"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Για τα 116 χρόνια από τον θάνατο του Φ. Ένγκελς

Στις 5 Αυγούστου του 1895, στις 10.30 το βράδυ, έπαψε να χτυπά η καρδιά του ηγέτη της παγκόσμιας εργατικής τάξης μετά το θάνατο του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ενγκελς. Του ανθρώπου που από κοινού με τον Καρλ Μαρξ συνδιαμόρφωσαν και θεμελίωσαν την επιστημονική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, αποδεικνύοντας το αναπόφευκτο, νομοτελειακό πέρασμα της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Και έδωσαν έτσι στην πρωτοπόρα επαναστατική τάξη τα όπλα για να γίνει τάξη για τον εαυτό της, προκειμένου να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή, την κοινωνική απελευθέρωση από την ταξική εκμετάλλευση.
Ο Ενγκελς ήταν επίσης, μετά το θάνατο του Μαρξ, ο φυσικός ηγέτης της παγκόσμιας εργατικής τάξης, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και της πράξης. Γιατί ήταν η περίοδος που ήδη είχε ξεκινήσει η συγκρότηση κομμάτων της εργατικής τάξης σε επίπεδο έθους - κράτους στην τότε αναπτυγμένη καπιταλιστική Ευρώπη και η συμβολή, κυρίως θεωρητική, αλλά και πρακτική του Ενγκελς ήταν καθοριστική σ' αυτό, ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά και γιατί ο Ενγκελς είχε γίνει σημείο αναφοράς για την οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης κάθε χώρας στην προσπάθεια της επεξεργασίας και διαμόρφωσης των προγραμμάτων τους, αλλά και στην αντιμετώπιση των θεωρητικών παρεκκλίσεων στις γραμμές του εργατικού κινήματος, φαινόμενο αντικειμενικό και αναπόφευκτο στα πλαίσια της διαπάλης της αστικής θεωρίας με την επιστημονική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης.

Αλλά ήταν σημείο αναφοράς και για έναν ακόμη λόγο. Τόσο ο Μαρξ, όσο και ο Ενγκελς, έπαιρναν άμεσα μέρος στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και στην καθοδήγηση των ταξικών αγώνων, ιδιαίτερα μέσα από τις γραμμές της Α' Διεθνούς, στο Γενικό Συμβούλιο της οποίας είχαν εκλεγεί μέλη του. Μετά το θάνατο του Μαρξ ο Ενγκελς συνέχισε να παίρνει άμεσα ο ίδιος μέρος, αλλά και να παρακολουθεί την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, δηλαδή συνέχισε την πραχτική δράση. Και οι δυο θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού, συνδύαζαν θαυμάσια τη θεωρία με την πράξη.
Ο Φρ. Ενγκελς άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο, σε ηλικία 75 ετών.

Ο θάνατός του ήταν αναμενόμενος, τουλάχιστον για τους ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος. Αλλά ο θάνατος ενός ανθρώπου σαν τον Ενγκελς (το ίδιο είχε συμβεί και με το θάνατο του Μαρξ), δεν μπορούσε να γίνει εύκολα αποδεκτός. Αλλωστε, ποιος από τους ηγέτες της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ιδιαίτερα όσοι έζησαν για κάποιο χρονικό διάστηκα κοντά του μπορούσαν εύκολα να συμβιβαστούν με την απώλεια του μεγαλύτερου, μαζί με τον Μαρξ, θεωρητικού της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου; Ο Ενγκελς ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που, όσο ζουν, νομίζεις πως δε θα πεθάνουν ποτέ, γιατί δε θέλεις να πεθάνουν ποτέ. Ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, ένας από τους τότε ηγέτες του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που είχε γνωριστεί και συνεργαστεί με τον Μαρξ και τον Ενγκελς,γράφει:

«Στις 6 Αυγούστου 1895, γυρίζοντας από τη μεγάλη γιορτή των συντεχνιών στη Βρέμη, βρήκα στο αναλόγιό μου στο γραφείο της σύνταξης το θλιβερό τηλεγράφημα... "Ο Στρατηγός πέθανε χθες τη νύχτα 10.30, καμιά προθανάτια αγωνία, χωρίς αισθήσεις από το μεσημέρι. Παρακαλούμε ενημερώστε το Στρατιώτη και τον Ζίνγκερ". Ο "Στρατιώτης" ήμουν εγώ. Από την άνοιξη ξέραμε, δηλαδή το ξέραμε τρεις άνθρωποι στη Γερμανία, ότι ο Στρατηγός υπόφερε από ένα είδος καρκίνου του λάρυγγα, που δεν έπαιρνε γιατρειά. Παρόλο που το θάνατό του τον περιμέναμε, το πλήγμα ωστόσο ήταν σκληρό, φοβερό. Είχε πέσει σαν δέντρο που το κόβουν, ο γιγάντιος ήρωας του πνεύματος που είχε θεμελιώσει μαζί με τον Μαρξ τον επιστημονικό σοσιαλισμό και είχε διδάξει την τακτική του σοσιαλισμού... ο φίλος, ο σύμβουλος, ο οδηγός, ο μαχητής ήταν νεκρός» («Στρατηγός, Αναμνήσεις για τον Ενγκελς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Ο Ενγκελς γεννήθηκε στη Βάδη της Ρηνανίας, της τότε Πρωσίας, στις 28 Νοέμβρη του 1820. Ο πατέρας του ήταν εργοστασιάρχης υφαντουργίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε την κόρη του Μαρξ, Ελεονόρα Μαρξ - Εβελινγκ, να παρατηρήσει πολύ εύστοχα ότι «ποτέ δε γεννήθηκε σε τέτοιου είδους οικογένεια γιος που να ξεστρατίσει τόσο» («Στρατηγός, Αναμνήσεις για τον Ενγκελς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Ο Ενγκελς φοίτησε στο Κολέγιο της Βάδης και έπειτα στο Λύκειο της Ελμπερφελντ, αλλά δεν αποφοίτησε. Αφησε την τελευταία τάξη, αν και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, αφού ο πατέρας του είχε διαφορετική γνώμη. Τον ήθελε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις της οικογένειας. Η οικογένειά του ήταν οικογένεια αστών επιχειρηματιών, δηλαδή ο πατέρας του ήταν καπιταλιστής με επιχειρήσεις στη Γερμανία, αλλά και στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Εγκατέλειψε λοιπόν τις σπουδές για να δουλέψει για ένα χρόνο περίπου στο γραφείο του πατέρα του και στη συνέχεια στη Βρέμη, από τα 1838 έως τα 1841 σ' ένα μεγάλο εμπορικό οίκο. Στη Βρέμη συνδέεται με έναν όμιλο ριζοσπαστών διανοουμένων, τη «Νέα Γερμανία», και άρχισε να μελετά τη γερμανική Φιλοσοφία και ιδιαίτερα τα έργα του Χέγκελ.
Η Πρώτη συνάντηση με τον Μαρξ
Την άνοιξη του 1841, ο Ενγκελς έφυγε από τη Βρέμη για το Βερολίνο, όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθούσε μαθήματα στο πανεπιστήμιο της πόλης, με αποτέλεσμα να προσχωρήσει στο ρεύμα των Νεοχεγκελιανών, το ρεύμα, δηλαδή, των οπαδών του Χέγκελ, που προσπαθούσαν από τη φιλοσοφία του Χέγκελ να αντιμετωπίσουν κριτικά τη θεωρία του, κυρίως στο θέμα της αντίληψης του κόσμου κόντρα στο απόλυτο ον, το θεό. Από το Μάρτη έως το Δεκέμβρη του 1842, υπήρξε συνεργάτης της «Εφημερίδας του Ρήνου», διευθυντής της οποίας, τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, έγινε ο Μαρξ. Ενα μήνα μετά, στα τέλη του Νοέμβρη, οι δύο άνδρες συναντήθηκαν στα γραφεία της εφημερίδας στην Κολωνία, αλλά εκείνη η συνάντηση δεν έμελλε να είναι αυτή που σημάδεψε τη ζωή τους.

Το Μάρτη του 1842, ο Ενγκελς δημοσίευσε την μπροσούρα «Ο Σέλιγκ και η αποκάλυψη», όπου υποβάλλει σε μια ολόπλευρη κριτική τις αντιδραστικές, μυστικιστικές αντιλήψεις του ιδεαλιστή φιλοσόφου Σέλιγκ. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ο Ενγκελς πήγε στην Αγγλία, στο Μάντσεστερ. Εκεί έρχεται σε επαφή με το εργατικό κίνημα της εποχής και τις σοσιαλιστικές ιδέες, όπως εκφράζονταν από το κίνημα των Χαρτιστών και τον ουτοπικό σοσιαλισμό του Ρόμπερτ Οουεν. Στην Αγγλία, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών (βιομηχανική επανάσταση, πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού), μελετά την κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας.

Το 1844, ο Ενγκελς δημοσίευσε, στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» που διηύθυνε ο Μαρξ και έβγαιναν στο Παρίσι, μια «Κριτική μελέτη πάνω στην Πολιτική Οικονομία». Ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτό το άρθρο σαν αριστοτεχνική σκιαγράφηση μιας νέας Πολιτικής Οικονομίας. Στα τέλη Αυγούστου του 1844, ο Ενγκελς έφυγε από το Μάντσεστερ και γύρισε στη Γερμανία, περνώντας από το Παρίσι, όπου και συνάντησε τον Μαρξ. Από δω, άρχισε η μεγάλη φιλία τους και η κοινή τους πορεία με τον Μαρξ. Στο Παρίσι, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έγραψαν μαζί το έργο «Η Αγία Οικογένεια», που καταφερόταν ενάντια στους Νεοχεγκελιανούς και που βάζει τα θεμέλια της επαναστατικής υλιστικής αντίληψης για την ιστορία και την προοπτική του σοσιαλισμού.

Το 1845, ο Ενγκελς γυρίζει στη Γερμανία και δημοσιεύει το σπουδαίο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», αποτέλεσμα των εκεί ερευνών και μελετών του.

Την άνοιξη του 1845, ο Ενγκελς εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου κατοικούσε τότε ο Μαρξ, μετά την απέλασή του από τη Γαλλία. Εγραψαν μαζί τη «Γερμανική Ιδεολογία», ασκώντας κριτική στη φιλοσοφία του Φόιερμπαχ, στις απόψεις των νεοχεγκελιανών και τον «Αληθινό Σοσιαλισμό», αντιδραστικό ιδεολογικό ρεύμα στη Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο δε χρειαζόταν η ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, υποχρεώνοντάς την έτσι στο συμβιβασμό.

Από το 1845 έως το 1847, ο Ενγκελς έζησε ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, συνεχίζοντας τις επιστημονικές του μελέτες και την πρακτική του δράση μέσα στους εργάτες.
Στην «Ενωση Δικαίων»
Οπως και ο Μαρξ, ήρθε κι αυτός σ' επαφή με την οργάνωση «Ενωση Δικαίων». Με τον Μαρξ συνεργάζονται δραστήρια για την προετοιμασία του Β' Συνεδρίου της οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε καθαρά πολιτικό κόμμα, στα 1847, την «Ενωση Κομμουνιστών». Η σημαντικότερη συμβολή τους ήταν η επεξεργασία του πρώτου στην ιστορία Προγράμματος προλεταριακού κόμματος, που έμεινε στην ιστορία ως «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Ο Ενγκελς έγραψε τις «Βάσεις του Κομμουνισμού», που ήταν ένα προσχέδιο του προγράμματος της «Ενωσης Κομμουνιστών».

Η «Ενωση Δικαίων» είχε ιδρυθεί στο Παρίσι το 1836 από Γερμανούς εργάτες και διανοούμενους που είχαν επηρεαστεί από τις διάφορες σοσιαλιστικές ιδέες. Λειτουργούσε και ως προπαγανδιστική λέσχη και ως μυστική εταιρεία. Η έδρα ήταν στο Παρίσι, όπου ο Βάιτλινγκ έπαιζε ηγετικό ρόλο. Το βιβλίο του, που έγραψε το 1838, «Η Ανθρωπότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι», με τις συγκεχυμένες θρησκευτικές ουτοπικές αλλά και αγωνιστικές επαναστατικές διδασκαλίες του, χρησίμευε σαν ένα είδος επίσημου προγράμματος.

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς δεν έγιναν μέλη της «Ενωσης» αυτής γιατί δε συμφωνούσαν με την πολιτική γραμμή στη δράση της και προπάντων με τη στενή συνωμοτική τακτική της. Αλλά επηρέαζαν τις θεωρητικές ιδέες των μελών της «Ενωσης» και είχαν τακτική αλληλογραφία με τους ηγέτες της, οι κυριότεροι των οποίων ήταν οι Σάπερ, Μολ και Μπάουερ. Ο Ενγκελς φρόντισε ώστε τα στελέχη της «Ενωσης Δικαίων» του Λονδίνου να αναπτύξουν σχέσεις με τους ηγέτες της αριστερής παράταξης των Χαρτιστών, με τους οποίους επίσης είχαν αναπτύξει σχέσεις οι Μαρξ και Ενγκελς.

Το καλοκαίρι του 1847 εκδόθηκε το έργο του Μαρξ «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», που ήταν απάντηση στο βιβλίο του Προυντόν «Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας», που είχε εκδοθεί στα 1846. Στο έργο του αυτό ο Μαρξ ανατρέπει τις μικροαστικές θεωρίες και ιδέες του Προυντόν για τις βασικές οικονομικές σχέσεις στον καπιταλισμό. Στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» ο Μαρξ τονίζει την τεράστια ζημιά που έκανε ο Προυντόν με την αρνητική του στάση απέναντι στον ανεξάρτητο ταξικό αγώνα του προλεταριάτου. Ο Μαρξ τονίζει πόσο σπουδαίο ήταν να δημιουργηθούν μαχητικές επαγγελματικές οργανώσεις, το μεγάλο ρόλο τους στην καθοδήγηση του απεργιακού κινήματος και τέλος την ανάγκη της μετατροπής της οικονομικής πάλης της εργατικής τάξης σε πολιτικό αγώνα και σημειώνει: Στον αγώνα αυτόν που είναι ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος, ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για τη μελλοντική μεγάλη μάχη.

Ο ανειρήνευτος αγώνας των Μαρξ και Ενγκελς στη διαπάλη τους ενάντια στα μικροαστικά ρεύματα και η πλατιά ζύμωση για τη διάδοση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας, που θεμελίωναν οι ίδιοι, έφεραν γρήγορα αποτελέσματα. Με την επίδραση της ζύμωσης και της προπαγάνδας αυτής πολλά στελέχη της «Ενωσης Δικαίων» άρχισαν να αφομοιώνουν τις βασικές ιδέες της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού που διατύπωσαν οι Μαρξ - Ενγκελς.

Ετσι, στις αρχές του 1847 ένας από τους ηγέτες της «Ενωσης των Δικαίων», ο Ιωσήφ Μολ, σύμφωνα με την εντολή που του έδωσε η «Ενωση», πρότεινε στον Μαρξ και ύστερα στον Ενγκελς, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, να πάρουν μέρος στην αναδιοργάνωση της «Ενωσης» και στην επεξεργασία του καινούριου προγράμματός της. Ο Μολ τους ανακοίνωσε πως οι ηγέτες της «Ενωσης Δικαίων» κατάλαβαν πως η θεωρία τους ήταν σωστή και ήταν έτοιμοι να απαρνηθούν τις προηγούμενες συνωμοτικές μεθόδους και τη θεωρία του Βάιτλινγκ.

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς παίρνοντας υπόψη τις βαθιές αλλαγές που είχαν γίνει στις ιδέες των ηγετών της «Ενωσης», καθώς και την προθυμία τους να την αναδιοργανώσουν, δέχτηκαν την πρόσκληση για να συμμετέχουν στην αναδιοργάνωση και στο νέο πρόγραμμα και θέτοντας ορισμένους όρους να γίνουν επίσης μέλη της οργάνωσης. «Μέλη της μυστικής "Ενωσης Κομμουνιστών", γίναμε για πρώτη φορά ο Ενγκελς και εγώ - γράφει αργότερα ο Μαρξ - με τον όρο πως από το καταστατικό της θα διαγράφονταν όλες οι διατάξεις που βοηθούσαν στη δεισιδαίμονη λατρεία της εξουσίας»(Από το γράμμα του Μαρξ στον Μπλος).

Ετσι η «Ενωση Δικαίων» γίνεται ένα ανοιχτό πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης και ονομάστηκε «Ενωση Κομμουνιστών». Στον Μαρξ και στον Ενγκελς επίσης ανατέθηκε να γράψουν το πρόγραμμα της «Ενωσης». Υστερα από μερικές βδομάδες το πρόγραμμα ήταν έτοιμο και ονομάστηκε «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος».

Από τη Γερμανία στην Α' Διεθνή
Οταν ξέσπασε στη Γαλλία η επανάσταση του 1848, ο Ενγκελς ακολουθεί στο Παρίσι τον Μαρξ, που τον είχαν εξορίσει από τις Βρυξέλλες. Στις αρχές του Απρίλη του 1848, άρχισε η επανάσταση στη Γερμανία. Ο Ενγκελς μαζί με τον Μαρξ φεύγουν από το Παρίσι για την Κολωνία, όπου αναλαμβάνουν τη διεύθυνση της «Νέας εφημερίδας του Ρήνου», και αρχίζουν μια σπουδαία επαναστατική δράση. Εκεί εκδίδεται ένταλμα συλλήψεως εναντίον των συντακτών της «Νέας εφημερίδας του Ρήνου» και ο Ενγκελς φεύγει για τις Βρυξέλλες όπου τον συλλαμβάνουν, τον ρίχνουν στη φυλακή και αργότερα τον εξορίζουν. Τον Οκτώβρη φτάνει στο Παρίσι και από κει καταφεύγει στην Ελβετία και μόνο το Γενάρη του 1849 επιστρέφει στην Κολωνία. Υστερα από λίγο, αυτός και ο Μαρξ, παραπέμπονται στη Δικαιοσύνη με την κατηγορία της «προσβολής κατά του καθεστώτος». Κατά τη δίκη οι κατηγορούμενοι γίνονται κατήγοροι και το δικαστήριο αναγκάζεται να τους απαλλάξει. Ο Ενγκελς παίρνει μέρος στην ένοπλη λαϊκή εξέγερση και, όταν αυτή καταστέλλεται, περνάει στο ελβετικό έδαφος με τις τελευταίες επαναστατικές μονάδες και από εκεί πηγαίνει στο Λονδίνο.

Ο Ενγκελς γενικεύει την πείρα της επαναστατικής περιόδου του 1848 - 1849 στη Γερμανία σε δύο έργα του, «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», που δημοσιεύτηκε το 1850, και «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» (1851 - 1852), που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Μαρξ. Σ' αυτό το έργο του, ο Ενγκελς στρέφει την προσοχή του στη μελέτη των ζητημάτων της ένοπλης εξέγερσης.

Το Νοέμβρη του 1850, εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ. Ασχολείται και πάλι μ' αυτό το «καταραμένο εμπόριο», όπως το έλεγε ο ίδιος, για να μπορεί να βοηθάει οικονομικά τον Μαρξ. Στο διάστημα της παραμονής του στο Μάντσεστερ, ο Ενγκελς έγραψε σχετικά με στρατιωτικά θέματα, για τα οποία έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον. Ο Λένιν θεωρούσε τον Ενγκελς σαν ένα μεγάλο εμπειρογνώμονα στα στρατιωτικά ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι του έδωσαν το προσωνύμιο «Στρατηγός».

Μέσα στους κόλπους της Α' Διεθνούς, ο Ενγκελς και ο Μαρξ αγωνίζονται ενάντια στους προυντονιστές, στους μπακουνιστές, (αναρχικοί), και τους άλλους εχθρούς της Διεθνούς. Το φθινόπωρο του 1870, ο Ενγκελς εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου εκλέγεται μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Α' Διεθνούς. Μετά τη διάλυση της Α' Διεθνούς, ο Μαρξ και ο Ενγκελς εξακολουθούν να παρακολουθούν και να συμμετέχουν δραστήρια στο εργατικό κίνημα, με πρωταρχικό ζήτημα την πάλη ενάντια στα οπορτουνιστικά ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα, όπου διεξάγεται οξύτατη διαπάλη.

Πολέμιος του οπορτουνισμού
Αυτήν ακριβώς την εποχή, ο Ενγκελς έγραψε τα άρθρα ενάντια στον Ντύρινγκ, που αργότερα, δηλαδή το 1877 - 1878, συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Αντι-Ντύρινγκ». Είναι μια συντομογραφία του μαρξισμού με τα τρία συστατικά του μέρη, Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία, Επιστημονικός Κομμουνισμός. Ταυτόχρονα, ο Ενγκελς ασχολείται με τη μελέτη των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας βρίσκονται συμπυκνωμένα στο περίφημο έργο του «Διαλεκτική της Φύσης».

Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ενγκελς αναλαμβάνει να εκδώσει το δεύτερο και τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», που ο Μαρξ δεν μπόρεσε ν' αποτελειώσει. Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε το 1885 και ο τρίτος με δικές του συμπληρώσεις, απαραίτητες για την έκδοσή του, το 1894. Μ' αυτήν την εργασία του, ο Ενγκελς ανήγειρε, στο μεγαλοφυή φίλο του, ένα μεγαλόπρεπο μνημείο. Την ίδια περίοδο, έγραψε την «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Το 1888 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας». Εργο, που δίνει ολοκληρωμένα τη μαρξιστική αντίληψη για το Διαλεκτικό και Ιστορικό Υλισμό.

Την εποχή αυτή αναπτύσσεται ένα ιδεολογικό ρεύμα στους κόλπους του γερμανικού σοσιαλισμού, που υπερέβαλε σχετικά με το ρόλο της οικονομικής βάσης στην ιστορική εξέλιξη και οδηγούσε σε παθητική θεώρηση της ιστορίας, στην υποτίμηση του ρόλου των ιδεών, της πολιτικής, της ταξικής πάλης του προλεταριάτου για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Σε διάφορα γράμματά του εκείνη την περίοδο, ο Ενγκελς καταπιάνεται με το θέμα της αλληλοεπίδρασης της βάσης και του εποικοδομήματος.

Από την αρχή της πολιτικής του δράσης έως το τέλος της ζωής του, ο Ενγκελς υπήρξε ένας φλογερός μαχητής της επανάστασης, ο αναμφισβήτητος αρχηγός και οδηγός του διεθνούς προλεταριάτου, ο καλύτερος ερμηνευτής των ταξικών του συμφερόντων. Πολέμησε αδυσώπητα τον οπορτουνισμό μέσα στο πνεύμα των εργατών, ξεσκέπαζε με θάρρος και έκρινε με αυστηρότητα τα σφάλματά τους, προσανατόλιζε τη δράση τους προς τον επαναστατικό δρόμο.

Ο Λένιν υπογράμμιζε πως ο μαρξισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί και εκτεθεί ολοκληρωτικά, χωρίς να υπολογίζονται η συμβολή και όλα τα έργα του Φρ. Ενγκελς. Βεβαίως, ο Ενγκελς, αν και συνδημιουργός της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου, είχε διαφορετική άποψη. Ετσι, σε μια υποσημείωση στο έργο του «Ο Λ. Φόιερμπαχ...», με σεμνότητα και μετριοφροσύνη, γράφει: «Ας μου επιτραπεί μία προσωπική διασάφηση. Τελευταία, μίλησαν πολλές φορές για τη συμβολή μου σ' αυτήν τη θεωρία, κι έτσι δεν μπορώ να μην πω εδώ τα λίγα εκείνα λόγια που εξαντλούν το ζήτημα. Δεν μπορώ ούτε ο ίδιος να αρνηθώ ότι πριν, και στο διάστημα της σαραντάχρονης συνεργασίας μου με τον Μαρξ, έχω κι εγώ κάποιο ανεξάρτητο μερτικό στο θεμελίωμα της θεωρίας και ιδιαίτερα στην επεξεργασία της. Ομως, το μεγαλύτερο μέρος από τις κατευθυντήριες βασικές ιδέες, ιδιαίτερα στον οικονομικό και ιστορικό τομέα και ειδικά στην τελική τους αυστηρή διατύπωση, ανήκουν στον Μαρξ. Εκείνο που πρόσφερα εγώ, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, μερικούς ειδικούς κλάδους, μπορούσε βέβαια να το 'χει κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ο,τι έδωσε ο Μαρξ, δε θα το κατάφερνα εγώ μοναχός. Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα από όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυία, εμείς οι άλλοι, πολύ - πολύ, να 'μασταν ταλέντα. Χωρίς αυτόν, η θεωρία δε θα ήταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι. Γι' αυτό δίκαια φέρνει το όνομά του».

Σήμερα δημοσιεύουμε στο ένθετο της Ιστορίας στο «Ριζοσπάστη» το τρίτο μέρος από το έργο του «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», που αναφέρεται στην υλιστική αντίληψη της Ιστορίας και τεκμηριώνει επιστημονικά το αναπόφευκτο του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό («Διαλεχτά Εργα» Μαρξ - Ενγκελς, τ. 2ος σελ.149-170).


Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση του Καταγογή της Οικογένειας 1891
Οι παλιότερες μεγάλες εκδόσεις αυτού του έργου εξαντλήθηκαν εδώ και μισό χρόνο σχεδόν, και ο εκδότης από καιρό κιόλας μου ζήτησε να φροντίσω για μια νέα έκδοση. Πιο επείγουσες δουλειές μ' εμπόδισαν ως τα τώρα να το κάνω. Από τότε που βγήκε η πρώτη έκδοση πέρασαν εφτά χρόνια, που στο διάστημά τους σημείωσε σημαντικές προόδους η γνώση των πρωτόγονων μορφών της οικογένειας. Επρεπε λοιπόν εδώ να γίνουν με επιμέλεια διορθώσεις και συμπληρώσεις. Και μάλιστα τόσο περισσότερο που η προβλεπόμενη στερεοτυπία του τωρινού κειμένου θα μου στερήσει τη δυνατότητα για ένα διάστημα να κάνω παραπέρα αλλαγές.
Θεώρησα, λοιπόν, με φροντίδα ολόκληρο το κείμενο και έκανα μια σειρά προσθήκες, ελπίζοντας έτσι πως πήρα υπόψη μου, όπως αρμόζει, τη σημερινή κατάσταση της επιστήμης. Ακόμα, δίνω παρακάτω στον πρόλογο τούτο μια σύντομη επισκόπηση για την εξέλιξη της ιστορίας της οικογένειας από τον Μπάχοφεν ως τον Μόργκαν. Και το κάνω αυτό κυρίως γιατί η αγγλική προϊστορική σχολή με τη σοβινιστική χροιά της, εξακολουθεί να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για ν' αποσιωπήσει ολότελα την ανατροπή που έγινε με τις ανακαλύψεις του Μόργκαν στις αντιλήψεις για την πρωτόγονη ιστορία, ενώ σύγχρονα δεν ενοχλείται καθόλου να οικειοποιείται συμπεράσματα του Μόργκαν. Κι αλλού ακολουθούν, που και που μάλιστα με το παραπάνω, αυτό το αγγλικό παράδειγμα.
Η εργασία μου μεταφράστηκε σε διάφορες ξένες γλώσσες. Πρώτα στα ιταλικά: «L' origine della famiglia, della proprieta privata e dello stato, versione riveduta dall' autore, di Pasquale Martignetti», Benevento 1885. Υστερα στα ρουμάνικα: «Ongina familei, proprietatei private si a statului, traducere de Joan Nadejde» στο περιοδικό του Ιασίου «Contemporapul» Σεπτέμβρης 1885 - Μάης 1886. Επίσης, στα δανικά: «Familjens, Privatejendommens og Statens Oprindelse, Dansk, af Forfatteren gennemgaaet Udgave, besorget af Gerson Trier» Kobenhavn 1888. Μια γαλλική μετάφραση του Ανρί Ραβέ, που έχει γίνει από τούτη τη γερμανική έκδοση, βρίσκεται στα πιεστήρια.
Ως τις αρχές της δεκαετίας 1860 - 1870, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για ιστορία της οικογένειας. Η ιστορική επιστήμη στον τομέα αυτόν βρισκόταν ακόμα ολότελα κάτω από την επίδραση των πέντε βιβλίων του Μωυσή. Την πατριαρχική μορφή της οικογένειας, που στα βιβλία αυτά περιγράφεται πιο λεπτομερειακά από οπουδήποτε αλλού, δεν τη θεωρούσαν μονάχα ασυζήτητα σαν την πιο παλιά μορφή της, μα επίσης - ύστερα από αφαίρεση της πολυγαμίας - την ταύτιζαν με τη σημερινή αστική οικογένεια, έτσι που ουσιαστικά η οικογένεια δεν πέρασε δήθεν απολύτως καμιά ιστορική εξέλιξη. Το πολύ - πολύ παραδέχονταν ότι στην πρωτόγονη εποχή μπορεί να υπήρξε μια περίοδος σεξουαλικής ακαταστασίας. Βέβαια, εκτός από τη μονογαμία γνώριζαν την ανατολίτικη πολυγαμία και την ινδο-θιβετιανή πολυανδρία, αυτές όμως οι τρεις μορφές δεν μπορούσαν να μπουν σε μια ιστορική σειρά και φιγουράριζαν ασύνδετα η μια πλάι στην άλλη. Το ότι σε ορισμένους λαούς της παλιάς ιστορίας, καθώς και σε ορισμένους άγριους που υπάρχουν ακόμα, η καταγωγή δε λογαριαζόταν από τον πατέρα, μα από τη μητέρα, επομένως νομιζόταν ότι ισχύει μονάχα η γυναικεία γραμμή, το ότι σε πολλούς σημερινούς λαούς απαγορεύεται ο γάμος μέσα σε ορισμένες μεγαλύτερες ομάδες, που τότε δεν τις είχαν εξετάσει πιο επισταμένα και το ότι βρίσκεται αυτό το έθιμο σε όλα τα μέρη του κόσμου - αυτά τα γεγονότα ήταν βέβαια γνωστά και συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερο τέτοια παραδείγματα. Ομως δεν ξέραν τι να τα κάνουν και ακόμα και ο Ε. Β. Tylor στο έργο του «Researches into the Early History of Mankind and the Development of Civilization» (1865) τα αναφέρει σαν απλές «παράξενες συνήθειες», πλάι στην απαγόρευση που ισχύει σε μερικούς άγριους να μην αγγίζουν καιόμενα ξύλα με σιδερένιο εργαλείο και άλλες παρόμοιες θρησκευτικές παρλαπίπες.
Ο «μυστικιστής» Μπάχοφεν και το μητρικό Δίκαιο
Η ιστορία της οικογένειας χρονολογείται από το 1861, από τότε που εκδόθηκε το «Μητρικό Δίκαιο» («Mutterretht») του Μπάχοφεν. Σ' αυτό, ο συγγραφέας διατυπώνει τους ισχυρισμούς: 1) Οτι οι άνθρωποι στην αρχή ζούσαν σε σεξουαλικές σχέσεις χωρίς περιορισμούς, που τις χαρακτηρίζει με τη λαθεμένη έκφραση εταιρισμός. 2) Οτι οι τέτοιες σχέσεις αποκλείουν κάθε σίγουρη πατρότητα, ότι επομένως και η καταγωγή μπορούσε να λογαριάζεται μονάχα από τη γυναικεία γραμμή - σύμφωνα με το μητρικό Δίκαιο, και ότι αρχικά αυτό συνέβαινε σε όλους τους λαούς της αρχαιότητας. 3) Οτι για το λόγο αυτό εκτιμούσαν και σέβονταν σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες που σαν μητέρες ήταν οι μοναδικά σίγουροι γνωστοί γονείς της νεότερης γενιάς, βαθμό που κατά την αντίληψη του Μπάχοφεν, έφτανε ως την πλέρια κυριαρχία των γυναικών (γυναικοκρατία). 4) Οτι το πέρασμα στη μονογαμία, όπου η γυναίκα ανήκε αποκλειστικά σ' έναν άντρα, περιέκλεινε την παράβαση μιας παμπάλαιας θρησκευτικής εντολής, (δηλαδή πραγματικά την παράβασή του από παράδοση δικαιώματος των υπόλοιπων αντρών πάνω στην ίδια γυναίκα), μια παράβαση που έπρεπε να εξιλεωθεί ή να εξαγοραστεί η ανοχή της με μια χρονικά περιορισμένη έκδοση της γυναίκας.
Τις αποδείξεις γι' αυτές τις θέσεις τις βρίσκει ο Μπάχοφεν σε πολυάριθμα χωρία της παλιάς κλασικής φιλολογίας που τα μάζεψε μ' εξαιρετική επιμέλεια. Σύμφωνα μ' αυτόν, η εξέλιξη από τον «εταιρισμό» στη μονογαμία και από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο γίνεται, ειδικά στους Ελληνες, σαν συνέπεια μιας παραπέρα εξέλιξης των θρησκευτικών παραστάσεων, μιας εισδοχής νέων θεοτήτων που αντιπροσωπεύουν το νέο τρόπο αντίληψης, στο παλιό πατροπαράδοτο πάνθεο, που εκπροσωπούσε τις παλιές αντιλήψεις, έτσι που οι πρώτες όλο και πιότερο απωθούν το δεύτερο στο βάθος της σκηνής. Σύμφωνα με τον Μπάχοφεν, λοιπόν, δεν είναι η εξέλιξη των πραγματικών όρων ζωής των ανθρώπων, μα η θρησκευτική ανταύγεια αυτών των όρων ζωής στα κεφάλια των ίδιων των ανθρώπων, που προκάλεσε τις ιστορικές αλλαγές στην αμοιβαία κοινωνική θέση του άντρα και της γυναίκας. Σύμφωνα μ' αυτά, ο Μπάχοφεν παρουσιάζει την «Ορέστεια» του Αισχύλου σαν τη δραματική περιγραφή του αγώνα ανάμεσα στο μητρικό δίκαιο που έδυε και στο πατρικό δίκαιο που στην ηρωική εποχή ανάτελλε και νικούσε. Η Κλυταιμνήστρα για χάρη του εραστή της, Αίγισθου, σκότωσε τον άντρα της, τον Αγαμέμνονα που γύρισε από τον τρωικό πόλεμο. Ο Ορέστης όμως που ήταν γιος της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα, εκδικιέται το φόνο του πατέρα, σκοτώνοντας τη μητέρα του. Γι' αυτό τον καταδίωκαν οι Ερινύες, οι δαιμονικές υπερασπίστριες του μητρικού δικαίου που θεωρούν τη μητροκτονία σαν το πιο βαρύ, το πιο ανεξιλέωτο έγκλημα. Μα ο Απόλλωνας που με το χρησμό του έσπρωξε τον Ορέστη σ' αυτή την πράξη και η Αθηνά, που την καλούνε δικαστίνα - οι δυο θεοί που εκπροσωπούν εδώ το καινούργιο καθεστώς του πατρικού δικαίου - τον προστατεύουν. Η Αθηνά ακούει και τα δύο μέρη. Ολο το διαφιλονικούμενο ζήτημα συνοψίζεται σύντομα στη συζήτηση που γίνεται τώρα ανάμεσα στον Ορέστη και τις Ερινύες. Ο Ορέστης επικαλείται ότι η Κλυταιμνήστρα έκανε διπλό έγκλημα: γιατί σκοτώνοντας τον άντρα της σκότωσε μαζί και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες καταδιώκουν αυτόν, κι όχι εκείνη, που είναι πολύ πιο φταίχτρα; Η απάντηση είναι χτυπητή: «Ουκ ην όμαιμος φωτός ον κατέκτανεν».
Ο φόνος ενός ανθρώπου που δε συγγενεύει με αίμα κι αν ακόμα είναι ο άντρας της φόνισσας, εξιλεώνεται, δεν ενδιαφέρει τις Ερινύες. Αυτωνών δουλιά είναι μονάχα να καταδιώκουν το φόνο ανάμεσα στους συγγενείς από αίμα και δω, σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, το πιο βαρύ και το πιο ανεξιλέωτο είναι η μητροκτονία. Τώρα εμφανίζεται ο Απόλλωνας σαν συνήγορος του Ορέστη. Η Αθηνά βάζει τους αρεοπαγίτες - τους Αθηναίους δικαστές - να ψηφίσουν. Οι ψήφοι είναι ίσοι για την αθώωση και την καταδίκη. Τότε η Αθηνά, σαν προϊστάμενη, δίνει την ψήφο της στον Ορέστη, και τον αθωώνει. Το πατρικό δίκαιο νίκησε το μητρικό δίκαιο. Οι «θεοί της νέας γενιάς» όπως τους χαρακτηρίζουν οι ίδιες οι Ερινύες, νικούν τις Ερινύες που πείθονται στο τέλος να αναλάβουν ένα νέο αξίωμα στην υπηρεσία του νέου καθεστώτος.
Αυτή η καινούργια, μα απόλυτα σωστή ερμηνεία της «Ορέστειας» είναι ένα από τα ωραιότερα και καλύτερα μέρη όλου του βιβλίου, αποδείχνει όμως σύγχρονα ότι ο Μπάχοφεν πιστεύει τουλάχιστο στις Ερινύες, στον Απόλλωνα και στην Αθηνά, όσο και ο Αισχύλος στην εποχή του. Πιστεύει ακριβώς, ότι στην ελληνική ηρωική εποχή έκαμαν το θαύμα να γκρεμίσουν το μητρικό δίκαιο με το πατρικό δίκαιο. Είναι φανερό ότι μια τέτοια αντίληψη, που θεωρεί τη θρησκεία αποφασιστικό μοχλό της παγκόσμιας ιστορίας, τελικά θα πρέπει να καταλήγει σε καθαρό μυστικισμό. Είναι λοιπόν άχαρη, δεν είναι διόλου αποδοτική πάντα δουλειά, να διαβάζει κανείς τους χοντρούς τόμους του Μπάχοφεν. Ομως, όλα αυτά δε στενεύουν την αξία του, που ανοίγει νέους δρόμους. Αυτός πρώτος αντικατέστησε τη φράση για μιαν άγνωστη αρχική κατάσταση απεριόριστων σεξουαλικών σχέσεων, με την απόδειξη, ότι η παλιά κλασική φιλολογία μας δείχνει ένα σωρό ίχνη, που σύμφωνα μ' αυτά πριν από τη μονογαμία υπήρχε πραγματικά στους Ελληνες και τους Ασιάτες μια κατάσταση όπου, όχι μονάχα ένας άντρας είχε σεξουαλικές σχέσεις με περισσότερες γυναίκες, μα και μια γυναίκα είχε τέτοιες σχέσεις με περισσότερους άντρες, χωρίς αυτό να προσκρούει στα έθιμα. Οτι αυτό το έθιμο δεν εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει πίσω του ίχνη, με τη μορφή μιας περιορισμένης έκδοσης, που μ' αυτήν οι γυναίκες έπρεπε να εξαγοράσουν το δικαίωμα της μονογαμίας. Οτι γι' αυτό αρχικά η καταγωγή μπορούσε να λογαριάζεται μονάχα σε γυναικεία γραμμή, από μητέρα σε μητέρα. Οτι αυτή η μοναδική ισχύς της γυναικείας γραμμής διατηρήθηκε ακόμα για πολύ και στην εποχή της μονογαμίας με την εξασφαλισμένη, ή πάντως την αναγνωρισμένη πατρότητα και ότι αυτή η αρχική θέση των μητέρων, σαν των μοναδικών σίγουρων γονιών των παιδιών τους, εξασφάλιζε σ' αυτές και μαζί μ' αυτές στις γυναίκες γενικά, μιαν ανώτερη κοινωνική θέση που δεν την ξαναπόχτησαν ποτέ από τότε. Αυτούς τους κανόνες ο Μπάχοφεν βέβαια δεν τους διατύπωσε έτσι καθαρά - σ' αυτό τον εμπόδιζε η μυστικιστική του αντίληψη. Μα τους έχει αποδείξει, κι αυτό, το 1861, σημαίνει σωστή επανάσταση.
Ο χοντρός τόμος του Μπάχοφεν ήταν γραμμένος στα γερμανικά, δηλαδή στη γλώσσα του έθνους που τότε ενδιαφερόταν λιγότερο απ' όλα για την προϊστορία της σημερινής οικογένειας. Γι' αυτό έμεινε άγνωστος. Ο άμεσός του διάδοχος στον ίδιο τομέα εμφανίστηκε το 1865, χωρίς ποτέ να 'χει ακούσει για τον Μπάχοφεν.
Ο «αποξεραμένος νομικός» Τζ. Φ. Μακ Λέναν και τα «έθιμά» του
Ο διάδοχος αυτός ήταν ο Τζ. Φ. Μακ Λέναν, το κατευθείαν αντίθετο του προκατόχου του. Στη θέση του μεγαλοφυή μυστικιστή έχουμε εδώ τον αποξεραμένο νομικό. Στη θέση της ξεχειλισμένης ποιητικής φαντασίας, τους ευλογοφανείς συνδυασμούς του δικηγόρου που αγορεύει. Ο Μακ Λέναν βρίσκει σε πολλούς άγριους, βάρβαρους, ακόμα και πολιτισμένους λαούς της παλιάς και της νέας εποχής, μια μορφή συνοικεσίου, όπου ο γαμπρός, μονάχος, ή με τους φίλους του, πρέπει φαινομενικά ν' αρπάζει με τη βία τη νύφη από τους συγγενείς της. Αυτό το έθιμο θα πρέπει να είναι υπόλειμμα ενός προηγούμενου εθίμου, όπου οι άντρες μιας φυλής άρπαζαν πραγματικά τις γυναίκες τους με τη βία από άλλες φυλές. Πώς εμφανίστηκε τώρα αυτός ο «ληστρικός γάμος»; Οσον καιρό οι άντρες έβρισκαν αρκετές γυναίκες στη δική τους τη φυλή, δεν υπήρχε απολύτως καμιά αφορμή γι' αυτό τον τρόπο του γάμου. Βρίσκουμε όμως τώρα επίσης συχνά, ότι σε μη αναπτυγμένους λαούς υπάρχουν ορισμένες ομάδες (που γύρω στα 1865 τις συνταύτιζαν συχνά ακόμα με τις ίδιες τις φυλές), όπου απαγορεύεται ο γάμος μέσα σ' αυτές, έτσι που οι άντρες είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν τις γυναίκες τους και οι γυναίκες τους άντρες τους έξω από την ομάδα, ενώ σε άλλες υπάρχει το έθιμο οι άντρες μιας ορισμένης ομάδας να είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν τις γυναίκες τους μονάχα μέσα από τη δική τους ομάδα. Ο Μακ Λέναν ονομάζει τις πρώτες εξωγαμικές, τις δεύτερες ενδογαμικές και δημιουργεί χωρίς περιστροφές μιαν αλύγιστη αντίθεση ανάμεσα σε εξωγαμικές και ενδογαμικές «φυλές». Και παρά το γεγονός ότι η έρευνά του της εξωγαμίας τον έκανε να σκοντάψει με τη μύτη πάνω στο γεγονός ότι αυτή η αντίθεση σε πολλές, αν όχι στις περισσότερες ή ακόμα και σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει μονάχα στη φαντασία του, ωστόσο την κάνει βάση ολόκληρης της θεωρίας του. Οι εξωγαμικές φυλές μπορούν έτσι να παίρνουν τις γυναίκες τους μονάχα απ' άλλες φυλές και στην αδιάκοπη κατάσταση πολέμου ανάμεσα στις φυλές που αντιστοιχεί στην εποχή της αγριότητας, αυτό μπορούσε να γίνει μονάχα με την αρπαγή.
Και ο Μακ Λέναν ρωτά παραπέρα: Από πού προέρχεται αυτό το έθιμο της εξωγαμίας; Η αντίληψη της αιματοσυγγένειας και της αιμομειξίας δεν μπορούσαν να 'χουν καμιά σχέση μ' αυτήν, αυτές ήταν φαινόμενα που αναπτύχθηκαν μόνο πολύ αργότερα. Ισως όμως αυτό να χρωστιέται στο πολυδιαδομένο στους άγριους έθιμο, να σκοτώνουν τα κορίτσια αμέσως μόλις γεννηθούν. Ετσι δημιουργείται ένα περίσσεμα από άντρες σε κάθε ξεχωριστή φυλή, που αναγκαία άμεση συνέπειά της είναι πολλοί άντρες να κατέχουν από κοινού μια γυναίκα: πολυανδρία. Η συνέπεια πάλι ήταν ότι ξέρανε ποια ήταν η μητέρα ενός παιδιού, όχι όμως ποιος ο πατέρας, γι' αυτό: η συγγένεια λογαριάζεται μονάχα από τη γυναικεία γραμμή κι αποκλείεται η αντρική. Αυτό ήταν το μητρικό δίκαιο. Και μια δεύτερη συνέπεια της έλλειψης γυναικών μέσα στη φυλή - μια έλλειψη που τη μετρίαζε, μα δεν την εξαφάνιζε η πολυανδρία - ήταν ακριβώς η συστηματική βίαιη απαγωγή γυναικών, από ξένες φυλές. «Επειδή η εξωγαμία και η πολυανδρία πηγάζουν από την ίδια αιτία - την έλλειψη ισαριθμίας ανάμεσα στα δύο φύλα - πρέπει να θεωρούμε ότι όλες οι εξωγαμικές φυλές αρχικά ήταν πολυανδρικές... Και γι' αυτό πρέπει να θεωρούμε αδιαμφισβήτητο ότι ανάμεσα στις εξωγαμικές φυλές το πρώτο σύστημα συγγένειας ήταν εκείνο που γνωρίζει δεσμούς αίματος μονάχα από τη μητρική πλευρά», («Mac Lennan, Siudis in Ancient History», 1886 Primitive Marriage p. 124).
Η υπηρεσία που πρόσφερε ο Μακ Λέναν είναι ότι τράβηξε την προσοχή στη γενική διάδοση και τη μεγάλη σημασία αυτού που ονομάζει εξωγαμία. Καθόλου δεν ανακάλυψε την ύπαρξη των εξωγαμικών ομάδων και ακόμα σε καμιά περίπτωση δεν τις κατάλαβε. Εκτός από προηγούμενες, μονωμένες σημειώσεις παρατηρητών - που ήταν οι πηγές του Μακ Λέναν - ο Λάθαμ («Descriptive Ethnology»1859) είχε περιγράψει σωστά και με ακρίβεια το θεσμό αυτό στους Ινδούς Μαγγάρ και είπε ότι είναι γενικά διαδομένος και τον βρίσκουμε σε όλες τις ηπείρους. Το σημείο αυτό από το έργο του Λάθαμ το αναφέρει και ο ίδιος ο Μακ Λέναν. Και ο δικός μας ο Μόργκαν, από το 1847, στα γράμματά του για τους Ιροκέζους (στην «Αμέρικαν Ρέβιου») και το 1851 στην «League of the Iroquois»τον αποδείχνει και τον περιγράφει σωστά, ενώ, όπως θα δούμε, το δικηγορικό μυαλό του Μακ Λέναν δημιούργησε εδώ μια πολύ μεγαλύτερη σύγχυση απ' ό,τι η μυστικιστική φαντασία του Μπάχοφεν στον τομέα του μητρικού δικαίου. Μια παραπέρα υπηρεσία που πρόσφερε ο Μακ Λέναν είναι ότι αναγνώρισε τη γενεαλογική σειρά σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο σαν το αρχικό αν και, όπως το αναγνωρίζει αργότερα, τον πρόλαβε εδώ ο Μπάχοφεν. Μα και εδώ δε βλέπει καθαρά, μιλά διαρκώς για «συγγένεια μονάχα σε γυναικεία γραμμή» (hinship through females only) και χρησιμοποιεί αδιάκοπα αυτή τη σωστή για μια προηγούμενη βαθμίδα έκφραση και σε κατοπινές βαθμίδες ανάπτυξης, όπου παρά το γεγονός ότι η καταγωγή και η κληρονομιά λογαριάζονται ακόμα αποκλειστικά σύμφωνα με τη γυναικεία γραμμή, αναγνωρίζεται όμως και εκφράζεται η συγγένεια και από την αντρική πλευρά. Είναι η στενοκεφαλιά του νομικού, που δημιουργεί μια σταθερή νομική έκφραση και εξακολουθεί να την εφαρμόζει αμετάτρεπτη σε καταστάσεις που στο μεταξύ την έκαναν ανεφάρμοστη. Παρ' όλη της την ευλογοφάνεια, φαίνεται ωστόσο ότι η θεωρία του Μακ Λέναν δε φαινόταν, ούτε στον ίδιο της το συγγραφέα, να 'ναι αρκετά γερά θεμελιωμένη. Τουλάχιστον του κάνει εντύπωση ότι είναι «αξιοπαρατήρητο πως η μορφή της (φαινομενικής) αρπαγής γυναικών είναι πιο χαρακτηριστική και εκφράζεται πιο καλά, ακριβώς στους λαούς εκείνους όπου επικρατεί η αντρική συγγένεια (θέλει να πει: καταγωγή σε αντρική γραμμή)» (σελ. 140). Και ακόμα: «Είναι περίεργο γεγονός ότι απ' όσα ξέρουμε, η παιδοκτονία δεν ασκείται συστηματικά πουθενά εκεί όπου υπάρχουν πλάι - πλάι η εξωγαμία και η αρχαιότατη μορφή συγγένειας» (σελ. 146). Και τα δυο γεγονότα χτυπούν κατάμουτρα τον τρόπο της εξήγησής του και δεν έχει να αντιπαραθέτει σ' αυτά παρά μονάχα καινούριες, πιο μπερδεμένες υποθέσεις.
Παρ' όλα αυτά, στην Αγγλία η θεωρία του επιδοκιμάστηκε πολύ και βρήκε μεγάλη απήχηση: Ο Μακ Λέναν περνούσε εδώ γενικά για ιδρυτής της ιστορίας της οικογένειας και για πρώτη αυθεντία στο πεδίο αυτό. Η αντίθεσή του ανάμεσα στις εξωγαμικές και τις ενδογαμικές «φυλές», παρά τις μερικές εξαιρέσεις και τροποποιήσεις που διαπιστώνανε, έμεινε ωστόσο η αναγνωρισμένη βάση της κυρίαρχης αντίληψης και έγινε η παρωπίδα, που έκανε αδύνατη κάθε ελεύθερη εποπτεία του ερευνώμενου πεδίου και επομένως έκανε επίσης αδύνατη κάθε αποφασιστική πρόοδο. Στην υπερεκτίμηση του Μακ Λέναν στην Αγγλία, που συνηθίζεται κατά το αγγλικό πρότυπο και αλλού, έχουμε καθήκον ν' αντιπαραθέσουμε το γεγονός ότι με την καθαρά παρεξηγημένη αντίθεσή του ανάμεσα στις εξωγαμικές και τις ενδογαμικές «φυλές» πιότερο έβλαψε παρά ωφέλησε με τις έρευνές του.
Ωστόσο, έρχονταν στο φως όλο και περισσότερα γεγονότα που δεν ταίριαζαν στο κομψό του πλαίσιο. Ο Μακ Λέναν γνώριζε μονάχα τρεις μορφές του γάμου: πολυγαμία, πολυανδρία και μονογαμία. Μια όμως και στράφηκε η προσοχή σ' αυτό το σημείο βρίσκονταν όλο και περισσότερες αποδείξεις για το ότι σε ανεξέλιχτους λαούς υπήρχαν μορφές γάμου, όπου μια σειρά άντρες κατείχαν από κοινού μια σειρά γυναίκες. Κι ο Λόμποκ (The Origin of Civilization1870) παραδέχτηκε τούτο τον ομαδικό γάμο (Communal marriage) σαν ιστορικό γεγονός.
Οι «ανακαλύψεις» του Μόργκαν γεννούν αντιπαραθέσεις
Αμέσως μετά το 1871, εμφανίστηκε ο Μόργκαν με νέο και από πολλές απόψεις αποφασιστικό υλικό. Είχε πειστεί ότι το ιδιόμορφο σύστημα συγγένειας που ισχύει στους Ιροκέζους είναι κοινό σε όλους τους αυτόχθονες κατοίκους των Ενωμένων Πολιτειών, δηλαδή απλώνεται σ' ολόκληρη ήπειρο, αν και αντιφάσκει άμεσα με τους βαθμούς συγγένειας όπως προκύπτουν πραγματικά από το σύστημα γάμου που ισχύει εκεί. Παρακίνησε λοιπόν την αμερικάνικη ομοσπονδιακή κυβέρνηση να μαζέψει πληροφορίες, με βάση ερωτηματολόγια και πίνακες που διατύπωσε ο ίδιος, για τα συστήματα συγγένειας των υπόλοιπων λαών και βρήκε από τις απαντήσεις: 1) Οτι το αμερικανο-ινδιάνικο σύστημα συγγένειας ισχύει σε πολλές φυλές και στην Ασία και με κάπως παραλλαγμένη μορφή στην Αφρική και στην Αυστραλία, 2) ότι εξηγείται πλέρια από μια μορφή ομαδικού γάμου, που εξαφανίζεται τώρα, στη Χαβάη και σ' άλλα αυστραλιανά νησιά, 3) ότι όμως στα ίδια νησιά, πλάι σ' αυτή τη μορφή γάμου, ισχύει ένα σύστημα συγγένειας που μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με μιαν ακόμα πιο πρωτόγονη και σήμερα εξαφανισμένη μορφή ομαδικού γάμου. Τις πληροφορίες που μάζεψε μαζί με τα συμπεράσματά του τα δημοσίευσε το 1871 στο βιβλίο του «Systems of Consanguinity an Affinity»και έφερε έτσι τη συζήτηση σ' ένα άπειρα πιο ευρύ πεδίο. Ξεκινώντας από τα συστήματα συγγένειας ξαναοικοδομούσε τις αντίστοιχες σ' αυτά μορφές οικογένειας, ανοίγοντας έτσι έναν καινούριο δρόμο έρευνας και μιαν ανασκόπηση που έφτανε ακόμα πιο πίσω στην προϊστορία της ανθρωπότητας. Με την επικράτηση αυτής της μεθόδου διαλυόταν σαν καπνός το χαριτωμένο κατασκεύασμα του Μακ Λέναν.
Ο Μακ Λέναν υπεράσπισε τη θεωρία του στη νέα έκδοση του Primitive Marriage («Studies in Ancient History» (1876). Ενώ ο ίδιος σκαρώνει μιαν εξαιρετικά τεχνητή ιστορία της οικογένειας αποκλειστικά από υποθέσεις, ζητά από τον Λόμποκ και τον Μόργκαν όχι μόνον αποδείξεις για τον κάθε τους ισχυρισμό, μα αποδείξεις με την ακαταμάχητη εκείνη ακρίβεια, που μονάχα σ' ένα σκωτικό δικαστήριο γίνονται δεχτές. Κι αυτό το κάνει ο ίδιος άνθρωπος, που από τη στενή σχέση ανάμεσα στον αδερφό της μητέρας και το γιο της αδερφής στους Γερμανούς (Tacitus, «Germania» c.20), από την πληροφορία του Καίσαρα ότι οι Βρετανοί ανά δέκα ή δώδεκα έχουν κοινές τις γυναίκες τους και από όλες τις άλλες πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για κοινοχτημοσύνη των γυναικών στους βαρβάρους, βγάζει αδίσταχτα το συμπέρασμα ότι σ' αυτούς τους λαούς κυριαρχούσε η πολυανδρία! Θαρρεί κανείς ότι ακούει έναν εισαγγελέα, που για την ταχτοποίηση της περίπτωσής του επιτρέπει στον εαυτό του κάθε ελευθερία, που απαιτεί όμως την πιο τυπική, νομικά ισχυρή απόδειξη για την κάθε λέξη του συνηγόρου.
Ισχυρίζεται ότι ο ομαδικός γάμος είναι καθαρή φαντασία, και έτσι πέφτει πολύ πίσω από τον Μπάχοφεν. Τα συστήματα συγγένειας του Μόργκαν είναι τάχα απλοί κανόνες κοινωνικής ευγένειας, κι αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι οι Ινδιάνοι προσφωνούν και τον ξένο, τον λευκό, αδερφό ή πατέρα. Είναι σα να θέλαμε να υποστηρίξουμε ότι οι χαρακτηρισμοί πατέρας, μητέρα, αδερφός, αδερφή είναι απλές προσφωνήσεις χωρίς νόημα, επειδή τους καθολικούς παπάδες και τις ηγουμένισσες τους προσφωνούν πατέρα και μητέρα, ενώ οι καλόγεροι και οι καλόγριες, ακόμα και οι μασόνοι και οι Αγγλοι σύντροφοι ενός επαγγελματικού σωματείου, προσφωνούνται μεταξύ τους σε επίσημες συνεδριάσεις με τις λέξεις αδερφέ και αδερφή. Κοντολογίς, η υπεράσπιση του Μακ Λέναν ήταν φοβερά αδύνατη.
Εμενε ωστόσο ακόμα ένα σημείο, όπου δεν τον είχαν πιάσει. Η αντίθεση ανάμεσα στις εξωγαμικές και τις ενδογαμικές «φυλές», που πάνω της στηρίζεται όλο του το σύστημα, δεν ήταν μονάχα ακλόνητη, μα την αναγνώριζαν κιόλας σαν άξονα όλης της ιστορίας της οικογένειας. Παραδέχονταν ότι η προσπάθεια του Μακ Λέναν να εξηγήσει αυτήν την αντίθεση είναι ανεπαρκής και αντιφάσκει με τα γεγονότα που ο ίδιος απαρίθμησε. Μα η αντίθεση η ίδια, το γεγονός ότι υπάρχουν δυο αλληλοαποκλειόμενα είδη από αυτοτελείς και ανεξάρτητες φυλές, όπου το ένα είδος έπαιρνε τις γυναίκες του μέσα στη φυλή, ενώ αυτό απαγορευόταν απόλυτα στο άλλο είδος - αυτά ίσχυαν σαν αδιαφιλονίκητο ευαγγέλιο. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε λ.χ. το «Origine de la famille»του Ζιρό Τελόν (1874) και ακόμα το «Origine of Civilization» του Λόμποκ (4η έκδοση, 1882).
Από το σημείο αυτό πιάνεται το κύριο έργο του Μόργκαν: «Ancient Society» (1877), το έργο που το έχει σαν βάση της τούτη η εργασία. Αυτό που το 1871 ακόμα ο Μόργκαν το διαισθανόταν θολά μόνον, αναπτύσσεται εδώ με πλέρια συνείδηση. Η ενδογαμία και εξωγαμία δεν αποτελούν καμιά αντίθεση. Εξωγαμικές φυλές δε βρέθηκαν ως τώρα πουθενά. Ομως τον καιρό που επικρατούσε ακόμα ο ομαδικός γάμος - και κατά πάσαν πιθανότητα κάποτε επικρατούσε παντού - η φυλή διακλαδωνόταν σε μια σειρά αιματοσυγγενικές από τη μητρική πλευρά ομάδες, στα γένη, που μέσα τους απαγορευόταν αυστηρά ο γάμος, έτσι που οι άντρες ενός γένους μπορούσαν βέβαια να παίρνουν τις γυναίκες τους μέσα από τη φυλή, και κατά κανόνα τις παίρνανε απ' αυτήν, μα έπρεπε να τις παίρνουν έξω από το γένος τους. Ετσι που αν το γένος ήταν αυστηρά εξωγαμικό, η φυλή, που περιλάβαινε το σύνολο των γενών, ήταν άλλο τόσο αυστηρά ενδογαμική. Ετσι ξεκαθαρίστηκε οριστικά και το τελευταίο υπόλειμμα του κατασκευάσματος του Μακ Λέναν.
Ο Μόργκαν όμως δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Το γένος των ινδιάνων της Αμερικής του χρησίμεψε ακόμα για να κάμει τη δεύτερη αποφασιστική πρόοδο στο πεδίο που ερευνούσε. Στο γένος αυτό που ήταν οργανωμένο σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, ανακάλυψε την αρχική μορφή απ' όπου αργότερα αναπτύχθηκε το γένος που ήταν οργανωμένο σύμφωνα με το πατρικό δίκαιο, το γένος όπως το βρίσκουμε στους αρχαίους πολιτισμένους λαούς. Το ελληνικό και ρωμαϊκό γένος, που έμενε αίνιγμα για όλους τους ως τότε ιστοριογράφους, είχε εξηγηθεί με το ινδιάνικο και έτσι είχε βρεθεί μια καινούρια βάση για όλη την πρωτόγονη ιστορία.
Η σπουδαιότητα των μελετών του Μόργκαν
Αυτή η ξαναανακάλυψη του αρχικού μητριαρχικού γένους σαν προβαθμίδας του πατριαρχικού γένους των πολιτισμένων λαών, έχει για την προϊστορία την ίδια σημασία που έχει η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου για τη βιολογία και η θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ για την πολιτική οικονομία. Εδωσε τη δυνατότητα στον Μόργκαν να σκιαγραφήσει για πρώτη φορά την ιστορία της οικογένειας, όπου έχουν διατυπωθεί στις γενικές τους γραμμές, κι όσο το επιτρέπει το γνωστό σήμερα υλικό, τουλάχιστο οι κλασικές της βαθμίδες ανάπτυξης. Είναι φανερό για όλους ότι έτσι αρχίζει μια νέα εποχή στην επεξεργασία της προϊστορίας. Το μητριαρχικό γένος έγινε ο άξονας που γύρω του στρέφεται όλη αυτή η επιστήμη. Από τον καιρό που ανακαλύφθηκε, ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση και για ποιο αντικείμενο πρέπει να ερευνούμε και πώς πρέπει να ταξινομούμε τα αποτελέσματα της έρευνας. Και επομένως γίνονται τώρα στον τομέα αυτόν πολύ πιο γρήγορες πρόοδοι απ' ό,τι γινόταν πριν εκδοθεί το βιβλίο του Μόργκαν.
Οι ανακαλύψεις του Μόργκαν έχουν τώρα αναγνωριστεί γενικά, ή μάλλον τις έχουν ιδιοποιηθεί οι ερευνητές της προϊστορίας, ακόμα και στην Αγγλία. Ομως σχεδόν σε κανένα δε βρίσκουμε την ανοιχτή ομολογία ότι στον Μόργκαν χρωστούμε τούτη την επανάσταση στις αντιλήψεις. Στην Αγγλία αποσιώπησαν όσο ήταν δυνατό το βιβλίο του και με τον ίδιο ξεμπέρδεψαν με συγκαταβατικούς επαίνους για τις προηγούμενές του εργασίες. Ενώ ξεσκαλίζουν με επιμέλεια τις λεπτομέρειες της περιγραφής του, αποσιωπούν επίμονα τις πραγματικά μεγάλες ανακαλύψεις του. Η πρώτη έκδοση του «Ancient Society» έχει εξαντληθεί. Στην Αμερική δεν υπάρχει για παρόμοια πράγματα αξιόλογη κατανάλωση. Στην Αγγλία φαίνεται πως το πνίξανε συστηματικά το βιβλίο και η μοναδική έκδοση αυτού του έργου, που άφησε εποχή, η έκδοση που κυκλοφορεί ακόμα στα βιβλιοπωλεία, είναι η γερμανική μετάφραση.
Γιατί αυτή η επιφύλαξη, στην οποία είναι δύσκολο να μη δούμε μια συνωμοσία σιωπής, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη τις τόσες περικοπές που αναφέρονται απλούστατα για λόγους ευγένειας και τις άλλες εκδηλώσεις συναδελφικότητας, από τους αναγνωρισμένους μας ερευνητές της προϊστορίας; Μήπως γιατί ο Μόργκαν είναι Αμερικανός και είναι πολύ σκληρό για τους Εγγλέζους ερευνητές της προϊστορίας το γεγονός ότι, παρά την εξαιρετικά αξιέπαινη επιμέλειά τους στη συλλογή του υλικού, είναι υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε δυο μεγαλοφυείς ξένους, στον Μπάχοφεν και στον Μόργκαν, για τις απόψεις που ισχύουν γενικά στην ταχτοποίηση και ταξινόμηση αυτού του υλικού, με δυο λόγια για τις ιδέες τους; Τον Γερμανό θα μπορούσαν ακόμα να τον ανεχθούν, μα τον Αμερικανό; Απέναντι στον Αμερικανό ο κάθε Εγγλέζος γίνεται πατριώτης, είδα τέτοια τερπνά παραδείγματα στις Ενωμένες Πολιτείες. Και σαν να μην έφταναν αυτά προστέθηκε και το ότι ο Μακ Λέναν ήταν, σα να λέμε, ο επίσημα αναγνωρισμένος ιδρυτής και αρχηγός της αγγλικής προϊστορικής σχολής. Ανάμεσα στους ερευνητές της προϊστορίας νομιζόταν σαν τρόπος καλής συμπεριφοράς να μιλάνε με το μεγαλύτερο σεβασμό για το τεχνητό του ιστορικό κατασκεύασμα, που από την παιδοκτονία οδηγεί στη μητριαρχική οικογένεια μέσω της πολυανδρίας και του ληστρικού γάμου. Σε θεωρούσαν ανόσιο αιρετικό αν είχες και την παραμικρή αμφιβολία για το ότι υπάρχουν «φυλές» εξωγαμικές και ενδογαμικές, που αλληλοαποκλείονται απόλυτα. Επομένως, ο Μόργκαν έκανε ένα είδος ιεροσυλίας διαλύοντας σαν καπνό όλα αυτά τα αγιασμένα δόγματα. Και τα διέλυσε μάλιστα μ' έναν τρόπο που έφτασε να εκφράσει τις απόψεις του για να γίνουν αμέσως ολοφάνερες. Ετσι που οι θαυμαστές του Μακ Λέναν, που ως τα τώρα τρίκλιζαν απελπισμένα ανάμεσα στην εξωγαμία και στην ενδογαμία αναγκάστηκαν να χτυπήσουν το κεφάλι τους και να φωνάξουν: Πώς μπορούσαμε να 'μαστε τόσο κουτοί και να μην το βρούμε αυτό μονάχοι μας από καιρό!
Κι αν δε φτάνανε αυτά τα εγκλήματα για ν' απαγορεύουν στην επίσημη σχολή κάθε άλλη μεταχείρισή του εκτός από ένα χλιαρό παραμέρισμά του, ο Μόργκαν έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι, όχι μονάχα γιατί κριτίκαρε τον πολιτισμό, την κοινωνία της εμπορευματικής παραγωγής, τη βασική μορφή της σημερινής μας κοινωνίας μ' έναν τρόπο που θυμίζει τον Φουριέ, μα και γιατί μιλά ακόμα για μελλοντικό μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας με λόγια που θα μπορούσε να τα 'χει πει ο Καρλ Μαρξ. Του άξιζε λοιπόν που ο Μακ Λέναν τον κατηγορεί αγαναχτισμένος, ότι «η ιστορική μέθοδός του είναι απόλυτα αντιπαθητική» και που ο καθηγητής κύριος Ζιρό - Τελόν στη Γενεύη το επιβεβαιώνει αυτό ακόμα και το 1884. Αν και ήταν ο ίδιος ο κύριος Ζιρό - Τελόν που το 1874 («Origines de la famille») στριφογύριζε ακόμα αμήχανος μέσα στο λαβύρινθο της εξωγαμίας του Μακ Λέναν, απ' όπου χρειάστηκε να τον απελευθερώσει ο Μόργκαν!
Για τις υπόλοιπες προόδους που χρωστά η προϊστορία στον Μόργκαν, δε χρειάζεται να επεκταθώ εδώ. Στην εργασία μου βρίσκεται ό,τι χρειάζεται γι' αυτές. Τα δεκατέσσερα χρόνια που πέρασαν από την έκδοση του κύριου έργου του Μόργκαν, πλούτισαν πολύ το υλικό μας για την ιστορία της πρωτόγονης κοινωνίας της ανθρωπότητας. Στους ανθρωπολόγους, στους ταξιδιώτες και στους επαγγελματίες ερευνητές της προϊστορίας προστέθηκαν οι μελετητές της συγκριτικής νομολογίας που από τη μια μεριά έφεραν νέο υλικό και από την άλλη νέες απόψεις. Ετσι κλονίστηκαν ή και αχρηστεύτηκαν μερικές από τις υποθέσεις του Μόργκαν. Ομως πουθενά το νεοσυλλεγμένο υλικό δεν μπόρεσε ν' αντικαταστήσει με νέες, τις μεγάλες του κύριες απόψεις. Η τάξη που έβαλε ο Μόργκαν στην προϊστορία ισχύει, στις κύριές της γραμμές, ακόμα και σήμερα. Μάλιστα, μπορεί να πει κανείς, την αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο στον ίδιο βαθμό που κρατούν μυστικό το γεγονός ότι αυτός είναι ο αρχικός δημιουργός αυτής της μεγάλης προόδου.


Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα

Αυτό ήταν το σύνθημα του αγγλικού εργατικού κινήματος στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων. Αυτό το σύνθημα πρόσφερε καλή υπηρεσία την περίοδο της ανόδου των τρεντ-γιούνιον, ύστερα από την κατάργηση το 1824 των αισχρών νόμων για τις ενώσεις1, πρόσφερε ακόμα καλύτερη υπηρεσία την περίοδο του δοξασμένου Χαρτιστικού Κινήματος, όταν οι Αγγλοι εργάτες πορεύονταν επικεφαλής της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Αλλά τα χρόνια αλλάζουν και πολλά απ' αυτά που ήταν καλά και αναγκαία πριν από 50 ακόμα και 30 χρόνια, τώρα πάλιωσαν και θα είναι εξ ολοκλήρου άτοπα. Μήπως αυτό σχετίζεται και με το συγκεκριμένο παλιό, καθιερωμένο σύνθημα;

Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα; Αλλά τι σημαίνει δίκαιος μισθός και τι σημαίνει δίκαιη εργάσιμη ημέρα; Πώς αυτά προσδιορίζονται μέσα από τους όρους στους οποίους ζει και αναπτύσσεται η σημερινή κοινωνία; Για ν' απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει ν' απευθυνθούμε όχι στην επιστήμη της ηθικής ή του δικαίου και ούτε στα αισθήματα περί ανθρωπισμού, δικαιοσύνης, ακόμα και της ευσπλαχνίας. Γιατί αυτό που είναι δίκαιο, από την άποψη της ηθικής ή ακόμα και του δικαίου, μπορεί ν' αποδειχτεί μακριά από τη δικαιοσύνη σε κοινωνικό επίπεδο. Η κοινωνική δικαιοσύνη ή η αδικία ορίζονται μόνο από μία επιστήμη, από την επιστήμη που έχει σχέση με τα οικονομικά δεδομένα της παραγωγής και της ανταλλαγής - από την επιστήμη της πολιτικής οικονομίας.

Τι, αλήθεια, ονομάζει η πολιτική οικονομία δίκαιο μισθό και δίκαιη εργατική ημέρα; Απλά, το μέγεθος του μισθού, τη διάρκεια και ένταση της εργατικής μέρας, οι οποίες καθορίζονται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργοδοτών και των εργατών στην ελεύθερη αγορά. Και τι αντιπροσωπεύουν αυτοί οι δύο, με βάση αυτόν τον ορισμό;

Δίκαιος μισθός, σε φυσιολογικές συνθήκες, είναι το ποσό που απαιτείται για να εξασφαλίσει στον εργάτη τα μέσα διαβίωσής του, τα αναγκαία, που σε αντιστοιχία με το επίπεδο ζωής στη δική του θέση και στη συγκεκριμένη χώρα στηρίζει την ικανότητά του για εργασία και τη διαιώνιση του είδους του. Τα πραγματικά μεγέθη του μισθού, σε συνθήκες διακύμανσης της παραγωγής, μπορεί να είναι άλλοτε υψηλότερα άλλοτε χαμηλότερα αυτού του ποσού. Αλλά αυτό το μέγεθος σε φυσιολογικές συνθήκες πρέπει να είναι ο μέσος όρος, η συνισταμένη όλων των διακυμάνσεων.
Δίκαιη εργάσιμη ημέρα είναι εκείνη η διάρκεια της εργάσιμης μέρας και εκείνη η ένταση της πραγματοποιούμενης εργασίας, στα πλαίσια των οποίων, στη διάρκεια της μέρας, ξοδεύεται εξολοκλήρου η εργατική δύναμη του εργάτη. Αλλά ξοδεύεται έτσι ώστε να μην προκαλέσει ζημιά στην ικανότητά του να πραγματοποιήσει την ίδια ποσότητα εργασίας και αύριο και τις επόμενες μέρες.
Η αγοραπωλησία συνίσταται στα παρακάτω: Ο εργάτης παραχωρεί στον καπιταλιστή όλη την ημερήσια εργατική του δύναμη, δηλαδή την ποσότητα που μπορεί να δώσει, ώστε να επιτρέπει την αδιάκοπη επανάληψη της αγοραπωλησίας. Σε αντάλλαγμα, αυτός παίρνει ακριβώς τόσα και όχι περισσότερα από τα αναγκαία για τη ζωή αντικείμενα, όσα απαιτούνται, ώστε αυτή η αγοραπωλησία κάθε ημέρα να επαναλαμβάνεται. Ο εργάτης δίνει τόσο πολλά και ο καπιταλιστής δίνει τόσο λίγα, όσα μόνο επιτρέπει η φύση αυτής της αγοραπωλησίας. Αυτή είναι μια άκρως ιδιόμορφη δικαιοσύνη.

Αλλά ας επιχειρήσουμε να μπούμε στο θέμα λίγο βαθύτερα. Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία, ο μισθός και η εργάσιμη ημέρα καθορίζονται από μια τέτοια δικαιοσύνη, η οποία προφανώς απαιτεί από την αρχή και οι δύο πλευρές να είναι στις ίδιες συνθήκες. Ομως αυτό ακριβώς είναι που δε συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αν ο καπιταλιστής δε συμφωνήσει με τον εργάτη, αυτός είναι σε θέση να περιμένει και να ζει με το δικό του κεφάλαιο. Για τον εργάτη αυτό είναι αδύνατο. Εκτός από το μισθό του, αυτός δε διαθέτει τίποτα άλλο για να ζήσει και γι' αυτό είναι υποχρεωμένος να δέχεται τη δουλειά, όταν, όπου και με τους όρους που μπορεί να την αποκτήσει. Ο εργάτης από την αρχή πέφτει σε δυσμενείς συνθήκες αγώνα. Η πείνα τον θέτει σε τρομερά ασύμφορη κατάσταση. Και μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την πολιτική οικονομία της τάξης των καπιταλιστών, σ' αυτό ακριβώς και περικλείεται η κορυφή της δικαιοσύνης.

Αλλά αυτό ακόμα είναι πραγματικά τίποτα. Η διάδοση της δύναμης των μηχανών στους νέους κλάδους παραγωγής, και επίσης η διάδοση και ο εκσυγχρονισμός των μηχανών στις παραγωγές που ήδη εφαρμόζονται, αποστερούν την εργασία από όλο και περισσότερο αριθμό εργατών. Και αυτό γίνεται πολύ γρηγορότερα απ' ό,τι αυτοί οι εκτοπισμένοι εργάτες μπορούν ν' απορροφηθούν και να βρουν εργασία στις φάμπρικες της χώρας. Αυτοί οι εκτοπισμένοι εργάτες αποτελούν μια πραγματική βιομηχανική εφεδρική στρατιά, την οποία χρησιμοποιεί το κεφάλαιο. Αν τα πράγματα στη βιομηχανία είναι άσχημα, τότε μπορεί να πεθάνουν από την πείνα, θα καταφύγουν στην ελεημοσύνη, στην κλεψιά κ.λπ. Αν τα πράγματα στη βιομηχανία είναι καλά, είναι πάντα διαθέσιμοι για τη διεύρυνση της παραγωγής. Και μέχρι τότε, που και ο τελευταίος από τους άντρες, τις γυναίκες ή τα παιδιά, που αποτελούν αυτή την εφεδρική στρατιά, δε βρει εργασία - πράγμα που συμβαίνει μόνο σε περιόδους δαιμονισμένης υπερπαραγωγής - μέχρι τότε ο ανταγωνισμός αυτής της εφεδρικής στρατιάς θα μειώνει το μισθό και μονάχα η ύπαρξή της θα ενισχύει τη δύναμη του κεφαλαίου στον πόλεμο ενάντια στην εργασία. Στην αντιπαράθεση με το κεφάλαιο, η εργασία όχι μόνο είναι σε άνιση θέση, αλλά είναι αναγκασμένη να διαβιώνει με τις, περασμένες στα πόδια, σιδερένιες αλυσίδες. Ομως σύμφωνα με την πολιτική οικονομία των καπιταλιστών αυτό είναι δίκαιο.

Αλλά ας ξεκαθαρίσουμε, από ποιο ταμείο πληρώνει ο καπιταλιστής αυτόν τον τόσο δίκαιο μισθό. Εννοείται από το κεφάλαιο. Ομως το κεφάλαιο δεν παράγει αξία. Η εργασία όπως και η γη αποτελούν τη μοναδική πηγή πλούτου. Το ίδιο το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο από συσσωρευμένο προϊόν της εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, η πληρωμή της εργασίας καταβάλλεται από την ίδια την εργασία και ο εργάτης πληρώνεται από το προϊόν του που ο ίδιος παράγει. Σύμφωνα με αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε συνήθη δικαιοσύνη, ο μισθός του εργάτη πρέπει να αντιστοιχεί στο προϊόν της εργασίας του. Αλλά σύμφωνα με την πολιτική οικονομία αυτό δε θα ήταν δίκαιο. Αντίθετα, το προϊόν της εργασίας του εργάτη παραδίνεται στον καπιταλιστή και ο εργάτης παίρνει απ' αυτό τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή. Με αυτόν τον τρόπο, αποτέλεσμα αυτού του ιδιόμορφου «δίκαιου» ανταγωνισμού, είναι γεγονός ότι το προϊόν της εργασίας αυτών που εργάζονται αναπόφευκτα συσσωρεύεται στα χέρια εκείνων που δεν εργάζονται και μετατρέπεται στα χέρια τους σε ισχυρότατο όπλο υποδούλωσης αυτών των ίδιων ανθρώπων οι οποίοι και το παρήγαγαν.

Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα! Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος και για τη δίκαιη εργάσιμη ημέρα, δικαιοσύνη που είναι ίδια και απαράλλαχτη με τη δικαιοσύνη για το μισθό. Αλλά αυτό είμαστε αναγκασμένοι να το αφήσουμε για κάποια άλλη φορά. Από τα παραπάνω, γίνεται απολύτως ξεκάθαρο ότι το παλιό σύνθημα έφαγε τα ψωμιά του και είναι αμφίβολο αν μας κάνει για σήμερα. Η δικαιοσύνη της πολιτικής οικονομίας, όσο η τελευταία εκφράζει πιστά τους νόμους με τους οποίους διοικείται η σημερινή κοινωνία, είναι η δικαιοσύνη που τάσσεται εξ ολοκλήρου με τη μια πλευρά. Με την πλευρά του κεφαλαίου. Ας θάψουμε λοιπόν για πάντα το παλιό σύνθημα και ας το αντικαταστήσουμε με το εξής:

Τα μέσα εργασίας - πρώτες ύλες, φάμπρικες, μηχανές - στην ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών.



Ο Ενγκελς στον Στάρκεμπουργκ

Λονδίνο, 25 του Γενάρη 1894
Αξιότιμε κύριε,
Ιδού η απάντηση στα ερωτήματά σας!

1. Με τις οικονομικές σχέσεις, που τις θεωρούμε σαν καθοριστική βάση της ιστορίας της κοινωνίας, εννοούμε τον τρόπο που οι άνθρωποι μιας ορισμένης κοινωνίας παράγουν τα μέσα συντήρησής τους κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα προϊόντα (εφόσον υπάρχει καταμερισμός της εργασίας). Δηλαδή, εδώ περιλαμβάνεται ολόκληρη η τεχνική της παραγωγής και των μεταφορών. Η τεχνική αυτή κατά την αντίληψή μας καθορίζει επίσης τον τρόπο της ανταλλαγής καθώς και της διανομής των προϊόντων και, επομένως, ύστερα από τη διάλυση της κοινωνίας των γενών, καθορίζει και το διαχωρισμό των τάξεων, επομένως και τις σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης, επομένως και το κράτος, την πολιτική, το δίκαιο, κτλ. Ακόμα, στις οικονομικές σχέσεις περιλαβαίνεται και η γεωγραφική βάση που πάνω της ξετυλίγονται αυτές οι σχέσεις, και τα πραγματικά κληρονομημένα υπολείμματα από προηγούμενα στάδια ανάπτυξης που διατηρήθηκαν, συχνά μόνο από παράδοση ή με τη δύναμη της αδράνειας, και επίσης περιλαβαίνεται φυσικά και το περιβάλλον που περιβάλλει απ' τα έξω την κοινωνική αυτή μορφή.

Αν η τεχνική, όπως λέτε, εξαρτιέται στο μεγαλύτερό της μέρος από την κατάσταση της επιστήμης, πολύ περισσότερο ακόμα εξαρτιέται η επιστήμη από την κατάσταση και τις ανάγκες της τεχνικής. Οταν η κοινωνία έχει μια τεχνική ανάγκη, η ανάγκη αυτή προωθεί την επιστήμη περισσότερο από δέκα πανεπιστήμια. Ολη η υδροστατική (Τορικέλι κτλ.) γεννήθηκε από την ανάγκη να ρυθμιστούν οι ορεινοί χείμαρροι στην Ιταλία το XVI και XVII αιώνα. Για τον ηλεκτρισμό ξέρουμε κάτι το θετικό μόνο αφότου ανακαλύφθηκε η δυνατότητα της τεχνικής εφαρμογής του. Στη Γερμανία όμως έχουν δυστυχώς συνηθίσει να γράφουν την ιστορία των επιστημών έτσι σαν να είχαν πέσει οι επιστήμες απ' τον ουρανό.

2. Θεωρούμε τις οικονομικές συνθήκες ότι είναι αυτό που καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την ιστορική εξέλιξη. Μα και η φυλή ακόμα είναι οικονομικός παράγοντας. Υπάρχουν όμως εδώ δυο σημεία που δεν πρέπει να τα παραβλέπουμε:

α) Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κτλ. ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Ολες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλαδή η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη αιτία που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στη βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση. Το κράτος, λ.χ., επιδρά με τους προστατευτικούς δασμούς, με το ελεύθερο εμπόριο, με μια καλή ή κακή φορολογία. Ακόμα και η θανάσιμη κόπωση και ανικανότητα του Γερμανού μικροαστού, που πηγάζει από την οικονομική αθλιότητα της Γερμανίας στην περίοδο από το 1648 ως το 1830 και που εκδηλώθηκαν πρώτα με τον πιετισμό, κι ύστερα με το συναισθηματισμό και τη δουλική υποταγή στους ηγεμόνες και στους ευγενείς, δεν έμειναν χωρίς οικονομικά αποτελέσματα. Αποτέλεσαν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την καινούρια άνοδο και κλονίστηκαν μόνο όταν οι πόλεμοι της επανάστασης και του Ναπολέοντα έκαναν τη χρόνια αθλιότητα να περάσει σε οξεία μορφή. Δεν είναι, λοιπόν, όπως θέλουν να φαντάζονται μερικοί, γιατί τους έρχεται βολικά, ένα αυτόματο αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, την κάνουν όμως μέσα σ' ένα δοσμένο, καθοριστικό γι' αυτούς περιβάλλον, πάνω στη βάση πραγματικών σχέσεων που προϋπήρχαν, και που ανάμεσά τους οι οικονομικές συνθήκες, όσο κι αν επηρεάζονται από τις υπόλοιπες πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες, είναι ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση, οι αποφασιστικές και αποτελούν τον κόκκινο μίτο που περνά μέσα απ' όλες και που μόνον αυτός οδηγεί στην κατανόηση.

β) Οι ίδιοι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, την κάνουν όμως ως τώρα όχι με συλλογική θέληση, σύμφωνα μ' ένα γενικό σχέδιο, ούτε καν μέσα στα πλαίσια μιας καθορισμένης, δοσμένης κοινωνίας. Οι προσπάθειές τους διασταυρώνονται, κι ακριβώς γι' αυτό σ' όλες αυτές τις κοινωνίες κυριαρχεί η αναγκαιότητα, που ολοκλήρωση και μορφή έκφρασής της είναι η σύμπτωση. Η αναγκαιότητα που επιβάλλεται εδώ, μέσα από κάθε λογής συμπτώσεις, είναι πάλι, σε τελευταία ανάλυση, η οικονομική αναγκαιότητα. Και δω φτάνουμε στην εξέταση του ζητήματος των λεγόμενων μεγάλων ανδρών. Οτι κάποιος, κι ακριβώς αυτός ο μεγάλος άνδρας εμφανίζεται σε τούτη την ορισμένη εποχή, σ' αυτή τη δοσμένη χώρα, είναι φυσικά καθαρή σύμπτωση. Αν όμως τον σβήσουμε, τότε ζητείται αντικαταστάτης του, κι αυτός ο αντικαταστάτης βρίσκεται tant, bien que mal, μα βρίσκεται με τον καιρό. Οτι ο Ναπολέοντας, ακριβώς αυτός ο Κορσικανός, ήταν ο στρατιωτικός δικτάτορας που τον έκανε απαραίτητο η εξαντλημένη από το δικό της πόλεμο Γαλλική Δημοκρατία, αυτό ήταν σύμπτωση. Οτι όμως, αν έλειπε ένας Ναπολέοντας, ένας άλλος θα είχε πάρει τη θέση του, αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι βρισκόταν πάντα ο άνθρωπος μόλις χρειαζόταν: ο Καίσαρας, ο Αύγουστος, ο Κρόμβελ κτλ. Αν ο Μαρξ ανακάλυψε την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο Τιερί, ο Μινιέ, ο Γκιζό και όλοι οι Αγγλοι ιστορικοί ως το 1850 αποδείχνουν ότι τα πράγματα έτειναν σ' αυτήν κι η ανακάλυψη της ίδιας αντίληψης από τον Μόργκαν αποδείχνει ότι ο καιρός ήταν ώριμος γι' αυτήν και ότι ακριβώς έπρεπε να ανακαλυφθεί.

Το ίδιο γίνεται και με όλες τις άλλες συμπτώσεις και τις φαινομενικές συμπτώσεις στην ιστορία. Οσο περισσότερο ο τομέας που μελετάμε απομακρύνεται από τον οικονομικό και πλησιάζει στον καθαρά αφηρημένο ιδεολογικό, τόσο περισσότερο θα βρίσκουμε ότι παρουσιάζει στην εξέλιξή του συμπτώσεις, τόσο περισσότερο η καμπύλη του διαγράφει ζιγκ-ζαγκ. Αν όμως χαράξετε τον μέσο άξονα της καμπύλης, θα δείτε ότι όσο μακρύτερη είναι η εξεταζόμενη περίοδος κι όσο μεγαλύτερο το μελετώμενο πεδίο, τόσο περισσότερο αυτός ο άξονας είναι παράλληλος με τον άξονα της οικονομικής ανάπτυξης.

Στη Γερμανία, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη σωστή κατανόηση είναι η ανεύθυνη παραμέληση της οικονομικής ιστορίας στη φιλολογία. Είναι πολύ δύσκολο να ξεσυνηθίσει κανείς τις αντιλήψεις για την ιστορία που του μπάσανε στο κεφάλι του όταν φοιτούσε στο σχολειό, μα ακόμα πιο δύσκολο είναι να συγκεντρώσει το υλικό που χρειάζεται γι' αυτό. Ποιος λ.χ. έχει διαβάσει έστω και μόνο το γερο-Γκ. φον Γκίλιχ, που στη συλλογή του, που αποτελείται από στεγνά στοιχεία, έχει ωστόσο τόσο υλικό για την εξήγηση αναρίθμητων πολιτικών γεγονότων!

Αλλωστε, το ωραίο παράδειγμα που έδωσε ο Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ» θα πρέπει, νομίζω, να σας απαντά αρκετά στα ερωτήματά σας, ακριβώς γιατί είναι ένα πρακτικό παράδειγμα. Πιστεύω επίσης ότι έχω θίξει κιόλας τα περισσότερα σημεία στο «Αντι-Ντύρινγκ», Ι, κεφ. 9-11, και ΙΙ κεφ. 2-4, καθώς και ΙΙΙ, κεφ. 1 ή στην εισαγωγή και ύστερα στο τελευταίο μέρος του «Φόϋερμπαχ».

Παρακαλώ να μην ψιλοκοσκινίσετε την κάθε λέξη από τα παραπάνω, μα να έχετε πάντα υπόψη τη συνοχή. Λυπάμαι που δεν έχω τον καιρό να σας τα γράψω επεξεργασμένα με την ίδια ακρίβεια που θα ήμουνα υποχρεωμένος να τα γράψω για τη δημοσιότητα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου