανυκτερεύσαμε έξω από το χωριό στη μεγάλη λάκκα. Εκεί άκουγα όλη τη νύχτα τα κλάματα, τα μοιρολόγια των πατριωτών μου. Άκουγα τους λυγμούς της Νίτσας Καϊλη (Νίτσα Σφουντούρη σήμερα) που της είχαν σκοτώσει τους γονείς της. Την άλλη μέρα φύγαμε και πήγαμε στο μαντρί του Θανάση Καστρίτη στο αλωνάκι για αρκετό καιρό. Ύστερα περιπλανιόμαστε και φτάσαμε στην Αντίκυρα και από κει τριγυρνούσαμε στον ελαιώνα της Παραλίας Διστόμου αποφεύγοντας τους Γερμανούς που πολλές φορές κατέβαιναν με άλογα φορτωμένα κανόνια.

Απ’ αυτή την άγρια σφαγή έχασα 14 άτομα άμεσους συγγενείς μου».



Ο Παναγιώτης Αν. Σεχρεμέλης, 11 χρονών τότε αφηγείται :

«Κατά τη σφαγή του Διστόμου βρισκόμουν μέσα στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι, μαζί με τον αδερφό μου Γιάννη, 14 χρονών, τον Λουκά Αν. Ανέστη, 11 χρονών, τη γιαγιά μου, την Ασήμω Σωτηρίου από το Στείρι. Οι γονείς μου έλειπαν στην Αθήνα όπου ο πατέρας μου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στομάχου. Και τα τέσσερα άτομα βρισκόμαστε στο ανατολικό σωμάτιο του σπιτιού μας, απ’ όπου είδαμε την ομαδική εκτέλεση ολοκλήρου της οικογενείας Τσεκούρα ή Καραγιάννη, μαζί με άλλα άτομα, που βρίσκονταν εκεί γιατί ετοίμαζαν το μνημόσυνο (τα σαράντα) του γιου τους Όθωνα, που είχε φονευθεί από τους Γερμανούς στον Καρακόλιθο μαζί με τους 117 στις 24 Απριλίου 1944. 

Τότε η μακαρίτισσα η γιαγιά μας, Θεός σχωρέστην, μας πήρε και μας έβαλε κάτω από το εικόνισμα του σπιτιού μας και γονατισμένοι κάναμε το σταυρό μας για να σωθούμε. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας βλέπω δυο Γερμανούς με προτεταμένα τα αυτόματα να μας λένε να βγούμε έξω. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και κατεβήκαμε στην αυλή όπου μας ανέμεναν άλλοι τρεις Γερμανοί. Τότε μας σπρώχνουνε όλους μπροστά στο φούρνο της αυλής μας. Η γιαγιά κατάλαβε ότι θα μας σκοτώνανε και μας τράβηξε προς το πλυσταριό, όπου βρισκόταν και το αποχωρητήριο. Ο καμπινές ήταν μια απλή γούρνα με δυό χοντρά ξύλα για να πατάμε. Γρήγορα η γιαγιά μου κάθεται στο μέρος και προσποιούμενη τη φυσική της ανάγκη με άρπαξε από το χέρι και με έβαλε μέσα στη γούρνα καλύπτοντας το εξέχον κεφάλι με το σώμα της. Αυτό και με έσωσε! Συγχρόνως ο αδερφός μου έτρεξε και μπήκε στο κατώι και κρύφτηκε κάτω από τα βαρέλια. Τον είδαν οι Γερμανοί, έτρεξαν κοντά του και τον φόνευσαν όπως ήταν κρυμμένος. 

Ο συνομήλικός μου Λουκάς Αν. Ανέστης, 11 χρονών, που οι γονείς του έλειπαν στον κάμπο, ακολούθησε και αυτός την γιαγιά μου και πριν εισέλθει στο πλυσταριό εδέχθη ριπή στο λαιμό που του έκοψε το κεφάλι. Αμέσως ο ναζιστής στρατιώτης στάθηκε στην είσοδο του πλυσταριού και πυροβόλησε εμένα και τη γιαγιά μου. Όλες τις σφαίρες τις εδέχθη το σώμα της γιαγιάς μου και το χοντρό ξύλο που πατούσε η γιαγιά μου. Εγώ τραυματίστηκα ελαφρώς στο χέρι, όχι από τη ριπή, αλλά από τη σφαίρα της χαριστικής βολής. Ευτυχώς που δεν μίλησα για να με ακούσουν και έμεινα σ’ αυτή τη θέση μέχρις ότου έφυγαν. Τότε εξήλθα και άρχισα να τρέχω μέσα στους δρόμους του χωριού βλέποντας παντού νεκρούς. Άκουσα παντού φωνές και κλάματα και είδα κόσμο πολύ να φεύγει τρέχοντας. Τους ακολούθησα και διανυκτερεύσαμε στα βουνά. 

Παρέμεινα εκεί έως ότου ήλθε ο Ερυθρός Σταυρός και μάζεψε τα επιζήσαντα παιδιά και μας πήγε σε διάφορα ορφανοτροφεία. Εγώ πήγα στην Κηφισιά. Την γιαγιά μου την έθαψαν την άλλη μέρα της σφαγής, στο Στείρι. Τον αδερφό μου τον βρήκαν μετά από 5 μέρες στο κατώι κάτω από τα βαρέλια και τον έθαψαν μπροστά στο Ιερό της εκκλησίας».


Ο Παναγιώτης Περγαντάς του Θωμά (Κιθάρας), 22 χρονών τότε, αφηγείται :

«Κατά τις δέκα το πρωί στις 10 Ιουνίου 1944 μέρα Σάββατο κατέβηκα από το πατρικό μου και πήγα στο καφενείο του Μαράλιου. Καθόμουνα με δυο – τρεις άλλους. Περνάει από κει το μικρό ανηψάκι μου, ο Γιάννης της αδερφής μου Φρόσως Σταθά, το γένος Περγαντά. Το φώναξα και του έδωσα μια ρουφηξιά ούζο. Ύστερα έφυγε να παίξει. Σε λίγο ακούμε φωνή τρομαγμένη «έρχονται οι Γερμανοί».Πεταχτήκαμε και μέσα από το στενό του Μάριου προς τα Μεσινά ανέβηκα στου Καρσνά το ρέμα, προς τα λακκώματα. Εκεί έμεινα και είχα στραμμένη την προσοχή μου στο χωριό με αγωνία. Είδα [……], ώσπου όταν βασίλεψε ο ήλιος κι έπαιρνε να νυχτώσει οι γερμανικές φάλαγγες τράβηξαν για τη Λιβαδειά.
 
Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς το χωριό. Φτάνω σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μάνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’ όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι της τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα.

Το αγόρι της, αυτό που το πρωί του έδωσα λίγο ούζο στο καφενείο, έτρεξε να κρυφτεί στο διπλανό σπίτι του Νταγιαλή. Οι εγκληματίες το κυνήγησαν και το εκτέλεσαν τινάζοντάς του τα μυαλά στον αέρα κάτω από τη σκάλα. Επίσης και το άλλο κορίτσι της ίδιας αδερφής μου, την Ελένη, εφτά χρονών, το έσφαξαν κι αυτό. Τέλος ο πεθερός της αδερφής μου εκτελέστηκε μπροστά στη Δημαρχία μαζί με τον Θανάση Πανουργιά.

Την επομένη το πρωί τους θάψαμε όλους σε ομαδικό τάφο μπροστά στην αυλή του σπιτιού τους».




Το μαρτυριακό υλικό προέρχεται από εδώ

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Mας άφησε ο Παναγίωτης Μακρής

«Έφυγε» από τη ζωή ο Παναγιώτης Μακρής, παλαίμαχος κομμουνιστής, αγωνιστής του εργατικού λαϊκού κινήματος, και δήμαρχος Καισαριανής επί σειρά ετών.

Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη στις 19.00 στο νεκροταφείο Καισαριανής και θα είναι πολιτική.

Τον Παναγιώτη Μακρή αποχαιρετά η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, η οποία σε ανακοίνωσή της σημειώνει:

«Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ με μεγάλη θλίψη αποχαιρετά τον παλαίμαχο αγωνιστή κομμουνιστή σ. Παναγιώτη Μακρή, που έφυγε σήμερα πλήρης ημερών, από τη ζωή.
Ο σ. Παναγιώτης Μακρής γεννήθηκε το 1917 στους Σχίνους (Μπισχίνι) Ολυμπίας, κατάγεται από πολυμελή αγροτική οικογένεια, η οποία κατά τη διάρκεια της Εαμικής Αντίστασης είχε ενεργό δράση.

Το 1935 τελείωσε το Γυμνάσιο Κρέσταινας Ολυμπίας. Από μαθητής ακόμη, συνδέθηκε με το κίνημα, και το 1935 γίνεται μέλος της ΟΚΝΕ και ξεκινάει να δουλεύει κομματικά στην περιοχή της Ζαχάρως. Το 1937 παίρνει μέρος στη Συνδιάσκεψη της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) των Νομών Μεσσηνίας, Αρκαδίας και Λακωνίας, με θέμα την αντιμετώπιση του φασισμού. Δουλεύει δραστήρια, και πολύ σύντομα φτιάχνει τον πρώτο πυρήνα στην περιοχή. Την ίδια χρονιά ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου εγκαθίσταται στην Καισαριανή, γίνεται μέλος του ΚΚΕ  και γράφεται στη Νυχτερινή Σχολή Ασυρματιστών στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Λίγο πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο σ. Παναγιώτης Μακρής -με προτροπή της οργάνωσης- μετά από διαγωνισμό εισάγεται στη σχολή ασυρματιστών της αεροπορίας. Στη σχολή ανέπτυξε πρωτοπόρα δράση, και σύντομα δημιουργήθηκε ευρύς κύκλος αεροπόρων ενάντια στον φασισμό, με μεγάλη προσφορά στην ΕΑΜική αντίσταση του λαού και στον πόλεμο ενάντια στους κατακτητές.

Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε στην 13η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας, όπου ο ίδιος έτυχε τιμητικής διάκρισης για επιτυχία απέναντι σε ιταλικό υποβρύχιο. Με την επίθεση των Γερμανών και την κάθοδό τους προς την Αθήνα, πρωτοστάτησε μαζί με άλλους αντιφασίστες στη διάσωση των αεροπλάνων. Χωρίς ανάπαυλα, συμμετείχε στη Μέση Ανατολή στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο σ. Παναγιώτης Μακρής ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Αντιφασιστικής Οργάνωσης της Αεροπορίας (ΑΟΑ) στη Μέση Ανατολή. Συμμετείχε ενεργά στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση της Μέσης Ανατολής (ΑΣΟ), η οποία χτυπήθηκε από την κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου και κατόπιν από την κυβέρνηση Παπανδρέου και τους Εγγλέζους. Μαζί με χιλιάδες στρατιώτες, ναύτες, σμηνίτες, υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, κλείστηκε στις φυλακές Αμπασιάς του Καΐρου και στα στρατόπεδα της Ερυθραίας. Τα Χριστούγεννα του 1945 επιστρέφει στην Αθήνα, και από το 1946 ως το 1948 δουλεύει στην οργάνωση του ΚΚΕ για τον ΔΣΕ.

Τον Απρίλη του 1948, ο σ. Παναγιώτης συλλαμβάνεται και οδηγείται στην ασφάλεια, όπου βασανίζεται. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει τον μακρύ δρόμο της εξορίας. Πρώτα εξορίζεται στον Εύδηλο της Ικαρίας, με την ένδειξη πάνω στην απόφαση «εκτόπιση και επικίνδυνος για δραπέτευση». Τον Οκτώβρη του 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο στον Τρίτο Κλωβό, και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς -μαζί με άλλους 650 περίπου νεολαίους- μεταφέρεται στο Πρώτο Τάγμα. Έπειτα από φριχτούς βασανισμούς μεταφέρεται στο Νοσοκομείο της Μακρονήσου, για να επιστρέψει πάλι στο σύρμα, όπου θα βασανιστεί εκ νέου. Τον Αύγουστο του 1950 εξορίζεται στον Άη Στράτη, όπου εκεί δούλεψε σε όλη την κλίμακα της οργάνωσης. Τον Γενάρη του 1960 επιστρέφει με προσωρινή άδεια στην Αθήνα, και τοποθετείται Γραμματέας της ΚΟ της ΕΔΑ Καισαριανής. Τον Οκτώβρη όμως του ίδιου έτους, ξανασυλλαμβάνεται και στέλνεται στον Άη Στράτη. Τον Ιούνη του 1961 μετάγεται στο Νοσοκομείο Αθήνας μετά από το στρατόπεδο, όπου μετά από διάβημα διαμαρτυρίας αφήνεται ελεύθερος, και αναλαμβάνει πάλι γραμματέας της Οργάνωσης Καισαριανής.

Το 1964 εκλέγεται Δήμαρχος της Καισαριανής έως το 1967. Με το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967, συλλαμβάνεται από τη Χούντα και κλείνεται στον Ιππόδρομο, όπου από εκεί γίνεται η μεταγωγή του στα Γιούρα και μετά στο Παρθένι. Τα Χριστούγεννα του 1970 αποφυλακίζεται και δουλεύει στην παράνομη οργάνωση του Κόμματος. Το 1973 διέφυγε παράνομα στο εξωτερικό, και πήρε μέρος στο 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπου εκλέχτηκε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ, ιδιότητα που διατηρεί ως το 11ο Συνέδριο. Τον Αύγουστο του 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε κομματική δουλειά ως μέλος της ΚΟ της Καισαριανής, της Αχτιδικής Επιτροπής ανατολικών συνοικιών, και της ΕΠ της ΚΟΑ. Εκλέγεται Δήμαρχος Καισαριανής το 1975, το 1978, το 1982 και το 1986. Δούλεψε στον χώρο της Τοπικής Διοίκησης, και ήταν μέλος του Τμήματος της ΚΕ. Πήρε μέρος σε σειρά διεθνών συνδιασκέψεων και κινητοποιήσεων.

Ο σ. Παναγιώτης Μακρής στάθηκε ακλόνητος και αταλάντευτος απέναντι στις ατελείωτες διώξεις και βασανισμούς. Υπερασπίστηκε με όλες του τις δυνάμεις την κοσμοθεωρία μας, την πολιτική και το πρόγραμμα του ΚΚΕ, τον σοσιαλισμό,  κάτω από όλες τις συνθήκες και τους δύσκολους καιρούς. Συνέβαλε αποφασιστικά να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια διάλυσης του ΚΚΕ από τους λεγόμενους ανανεωτές το 1968 και αυτούς της περιόδου '89-'91.

Αποτελεί παράδειγμα δουλειάς για το δίκιο του λαού, δέθηκε με ισχυρούς δεσμούς με τους εργαζόμενους, τη νεολαία, και εξέφρασε το γνήσιο πατριωτισμό στη διάρκεια του πολέμου και της ΕΑΜικής αντίστασης στον χώρο των ενόπλων δυνάμεων. Κατόρθωνε ακόμη και στις δύσκολες συνθήκες των διώξεων, να επικοινωνεί, να συνδέεται με τον λαϊκό κόσμο. Αγάπησε τον τόπο του, δέθηκε με τον λαό και πάλεψε μαζί του. Με τη στάση του αναδείχτηκε σε πραγματικό σύμβολο της πόλης της Καισαριανής και των αγώνων της, ολόκληρου του λαϊκού κινήματος της χώρας μας.

Η ΚΕ του ΚΚΕ εκφράζει τα πιο θερμά της συλλυπητήρια στους οικείους του, στους συντρόφους του και συναγωνιστές του.

Η κηδεία του θα είναι πολιτική και θα γίνει την Τρίτη 28 Ιούλη  στις 7.00 μ.μ. από το Νεκροταφείο Καισαριανής».

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Νίκος Μπελογιάννης: Το αντάρτικο στην Πελοπόννησο

Ο Δημ. Στρατός στην Πελοπόννησο αντρώθηκε κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, πιο δύσκολες ίσως απ’ αυτές που συνάντησαν οι άλλες περιοχές της χώρας.

 Μια πρώτη δυσκολία στεκόταν το γεγονός ότι ο Μωριάς ήταν από παλιά το πιο γερό κάστρο της αντίδρασης και του φαυλοκρατικού παλαιοκομματισμού, και το λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα, μετά την απελευθέρωση από τους γερμανούς, παρ’ όλο του το πλάτος, δεν είχε ακόμη καταχτήσει αποφασιστικά την πλειοψηφία του λαού. Εμπόδιο σ’ αυτό είχαν σταθεί και ορισμένες αδικαιολόγητες υπερβασίες, που διαπράχτηκαν στη διάρκεια της κατοχής.

 Άλλη δυσκολία βρισκόταν στο ότι με τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία όλα τα ζωντανά και δυναμικά στοιχεία από τα περισσότερα χωριά κι από αρκετές πολιτείες σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αθήνα (πάνω από 15.000), αφήνοντας πέρα για πέρα ελεύθερο το πεδίο δράσης στις συμμορίες των λήσταρχων, που μαζί με τους ένοπλους φανατικούς χίτες και τους υπόλοιπους εξοπλισμένους δεξιούς των χωριών, έφταναν τις 12.000.

 Για τους λόγους αυτούς, η ανάπτυξη του αντάρτικού στην Πελοπόννησο στάθηκε στην αρχή κάπως δύσκολη και βασανιστική. Οι πρώτοι ένοπλοι καταδιωκόμενοι βασικά είχανε ν’ αντιμετωπίσουν δύο μεγάλα προβλήματα. Το πρόβλημα της συμφιλίωσης με τους φιλήσυχους δεξιούς και της απομόνωσης των τρομοκρατών, και το πρόβλημα της στρατολογίας.

 Μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο μπήκαν εξαρχής σε σχετικά καλό δρόμο. Στο ζήτημα της συμφιλίωσης έλλειψαν οι αυταπάτες, σχετικά με τον τρόπο της πραγματοποίησής της εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του’ 46, ένα συγκρότημα ανταρτών κύκλωσε ξαφνικά το μεσημέρι ένα χωριό της Μεγαλούπολης κι έπιασε όλους σχεδόν τους ενόπλους. Αφού τους πήρε τα όπλα, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να πειράξει κανένα αν ζήσουν ήσυχοι και μονοιασμένοι και πάψουν να’ ναι όργανα των εχθρών του λαού, κι ύστερα μπροστά σ’ όλους έσπασε τα όπλα που είχαν παραδόσει οι δεξιοί. Με τον ίδιο τρόπο αιφνιδιάστηκαν μέσα σε λίγες μέρες αρκετά εξοπλισμένα χωριά σε διάφορες περιφέρειες της Πελοποννήσου. Αλλού χωρίς αντίσταση κι αλλού με μικροαντίσταση, αφοπλίστηκαν όλα, χωρίς να τιμωρηθούν ούτε εκείνοι που αντιστάθηκαν.

 Η τέτοια ταχτική είχε μεγάλον αντίχτυπο στις χιλιάδες των ένοπλων δεξιών, που ουσιαστικά εξουδετερώθηκαν. Ακόμα και αρκετοί από εκείνους που με την εμφάνιση των πρώτων ομάδων μας είχαν από φόβο καταφύγει στις πολιτείες, αρχίσανε να ξαναγυρίζουν στα χωριά τους. Έτσι απομονώθηκαν οι συμμορίες των τρομοκρατών κι ο αγώνας τώρα ενάντιά τους μπορεί να ήταν ακόμα πολύ σκληρός, αλλά πάντως ήταν πιο εύκολος από πρώτα, όταν οι συμμορίες στηρίζονταν στη μάζα των ένοπλων δεξιών και λίγο- πολύ και των άοπλων. Τέλος, η εξόντωση του Κατσαρέα υποχρέωσε τους περισσότερους ληστές να κλειστούν μέσα στις πολιτείες.

 Για τη λύση του προβλήματος της στρατολογίας, αποφασιστικό βήμα στάθηκε το χτύπημα της Σπάρτης και η απελευθέρωση των λαϊκών αγωνιστών. Από την περίοδο αυτή τα τμήματα του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο αντρώνονται κι αρχίζουνε να σημειώνουν μια σειρά αξιόλογες επιτυχίες, που κυριολεκτικά αναστάτωσαν τους μοναρχοφασίστες και τ’ αφεντικά τους. Πού οφείλονται αυτές οι επιτυχίες;
                                                                                     ***
Μια κύρια αιτία για αυτές τις επιτυχίες είναι η σωστή ταχτική που ακολούθησε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο. Η ταχτική αυτή είναι καλά προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες και στηρίζεται στην αδιάκοπη κίνηση, τον ελιγμό και τον αιφνιδιασμό του αντίπαλου. Αντί να κολλήσουν κάπου και να τους βρίσκει όταν θέλει εκεί ο εχθρός, κινούνται και διεισδύουν αδιάκοπα στις πιο νευραλγικές εχθρικές περιοχές, υποχρεώνοντας τον εχθρό να τρέχει λαχανιασμένος από πίσω τους.

Άλλο χαρακτηριστικό της ταχτικής του αντάρτικου στην Πελοπόννησο είναι η προσεχτική εκλογή του στόχου και η συγκέντρωση πάνω σ’ αυτόν της πιο γερής και καλά οργανωμένης κρουστικής δύναμης, που μπορούνε να διαθέσουν. Γι’ αυτό και οι αποτυχίες τους, ακόμα και σε κατοικημένους τόπους, είναι ασήμαντες.

 Επίσης τρίτο χαρακτηριστικό της ταχτικής τους είναι η μαζική ενέδρα. Στον πόλεμο που κάνουμε σήμερα η ενέδρα στα χέρια μας αποτελεί ένα γερό όπλο και οι δυνατότητες που έχουμε σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλες. Με την ενέδρα, όταν τη συνδυάσεις και με καλά μέτρα ασφαλείας, προξενείς στον εχθρό μεγάλη φθορά και παίρνεις λάφυρα, χωρίς να’ χεις ποτέ σοβαρές απώλειες. Παρ’ όλ’ αυτά, μέχρι σήμερα πολλές μονάδες μας υποτίμησαν πολύ αυτή τη μορφή πολέμου. Αντίθετα στην Πελοπόννησο μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Εκεί τα τμήματά μας πολλές φορές λουφάζουν με πείσμα και υπομονή δύο και τρεις μέρες πάνω από τη δημοσιά, το υποχρεωτικό πέρασμα ή τη σιδηροδρομική γραμμή, περιμένοντας να φανεί η μοναρχοφασιστική φάλαγγα ή το τραίνο.

 Τέλος, κάτι άλλο που αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι η πονηριά. Επανειλημμένα σχηματισμοί ανταρτών μεταμφιέστηκαν σε χωροφύλακες κι αιφνιδίασαν τους μοναρχοφασίστες μέρα μεσημέρι. Μια άλλη φορά πήραν ένα τηλέφωνο κι ενώνοντάς το με το τηλεγραφικό σύρμα στο δρόμο, πήραν σύνδεση με την Τρίπολη. Ζήτησαν αμέσως δήθεν βιαστικά τη διοίκηση της χωροφυλακής, είπαν (αυτός που τηλεφωνούσε), ότι είναι ο αρχηγός της Χ ενός γνωστού χωριού κι ότι στο χωριό τους μπήκαν αντάρτες. Σε λίγο μερικά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες ξεκινούσαν από την Τρίπολη βιαστικά βιαστικά για ενίσχυση. Λίγο παραέξω τους είχαν στήσει καρτέρι οι αντάρτες και τους περιποιήθηκαν όλους. Αυτό το φιάσκο το’ παθαν αρκετές φορές οι μοναρχοφασίστες και κατάντησε στο τέλος να μην πιστεύουν κανένα, που τους ειδοποιούσε για μια εμφάνιση των ανταρτών, έστω κι αν αυτή ήταν σωστή.

Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε πάρα πολλά.
                                                                                      ***
 Δεύτερη βασική αιτία για τις βαθιές και γερές ρίζες που’ πιασε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο είναι η σωστή πολιτική του και οι καλές σχέσεις του με το λαό. Δημιουργώντας όπου μπορούσαν τη λαϊκή εξουσία και συγχρόνως καίγοντας όπου μπορούσαν μέσα στις φωλιές του εχθρού τις τράπεζες, εφορίες, αγρονομεία, ειρηνοδικεία, χωροφυλακές κλπ, που τόσο τα μισεί ο κόσμος, έκαναν όλο το λαό να νιώσει το βαθύτερο λαϊκό επαναστατικό περιεχόμενο του αγώνα μας και να τον βλέπει με συμπάθεια.

Φροντίζουνε να μην επιβαρύνουν ή να μη ζημιώνουν άσκοπα το λαό. Πολλές φορές έτυχε σε αυτοκίνητα ή σε τραίνα να πιάσουν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα και το μοναρχοφασιστικό ταχυδρομείο. Μέσα στην αλληλογραφία βρέθηκαν και επιταγές ή δολάρια, που’ στελναν έλληνες της Αμερικής σε φτωχούς συγγενείς τους. Αυτά τα ξανάκλειναν σε καινούργιο φάκελο και φροντίζανε να τα στείλουν ταχυδρομικώς στον παραλήπτη, που κατάπληχτος αλλά κι ευχαριστημένος έβλεπε να παίρνει τα λεφτά μέσω του Δημοκρατικού Στρατού.
                                                                                     ***
Μιλώντας εδώ για τα θετικά σημεία της δράσης του αντάρτικου στο Μωριά, πρέπει επίσης ιδιαίτερα να τονίσουμε τους αδιάσπαστους δεσμούς, που σφυρηλατούνται αδιάκοπα ανάμεσα στα στελέχη και στους απλούς μαχητές. Οι αντάρτες λατρεύουν τους διοικητές τους, μοιράζονται μαζί τους και τις χαρές και τις λύπες τους. Κι οι διοικητές δείχνουν μια απέραντη στοργή και φροντίδα για τους άντρες τους. Κάθε μαχητή τον θεωρούν σαν ένα πολύτιμο κεφάλαιο και ανάμεσα στ’ άλλα φροντίζουν ώστε στις επιχειρήσεις να’ χουν όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες.
                                                                                     ***
Το αντάρτικο στην Πελοπόννησο αντιμετωπίζει κι αυτό μεγάλες δυσκολίες στα πυρομαχικά και στο επιμελητειακό. Κάθε σφαίρα για να τη ρίξουν πρέπει να είναι βέβαιοι ότι θα πάρουν από τον εχθρό τουλάχιστον μια άλλη. Ο εχθρός για να δικαιολογήσει κι εκεί τις αποτυχίες του μιλάει, όπως παντού, για έξωθεν ενίσχυση κλπ. Όμως στις διαταγές επιχειρήσεων των τμημάτων μας της Πελοποννήσου θα συναντήσετε πάντοτε προς το τέλος και τις δύο γραμμές που γράφουν: Ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά: Από τον εχθρό. Επιμελητεία: Από τον εχθρό.
                                                                                     ***
 Η αλήθεια είναι ότι για τα τμήματά μας της Πελοπονννήσου οι δυσκολίες όσο πάνε και γίνονται μεγαλύτερες. Το γεγονός όμως ότι μέχρι σήμερα τα κατάφεραν καλά, γεννάει τη βεβαιότητα ότι και τώρα θα τα καταφέρουν έτσι ώστε ν’ αποτελούν μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη του ΔΣΕ, που αδιάκοπα αναπτύσσεται και κοντά στ’ άλλα ξεκουρελιάζει και τα μοναρχοφασιστικά παραμύθια για έξωθεν ενίσχυση κλπ.

Νίκος Μπελογιάννης 

Από το περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» Ιούνης 1948 σελ. 201-202

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Αναψηλάφιση μιας φωτογραφίας


Στο παρελθόν ο Κόκκινος Φάκελος έχει αναφερθεί στο τραγικό περιστατικό της σφαγής 44 αμάχων του Διλάγκαδου Λακωνίας. Πρόκειται για ένα περιστατικό κατά το οποίο 44 γυναικόπαιδα των ανταρτών του ΔΣΠ σφαγιάστηκαν ενώ κρύβονταν σε σπηλιά από δύναμη της Χωροφυλακής και μέλη της ακροδεξιάς παρακρατικής συμμορίας του Μπογέα.

Παρά το γεγονός ότι το περιστατικό έχει μνημονευθεί και αναφερθεί τόσο από την τοπική κοινότητα όσο και από τον τύπο της εποχής, ωστόσο το φωτογραφικό ντοκουμέντο που παρουσιάσαμε σχετικά με αυτό ενδέχεται να μην είναι αυθεντικό αφού νέα στοιχεία έχουν έλθει στην επιφάνεια σχετικά. 

Η πρώτη φωτογραφία που διαθέτουμε είναι η ακόλουθη:



Προέρχεται από το βιβλίο του Θεόδωρου Αυγέρου Μνήμες Αγώνων και φέρει λεζάντα που παραπέμπει στην γνωστή σφαγή στο Διλάγκαδο Λακωνίας. 


Ο συγγραφέας με τον οποίο έχουμε μιλήσει προμηθεύτηκε τη φωτογραφία από ντόπιες οικογένειες της περιοχής και την αναδημοσιεύει με καλή πίστη σε αυτά που του είπαν για την προέλευσή της. 

Η δεύτερη φωτογραφία που εντοπίσαμε είναι η ακόλουθη: 



Το υλικό προέρχεται από το http://arxeiomnimon.gak.gr και είναι σε πολύ υψηλότερη ανάλυση. Η οπισθογραφία αναφέρει τα εξής: Φωτογραφία από την Μάχη του Βασσαρά στην 23-11-46 με τους Κουμουνιστοσιμορίτες. Χωροφύλακες κατακρεουργημένοι από τους Κουμουνιστές. 

Η φωτογραφία βρίσκεται στο αρχείο μαζί με την αλληλογραφία δύο χωροφυλάκων: 


Τα γράμματα και η οπισθογραφία αναφέρονται σε συμπλοκή που έλαβε χώρα το 1946 στον Βασσαρά Λακωνίας ανάμεσα σε δύναμη 20 χωροφυλάκων και περίπου 50 αντάρτες του ΔΣΠ. Από τη δύναμη των χωροφυλάκων επέζησαν 3 χωροφύλακες εκ των οποίων οι δύο τραυματίες. Η μάχη έλαβε χώρα στις 23 Νοεμβρίου του 1946 στο χωριό Βασσαράς Λακωνίας. Στο αρχείο εμπεριέχεται και σύγχρονη λίστα νεκρών χωροφυλάκων.


Η συζήτηση γύρω από το υλικό αυτό μπορεί να θεωρηθεί μάλλον λήξασα, αφού όλα τα υπάρχοντα στοιχεία συγκλίνουν στην εκδοχή περί μάχης Βασσαρά. 

Παρόλα αυτά εδώ οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις: 

1) Η ύπαρξη φωτογραφικού υλικού με δύο και πάνω ερμηνείες είναι τακτικό φαινόμενο ειδικά σε ότι αφορά την περίοδο του Ελληνικού Εμφυλίου, πράγμα γνωστό σε κάθε έμπειρο μελετητή της περιόδου. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει την εγκυρότητα των μαρτυριών ούτε για την περίπτωση της σφαγής του Διλάγκαδου (που υποστηρίζεται άλλωστε και από πλούσιο μαρτυριακό και αρχειακό υλικό), αλλά ούτε και για την περίπτωση της μάχης του Βασσαρά.

2) Τα σώματα των νεκρών της φωτογραφίας δεν φαίνονται κατακρεουργημένα όπως παρουσιάζονται από αυτόν που οπισθογραφεί την φωτογραφία. Αντίθετα παρουσιάζονται αρτιμελή και χωρίς μεγάλες εξωτερικές πληγές ή εκχυμώσεις που να παραπέμπουν σε βασανιστήρια. 

3) Τα σώματα των νεκρών της φωτογραφίας φαίνεται να έχουν απογυμνωθεί από ρούχα και να φορούν μόνο παντελόνια ή/και εσώρουχα. Το γεγονός αυτό παραπέμπει είτε στο ότι έχουν ταφεί πρώτα από τους αντάρτες και μετά εκταφεί για αναγνώριση από τις αρχές, πράγμα που συνηθίζονταν εκείνη την εποχή και όπως φαίνεται από ανάλογο φωτογραφικό υλικό αποτελούσε κοινή πρακτική αναγνώρισης.

Επί παραδείγματι παραθέτουμε την παρακάτω φωτογραφία: 


Αναγνώριση νεκρών ανταρτών κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1948 στην Πελοπόννησο.




Βάγια Παπακόγκου


Η αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Βάγια Παπακόγκου γεννήθηκε στο χωριό Παχτούρι Tρικάλων Θεσσαλίας, στις 2.2.1915, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο.

Οι γονείς της (Kωνσταντίνος Kόγκος, που ήταν ιερέας και δημοδιδάσκαλος, και Βασιλική) απέκτησαν 10 παιδιά, εννέα κορίτσια και ένα αγόρι. Η Βάγια, μετά το Δημοτικό Σχολείο, φοίτησε σε Γυμνάσιο και Διδασκαλείο. 

Εργάστηκε σε Δημοτικά Σχολεία του νομού Τρικάλων. O πόλεμος του 1940 την βρήκε στην Αθήνα, όπου φοιτούσε στη μετεκπαίδευση δασκάλων του Πανεπιστημίου. Μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας από τους Γερμανο-Ιταλούς, στάλθηκε στην οργανική της θέση, στο χωριό Παλαιομονάστηρο-Μπελέτσι Τρικάλων, όπου το σπίτι της γίνεται «στέκι» των πρώτων ΕΑΜικών Αντιστασιακών οργανώσεων και των πρώτων ΕΛΑΣιτών του βουνού Κόζιακα. Στην πρώτη Περιφερειακή Συνδιάσκεψη Τρικάλων του ΚΚΕ, στην Τύρνα, το Μάρτη του 1943, εκλέγεται μέλος της ΠΕ, σύντομα μπαίνει στο Γραφείο και στη Γραμματεία, όπου, με εκλεκτούς αγωνιστές και συναγωνίστριες, εργάζονται εναντίον των κατακτητών. 

Μετά την Απελευθέρωση και με το άνοιγμα του Πανεπιστημίου συνεχίζει τις σπουδές της. Με το Θ' ψήφισμα (Σοφούλη) απολύεται από τη θέση της δασκάλας και διώκεται από το Πανεπιστήμιο. Βγαίνει στο βουνό και κατατάσσεται στις γραμμές του ΔΣΕ. 

Τοποθετείται στο Επιτελείο της Α' Μεραρχίας Θεσσαλίας ως βοηθός του Πολιτικού Επιτρόπου. Σε συνέχεια, από την Κυβέρνηση του ΔΣΕ, της απονέμεται ο βαθμός της Υπολοχαγού Πολιτικού Επιτρόπου.

Στη Σοβιετική Ενωση, όπου βρέθηκε μετά την ήττα του ΔΣΕ, διετέλεσε μέλος της Πρώτης Κομματικής Επιτροπής Τασκένδης του ΚΚΕ. Στη Σοβιετική Ενωση έλαβε τα πτυχία Μαρξιστικής - Λενινιστικής Φιλοσοφίας, Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, έλαβε το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής, τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Συνέγραψε πολλά βιβλία αντιστασιακού και λαογραφικού περιεχομένου. Η Βάγια Παπακόγκου αποτελεί υπόδειγμα αγωνίστριας. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε, φεύγοντας για πάντα από κοντά μας.

Aντώνης Λιάκος: Μισός αιώνας από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα

Αντώνης Λιάκος


Μισός αιώνας από τη βραδιά που δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Θυμάμαι πώς η είδηση σαν ένα ρίγος διαπέρασε το πυκνό πλήθος. Τότε πήγαινα στο φροντιστήριο του Τζουγανάτου, στην οδό Σίνα, εκεί που τώρα είναι ο ΟΣΕ, 7-10 το βράδυ. Δεν μας κρατούσε όμως τίποτε στην τάξη, καθώς οι διαδηλώσεις μαίνονταν γύρω μας εκείνο το καλοκαίρι, και τα δακρυγόνα δεν σ’ άφηναν να αναπνεύσεις. 

Ο Πέτρουλας σκοτώθηκε λίγο πιο κάτω, στη συμβολή Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Το πλήθος ήταν από το σημείο εκείνο προς την Πλατεία Κλαυθμώνος, την Κοραή και τα Προπύλαια. Εγώ ήμουν Κοραή και Σταδίου. Ήταν η δεύτερη μεγάλη πολιτική δολοφονία που θυμάμαι μετά τη δολοφονία Λαμπράκη. 

Σαν γύρισα σπίτι το βράδυ ένιωσα την αγωνία της μάνας μου. Πού ήσουνα βρε; Γερός καβγάς, τη νύχτα εξαφάνισε τα παπούτσια μου να μην ξανακατεβώ σε διαδηλώσεις. Με τα πολλά κατόρθωσα να πάω στην κηδεία. Εμπειρίες διαμορφωτικές… 

Αν και η μάνα του Πέτρουλα του είχε κρύψει τα παπούτσια;



Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-1973 φυλακίστηκε από τη Δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του ΙΚΥ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεώτερη και σύγχρονη ιστορία στο ΑΠΘ, 1984. Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ μεταξύ 1981-1990. Το 1988-1989 ήταν Honorary Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Το 1995 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και στο Πανεπιστήμιο του Sydney στην Αυστραλία. Το 1996-1997 ήταν Visiting Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Princeton, ΗΠΑ. 

Το 2001 ήταν επισκέπτης καθηγητής στην Ecole Normale Superieure στο Παρίσι και το 2003 στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Σήμερα είναι καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο του αφορά την νεώτερη και σύγχρονη ιστορία, ειδικότερα την ιστορία της συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ελλάδα και στην Ιταλία, την κοινωνική ιστορία και την ιστορία της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας. 

Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει έξι βιβλία (το ένα στα ιταλικά) και περίπου τριάντα μελέτες δημοσιευμένες σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. 




Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

22 Iουλίου 1943: Η μεγάλη ΕΑΜική διαδήλωση

Σαν σήμερα, 22 Ιουλίου 1943, διακόσιες χιλιάδες λαού στην κατεχόμενη Αθήνα, οργανωμένοι από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, πραγματοποιούν μαχητική διαδήλωση εναντίον της απόφασης των Γερμανών να παραχωρήσουν στη Βουλγαρία ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα ως τον Αξιό. Εκατό διαδηλωτές νεκροί στην άσφαλτο έκαναν τον Χίτλερ να αναστείλει την απόφαση «επ' αόριστον». 


Ο Ηλίας Βενέζης, στο διήγημά του 22 Ιουλίου 1943, δίνει το κλίμα της διαδήλωσης αυτής.

Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ' ανάψει. Κι η σπίθα ανάβει. Απ' το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ' ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος. Ενα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει.


Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Υμνο στην Ελευθερία. Την ίδια στιγμή ακούγονται απ' την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη. Ολα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν. «Οχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!». Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν' ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και παιδιά. «Οχι πια άλλο! Οχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!» Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. 

Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Υμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του. Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Υμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Οχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο... Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. 

Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ' την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά. Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία. Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ' στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα. 

Ολα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ' τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ' τις σπαραγμένες σάρκες του.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Στα βήματα της Ιστορίας - Παραλία Ροδακίου Ευβοίας


Σε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλεία και την Αθήνα μπορεί κανείς σε ανύποπτες στιγμές να συναντήσει τα κατάλοιπα της Ιστορίας. 

Κάνοντας μπάνιο στην παραλία Ροδακίου Ευβοίας συναντήσαμε μια οβίδα όλμου ή τεθωρακισμένου σφηνωμένη στα χώματα της πλαγιάς. 

Μελετώντας λίγο την τοπική ιστορία του νησιού διαπιστώσαμε πως στην γύρω περιοχή διεξήχθησαν σκληρές μάχες ανάμεσα στον ΔΣΕ Ευβοίας και δυνάμεις του Εθνικού Στρατού, των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής. Συγκεκριμένα κοντά στην εν λόγω παραλία βρίσκεται το χωριό Παπάδες στο οποίο έλαβαν χώρα αρκετές συγκρούσεις. 







Παράλληλα στην συλλογή φωτογραφιών του φωτορεπόρτερ Bert Hardy εντοπίσαμε αυτή την φωτογραφία: 

Μουλάρι μεταφέρει πυρομαχικά του Εθνικού Στρατού στο χωριό Παπάδες Ευβοίας



Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Σπάνιο φωτογραφικό ντοκουμέντο της Κατοχής



Το σπανιότατο αυτό φωτογραφικό ντοκουμέντο που εικονίζει αντάρτες του ΕΛΑΣ με αιχμαλώτους Γερμανούς στρατιώτες, βρίσκεται σήμερα στο Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο. Περιέχει όμως μια εντυπωσιακή ιστορία. 

Το 1943 στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην περιοχή Αιγιάλης και Καλαβρύτων βρίσκονται τρία αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ. Το πρώτο, υπό τον Βλάση Ανδρικόπουλο έχει δύναμη 200-300 ανδρών, το δεύτερο, υπό τον καπετάνιο Δημήτρη Μίχο 400-500 άνδρες και το τρίτο, με έδρα στα Μαζέικα και επικεφαλής τον γνωστό καπετάνιο Πελοπίδα 500 άνδρες. 

Ο λοχαγός Χανς Σόμπερ, επικεφαλής λόχου 100 ανδρών στις 16-17 Οκτωβρίου, δέχθηκε την εντολή να ανιχνεύσει την περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα με σκοπό τον έλεγχο του οδικού συστήματος. Ο ελαφρύς εξοπλισμός των ανδρών του θα αποδειχθεί μοιραίος καθώς φθάνοντας στο όρος Κερπίνη θα δεχθεί σαρωτική επίθεση από συνδυασμένες δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ο Σόμπερ που δεν είχε στη διάθεσή του ούτε ασύρματο για να καλέσει σε ενισχύσεις, θα ηττηθεί και θα παραδοθεί στους αντάρτες. 

Η μάχη αυτή θα μείνει γνωστή ως μάχη των Ρογών-Κερπίνης και θα έχει ως αποτέλεσμά της την αιχμαλωσία 81 Γερμανών οπλιτών. 

Η αντίδραση των Γερμανών θα υπάρξει σκληρή. Στις 22 του ίδιου μήνα δίνεται εντολή για μαζικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Καλαμάτας, της Μεγαλόπολης, της Σπάρτης, της Τρίπολης και της Πάτρας. Συλλαμβάνονται 1.100 Έλληνες πολίτες στην Καλαμάτα, 270 στη Σπάρτη, 1500 στην Πάτρα και στην Τρίπολη εκτελούνται 18 κομμουνιστές. Στην Καλαμάτα στις 22 Νοεμβρίου θα εκτελεστούν ακόμα 22 κομμουνιστές κρατούμενοι. 

Οι Γερμανοί κρατούμενοι δεν γνωρίζουν όμως τέτοια σκληρότητα. Μεταφέρονται αρχικά στα Μαζέικα, έδρα του ΕΛΑΣ, ενώ τρεις από αυτούς που έχουν τραυματιστεί νοσηλεύονται στο νοσοκομείο των Καλαβρύτων. Ο ΕΛΑΣ επιχειρεί διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Καμιά από τις προσπάθειες του Μίχου, διοικητή του ΕΛΑΣ ΒΑ Πελοποννήσου δεν θα καρποφορήσει...

Την αντεπίθεση των Γερμανών αναλαμβάνει ο Λε Σουίρ. Οι Γερμανοί ξεκινούν για την απελευθέρωση των ομήρων τους μια επιχείρηση μαμούθ σε όλη την περιοχή των Καλαβρύτων. 

Ο ΕΛΑΣ στις 7 Δεκεμβρίου θα αποφασίσει την εκτέλεση των 78 Γερμανών ομήρων. Η εκτέλεση γίνεται στη θέση Μαγέρου, έξω από τον οικισμό Μάζι. Γλιτώνουν μόνο δύο, ένας Αυστριακός κι ένας Αλσατός. Οι λόγοι για την απόφαση αυτή του ΕΛΑΣ είναι δύο: 

  1. Οι Γερμανοί ήδη έχουν ξεκινήσει όργιο αντιποίνων ενάντια στον ντόπιο πληθυσμό, ατμόσφαιρα που δυναμιτίζει όποιες προσπάθειες έγιναν για ανταλλαγή αιχμαλώτων. (Ένα από τα αιτήματα του ΕΛΑΣ ήταν να σταματήσουν τα αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό.)
  2. Ο ΕΛΑΣ αναμένει μια μεγάλη επιχείρηση των Γερμανών στην περιοχή και 78 αιχμάλωτοι δεν αποτελούν εύκολη υπόθεση σε μια επιχείρηση διαρκών μετακινήσεων. 

Στις 8 Δεκεμβρίου το απόσπασμα μάχης Γκνας του Λε Σουίρ, πληροφορείται την εκτέλεση των ομήρων. Δίδεται αμέσως η εντολή για άμεσα αντίποινα με γενική εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και πυρπόληση όλων των χωριών της περιοχής. 

Στις 9 Δεκεμβρίου, ο γερμανικός στρατός μπαίνει στα Καλάβρυτα. 

Στις 13 Δεκεμβρίου ξεκινά η μοιραία διαλογή. Σύντομα τα Καλάβρυτα θα καούν...

Η φωτογραφία που σας παρουσιάσαμε εικονίζει τους Γερμανούς αιχμαλώτους που αργότερα εκτελέστηκαν από τον ΕΛΑΣ. Πιθανότατα έχει ληφθεί στα Μαζέικα, όπου έμειναν σε καλές συνθήκες για περίπου 9 εβδομάδες. Στην φωτογραφία βρίσκονται και άνδρες και στελέχη του ΕΛΑΣ με όπλα, αλλά και πολιτικοί παράγοντες του ΕΑΜ. Οι αντάρτες φαίνονται ντυμένοι με παλτά, ενώ οι Γερμανοί με ελαφρύτερα ρούχα, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι πιθανότατα είναι ακόμα Φθινόπωρο. 

Η φωτογραφία έχει σημείωση που έχει σβηστεί με μελάνι και δεν είναι δυνατόν να αναγνωσθεί. 


Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Μαρτυρία Αθανάσιου Κυριάκου- Μέρος 1ο



Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές»


Εκτέλεση κομμουνιστή στη Χαλκιδική 1945
Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια.
     
Τι κάθομαι και τσαμπουνάω τώρα. Ακούς εκεί «γονίδια». Λες και στα έξι σου χρόνια είχες ξανακούσει τη λέξη. Εδώ δεν την ήξερε τότε καλά καλά ο ίδιος ο Ουάτσον. Ίσως εκείνες τις μέρες να την ξεφούρνιζε για πρώτη φορά. Κάπου εκεί στο Καίμπριτζ της Αγγλίας. Εκεί που η Ευρώπη, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έμπαινε στη νέα εποχή, που η ανθρωπότητα έμπαινε στην νέα εποχή της. Το Μαυρομμάτι όμως καλά κρατούσε. Η Ελλάδα καλά κρατούσε. 
     
Λες γι’ αυτό να τα ονόμασαν «πέτρινα» χρόνια; Φαίνεται πως το πετροβολητό θα ήταν του συρμού και αλλού τότε.
     
Πάντως στο Μαυρομμάτι, και σ’ όλα τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς οι πέτρες ήταν μπόλικες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πέτρες, οι φράκτες που χώριζαν τις αυλές ήταν χτισμένοι με πέτρες. 
    
 Η τελευταία άσφαλτος βρισκόταν 6-7 χιλιόμετρα μακριά, εκεί, κάτω στον κάμπο της Θήβας. Μπορούσες να την δεις από ψηλά, λίγο να έκανες προς τα εκεί, στη βορινή άκρη του χωριού. Αντίκριζες προς τα ανατολικά τον κάμπο της Θήβας και λίγο αριστερότερα τον κάμπο της Κωπαΐδας. Παρ’ όλο που είχε πρόσφατα αποξηρανθεί, ψηλά από το χωριό φάνταζε ακόμη σαν λίμνη. Μια λίμνη που η μια της άκρη χανόταν στο βάθος του ορίζοντα και η άλλη ακουμπούσε στα πόδια ενός γυμνού βουνού, της Σφίγγας. Αργότερα έμαθα πως ήταν το βουνό του Οιδίποδα. Εκεί που ο μυθικός ήρωας σκότωσε το ανθρωπόμορφο τέρας, που ρωτούσε τους περαστικούς τι είν’ αυτό που περπατά πρώτα στα τέσσερα, μετά στα δύο και μετά στα τρία.
     

Ένας τόπος γεμάτος με ιστορία. Γεμάτος με μύθους που χάνονται πίσω στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας. Προς τα νοτιοδυτικά το χωριό ακουμπάει στους πρόποδες του Ελικώνα, του βουνού που ζούσαν οι Νύμφες. Και πιο πέρα φαίνεται ο χωματόδρομος που συνδέει το χωριό προς τα νότια με το Ρημόκαστρο, τις αρχαίες Θεσπιές. Και καθώς συνεχίζει συναντάει τον Καραντά, τη Δομβραίνα, τα Χόστια. Χωριά που λίγα χρόνια πριν είδαν μάχες ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς, τους αντάρτες και τους Χίτες. Το χώμα των νεκροταφείων τους ήταν φρεσκοσκαμμένο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα σπίτια μετράνε λιγοστούς άντρες. Άλλοι νεκροί, άλλοι στην εσωτερική εξορία και άλλοι στην άλλη την εξορία... Σαν τον Κολιγιάννη. Και σαν το θείο τον Θοδωρή, τον αδερφό του μακαρίτη του πατέρα. Όλοι στο χωριό ψιθυρίζουν πως είναι κι αυτός εκεί με τους «άλλους», στο «παραπέτασμα». 

     Αυτός ο «κιαρατάς» ο αδερφός μου τα έφταιγε όλα. Γιατί μοιάζει τόσο του πατέρα. Έτσι δεν έλεγαν όλοι; 
     – Φτυστός, Μαρία μου, ο συχωρεμένος ο Βασίλης!
     Γι’ αυτό μας γνώρισε η Μούργαινα. Όπως μας γνώριζαν και όλοι οι άλλοι. 
     – Τα παιδιά του Βασίλη του Χαϊδίτσα. 
     Επίθετα είχαμε μόνο όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Τον άλλο καιρό γνωριζόμασταν με τα «χαϊδευτικά» μας. Του Τούμση, του Βαρελά, του Πλατσοβίτση, του Γανωτή, του Ρουμπίτση.... 
     – «Η Μαρίκα του Ρουμπίτση
     πού της τάνοιξαν το πίτσι». 

     Κάτι είχε ακουσθεί για τους Γερμανούς. Με τη θέλησή της... τη βίασαν. Δεν ξέρω ακριβώς. Το δίστιχο όμως έμεινε. Μισά ελληνικά, μισά αρβανίτικα. Όπως όλα τότε στο χωριό. Μισά και μισά. Εκτός από το σχολείο. Εκεί τα ξεχνούσαμε τα αρβανίτικα ως διά μαγείας. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα του ξέφευγε κάτι στ’ αρβανίτικα. Ο δάσκαλος, ο Κιώρης, δε χάριζε κάστανα άμα άκουγε αρβανίτικη λέξη. Η βίτσα του, από κλαρί ελιάς, σου άφηνε σημάδια. Τι Κιώρης δηλαδή, που έβλεπε σαν το διάολο. Ήταν όμως ο μοναδικός στο χωριό που φορούσε γυαλιά. Γι’ αυτό και στα μάτια των χωριανών φάνταζε αόμματος, Κιώρης. Τα τούρκικα που μιλούσαμε στο σπίτι με βοηθούσαν να καταλάβω πως κιώρ είναι ο τυφλός. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
     
Τα αρβανίτικα ήταν η μητρική γλώσσα όλων των συγχωριανών. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι γεροντότεροι μιλούσαν μόνο αρβανίτικα, αλλά καταλάβαιναν και λίγα ελληνικά. Οι μεσαίες ηλικίες μιλούσαν και τις δύο γλώσσες ενώ εμείς τα παιδιά μιλούσαμε ελληνικά, αλλά στο σπίτι ή μεταξύ μας, όταν θέλαμε να δείξουμε τη μαγκιά μας, μιλούσαμε αρβανίτικα.
     
Για πολλά χρόνια είχα την απορία τι στο καλό σήμαινε αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να δεχθώ και για τον εαυτό μου και για τους άλλους ήταν πως δεν είμαστε Έλληνες. Ήμασταν όλοι φανατικά πατριώτες. Ήξερα ότι και ο πατέρας και ο θείος ο Θοδωρής πολέμησαν από τους πρώτους στην Αλβανία μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς και συντοπίτες. 

Αγαπούσαμε όλοι την πατρίδα και μαθαίναμε με περηφάνια τα ποιήματα στο σχολείο:
     «Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό,
     και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό».


     Αργότερα διάβασα ότι και ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, η Μπουμπουλίνα και ο Μακρυγιάννης ήταν όλοι Αρβανίτες. Ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το διάγγελμα της Επανάστασης του ’21 διαβάστηκε στα αρβανίτικα, γιατί αυτά καταλάβαιναν πολλοί από τους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας. Και βέβαια δεν είχαν μάθει αρβανίτικα με μέθοδο άνευ διδασκάλου, επειδή δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν. Απλούστατα, στα χρόνια που ακολούθησαν τη φράγκικη κατοχή, μεγάλα κομμάτια της χώρας είχαν ερημώσει από τους πολέμους και τις αρρώστιες. Έτσι, χριστιανικά αλβανικά φύλα μετακινήθηκαν σιγά σιγά προς τα κάτω, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους, δημιουργώντας έτσι μια νέα φυλή Νεοελλήνων με ελληνική εθνική συνείδηση, η οποία πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στους αγώνες ενάντια στους Τούρκους.
    

 Το αξιοσημείωτο, πάντως είναι ότι η αρβανίτικη γλώσσα κρατήθηκε ζωντανή στο χωριό, όπως και αλλού, για πάνω από πέντε αιώνες και εξαφανίσθηκε σχεδόν τελείως στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. 

     – Αυτός ο Πέτρος τα έφταιγε όλα. Εφόσον του είπα να μην περάσουμε από τους Μουργαίους. Αφού η γριά βλέπει και στο σκοτάδι... Και τώρα την έφαγε στο κεφάλι. Καλά να πάθει!
     Άντε τώρα να γλιτώσεις από τη μάνα και τη γριά. Η μία θα κρατάει και η άλλη θα δέρνει με τη σκούπα. Μας έχουν πει χίλιες φορές να γυρνάμε στο σπίτι μόλις πέσει ο ήλιος. Ευτυχώς, τις πολλές τις έφαγε αυτός. Πάντα αυτός την τραβάει την μπόρα!

     – Μαμά, τι σημαίνει κομουνιστής;
     – Πού την άκουσες αυτή τη λέξη; 
     – Έτσι μας φώναζε η Μούργαινα.
     – Κοιμήσου τώρα, έχω δουλειά.

Πάντα έχει δουλειά. Έχει αναμμένη τη λάμπα, κάθεται στο ντιβάνι σκεπασμένη και κεντάει. Με τις ώρες. Τη βλέπω από τα στρωσίδια για λίγο, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Τα χέρια της πηγαίνουν μηχανή. Σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα. Η προίκα στους Αρβανίτες είναι ιερή. Κι αυτή η χήρα, η Αρμένισσα από την Κοκκινιά, είναι δώρο εξ ουρανού. 
     

Το κέντημα ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη, σε αντίθεση με τον αργαλειό και τα υφαντά που ήταν πάντα μέρος της καθημερινής ζωής και κουλτούρας σε ένα τυπικό αρβανίτικο σπίτι. Ο αργαλειός λειτουργούσε σαν παραγωγός τέχνης (μια και υφαίνονταν σ’ αυτόν σπουδαία κομμάτια για την καθημερινή ζωή, όπως βελέντζες και κουβέρτες), αλλά και σαν καταβόθρα για όλα τα άχρηστα πανιά και ρούχα: με τη βοήθειά του, ό,τι άχρηστο υπήρχε, κοβόταν σχολαστικά σε λουρίδες και μετατρεπόταν σε κουρελού. 
     

Οι χωριάτισσες ήταν επίσης πολύ ικανές στο πλέξιμο. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια κουβαλούσαν μαζί τους πάντα μια ρόκα με μαλλί ή τις βελόνες με το πλεκτό τους. Κυρίως οι γριές, οι πλιάκες. Όλες μαυροφορεμένες, όλες ρυτιδιασμένες και με μια ρόκα ή δυο βελόνες πλεξίματος στο χέρι.
     

Το λεπτό κέντημα όμως πάνω στο λινό ήταν κάτι σπάνιο και γι’ αυτό πολύτιμο για τα μέρη αυτά. Η συσκευή που χρησιμοποιούσε η μάνα μου ήταν το άκρον άωτο της απλότητας: όλο κι όλο δύο στρόγγυλα στεφάνια από ξύλο, που εφάρμοζαν το ένα μέσα στο άλλο και ένα μικρό βελονάκι με γλωσσίδι στην άκρη. Από ’κεί και πέρα η τέχνη των χεριών και η ταχύτητα. Ατέλειωτες ώρες σκυμμένη εκεί πάνω και το χέρι να πηγαίνει μηχανή. Και το άγχος μη λερώσεις το άσπρο λινό γιατί το πλύσιμο ήταν δύσκολο· έφευγε η κόλλα. Και να μην παγώσουν τα χέρια μέσα στην κρύα κάμαρη. Το τζάκι δεν μπορούσε να καίει όλο το βράδυ. Πιο εύκολη ήταν η γκαζιέρα. Την άναβε, την είχε δίπλα και όταν κρύωναν τα χέρια τα ζέσταινε για λίγο. Και πάλι το βελόνι, και πάλι λίγο ζέσταμα... Η νύχτα προχωρούσε. Και όταν έφθανε το πρώτο φως της μέρας πρωτοαντίκριζε μικρά καλλιτεχνήματα σε άσπρο φόντο.
    

 Η μάνα μου δεν πληρωνόταν σχεδόν ποτέ σε χρήμα για τη δουλειά της. Αντί για λεφτά έπαιρνε πράγματα και τρόφιμα. Ένα σακί αλεύρι ή πέντε κότες ή ένα ντενεκέ λάδι. Ή δύο αυγά για κάθε πόντο. Ξέχασα να σας πω ότι μαντάριζε και κάλτσες νάιλον. Γιατί τότε οι νάιλον κάλτσες ήταν σπάνιο είδος και φυσικά αναντικατάστατο. Όταν έφευγε ένας πόντος έπρεπε να διορθωθεί. Πολλά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκαν τα ηλεκτρικά βελονάκια. Μα στο χωριό τότε ακόμα δεν υπήρχε ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα έπρεπε να γίνουν στο χέρι. Έβαζε, λοιπόν, η μάνα μου ένα φλιτζάνι του καφέ μέσα στην κάλτσα και έφερνε τον πόντο στο χείλος του φλιτζανιού. Και μετά άρχιζε το μαντάρισμα. Όσο προχωρούσε το βελονάκι προχωρούσε και το φλιτζάνι μέσα στην κάλτσα. Ώρες ατέλειωτες, βασανιστικές...
     

Αλλά εμάς δε μας έλειπε ποτέ το καλό φαγητό. Υπήρχαν πάντα στο σπίτι αυγά, μέλι, κοτόπουλο, λάδι, ελιές, τυρί... Και όταν το Σάββατο έσφαζαν οι χασάπηδες κανένα γουρούνι ή κανένα πρόβατο είχαμε και πατσά. Γιατί τους έλεγε η γιαγιά μου και της κρατούσαν τα ποδαράκια και δεν τα πέταγαν στα σκυλιά. 
    
 Δεν μας έλειπε ούτε το καλό το ντύσιμο. Γιατί σχεδόν κάθε μήνα ερχόταν το δέμα από την Αμερική. 
     Ωραία ιστορία κι αυτή...
     Όλα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία. Βρήκε η μάνα σε κάτι χαρτιά του μακαρίτη του πατέρα μια φωτογραφία που είχε μια αφιέρωση από πίσω και μια διεύθυνση στα εγγλέζικα: 
     «Στον αγαπημένο μου ανεψιό, ο θείος σου Νικ Άθανς»... 
     Πήρε τη φωτογραφία και πήγε στη Θήβα. Εκεί κοντά στο ταχυδρομείο που είχαν το τραπεζάκι τους οι γραμματικοί. Τους υπαγόρευες ό,τι ήθελες κι αυτοί το έγραφαν. Και τους υπαγόρεψε: 
     Αγαπητέ θείε:
     «Είμαι η χήρα του ανεψιού σου του Βασίλη». (Φυσικά του αποσιώπησε το γεγονός ότι ο αγαπημένος του ανεψιός πέθανε σαν κομουνιστής ή επειδή ήταν τέτοιος). «Δεν ξέρω αν έχεις μάθει πως ο άντρας μου πέθανε και με άφησε χήρα με δύο ορφανά και τα βγάζω πέρα δύσκολα. Είμαι μόνη και δεν έχω βοήθεια από πουθενά. Πήρα το θάρρος να σου γράψω γιατί και συ ξέρεις τι θα πει ανέχεια γιατί η ανέχεια σε έφερε στην ξενιτιά...» 
     
Η απάντηση έφτασε αρκετά σύντομα σε διεύθυνση ενός φιλικού σπιτιού στη Θήβα και συνοδευόταν από ένα δέμα. 

     «Αγαπητή ανεψιά, συγκινήθηκα από το γράμμα σου... Από εδώ και πέρα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ για να ανακουφίσω τον πόνο σου...»
     Και έτσι ο θείος από την Αμερική αποδείχθηκε σωτήριος. Κάθε τόσο ερχόταν ένα δέμα με ρούχα και σοκολάτες που για μας ήταν δώρο εξ ουρανού. Αυτό που, βέβαια, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ στο μυαλό των χωριανών ήταν πού τα βρίσκει τόσο ωραία ρούχα η χήρα και ντύνει τα παιδιά της έτσι...
     

Το μυστήριο κράτησε πολλά χρόνια. Η ουσία όμως είναι ότι εγώ στα πέντε μου χρόνια φορούσα τζιν όταν ακόμα και οι πλούσιοι εκείνη την εποχή δεν το είχαν φορέσει ποτέ στα παιδιά τους. Ακόμα και μπουφάν αλά Τζέημς Ντην. Σε μια εποχή που το ντύσιμο όπως και το φαγητό κόστιζαν. Κυρίως τα παπούτσια. Στα πιο πολλά ελληνικά χωριά οι άνθρωποι φορούσαν τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων. Κι αυτά σπάνιζαν, αφού και τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια. 
     

Θυμάμαι το ντύσιμο των ανθρώπων στο χωριό να είναι σχεδόν ομοιόμορφο. Κυρίως, στις γυναίκες. Οι περισσότερες από τα τριάντα και πάνω ήταν μόνιμα μαυροφορεμένες. Και η αιτία ήταν πολύ απλή: αν πέθαινε συγγενής πρώτου βαθμού έπρεπε να τον πενθήσουν φορώντας μαύρα γύρω στα δύο με τρία χρόνια. Αν ήταν πιο μακρινός, γύρω στους έξι μήνες. Φυσικά, οι περισσότερες δεν προλάβαιναν να βγάλουν τα μαύρα, μια και προτού να τελειώσει το ένα πένθος, άρχιζε το άλλο.


Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που ο θείος ο Νάσος βγήκε από τη φυλακή


Κομμουνιστές στις Φυλακές Συγγρού
Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που ο θείος ο Νάσος βγήκε από τη φυλακή. Ήταν κάμποσες μέρες πριν που ακούστηκε στο χωριό ότι θα ερχόταν.
  
Τον πρωτοείδα στο μεγάλο δωμάτιο, του άλλου μου του θείου, του Κίτσου. (Κίτσος είναι για τους Αρβανίτες το υποκοριστικό του Χρήστου). Δε μου φάνηκε καθόλου εγκληματίας. Ούτε και στο μυαλό μου τον είχα έτσι. Ένας μάλλον γελαστός άνθρωπος, με παράξενα γαλανά μάτια, ξερακιανός.
     
Ήταν αμέτρητες οι φορές που είχα ακούσει τη γιαγιά μου τη Χαϊδίτσα να μοιρολογάει στ’ αρβανίτικα για το στερνοπαίδι της αυτό. Έπαιρνε ένα καλάθι όπου έβαζε ένα κομμάτι καρβέλι και ένα μπουκάλι κρασί, καβάλαγε το γαϊδούρι και πήγαινε για το αμπέλι... Εκεί ψηλά στην Καρύδω. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μοιρολογώντας τους τρεις γιούς της από το δεύτερο γάμο.
     
Είχε μείνει χήρα με τρία ορφανά μετά το θάνατο του κυρ-Τάσου, του πρώτου της άντρα, όταν εμφανίσθηκε και τη ζήτησε αυτός ο μάστορας από τη Βόρεια Ήπειρο. Ο παππούς μου ο μπαρμπα-Πέτρος. Έκαναν τρία αγόρια μαζί. Τον Θοδωρή, τον πατέρα μου τον Βασίλη και τον Νάσο.
     
Δεν της έμεινε κανένας από τους τρεις. Ο ένας σκοτωμένος, ο άλλος «Aγνοούμενος» και ο τρίτος στη φυλακή.
     
Το θείο μου τον Θοδωρή (όπως και τον πατέρα) τον ήξερα μόνο από τη φωτογραφία. Ήταν και οι δυο τους δίπλα  δίπλα, όπως τους είχε ενώσει ο φωτογράφος (μάλλον από άσχετες φωτογραφίες). Πρόσωπο κανονικό, γαλανά μάτια, μάλλον σκληρό βλέμμα, πυκνά φρύδια. Το βλέμμα του έδειχνε άνθρωπο αποφασιστικό. Μάλλον ηγετικό.
     
Αργότερα έμαθα πως ήταν από τα σκληροπυρηνικά μέλη του παράνομου ΚΚΕ στην περιοχή. Στρατολογήθηκε νωρίς στις τάξεις του κόμματος και του ΕΑΜ όταν βρέθηκε, πριν τον πόλεμο, να δουλεύει σερβιτόρος στην Αθήνα. Νομίζω ότι ήταν αυτός που μύησε τα άλλα αδέλφια στο μαρξισμό-λενινισμό. 
     
Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν που ξεκίνησε όλη την ιστορία της οργάνωσης στο χωριό. Μια οργάνωση, που στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής θα φτάσει να αριθμεί μέχρι και διακόσια μέλη μόνο στο Μαυρομμάτι. 
     
Η γιαγιά η Χάιδω δεν πίστεψε ποτέ της ότι ο γιος της ο Θοδωρής είχε σκοτωθεί στη διάρκεια του Εμφυλίου. Είχε πάντα την ελπίδα ότι βρίσκεται κάπου στο παραπέτασμα, όπως ψιθυριζόταν στο χωριό, και πως κάποτε θα έπαιρνε νέα του, όταν θα έστρωναν τα πράγματα. Πέθανε, χωρίς να στρώσουν τα πράγματα και χωρίς να πάρει ποτέ νέα του γιού της. Κι όταν κάποτε γύρισε στο χωριό ο άλλος ο φυλακισμένος, ο Λούκας ο Πανούσης, έμαθα από το στόμα του την απλή αλήθεια.
     – Ο θείος σου σκοτώθηκε σε μία μάχη κοντά στο Καρπενήσι. Αναγνώρισαν το πτώμα του από τη θήκη του περιστρόφου που κουβαλούσαν οι αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού. Το πτώμα ήταν παραμορφωμένο, αλλά η θήκη του όπλου πρόβαλε έξω από το χιόνι. 
     

Η πραγματική ιστορία μάλλον είναι η εξής: Την άνοιξη του 1949, σκόρπιες ανταρτικές ομάδες από την περιοχή της Ανατολικής Στερεάς κινούνται δυτικά και ενώνονται με τον κύριο όγκο του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή των Αγράφων και της Ευρυτανίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο θείος μου ο Θοδωρής. Διοικητής σε κάποιο από τα σώματα αυτά είναι ο καπετάν Γιώτης (ο Φλωράκης). Σε κάποια στιγμή παίρνει τη διαταγή να καταλάβουν το Καρπενήσι. Κατάφεραν οι αντάρτες να καταλάβουν την πόλη και να την κρατήσουν για μικρό χρονικό διάστημα. Στην υποχώρηση που ακολούθησε έχασαν ένα άνδρα.
     Το θείο μου τον Θοδωρή

     – Νάσο, από ’δώ τα παιδιά του Βασίλη.
     
Βροχή τα δάκρυα. Συγκίνηση.
     
Είχε μπει εκεί μέσα σχεδόν έφηβος και τώρα κόντευε τα τριάντα. Τα πιο ωραία χρόνια πίσω από τα σίδερα. Στο έλεος του κάθε ΕΣΑτζή. Να μην έχεις νιώσει το γυναικείο χάδι. Να μην έχεις δικό σου σπιτικό.
     
Για μένα ήταν σαν ξένος. Θυμάμαι όμως τη μέρα που τον είχαμε επισκεφθεί με τη μάνα στη φυλακή. Στη Χαλκίδα, νομίζω. Θα πρέπει να ήμουν γύρω στα τέσσερα. Θυμάμαι τη σκηνή στο επισκεπτήριο. Την έντονη κίνηση και το πλήθος. Αλλά κυρίως τον τρόπο που καλούσαν τους φυλακισμένους. Φαντάζομαι πως σχεδόν όλοι ήσαν πολιτικοί κρατούμενοι. Έλεγες σε κάποιον εκεί μπροστά το όνομα του δικού σου προσώπου και αυτοί που ήταν μπροστά το φώναζαν προς τα πίσω.
     – Παπαζάχοοος, Παπαζάχοοος, Παπαζάχοοος...
     – Ιατρίδηηης, Ιατρίδηηης, Ιατρίδηηης... Έτσι το μήνυμα έφτανε στα ενδότερα της φυλακής. 

Ήταν ένα είδος εσωτερικού τηλεφώνου. 
     
Αργότερα, θα μου εξηγήσει ο θείος μου, πως είχαν δικό τους κράχτη και φώναζαν τα ονόματα εκείνων που είχαν επισκεπτήριο με έναν ορισμένο τρόπο, γιατί πολλές φορές περίμεναν απ’ έξω διάφορες ομάδες παρακρατικών και μπουζούριαζαν στο ξύλο διάφορους κρατούμενους, με αφορμή το επισκεπτήριο. Θυμάμαι μόνο πως ήρθε ο θείος μου χωρίς να θυμάμαι το πρόσωπό του ακριβώς. Και ότι ήταν χαρούμενος. Τα χρήματα που του πήγαμε θα του ήταν πολύτιμα. Τα είχε μαζεμένα η γιαγιά δραχμή δραχμή. 
     
Τα μάζευε κάνοντας την πρακτική γιατρό. Την ορθοπεδικό. Σαν κοπέλα είχε μείνει χρόνια κοντά σε κάποιον βλάχο, που φαίνεται πως ήταν διάσημος πρακτικός γιατρός. Δεν ξέρω αν ήταν επίθετο ή παρατσούκλι. Έτσι κι αλλιώς όποιος έμενε πέρα από το τελευταίο αρβανιτοχώρι, το Μούλκι, ήταν για μας «βλάχος». Μου φαίνεται πως υπήρχαν μόνο τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι Αρβανίτες, οι γύφτοι και οι βλάχοι. 
     
Αντέγραψε η γιαγιά λίγη από την τέχνη του και την εφάρμοζε με επιμέλεια στο χωριό. Όποιος είχε σπασμένο χέρι, στραμπουλιγμένο πόδι σ’ αυτήν κατέφευγε. Έρχονταν από τα γύρω χωριά και την αναζητούσαν. Τη θυμάμαι να ψαχουλεύει με σχολαστικότητα το χτυπημένο μέλος, να το αλείβει με λάδι, να το βάζει στη θέση του. Η αμοιβή ήταν προαιρετική αλλά όλο και υπήρχε. Πότε μια δραχμή, πότε κάποιο αυγό. Τα μάζευε με υπομονή η γιαγιά η Χαϊδίτσα και τα έβαζε στον κόρφο της.
     
Απ’ αυτά έδινε πότε πότε και στον αδελφό μου τον Πέτρο. Της θύμιζε τόσο τον πατέρα και κάθε φορά που τον έβλεπε έβαζε τα κλάματα. Πάντα έλεγαν στο χωριό πως εκείνος έμοιαζε του πατέρα κι εγώ της μάνας... 
     – Βασίλη μου, του έλεγε, και όλο και του έβαζε στα χέρια του κάποιο νόμισμα. Ζήλευα τρομερά. Γι’ αυτήν ήταν σαν να μην υπήρχα και της το είχα φυλαγμένο. Κάποια μέρα διασταυρωθήκαμε σε κάποιο σημείο του χωριού. Με φώναξε με το όνομά μου και ήρθε προς το μέρος μου.
     – Άι στο διάολο πουτάνα. Ήταν η πληρωμένη μου απάντηση.
     Πήγε με κλάματα και παραπονέθηκε στη μάνα μου. 
     – Ακούς εκεί να με πει πουτάνα... Δεν πιστεύω «νούσια» να τα δασκαλεύεις εσύ έτσι τα παιδιά...
     – Ο μικρός το έχει καημό πως δεν του δίνεις τίποτε αυτουνού... Όλα στον μεγάλο τα δίνεις. Κι αυτός ζηλεύει....
     Φαίνεται πως η εξήγηση βρήκε τόπο, γιατί από εκείνη την ημέρα όλο και κάτι ψιλό μου έδινε.

Τα χρήματα τα μάζευε δεκάρα δεκάρα η φουκαριάρα όχι για τον εαυτό της, αλλά κυρίως για το φυλακισμένο γιο της. Και με κάθε ευκαιρία του έστελνε. Έτσι, ο θείος μου κάλυπτε ένα μέρος από τα έξοδά του.
     
Βέβαια, η διαδικασία της αποστολής δεν ήταν εύκολη. Το πιο κοντινό ταχυδρομείο βρισκόταν στη Θήβα. Μα η γιαγιά μου είχε πάει στη Θήβα μόνο μια φορά: αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά για να μείνει μπουζουριασμένη στη φυλακή μαζί με τους δύο θείους μου, τον Νάσο και τον Κίτσο για 3-4 μήνες. Κράτησαν το θείο μου τον Νάσο και αυτή με το θείο Χρήστο επέστρεψαν στο χωριό. Στη Θήβα δεν ξαναπήγε. Μα ακόμη και ταχυδρομείο να υπήρχε στο χωριό ποιος θα το εμπιστευόταν να στείλει λεφτά σε κάποιον κρατούμενο, και μάλιστα πολιτικό! 
     
Έτσι, το ρόλο αυτό τον ανέλαβε η μάνα μου. Και βέβαια, όσο ο θείος μου ο Νάσος ήταν στις φυλακές της Θήβας ή της Χαλκίδας τα πράγματα ήσαν κάπως καλύτερα. Όταν όμως μεταφέρθηκε στην Αθήνα, εκεί άρχισαν τα ζόρια για τη μάνα. 
     
Γιατί η Αθήνα της εποχής αυτής είναι μια απέραντη φυλακή. Υπάρχουν φυλακές στου Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αλλά και κάπου στην Κηφισιά, στην Καλλιθέα, στον Πειραιά. Για κάποιους λόγους περίεργους μεταφέρουν συνεχώς τους κρατούμενους από φυλακή σε φυλακή. Έτσι, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς εξήγηση. Της έτυχε μια φορά της μάνας μου να γυρίσει τρεις φυλακές μέχρι να εντοπίσει το θείο μου και να του δώσει τα χρήματα. Και όλα αυτά με τα άθλια μέσα της εποχής. Της πήρε τρεις μέρες γεμάτες, χώρια την ταλαιπωρία και τα έξοδα. 
     
Τα χρήματα αυτά βοηθούσαν το θείο μου να επιβιώσει στις άθλιες συνθήκες των φυλακών καλύπτοντας ένα μέρος από τα έξοδά του. Κάποια άλλα έξοδα τα κάλυπτε από την πώληση των χειροτεχνημάτων.
     
Τα είχα δει αρκετές φορές σε κάποια σπίτια του χωριού. Καραβάκια φτιαγμένα στο χέρι ή κορνίζες για φωτογραφίες τοίχου ή καρφιτσοθήκες. Από κάτω υπήρχε κάποιο σκληρό χαρτόνι και γύρω γύρω τύλιγαν οι κρατούμενοι με σχολαστικότητα κάποιο είδος χόρτου σε δύο χρώματα. Θύμιζαν κάτι σαν κέντημα, σαν πίνακα...
     
Στο πρώτο στρατοδικείο καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Βρέθηκε για λίγο στη Γυάρο, έκανε έφεση, και στο δεύτερο δικαστήριο μετέτρεψαν την ποινή του σε εικοσαετή κάθειρξη. 
 Πέρασε την υπόλοιπη ποινή στην Αίγινα, με θαλαμάρχη για ένα διάστημα τον Μανόλη Γλέζο. 

Η φυλακή όμως ήταν που με μπέρδευε τόσο πολύ. Ήξερα ότι στη φυλακή πηγαίνουν οι κακοί. Οι κλέφτες. Οι κακούργοι. Και ο δικός μου ο θείος ήταν στη φυλακή. Δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι ο δικός μου θείος ήταν εγκληματίας. Ούτε όμως τολμούσα να ρωτήσω. Από την άλλη, κανένας στο χωριό δε μιλούσε με κακία για το θείο. Αντίθετα. Τα σχόλια που συνόδευαν την αναφορά στο όνομά του κάθε φορά που το ’φερνε η κουβέντα, ήταν σχόλια συμπάθειας:
     – Α, το φουκαρά το Νάσο...
     – Άτυχος κι αυτός ο Θανάσης. Μήπως έφταιγε σε τίποτα; Δεκάξι χρονών ήταν στην Κατοχή, πού να ξέρει από πολιτικά; Την πλήρωσε και για τους άλλους.
     
Εκείνο που δεν πρόβλεψαν οι έξυπνοι αρμόδιοι ήταν το μετά. Το άβγαλτο χωριατόπαιδο μέσα στις φυλακές συναναστράφηκε με την αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης που ήταν εκείνη την εποχή (και κάθε εποχή) οι Έλληνες αριστεροί. Και, φυσικά, ήταν σχεδόν όλοι πίσω από τα ίδια σίδερα. 

Έτσι, μπορεί να μην πρόλαβε να πάει σαν τον αδελφό του στο «Σχολαρχείο», θήτεψε όμως σε ένα από τα πιο καλά πανεπιστήμια. Και όταν βρέθηκε έξω και γίνανε οι καιροί πιο εύκολοι, η γλώσσα πήγαινε ροδάνι.
     
Μέχρι τότε, όμως, και «έξω» τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι δουλειές σπάνιζαν. Αλλά ακόμη και όταν υπήρχε δουλειά, ποιος έπαιρνε στη δούλεψή του έναν πρώην πολιτικό κρατούμενο; Ευτυχώς, υπήρχαν και οι βαριές δουλειές για τις οποίες δεν έβρισκαν και τόσο εύκολα εργατικά χέρια. Για πρώτη φορά φτιάχνονταν στην Ελλάδα κεντρικοί οδικοί άξονες, που έπρεπε να περάσουν μέσα από πετρώδη και κακοτράχαλα μέρη. 
     
Για διαμονή στο χωριό ούτε κουβέντα. Εκεί ίσχυε ακόμη το δίκαιο των Μουργαίων και των παρακρατικών. Όχι πως στην πόλη ήταν ιδανικά τα πράγματα, αλλά όπως και να το κάνεις, κάπως χανόσουν και περνούσες απαρατήρητος.
     
Έτσι, για κάμποσα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, απασχολήθηκε στο φτιάξιμο των δρόμων, μέχρι να αποκτήσει κάποια χωράφια, οικογένεια και σπιτικό.


Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού;


Αετόπουλα της Κατοχής βασανισμένα από τη Χωροφυλακή 1945
Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού; Φαντάζομαι όχι. Εγώ ναι. Στου αδελφού μου.
     

Σας ανέφερα και πριν ότι ήταν σχεδόν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Άρα θα ήταν τότε περίπου οκτώ χρονών. Ο Λιάμης θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα. (Αυτό όμως το έμαθα πολύ αργότερα). Είχε μια κόρη συνομήλικη. Παίζαμε αμέριμνοι σε μια αυτοσχέδια τσουλήθρα από λάσπη. Θα ήμασταν 6-7 παιδιά. Τσουλάγαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε σειρά. Κάπου έξω από το τελευταίο οικόπεδο του χωριού. Λίγο πιο πάνω από το ρέμα. Και τότε εμφανίσθηκε. Σαν να τον γέννησε η γη. Άρπαξε τον Πέτρο από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι για «κακά πράγματα» και κάτι για την κόρη του.
     
«Τώρα θα δεις παλιοκομουνιστή»... Μουρμούριζε σέρνοντας τον φουκαρά τον Πέτρο, που προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι αποσβολωμένος.
     
Από ξωπίσω και εμείς τα παιδιά. Μυριζόμασταν φάση αλλά δεν φανταζόμασταν τι θα επακολουθήσει.
     
Το στειλιάρι το είχε έτοιμο εκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού του. Σαν να το είχε προγραμματισμένο. Δεν ξέρω αν ήταν πιωμένος ή αν ήταν φτιαγμένος... Θυμάμαι μόνο τα χτυπήματα. Δε θυμάμαι ούτε καν τις κραυγές του. Μόνο το γκαπ γκουπ που γινόταν μπροστά στα μάτια όλων εμάς των παιδιών. Και ένα διαρκές βρίσιμο στα αρβανίτικα. 
    
 Σαν να ήταν κάτι που κράτησε αιώνες. 
     
Δε θυμάμαι πώς τελείωσε, ούτε πώς φτάσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο τους θρήνους και τις κατάρες των δύο γυναικών. Της μάνας μου και της γιαγιάς μου.
     
Σε μια κίνηση απελπισίας η μάνα μάς πήρε απ’ το χέρι να πάμε στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Στο διπλανό χωριό. Όσα χρόνια θυμόμουν τον εαυτό μου, δεν υπήρχε αστυνομία στο χωριό. Το πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα ήταν στο διπλανό χωριό, το Ρημόκαστρο. Μια ώρα δρόμο με τα πόδια. 
     
Αστυνομικόν Τμήμα Θεσπιών. Έτσι έγραφε απ’ έξω. Πολύ μετά έμαθα για τους επτακόσιους Θεσπιείς και έκανα την βρόμικη σκέψη πως γεννήθηκα στη χώρα των κορόιδων. 
     
Γιατί, σχεδόν, κανείς δεν θυμάται τους επτακόσιους Θεσπιείς που έμειναν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, και που ήσαν και οι πραγματικοί ήρωες. Οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες, δεν είχαν άλλη επιλογή. Γι’ αυτούς ίσχυε αδυσώπητα το «Ή ταν, ή επί τας». Όποιος επέστρεφε ζωντανός και νικημένος ήταν σαν ζωντανός νεκρός. Υπήρχε χωρίς να υπάρχει. Θα αγνοούσε την ύπαρξή του και η ίδια η μάνα του. Ενώ οι Θεσπιείς... Μπορούσαν να φύγουν όπως οι υπόλοιποι Έλληνες χωρίς κανείς να τους κατηγορήσει. Είχαν επιλογή. Οι ίδιοι όμως διάλεξαν, με τη θέλησή τους, το βέβαιο θάνατο. Ήσαν οι πραγματικοί ήρωες. Και ταυτόχρονα τα κορόιδα της ιστορίας. Γιατί όλοι θυμούνται το «ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις...». Κανένας δεν ύμνησε ποτέ το θάρρος τους και ο θρύλος αναφέρεται σχεδόν πάντα στον Λεωνίδα και τα παλικάρια του.
     
Θεσπιές ήταν στα χαρτιά. Ρημόκαστρο το ήξερα εγώ. Ήταν μέσα στα πλαίσια της ελληνοποίησης: Μούλκι, Κασκαβέλι, Χόστια. Αν και ο σταθμάρχης στα λεωφορεία της γραμμής, όταν πηγαίναμε καμιά φορά στην πόλη, φώναζε: «Ερημόκαστρον!». Τώρα, μετά τη χούντα έχουν όλα ελληνοπρεπή ονόματα: Λεωντάριον, Ακραίφνιον. 
     
Αφέλεια που την είχε και η μάνα μου! Ίσως αυτή η αφέλεια να της γλίτωσε τη ζωή. Μας πήρε άρον άρον από το χέρι και περπατήσαμε μια ώρα μες τις λάσπες για να δούμε το διοικητή στο Ρημόκαστρο. Σκέφθηκε πως το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο άρχοντας είναι διορισμένος από το Θεό για να τιμωράει τους κακούς. Δε γίνεται κοτζάμ διοικητής. Κάτι θα έκανε μόλις έβλεπε τις μελανιές στο σώμα του Πέτρου.

     Αυτός όμως δεν συγκινείται από κάτι τέτοια.
     – Σήκω φύγε κυρά μου. Πήγαινε σπίτι σου και μη βγάζεις τσιμουδιά. Πάλι καλά που δεν έπαθες τίποτε χειρότερο.
     
Τι χειρότερο να πάθει δηλαδή. Υπάρχει τίποτε χειρότερο από το βασανισμό ενός παιδιού; 
     
Οι περισσότεροι από μας τιμάμε και σεβόμαστε αυτούς που έχουν βασανιστεί γι’ αυτά που πιστεύουν. Ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε με την ιδεολογία τους. Πιο μετάλλιο όμως θα ήταν ποτέ άξιο να δώσει μια ικανοποίηση σε ένα παιδί που βασανίσθηκε για το πιστεύω των άλλων, των δικών του; Εκείνοι, τουλάχιστον, όπως λέει και εκείνος ο γνωστός συγγραφέας που «δε σκοτώθηκε τόσο νωρίς», είχαν το δικαίωμα κάποιας επιλογής. Μπορούσαν όποτε ήθελαν να βάλουν μια υπογραφή και να γλιτώσουν από τα μαρτύρια. Να αυτομολήσουν ή να κρυφθούν... Ένα παιδί όμως; Τι επιλογή να έχει;
     
Δεν διάλεξε ο Πέτρος τον πατέρα του. Αλλά το ξύλο και τα πετροβολήματα ήταν γιατί είχε πατέρα του το συγκεκριμένο άνθρωπο. Τον τιμωρούσαν για πράγματα που δεν γνώριζε. Γι’ αυτά που δεν έκανε. Γι’ αυτά που έγιναν πριν απ’ αυτόν, χωρίς αυτόν.
     
Φύγαμε άπραγοι, όπως είχαμε πάει. Και οι μελανιές κάποια στιγμή γιατρεύτηκαν. Χάθηκαν. Εκείνο που δεν χάθηκε ήταν ο φόβος που σε κάνει να αντιδράς περίεργα. Ανάλογα με το ποιος είσαι, ανάλογα με το πώς έχεις μάθει, το πώς έχεις μεγαλώσει, ανάλογα με το είδος του φόβου, το μέγεθός του. Το πώς τον βίωσαν οι γύρω σου, το τι περίμεναν από σένα. 
    
Τη μάνα μου, λ.χ. δεν την θυμάμαι ποτέ να είναι φοβισμένη όσο ήμουν παιδί. Ακόμη και όταν φοβόταν έκρυβε το φόβο της για να μη φοβηθούμε κι εμείς. Τη θυμάμαι οργισμένη, πολλές φορές αγανακτισμένη. Ιδιαίτερα όταν κάτι απειλούσε εμάς τα παιδιά. Ορμούσε μες τα όλα, φώναζε, διαμαρτυρόταν, χωρίς φόβο, με πάθος.
     
Πολύ αργότερα, όταν ησύχασαν τα πράγματα, όταν εμείς μεγαλώσαμε και φύγαμε ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του, τότε της βγήκε. Άρχισε να κλειδαμπαρώνει πόρτες και παράθυρα ακόμη και όταν είχε καύσωνα. Τράβαγε από μέσα τις κουρτίνες. Έβαζε καρέκλες πίσω από τις πόρτες. 

Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς νόημα.
     
Του Πέτρου, όμως «του βγήκε» πολύ σύντομα. Στα ξαφνικά άρχισε να έχει ακατάσχετες αιμορραγίες από τη μύτη. Άρχιζαν χωρίς λόγο και συνέχιζαν για πολλή ώρα, για ώρες. Σκηνές που τις έχω διώξει από το μυαλό. Λεκάνες με αίμα. Φόβος θανάτου. Εικόνες απόγνωσης. Τη μάνα να κλαίει όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπε κανείς. Οι γιατροί στη Λιβαδειά και στην Αθήνα δεν μπορούσαν να διαγνώσουν καμία σωματική αιτία ή βλάβη. Κι ο φουκαράς αυτός αδυνάτιζε, κιτρίνιζε. Κι όλοι τον είχαν «του πεθαμού». 
     
Παρόλα αυτά, έζησε. Κάποια στιγμή, μετά από κάμποσους μήνες, οι αιμορραγίες σταμάτησαν απότομα, έτσι όπως άρχισαν. Ανάμεσα στις απώλειες συγκαταλέγεται και μια σχολική χρονιά.



Από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003