"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Ο Λένιν για τις εκλογές και τον κοινοβουλευτισμό







ΞΑΝΑ ΓΙΑ TO ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΥΜΑ
«Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε» - μ' αυτό το συλλογισμό προσπαθούσαν και προσπαθούν πάντα να δικαιολογηθούν οι οπορτουνιστές. Είναι αδύνατο να πετύχεις μονομιάς κάτι το μεγάλο. Πρέπει ν' αγωνίζεσαι για το μικρό μα κατορθωτό. Πώς όμως θα καθορίσεις αν ένα πράγμα είναι κατορθωτό; Με το αν συμφωνούν τα περισσότερα πολιτικά κόμματα ή οι περισσότερο «έγκυροι» πολιτικοί. Οσο περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες συμφωνούν για μια κάποια μικρή βελτίωση, τόσο ευκολότερα μπορούμε να την πετύχουμε, τόσο πιο κατορθωτή είναι αυτή. Δεν πρέπει να είσαι ουτοπιστής, επιδιώκοντας το μεγάλο. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής πολιτικός, να ξέρεις να συντάσσεσαι μ' εκείνους που διεκδικούν το μικρό, και αυτό το μικρό θα διευκολύνει την πάλη για το μεγάλο. Εμείς βλέπουμε το μικρό σαν τον πιο σίγουρο σταθμό στην πάλη για το μεγάλο.
Ετσι σκέπτονται όλοι οι οπορτουνιστές, όλοι οι ρεφορμιστές, σε διάκριση από τους επαναστάτες. Ετσι ακριβώς σκέπτονται οι σοσιαλδημοκράτες της δεξιάς πτέρυγας για το σχηματισμό κυβέρνησης από τη Δούμα. Το αίτημα συντακτική συνέλευση είναι μεγάλο αίτημα. Αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε τώρα. Το αίτημα αυτό κάθε άλλο παρά όλοι το υποστηρίζουν συνειδητά1. Αντίθετα υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης από τη Δούμα τάσσεται όλη η Κρατική Δούμα, άρα η τεράστια πλειοψηφία των πολιτικών παραγόντων - άρα «όλος ο λαός». Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στο σημερινό κακό και στην πιο μικρή θεραπεία του, γιατί την «πιο μικρή» θεραπεία τη θέλουν οι πιο πολλοί απ' αυτούς που είναι γενικά δυσαρεστημένοι από το σημερινό κακό. Και αφού θα 'χουμε πετύχει το μικρό θα διευκολύνουμε την πάλη μας για το μεγάλο.
Το ξαναλέμε: Αυτός είναι ο βασικός, ο τυπικός συλλογισμός όλων των οπορτουνιστών σε όλο τον κόσμο. Τι συμπέρασμα βγαίνει κατ' ανάγκην από το συλλογισμό αυτό; Το συμπέρασμα ότι δε χρειάζεται κανένα επαναστατικό πρόγραμμα, κανένα επαναστατικό κόμμα, καμιά επαναστατική τακτική. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και μόνο μεταρρυθμίσεις. Δε χρειάζεται επαναστατική σοσιαλδημοκρατία. Χρειάζεται ένα κόμμα δημοκρατικών και σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Κι αλήθεια: Δεν είναι μήπως φανερό πως θα υπάρχουν πάντα στον κόσμο άνθρωποι που θα θεωρούν ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι ικανοποιητικό; Φυσικά θα υπάρχουν πάντα. Δεν είναι επίσης φανερό πως την πιο μικρή βελτίωση αυτής της μη ικανοποιητικής κατάστασης θα τη θέλουν πάντα οι πιο πολλοί από τους δυσαρεστημένους; Φυσικά, πάντα οι πιο πολλοί. Συνεπώς δουλειά δική μας, δουλειά των πρωτοπόρων και «συνειδητών» ανθρώπων είναι να υποστηρίζουμε πάντα τις πιο μικρές διεκδικήσεις για τη θεραπεία του κακού. Αυτή είναι η πιο σίγουρη, η πιο πρακτική δουλειά, ενώ όλες οι άλλες συζητήσεις για κάποιες «θεμελιακές» διεκδικήσεις κτλ. δεν είναι παρά λόγια «ουτοπιστών», «επαναστατικές κενολογίες». Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε και πάντα πρέπει να διαλέγουμε ανάμεσα στο υπάρχον κακό και στο μετριοπαθέστερο από τα συνηθισμένα σχέδια θεραπείας του.
Ετσι ακριβώς σκέπτονταν οι Γερμανοί οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες. Υπάρχει, έλεγαν, το σοσιαλφιλελεύθερο ρεύμα που ζητάει την κατάργηση των έκτακτων νόμων εναντίον των σοσιαλιστών, τον περιορισμό της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, την ασφάλιση από τις αρρώστιες κτλ. Τα αιτήματα αυτά τα υποστηρίζει και μια αρκετά μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης. Μην την απωθείτε με άστοχες ενέργειες, δώστε της το χέρι, υποστηρίξτε την. Τότε θα είστε ρεαλιστές πολιτικοί, θα προσφέρετε ένα μικρό μεν, αλλά πραγματικό όφελος στην εργατική τάξη και από την τακτική σας δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τα κούφια λόγια για «επανάσταση». Ετσι κι αλλιώς επανάσταση δεν πρόκειται να κάνετε τώρα. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στην αντίδραση και στη μεταρρύθμιση, ανάμεσα στην πολιτική του Βίσμαρκ και στην πολιτική της «κοινωνικής αυτοκρατορίας».
Παρόμοια με τους μπερνσταϊνικούς σκέπτονταν και οι Γάλλοι μινιστεριαλιστές σοσιαλιστές. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στην αντίδραση και στους αστούς ριζοσπάστες που υπόσχονται μια σειρά από πρακτικά εφαρμόσιμες μεταρρυθμίσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίζουμε αυτούς τους ριζοσπάστες, να υποστηρίζουμε τις κυβερνήσεις τους. Οσον αφορά τα λεγόμενα για κοινωνική επανάσταση, δεν είναι παρά αερολογίες των «μπλανκιστών», των «αναρχικών», των «ουτοπιστών» κλπ.
Ποιο είναι το βασικό λάθος όλων αυτών των οπορτουνιστικών συλλογισμών; Οτι στους συλλογισμούς αυτούς αντικαθίσταται ουσιαστικά η σοσιαλιστική θεωρία της ταξικής πάλης, σαν μοναδικού πραγματικού κινητήρα της ιστορίας, με την αστική θεωρία της «αλληλέγγυας», της «κοινωνικής» προόδου. Σύμφωνα με τη θεωρία του σοσιαλισμού, δηλαδή του μαρξισμού (για μη μαρξιστικό σοσιαλισμό δεν μπορεί κανείς να μιλάει τώρα στα σοβαρά), πραγματικός κινητήρας της ιστορίας είναι η επαναστατική πάλη των τάξεων. Οι μεταρρυθμίσεις είναι το δευτερεύον αποτέλεσμα της πάλης αυτής, δευτερεύον γιατί οι μεταρρυθμίσεις αυτές εκφράζουν τις αποτυχημένες απόπειρες να εξασθενήσει, να αμβλυνθεί αυτή η πάλη κτλ. Σύμφωνα με τη θεωρία των αστών φιλοσόφων, κινητήρας της προόδου είναι η αλληλεγγύη όλων των στοιχείων της κοινωνίας, που ένιωσαν την «ατέλεια» του ενός ή του άλλου θεσμού. Η πρώτη θεωρία είναι υλιστική, η δεύτερη ιδεαλιστική. Η πρώτη είναι επαναστατική, η δεύτερη ρεφορμιστική. Η πρώτη θεμελιώνει την τακτική του προλεταριάτου στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες, η δεύτερη την τακτική της αστικής τάξης.
Από τη δεύτερη θεωρία απορρέει η τακτική των αστών προοδευτικών της αράδας: Υποστήριζε παντού και πάντα «ό,τι είναι το καλύτερο». Διάλεγε ανάμεσα στην αντίδραση και στην άκρα δεξιά των δυνάμεων που αντιπολιτεύονται την αντίδραση αυτή. Από την πρώτη θεωρία απορρέει η αυτοτελής επαναστατική τακτική της πρωτοπόρας τάξης. Εμείς σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να περιορίσουμε τα καθήκοντά μας στην υποστήριξη των πιο διαδομένων συνθημάτων της ρεφορμιστικής αστικής τάξης. Εφαρμόζουμε αυτοτελή πολιτική, προβάλλοντας συνθήματα μόνο για κείνες τις μεταρρυθμίσεις που συμφέρουν αναντίρρητα στην επαναστατική πάλη, που ανεβάζουν αναντίρρητα την αυτοτέλεια, τη συνειδητότητα και τη μαχητική ικανότητα του προλεταριάτου. Μόνο με μια τέτοια τακτική εξουδετερώνουμε τις μεταρρυθμίσεις από τα πάνω, που είναι πάντα μεσοβέζικες, πάντα υποκριτικές και συνοδεύονται πάντα με αστικές ή αστυνομικές παγίδες.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Μονάχα με μια τέτοια τακτική προωθούμε πραγματικά το έργο των σοβαρών μεταρρυθμίσεων. Αυτό φαίνεται παράδοξο, μα το παράδοξο αυτό το επιβεβαιώνει ολόκληρη η ιστορία της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας: Η τακτική των ρεφορμιστών εξασφαλίζει κατά το χειρότερο τρόπο την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και το πραγματοποιήσιμο αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η τακτική της επαναστατικής ταξικής πάλης εξασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο και το ένα και το άλλο. Στην πραγματικότητα τις μεταρρυθμίσεις τις επιβάλλει ίσα ίσα η επαναστατική ταξική πάλη, η αυτοτέλειά της, η μαζική της δύναμη, ο πεισματικός χαρακτήρας της. Μόνο στο βαθμό που η πάλη αυτή είναι ισχυρή είναι πραγματοποιήσιμες και οι μεταρρυθμίσεις, που πάντα είναι απατηλές, διπρόσωπες, διαποτισμένες από ζουμπατοφικό πνεύμα. Συγχωνεύοντας τα συνθήματά μας με τα συνθήματα της ρεφορμιστικής αστικής τάξης εξασθενίζουμε το έργο της επανάστασης και, επομένως, και το έργο των μεταρρυθμίσεων, γιατί εξασθενίζουμε έτσι την αυτοτέλεια, τη σταθερότητα και τη δύναμη των επαναστατικών τάξεων.
Μπορεί να βρεθεί αναγνώστης που ίσως πει: Προς τι να επαναλαμβάνουμε αυτό το άλφα - βήτα της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας; Επειδή το ξεχνούν η «Γκόλος Τρουντά» και πολλοί σύντροφοι μενσεβίκοι.
Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τη Δούμα ή καντέτικης κυβέρνησης είναι μια τέτοια απατηλή, διπρόσωπη, ζουμπατοφική μεταρρύθμιση. Το να ξεχνάς την πραγματική της σημασία, σαν απόπειρας συναλλαγής των καντέτων με την απολυταρχία, σημαίνει ότι αντικαθιστάς το μαρξισμό με τη φιλελεύθερη - αστική φιλοσοφία της προόδου. Υποστηρίζοντας μια τέτοια μεταρρύθμιση, συγκαταλέγοντάς την στα συνθήματά μας, εξασθενίζουμε έτσι και την καθαρότητα της επαναστατικής συνείδησης του προλεταριάτου, και την αυτοτέλειά του, και την μαχητική του ικανότητα. Υποστηρίζοντας ολοκληρωτικά τα παλιά επαναστατικά συνθήματά μας, δυναμώνουμε έτσι την πραγματική πάλη, δυναμώνουμε συνεπώς και την πιθανότητα της μεταρρύθμισης και τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί αυτή προς όφελος της επανάστασης και όχι της αντίδρασης. Καθετί το ψεύτικο και υποκριτικό στη μεταρρύθμιση αυτή το πετάμε στους καντέτους. Καθετί το θετικό που μπορεί να περιέχει το αξιοποιούμε εμείς οι ίδιοι. Μόνο με μια τέτοια τακτική θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε από τις τρικλοποδιές που βάζουν ο ένας στον άλλον οι κ. κ. Τρέποφ και Ναμπόκοφ για να ρίξουμε και τους δυο αξιότιμους αυτούς ακροβάτες στο λάκκο. Μόνο με μια τέτοια τακτική η ιστορία θα πει για μας, όπως είπε ο Βίσμαρκ για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες: «Αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες δε θα υπήρχε κοινωνική μεταρρύθμιση». Αν δεν υπήρχε επαναστατικό προλεταριάτο δε θα υπήρχε η 17 του Οχτώβρη. Αν δεν υπήρχε ο Δεκέμβρης δε θα σταματούσαν όλες οι προσπάθειες ματαίωσης της σύγκλησης της Δούμας. Μα θα 'ρθει κι ένας άλλος Δεκέμβρης που θα καθορίσει τις παραπέρα τύχες της επανάστασης.
Επίλογος. Το άρθρο αυτό είχε γραφτεί πια όταν διαβάσαμε το κύριο άρθρο στο 6ο φύλλο της «Γκόλος Τρουντά». Οι σύντροφοι διορθώνουν το λάθος τους. Θέλουν, προτού η κυβέρνηση από τη Δούμα πάρει στα χέρια της τα χαρτοφυλάκια, να απαιτήσει και να επιτύχει και την κατάργηση σε όλη τη χώρα του στρατιωτικού νόμου και των κάθε λογής έκτακτων μέτρων, και γενική αμνηστία, και αποκατάσταση όλων των ελευθεριών. Πολύ καλά, σύντροφοι! Ζητήστε από την ΚΕ να περιλάβει αυτούς τους όρους στην απόφασή της σχετικά με την κυβέρνηση από τη Δούμα. Δοκιμάστε να το κάνετε αυτό σεις οι ίδιοι και τότε θα δείτε ότι προτού υποστηρίξετε κυβέρνηση από τη Δούμα ή καντέτικη Κυβέρνηση πρέπει να απαιτήσετε και να πετύχετε η Δούμα ή οι καντέτοι να μπουν στον επαναστατικό δρόμο. Προτού υποστηρίξετε τους καντέτους πρέπει να απαιτήσετε και να πετύχετε να πάψουν οι καντέτοι να είναι καντέτοι.
«Εχο», άρ. φύλλου 6,
28 του Ιούνη 1906
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας «Εχο».
Σημειώσεις:
1. Το αίτημα αυτό το υποστηρίζει το πιο μικρό μέρος της Δούμας.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ Β. ΛΙΜΠΚΝΕΧΤ «ΚΑΝΕΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ, ΚΑΜΙΑ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ!»
Η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ, που προσφέρεται σε μετάφραση στο Ρώσο αναγνώστη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, στις παραμονές των εκλογών για τη δεύτερη Δούμα, τώρα που το ζήτημα των εκλογικών συμφωνιών ενδιαφέρει ζωηρά και το εργατικό κόμμα και την κοινή γνώμη της φιλελεύθερης αστικής τάξης.
Δε θα σταθούμε εδώ στη σημασία από γενική άποψη της μπροσούρας του Λίμπκνεχτ. Ο αναγνώστης πρέπει να συμβουλευτεί το έργο του Φρ. Μέρινγκ για την ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και μια σειρά άλλα έργα των Γερμανών συντρόφων μας, για να καταλάβει καλά τη σημασία αυτή και να κατανοήσει σωστά ορισμένα σημεία της μπροσούρας, που σηκώνουν παρερμηνεία, αν παρθούν έξω από τις τοτινές συνθήκες, αν δεν παρθεί υπόψη το πότε και πώς ειπώθηκαν.
Σημασία έχει για μας να σημειώσουμε εδώ τον τρόπο σκέψης του Λίμπκνεχτ. Σημασία έχει να δείξουμε, με τι τρόπο ο Λίμπκνεχτ αντιμετώπιζε το ζήτημα των συμφωνιών, για να βοηθήσουμε το Ρώσο αναγνώστη να φτάσει μόνος του στη λύση του ζητήματος που μας ενδιαφέρει, του ζητήματος των συνασπισμών με τους καντέτους.
Ο Λίμπκνεχτ δεν αρνιέται καθόλου ότι οι συμφωνίες με τα αστικά - αντιπολιτευόμενα κόμματα είναι «ωφέλιμες» και από την άποψη των «κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων» και από την άποψη της προσέλκυσης «συμμάχου» (δήθεν συμμάχου) ενάντια στον κοινό εχθρό, την αντίδραση. Μα εδώ ακριβώς φανερώνεται ο αληθινά πολιτικός νους και ο δοκιμασμένος σοσιαλδημοκρατισμός του παλαίμαχου των Γερμανών σοσιαλιστών, ότι δηλαδή δεν περιορίζεται στις σκέψεις αυτές. Εξετάζει και το εξής: Μήπως ο «σύμμαχος» είναι κρυφός εχθρός, οπότε είναι πολύ επικίνδυνο να τον αφήσουμε να μπει στις γραμμές μας; Παλεύει πραγματικά και πώς παλεύει ο σύμμαχος αυτός ενάντια στον κοινό εχθρό; Μήπως η ωφέλεια από τις συμφωνίες, από την άποψη της αύξησης του αριθμού των κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων, φέρνει ζημιά στα μονιμότερα και σπουδαιότερα καθήκοντα του προλεταριακού κόμματος;
Ας πάρουμε έστω αυτά τα τρία ζητήματα που ανάφερα τώρα κι ας δούμε, αν καταλαβαίνει τη σημασία τους ένας τέτοιος, λόγου χάρη, υπερασπιστής των συμφωνιών των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών με τους καντέτους σαν τον Πλεχάνοφ. Θα δούμε ότι ο Πλεχάνοφ βάζει το ζήτημα των συμφωνιών σε απίστευτα στενή βάση. Οι καντέτοι θέλουν να παλέψουν ενάντια στην αντίδραση, άρα... συμφωνία με τους καντέτους! Πέρα απ' αυτό ο Πλεχάνοφ δεν πηγαίνει. Την παραπέρα εξέταση του ζητήματος τη θεωρεί δογματισμό. Δεν είναι παράξενο ότι ένας σοσιαλδημοκράτης, που τόσο ξέχασε τις απαιτήσεις της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, βρέθηκε γείτονας και συνεργάτης με τους αποστάτες της σοσιαλδημοκρατίας όπως είναι οι κ.κ. Προκοπόβιτς και οι άλλοι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς». Δεν είναι παράξενο που ακόμη και οι ομοϊδεάτες αυτού του σοσιαλδημοκράτη σε ζητήματα αρχών, οι μενσεβίκοι, ή σιωπούν συγχυσμένοι, μη τολμώντας να βροντοφωνάξουν αυτό που σκέπτονται για τον Πλεχάνοφ, και αποδοκιμάζοντάς τον στις συγκεντρώσεις των εργατών, ή τον ειρωνεύονται ανοιχτά, όπως οι μπουντιστές στη «Volkszeitung» και στο «Νάσα Τριμπούνα».
Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει ότι ο σοσιαλδημοκράτης πρέπει να ξέρει να αποκαλύπτει και όχι να κρύβει τις επικίνδυνες πλευρές κάθε συμμάχου που προέρχεται από την αστική τάξη. Σ' εμάς, όμως, οι μενσεβίκοι φωνάζουν ότι δεν πρέπει να παλεύουμε ενάντια στους καντέτους, αλλά ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο! Πόσο ωφέλιμο θα ήταν για τους ανθρώπους αυτούς, αν καλοσκέπτονταν τα λόγια του Λίμπκνεχτ: «Τα ανόητα και σκληρά μέτρα βίας των αστυνομικών πολιτικών, οι διώξεις που προβλέπει ο νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές, ο δρακόντειος νόμος, ο νόμος που στρέφεται ενάντια στα κόμματα που κηρύσσουν την ανατροπή, μπορούν να προκαλούν μέσα μας ένα αίσθημα αποστροφής και οίκτου, τον εχθρό όμως, που μας άπλώνει το χέρι του για εκλογική συμφωνία και χώνεται ανάμεσά μας σαν φίλος και αδελφός, αυτόν τον εχθρό και μόνο αυτόν πρέπει να φοβόμαστε».
Οπως βλέπετε, και ο Λίμπκνεχτ έχει υπόψη του τα μέτρα βίας των αστυνομικών, τους μαυροεκατονταρχίτικους νόμους. Κι όμως λέει θαρρετά στους εργάτες: Οχι αυτόν τον εχθρό, αλλά την εκλογική συμφωνία με τον ψευτοφίλο πρέπει να φοβόμαστε. Γιατί ο Λίμπκνεχτ σκεπτόταν έτσι; Γιατί θεωρούσε πάντα ότι η δύναμη των αγωνιστών είναι πραγματική δύναμη, μόνο όταν είναι δύναμη συνειδητών εργατικών μαζών. Και τη συνείδηση των μαζών δεν τη διαφθείρουν η βία και οι δρακόντειοι νόμοι, τη διαφθείρουν οι ψευτοφίλοι των εργατών, οι φιλελεύθεροι αστοί που αποτραβούν τις μάζες από τον πραγματικό αγώνα με κούφιες φράσεις για αγώνα. Οι μενσεβίκοι μας και ο Πλεχάνοφ δεν καταλαβαίνουν ότι η πάλη ενάντια στους καντέτους είναι πάλη για την απαλλαγή της συνείδησης των εργατικών μαζών από τις απατηλές καντέτικες ιδέες και προλήψεις σχετικά με την ένωση της λαϊκής ελευθερίας με την παλιά εξουσία.
Ο Λίμπκνεχτ υπογράμμιζε τόσο έντονα το μεγάλο αυτό κίνδυνο από τους ψευτοφίλους σε σύγκριση με τους ανοιχτούς εχθρούς, ώστε έλεγε: «Η ψήφιση ενός νέου νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές θα ήταν μικρότερο κακό, απ' ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών».
Μεταφράστε τη φράση αυτή του Λίμπκνεχτ στη γλώσσα της ρωσικής πολιτικής στα τέλη του 1906: «Η μαυροεκατονταρχίτικη Δούμα θα ήταν μικρότερο κακό απ' ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών με τους καντέτους». Τι άγριες κραυγές θα ξεσήκωναν ενάντια στον Λίμπκνεχτ για μια τέτοια φράση οι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς» και των παρόμοιων εφημερίδων, που μεταπήδησαν από το σοσιαλισμό στους φιλελεύθερους! Πόσες φορές ακούσαμε στις εργατικές συγκεντρώσεις και από τις σελίδες των μενσεβίκικων εκδόσεων τέτοιες ακριβώς «επικρίσεις» ενάντια στους μπολσεβίκους και παρόμοιες σκέψεις, σαν τις επικρίσεις που έτυχε να υποστεί και ο Λίμπκνεχτ! Αλλά οι μπολσεβίκοι φοβούνται τις κραυγές αυτές και τις επικρίσεις αυτές τόσο λίγο, όσο λίγο τις φοβόταν και ο Λίμπκνεχτ. Μόνο κακοί σοσιαλδημοκράτες μπορούν να μιλούν περιφρονητικά για τη ζημιά που προξενούν στις εργατικές μάζες οι φιλελεύθεροι προδότες της λαϊκής ελευθερίας, που με τις εκλογικές συμφωνίες θέλουν να πλευρίσουν τις μάζες αυτές.
Με την ευκαιρία, λίγα λόγια για την προδοσία αυτή του φιλελευθερισμού. Οι οπορτουνιστές μας, μαζί και ο Πλεχάνοφ, φωνάζουν: Είναι αδιακρισία να μιλά κανείς ακόμη και τώρα για προδοσία του φιλελευθερισμού. Ο Πλεχάνοφ έγραψε μάλιστα ολόκληρη μπροσούρα, για να διδάξει στους αδιάκριτους σοσιαλιστές - εργάτες ευγενική συμπεριφορά προς τους καντέτους. Ως ποιο βαθμό στερούνται πρωτοτυπίας οι σκέψεις του Πλεχάνοφ, ως ποιο βαθμό έχουν ξεφτίσει λόγω της πολυχρησίας από τους Γερμανούς ακόμη φιλελεύθερους αστούς οι πλεχανοφικές φράσεις, το δείχνει σαφέστερα από καθετί άλλο η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ. Αποδείχνεται ότι ο Πλεχάνοφ «είχε σαν ατού» ενάντια στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες το ίδιο εκείνο παιδικό παραμύθι για το λύκο και το βοσκό, με το οποίο οι Γερμανοί οπορτουνιστές δοκίμαζαν να τρομάξουν τον Λίμπκνεχτ: Εσείς, λέει, θα συνηθίσετε τους πάντες ν' ακούνε τις φωνές σας, «λύκος! λύκος!», έτσι, που σαν έρθει ο λύκος, να μη σας πιστέψει κανείς. Ο Λίμπκνεχτ απάντησε εύστοχα στους πολυάριθμους Γερμανούς ομοϊδεάτες του τωρινού Πλεχάνοφ: «Οπως και να 'χει το πράγμα, οι προσεκτικοί άνθρωποι περιφρουρούν τα συμφέροντα του κόμματος, όχι χειρότερα απ' ό,τι οι είρωνες».
Ας πάρουμε το δεύτερο ζήτημα που σημειώσαμε: Παλεύει άραγε πραγματικά η φιλελεύθερη τάξη, δηλαδή οι καντέτοι, ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο και πώς παλεύει; Ο Πλεχάνοφ δεν ξέρει ούτε να τοποθετήσει το ζήτημα αυτό, ούτε να το λύσει με μια προσεκτική εξέταση της πολιτικής των καντέτων στην επαναστατική Ρωσία. Από τη «γενική έννοια» της αστικής επανάστασης ο Πλεχάνοφ, παραβιάζοντας το άλφα-βήτα του μαρξισμού, βγάζει τη συγκεκριμένη στάση των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών απέναντι στους καντέτους, αντί να βγάζει τη γενική έννοια των αμοιβαίων σχέσεων της αστικής τάξης, του προλεταριάτου και της αγροτιάς στη σύγχρονη Ρωσία από τη μελέτη των πραγματικών ιδιομορφιών της ρωσικής επανάστασης.
Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει να κρίνουμε διαφορετικά. Οταν γινόταν λόγος για την πάλη της φιλελεύθερης αστικής τάξης ενάντια στην αντίδραση, απαντούσε, εξετάζοντας το πώς αυτή πάλευε. Και έδειχνε - στην μπροσούρα που παρουσιάζουμε και σε πολλά άλλα άρθρα - ότι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι (ακριβώς όπως οι δικοί μας οι καντέτοι) «προδίδουν την ελευθερία», ότι προσεγγίζουν τους «γιούνκερ (τσιφλικάδες) και τον κλήρο», ότι δεν μπόρεσαν να σταθούν επαναστάτες σε μια επαναστατική εποχή.
«Από τη στιγμή - λέει ο Λίμπκνεχτ - που το προλεταριάτο αρχίζει να εμφανίζεται ως τάξη, η οποία έχει ξεχωρίσει από την αστική τάξη και είναι εχθρική προς αυτήν εξαιτίας των συμφερόντων της, από τότε η αστική τάξη παύει να είναι δημοκρατική».
Και όμως, οι οπορτουνιστές μας, χλευάζοντας την αλήθεια, αποκαλούν τους καντέτους (ακόμη και στις αποφάσεις των κομματικών σοσιαλδημοκρατικών συνδιασκέψεων) δημοκράτες, παρόλο που οι καντέτοι αρνούνται στο πρόγραμμά τους το δημοκρατισμό, αναγνωρίζουν την Ανω Βουλή κτλ., παρόλο που πρότειναν στην Κρατική Δούμα τους δρακόντειους νόμους κατά των συγκεντρώσεων και καταπολέμησαν το σχηματισμό, χωρίς την άδεια των αρχών, τοπικών επιτροπών γης με βάση την καθολική, άμεση, ίση και μυστική ψηφοφορία.
Ο Λίμπκνεχτ επέκρινε πολύ δικαιολογημένα τη χρησιμοποίηση της λέξης επανάσταση, χωρίς να δίνεται σ' αυτή το αληθινό της περιεχόμενο. Οταν ο ίδιος μιλούσε για επανάσταση, πίστευε πραγματικά σ' αυτήν, εξέταζε πραγματικά όλα τα ζητήματα και όλα τα μέτρα τακτικής όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων της στιγμής, μα και από την άποψη των θεμελιακών συμφερόντων όλης της επανάστασης. Ο Λίμπκνεχτ, όπως και οι Ρώσοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, έτυχε να δοκιμάσει τα δύσκολα περάσματα από την άμεση επαναστατική πάλη στο άθλιο, απαίσιο, αισχρό μαυροεκατονταρχίτικο σύνταγμα. Ο Λίμπκνεχτ ήξερε να προσαρμόζεται στα δύσκολα αυτά περάσματα, ήξερε να δουλεύει για το προλεταριάτο σε κάθε λογής συνθήκες, ακόμη και στις χειρότερες. Μα στις περιπτώσεις αυτές δεν πανηγύριζε, επειδή περνούσε από την πάλη ενάντια στο αισχρό σύνταγμα στη δουλειά μέσα στις συνθήκες του συντάγματος αυτού, δεν ειρωνευόταν εκείνους που έκαναν το παν για να μην επιτρέψουν να δει το φως ένα τέτοιο «σύνταγμα». Ο Λίμπκνεχτ δε θεωρούσε «σύνεση» το να δώσει το γρηγορότερο μια κλοτσιά στην επανάσταση που πέφτει (έστω και αν πέφτει προσωρινά), για να προσαρμοστεί το συντομότερο σ' ένα κουτσοσύνταγμα. Οχι, ο παλαίμαχος της επανάστασης θεωρούσε «σύνεση» ενός αρχηγού του προλεταριάτου το να περάσει τελευταίος απ' όλους τους μικρόψυχους και δειλούς αστούς στην πολιτική της «προσαρμογής» σε εκείνο που γεννιέται από τις προσωρινές ήττες της επανάστασης. «Η πρακτική πολιτική - λέει ο Λίμπκνεχτ - μας υποχρέωνε να προσαρμοζόμαστε στους θεσμούς της κοινωνίας στην οποία ζούμε: Μα κάθε νέο βήμα στο δρόμο της προσαρμογής στο σημερινό κοινωνικό καθεστώς το κάναμε με κόπο και γινόταν μόνο με μεγάλη σύνεση. Αυτό προκαλούσε αρκετές ειρωνείες από διάφορες πλευρές. Εκείνος όμως που φοβάται να βαδίσει σ' αυτήν την κατωφέρεια, είναι πάντως πιο σίγουρος σύντροφος από εκείνον που ειρωνεύεται τη σύνεσή μας».
Μην ξεχνάτε τα χρυσά αυτά λόγια, σύντροφοι εργάτες, που μποϊκοτάρατε τη Δούμα του Βίτε. Να θυμάστε πιο συχνά τα λόγια αυτά, όταν οι αξιοθρήνητοι σχολαστικοί θα ειρωνεύονται μπροστά σας την αποχή από τη Δούμα, ξεχνώντας ότι κάτω από τη σημαία της αποχής από τη Δούμα του Μπουλίγκιν άναψε το πρώτο (και μέχρι τώρα το μοναδικό, αλλά είμαστε βέβαιοι όχι και το τελευταίο) λαϊκό κίνημα ενάντια σε παρόμοιους θεσμούς. Ας υπερηφανεύονται οι προδότες καντέτοι ότι αυτοί νωρίτερα απ' όλους συγκατατέθηκαν να συρθούν με την κοιλιά και να προσκυνήσουν τους νόμους της αντεπανάστασης. Το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι υπερήφανο που περισσότερο απ' όλους υπεράσπιζε τις θέσεις του, κρατώντας ψηλά τη σημαία και βάδιζε σε ανοιχτή μάχη, θα είναι υπερήφανο που έπεφτε μονάχα κάτω από τα βαριά χτυπήματα στη μάχη, που περισσότερο απ' όλους προσπαθούσε και καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί ακόμη μια φορά, να ριχτεί μαζικά και να πνίξει τον εχθρό!
* * *
Τέλος, ας περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο από τα ζητήματα που σημειώσαμε. Δε ζημιώνουν άραγε οι εκλογικές συμφωνίες αυτό που μας είναι ιδιαίτερα πολύτιμο: Την «καθαρότητα των αρχών» του σοσιαλδημοκρατισμού; Αλίμονο! Στο ερώτημα αυτό η ρωσική πολιτική πραγματικότητα έδωσε ήδη την απάντησή της, απάντηση με γεγονότα, που κάνουν τους συνειδητούς εργάτες να κοκκινίζουν από ντροπή.
Οι μενσεβίκοι διαβεβαίωναν στις αποφάσεις τους, ορκίζονταν σε θεούς και δαίμονες στις συνελεύσεις, ότι κάνουν συμφωνίες μόνο σε τεχνικά ζητήματα, ότι συνεχίζουν την ιδεολογική πάλη ενάντια στους καντέτους, ότι με κανέναν τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα υποχωρήσουν ούτε και στο ελάχιστο από τη σοσιαλδημοκρατική θέση τους, από τα καθαρά προλεταριακά συνθήματά τους.
Και τι έγινε; Δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Πλεχάνοφ εκείνος που πήγε στον προθάλαμο των καντέτικων εφημερίδων, για να προσφέρει στο λαό το «μέσο» σύνθημα, ούτε καντέτικο, ούτε σοσιαλδημοκρατικό, που όλους ευχαριστεί και κανέναν δεν αδικεί: «Κυρίαρχη Δούμα». Δεν έχει σημασία ότι το σύνθημα αυτό εξαπατά ανοιχτά το λαό, του ρίχνει στάχτη στα μάτια, φτάνει μόνο να επιτευχθεί συμφωνία με τους φιλελεύθερους τσιφλικάδες! Οι καντέτοι όμως έδιωξαν περιφρονητικά τον Πλεχάνοφ, οι σοσιαλδημοκράτες του γύρισαν τις πλάτες, άλλοι σαστισμένοι και άλλοι με αγανάκτηση. Εμεινε τώρα μόνος και χύνει το δηλητήριό του, βρίζοντας τους μπολσεβίκους για «μπλανκισμό», τους δημοσιολόγους της «Τοβάριστς» για «έλλειψη σεμνότητας», τους μενσεβίκους για έλλειψη διπλωματικότητας, βρίζοντας τους πάντες εκτός από τον εαυτό του! Τον καημένο τον Πλεχάνοφ, πόσο σκληρά δικαιώθηκαν στο πρόσωπό του τα καθαρά και ξάστερα, τα περήφανα και κοφτά λόγια του Λίμπκνεχτ για τη ζημιά που προξενούν στα ζητήματα αρχών οι συμφωνίες!
Κι ο «σύντροφος» Βασίλιεφ (που αγνάντευε κι αυτός την επανάσταση από την ελβετική κουζίνα) πρότεινε στην «Τοβάριστς» (17 του Δεκέμβρη), επικαλούμενος απευθείας τον Πλεχάνοφ, να διαλυθεί απλούστατα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και προσωρινά - μόνο προσωρινά! - να συγχωνευθεί με τους φιλελεύθερους. Ναι, δεν τόνιζε άδικα ο Λίμπκνεχτ ότι και στο δικό τους κόμμα είναι ζήτημα αν ήθελε κανείς την παρέκκλιση «από τις κομματικές αρχές». Το ζήτημα δεν είναι τι θέλει κανείς, αλλά πού οδηγεί το κόμμα η δύναμη των πραγμάτων από μια λαθεμένη ενέργεια. Κι ο Πλεχάνοφ είχε τις πιο καλές προθέσεις: Μονιασμένοι και αγαπημένοι με τους καντέτους ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο, μα βγήκε μόνο αίσχος και ντροπή για τη σοσιαλδημοκρατία.
Σύντροφοι εργάτες, διαβάζετε πιο προσεκτικά την μπροσούρα του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και ελέγχετε αυστηρότερα εκείνους που σας συνιστούν τις καταστροφικές για το προλεταριάτο και για την υπόθεση της ελευθερίας συμφωνίες με τους καντέτους!
Δεκέμβρης του 1906
Ν. Λένιν
Δημοσιεύτηκε το 1907 στην μπροσούρα που εκδόθηκε στην Πετρούπολη από το εκδοτικό «Νόβαγια ντούμα»
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της μπροσούρας

«ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
Η αντιπαραβολή των εκλογών για τη Συντακτική Συνέλευση του Νοέμβρη 1917 και της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία από τον Οχτώβρη του 1917 ως το Δεκέμβρη του 1919 μας δίνει τη δυνατότητα να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την προλεταριακή επανάσταση κάθε καπιταλιστικής χώρας. Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε σύντομα ή, τουλάχιστο, να σημειώσουμε τα κυριότερα από τα συμπεράσματα αυτά.
1. Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείκτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους. Δείχνει πώς σκέπτονται οι διάφορες τάξεις να λύσουν τα προβλήματά τους. Η ίδια η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν κατορθώνεται με τις ψηφοφορίες, αλλά με όλες τις μορφές της ταξικής πάλης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο.
2. Οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες της II Διεθνούς ακολουθούν την άποψη της χυδαίας μικροαστικής δημοκρατίας, συμμεριζόμενοι την πρόληψή της ότι τάχα η ψηφοφορία μπορεί να λύσει τα θεμελιακά ζητήματα της πάλης των τάξεων.
3. Η συμμετοχή στον αστικό κοινοβουλευτισμό είναι απαραίτητη στο κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τη διαφώτιση των μαζών, που κατορθώνεται με τις εκλογές και την πάλη των κομμάτων στη Βουλή. Να περιορίζει όμως κανείς την πάλη των τάξεων στην πάλη μέσα στη Βουλή ή να θεωρεί την πάλη μέσα στη Βουλή σαν την ανώτατη, την αποφασιστική, στην οποία υποτάσσονται οι άλλες μορφές πάλης, σημαίνει να περνά στην πραγματικότητα με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο.
4. Ενα τέτοιο πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης κάνουν στην πραγματικότητα οι εκπρόσωποι και οι οπαδοί της II Διεθνούς και όλοι οι ηγέτες της λεγόμενης «ανεξάρτητης» γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όταν, αναγνωρίζοντας στα λόγια τη δικτατορία του προλεταριάτου, υποβάλλουν στην πράξη με την προπαγάνδα τους στο προλεταριάτο την ιδέα ότι πρέπει πρώτα να κερδίσει την επίσημη έκφραση της θέλησης της πλειοψηφίας του πληθυσμού στις συνθήκες του καπιταλισμού (δηλ. την πλειοψηφία των ψήφων στην αστική Βουλή) για να γίνει μετά το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας στο προλεταριάτο.
Ολες οι κραυγές των Γερμανών «ανεξάρτητων» σοσιαλδημοκρατών και των άλλων ηγετών του σάπιου σοσιαλισμού ενάντια στη «δικτατορία της μειοψηφίας» και τα παρόμοια, κραυγές που έχουν αυτήν την αφετηρία, δείχνουν απλώς την ανικανότητα αυτών των ηγετών να καταλάβουν τη δικτατορία της αστικής τάξης, που στην πραγματικότητα κυριαρχεί ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, και την ανικανότητα να καταλάβουν τους όρους της συντριβής της με την ταξική πάλη του προλεταριάτου.
5. Η ανικανότητα αυτή βρίσκεται κυρίως στα παρακάτω: ξεχνούν πως τα αστικά κόμματα κυριαρχούν σε τεράστιο βαθμό χάρη στο ότι εξαπατούν τις μάζες του πληθυσμού, χάρη στην καταπίεση του κεφαλαίου. Σ' αυτό προστίθεται ακόμη η αυταπάτη σχετικά με την ουσία του καπιταλισμού, αυταπάτη που είναι χαρακτηριστική κυρίως για τα μικροαστικά κόμματα, που συνήθως θέλουν να αντικαταστήσουν την ταξική πάλη με λίγο ή πολύ καλυμμένες μορφές συμφιλίωσης των τάξεων.
«Ας εκδηλωθεί πρώτα η πλειοψηφία του πληθυσμού σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλ. σε συνθήκες διατήρησης της εξουσίας και καταπίεσης του κεφαλαίου, υπέρ του κόμματος του προλεταριάτου - μόνο τότε το κόμμα αυτό μπορεί και πρέπει να πάρει την εξουσία» - έτσι λένε οι μικροαστοί δημοκράτες, οι πραγματικοί υπηρέτες της αστικής τάξης, που αυτοκαλούνται «σοσιαλιστές».
«Ας ανατρέψει πρώτα το επαναστατικό προλεταριάτο την αστική τάξη, ας τσακίσει το ζυγό του κεφαλαίου, ας συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό - τότε το προλεταριάτο που κέρδισε τη νίκη θα μπορέσει να κατακτήσει γρήγορα τη συμπάθεια και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων μη προλεταριακών μαζών, ικανοποιώντας τα αιτήματά τους σε βάρος των εκμεταλλευτών» - λέμε εμείς. Το αντίθετο θα είναι στην ιστορία μια σπάνια εξαίρεση (αλλά και σε μια τέτοια εξαίρεση η αστική τάξη μπορεί να καταφύγει στον εμφύλιο πόλεμο, όπως έδειξε το παράδειγμα της Φινλανδίας).
6. Είτε με άλλα λόγια: «Πρώτα θα αναλάβουμε την υποχρέωση να αναγνωρίσουμε την αρχή της ισότητας ή της συνεπούς δημοκρατίας σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας και του ζυγού του κεφαλαίου (δηλ. της ουσιαστικής ανισότητας σε συνθήκες τυπικής ισότητας) και πάνω σ' αυτή τη βάση θα επιδιώκουμε την απόφαση της πλειοψηφίας» - έτσι λέει η αστική τάξη και τα φερέφωνά της, οι μικροαστοί δημοκράτες, που αυτοκαλούνται σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες.
«Πρώτα η ταξική πάλη του προλεταριάτου γκρεμίζει, κατακτώντας την κρατική εξουσία, τα βάθρα και τις βάσεις της ουσιαστικής ανισότητας, κι έπειτα το προλεταριάτο που νίκησε τους εκμεταλλευτές παίρνει με το μέρος του όλες τις εργαζόμενες μάζες και τις οδηγεί προς την εξάλειψη των τάξεων, δηλ. προς τη μοναδικά - σοσιαλιστική ισότητα που δεν είναι απάτη» - λέμε εμείς.
7. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, παράλληλα με το προλεταριάτο ή με το τμήμα εκείνο του προλεταριάτου που κατανόησε τα επαναστατικά του καθήκοντα και είναι ικανό να παλέψει για την πραγματοποίησή τους, υπάρχουν πολυάριθμα μη συνειδητά προλεταριακά, μισοπρολεταριακά, μισομικροαστικά στρώματα των εργαζόμενων μαζών, που ακολουθούν την αστική τάξη και την αστική δημοκρατία (καθώς και τους σοσιαλιστές της II Διεθνούς), εξαπατημένα απ' αυτή, μην πιστεύοντας στις δυνάμεις τους ή στις δυνάμεις του προλεταριάτου, μην κατανοώντας τη δυνατότητα ικανοποίησης των ζωτικών αναγκών τους σε βάρος της απαλλοτρίωσης των εκμεταλλευτών.
Τα στρώματα αυτά των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων προμηθεύουν στην πρωτοπορία του προλεταριάτου συμμάχους, που μαζί μ' αυτά το προλεταριάτο αποκτά τη σταθερή πλειοψηφία του πληθυσμού. Το προλεταριάτο όμως μπορεί να κατακτήσει αυτούς τους συμμάχους μόνο με τη βοήθεια ενός οργάνου, όπως είναι η κρατική εξουσία, δηλ. μόνο ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης και τη συντριβή του κρατικού μηχανισμού της.
8. Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί οικονομικά στα κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας των εργαζομένων στον καπιταλισμό.
Γι' αυτό το προλεταριάτο, ακόμη και όταν αποτελεί τη μειοψηφία του πληθυσμού (ή όταν η συνειδητή και η πραγματικά επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου αποτελεί τη μειοψηφία του πληθυσμού), είναι ικανό και να ανατρέψει την αστική τάξη και να τραβήξει ύστερα με το μέρος του πολλούς συμμάχους μέσα από τις μάζες εκείνες των μισοπρολεταρίων και των μικροαστών που ποτέ δεν θα ταχθούν προκαταβολικά υπέρ της κυριαρχίας του προλεταριάτου, δεν θα κατανοήσουν τους όρους και τα καθήκοντα αυτής της κυριαρχίας και μόνο από την παραπέρα πείρα τους θα πειστούν για το αναπόφευκτο, την ορθότητα, το νομοτελειακό χαρακτήρα της προλεταριακής δικτατορίας.
9. Τέλος, σε κάθε καπιταλιστική χώρα υπάρχουν πάντα πολύ πλατιά στρώματα μικροαστών, που αναπόφευκτα ταλαντεύονται ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Το προλεταριάτο για να νικήσει πρέπει, πρώτο, να διαλέξει σωστά τη στιγμή της αποφασιστικής επίθεσης ενάντια στην αστική τάξη, παίρνοντας υπόψη, ανάμεσα στ' άλλα, τη διάσπαση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και στους μικροαστούς συμμάχους της ή την αστάθεια της συμμαχίας τους κ.τ.λ. Το προλεταριάτο, δεύτερο, πρέπει ύστερα από τη νίκη του να εκμεταλλευτεί αυτές τις ταλαντεύσεις της μικροαστικής τάξης έτσι που να την ουδετεροποιήσει, να την εμποδίσει να πάει με το μέρος των εκμεταλλευτών, να ξέρει να κρατηθεί ορισμένο διάστημα παρά τις ταλαντεύσεις της και τα λοιπά και τα παρόμοια.
10. Ενας από τους απαραίτητους όρους προετοιμασίας του προλεταριάτου για τη νίκη του είναι η μακρόχρονη και επίμονη, αμείλικτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, στο ρεφορμισμό, στο σοσιαλσοβινισμό και στις παρόμοιες αστικές επιδράσεις και ρεύματα που είναι αναπόφευκτα, εφόσον το προλεταριάτο δρα μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον. Δίχως αυτή την πάλη, δίχως την προκαταρκτική πλήρη νίκη κατά του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για δικτατορία του προλεταριάτου. Ο μπολσεβικισμός δεν θα νικούσε την αστική τάξη στα 1917 - 1919, αν δεν είχε μάθει προηγούμενα στα 1903 - 1917 να νικά και να διώχνει αμείλικτα από το κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας τους μενσεβίκους, δηλ. τους οπορτουνιστές, τους ρεφορμιστές, τους σοσιαλσοβινιστές.
Και αποτελεί τώρα πολύ επικίνδυνη αυταπάτη - και κάποτε καθαρή εξαπάτηση των εργατών - η αναγνώριση στα λόγια της δικτατορίας του προλεταριάτου από τους ηγέτες των Γερμανών «ανεξάρτητων» ή των Γάλλων λονγκετιστών κτλ., που στην πραγματικότητα συνεχίζουν την παλιά, τη συνηθισμένη πολιτική των παραχωρήσεων και των μικροπαραχωρήσεων στον οπορτουνισμό, του συμβιβασμού μ' αυτόν, της δουλοπρέπειας απέναντι στις προκαταλήψεις της αστικής δημοκρατίας (της «συνεπούς δημοκρατίας» ή της «καθαρής δημοκρατίας» όπως λένε), του αστικού κοινοβουλευτισμού και τα λοιπά.
16. XII. 1919.
Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 1919 στο περιοδικό «Κομμουνιστίτσεσκι Ιντερνατσιονάλ», τεύχ. 7 - 8
Υπογραφή: Ν. Λένιν
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το χειρόγραφο, που παραβλήθηκε με το κείμενο του περιοδικού.




ΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ
1. Η νέα εποχή και ο νέος κοινοβουλευτισμός
Στην αρχή (στην εποχή της Πρώτης Διεθνούς), η στάση των σοσιαλιστικών κομμάτων σχετικά με τον κοινοβουλευτισμό συνίστατο στο να χρησιμοποιούν τα αστικά κοινοβούλια για την προπαγάνδα. Τη συμμετοχή στο κοινοβουλευτικό έργο την έβλεπαν από την άποψη της ανάπτυξης της συνείδησης της τάξης, δηλαδή του ξυπνήματος της εχθρότητας των προλεταριακών τάξεων εναντίον των τάξεων που κατέχουν την εξουσία. Ο τρόπος αυτός της αντιμετώπισης των τάξεων υπάρχει όχι υπό την επίδραση μιας θεωρίας, αλλά υπό την επίδραση της πολιτικής προόδου. Χάρη στην αδιάκοπη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και στην επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός στερεώθηκε παρά πολύ, το ίδιο έγινε και για τα κοινοβουλευτικά κράτη.
Απ' αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών Κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξάνουσα σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου «μίνιμουμ» προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που απέβλεπε σ' έναν απομακρυσμένο «τελικό σκοπό». Πάνω σ' αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Η Τρίτη Διεθνής εξετάζει τον κοινοβουλευτισμό όχι από την άποψη μιας νέας θεωρίας, αλλά σχετικά με τη μεταβολή που πρέπει να γίνει στο ρόλο του κοινοβουλευτισμού. Στην προηγούμενη εποχή, το κοινοβούλιο, ως πράκτορας του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού, έπαιξε, οπωσδήποτε, σπουδαίο ιστορικό ρόλο, σημείωσε μια πρόοδο. Αλλά στους σημερινούς όρους του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού, το Κοινοβούλιο έγινε όργανο ψευτιάς, κατεργαριάς, βίας και εκνευριστικής φλυαρίας. Αν έχουμε υπόψη μας τους εξοπλισμούς, τις κλεψιές, τις βίες, τις καταστροφές, τις ληστείες που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός, οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις του σημερινού συστήματος δεν έχουν καμιά σταθερότητα και λογική βάση κι έχουν χάσει κάθε πρακτική σημασία.
Οπως ολόκληρη η αστική κοινωνία, έτσι κι ο κοινοβουλευτισμός έχασε όλη του τη σταθερότητα. Η ξαφνική μετάβαση από την οργανική στην κριτική περίοδο δημιουργεί καινούρια βάση για την τακτική του προλεταριάτου όσον αφορά τον κοινοβουλευτισμό. Ετσι, το ρωσικό εργατικό Κόμμα (οι μπολσεβίκοι) είχε ήδη από πριν καθορίσει τις βάσεις του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού, γιατί από το 1905, η Ρωσία είχε χάσει την πολιτική και την κοινωνική της ισορροπία και είχε μπει σε μια περίοδο καταιγίδων και ανατροπών.
Οταν μερικοί σοσιαλιστές, αρνούμενοι τον κομμουνισμό, επιμένουν ότι για τις χώρες τους δεν έφτασε ακόμη η στιγμή της κοινωνικής επανάστασης και δε θέλουν, προς το παρόν, να χωριστούν από τους οπορτουνιστές κοινοβουλευτικούς, ξεκινάνε από μια συνειδητή ή ασυνείδητη εκτίμηση της σημερινής εποχής, που τη θεωρούν ως περίοδο σχετικής στερεότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας και γι' αυτό το λόγο υποθέτουν ότι ο συνασπισμός με τον Τουράτι και με τον Λονγκέ θα μπορούσε να 'χει κάποια πρακτικά αποτελέσματα στον αγώνα τους για τις μεταρρυθμίσεις.
Μόλις φανεί, ο κομμουνισμός πρέπει ν' αρχίσει να εξηγεί θεωρητικώς το χαρακτήρα της εποχής του (ζενίθ του καπιταλισμού, τάσεις του ιμπεριαλισμού ν' αρνείται τον εαυτό του και να καταστρέφεται μόνος του, ακράτητη αύξηση της έντασης του εμφύλιου πολέμου κλπ.). Οι πολιτικές μορφές, σχηματισμοί και καταστάσεις μπορεί να διαφέρουν στις διάφορες χώρες, αλλά, στο βάθος, η κατάσταση των πραγμάτων είναι παντού η ίδια. Εμείς πρέπει να προετοιμάσουμε αμέσως τους πολιτικούς και τεχνικούς όρους της επανάστασης που θα κάνει το προλεταριάτο για να καταστρέψει την αστική εξουσία και για να δημιουργήσει την προλεταριακή εξουσία.
Σήμερα, για τους κομμουνιστές, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι θέατρο ενός αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις, για την καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης, όπως έγινε μερικές φορές στην προηγούμενη εποχή. Το κέντρο του βάρους της σημερινής πολιτικής ζωής έχει ξεπεράσει οριστικά τα κοινοβουλευτικά όρια. Εξάλλου, η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη, όχι μόνο από τις σχέσεις που έχει με την εργαζόμενη τάξη, αλλά και με τα ίδια τα στοιχεία της, να περνάει όλες τις επιχειρήσεις κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το Κοινοβούλιο, όπου διάφορες συμμορίες τσακώνονται για την εξουσία, ξεσκεπάζοντας έτσι τη δύναμή τους, προδίδοντας τις αδυναμίες τους, σκοντάφτοντας κλπ.
Επομένως, το άμεσο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι ν' αρπάξει τους οργανισμούς αυτούς απ' τα χέρια των τάξεων που διοικούνε, να τους τσακίσει, να τους καταστρέψει και στη θέση τους να δημιουργήσει όργανα της προλεταριακής εξουσίας. Το επαναστατικό επιτελείο της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται επίσης να έχει τους φωστήρες του μέσα στα αστικά κοινοβουλευτικά σώματα, για να ευκολύνει το καταστρεπτικό του έργο.
Ετσι θα δουν όλοι την ουσιώδη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της τακτικής των κομμουνιστών, που μπαίνουν στο Κοινοβούλιο με σκοπό επαναστατικό και της τακτικής του κοινοβουλευτικού σοσιαλιστή. Ο κοινοβουλευτικός σοσιαλιστής αναγνωρίζει τη σχετική σταθερότητα του σημερινού συστήματος. Εργάζεται για να πετύχει με κάθε θυσία μεταρρυθμίσεις, ενδιαφέρεται οι κατακτήσεις των μαζών να περαστούν στο λογαριασμό του σοσιαλιστικού κοινοβουλευτισμού και να θεωρηθούν ως υπηρεσίες που αυτός προσέφερε (Τουράτι, Λονγκέ και Σία). Ο παλιός κοινοβουλευτισμός αντικαταστάθηκε από τον καινούριο, που είναι όργανο προορισμένο να καταστρέψει γενικώς τον κοινοβουλευτισμό. Τα αντιφατικά στοιχεία της παλιάς κοινοβουλευτικής τακτικής σπρώχνουν μερικά επαναστατικά στοιχεία στο στρατόπεδο εκείνων που είναι αντίπαλοι του κοινοβουλευτισμού (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου, επαναστάτες συνδικαλιστές, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Γερμανίας).
Οι θέσεις, που δέχτηκε για το ζήτημα αυτό το Β' Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι οι ακόλουθες:
2. Ο κομμουνισμός, ο αγώνας για τη δικτατορία του προλεταριάτου και η χρησιμοποίηση του αστικού κοινοβουλίου
1. Ο κοινοβουλευτισμός, ως κυβερνητικό σύστημα, είναι δημοκρατική μορφή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Σε μια ορισμένη στιγμή της ανάπτυξής του έχει ανάγκη από μια ψευτολαϊκή αντιπροσωπεία, που, μολονότι παρουσιάζεται σαν οργάνωση της κοινωνικής θέλησης ανεξαρτήτως τάξεων, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μηχανή καταναγκασμού και καταπίεσης στα χέρια του κυρίαρχου κεφαλαίου.
2. Ο κοινοβουλευτισμός είναι ορισμένη μορφή του κυβερνητικού συστήματος. Γι' αυτό ποτέ δεν ταιριάζει στην κομμουνιστική κοινωνία, που δεν ξέρει ούτε τάξεις ούτε πάλη τάξεων ούτε κανένα είδος κυβερνητικής εξουσίας.
3. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να 'ναι ούτε η μορφή της κυβέρνησης του προλεταριακού κράτους στη μεταβατική περίοδο που πάει από τη δικτατορία της αστικής τάξης στη δικτατορία του προλεταριάτου. Στο πιο οξύ σημείο της πάλης των τάξεων, όταν η πάλη αυτή μεταβάλλεται σε εμφύλιο πόλεμο, το προλεταριάτο πρέπει κατ' ανάγκη να δημιουργήσει την κυβερνητική του οργάνωση ως οργάνωση «μάχης», στην οποία δε θ' αφήσει να χωθεί κανένας αντιπρόσωπος των παλιών κυρίαρχων τάξεων, κάθε δήθεν λαϊκή θέληση, κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, είναι βλαβερή για το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν έχει ανάγκη από τον κοινοβουλευτικό χωρισμό των εξουσιών, που μπορεί να είναι ολέθριος. Η σοβιετική δημοκρατία είναι η μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
4. Τα αστικά κοινοβούλια, που αποτελούν ένα από τα κυριότερα ελατήρια της κυβερνητικής μηχανής της αστικής τάξης, δεν μπορούν να κατακτηθούν, όπως γενικά το αστικό κράτος δεν μπορεί να κατακτηθεί από το προλεταριάτο. Το καθήκον του προλεταριάτου είναι να σπάσει και να καταστρέψει την αστική κυβερνητική μηχανή, στην οποία περιλαμβάνονται και τα κοινοβουλευτικά σώματα, είτε είναι δημοκρατικά είτε συνταγματικά μοναρχικά.
5. Το ίδιο θα γίνει και για τους δημοτικούς και κοινοτικούς οργανισμούς που δεν είναι σωστό να τους θεωρούμε αντίθετους θεωρητικώς προς τα κυβερνητικά όργανα. Πράγματι, ο μηχανισμός τους είναι απαράλλακτος με τον κυβερνητικό μηχανισμό της αστικής τάξης και οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να καταστραφούν από το προλεταριάτο και ν' αντικατασταθούν από τα τοπικά Σοβιέτ αντιπροσώπων εργατών.
6. Ο κομμουνισμός, λοιπόν, αρνείται κάθε μέλλον στον κοινοβουλευτισμό, δεν τον δέχεται ως μορφή της δικτατορίας της τάξης του προλεταριάτου, δεν παραδέχεται πως είναι δυνατό να κατακτηθούν τα Κοινοβούλια, έχει ως σκοπό την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού. Γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα χρησιμοποίησης των αστικών κυβερνητικών οργανισμών παρά μόνο με το σκοπό της καταστροφής τους. Μ' αυτή, και μόνο μ' αυτή την έννοια μπορεί να τεθεί το ζήτημα.
7. Κάθε αγώνας τάξεων είναι αγώνας πολιτικός, γιατί στο τέλος είναι αγώνας για την εξουσία. Κάθε απεργία που απλώνεται σε μια ολόκληρη χώρα, γίνεται απειλή για την αστική κυβέρνηση, και γι' αυτό ακριβώς αποκτάει πολιτικό χαρακτήρα. Η προσπάθεια για την ανατροπή της αστικής τάξης και το τσάκισμα του κράτους με κάθε μέσο είναι υποστήριξη πολιτικού αγώνα. Η δημιουργία ενός κυβερνητικού μηχανισμού καταναγκασμού «τάξης» εναντίον της ανυπότακτης αστικής τάξης, οποιοσδήποτε και αν είναι ο μηχανισμός αυτός, είναι κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
8. Ο πολιτικός, λοιπόν, αγώνας δε συνοψίζεται καθόλου στο ζήτημα της στάσης μας έναντι του κοινοβουλευτισμού. Περιλαμβάνει ολόκληρο τον αγώνα της τάξης του προλεταριάτου, εφόσον ο αγώνας αυτός παύει να είναι τοπικός και μερικός, και τείνει στην ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος.
9. Η βασική μέθοδος της πάλης του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης, δηλαδή εναντίον της κυβερνητικής της εξουσίας, είναι πρώτα πρώτα η μέθοδος της δράσης κατά μάζες. Η δράση αυτή οργανώνεται και διευθύνεται από τις οργανώσεις των μαζών του προλεταριάτου (Σωματεία, Κόμματα, Σοβιέτ) υπό τη γενική οδηγία του στέρεα ενωμένου, πειθαρχικού και συγκεντρωτικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι πόλεμος. Στον πόλεμο αυτό, το προλεταριάτο πρέπει να 'χει ένα σώμα πολιτικών αξιωματικών, ένα καλό πολιτικό επιτελείο, που διευθύνει όλες τις επιχειρήσεις σ' όλους τους κλάδους της δράσης.
10. Ο αγώνας των μαζών αντιπροσωπεύει ολόκληρο σύστημα ενεργειών, που αναπτύσσονται, ζωογονούνται από την ίδια τη μορφή τους και οδηγούν λογικά στην επανάσταση κατά του καπιταλιστικού κράτους. Στον αγώνα αυτό των μαζών, που μοιραίως μεταβάλλεται σε εμφύλιο πόλεμο, το Κόμμα που διευθύνει το προλεταριάτο πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να ενισχύει πίσω του όλες τις νόμιμες θέσεις, να τις κάνει στέρεα στηρίγματα της επαναστατικής του δράσης και να τις υποτάσσει στο κύριο σχέδιο της εκστρατείας, δηλαδή στον αγώνα των μαζών.
11. Ενα τέτοιο στέρεο στήριγμα είναι το βήμα του αστικού Κοινοβουλίου. Δεν πρέπει να προβάλλουμε εναντίον της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική δράση την αστική ιδιότητα του κυβερνητικού οργανισμού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα μπαίνει μέσα στη Βουλή, όχι να κάνει δράση οργανωτική, αλλά να υποσκάψει από μέσα την κυβερνητική μηχανή και την ίδια τη Βουλή. (Παραδείγματα: η δράση του Λίμπκνεχτ στη Γερμανία, των μπολσεβίκων στην τσαρική Δούμα, στη «Δημοκρατική Συνέλευση», στο «προκοινοβούλιο του Κερένσκι» και, τέλος, στη «Συντακτική Εθνοσυνέλευση» καθώς και στους δήμους).
12. Η κοινοβουλευτική αυτή δράση, που κυρίως συνίσταται στη χρησιμοποίηση του κοινοβουλευτικού βήματος για το σκοπό της επαναστατικής προπαγάνδας για την καταγγελία των στρατηγημάτων του αντιπάλου, για την πολιτική συγκέντρωση των μαζών κλπ., πρέπει να υποτάσσεται τελείως στους σκοπούς και στα έργα του ομαδικού αγώνα που γίνεται έξω από το Κοινοβούλιο.
13. Αν οι κομμουνιστές πάρουν την πλειοψηφία στους κοινοτικούς οργανισμούς, πρέπει: α) να αντιπολιτεύονται την κεντρική αστική εξουσία, β) να κάνουν ό,τι μπορούν για να εξυπηρετούν το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού (οικονομικά μέτρα, εισαγωγή ή προσπάθεια εισαγωγής οπλισμένης εργατικής εθνοφρουράς κλπ.), γ) να δείχνουν σε κάθε ευκαιρία τα εμπόδια που βάζει το αστικό κράτος για τις ριζικές μεταρρυθμίσεις, δ) πάνω σ' αυτή τη βάση να αναπτύξουν επαναστατική προπαγάνδα όσο το δυνατό έντονη, χωρίς να φοβηθούν τη σύγκρουση με την κυβερνητική εξουσία, ε) ν' αντικαταστήσουν, σ' ορισμένες περιπτώσεις, τα κοινοτικά όργανα με τοπικά εργατικά Σοβιέτ. Ολη, λοιπόν, η δράση των κομμουνιστών πρέπει ν' αποτελεί μέρος του γενικού έργου της καταστροφής του καπιταλιστικού συστήματος.
14. Και η προεκλογική δράση πρέπει να γίνεται όχι με το πνεύμα της επιτυχίας όσο το δυνατό περισσότερων βουλευτικών θέσεων, αλλά με το πνεύμα της κινητοποίησης των μαζών με τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης. Η προεκλογική δράση δεν πρέπει να γίνεται μόνο από τους κορυφαίους του Κόμματος, αλλά από το σύνολο των μελών του Κόμματος. Κάθε κίνημα των μαζών πρέπει να χρησιμοποιείται (απεργίες, διαδηλώσεις, ταραχές μέσα στους στρατιώτες και τους ναύτες κλπ.). Ολες οι προλεταριακές οργανώσεις πρέπει να σπρώχνονται σε μια ζωηρή δράση.
15. Υπό τέτοιους όρους, η κοινοβουλευτική δράση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη σιχαμένη κοινοβουλευτική δράση που κάνουν τα σοσιαλιστικά κόμματα όλων των χωρών, των οποίων οι βουλευτές μπαίνουν στη Βουλή για να υποστηρίζουν ένα «δημοκρατικό» Σύνταγμα, ή το πολύ πολύ για να το «κατακτήσουν». Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να δεχτεί παρά μόνο την επαναστατική χρησιμοποίηση του κοινοβουλευτισμού, όπως μας την έδειξαν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και οι μπολσεβίκοι.
16. Ο καταρχήν, λοιπόν, αντικοινοβουλευτισμός, δηλαδή η απόλυτη και κατηγορηματική άρνηση της συμμετοχής στις εκλογές και στην επαναστατική κοινοβουλευτική δράση, είναι παιδιακίστικη και απλοϊκή αντίληψη, που δεν μπορεί να αντισταθεί στην κριτική. Προέρχεται από μια βαθιά αποστροφή για τους κοινοβουλευτικούς πολιτευόμενους, αποστροφή που δημιουργείται γιατί υποθέτουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικός κοινοβουλευτισμός. Εκτός τούτου, η γνώμη αυτή βασίζεται πάνω σε μια εντελώς εσφαλμένη αντίληψη για το ρόλο του Κόμματος, που στην περίπτωση αυτή δε θεωρείται ως η συγκεντρωτική εργατική πρωτοπορία στον αγώνα, αλλά ως μια αποκεντρωτική οργάνωση αποτελούμενη από επαναστατικά τμήματα που δε συνδέονται καλά μεταξύ τους.
17. Εξάλλου, η ανάγκη της πραγματικής συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές συνελεύσεις δεν προέρχεται καθόλου από την καταρχήν αναγνώριση της επαναστατικής δράσης στο Κοινοβούλιο. Στο ζήτημα αυτό, όλα εξαρτώνται από ένα σωρό ειδικούς όρους. Σε μια ορισμένη στιγμή μπορεί να είναι ανάγκη να φύγουν οι κομμουνιστές από τη Βουλή. Αυτό κάνανε οι μπολσεβίκοι όταν άφησαν το προκοινοβούλιο του Κερένσκι, για να το καταστρέψουν, για να του αφαιρέσουν κάθε δύναμη και να του αντιτάξουν πιο ζωηρά το Σοβιέτ της Πετρούπολης μια μέρα πριν τεθούν επικεφαλής της επανάστασης, το ίδιο κάνανε στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση την ημέρα της διάλυσής της, φεύγοντας απ' αυτή και πηγαίνοντας στο Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ. Σ' άλλες περιπτώσεις, μπορεί να 'ναι ανάγκη να μποϊκοταριστούν οι εκλογές ή να γίνει αμέσως επίθεση εναντίον της αστικής κοινοβουλευτικής κλίκας ή να λάβουμε μέρος στις εκλογές, αλλά να μην πάμε στη Βουλή κλπ.
18. Ετσι, μολονότι αναγνωρίζει κατά γενικό κανόνα την ανάγκη της συμμετοχής στις εκλογές, τόσο για τη Βουλή όσο και για τα όργανα της τοπικής εξουσίας, καθώς και την ανάγκη να κάνει κομμουνιστική δράση μέσα σ' αυτά τα σώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να παίρνει το ζήτημα αυτό συγκεκριμένα και να λαβαίνει υπόψη του τους ιδιαιτέρους όρους κάθε στιγμής. Το μποϊκοτάζ των εκλογών ή της Βουλής καθώς και η αποχώρηση από τη Βουλή είναι μέσα στα οποία μπορεί να 'ναι χρήσιμο να καταφύγουμε, προπάντων όταν βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα σύνολο όρων που μας επιτρέπουν ν' αρχίσουμε αμέσως τον ένοπλο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας.
19. Είναι απαραίτητο να έχουμε σταθερά υπόψη μας τη μικρή σχετική σημασία του ζητήματος αυτού. Αν το κέντρο του βάρους βρίσκεται στον αγώνα για την κυβερνητική εξουσία που γίνεται έξω από το Κοινοβούλιο, είναι φανερό ότι η προλεταριακή δικτατορία και ο αγώνας των μαζών για την πραγματοποίηση της δικτατορίας αυτής δεν έχουν τίποτα να κάνουν με το ιδιαίτερο ζήτημα της χρησιμοποίησης του κοινοβουλευτισμού.
20. Γι' αυτό η Κομμουνιστική Διεθνής βεβαιώνει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο ότι θεωρεί έγκλημα προς το εργατικό κίνημα κάθε σχίσμα ή απόπειρα σχίσματος μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα που ακολουθούν αυτό το δρόμο. Το Συνέδριο κάνει έκκληση σ' όλους εκείνους που παραδέχονται τον αγώνα των μαζών υπέρ της δικτατορίας του συγκεντρωτικά οργανωμένου επαναστατικού προλεταριάτου, που θα χρησιμοποιήσει όλη του την επιρροή μέσα σ' όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, για να πραγματοποιήσει την τέλεια ενότητα των κομμουνιστικών στοιχείων, παρ' όλες τις ασυμφωνίες που μπορούν να υπάρξουν για το ζήτημα του κοινοβουλευτισμού.
3. Για την επαναστατική κοινοβουλευτική τακτική
Είναι ανάγκη:
1. Το Κομμουνιστικό Κόμμα στο σύνολό του και η Κεντρική του Επιτροπή να εξασφαλιστούν γενικώς στην προεκλογική περίοδο για την ειλικρίνεια και την αξία του υποψηφίου. Η Κεντρική Επιτροπή πρέπει να 'ναι υπεύθυνη για όλες τις πράξεις της κοινοβουλευτικής ομάδας. Πρέπει να έχει το αναμφισβήτητο δικαίωμα να απομακρύνει οποιονδήποτε υποψήφιο υποδεικνυόμενο από οποιαδήποτε οργάνωση, αν νομίζει ότι ο υποψήφιος αυτός δε θα μπορούσε να εκπληρώσει την κομμουνιστική του εντολή.
Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει ν' αφήσουν τη συνήθεια να εκλέγουν για βουλευτές προπάντων εκείνους που αντιπροσωπεύουν ελεύθερα επαγγέλματα, δηλαδή δικηγόρους κλπ. Κατά κανόνα πρέπει να παίρνουν τους υποψήφιους μέσα από τους εργάτες, χωρίς να φοβούνται την κομμουνιστική τους απειρία.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα πρέπει να διώχνουν με αλύπητη περιφρόνηση τα συμφεροντολογικά στοιχεία που γλιστράνε μέσα στο Κόμμα την παραμονή των εκλογών, μόνο και μόνο για να μπούνε στη Βουλή. Οι Κεντρικές Επιτροπές πρέπει να εγκρίνουν τις υποψηφιότητες εκείνων μόνο που το παρελθόν τους δίνει αναμφισβήτητες αποδείξεις για την αφοσίωσή τους προς την εργατική τάξη.
2. Μόλις τελειώσουν οι εκλογές, η οργάνωση της κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να βρεθεί τελείως στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, αδιάφορο αν η Κεντρική Επιτροπή είναι νόμιμη ή παράνομη. Η εκλογή των μελών της διοίκησης της κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να επικυρώνεται από την Κεντρική Επιτροπή. Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος πρέπει να 'χει μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα αντιπρόσωπο με δικαίωμα ψήφου. Για όλα τα σπουδαία πολιτικά ζητήματα, η κοινοβουλευτική ομάδα πρέπει να ζητάει προηγουμένως οδηγίες από την Κεντρική Επιτροπή.
Η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ορίζει ή να αλλάζει τους ρήτορες που πρόκειται να μιλήσουν στα σπουδαία ζητήματα. Οι ρήτορες υποβάλλουν στην έγκρισή της τις βάσεις πάνω στις οποίες θα μιλήσουν ή και ολόκληρο το κείμενο του λόγου τους.
Κάθε υποψήφιος του κομμουνιστικού συνδυασμού πρέπει να είναι υποχρεωμένος να παραιτείται μόλις το ζητήσει η Κεντρική Επιτροπή, για να μπορεί το Κόμμα να τον αντικαταστήσει σε κάθε στιγμή.
3. Στις χώρες όπου τα μεταρρυθμιστικά, μισομεταρρυθμιστικά ή απλώς συμφεροντολογικά στοιχεία έχουν χωθεί μέσα στην κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα (όπως έχει γίνει σε κάμποσες χώρες), οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών Κομμάτων πρέπει να τα διώξουν χωρίς έλεος. Μια μικρή, αλλά αληθινά κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης καλύτερα από μια ομάδα μεγάλη, αλλά χωρίς σταθερές κομμουνιστικές αρχές.
4. Κάθε κομμουνιστής βουλευτής πρέπει, κατά την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, να συνδυάζει την παράνομη με τη νόμιμη δράση. Στις χώρες όπου οι κομμουνιστές βουλευτές έχουν ακόμα, σύμφωνα με τους αστικούς νόμους, τη βουλευτική ασυλία, πρέπει να χρησιμοποιούν την ασυλία αυτή για την παράνομη οργάνωση και δράση του Κόμματος.
5. Οι παραμικρότερες πράξεις των κομμουνιστών βουλευτών μέσα στη Βουλή πρέπει να υποτάσσονται στη μη κοινοβουλευτική εργασία του Κόμματος. Νομοσχέδια καθαρά επιδεικτικά και καμωμένα όχι για να γίνουν δεκτά από την αστική τάξη, αλλά για προπαγάνδα και δημιουργία κίνησης, μπορούν να υποβάλλονται σύμφωνα με οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής.
6. Στις διαδηλώσεις που οργανώνουν οι εργάτες στους δρόμους και σε οποιαδήποτε άλλη επαναστατική εκδήλωση, οι βουλευτές έχουν υποχρέωση να βρίσκονται επικεφαλής των εργατικών μαζών και να τις οδηγούνε.
7. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει με κάθε μέσο να βρίσκονται σε επαφή (υπό τον έλεγχο του Κόμματος) με τους εργάτες, τους χωρικούς και κάθε είδους εργαζόμενους ανθρώπους, ποτέ δεν πρέπει να ενεργούν σαν τους σοσιαλιστές βουλευτές που φροντίζουν να βρίσκονται σε ρουσφετολογικές σχέσεις με τους εκλογείς τους. Πρέπει πάντα να βρίσκονται στη διάθεση των κομμουνιστικών οργάνων για το έργο της προπαγάνδας στη χώρα.
8. Κάθε κομμουνιστής βουλευτής πρέπει να καταλάβει καλά ότι δεν είναι νομοθέτης που πρέπει να συνεννοηθεί με άλλους νομοθέτες, αλλά προπαγανδιστής του Κόμματος. Ο κομμουνιστής βουλευτής είναι υπεύθυνος όχι μπροστά στην ανώνυμη μάζα των εκλογέων, αλλά μπροστά στο Κομμουνιστικό Κόμμα, νόμιμο ή παράνομο.
9. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει μέσα στη Βουλή να μιλάνε σε γλώσσα που να την καταλαβαίνει κάθε εργάτης, κάθε τσοπάνης, κάθε πλύστρα, ώστε το Κόμμα να μπορεί να τυπώνει τους λόγους του σε φυλλάδια και να τα σκορπάει και στις πιο μακρινές γωνιές του τόπου.
10. Οι απλοί κομμουνιστές εργάτες πρέπει δίχως φόβο ν' ανεβαίνουν στο βήμα των αστικών Κοινοβουλίων, χωρίς ποτέ να παραχωρούν τη θέση τους σε καλύτερους κοινοβουλευτικούς ρήτορες - και αν ακόμη οι εργάτες αυτοί βρίσκονται στην αρχή του κοινοβουλευτικού τους σταδίου. Εν ανάγκη, οι εργάτες βουλευτές διαβάζουν απλώς τους λόγους τους, που προορίζονται να δημοσιευτούν από τον Τύπο ή σε χωριστά φυλλάδια.
11. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να χρησιμοποιούν το κοινοβουλευτικό βήμα για να ξεσκεπάζουν όχι μόνο την αστική τάξη και τους επίσημους υπηρέτες της, αλλά τους σοσιαλπατριώτες, τους μεταρρυθμιστές πολιτευόμενους του κέντρου και, εν γένει, κάθε αντίπαλο του κομμουνισμού και για να κάνουν πλατιά προπαγάνδα των ιδεών της Τρίτης Διεθνούς.
12. Οι κομμουνιστές βουλευτές, ακόμα και όταν είναι πολύ λίγοι, πρέπει να προκαλούν την αστική κοινωνία και να μην ξεχνάνε ποτέ ότι άξιος του ονόματος κομμουνιστής είναι μονάχα εκείνος, που όχι με λόγια, αλλά με έργα, δείχνει πως είναι θανάσιμος εχθρός της αστικής κοινωνίας και των σοσιαλπατριωτών υπηρετών της.












































































































































































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου