"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Αφιέρωμα στο αγροτικό κίνημα της Ελλάδας (1910 -1936)


Αφιερωμένο στους μαχόμενους αγρότες σήμερα


Κιλελέρ 1910

Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία ξεκίνησε με την ένταξή της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Η ελλειμματική παραγωγή του νεοσύστατου κράτους σε σιτηρά αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό και να επιτρέψει την εκβιομηχάνιση της χώρας, επομένως ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα με την προσάρτηση της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας.

Επί Τουρκοκρατίας οι κολίγοι της Θεσσαλίας είχαν τη νομή της γης που καλλιεργούσαν, των οικιών και τον βοσκότοπων και δεν επιτρεπόταν να εκδιωχθούν από αυτή, ενώ σε αντάλλαγμα οι τσιφλικάδες είχαν δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων.

Εν όψει της προσάρτησης, οι Τούρκοι φεουδάρχες πούλησαν τις εκτάσεις σε Έλληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης ή των παροικιών, οι οποίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι δυνάστες. Σε αντίθεση με το οθωμανικό, το αστικό νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους στερούσε από τις καλλιεργητικές συμβάσεις τον ισόβιο και κληρονομικό χαρακτήρα τους και επέτρεπε τον εκδίωξή των αγροτών.

Πλέον οι κολίγοι είχαν ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές υποχρεώσεις. Έπρεπε να δίνουν στο τσιφλικά το 1/3 ή το 1/2 της παραγωγής καθώς και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους και να στέλνουν μια γυναίκα για ζύμωμα. Υφίσταντο ταπεινώσεις όπως το μαστίγωμα ή ο βιασμός των γυναικών τους, ενώ διέμεναν σε τρώγλες.

Οι αγρότες αντέδρασαν έντονα, απαιτώντας είτε την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος είτε τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων. Η αρνητική στάση του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος δεν ήθελε να απαλλοτριώσει τη γη χάνοντας τους ξένους επενδυτές, οδήγησε σύντομα σε πιο οργανωμένες δράσεις.

Στην αυγή του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν οι πρώτοι αγροτικοί σύλλογοι σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα και ξεκίνησαν κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κλπ. Η δύναμη του κινήματος ενισχύθηκε από τη δολοφονία του αγροτιστή Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907, τις απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, το κίνημα στο Γουδί και τις παλαιότερες αγροτικές εξεγέρσεις επί σταφιδικής κρίσης.

Το 1910 το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του, όταν το προγραμματισμένο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο της Λάρισας εξελίχθηκε σε αιματηρή εξέγερση. Όλα ξεκίνησαν από το χωριό Κιλελέρ, όπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο για να μεταβούν στη Λάρισα. Μετά την άρνηση του επιβαίνοντος διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, οι αγρότες ξεκίνησαν να λιθοβολούν το συρμό καθώς απομακρυνόταν.

Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ομάδα 800 χωρικών σταμάτησε το τρένο. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, στρατιωτικοί που επέβαιναν στο συρμό πυροβόλησαν τον όχλο, σκοτώνοντας 2-4 αγρότες και τραυματίζοντας άλλους. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στο χωριό Τουλάρ με 2 νεκρούς και 15 τραυματίες, ενώ όταν τα νέα έφτασαν στη Λάρισα οι συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και στρατού επεκτάθηκαν με 2 ακόμα νεκρούς μετά την επέμβαση του ιππικού.

Αργότερα πραγματοποιήθηκε ειρηνικά το συλλαλητήριο και διαβάστηκε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, με το οποίο οι αγρότες ζητούσαν άμεση υποβολή και ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση, την αύξηση των κονδυλίων του Γεωργικού Ταμείου και εξέφρασαν την οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».

Πολλοί ήταν οι συλληφθέντες και προφυλακιστέοι διαδηλωτές, όλοι όμως αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η εξέγερση κέρδισε τη συμπάθεια του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του ζητήματος και φουντώνοντας το αγροτικό κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα.

Μετά τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που έλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέρ των κολίγων το 1911 ακολούθησαν και άλλες κινητοποιήσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις πιέσεις των αστών και τις διεκδικήσεις των μικρασιατών προσφύγων οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1922, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση Πλαστήρα.


Ο ματωμένος Μάης του 36 στη Θεσσαλονίκη

Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στην Θεσσαλονίκη ξέσπασαν, με αφορμή την απεργία του καπνεργοστασίου «Κομέρσιας». Οι εργάτες είχαν υποβάλει τα αιτήματά τους στον εργοδότη και όταν αυτός τα απέρριψε, κατέλαβαν το εργοστάσιο, κλείστηκαν μέσα σε αυτό και με πανό και μαύρες σημαίες στα παράθυρα ζητούσαν συμπαράσταση των άλλων εργοστασίων. Σε λίγες μέρες κηρύσσεται πανκαπνεργατική απεργία κι από τις δύο συνομοσπονδίες και σωματεία, των συντηρητικών από τη μια και της Ενωτικής – που καθοδηγούσε το ΚΚΕ – από την άλλη.

Το βράδυ της 9ης Μάη του 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς έδωσε διαταγή ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη και μοίρα του στόλου να καταπλεύσει στο λιμάνι της πόλης προς αντιμετώπιση των εργατών που βρίσκονταν σε απεργία. Ταυτόχρονα, προέβη σε δηλώσεις με τις οποίες δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνειών αναφορικά με τις προθέσεις του: «Κατέστη φανερόν - τόνισε - ότι οι σκοποί οι επιδιωκόμενοι από τους διευθύνοντας την απεργιακήν κίνησιν είναι πολιτικοί, ανατρεπτικοί. Αν ήσαν οικονομικοί θα εδέχοντο οι ιθύνοντες τας δύο εργατικάς ομοσπονδίας την λύσιν, την οποίαν η κυβέρνησις επέβαλε εις τους καπνεμπόρους, και η οποία όχι μόνον καθορίζει κατώτατον ημερομίσθιον 90 δραχμών, αλλά προβλέπει και περί μέσου ημερομισθίου 100 περίπου δραχμών... Η κυβέρνησις δε θα εμποδίση βεβαίως το δικαίωμα της απεργίας από εκείνους οι οποίοι το έχουν, αλλά δε θα επιτρέψη διατάρραξιν της τάξεως. Οσοι το επιχειρήσουν, θα συναντήσουν το κράτος του νόμου».


Το πόσο σεβόταν το δικαίωμα της απεργίας ο Μεταξάς αλλά και τι εσήμαινε το κράτος του νόμου, οι εργάτες της Θεσσαλονίκης το ένιωσαν στο πετσί τους εκείνες τις μέρες. Το διαπίστωσε επίσης ολόκληρος ο ελληνικός λαός λίγους μήνες αργότερα, όταν επιβλήθηκε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου με ηγέτη του τον Ιωάννη Μεταξά. Αν αξίζει όμως μια παρατήρηση για την προαναφερόμενη δήλωση του, τότε οφείλουμε να σημειώσουμε πως αυτή η δήλωση είναι μια δήλωση καρμπόν που εκφέρεται, πανομοιότυπα, πάντοτε από τα χείλη του εκάστοτε πρωθυπουργού ή υπουργού, στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος - με δικτατορική ή κοινοβουλευτική μορφή διακυβέρνησης - όταν αυτό το καθεστώς βρίσκεται αντιμέτωπο με εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές είναι πετυχημένες. Ας εξετάσουμε όμως αναλυτικότερα το θέμα μας κι ας δούμε πώς φτάσαμε στην απεργία των εργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάη του '36, αλλά και στις απειλές, λόγω και έργω, του επίδοξου δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από οξύτατες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις που τελική κατάληξη θα έχουν την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας. Επρόκειτο για μια πορεία που δεν ήταν αναπόφευκτη αν κρίνουμε από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, αλλά ούτε και εύκολη αν εξετάσουμε τα πράγματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Προς αυτή την κατεύθυνση ευνοούσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929 - 1933, η χρεοκοπία του αστικού κοινοβουλευτισμού και η άνοδος του φασισμού, έμμεσα ή άμεσα, η κυριαρχία δηλαδή των πιο αντιδραστικών τμημάτων της χρηματιστικής ολιγαρχίας ως απάντηση των αστικών τάξεων σε αυτή την κρίση αλλά και για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού - επαναστατικού κινήματος.

Στο εξεταζόμενο διάστημα και πριν ο Μεταξάς εγκαθιδρύσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η Ελλάδα γνώρισε σημαντικές αλλά αποτυχημένες απόπειρες επιβολής δικτατορικού καθεστώτος από τον χώρο του Κέντρου (Κίνημα Πλαστήρα το 1933, το Κίνημα των Βενιζελικών της 1ης Μάρτη 1935), ενώ ο άλλος πόλος του αστικού πολιτικού κόσμου, η λεγόμενη δεξιά και ακροδεξιά δουλεύοντας πιο μεθοδικά κατάφερε να επιτύχει την παλινόρθωση της μοναρχίας το Φθινόπωρο του 1935, αλλά και να θέσει ισχυρά θεμέλια για μια επιτυχημένη επιβολή πραξικοπήματος.

Το 1935 παρουσιάζεται επίσης σοβαρή ανάπτυξη του απεργιακού κινήματος που συνοδεύεται από παλλαϊκά συλλαλητήρια. Σε 200.000 φτάνουν οι απεργοί εργάτες μέχρι τον Οκτώβρη του χρόνου εκείνου, χωρίς να υπολογίζονται οι μήνες Μάρτης - Απρίλης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των αγώνων, που αγκαλιάζουν όλα σχεδόν τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, είναι η αποφασιστικότητα και το πείσμα των εργαζόμενων μαζών, που φτάνουν ακόμη και σε ανοιχτή σύγκρουση με τους εργοδότες και την αστυνομία. Το 1935 σημαδεύεται επίσης με το ματοκύλισμα δεκάδων εργατών και αγροτών.


Με την αυγή του 1936, ο ελληνικός λαός έζησε κορυφαία ιστορικά γεγονότα. Στις 26 Γενάρη η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές. Η Βενιζελική παράταξη - το λεγόμενο Κέντρο - που κατέβηκε στις εκλογές με 5 διαφορετικά κόμματα (Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικός Συνασπισμός, Πανδημοκρατική Ενωσις Κρήτης, Αγροτικό Σοφιανόπουλου και Νεοφιλελεύθεροι) συγκέντρωσε συνολικά 574.655 ψήφους και 142 έδρες. Η αντιβενιζελική παράταξη - η λεγόμενη Δεξιά και ακροδεξιά - πήρε μέρος στις εκλογές με τα κόμματα Λαϊκό, Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις, Κόμμα Ελευθεροφρόνων (Μεταξάς) και Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα και συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και 143 έδρες. Το ΚΚΕ, που δημιούργησε με το Αγροτικό Κόμμα του Βογιατζή το Παλλαϊκό Μέτωπο, σημείωσε επιτυχία καθώς συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και εξέλεξε 15 βουλευτές. 

Η επιτυχία αυτή αποκτούσε ξεχωριστή σημασία, δεδομένου ότι κανένα κόμμα δε συγκέντρωνε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το Παλλαϊκό Μέτωπο μπορούσε να παίξει ένα είδος ρυθμιστικού ρόλου κάτι και το οποίο έγινε με την υπογραφή, στις 19/2/1936, του γνωστού συμφώνου Σκλάβαινα - Σοφούλη. Βάσει των όρων της συμφωνίας, το Παλλαϊκό Μέτωπο αναλάμβανε την υποχρέωση να ψηφίσει τους Φιλελεύθερους για το προεδρείο της Βουλής και να δώσει ψήφο ανοχής σε κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Σοφούλης. 

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση θα ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα από όσους είχαν καταδικαστεί για παράβαση του «ιδιώνυμου», θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία στον Ν. Ζαχαριάδη, στον Β. Βερβέρη και στον Β. Νεφελούδη, καθώς και σε όλους τους πολιτικούς κατάδικους, τους φυλακισμένους και τους εξόριστους, θα διέλυε όλες τις φασιστικές οργανώσεις, θα καθιέρωνε σαν μόνιμο εκλογικό σύστημα την αναλογική, θα ελάττωνε, μέσα σε δυο μήνες, την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι τρεις χιλιάδες δραχμές, θα καθιέρωνε πεντάχρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους για τα χρέη των αγροτών στις τράπεζες και στους ιδιώτες και θα προχωρούσε στην άμεση εφαρμογή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Τελικά, αυτό το σύμφωνο δεν τηρήθηκε με ευθύνη του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Θ. Σοφούλη που υπαναχώρησε, υποστηρίζοντας μαζί με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα τη λύση Δεμερτζή.
Η υπαναχώρηση των Φιλελευθέρων ήταν επιβεβλημένη από τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούσε ο χώρος του Κέντρου, δεδομένου ότι ήταν τέτοιες οι συνθήκες εκείνη την περίοδο που η συμμαχία με το Παλλαϊκό Μέτωπο ευνοούσε το λαϊκό κίνημα, η πάλη του οποίου γνώριζε πραγματική έκρηξη. Στους πρώτους μήνες του '36, το απεργιακό κίνημα της εργατικής τάξης αλλά και των μεσαίων στρωμάτων σημείωσε πρωτοφανή άνοδο απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας. 

Μόνο στο τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη απήργησαν πάνω από 200 χιλιάδες εργάτες, ενώ σε μια σειρά πόλεις (Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, Ξάνθη κλπ.) πραγματοποιήθηκαν πετυχημένες απεργίες με τοπικού χαρακτήρα αιτήματα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα οι αγρότες μιας σειράς επαρχιών (Ηρακλείου, Δωρίδας κλπ.) συγκροτούσαν συλλαλητήρια, ενώ οι επαγγελματίες των πόλεων κατέβαιναν σε απεργίες. Σ' αυτές τις παλλαϊκές κινητοποιήσεις το «παρών» έδωσε και η σπουδάζουσα νεολαία. Ολόκληρο το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, οι φοιτητές των πανεπιστημίων και όλων των άλλων σχολών βρίσκονταν σε απεργία, απαιτώντας πανεπιστημιακές και γενικότερα δημοκρατικές ελευθερίες.

Τη μεγάλη άνοδο των εργατικών και λαϊκών αγώνων φανερώνει και η αντίδραση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Ο απολογισμός της κρατικής τρομοκρατίας σε βάρος των λαϊκών μαζών, για τους μήνες Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη και Απρίλη του 1936 που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία της οργάνωσης ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ είναι αποκαλυπτικός5. Το Γενάρη του '36, σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν 117 συλλήψεις, 18 φυλακίσεις, 37 εξορισμοί, 33 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 38 βασανισμοί, 13 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 1 αστυνομική έρευνα, 4 διαλύσεις σωματείων και 3 κατασχέσεις.

Το Φλεβάρη έγιναν 129 συλλήψεις, 91 φυλακίσεις, 6 εξορισμοί, 23 τραυματισμοί, 2 δολοφονίες, 17 βασανισμοί, 3 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 14 αστυνομικές έρευνες και 3 κατασχέσεις.

Το Μάρτη έγιναν 198 συλλήψεις, 225 φυλακίσεις, 12 εξορισμοί, 17 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 36 βασανισμοί, 5 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 2 αστυνομικές έρευνες και 1 κατάσχεση.

Τον Απρίλη του '36 έγιναν 198 συλλήψεις, 32 φυλακίσεις, 44 εξορισμοί, 35 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 34 βασανισμοί, 15 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 19 αστυνομικές έρευνες και 470 κατασχέσεις.

Το σκηνικό, που δείχνει με ποια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα φτάσαμε στα γεγονότα του Μάη στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώνεται, αν προσθέσουμε τις πολιτικές εξελίξεις σε κεντρικό επίπεδο.

Στις 5 Μάρτη του 1936 ο Βασιλιάς Γεώργιος - χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση από τα αστικά κόμματα - διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά στη θέση του υπουργού των Στρατιωτικών. Επίσης, καθολική ήταν από τον μονάρχη και τον αστικό πολιτικό κόσμο η στήριξη της κυβέρνησης Δεμερτζή, στην οποία ο Μεταξάς κατείχε και τη θέση του αντιπροέδρου. Λίγες βδομάδες αργότερα, στις 27 Απρίλη του ιδίου έτους, και αφού ο Δεμερτζής είχε αποδημήσει εις κύριον, τα αστικά κόμματα έκαναν το Μεταξά πρωθυπουργό, δίνοντάς του ψήφο εμπιστοσύνης και τρεις μέρες αργότερα η Βουλή αποφάσισε τη διακοπή των εργασιών της μέχρι το τέλος Σεπτέμβρη, δίνοντας στον μετέπειτα δικτάτορα και στην κυβέρνηση του ημιδικτατορικές εξουσίες. Αποτέλεσμα ήταν, από τα τέλη Απρίλη του '36 να εγκαθιδρυθεί στη χώρα ένα ιδιότυπο καθεστώς που αργότερα πολύ εύστοχα ονομάστηκε «καθεστώς της 3 1/2 Αυγούστου». 

Σε καθεστώς, λοιπόν «3 1/2 Αυγούστου» - που ήθελε να γίνει «4η Αυγούστου» - έγιναν τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Ας τα παρακολουθήσουμε.

Τετάρτη 29 Απρίλη 1936. Δώδεκα χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης - εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες - αυτή τη μέρα δεν πιάνουν δουλιά, αλλά κατεβαίνουν σε απεργία, ύστερα από απόφαση του συνδικαλιστικού τους φορέα, της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ). Κυριότερο αίτημά τους έχουν την αύξηση των ημερομισθίων στις 120 - 135 δραχμές με την εφαρμογή της σύμβασης του 1924. 

Η απεργία ξεκινάει από τις 9.30 το πρωί. Τα καπνομάγαζα κλείνουν και οι απεργοί κατευθύνονται αρχικά στα γραφεία της Ομοσπονδίας και στη συνέχεια στον κινηματογράφο «Πάνθεον», όπου έχουν συγκέντρωση, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τα μέτρα που πρέπει να λάβουν για την περιφρούρηση του αγώνα τους. Εξω από τον κινηματογράφο, η αστυνομία με ισχυρές δυνάμεις δείχνει τα δόντια της, έτοιμη, ανά πάσα στιγμή να επιδοθεί στο ...θεάρεστο έργο της.

Οι απεργοί αγνοούν την προκλητική αστυνομική παρουσία, εκλέγουν Κεντρική Επιτροπή Αγώνα και στις 12.30 το μεσημέρι η Επιτροπή κάνει παράσταση στον γενικό Διοικητή Μακεδονίας Κ. Πάλλη με το υπόμνημα των αιτημάτων των καπνεργατών. Την ίδια μέρα ξεσπά η απεργία στο Βόλο και τις Σέρρες.

Πολύ γρήγορα, η απεργία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την Πέμπτη 30 Απρίλη στην απεργία κατεβαίνουν τα Σωματεία καπνεργατών στην Καβάλα και στη Δράμα. Το Σάββατο 2 Μάη θα προστεθούν τα Σωματεία Αγρινίου, Κομοτηνής, Σάμου, Σιδηροκάστρου, Προσοτσάνης, Νιγρίτας, Ξάνθης, Λαγκαδά, Σιάτιστας, Καρδίτσας, Πειραιά κ.ά. Την Τρίτη 5 Μάη - 7η μέρα της απεργίας, κατεβαίνουν σε συμπαράσταση στη Θεσσαλονίκη οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες. Στις 6 Μάη το μεσημέρι μέλη φασιστικών οργανώσεων τους οποίους χρησιμοποιεί το κράτος πυροβολούν και τραυματίζουν τον καπνεργάτη Κώστα Σαμιώτη 20 χρονών.


Την επομένη, 7 Μάη, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης καλεί την εργατική τάξη σε επιφυλακή για 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Εν τω μεταξύ, η εργατική τάξη της Ελλάδας συμπαραστέκεται στους απεργούς. Οι πιο μαζικές ομοσπονδίες του Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, Επισιτισμού, Ιματισμού, Κουρέων, Αρτεργατών, Φυματικών, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας, με τηλεγραφήματά τους προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας τονίζουν ότι αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των Καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, η εργατιά όλης της χώρας θα κατέβει σε πανελλαδική απεργία. Αυτή τη μέρα φτάνει στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από το Βελιγράδι, ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς, ο οποίος σε κοινή σύσκεψη που είχε με τον Γενικό Διευθυντή και τον Σωματάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού δίνει το «πράσινο φως» για την καταστολή της απεργίας.

Σε λίγες ώρες, η συμπρωτεύουσα θα ζούσε μια από τις ηρωικότερες και τραγικότερες σελίδες της ιστορίας της.

Στις 8 Μάη, λίγο πριν το μεσημέρι, εφτά χιλιάδες απεργοί της Θεσσαλονίκης κατευθύνθηκαν προς τη γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, για να απαιτήσουν την άμεση επίλυση των αιτημάτων τους. Δυνάμεις έφιππης και πεζής χωροφυλακής προσπάθησαν να τους σταματήσουν, χωρίς όμως να το πετύχουν. Τότε άρχισαν να πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους, που ύστερα από το πρώτο σοκ ανασύνταξε τις δυνάμεις του κι άρχισε να στήνει οδοφράγματα. Την ίδια ώρα, άλλη διαδήλωση από τρεις χιλιάδες περίπου εργάτες, που κατευθυνόταν επίσης προς το διοικητήριο, δέχτηκε κι αυτή επίθεση από τους χωροφύλακες. Οι εργάτες κατάφεραν να σπάσουν τις ζώνες των χωροφυλάκων και να ενωθούν με τους συναδέλφους τους στα οδοφράγματα.

Μέσα σε λίγη ώρα τα νέα είχαν φτάσει σε κάθε σημείο της πόλης κι ο κόσμος κατέβαινε από τις συνοικίες προς το κέντρο για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους εργάτες. Οι αρχές τρομοκρατήθηκαν. Ο Διοικητής της φρουράς Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή στο στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές αλλά οι φαντάροι δεν υπάκουσαν. Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες και τελικά οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Πολλοί εργάτες είχαν τραυματιστεί αλλά η αγανάκτηση το λαού ήταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ, πολλά σωματεία της Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες, οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία. Η κυβέρνηση σε απάντηση προχώρησε στην έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ΄ Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης.

«Η αστυνομία - έγραφε ο «Ριζοσπάστης» αναφερόμενος στα γεγονότα της 8ης Μαΐου - έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεμπορικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επιτέθηκε κατά των άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 ως 15 χρόνων) και τους ματοκύλισε. Επί 3 1/2 ώρες η Θεσσαλονίκη βρισκότανε χτες σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της αστυνομίας έχει εξεγείρει όλο το λαό».


Την επομένη, 9 Μαΐου, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. «Την πρωίαν της 9ης Μαΐου - γράφει ο Γρ. Δαφνής - απήργησαν εις ένδειξιν αλληλεγγύης οι λιμενεργάται, αρτεργάται, μυλεργάται, εργάται πλεκτηρίων και άλλων κλάδων, έτσι που το σύνολο των απεργούντων εργατών εις Θεσσαλονίκην ανήλθε εις 25.000 περίπου. Οι δε έμποροι και επαγγελματίαι έκλεισαν τα καταστήματά των. Ολόκληρος δηλαδή ο λαός της Θεσσαλονίκης, ο εργαζόμενος, ενεφανίζετο ηνωμένος εις την κατά των κυβερνητικών μέτρων διαμαρτυρίαν».

Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατίας. 

Οι χωροφύλακες χτύπησαν στον ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των πληγωμένων και οι κατάρες του πλήθους ενάντια στους φονιάδες. 

Γίνεται διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο Διοικητής, όχι, όμως και οι χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το Κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ. Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα».

Οι μαζικές δολοφονίες διαδηλωτών αντί να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση, τη θεριεύουν προκαλώντας νέα κύματα οργής και αγανάκτησης. Ολη η πόλη έχει ξεσηκωθεί ενώ οι στρατιώτες παραβαίνουν τις διαταγές, αρνούνται να σηκώσουν όπλο κατά του λαού και συγκρούονται με τους χωροφύλακες.

Το μεσημέρι ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού διατάσσει τους χωροφύλακες να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα, δίνει εντολή σε αξιωματικούς του στρατού να αναλάβουν τη Διοίκηση των αστυνομικών τμημάτων, και βγάζει ανακοίνωση που απαγορεύει κάθε συγκέντρωση ακόμα και λίγων ατόμων σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, ενώ κλείνει και τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό αντί να δράσει καταπραϋντικά οξύνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Στις 5 μ.μ. πραγματοποιείται νέα λαϊκή συγκέντρωση στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου χωρίς να υπάρξουν επεισόδια. Οι συγκεντρωμένοι εκδίδουν ψήφισμα το οποίο λέει:

«Απας ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:

1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τους δολοφόνους.

2) Διαδηλώνει τη συμπάθειάν του προς τους αγωνιζόμενους απεργούς.

Και ζητεί: 1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.

3) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του Γενικού Διοικητού Πάλλη.

4) Επίλυση όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητή Καββαδία.

5) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.

6) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά Σωματεία προς κήδευσιν.

7) Να επιτραπεί αύριον η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.

Δηλώνει:

ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρις της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον Διοικητήν του Γ. Σ. Στρατού τη διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν».

Το βράδυ της 9ης Μαΐου ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι η πραγματική εξουσία στην πόλη. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθή από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος. 

Και ο Γρ. Δαφνής συμπληρώνει: «Τη νύκτα της 9ης προς 10η Μαΐου, ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν! Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως». Μπρος σε αυτή την κατάσταση ο Μεταξάς δεν έκρυψε τον τρόμο του και διέταξε - όπως προαναφέραμε - να κινηθεί το Σύνταγμα Λαρίσης προς τη Θεσσαλονίκη και μοίρα του Στόλου να καταπλεύσει προς την πόλη. 

Ηθελε προφανώς να σπείρει τον τρόμο και να δείξει πως ήταν αποφασισμένος για όλα, αλλά τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν σε νέα σύγκρουση δεδομένου ότι η απεργία λύθηκε με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε σε κεντρικό επίπεδο στον οποίο συνέβαλε και η Ενωτική ΓΣΕΕ με επικεφαλής τον Κ. Θέο.

Χωρίς αμφιβολία τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης σηματοδοτούσαν μια περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας όπου το κέντρο βάρους των εξελίξεων, έστω και ελαφρά, μετατοπιζόταν από τα κέντρα συνωμοσίας στις οργανώσεις του λαού. 

Το ΚΚΕ μάλιστα, εναπόθετε - και δίκαια έπραττε - όλες τις ελπίδες για προοδευτικές εξελίξεις στη χώρα σ' αυτό το γεγονός. Την Ελλάδα, έλεγε, «ο παλλαϊκός απελευθερωτικός αγώνας θα τη σώσει». Ομως αυτό που για το ΚΚΕ ήταν σωτηρία της χώρας, προκαλούσε πανικό σε κάποιους άλλους. Η είσοδος του λαού στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων ήταν ένα γεγονός που όπως γράφει ο Ανδρικόπουλος «δεν πέρασε απαρατήρητο από τις στήλες του Τύπου - βενιζελικού και αντιβενιζελικού - που άρχισε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου». Η αστική τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της είχαν την εμπειρία να καταλάβουν πως ο λαός στο προσκήνιο ήταν η μέγιστη και η κύρια απειλή για τα συμφέροντά τους. Επρεπε να λάβουν τα μέτρα τους. 

Και τα έλαβαν λίγο αργότερα με την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.





Ακούστε








2 σχόλια:

  1. Στις 10.30 το πρωί, 9 Μαη, στην οδό Συγκρού πέφτει νεκρός ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης ακολουθούν και άλλοι στην συνέχεια. Η πρώτη γυναίκα που πεύτει νεκρή, στην οδό Αντιγονιδών, είναι η καπνεργάτρια, κομουνίστρια, Αναστασία Καρανικόλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. http://emporoupallilos.blogspot.gr/2014/04/9-1936.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή