"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Το νοσοκομείο του ΔΣΕ στην Πρέσπα - του Γ. Κολιόπουλου

Το 2002, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας προκήρυξε και ανέθεσε σε ομάδα μελετητών, την Διαγνωστική μελέτη για την ανάδειξη και αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς στην περιοχής των Πρεσπών. Η έρευνα έγινε σε όλη την περιβάλλουσα τις λίμνες μικρή και μεγάλη Πρέσπα περιοχή και περιελάμβανε παραλίμνια τμήματα της FYROM και της Αλβανίας.

Η μελέτη ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε το 2004. Στα πλαίσια αυτής της μελέτης για την αποτύπωση του πολιτιστικού αποθέματος, έγινε και η πρώτη καταγραφή και ιστορική έρευνα σε δύο χώρους που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι χώροι αυτοί, το σπήλαιο του νοσοκομείου (ή Σπηλιά του Κόκκαλη…) και η σπηλιά του Ζαχαριάδη, ήταν ελάχιστα γνωστοί και μόνον στους κατοίκους της περιοχής ή σε ελάχιστους φιλέρευνους ιστοριοδίφες και φυσιολάτρες. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά της «σπηλιάς του νοσοκομείου» και η γοητεία του ίδιου του χώρου και της εξέλιξής του, μας οδήγησαν στην πληρέστερη έρευνα και την ακριβέστερη ιστορική αποτύπωση της κατασκευής και λειτουργίας του από την άνοιξη έως το τέλος του εμφυλίου πολέμου, τον Αύγουστο του 1949.

Το 2007 ο Δήμος Πρεσπών, στα πλαίσια του προγράμματος Interreg της Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας, προχώρησε στην εκπόνηση της μελέτης με τίτλο: «Δημιουργία πολιτιστικής διαδρομής και ανάδειξης των μνημείων του Δ. Πρεσπών» που μεταξύ άλλων, προέβλεπε την οργάνωση του εσωτερικού του σπηλαίου σε επισκέψιμο, εύκολα προσβάσιμο και αντιληπτό χώρο, σε σχέση με την ιστορική σημασία του.

Η υλοποίηση των προβλεπόμενων έργων ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2008 και με αφορμή τα παραπάνω, ο Δήμος Πρεσπών οργάνωσε τον περασμένο Νοέμβρη διήμερο επιστημονικό συνέδριο με τίτλο: «Ο Εμφύλιος στην Πρέσπα», όπου στα πλαίσια των εργασιών του, παρουσιάστηκε και η ιστορική έρευνα για την κατασκευή αυτού του σημαντικού έργου, του Νοσοκομείου του ΔΣΕ στην Πρέσπα.


Όταν τον Σεπτέμβρη του 1948 ο μηχανισμός της ηγεσίας του Δ.Σ.Ε. μετακινήθηκε στην «Άφρικα» -στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες μεγάλη και μικρή Πρέσπα και τα Αλβανικά σύνορα- και συγκεκριμένα στην Πύλη, στα σπίτια του χωριού εγκαταστάθηκαν οι υπηρεσίες της Προσωρινής Κυβέρνησης ενώ σε κοντινή προφυλαγμένη ρεματιά και σε υπερκείμενο δασοσκεπές υψίπεδο σε απόσταση 2 χιλιομέτρων αναπτύχθηκαν οι εγκαταστάσεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Αυτές περιλάμβαναν διάφορες υπηρεσίες: αποθήκες, σταθμό ασυρμάτου, το τυπογραφείο των εκδόσεων του ΔΣΕ, τα επιτελικά γραφεία, χώρους στρατωνισμού της μονάδας ασφαλείας του Γενικού Αρχηγείου και τα γραφεία των ηγετικών στελεχών.
Με την κρατούσα και επιτυχή κατασκευαστική πρακτική (ταχύτατη και ασφαλής κατασκευή, χρήση επιτόπιων υλικών, απόλυτη ενσωμάτωση στο περιβάλλον – άρα και απόκρυψη ), οι χώροι αυτοί γίνονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους υπόσκαφοι και κατά ένα μικρό υπέργειοι, με ξύλινα χωρίσματα και στέγη από επάλληλες σειρές κορμών δένδρων και συμπλήρωμα των μεταξύ κενών με υγρό χώμα και φύλλα. Τη στέγη τους, που κρύβονταν από το πυκνό, συνήθως, φύλλωμα των δένδρων επικάλυπταν με κλαδιά, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης απόκρυψή τους από αέρος… Με αυτόν τον τρόπο κατασκευάστηκαν στη διάρκεια αυτού του πολέμου, από αμπριά και αποθήκες μέχρι και χώροι συνάθροισης εκατοντάδων μαχητών.
Ιδιαίτερης όμως σημασίας ήταν η κατασκευή εντυπωσιακών σε μέγεθος και οργανωτική πληρότητα υγειονομικών εγκαταστάσεων, όπως ορεινά χειρουργεία και νοσοκομεία δυναμικότητας χιλίων και πλέον κλινών, όπως το νοσοκομείο στο Λιανοτόπι του Γράμμου.
Δεν θα επεκταθούμε περιγράφοντας τις αρχιτεκτονικές και λειτουργικές αρετές αυτών των κατασκευών, που συνήθως εξυπηρετούσαν προσωρινές ανάγκες στέγασης ή οχύρωσης. Θα μείνουμε στην περιγραφή ενός άλλου, μοναδικού και σπουδαίου τεχνικού έργου του ΔΣΕ, του καθ” υπερβολήν σήμερα λεγόμενου Νοσοκομείου των Ανταρτών, κοντά στον ερειπιώνα του παραλίμνιου οικισμού του Αγκαθωτού. Πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο που οργανώθηκε σε ένα εν πολλοίς τεχνητό σπήλαιο και που λειτούργησε τους τελευταίους μήνες της εμφύλιας σύρραξης ως χώρος υγειονομικής περίθαλψης τραυματισμένων μαχητών του ΔΣΕ. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Σεπτέμβρης του 1948 και οι συχνές αεροπορικές προσβολές αναγκάζουν την ηγεσία του Υγειονομικού του ΔΣΕ -αρχίατρος Νώντας Σακελλαρίου- να μεταφέρει το νοσοκομείο που λειτουργούσε στο σχολείο του χωριού Ψαράδες, αρχικά στα σπίτια του χωριού Πυξός και λίγο αργότερα -καθώς οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται αδιάκοπα- σε σπίτια στο Βροντερό.
Η ημερήσια όμως πρακτική της μετακίνησης των τραυματιών στη διάρκεια των συναγερμών στη δασωμένη πλαγιά απαιτούσε αφ’ ενός πολλούς τραυματιοφορείς, αφ’ ετέρου προκαλούσε επικίνδυνη κακουχία και καταπόνηση στους τραυματίες.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο Ν. Σακελλαρίου με οδηγό τον Στ. Πιτιανούδη εντοπίζουν σε μικρή απόσταση από το δρόμο προς το Αγκαθωτό και σε μια πτύχωση του βράχου μπροστά σε μια μικρή χαράδρα, μια καλοσχηματισμένη σπηλιά με είσοδο που μισοκρύβεται από μια κορομηλιά.
Η σπηλιά βρίσκεται κατ’ αρχήν σε ιδεώδες σημείο ως προς την πολύτιμη αντιαεροπορική κάλυψη αφού προσβάλλεται με ρουκέτες μόνο μέσω Αλβανίας, ενώ από τις βόμβες προστατεύεται από τις υπερκείμενες βραχώδεις υπώρειες του όρους Βροντερού, ύψους τουλάχιστον 100 μέτρων.
Αυτό που βλέπει τότε ο αρχίατρος Σακελλαρίου, είναι ότι η σπηλιά έχει ένα σπηλαιοθάλαμο εμβαδού περίπου 70 τ.μ. με ύψος γύρω στα 3,5 μ., ότι προσεγγίζεται σχετικά εύκολα, και ότι το πέτρωμα των βράχων είναι ασβεστολιθικό, άρα σχετικά μαλακό και εύθρυπτο. Έτσι, με απόφαση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ύστερα από πρόταση του Σακελλαρίου, επιλέγεται η σπηλιά να αποτελέσει την «μόνιμη» εγκατάσταση του νοσοκομείου, αφού εξασφαλίζει κατ’ αρχήν ασφάλεια και σχετικά καλή προσβασιμότητα.
Στην αρχή της άνοιξης του 1949, εγκαθίσταται στο σπήλαιο εργοτάξιο της διοίκησης Μηχανικού του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Ν. Βυθούλκα, αξιωματικό με σπουδές πολιτικού μηχανικού και με εντατικούς ρυθμούς ξεκινούν εργασίες διάνοιξης του υφισταμένου σπηλαιοθαλάμου με μικροανατινάξεις και σκαπτικές-εξορυκτικές εργασίες «…όπως στα ορυχεία…». 


·         Η «μελέτη του έργου», όπως αναγνωρίζεται σήμερα, προέβλεπε τους εξής άξονες ενεργειών:
Την δημιουργία όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ωφέλιμης επιφάνειας μέσα στα σπλάγχνα του βουνού αλλά με εξασφάλιση από ενδεχόμενες καταπτώσεις.

Την διαμόρφωση της μεγαλύτερης δυνατής επιφάνειας για νοσηλευτική χρήση.

Την εξασφάλιση συνθηκών επαρκούς αερισμού και εύκολης κυκλοφορίας μέσα στο χώρο.

Την ταχύτατη υλοποίηση του έργου, υπό την αφόρητη πίεση εχθρικών ενεργειών, έλλειψης μέσων και υλικών.

Για την υποστύλωση επικίνδυνων για κατάπτωση βράχων, χρησιμοποιούνται κορμοί κέδρων διαμέτρου 25-35 εκ. Για τον ίδιο λόγο και για την στατική εξασφάλιση του συνολικού θόλου του σπηλαίου, με την ιδιοφυή σύλληψη της ιδέας των «κιόνων» διαμορφώνονται και οι δύο τεράστιες βραχοκολώνες! Δημιουργήθηκαν έτσι τέσσερις σπηλαιοθάλαμοι σε τρία επίπεδα με συνολικό μήκος σπηλαίου τα 30 περίπου μ. και εμβαδόν της τάξης των 200 τ.μ., και με υψομετρική διαφορά εισόδου με το εσώτερο σημείο τα 12 μ.
Στον χώρο που προέκυψε, τοποθετούνται σφηνωτά στο δάπεδο και την οροφή του σπηλαίου, κατακόρυφοι κορμοί μικρότερης διαμέτρου που διαμορφώνουν και το «σχέδιο», την «κάτοψ»’ δηλαδή, όπου θα στηθεί η ωφέλιμη επιφάνεια των παταριών αλλά και οι διάδρομοι κυκλοφορίας, οι προσβάσεις και σκάλες για τα επίπεδα που δημιουργούνται. Όλα αυτά γίνονται με ασύλληπτους ρυθμούς για τα σημερινά δεδομένα οργάνωσης εργοταξίου.
Κατασκευάζεται κατόπιν ένα ιδιότυπο είδος παταριών και τελάρων με ορθοστάτες και οριζόντια δοκάρια από κλαδιά, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με σιδερένια πιόσχημα (σχήματος Π) σφυρήλατα καρφιά («κάντζες») και επιστρώνονται με σανίδια τα οποία προέρχονται από τις άδειες κάσες των πυρομαχικών και πάνω τους τοποθετούνται πρόχειρα αχυροστρώματα.

Με το τέλος των εργασιών διαμόρφωσης του εσωτερικού, κατασκευάζεται και μία σχετικά ευρύχωρη ξύλινη πλατφόρμα σε πρόβολο, με εμβαδόν περί τα 60 τ.μ., που αποτέλεσε ένα είδος αυλής, χώρου υποδοχής και εξωτερικών ιατρείων – αν επιτρέπεται ο παραλληλισμός με τους σημερινούς γνωστούς όρους. Σε μια ξερολιθιά μήκους 7-8 μ. στο φρύδι της προκείμενης χαράδρας που αποτέλεσε το βάθρο μια σειρά κορμών ύψους 3,5 μ. (σώζεται μέχρι σήμερα ένας από αυτούς στο βάθος της κοίτης του χειμάρρου) στήριζε τον σκελετό της πλατφόρμας που πετσώθηκε με χοντρά σανίδια-μαδέρια που φτιάχνονταν επιτόπου με τη χρήση υλοτομικού πριονιού στη θέση ενός μικρού καταβαθμού του χειμάρρου από κορμούς κέδρων που μεταφέρονταν από τα γύρω δάση με μουλάρια.
Με τέτοιο τρόπο κατασκευάστηκαν πάνω στην πλατφόρμα οι 3 παράγκες των γιατρών, διαστάσεων 2Χ2Χ2 μ. Την όλη εγκατάσταση συμπλήρωναν οι χώροι υγιεινής, δηλαδή το αποχωρητήριο που αποχέτευε κατ’ ευθείαν στη χαράδρα και ένα υποτυπώδες λουτρό με χρήση βαρελιού.
Έχει σημασία να διευκρινισθεί ότι όλη αυτή η εγκατάσταση, από το στόμιο της σπηλιάς, που έκλεινε με ένα ξύλινο πλαίσιο και όλη η πλατφόρμα μπροστά με τα παραπήγματα, παραλλάσσονταν με κλαδιά και φρέσκα φυλλώματα για την απαραίτητη απόκρυψη, το καμουφλάζ.
Το περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο, περαιώθηκε εντός μηνός, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αντώνη Βρατσάνου στον γράφοντα. Ακόμη και για τα σύγχρονα δεδομένα και μέσα, τέτοιοι χρόνοι ολοκλήρωσης τέτοιων έργων είναι ασύλληπτοι, ανέφικτοι και εξωπραγματικοί…
Μετά την εγκατάσταση των τραυματιών και του προσωπικού, διαπιστώθηκαν και οι πρώτες αδυναμίες στη λειτουργία του νοσοκομείου: στα ψηλά πατάρια δεν υπήρχε επαρκής αερισμός με αποτέλεσμα να παρατηρούνται λιποθυμίες. Εκεί, σύμφωνα με την μαρτυρία της Κατίνας Λατίφη, αγωνίστριας του ΔΣΕ, εγκαταστάθηκαν οι νοσοκόμες.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι δεν ήταν δυνατή η διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων διότι ο διαθέσιμος και προβλεπόμενος χώρος αριστερά στον εισερχόμενο, δεν παρείχε συνθήκες ασηψίας, επαρκούς φωτισμού (παρά το ότι υπήρχε εγκατάσταση φωτισμού με δύο ηλεκτρογεννήτριες), αερισμού και απομόνωσης. Αναζητήθηκε γειτονικός χώρος σε παρακείμενη μικρή σπηλιά η οποία όμως δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να γίνονται μόνον μικροεπεμβάσεις και αλλαγές επιδέσεων στα τραύματα των μαχητών που νοσηλεύονταν εκεί, ενώ οι βαριά τραυματισμένοι αντάρτες συνέχισαν να μεταφέρονταν σε οργανωμένα νοσοκομεία στην Αλβανία.
Η επιμελητηριακή υποστήριξη του «νοσοκομείου», γινόταν από το χωριό Βροντερό, ενώ κατά κανόνα η μεταγωγή των τραυματιών από τα πεδία των επιχειρήσεων γίνονταν είτε με βάρκα από την Μικρολίμνη, πράγμα επικίνδυνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, διότι οι βάρκες ήταν ιδεώδεις στόχοι για αεροπορικούς πολυβολισμούς, και στη συνέχεια με φορείο μέσα από τη χαράδρα ή οδικώς από Λαιμό-Βροντερό.
Το παραπάνω περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο λειτούργησε μέχρι τα μέσα Αυγούστου 1949. Όταν εγκαταλείφθηκε από τον ΔΣΕ, μετά την ήττα, διατηρήθηκε ανέπαφο σχεδόν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σύμφωνα με αρκετές διασταυρωμένες μαρτυρίες, οπότε έπαυσε να αποτελεί ο χώρος αυστηρά φυλασσόμενη στρατιωτική ζώνη… Τότε αρχίζει η χρησιμοθηρία των υλικών με οικοδομική αξία από τους κατοίκους της περιοχής και επέρχεται η καταστροφή του χώρου, που ολοκληρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την αθρόα είσοδο Αλβανών λαθρομεταναστών που έβρισκαν φιλόξενο καταφύγιο στη σπηλιά και αρκετή ξυλεία για φωτιά.
Σήμερα, σώζονται υπολείμματα της εσωτερικής οργάνωσης του νοσοκομείου. Η αναγνώριση και ιστορική αποτύπωση του μνημείου έγινε με την βοήθεια και τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων, που βοήθησαν στην σχεδιαστική αναπαράσταση του χώρου, ώστε να αποδοθεί κατά το δυνατόν πιστά. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε φωτογραφικές αποτυπώσεις του έργου, έστω και έμμεσες, διότι από μαρτυρίες προκύπτουν πληροφορίες για φωτογραφήσεις που έγιναν στο χώρο σε στιγμές ανάπαυλας και χαλάρωσης.
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας για αυτό το μνημειώδες τεχνικό έργο, θεωρούμε ότι θα έπρεπε να διδάσκεται σαν παράδειγμα στο μάθημα της διαχείρισης εργοταξίου στα τμήματα πολιτικών μηχανικών των Πολυτεχνικών σχολών των Πανεπιστημίων μας…
Το απόσπασμα ημερολογίου που ακολουθεί είναι γραμμένο από τον γιατρό Κωνσταντίνο Χ. που βρέθηκε στο Βίτσι που πήρε μέρος στις επιχειρήσεις, σαν στρατιωτικός γιατρός του εθνικού στρατού και αποδίδει με δυο λέξεις το πλήρες νόημα της παραπάνω περιγραφής. 
Το ημερολόγιο, αδημοσίευτο, επιγράφεται από τον ίδιο «Ημερολόγιο Επιχειρήσεων 30/7/1949 – 25/9/1949».
«10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. ΗΜΕΡΑ: Χ, ΩΡΑ: 0 (έτσι το λέν). Πριν φέξει ο ήλιος το κανονίδι άρχισε: Το «85» δεν ξεχωρίζει γής. Μόνο μια σκόνη, μια φλόγα, μια κόλαση. Αεροπορία και άλλα βαριά όπλα άρχισαν. Οι «κένταυροι», τάνκς για ορεινές, σχετικά ομαλές πλευρές, έρπουν σαν αράχνες και βάζουν «ευθεία βολή» στις θυρίδες των αντάρτικων πολυβολείων. Και τι πολυβολείων! Ατράνταχτα έργα μόχθου και τέχνης. Που τα δικά μας τα καημένα…ακουμπάς επάνω τους να ξεκουραστείς και γκρεμίζονται…».


Το άνοιγμα της σπηλιάς όπως φαίνεται σήμερα 

Τμήμα του εσωτερικού της σπηλιάς

Σχεδιαγράμματα του νοσοκομείου του Γ. Κολιόπουλου


Εσωτερικό 1

Εσωτερικό 2

Εσωτερικό 3

Εξωτερικό 










1 σχόλιο:

  1. Αξιοθαύμαστη πραγματικά η εφευρετικότητα των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτό το "υποτυπώδες" νοσοκομείο. Όταν ολοκλήρωνα την ανάγνωση του βιβλίου του Ν. Σακελαρίου ένιωσα ότι "γνώρισα" έναν υπέροχο άνθρωπο! Νομίζω ότι η ομολογία του γιατρού από την άλλη μεριά τα λέει όλα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή