"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Τάσος Χαλκιάς: «Τους γλένταγα τους αντάρτες, αλλά τους έραβα κι άρβυλα…»


Αναδημοσιεύουμε το εξαιρετικό άρθρο της Κατιούσα


Στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα – θάλασσες και βουνά της, δεκαπεντασύλλαβα ποτάμια της, αρματολοί και κλέφτες, παλικαράκια στριφτομούστακα στη μάχη και στο τσάμικο, μαυροφορούσες ανταρτομανάδες και κοράσια πλεξουδοστεφάνωτα, πέντε κοτσύφια στον ελαιώνα και, στο βάθος βάθος, πάντα το άγρυπνο, μερακλωμένο αηδόνι», θα πει ο Γιάννης Ρίτσος. Κι ο Μίκης Θεοδωράκης: «Όλη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται στο κλαρίνο του»…

Τα λόγια αυτά σκιαγραφούν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τον ήχο του κλαρίνου του Τάσου Χαλκιά, του κορυφαίου δημιουργού της μουσικής λαϊκής μας παράδοσης.

Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων, ο Τάσος Χαλκιάς γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα του νομού Ιωαννίνων. Μεγάλωσε στη φτώχεια και στη στέρηση και από μικρός  έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη, αλλά ήταν το κλαρίνο αυτό με το οποίο θα «έδενε» για πάντα τη ζωή του. Δεν το αποχωρίστηκε παρά μόνο τη μέρα που έφυγε από τη ζωή, στις 12 του Αυγούστου 1992.

Ο Τάσος Χαλκιάς υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο και τραυματίστηκε. Το 1941 σ’ ένα βομβαρδισμό γκρεμίζεται το σπίτι του και σκοτώνονται η γυναίκα του και τα δυο παιδιά του.

Το 1942 θα καταταγεί στον ΕΛΑΣ. Τότε γνωρίζει τη δεύτερη γυναίκα του με την οποία θα αποχτήσει τρία παιδιά, τον Λάκη, τη Νίκη και τον Χρήστο.



Τάσος Χαλκιάς: «Τους γλένταγα τους αντάρτες, αλλά τους έραβα κι άρβυλα…»



Ο Τάσος Χαλκιάς περιγράφει τη ζωή του στο βιβλίο του Αντρέα Χρονόπουλου «Θύμησες και σημειώσεις Τάσου Χαλκιά» (εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 1985). Από το βιβλίο μεταφέρουμε αποσπάσματα από τη διήγησή του για την περίοδο που εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ.

«…Όταν έφτασα στα Γιάννενα σκέφτηκα να πάω κι εγώ να καταταγώ και να βοηθήσω και διάλεξα μεταξύ του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ το δεύτερο. Όμως με πήρανε στο εφεδρικό ΕΛΑΣ, όχι τόσο για το τραύμα, αλλά επειδή ήμουνα ακόμη κλονισμένος από το χαμό της οικογένειας.

Ήμουνα πάντα ήσυχος, έχω να το λέω. Με βλέπανε πως δεν ήμουνα για μαχαίρια και για κουμπούρια. Η εμπειρία μου στην αρχή του πολέμου, στο μέτωπο, με βοήθησε να το νιώσω. Έβλεπα τους γύρω μου που κι εκείνοι ήτανε ήσυχοι άνθρωποι, αλλά με το μπάσιμό τους στον πόλεμο, μετά τα πρώτα χτυπήματα, ενώ εκείνοι άλλαζαν εγώ τίποτα. Τους έβλεπα μεθυσμένους. Κι έτσι είναι αυτός ο πόλεμος. Σε μεθάει. Είναι δηλαδή να μπεις μέσα, κι ύστερα να μεθύσεις. Με τους πυροβολισμούς και με τους σκοτωμούς. Μετά τι να λογαριάσεις; Εμένα όμως δε μου συνέβηκε τίποτα τέτοιο. Δε με μέθυσε, αλλά ούτε τον φοβήθηκα. Άλλο να είσαι δειλός και άλλο να είσαι ήσυχος. Και διαπίστωσα πως ήμουνα ήσυχος. Δεν έκανα για ντουφέκια και τέτοια κι ίσως γι’ αυτό και όταν πήγα στο χωριό της γυναίκας μου στη Βίτσα, δε με παίρνανε. Εκτός που με αγαπούσανε και ξέραν ότι ήμουνα πολύ ταλαιπωρημένος. Με είχανε μονάχα για να τους φτιάχνω τα παπούτσια. Ήτανε ένας τρόπος να βοηθήσω.

Εκεί συνάντησα και έναν κουμπάρο μου ο οποίος ήτανε στο ΕΑΜ και είχε γυναίκα παρμένη από το χωριό της Μαρίκας. Έτσι γνωρίστηκα με τη Μαρίκα την οποία την είχα κοντά μου. Την επήρε τη Μαρίκα από το χέρι η μητέρα μου, την έφερε μπροστά μου και μου είπε:

– Αυτή τη γυναίκα να την πάρεις. Να την πάρεις την κοπέλα.

Όταν έγινε ο γάμος, ο Κυριάκος και ο Μήτσος δε βρίσκονταν κοντά μου. Ήτανε στη Λειβαδιά.

Εκείνη την εποχή, του γάμου μου με τη Μαρίκα, έγινε και μια μάχη κι οι δικοί μας πιάσανε τέσσερα αυτοκίνητα με δέρματα. Ήξερα τρεις της τέχνης του τσαγκάρη, οι οποίοι ήτανε οργανωμένοι στον ΕΛΑΣ κι άλλους, των οποίων έδωσα τα ονόματα για να τους βρούνε και να πάμε όλοι μαζί στο Τσεπέρογο όπου είχανε τα δέρματα. Είχανε ανάγκη τα παλικάρια από παπούτσια κι αφού υπήρχανε τα δέρματα δεν έμενε παρά να βρεθούν και οι τεχνίτες. Όλοι μαζί καθίσαμε περίπου πάνω από μήνα και φτιάξαμε όλο το δέρμα παπούτσι. Εκεί συνάντησα και κάποιον πρώην βουλευτή. Τον Αλκιβιάδη το Λούλη με τον οποίο στον πολιτικό βίο βρεθήκαμε πολλές φορές σε γλέντια. Άνθρωπος μερακλής, μ’ ένα γιο τότε 17 με 18 χρονών, τον Θεμιστοκλή, επίσης βουλευτή σήμερα.

Προτίμησα τον ΕΛΑΣ γιατί από μικρό παιδί που δούλευα τσαγκάρης είχα πάρει αυτή την κατεύθυνση. Και τα παιδιά. Ήμασταν όλα τ’ αδέρφια προοδευτικοί κι είχαμε πολλούς φίλους που ανήκαν επίσης σ’ αυτή την παράταξη.

(…) Μέσα στην Κατοχή κι ιδιαίτερα όταν παντρεύτηκα τη Μαρίκα η μητέρα μου καθόταν στο σπίτι του Μήτσου. Δεν έστεκε όμως στα καλά της και τόσο. Είχε κλονιστεί πολλές φορές από τότε που έχασε τη Σοφία κι αργότερα τα δυο εγγόνια και τη Χριστίνα. Είχε αρχίσει να παθαίνει η μητέρα μου κι ήρθε και κάθισε μαζί μας. Στο σπιτάκι που είχαμε από τον πρώτο γάμο. Μοιράσαμε τις δυο μικρές κάμαρες κι έμενα εγώ με τη Μαρίκα στη μια και στην άλλη η κυρα-Βασιλική. Επειδή όμως η Μαρίκα είχε το Λάκη στην κοιλιά, αφού πρώτα μίλησα με το Μήτσο, κατόπιν την πήγα στο σπίτι του. Δεν ήθελε όμως η φουκαριάρα και την ξαναπήρα στο σπίτι. Μου ήτανε πολύ να βλέπω αυτά που τραβούσε. Δεν τα ήθελα. Ευτυχώς που έπρεπε να τρέξω για να φάμε κι έτσι δουλεύοντας τη δουλειά μου γινόμουνα πάλι δυνατός κι άντεχα. Άντεχα αυτά που τραβούσε η μητέρα μου, όσο επίσης άντεχα να σουβλίζω και παπούτσια για καιρό. Μέχρις να τύχει πάλι να με φωνάξουν σε κάνα γάμο. Και τότε δουλεύοντας τη δουλειά μου τους ευχαριστούσα όλους. Αιστανόμουνα ο ίδιος πολύ καλά, γιατί για μένα ήτανε κάτι το ξεχωριστό η μουσική. Ακόμη και τώρα είναι η ανάγκη μου που τα πνευμόνια μ’ έχουν αφήσει. Παίρνω πάνω μου ζωή όταν παίξω ένα-δυο κομμάτια.

(…) Είχε ανάψει ο ανταρτοπόλεμος στα 1943. Με είχανε καλέσει να πάω σε ένα χωριό στο Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας, που λέγεται Κουνοπίνα στις 30 Ιουνίου, των Αγίων Αποστόλων, να παίξω.

Δεν είχαμε προλάβει να ξεκινήσουμε τη γιορτή με ένα Μαρς, όπως συνηθίζεται κι άρχισαν ν’ ακούγονται οι καμπάνες. Κινητοποιήθηκαν όλοι για να φύγουν. Οι πυροβολισμοί φτάναν από την Αμφιλοχία και ήταν αρκετό για να ξεσηκωθεί ο κόσμος του χωριού κι ασφαλώς εμείς. Αλλά εμείς πού να πηγαίναμε! Είχαμε τα όργανα, αλλά και τις βαλίτσες μας.

Φτάσαμε με τα πολλά στο Αγρίνιο, καθίσαμε τέσσερις μέρες κι από κει σκέφτηκα να συνεχίσω μονάχος για την Πρέβεζα μιας κι ο δρόμος για τα Γιάννενα ήτανε κομμένος από τους αντάρτες.

(…) Τι τραβήξαμε τότε. Λεχώνα [σ.σ.: η γυναίκα του, η Μαρίκα] με το Λάκη στην αγκαλιά βγήκαμε στα βουνά. Με το παιδί στα χέρια πάνω στα βουνά η Μαρίκα. Φοβότανε μην της πάθει τίποτα το παιδί. Είχαμε μεγάλες ανωμαλίες τότε, αλλά η Μαρίκα τις περισσότερες. Τι έχει τραβήξει αυτή η γυναίκα…

(…) Πιστρέφοντας στο χωριό , έμαθα για τον πεθαμό τηνς μητέρας μου. Έτσι που βασανιζότανε θα ’λεγε κανείς πως έφυγε κι ησύχασε. Ν’ αγιάσει η ψυχή της. Δεν της άξιζε τόσο ταλαιπώριο της κυρα-Βασιλικής.

Τότε, όταν πέθανε η μητέρα, ο Φώτης και ο Κυριάκος βρίσκονταν στην περιοχή της Λειβαδιάς και μονάχα η Μαρίκα με το Λάκη αγκαλιά, ο Νίκος, ο Μήτσος κι εγώ ήμαστε στην κηδεία της. Είχανε αγριέψει τα πράγματα από τ’ αντάρτικα το 1944 κι ο Φώτης με τον Κυριάκο ήτανε αδύνατο να ειδοποιηθούν. Τα παιδιά τα συναντήσαμε πάλι μετά από χρόνια. Μάλιστα ανησυχούσαμε διότι είχανε μπλεχτεί.

Φάγανε μπουντρούμι ο Φώτης με τον Κυριάκο γιατί τους πιάσανε να βοηθάνε τ’ αντάρτικο. Ο Κυριάκος έλαβε μέρος σε μάχη. Ανήκε κι εκείνος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ κι έτσι έπεσε σε μια μάχη στις Θερμοπύλες. Στα Καμένα Βούρλα. Εκεί έκανε μια μάχη ο Λοκρός, ο οποίος αργότερα, στο δεύτερο αντάρτικο σκοτώθηκε. Ένα πολύ παλικάρι από τη Λαμία. Ο Σωτήρης Λοκρός. Όταν μάθαμε ότι κινδυνεύουν τα παιδιά συμφωνήσαμε να πάει ο Μήτσος σ’ εκείνα τα μέρη Τοπόλια, Κόκκινο, Αταλάντη να τους αναζητήσει. Βρήκανε όμως φίλους μας.

Φίλους του Μήτσου ο οποίος ήτανε πολύ γνωστός σ’ εκείνα τα μέρη. Από Λειβαδιά μεριά. Έτσι τα καταφέρανε. Έχει μια ιστορία ο Κυριάκος με το Φώτη πολύ δραματική. Ευτυχώς όμως γλύτωσε.

Τότε που πήγε ο Μήτσος να τους συναντήσει είχανε ξεμπλέξει. Έτσι ο Μήτσος συνέχισε για Αθήνα. Έμεινα εγώ με το Νίκο στα Γιάννενα μέχρι το 1946. Τότε επέστρεψε ο Μήτσος πάλι διότι είχε πέσει πολύ πείνα στην Αθήνα.

Τότε ξαναβρεθήκαμε με το Φώτη και τον Κυριάκο κι αρχίσαμε πάλι παρέα τη δουλειά. Μας βοήθησε η τύχη ευτυχώς. Μας επέβαλε τότε ο στρατηγός Τσακαλώτος να πηγαίνουμε δυο φορές την εβδομάδα να παίζουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό. Τότες αρχίσαμε επίσης να κάνουμε φωνοληψίες και παράλληλα να πηγαίνουμε σε γάμους.

Πολλά πέρασε ο κόσμος τότε. Πολλά είδα κι εγώ. Ναι. Κακό πράμα ο πόλεμος. Όποτε μπορώ θα το λέω. Πιο κακό είναι όμως εκείνο που έπαθε όλη η χώρα τότε. Κατόπιν. Αυτή η μεγάλη κοροϊδία που ήτανε σε βάρος όλων μας. Εκεί δηλαδή που περιμέναμε να δούμε άσπρη μέρα από τους συμμάχους ήρθανε κι εκείνοι και μας αποκάνανε. Τι να θυμηθείς.

(…) Έπιασε το 1947 και με καλέσανε πάλι φαντάρο. Ευτυχώς και μου έδωσαν δυο χρόνια αναβολή και δε λερώθηκα. Ευτυχώς.

(…) Ήτανε στο τέλος του 1949. Είχα φτιάξει πάλι οικογένεια. Είχα το Λάκη τη Νίκη και το Χρήστο. Να ’ναι καλά και άγια οι νεκροί μας. Σ’ αυτούς χρωστάμε πολλά. Κι αυτά μονάχα με τη θύμηση, ίσως κάποια μέρα ξεπληρωθούν. Τότε μάλλον δε θα υπάρχω…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου