Έμπενζεε
Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής και οι ελάχιστοι επιζήσαντες Έλληνες κρατούμενοι, έφθασαν στο στρατόπεδο του Έμπενζεε στις 20/04/1945. Η δύναμη του στρατοπέδου ήταν τότε μόλις 22.000 και οι θάλαμοι του στρατοπέδου ήταν γεμάτοι σορούς από ανθρώπινα πτώματα. Τα κρεματόρια δούλευαν 24 ώρες σε βάρδιες των 12. Η πείνα θέριζε.
Στους κρατούμενους δινόντουσαν μόνο 50-60 γραμμάρια ψωμί της ημέρα και μία σούπα φτιαγμένη από φλούδες πατάτας, η οποία κόπηκε μερικές μέρες μετά. Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής περιγράφει κάπως έτσι την άφιξή του στο στρατόπεδο:
"Το τραίνο που μας κουβαλούσε σταμάτησε σε μια βαθιά χαράδρα για προφύλαξη από τα συμμαχικά αεροπλάνα. Εμάς μας έβγαλαν έξω. Δίπλα μας ήταν μια πλαγιά σπαρμένη με σινάπι. Πέσαμε με τα μούτρα πάνω του και το αφανίσαμε κυριολεκτικά παρά τις κοντακιές που τρώγαμε από τα Ες-Ες. Όταν φτάσαμε στην κορυφή της πλαγιάς, τα γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει εκεί για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς δοκίμασαν τη φρίκη όταν μας είδαν. Εμάς, κάτι όρθιους σκελετούς. Τη διάβασα στα μάτια τους! Μερικές ώρες μετά φθάσαμε στο Έμπενζεε.
Στο Έμπενζεε η πείνα είχε φτάσει στο απόγειό της. Δεν μας δίναν σχεδόν τίποτε για φαγητό. Οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι νεκρούς. Οι κανιβαλισμοί που σημειώθηκαν δεν ήταν λίγοι. Μια μέρα, ο Χρήστος Μπλιούμης, δικαστικό κλητήρας από την Κασσάνδρα Χαλκιδικής, μου έφερε έναν χυλό σε χρώμα καφέ προς μπλε. Μου είπε ότι οι Γερμανοί το έφτιαχναν από μαργαρίνη. Το έβαλα στο στόμα μου και έφτυσα αμέσως. Είχε γεύση από χώμα. Ήταν χώμα που για άγνωστο λόγο είχε αυτό το χρώμα."
Με τον πληθυσμό του στρατοπέδου να μειώνεται καθημερινά, λόγω της πείνας των εκτελέσεων και των ασθενειών, φθάνουμε στις 5/5/1945, ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου των Ορθοδόξων.
Ο διοικητής του στρατοπέδου, κάποιος λοχαγός των Ες-Ες, κάλεσε γενικό προσκλητήριο. 8.000 περίπου, όρθιοι σκελετοί έφθασαν στην πλατεία. Σύντομα ήρθαν και ορισμένοι διερμηνείς και ξεκίνησαν να μεταφράζουν τα λόγια του διοικητή:
"Αποφάσισα να σας χαρίσω τη ζωή. Τι θέλετε να κάνετε; Να σας βάλουμε στο τούνελ για να είσαστε προφυλαγμένοι από τους βομβαρδισμούς;"
"Όχι", απάντησαν οι κρατούμενοι.
"Εμείς φεύγουμε για να αντιτάξουμε άμυνα".
Αργότερα, κάποιοι Γερμανοί στρατιώτες που έμειναν στο στρατόπεδο εξομολογήθηκαν στους κρατούμενους ότι ο διοικητής τους διέταξε να εκτελέσουν όλους τους κρατούμενους κι εκείνοι αρνήθηκαν. Σκόπευε, όσοι επέλεγαν να μπουν στο τούνελ να εκτελεστούν μαζικά. Οι φρουροί ζήτησαν από τους κρατούμενους να είναι ήσυχοι και τους είπαν ότι θα τους παρέδιδαν στους Αμερικανούς που θα έφθαναν εκεί σε 2-3 μέρες. Φυσικά, οι κάπο και οι βασανιστές του στρατοπέδου είχαν αποχωρήσει μαζί με τα Ες-Ες.
Nεκροί και μελλοθάνατοι στις τελευταίες ημέρες του Έμπενζεε. |
Απελευθέρωση
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η δύναμη του στρατοπέδου είχε φθάσει στους 8000. 14000 χιλιάδες είχαν πεθάνει μέσα σε λίγες ημέρες. Ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Νίκος Χονδρός είχε υποστεί τέτοια αβιταμίνωση που λόγω του πρηξίματος στο σώμα, έμενε μόνιμα ξαπλωμένος σε μια κουβέρτα μπορώντας μόνο να ανοίξει λίγο το ένα του μάτι και να ψελλίζει ορισμένες φράσεις. Πέθανε λίγο πριν το στρατόπεδο απελευθερωθεί.
Τα κρεματόρια είχαν πια σταματήσει, ελλείψει εργατών και οι νεκροί θάβονταν μαζικά σε λάκκους.
Οι ελάχιστοι ζώντες Ισπανοί αντιφασίστες, που ο Φράνκο είχε στείλει στα ναζιστικά κάτεργα, άνοιξαν τις αποθήκες των Ες-Ες, μοίρασαν φαγώσιμα και οπλίστηκαν. Ξεκίνησαν να κυνηγούν τους ελάχιστους κάπο και βασανιστές που έμειναν στο στρατόπεδο. Το Έμπενζεε γέμισε μικρές φωτιές στις οποίες οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να μαγειρέψουν.
Τα Αμερικανικά τανκ έφθασαν στο στρατόπεδο στις 6/5/1945. Οι κρατούμενοι από διάφορες εθνότητες κατασκεύασαν πανό που τους καλωσόριζαν και παρατάχθηκαν σε σειρές. Η αδυναμία τους όμως να σταθούν, τους εξανάγκασε να κάθονται στο έδαφος. Η γερμανική φρουρά, παρουσίασε όπλα και αμέσως παραδόθηκε.
Γαλλικό πανό καλωσορίσματος στο Έμπενζεε. |
Ανάμεσα στους Αμερικανούς στρατιώτες, βρέθηκε και ο Ελληνοαμερικάνος Γιώργος Μανής, ο οποίος βλέποντας την Ελληνική σημαία άρχισε να κλαίει και να αγκαλιάζει τους Έλληνες κρατούμενους. Ανασήκωσε το κάθισμα του τανκ και τους έδωσε τσιγάρα και σοκολάτες.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες έδωσαν ότι μπορούσαν στους κρατούμενους, όμως τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης δεν επαρκούσαν. Ο Αμερικανός διοικητής διέταξε το δήμαρχο του Έμπενζεε να φέρει προμήθειες στο στρατόπεδο άμεσα, όμως στο χωριό επικρατούσε μεγάλη πείνα και έτσι οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν να δίνουν και στους Γερμανούς τρόφιμα.
Ξαφνικά, επιδημία θανάτου έπεσε στο στρατόπεδο.
Πολλοί κρατούμενοι άρχισαν να πεθαίνουν από το πολύ φαγητό που κατανάλωναν, καθώς το σώμα είχε ξεσυνηθίσει στην τροφή. Γράφει σχετικά ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής:
"Πόσοι άραγε πεθάναν από το πολύ φαγητό; Τρώγαμε, τρώγαμε, τρώγαμε και δεν χορταίναμε, δεν κόπαζε το αίσθημα της πείνας. Εγώ, ο οποίος κι από παιδί ποτέ δεν έτρωγα πολύ, μόλις τον Οκτώβρη του 1945 κατόρθωσα να χορταίνω με τη συνηθισμένη ποσότητα φαγητού."
Λίγες ημέρες μετά την απελευθέρωση, στο στρατόπεδο δημιουργήθηκαν "κομιτάτα". Στο ελληνικό κομιτάτο, επικεφαλής μπήκαν κρατούμενοι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ που είχαν πιαστεί το 1944. Επικεφαλής του κομιτάτου ήταν ο δάσκαλος Βαγγέλης Φαρμάκης από τα Γιάννενα.
Οι Αμερικανοί δημιούργησαν και μερικές πρόχειρες νοσοκομειακές εγκαταστάσεις για την περίθαλψη των κρατουμένων, πολλοί από τους οποίους πέθαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα από τύφο, ενώ άλλοι έμειναν για μήνες έως ότου μπορέσουν να ανακάμψουν. Σταδιακά όλα τα κράτη που είχαν κρατούμενους στο στρατόπεδο Έμπενζεε ξεκίνησαν να στέλνουν αντιπροσωπείες για να τους παραλάβουν και να τους μεταφέρουν στην πατρίδα τους. Όλα τα κράτη εκτός της Ελλάδας που δεν έστειλε ποτέ τους αντιπροσώπους της.
Έτσι, μήνες μετά, οι Έλληνες κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν κάτω από μια μικρή αμερικανική δύναμη και ξεκίνησαν την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Το ταξίδι της επιστροφής
Φορτωμένοι σε αμερικανικά τζέιμς, οι Έλληνες του Έμπενζεε έφθασαν πρώτα στο αυστριακό χωριό Φίλαχ και από εκεί παραλήφθηκαν από τους Βρετανούς και μεταφέρθηκαν στο ιταλικό Ούντινε.
Σαφώς, οι Έλληνες του Έμπενζεε γνώριζαν ότι η Ελλάδα είχε απελευθερωθεί, όχι όμως για τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη, τον ρόλο των Βρετανών και τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Από το Ούντινε, οι Έλληνες μεταφέρθηκαν στη Μπολόνια, μετέπειτα στο Μέστρε και μετά με τραίνο στο Μπάρι. Στο τραίνο για το Μπάρι, οι πρώην κρατούμενοι συνάντησαν και άλλους Έλληνες από άλλα στρατόπεδα. Ο Αλεξανδρής περιγράφει γλαφυρά ένα περιστατικό ξυλοδαρμού Ελλήνων από Έλληνες:
"Εκεί που ταξιδεύαμε, ο εθνικόφρων και θρησκευόμενος Γ. Παναγιωτόπουλος μου είπε ότι σε ένα βαγόνι ΕΑΜίτες δέρνανε ανθρώπους και μου ζήτησε να παρέμβω. Πήγα στο βαγόνι και βρήκα τον Γρηγόρη Γιαγγούλα, έφεδρο της στρατολογίας Μακεδονίας και στέλεχος του ΕΑΜ.
- Γιατί βρε Γρηγόρη τους δέρνετε αυτούς;
- Ανέβα στο βαγόνι και πες μου εσύ Μιλτιάδη τι να τους κάνω;
Ανέβηκα. Ήταν τελείως σκοτεινά. Τι είσαστε εσείς παιδιά; Ρωτούσα χωρίς να παίρνω απάντηση. Τέλος ένας μου είπε ότι ήταν ελέυθεροι εργάτες που είχαν πάει να δουλέψουν στα εργοστάσια του Χίτλερ στη Γερμανία, επειδή πεινούσαν στην Ελλάδα. Είπα στον Γρηγόρη και στον Φαρμάκη ότι επειδή ήταν ελεύθεροι εργάτες έπρεπε να δώσουν λόγο και να κριθούν για τις πράξεις τους στην Ελλάδα.
Σε κάποια στιγμή με πλησίασε ένας από αυτούς και ήθελε να μου μιλήσει πιστεύοντας ότι είμαι δικηγόρος. Του λέω:
-Τι κακό έκαμες;
- Είμαι αντικομμουνιστής.
- Με γεια σου με χαρά σου.
Πετιέται ο Σταύρος και του λέει: "Τι αντικομμουνιστής είσαι βρε κάθαρμα! Εγκληματίας είσαι!" Και βγάζει ο Σταύρος από ένα μπαούλο που κουβαλούσε ο "αντικομμουνιστής" μια στολή λοχαγού των Ες-Ες, κάτι δαχτυλίδια με νεκροκεφαλές και δύο φωτογραφίες, στις οποίες ο "αντικομμουνιστής" κρατώντας το μαστό μιας κοπέλας με το αριστερό του χέρι, την πατούσε στο λαιμό και με το άλλο χέρι ετοιμαζόταν να της κόψει το στήθος.
"Αυτά τα λες αντικομμουνισμό;" τον ρωτώ. Ανατρίχιασα ολόκληρος. Ήταν κι αυτός "εθνικόφρονας".
Τελικά τους κρατήσαμε περιορισμένους σε ένα βαγόνι και όταν φθάσαμε στο Μπάρι τους παραδώσαμε στους Εγγλέζους, οι οποίοι τους κλείσανε σε κρατητήριο."
Τελικά μερικές ημέρες μετά οι Έλληνες από όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεκίνησαν να μεταφέρονται στην Ελλάδα με καράβι. Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής μεταφέρθηκε με το πλοίο "Ασκάνιους", στο οποίο επέβαιναν και ακόμη 18 Αστακιώτες.
Πολλοί δεξιοί και συντηρητικοί Έλληνες κρατούμενοι, όπως ο Γιώργος Καραβασίλης, υποθέτοντας πως στην Ελλάδα είχε επικρατήσει το ΕΑΜ, ξεκίνησαν να δηλώνουν πως ήταν φιλοΕΑΜικοί και να λαμβάνουν μάλιστα ακραίες θέσεις:
"Ο Γιώργος Καραβασίλης, εργατοπατέρας που τώρα μου το έπαιζε ... αριστερός, μου έλεγε ότι επιστρέφοντας πως τώρα έπρεπε να σφάξουμε πολλούς συντηρητικούς. Έτσι εξηγούσε το σοσιαλισμό στο φτωχό του το κεφάλι. Του ανταπάντησα ότι ο σοσιαλισμός δεν σήμαινε σφαγές, αλλά δημιουργία μιας ηθικότερης και δικαιότερης κοινωνίας. Όταν γυρίσαμε και βρήκαμε τη γνωστή μεταπολεμική κατάσταση, ο κυρ-Γιώργης δεν έχασε χρόνο κι έγινε χίτης κι αργότερα άρπαξε και το προϊόν του εράνου που είχαμε κάνει οι Αστακιώτες εκτοπισμένοι στις χώρες των κατακτητών."
Η αποστολή έφθασε στον Πειραιά στις 24/7/1945. Τραγουδούσαν αντάρτικα τραγούδια χωρίς να γνωρίζουν το κράτος του ζόφου που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα της κρατικής και παρακρατικής Λευκής Τρομοκρατίας
Όταν ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής επέστρεψε στον Αστακό βρήκε το σπίτι του κλεμμένο και καμένο από τις παρακρατικές συμμορίες. Ο ίδιος εν αγνοία και απουσία του είχε χαρακτηριστεί ως "κομμουνιστής εγκληματίας" και κατηγορήθηκε για εγκλήματα που είχε διαπράξει στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ βρισκόταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Αλεξανδρής αποτάθηκε στον τοπικό διοικητή της Χωροφυλακής για να πάρει μια αόριστη απάντηση ότι εκείνος δεν ήξερε και πως έπρεπε "να ξεκαθαρίσει τη θέση του". Έκανε αίτηση στον τοπικό Ερυθρό Σταυρό για να αναλάβει την περίθαλψη των κατοίκων και φυσικά δεν προσλήφθηκε ποτέ. Το τοπικό Λαϊκό Κόμμα, με εκπρόσωπο τον Αγρινιώτη γιατρό Παντελή Ρώσσο, ζήτησε από τον Αλεξανδρή να βάλει υποψηφιότητα στις επερχόμενες εκλογές. Εκείνος αρνήθηκε λόγω της αναγκαστικής παραίτησης, που αυτό θα συνεπαγόταν, από τη θέση του συμβολαιογράφου. Σύντομα, την άρνηση αυτή θα ακολουθούσαν και οι πρώτοι τραμπουκισμοί.
Την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου του 1945, ο Αλεξανδρής ήρθε σε επαφή με το ΕΑΜ, το οποίο ετοιμαζόταν με χίλιες προφυλάξεις να λάβει μέρος στους εορτασμούς. Επισκεύθηκε τον πρόεδρο της κοινότητας Αστακού, αρχηγό της Χ και ταγματασφαλίτη επί Κατοχής και του ζήτησε να του επιτρέψει να μεσολαβήσει για την εθνική συμφιλίωση. Εκείνος του απάντησε πως εάν το ΕΑΜ επιχειρούσε να συμμετέχει στον εορτασμό θα τους έριχναν χειροβομβίδες.
Παράλληλα, στον Αστακό εγκαταστάθηκε σώμα Εθνοφυλακής με επικεφαλής του τον Κ. Νταβατζή, λοχαγό των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι Εθνοφύλακες εισέβαλαν στο σπίτι του Αλεξανδρή και κακοποίησαν την 14χρονη ανηψιά του.
Μερικές εβδομάδες μετά, 50 Αστακιώτες πρώην κρατούμενοι των ναζιστικών στρατοπέδων δημιούργησαν σωματείο και εξέλεξαν πρόεδρο τον Αλεξανδρή. Κατόπιν υπουργικής άδειας οργάνωσαν έρανο για τα θύματα των ναζί. Το βράδυ της έναρξης του εράνου, χίτες του Αστακού άρχισαν να πυροβολούν το σπίτι του Αλεξανδρή φωνάζοντας: "Κερατάδες κουκουέδες θα σας φάμε". Επόμενο περιστατικό απειλών έγινε στον Αλεξανδρή ορισμένες μέρες μετά, όταν εκείνος επέστρεφε από την πλατεία του χωριού. Τότε ένα αυτοκίνητο έριξε τους προβολείς του επάνω του και ένοπλοι τραμπούκοι της Χ βγήκαν από αυτό έτοιμοι να τον δείρουν ή να τον σκοτώσουν.
Τυχαία, από τη σκηνή περνούσε το στέλεχος του ΕΑΜ και μετέπειτα γιατρός του ΕΔΕΣ Γκόλιας, ο οποίος τράβηξε το περίστροφό του και φωνάζοντας απώθησε τους χίτες.
Στο συμβολαιογραφείο του Αλεξανδρή δεν πλησίαζε κανείς, ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Οι πρώτοι δεν πήγαιναν λόγω φόβου, ενώ οι δεύτεροι λόγω εντολών που είχαν. Μια μέρα, το μέλος του ΕΑΜ Λεωνίδας Παπαλεξόπουλος, έφθασε τρέχοντας στο συμβολαιογραφείο λέγοντας: "Τρέχα, θα σε σκοτώσουν σήμερα, τώρα αμέσως, ο Θανάσης και οι χωροφύλακες έρχονται, μου είπε να σου το πω η Μαρία Καρέλλα."
Βγαίνοντας, ο Αλεξανδρής εντόπισε στο καφενείο του Γκόλια, στελέχη της Χ να συνεδριάζουν. Ανάμεσά τους, ο καθηγητής Γιώργος Καραμούζης, γυμνασιάρχης και στέλεχος της Χ. Ο Αλεξανδρής του ζήτησε εξηγήσεις. Εκείνος του είπε πως δεν μπορούσε να τον προφυλάξει και πως σε άλλα χωριά είχαν ήδη ξεκινήσει να σκοτώνουν κομμουνιστές και στελέχη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Στη γύρω περιοχή, κατόπιν εντολών του συνταγματάρχη Χωροφυλακής και πρώην ταγματασφαλίτη Καπελλάρη, είχαν δολοφονηθεί οι Σταύρος Αυλωνίτης και το στέλεχος του ΕΛΑΣ Καραϊμέρης.
Μερικές ημέρες μετά, ο Αλεξανδρής ζήτησε άδεια ενός μήνα από τον πρόεδρο πρωτοδικών του Μεσολογγίου και αναχώρησε για την Αθήνα, φοβούμενος για τη ζωή του. Στο Αγρίνιο, ο Αλεξανδρής συνελήφθη παράτυπα και κρατήθηκε στο κρατητήριο της Χωροφυλακής για "παράνομο έρανο". Το τοπικό ΕΑΜ δικηγόρων διαμαρτυρήθηκε στη Χωροφυλακή και μετά από 12 ώρες, ο Αλεξανδρής αφέθηκε ελεύθερος.
Ακολουθεί ένας χρόνος απανωτών αδειών, κατά τον οποίο ο Αλεξανδρής παραμένει στην Αθήνα και προσπαθεί να μετατεθεί εκεί.
Στα τέλη του 1946, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής τοποθετείται στη νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Αιτωλοακαρνανίας και ακολουθεί το κλιμάκιο του ΟΗΕ στα χωριά Κατούνα, Αιτωλικό, Αγόριανη και στα Κύθηρα.
Στην Κατούνα, με πληθυσμό 3000 κατοίκων, οι δολοφονημένοι είχαν φθάσει τους 200.
Στο Μεσολόγγι, ο Αλεξανδρής κινδύνευσε ξανά να δολοφονηθεί από την τοπική Χ, όμως με παρέμβαση του προέδρου της Χ, δικηγόρου Νίκου Αλετρά, η δολοφονία ματαιώθηκε. Λόγος ήταν προφανώς η συμμετοχή του Αλεξανδρή στο κλιμάκιο του ΟΗΕ.
Με την έλευση του Δημοψηφίσματος για τη Βασιλεία, ο Αλεξανδρής τοποθετήθηκε ως δικαστικός αντιπρόσωπος στο χωριό Βλαντό. Επιχείρησε να συγκεντρώσει τα στελέχη της δεξιάς και του ΕΑΜ για να προωθήσει τη συμφιλίωση μεταξύ τους. Οι μεν Τσιπούρας και οι στρατηγοί Θ. Χαβίνης και Βάρσος, δεν δέχτηκαν την πρόσκληση, οι δε ΕΑΜικοί εισαγγελέας Κ. Σαρλής και ο δικηγόρος Δημητρίου δέχτηκαν την πρόσκληση και έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να βοηθήσουν τον Αλεξανδρή.
Στις 8 Ιουλίου του 1947, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής, εκτοπίζεται στην Ικαρία και μετά από έναν περίπου χρόνο επιστρέφει στην Αθήνα. Παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη δίκη των κατηγορουμένων για την υποτιθέμενη "στάση της Μακρονήσου". Το καλοκαίρι του 1948, συλλαμβάνεται εκ νέου και στέλνεται στην εξορία του Μούδρου. Εκεί ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Κονταξής, βασανίζει καθημερινά τους εξόριστους με κάθε μέσο που διαθέτει. Οι συνθήκες ζωής είναι ανυπόφορες. Κρύο, φτώχεια και πείνα. Η ΟΣΠΕ του Μούδρου προσπαθεί να οργανώσει τη ζωή των εξορίστων με πενιχρά μέσα.
Τον Ιούλιο του 1949, κοινοποιούνται δύο βασιλικά διατάγματα με βάση τα οποία, ο Αλεξανδρής απολύεται από τη θέση του συμβολαιογράφου "ελλείψει εθνικοφροσύνης" και λόγω "αδικαιολόγητης εγκατάλειψης της θέσης του" (ήταν ήδη εξόριστος). Αργότερα, μεταφέρεται στη Μακρόνησο μαζί με όλη την ΟΣΠΕ του Μούδρου.
Στην Μακρόνησο, ο Αλεξανδρής τοποθετείται στο Β΄ΕΤΟ. Ανακρίνεται και βασανίζεται από την ΑΜ και την Ασφάλεια του στρατοπέδου. Υπό αυτές τις συνθήκες υπογράφει δήλωση, αλλά αρνείται να εκφωνεί λόγους και να γράφει επιστολές "μεταμέλειας" στα οικεία του πρόσωπα και προς την κοινότητα Αστακού.
Το 1950, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής απολύεται από τη Μακρόνησο. Θα εργαστεί ξανά ως δικηγόρος του Πρωτοδικείου Αθηνών, όχι όμως χωρίς διαρκή προβλήματα από τη Γενική Ασφάλεια. Με το πραξικόπημα του 1967, ο Αλεξανδρής διαφεύγει τυχαία της σύλληψης. Κρατείται για ορισμένες ώρες στην Ασφάλεια Αθηνών, αλλά για άγνωστους λόγους δεν εξορίζεται. Βρίσκεται ως το 1973 υπό διαρκή παρακολούθηση. Με τη Μεταπολίτευση, παραμένει εκτός του πολιτικού κόσμου, επισκεπτόμενος τακτικά, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε ετήσια μνημόσυνα. Μετά λύπης του διαπιστώνει ότι σε κανένα στρατόπεδο δεν υπήρχε μνημείο για τους Έλληνες νεκρούς, αλλά και ότι ουδέποτε, η ελληνική πολιτεία έστειλε έναν επίσημο εκπρόσωπό της στις εκδηλώσεις μνήμης.
Επίλογος
Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής δεν υπήρξε κομμουνιστής. Υπήρξε όμως ακριβοδίκαιος και ηθικός πατριώτης εμφορούμενος από σοσιαλιστικές ιδέες. Γνώρισε τη διπλή φρίκη των ναζιστικών και των ελληνικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατέγραψε την εμπειρία του σε δύο εξαιρετικά βιβλία, σε γλώσσα καυστική και πολλές φορές χιουμοριστική. Σε αυτό το ταξίδι ζωής, βασανίστηκε όπως πολλοί κομμουνιστές και αντιστασιακοί, ορισμένοι από τους οποίους πέθαναν στα κάτεργα της Γερμανίας, άλλοι, όπως ο Γρηγόρης Γιαγγούλας σκοτώθηκαν πολεμώντας με τον ΔΣΕ, ενώ πολλοί όπως ο Σωτήρης Σουκαράς, σύρθηκαν για 25-30 χρόνια στις εξορίες και τις φυλακές του αστικού μετεμφυλιακού κράτους.
Έφυγε από τη ζωή στη δεκαετία του 1990.
Διαμάντης Θεόφιλος, υποψήφιος διδάκτωρ Παν. Αιγαίου.
Και όλους αυτούς τους χιλιάδες αντιστασιακούς που έδωσαν τη ζωή τους στον αντιναζιστικό αγώνα, ο Γιάννης Μπουτάρης στην ομιλία του για το Ολοκαύτωμα τους τσουβάλιασε σε μια ενιαία κατηγορία με τους δωσίλογους και τους αδιάφορους εκείνης της εποχής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ προσωπική μου αντίδραση στην Ύβρι, ως γόνος αντιστασιακών Ελλήνων, διατυπώθηκε στο κείμενο "Οι μισές αλήθειες του κ. Μπουτάρη…¨
https://kars1918.wordpress.com/2018/01/31/boutaris/