Ο
λύκος και τ’ άστρα
Ο δάσκαλος έφθασε
χειμώνα στο νησί. Κουβάλαγε ένα μπόγο και μια τριμμένη χαρτονένια βαλίτσα
δεμένη με σπάγκο. Το βλέμμα του πέταγε ανήσυχα στα σύρματα και τις σκηνές ένα
γύρω. Ο Άκης τον έκοψε από μακριά. Δεν ήταν πολιτικός αυτός. Στο απάνω σύρμα
πήγαιναν μόνο οι αμετανόητοι, κι εκείνοι είχανε άλλο βλέμμα. Ο γέρος έστρεψε κι
αυτός το κεφάλι με τα πέτρινα μάτια κι ύστερα ξαναγύρισε το βλέμμα στα κύματα.
Περάσανε έτσι, κοντά
ένα χρόνο οι τρεις τους. Συνήθισε κι ο δάσκαλος το νησί κι έπαψε πια να
περιμένει την έφεση απ’ την Αθήνα. Αραίωναν σιγά σιγά τα γράμματα και μαζί τους
κι ο δεσμός που τον έδενε με το πριν. Απόμενε τα βράδια μονάχος στο φως της
λάμπας που κουνιόταν στον αέρα, και κοίταζε σαν υπνωτισμένος τα σχολικά βιβλία
που ‘χε φερμένα μαζί του. Δεν τον άφησαν έτσι τον δάσκαλό τους όμως. Πρώτα οι
γυναίκες, φερμένες με την κρυφή έννοια της μάνας τον πλησίασαν. Του μάνταραν
που και που κανένα ρούχο ίσα ίσα να τον δουν να τους χαμογελάει λίγο κι ύστερα
ησύχαζαν κι εκείνες. Εκείνος πάλι, ζωγράφιζε που και που κανένα βότσαλο και
τους το χάριζε. Στα νερά μιας πέτρας έβλεπε ένα δέντρο, στο καβούκι ενός
κάβουρα, έναν κινέζο μανταρίνο, τους χάριζε έτσι εικόνες να φυτέψουν ανάμεσα
στα βράχια του άγονου τοπιού της εξορίας.
Ο Άκης ήταν φερμένος με
τους πρώτους. Πρώτος έστησε την σκηνή του στα πουρνάρια και πρώτος έριξε
ξερολιθιά ένα γύρω για να κρατήσει τους βοριάδες. Εκεί, ένα βράδυ, ξαπλωμένος
στο ράντζο αντίκρισε πρώτος τον Πολικό να λάμπει από ‘να άνοιγμα του
καραβόπανου. Είχε αγάπη μεγάλη στ’ αστέρια, ο Άκης και σαν ναυτικός ήξερε τ’
όνομα από μερικά από δαύτα. Μα τα ονόματα του μεγάλου πλήθους του ουράνιου
στερεώματος του ξέφευγαν και του ‘μενε μονάχα η λάμψη τους.
Ένα ξάστερο βράδυ, τον
έπιασε ο δάσκαλος να μουρμουράει. Εκείνος στέκοντας ορθός, με τα χέρια στις
τσέπες και κοίταζε τον νυχτερινό ουρανό. «Πολικός Αστέρας… Γαιδουράστερο…
Πούλια..»
_ «Τα μετράς;» Ο Άκης
σαν να ξαφνιάστηκε και απάντησε με μια κάποια ντροπή.
_ «Τα μαθαίνω, μα δεν
τα ξέρω όλα..» Ο δάσκαλος στάθηκε δίπλα του.
_ «Εκεί είναι η Μεγάλη
Αρκούδα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα και τρία ακόμα για ουρά.»
Ο Άκης τον κοίταξε
χαμογελώντας, κι ο δάσκαλος του μίλησε για τα’ αστέρια. Του είπε για τον μεγάλο
κυνηγό Ωρίωνα, την Βερενίκη που χάρισε τα μαλλιά της στον ουρανό, και του
‘δειξε τον αστερισμό του αετού, που άπλωνε περήφανα τα γιγάντια κοσμικά του
φτερά, πάνω από τον κόσμο. Έκατσαν έτσι ώρα πολύ μιλώντας, μα και πάλι έμεναν
άστρα άγνωστα και στους δύο, για τα οποία βρήκαν εκείνοι μονάχοι, τα δικά τους,
φανταστικά ονόματα.
Το καλοκαίρι, οι ζέστες
πυρώνανε για τα καλά το νησί. Κάπνιζαν τα βράχια ένα γύρω κι η γαστρεντερίτιδα
θέριζε. Φέρανε τότε με το βαπόρι κι άλλους. Τούτοι εδώ ήτανε μουσκεμένοι στον
ιδρώτα με τα πουκάμισα ξεκούμπωτα και τα μάτια βουλιαγμένα. Κουβάλαγαν όμως
όλοι την χαρακτηριστική βαλίτσα της εξορίας. Τριμμένη και φθηνή, με δυο-τρία
θραύσματα της ζωής τους ριγμένα άτσαλα μέσα της. Μαζί τους ήρθε κι ο Λεωνίδας ο
ψηλός, όπως τον φώναζαν. Στέκονταν έτσι μακρουλός σαν άρρωστο πουλί, με το
καρύδι του ν’ ανεβοκατεβαίνει γοργά, μπροστά στις σκηνές τους. «Λίγο νερό ρε
σύντροφοι» ψέλλισε.. Ο δάσκαλος του ‘βαλε λίγο απ’ τον ντενεκέ κι ο γέρος
ανασηκώθηκε να τον δει από τον βράχο.
_ «Πούθε μας έρχεσαι;» ρώτησε ο Άκης
_ «Αθήνα» Ρούφηξε το νερό του αργά. «Με πιάσανε στην Κοκκινιά. Κρυβόμουνα καιρό σ’ ένα πατάρι.»
Προστέθηκε έτσι κι
αυτός στην συντροφιά τους μ’ αυτά τα λίγα λόγια. Τους μοίρασε τσιγάρα που ‘χε
μες στην βαλίτσα κι εκείνοι βαλθήκανε να τον βολέψουν όπως όπως σ’ ένα απάγκιο.
Ο Λεωνίδας ήταν από τον Βύρωνα. ΕΠΟΝίτης της Κατοχής, τους έδειξε μια
φωτογραφία του μ’ ένα τουφέκι και τον μπερέ ριγμένο μάγκικα στο πλάι. «Το
Δεκέμβρη κατάλαβα τι πα να πει πόλεμος» τους έλεγε. «Εκεί να δείτε αίμα και
κακό, μα τώρα έχουμε τον Μάρκο. Τώρα θα τους πάρουμε και τα σώβρακα» Κι όλο
μουρμούραγε ένα τραγουδάκι «Μάααρκος Μάααρκος», κι ο γέρος σαν να χαμογελούσε
κάτω από τα μουστάκια του.
Ο Λεωνίδας ήταν
αισιόδοξος. Μαύρο τον κάνανε οι αλφαμίτες στο ξύλο, μα εκείνος εκεί, το άλλο
πρωί, κεφάτος κι ολόρθος. «Και πώς να δηλώσω ρε παιδιά;» Τους είπε ένα
μεσημέρι. «Ούτε τα’ όνομά μου δεν ξέρω να βάλω» Τον άκουσε τότε ο δάσκαλος και
ταράχτηκε. Τον επισκέφθηκε στο «αναρρωτήριο» και τον κοίταξε αυστηρά. Πίστευε
στον παιδεμό ο δάσκαλος. Τον πίστευε βαθιά κι ήξερε πως εκεί ήταν ο δρόμος για
να χορτάσει και να προοδέψει ο άμοιρος ο άνθρωπος. «Από αύριο ξεκινάμε» του
είπε. Στην αρχή ξεκίνησαν μ’ ένα ξύλο και το χώμα. Ζωγράφιζε ο δάσκαλος ένα ένα
τα γράμματα, κι ο Λεωνίδας ακολουθούσε κι εκείνος σιγά σιγά τον μακρύ δρόμο των
λέξεων. Φορές-φορές βαριόνταν ή κουράζονταν κι έκανε να σταματήσει, μα ο
δάσκαλος δεν τον άφηνε στιγμή. «Γράφε έχεις απολυτήριο να πάρεις άμα θα βγεις
από ‘δω μέσα». Είχε μεγάλα σχέδια για τον Λεωνίδα ο δάσκαλος…
Ο γέρος κουβέντες
εύκολα δεν άλλαζε με τους άλλους, μ’ αποζητούσε την συντροφιά τους. Κάθονταν
κάπου κοντά τους, κοιτάζοντας το πέλαγος συλλογισμένος και μέτραγε ρόζους με τα
δάχτυλα στο μπαστούνι. Λέγανε πως ήταν πιασμένος στον βορρά, κοντά στις κορφές
και πως είχε κι έναν γιό στο αντάρτικο, δοσμένον απ’ το 46. Δεν μίλαγε ο γέρος
μονάχα στοίχειωνε την συντροφιά σαν σκαλισμένος στο βράχο, κάπου πιο πίσω από
τους άλλους. Πάντα πιο πίσω. Ένα πρωί μονάχα φάνηκε ολόρθος στην είσοδο της
σκηνής του δασκάλου, χτυπώντας επίμονα το μπαστούνι στις πέτρες. Τον ρώτησε για
τα όνειρα και τον ύπνο μα όχι τόσο για να ρωτήσει ακριβώς, όσο για να δηλώσει.
Κάτι ήθελε να του πει μα δύσκολα εκφράζονταν. Το κατάλαβε αυτό ο δάσκαλος και
δεν άνοιξε το στόμα ν’ απαντήσει πριν αποσώσει ο γέρος την κουβέντα του. Είχε
δει ένα όνειρο, του είπε. Ήταν ο λύκος, στο δάσος ψηλά στις κορφές. Είχε μόλις
αφήσει την τρύπα του και στέκονταν ακίνητος σ’ ένα βράχο. Ο γέρος δεν ήθελε να
ακούσει για τα όνειρα, ούτε και ζητούσε εξηγήσεις. Έμεινε έτσι λίγο να κοιτά
σταθερά τον δάσκαλο και γύρισε σκυφτός να φύγει κουνώντας αργά το κεφάλι και μουρμουρίζοντας
σιγανά.
Τον Φλεβάρη εκείνο, το
στρατόπεδο είχε μαζευτεί αύτανδρο στο γήπεδο. Δυο πολεμικά είχαν πλευρίσει το
νησί και τέντωναν δυσοίωνα τις μαύρες σκιές τους απάνω στις ακτές. «Ο Θεός
σήμερα», τους είπε ο παπάς, « θα δικάσει με το πιστόλι». Ο δάσκαλος είχε
αρχίσει να βήχει απ’ τον Οκτώβρη κι ο Άκης δεν έβλεπε πια τ’ αστέρια που
τυλίγονταν πεισματικά κάθε βράδυ στ’ ανταριασμένα σύννεφα. Μονάχα ο γέρος
έστεκε απαράλλαχτος μ’ αγνάντι το πέλαγος. Κι ο Θεός δίκασε εκείνο το Φλεβάρη
με μολύβι και αίμα, μέχρι που οι σκιές των πλοίων μάκρυναν βαριά με τις ώρες..
«Οι κομμουνισταί
προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», διάβαζε με τον καφέ ο φύλακας στις
αποθήκες του στρατοπέδου. Πίσω του, στοιβαγμένες σε σιδερένια ράφια, βρίσκονταν
πεταμένες οι χαρτονένιες βαλίτσες με τα λίγα υπάρχοντα. Εκεί, ανάμεσα σε
παιδικά βιβλία του σχολειού γεμάτα ξεθωριασμένες ζωγραφιές, απλώνονταν ο χάρτης
του ουρανού, γραμμένος κι αυτός λες από παιδικό χέρι. «Αετός», «Λύρα»,
«Ωρίωνας» και κάτω απ’ το ουράνιο στερέωμα, βαθιά μέσα στην πέτρινη σπηλιά του,
λούφαζε λαβωμένος ο λύκος.
Πάρα πολύ όμορφο!πολύ γλυκό!μπράβο!μας συγκίνησατέ πάλι βρε παιδιά!
ΑπάντησηΔιαγραφή