(αφιερωμένο
στον Ετεοκλή Δουμουλάκη)
Ο κυρ- Χρήστος το ‘ξερε
πως ήταν αναγκεμένος. Κάτι τα δανεικά στους τοκογλύφους, κάτι μια-δυο κακές
σοδειές, μα το πόσο αναγκεμένος ήταν έμελλε να το μάθει εκείνη την μέρα. Τον
είχαν φερμένο από τις ελιές. Φορούσε ακόμα τα ρούχα της δουλειάς και τα
ντρέπονταν, όλα εκείνα τα γυαλισμένα σιρίτια, έτσι λασπωμένος που στέκονταν.
Ο αρχιφύλακας τον
κοίταξε λοξά σκυμμένος όπως ήταν πάνω απ’ τα χαρτιά που ‘χε απλωμένα στο
γραφείο του. Δείχνανε όλα σημαντικά τούτα τα σκαλίσματα με τις σφραγίδες και
τις υπογραφές. «Την βλέπετε καλή την ελιά φέτος κυρ-Χρήστο;» ρώτησε. Ο
κυρ-Χρήστος έπλεκε και ξέμπλεκε τα δάχτυλά του νευρικά. Πήρε να εξηγεί κάτι για
τις βροχές και το χώμα μα ο αρχιφύλακας το έκοψε. «Κρίμα έτσι χρεωμένος να μην
την πουλήσετε την ελιά φέτος..» Ο κυρ-Χρήστος μαρμάρωσε με το στόμα μισάνοιχτο.
Ο αρχιφύλακας άφησε κάτω την πένα, σηκώθηκε κι έφερε μια βόλτα μέχρι το
παράθυρο. «Τσιγάρο;» Ένα χέρι με ασημιά μανικετόκουμπα και το εθνόσημο. «Ξέρετε..»
Συνέχισε εκείνος, «τα γνωρίζουμε καλά τα καμώματά σας στο τμήμα. Μα είσαστε από
μια μεριά τυχερός που οι εποχές έχουν αλλάξει..» Εκείνος ψέλλισε κάτι
απολογητικά μα ξανά δεν απόσωσε την φράση του. «Πρέπει να το τελειώσετε, και θα
το τελειώσετε με τον τρόπο που θα σας πούμε εμείς.»
Το βράδυ δεν κατέβαινε
μπουκιά. Η γυναίκα του πήρε να τον ρωτάει το γιατί μέχρι που την διαολόστειλε
κι αυτή και βρόντηξε την πόρτα. Έκατσε έτσι όλο το βράδυ κοιτώντας μια το
βουνό, σκιασμένο στην δύση του φεγγαριού, μια την πόρτα της Κατερίνας.
Ο κυρ-Βασίλης είχε
θελήσει κάτι αρχαιοπρεπές για τον μικρό του γιό. Είχε πατήσει πια μιαν ηλικία
κι ήξερε πως τούτο δω θα ‘ταν το στερνοκούνι του. Τα ονόματα από τα γονικά του
τα ‘χε δοσμένα στ’ άλλα του παιδιά κι έτσι, τούτο δω μπορούσε να το βαφτίσει
καταπώς ήθελε. Στο καφενείο είχε απαντήσει τον δάσκαλο. «Κάτι ευγενές να μου
βρεις κυρ-δάσκαλε. Κάτι αρχαίο και σπάνιο, να δείχνει και έναν πατριωτισμό.»
Είχε και τέτοιες ευαισθησίες ο κυρ-Βασίλης τότε. «Τι θα ‘λεγες για το
«Ετεοκλής».» Του πρότεινε ο δάσκαλος αφού το σκέφθηκε λίγο. «Αρχαίος πρίγκιπας
της Θήβας. Σκοτώθηκε υπερασπίζοντας την πόλη του.» Του κυρ-Βασίλη του καλάρεσε
και του το ‘δωσε. Κι ο δασκαλάκος χόρτασε κι αυτός μαζί τους στο τραπέζι της
βάφτισης.
Ετεοκλή τον φώναζαν και
στο βουνό. Κι εκεί, ένας άλλος δάσκαλος, για κάποιο δικό του λόγο, κόλλησε στον
μεγαλύτερό του αδερφό το παρατσούκλι «Πολυνίκης». Αργότερα, τον καιρό του
εμφυλίου, εκείνος τον έθαψε σε μια ραχούλα τον Πολυνίκη, μα χωρίς να επαναλάβει
το ίδιο αρχαίο δράμα. Άλλος αδελφός ήταν εκείνος που σκότωσε τον Πολυνίκη, κι
αυτός στο μεγάλο δράμα του ελληνικού λαού. Πίσω στο χωριό, η Κατερίνα, μέτραγε
μέρες και τους περίμενε..
Ένα ζεστό καλοκαίρι, η
Κατερίνα είχε τρέξει να τον βρει τον κυρ-Χρήστο στα κτήματα. Το βλέμμα της
σπίθιζε παράξενα και της φάνηκε περίεργα ανάλαφρο το πάτημά της. Στην διαδρομή
πρόσεξε ακόμα κι εκείνες τις μυρωδιές του θέρους που κάνουν την ζέστη πιο βαριά
τα μεσημέρια. Είχε καιρό που δεν είχε προσέξει την ομορφιά τους και χαμογέλασε
λίγο μονάχη. Είχε καιρό που δεν είχε προσέξει και την δική της ομορφιά. Ο
κυρ-Χρήστος ήταν καταπιασμένος με το πότισμα και μες στον βόμβο των τζιτζικιών
δεν την κατάλαβε πως ήρθε εκείνη πίσω του. Την είδε αναψοκοκκινισμένη και της
έδωσε νερό. Μετά έκατσαν σε μια ρίζα και τα μίλησαν ώρα. Όταν τελείωσαν, ο
ήλιος είχε πάρει να γέρνει. «Όταν θα ‘χω να τρώω εγώ, θέλω να ‘χει κι εκείνος.
Από σένα δεν θέλω τίποτα άλλο κυρ-Χρήστο παρά την μεταφορά. Ανάγκη σε έχουμε κι
εκείνος κι εγώ.» Τον πλήγωνε αυτή η λέξη τον κυρ-Χρήστο. Του άγγιζε ευαίσθητες
χορδές γιατί τον είχε πολλές φορές ζωσμένο η ανάγκη και την ήξερε. Μα ήξερε
πια, έτσι όπως κοίταζε τώρα τ’ αστέρια, πως είναι η ανάγκη εκείνη που σπρώχνει και
τον άνθρωπο στον αλληλοσπαραγμό. Κι όταν η ανάγκη σφίγγει γύρω σου, εύκολα
επιλέγεις τον θάνατο του άλλου για την δική σου την ζωή. Έμεινε έτσι λίγο ακόμα στην αυλή κι ύστερα
κατέβασε το βλέμμα και γύρισε κουρασμένος στο σπιτικό του. Απάνω του έλαμπαν
ακόμα τ’ αστέρια αιώνια και άσβεστα, σαν τις ανάγκες των ανθρώπων.
Το επόμενο πρωί ο
κυρ-Χρήστος σηκώθηκε πολύ πρωί. Ντύθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και βγήκε από
το σπίτι νυχοπατώντας. Δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν και να ‘χει κουβέντες για
την παραξενιά του βραδινού του φερσίματος. Ξεκίνησε σκυφτός για τα χωράφια
περπατώντας αφηρημένα, με την σκιά της απόφασής του απλωμένη στο μυαλό του.
Όμως κι εκεί, στη γη του, δεν μπόρεσε λεπτό να ξεφύγει της χίμαιρας. Δοκίμασε
για λίγο να δουλέψει την γη, έτσι να πάρει το μυαλό του από τα νύχια της, μα
λίγο μετά κατάληξε στην ρίζα μιας ελιάς, να παίζει στα δάχτυλα ένα ξερόχορτο.
Θυμόνταν το τέλος του θέρους και τον δεκαπενταύγουστο. Της Παναγίας, είχανε
πανηγύρι στο χωριό κι έρχονταν οι αγρότες από τα κτήματά τους, φορτωμένοι την
στολισμένη εικόνα της Παναγίας που ΄ταν στο βουνίσιο ξωκλήσι κοντά στην λαγκαδιά.
Νέος την είχε σηκώσει πολλές φορές εκείνη την εικόνα στον ώμο του. Τώρα δεν
ένιωθε άξιος ούτε ένα κεράκι να της ανάψει.
Με το λιόγερμα
πλησίασαν δυο αγροφύλακες. Δώσανε οδηγίες και ένα πακέτο που ο κυρ-Χρήστος
άνοιξε με τρεμάμενα δάχτυλα. Είχαν σκληρύνει πια τα μέσα του εκείνη ώρα, κι η ιδέα των όσων η ανάγκη τον
πρόσταζε να κάνει, είχε φωλιάσει πια για τα καλά στο μυαλό του, αφήνοντας τα
μάτια και την σκέψη κουρασμένα. Το έβαλε μηχανικά στην τσέπη και σηκώθηκε όρθιος
έχοντας αντίκρυ του τον μακρύ του ίσκιο. Είχε μεγαλώσει κι αυτός σαν και τους
άλλους που παραμόνευαν την ψυχή του.
Στις ιστορίες που λεν
οι γριές, το σκοτάδι πυκνώνει στο πέρασμα εκείνου που είναι να κάνει κακό για
να τον εμποδίσει. Την νύχτα που πήρε τον ανήφορο ο κυρ-Χρήστος, το φεγγάρι
μεσουρανούσε και τα’ αστέρια φώτιζαν ολόγυρα τα φυλλώματα. Πίσω του άχνιζε το
τσουκάλι, όπως το κράταγε στραβά για να μπορεί να ανεβαίνει. Εκείνο το βράδυ
είχε αποφασίσει να πλησιάσει όσο πιο αθόρυβα γίνονταν, ν’ αφήσει το φαγητό και
να φύγει. Κουβέντες δεν ήθελε, ούτε και μπορούσε να ν’ ανοίξει με τον Ετεοκλή.
Άφησε το τσουκάλι στον βράχο κοντά στο άνοιγμα και πισωγύρισε αμέσως στα
δέντρα. Το έργο του όμως δεν είχε τελειώσει. Οι δήμιοι του είχαν αναθέσει ακόμα
να δει και να σιγουρευτεί. Εκείνος δεν έμεινε όπως του είχαν ορμηνεύσει. Δεν το
μπορούσε. Λίγο μονάχα κοντοστάθηκε παρακάτω, ίσα ίσα ν’ ακούσει το γνώριμο
θρόισμα στο χορτάρι από τα βήματα. Ύστερα, απόστρεψε το βλέμμα. Είχε ευχηθεί
εκείνο το βράδυ να μην γυρίσει. Να βαλτώσουν τα μονοπάτια κι οι ρεματιές και να
τον καταπιούν. Να ανοίξουν τα λαγκάδια και να τον εξαφανίσουν. Όμως εάν υπάρχει
και τούτο το πράμα που λένε ψυχή μέσα στην σάρκα, μεγαλύτερη τιμωρία δεν
γνωρίζει απ’ αυτό: Να ζεις! Να ζεις για να θυμάσαι τις μαύρες σου πράξεις ώσπου
να βαρύνουν πολλά τα χρόνια και να σε σύρουν, γέρο άνθρωπο πια, στα βαθειά
πελάγη της λήθης. Ο κυρ-Χρήστος εύχονταν,
μα ήξερε πως θα ζήσει…
Κι ο Ετεοκλής, ανάσκελα
πάνω στην βουνίσια σπηλιά, κρύος πια, κρατούσε στο χέρι τούτες εδώ τις στερνές
αράδες: «Όταν θα γυρίσουμε, με λουλούδια στα ματωμένα μας χέρια…»
Οταν θα γυρίσουμε με λουλουδια στα ματωμένα μας χέρια...Μπράβο πολυ όμορφο
ΑπάντησηΔιαγραφή