Η ανισότητα του εισοδήματος
1. Ο Ζιντ είδε πολλές διαφορές στο εισόδημα. Δεν υπήρχε ισότητα στα εισοδήματα. Ηρθε στη χώρα την εποχή της οικοδόμησης που ισχύει η αρχή: «Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με την απόδοσή του». Η απόδοση μετριέται με την αξία, που έχει για την οικοδόμηση της παραγωγής. Οι μπολσεβίκοι θεωρούν αυτή την αρχή σαν εφαρμοστέα σε ένα μεταβατικό στάδιο. Υπολογίζουν στον ερχομό μιας εποχής, που θα ισχύει η αρχή: «Καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Βλέπουν την πρακτική εφαρμογή της πρώτης αρχής αναγκαία για τη δημιουργία μιας κατάστασης, που θα κάνει δυνατή και απαραίτητη την πρακτική εφαρμογή της δεύτερης αρχής. Το είδος της παραγωγής που οικοδομείται εδώ αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της διαδικασίας μετατροπής της πρώτης αρχής στη δεύτερη. Αν επρόκειτο για μια παραγωγή, όπως την ξέρουμε στον καπιταλισμό, δηλαδή αναρχούμενη, κάτω από φραγμούς, σε στατική από μια άποψη κατάσταση, τότε ελάχιστες προοπτικές θα υπήρχαν για να διαδεχτεί την τωρινή εποχή μια άλλη, πολύ διαφορετική απ' αυτήν, τέτοια, που να μπορεί και να πρέπει να εφαρμοστεί σ' αυτήν η δεύτερη αρχή, η τόσο διαφορετική από την πρώτη. Αν η παραγωγή αυτή ήταν όπως στον καπιταλισμό, θα εξαρτιόμασταν από τις υποσχέσεις της άρχουσας τάξης για μελλοντικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Ομως η παραγωγή, που οικοδομείται με βάση την εφαρμογή της πρώτης αρχής, παρόλο, που περιέχει ανισότητες στα εισοδήματα, δεν είναι αναρχούμενη, στατική, περιορισμένη. Είναι μια σοσιαλιστική παραγωγή, που αποβλέπει στην όσο γίνεται μεγαλύτερη αφθονία αγαθών και που δεν έχει κανέναν περιορισμό υπαγορευμένου από το κέρδος. Εδώ κι έναν αιώνα δημιουργήθηκε μια απέραντη σειρά από παρανοήσεις, εξαιτίας της ανικανότητας πολλών ανθρώπων να κατανοήσουν τον κομμουνισμό σαν μια διδασκαλία, που κατά πρώτο λόγο αφορά την παραγωγή. Καλοπροαίρετοι και συμπαθητικοί άνθρωποι, ξεκινώντας από το ολοφάνερο γεγονός της ελαττωματικότητας και της αδικίας του αστικού καταναλωτικού συστήματος, βλέπουν στον κομμουνισμό κατά κύριο λόγο ένα καινούργιο σύστημα κατανομής των αγαθών, το οποίο εγκρίνουν. Δεν έχουν, όμως, μελετήσει καθόλου στα σοβαρά το ζήτημα της παραγωγής, την τεράστια ελαττωματικότητα και αδικία της. Πολύ λίγο έχει γίνει κατανοητή η μεγάλη διδασκαλία των κλασικών του κομμουνισμού, οι οποίοι αναθέτουν στις παραγωγικές δυνάμεις τον αποφασιστικό επαναστατικό ρόλο απέναντι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή η μεγάλη διδασκαλία έχει γίνει τόσο λίγο κατανοητή, ώστε να καταλογίζεται στον κομμουνισμό η διαρκής αποτυχία των λεγόμενων μεταρρυθμιστικών κινημάτων, που θέλησαν να μεταρρυθμίσουν μεμονωμένα τις παραγωγικές σχέσεις χωρίς να οδηγήσουν σε ρήξη τις παραγωγικές δυνάμεις και τα οποία είχαν επίδραση μονάχα στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή. Οποια θέση κι αν παίρνει κανείς απέναντι στο φαινόμενο της εισοδηματικής ανισότητας στη σημερινή Ρωσία, κανένας δεν το θεωρεί σαν μια κατάσταση, που θα ήταν ευχής έργο να διατηρηθεί για πάντα. Την ανισότητα στα εισοδήματα πρέπει κανείς να την κρίνει σαν κάτι αναγκαίο για την οικοδόμηση της παραγωγής σοσιαλιστικού τύπου. Και πρέπει κανείς να μάθει, αν αυτό το είδος παραγωγής επιτρέπει ή όχι την υποστήριξη της θέσης, ότι αυτές οι διαφορές εισοδήματος θα εξαφανιστούν μια μέρα. Οι επαναστάσεις δεν είναι νομικές πράξεις. Δεν μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να θεσπιστεί με διάταγμα, ότι από εδώ κι εμπρός πρέπει να ισχύσει ο σοσιαλισμός. Οικοδόμηση του σοσιαλισμού σημαίνει οικοδόμηση σοσιαλιστικής παραγωγής με όλα τα αναγκαία γι' αυτό ευέλικτα νομικά μέτρα και με μια ολόκληρη σειρά διαδοχικών φάσεων στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που δημιουργεί η εξέλιξη αυτής της παραγωγής.
2. Σύμφωνα με το σχέδιο F ύστερα από την επανάσταση θα έπρεπε να γίνει ένα είδος προλεταριοποίησης των τεχνικών και των άλλων διανοούμενων. Από δω κι εμπρός, δηλαδή, θα έπρεπε να περιοριστεί η κατανάλωση από μέρους εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων, που μέχρι την επανάσταση απολάμβαναν περισσότερα καταναλωτικά αγαθά και να τους επιτραπεί βαθμιαία μια πιο πλούσια κατανάλωση, όταν θα συνέβαινε αυτό και με όλα τα άλλα στρώματα των εργαζομένων. Το σχέδιο αυτό δε λειτούργησε όμως. Εγιναν, βέβαια, μεγάλες μετατοπίσεις σε ό,τι άφορα το εισόδημα των διανοούμενων. Μέχρι πριν από λίγο, οι γιατροί πληρώνονταν σχετικά χαμηλά και οι δάσκαλοι εξακολουθούν - όπως μαθαίνω - να πληρώνονται σχετικά χαμηλά (αν και καλύτερα από τους ανειδίκευτους εργάτες). Οι τεχνικοί, όμως, έχουν διατηρήσει τουλάχιστον το προεπαναστατικό τους επίπεδο αποδοχών και συχνά το έχουν ξεπεράσει. Η απασχόληση, όμως, εκείνων, που κερδίζουν πολλά είναι τεράστια σε σύγκριση με άλλες χώρες. Σχεδόν πάντοτε δουλεύουν σε περισσότερες από μια θέσεις και αυτό συνυπολογίζεται στο εισόδημά τους. Γενικά, το βιοτικό επίπεδο, που αν κατεβεί κάτω από ένα ορισμένο όριο έχει σαν αποτέλεσμα να μην μπορεί ο εργαζόμενος να κάνει αποδοτικά τη δουλειά του, φαίνεται, ότι δεν είναι ένα μηχανικό μέγεθος ίδιο για όλους. Αυτή τη στιγμή δε μένουμε σε ηθικές κατηγορίες. Η απαίτηση του μηχανικού για ψηλό βιοτικό επίπεδο δε γίνεται δεκτή, αντίθετα είναι ο στόχος το ανέβασμα του βιοτικού επίπεδου του εργάτη. Το ζήτημα, όμως, είναι, ότι στη σφαίρα της παραγωγής τα πράγματα είναι έτσι, που για την άνοδο του βιοτικού επίπεδου του εργάτη απαιτείται αύξηση της παραγωγής, πράγμα, που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να επιτευχθεί, αν κατέβει το βιοτικό επίπεδο του μηχανικού. Η αύξηση της παραγωγής δεν είναι κάτι το μηχανικό εξαρτώμενο απλά από ποσότητες αλλά κάτι, που απαιτεί μια ριζική αλλαγή στη διάρθρωση της παραγωγής, τέτοια, που όλο και να μειώνονται, μέχρι να εξαφανιστούν οι διαφορές της θέσης, π.χ., του εργάτη από του μηχανικού. Οταν γίνει αυτό, τότε δημιουργείται και για τον εργάτη η ίδια αναγκαιότητα ψηλού βιοτικού επιπέδου όπως για το μηχανικό, και μάλιστα από την πλευρά της παραγωγής.
3. Η μεταβολή του παλιού κόσμου στον καινούργιο δεν γίνεται έξω από τον κόσμο, όπως αναμένουν μερικοί κριτικοί. Οι τεχνικές γνώσεις, που χρειάζονται στο προλεταριάτο για να εκτελέσει μια γιγάντια αποστολή, δεν κυκλοφορούν ασώματες, αλλά, σαν να πούμε, με τη μορφή των τεχνικών. Απ' αυτούς δεν μπορούμε να πάρουμε τις γνώσεις και την τέχνη τους με κατάσχεση. Στην κατοχή αυτών των γνώσεων και αυτής της τέχνης φθάνουμε με την απασχόληση αυτών των ανθρώπων. Ισως να χρησιμοποιήσουν για πολύ καιρό τις γνώσεις και την τέχνη τους σα μέσα για την επίτευξη υψηλού βιοτικού επιπέδου. Αν διαπιστωθεί ότι το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο προωθεί τις γνώσεις και τις τέχνες, θα πρέπει να παραμείνει τέτοιο για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα. Τα μέσα, που χρησιμοποιούν οι μεμονωμένοι άνθρωποι για να επιτύχουν ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ' αυτό, που ονομάζουμε κέρδος. Αλλά ο καπιταλισμός δε δημιούργησε μονάχα τα κέρδη, δημιούργησε και τη σύγχρονη παραγωγή. Η σοσιαλιστική επανάσταση καταργεί το κέρδος προς όφελος της παραγωγής, γιατί αυτή μπορεί τότε μονάχα να αυξηθεί, όταν καταργηθεί το κέρδος. Θα ήταν τελείως ανόητο να τη διακινδυνεύσουμε ή να την καταστρέψουμε με τη μηχανιστική μείωση του βιοτικού επιπέδου εκείνων των δυνάμεων, που είναι απαραίτητες για την οικοδόμηση και την αλλαγή της μορφής της παραγωγής. Και για να γυρίσουμε στον Ζιντ. Θα τον επαινούσαμε κι αυτόν και τους ομοίους του, όπως θα τους άξιζε, αν εξηγούσαν στον εργάτη, που δουλεύει μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, ότι πρέπει να συγκρίνει το μεροκάματό του με όλες τις υποσχέσεις, που του δίνονται από την άρχουσα τάξη και τους βοηθούς της. Δεν υπάρχει πιο σοβαρή και πιο ειλικρινής συμβουλή απ' αυτήν. Καλύτερη συμβουλή απ' αυτήν δεν μπορούν να δώσουν στον εργάτη ούτε ο αστικός πασιφισμός ούτε οι αστικές θρησκείες - όσο έχουν ακόμα ηθικές φιλοδοξίες. Και δεν υπάρχουν χειρότεροι απολογητές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από εκείνους που προσπαθούν να κερδίσουν τον εργάτη, μιλώντας του για την «ευτυχία που φέρνει η συναίσθηση πως αφιερώνεται σε μια μεγάλη υπόθεση», χωρίς να κουνάνε ούτε το δαχτυλάκι τους για να αποχτήσει ένα «γήινο» μεροκάματο, που θα τον ανακουφίσει από τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες του. Την αδυναμία τέτοιων απολογητών ο Ζιντ την καυτηριάζει, ωστόσο δεν τους θεωρεί κακούς απολογητές, αλλά απολογητές μιας κακής υπόθεσης. Κι αντί να δώσει στους εργάτες του καπιταλισμού τη συμβουλή να εξετάσουν το ζήτημα του μεροκάματού τους, τη δίνει στους εργάτες της Σοβιετικής Ενωσης. Πού βρίσκεται η γελοιότητα αυτής της προτίμησης;
4. Σ' αυτές τις φράσεις γίνεται λόγος για ελευθερία. Οπως φαίνεται, η ελευθερία είναι κάτι το πολύ γενικό, κάτι το απλό. Το τι είναι η ελευθερία το ξέρει, βέβαια, ο καθένας. Το ξέρει ο γιος, που κανονίζει ο πατέρας του τι θα σπουδάσει, το ξέρει η γυναίκα, που την παντρεύει ο πατέρας της χωρίς να τη ρωτήσει και την κρατάει φυλακισμένη ο άντρας της, το ξέρει ο εργάτης, που του αρπάζει ο αστυνομικός τις προκηρύξεις από το χέρι, το ξέρει ο συγγραφέας, που κουτσουρεύει ο αρχισυντάκτης το άρθρο του. Κάτι τόσο απλό, όσο είναι η ελευθερία, ήρθε να δει στη χώρα των Σοβιέτ ο γηραιός κύριος, ξεκινώντας από τη χώρα του, όπου κυριαρχούσε τόση ανελευθερία. Τα όσα είδε και άκουσε τον γέμισαν με έκπληξη και μάλιστα όχι ευχάριστη.
Εμαθε, ότι σ' αυτή τη χώρα, στη χώρα της ελευθερίας, επικρατούσαν παράξενες αντιλήψεις για την ελευθερία. Εδώ η ελευθερία δεν θεωρούνταν σαν κάτι αιώνια ίδιο δοσμένο, κάτι γενικό και απλό. Εμαθε κατά κάποιον τρόπο, ότι ο ίδιος, τέλος πάντων, είχε έρθει από μια χώρα της ελευθερίας. Γιατί του άνοιξαν τα βιβλία των κλασικών του κομμουνισμού - των κατακριτών της καταπίεσης - και του έδειξαν ότι χαρακτήριζαν, λόγου χάρη, τον εργάτη στις καπιταλιστικές χώρες σα βρισκόμενο σε κατάσταση ελευθερίας. Ωστόσο, έτσι σαφείς που ήταν πάντοτε στις εξηγήσεις τους, εξηγούσαν αμέσως, τι είδους ελευθερία εννοούσαν: ότι ο εργάτης είναι σ' αυτές τις χώρες ελεύθερος από τα μέσα παραγωγής. Και δεν το έλεγαν καθόλου ειρωνικά αυτό. Το έλεγαν τόσο λίγο ειρωνικά, ώστε, λόγου χάρη, απέτρεπαν τους εργάτες να αποχτήσουν το «σπιτάκι» τους, όπου αυτό τους ήταν μπορετό, για να διατηρηθεί έτσι αυτή η ελευθερία. Λοιπόν, αυτές ήταν ιδιόρρυθμες ιδέες. Ο διάσημος ταξιδιώτης δεν είχε σκοπό να παραδεχτεί ότι δεν ήξερε τι είναι ο πόθος για ελευθερία, αυτή η καθολική, αιώνια, απαραγνώριστη ορμή, που θα άξιζε να κινήσει το ενδιαφέρον ταξιδιωτών υψηλής κλάσης, ακριβώς επειδή είναι καθολική και αιώνια. [...]
1936
Το προλεταριάτο δε γεννήθηκε με άσπρο γιλέκο
Οσο γι' αυτήν την κουλτούρα, δεν είναι, παρά σαν τα λεκιασμένα ρετάλια, που ξεμένουν στα μεγάλα ξεπουλήματα, που όχι μονάχα ακολουθούν τις πτωχεύσεις, αλλά γίνονται και πριν απ' αυτές. Η κουλτούρα βρίσκεται σε φρικιαστική κατάσταση κι αν τυχόν υπέθετε κανείς ότι υπέστη βιασμό, σίγουρα βοήθησε και η ίδια σ' αυτό. Τώρα δέχεται επίθεση από τους εχθρούς μας. Αποτελεί αυτό λόγο για να την υπερασπιστούμε; Δεν υπερασπιζόμαστε όλα, όσα προσβάλλουν οι εχθροί μας. Ακόμα και ο φασισμός προσπαθεί να απαλλαγεί από μαζεμένες δυσκολίες γενικής μορφής και να ξεκαθαρίσει καταστάσεις, που έγιναν ρευστές (στη Γερμανία την πολιτική της εκκλησίας, μερικά μοναρχικά, αυτονομιστικά ρεύματα, τη συνθήκη των Βερσαλλιών, που επιβάλλει πολεμική αποζημίωση και απαγορεύει τη δημιουργία λαϊκού στρατού κ.λπ.). Με το ζήτημα της κουλτούρας τι γίνεται;
Ξέρουμε - ίσως όχι με αρκετή ακρίβεια και ίσως όχι αρκετά παθιασμένα, ούτε και σε όλη του την έκταση - ότι η αστική κουλτούρα στηρίζεται στην ιδιοκτησία, που σήμερα κυριαρχεί σαν ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Από την άλλη μεριά, ξέρουμε ότι σήμερα σε μερικές χώρες κατεδαφίζεται αυτή η κουλτούρα, γιατί δεν προσφέρει πια ό,τι απαιτούν απ' αυτήν: δηλαδή, την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Η κουλτούρα είναι, λοιπόν, κάτι το αντιφατικό, αφού μπορεί να έρθει σε τέτοια σύγκρουση με τις συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας, που για την προστασία τους ακριβώς δημιουργήθηκε κάποτε. Οχι μονάχα έμεινε πίσω, όχι μονάχα δεν εναρμονίζεται πια με το σκοπό της, όχι μονάχα την εγκαταλείπουν, αλλά την πολεμούν δραστήρια και με πολλές τυμπανοκρουσίες. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι παράλληλα με τις δοξολογίες, που έκανε υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, έκανε στον καιρό της και αρκετή δουλειά για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τώρα, λοιπόν, στριμωγμένη σε ένα άσχημο αδιέξοδο, πρέπει να δηλώσει με ποιους είναι. Απ' αυτήν πρέπει να θυσιαστεί ό,τι βρίσκεται αντιμέτωπο με τις παραγωγικές δυνάμεις. Μερικά θα τα αναλάβει μάλιστα ο φασισμός - ναι, ο φασισμός - και κανένας δε θα ξαναχτίσει ό,τι θα γκρεμιστεί. Ομως ό,τι απ' αυτήν αφορά και συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρέπει να διασωθεί και την υπεράσπισή του πρέπει να την αναλάβουμε εμείς και μάλιστα ακριβώς εμείς και σε λίγον καιρό μόνο εμείς πια.
Η κουλτούρα αντικατοπτρίζει, φυσικά, τη σύγκρουση, στην οποία έφθασαν οι παραγωγικές δυνάμεις με τον τρόπο παραγωγής. Αυτή καθαυτή δεν αποτελεί τροχοπέδη, ενοχλητικό εμπόδιο, αντιδραστικά δεσμά. Η αποστολή της είναι να προστατεύει την ιδιοκτησία. Την προστατεύει όμως; Την προστατεύει πέρα για πέρα και δεν κάνει τίποτ' άλλο; Και οι σχέσεις παραγωγής απέβλεπαν στην οργάνωση της παραγωγής. Τι γίνεται όμως σήμερα μ' αυτό; Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία, ότι σήμερα αρκετοί πολιτιστικοί φορείς δημιουργούν όλο και πιο στενούς δεσμούς με το προλεταριάτο, την πιο ισχυρή και ορμητική μερίδα των παραγωγικών δυνάμεων. Η πολιτιστική δραστηριότητα του προλεταριάτου, η μάθησή του, η πνευματική του παραγωγή, δεν αναπτύσσονται έξω από την αστική κουλτούρα ή παράλληλα, δηλαδή αυστηρά χώρια απ' αυτήν. Εδώ υπάρχουν κοινά στοιχεία. Ακριβώς όπως πρέπει να επιμένουμε στο ότι ορισμένες συνήθειες, που ήταν στοιχεία κουλτούρας, τέλειωσαν το ρόλο τους και έγιναν πια στοιχεία υποκουλτούρας, έτσι υπάρχουν και άλλα στοιχεία, τα οποία εξακολουθούν να διατηρούνται και βρίσκονται «στριμωγμένα» και τα οποία πρέπει εμείς να υπερασπίσουμε. Η βάση της θέσης μας απέναντι στην κουλτούρα είναι η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, όπως γίνεται με τα υλικά πράγματα. Η ανάληψη της κουλτούρας από τη μεριά μας έχει το χαρακτήρα μιας αποφασιστικής αλλαγής. Εδώ δε θ' αλλάξει μονάχα ο κτήτορας, αλλά και το κτήμα. Η σχετική διαδικασία είναι περίπλοκη. Λοιπόν, ποια πράγματα της κουλτούρας θα υπερασπιστούμε; Η απάντηση πρέπει να είναι: εκείνα τα στοιχεία, που πρέπει να καταργήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας για να εξακολουθήσουν να υπάρχουν τα ίδια.
Για να γίνουμε περισσότερο κατανοητοί, πρέπει να παραθέσουμε εδώ με παραλλαγές ένα κομμάτι του Προυντόν, που το δέχτηκε και ο Λένιν.
Οταν η αστική τάξη δεν είναι πια ικανή να οργανώσει την κουλτούρα, όπως δεν είναι πια ικανή να οργανώσει την παραγωγή, όταν κανένας πια δεν ακούει τα παλιά ξόρκια, γιατί ο καθένας έχει κουφαθεί απ' τις κραυγές φρίκης των βιασμένων και πεινασμένων, όταν φιλειρηνικότητα σημαίνει αδυναμία και καλοσύνη, αυτοθυσία, όταν οι εργάτες, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, δεν επιτρέπεται να λένε την αλήθεια και υποχρεώνονται ν' ακούνε το ψέμα, όταν το έθνος έχει γίνει αντικείμενο περιφρόνησης και η στρατιωτική θητεία γι' αυτό έγκλημα, όταν οι παιδαγωγοί έχουν γίνει βοηθοί νεκροθάφτη και η εκπαίδευση αφήνει πίσω της εκγυμνασμένους ή εκτελεσμένους, όταν οι δημόσιες υπηρεσίες προσφέρονται μονάχα με εκβιασμό κι ο εκβιασμός προσκρούει στη σωματική αδυναμία των εκβιαζόμενων, όταν η καθοδήγηση ωφελεί πια μονάχα τον καθοδηγητή και βλάπτει τον καθοδηγούμενο, με αποτέλεσμα να μην ωφελεί πια ούτε τον πρώτο, όταν η μουσική παιανίζει για τη μαζική ανθρωποκτονία, το μυθιστόρημα την εγκωμιάζει και η φιλοσοφία τη θεμελιώνει, όταν η διαφθορά δεν μπορεί πια να συγκαλυφθεί και η πάταξή της δεν μπορεί να φέρει πια καμιά ανακούφιση στην εξαθλίωση, όταν για τους εργάτες γίνεται τόσο μηδαμινή η διαφορά ανάμεσα στα κάτεργα και τα σπίτια, ώστε για να γίνουν τα πρώτα φοβερότερα χρειάζεται να καθιερωθούν βασανιστήρια, όταν οι αρετές πρέπει να ενισχύουν τους απάνω στην τακτοποίηση των εγκλημάτων τους, όταν η περιουσία του λαού υπηρετεί τον αφανισμό του λαού μέσω του πολέμου, όταν ο πόλεμος έχει γίνει το τελευταίο καταφύγιο της οικονομίας και δεν μπορεί πια να είναι νικηφόρος πόλεμος. [...]
Με άλλα λόγια: Οταν η κουλτούρα, που όλο και πιο πολύ καταρρέει, γεμίζει όλο και πιο πολύ από βρωμιές, γίνεται σχεδόν ένα σύστημα κηλίδων, μια χαβούζα, όπου μαζεύονται τα περιττώματα, όταν οι ιδεολόγοι είναι πάρα πολύ διεφθαρμένοι για να επιτεθούν στις σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά και πάρα πολύ διεφθαρμένοι για να τους υπερασπιστούν, έτσι, που να διώχνονται απ' τα αφεντικά τους εκείνοι, που είχαν τη διάθεση να τα υπηρετήσουν, αλλά δεν υπηρέτησαν καλά, όταν οι λέξεις και οι έννοιες δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση πια με τα πράγματα, τη δράση, τις συνθήκες που προσδιορίζουν, έτσι, που να μπορεί κανείς να αλλάζει αυτά τα τελευταία χωρίς ν' αλλάζει τις σχετικές μ' αυτά λέξεις ή να μπορεί ν' αλλάζει τις λέξεις αφήνοντας τα πράγματα, τις ενέργειες, τις συνθήκες στην παλιά τους κατάσταση, όταν ο πρόθυμος για δολοφονίες δεν μπορεί πια να έχει καμιά ελπίδα, ότι θα μείνει κι ο ίδιος ζωντανός, όταν η πνευματική δραστηριότητα περιορίζεται τόσο πολύ, ώστε να υποφέρει απ' αυτή την κατάσταση ως και η ίδια η διαδικασία της εκμετάλλευσης, όταν δεν μπορεί να δοθεί πια στους χαρακτήρες ο καιρός που τους χρειάζεται και για την απλή μεταστροφή τους, όταν η προδοσία δεν ωφελεί πια σε τίποτα, η ποταπότητα δε φέρνει πια κανένα κέρδος, η βλακεία δε συνιστάται για κανέναν, όταν η ακόρεστη αιμοβορία των παπάδων δεν επαρκεί πια και γι' αυτό πρέπει να διωχτούν, όταν δεν υπάρχει πια τίποτα για ξεμασκάρεμα, αφού η καταπίεση προχωρεί πια χωρίς τη μάσκα της δημοκρατίας, ο πόλεμος χωρίς τη μάσκα της ειρηνοφιλίας, η εκμετάλλευση χωρίς τη μάσκα της εκούσιας επιδοκιμασίας των εκμεταλλευόμενων, όταν η πιο ματωβαμμένη λογοκρισία ελέγχει την κάθε σκέψη, αλλά είναι περιττή, γιατί κανένας πια δεν κάνει σκέψεις, τότε το προλεταριάτο μπορεί να πάρει στα χέρια του την κουλτούρα στην ίδια κατάσταση, που θα πάρει και την παραγωγή: σε κατάσταση διάλυσης. Γιατί και την παραγωγή θα την πάρει στα χέρια του το προλεταριάτο μονάχα, όταν αυτή θα έχει υποβαθμιστεί, όταν εξαιτίας ενός πολέμου ή μιας κρίσης θα υπολειτουργεί και θα πρέπει το ίδιο το προλεταριάτο να συμμετέχει σ' αυτή την καταστροφή.
Ομως κανένας δεν μπορεί να περιμένει απ' αυτόν τον κληρονόμο να περισυλλέξει με τρόπο φιλήσυχο και φιλόπονο όλα εκείνα τα αγαθά, που άφησαν αδέσποτα στη θύελλα οι άλλοι.
Τίποτα δεν περιέχει τόση αναίδεια όσο ο πονηρός διαχωρισμός των εννοιών πολιτισμός (Zivilisation) - καλλιέργεια (Kultur), που διδάσκεται στα ανώριμα ακόμα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Σύμφωνα μ' αυτό το διαχωρισμό, το πρώτο - δηλαδή ο πολιτισμός - είναι κάτι πολύ ρηχό, αφορά τα απαραίτητα για τη ζωή, που έχουν σχέση με τη διοίκηση, τις υλικές ανέσεις, τη συγκοινωνία, το γενικό ρυθμό, τις υγειονομικές παροχές. Αντίθετα το δεύτερο - δηλ. η καλλιέργεια η κουλτούρα - είναι κάτι που αναπτύσσεται με πιο αργό ρυθμό, που είναι πιο οργανικό, που διδάσκεται πιο δύσκολα, που είναι πολύτιμο και περιττό, δηλ. πέρα από το απόλυτα απαραίτητο. Ακριβώς αυτή η τελευταία έννοια - η έννοια της περίσσειας - δείχνει ιδιαίτερα καθαρά, ότι πρόκειται για ένα και το αυτό πράγμα - που αφορά όμως δυο ειδών κοινωνικές τάξεις, οπότε είναι κάτι απερίγραπτα διαφορετικό. Και για τη μια από αυτές τις τάξεις η αφθονία είναι περιττή - αυτό είναι ολοφάνερο. Ενώ ορισμένες φυλές και ορισμένες κοινωνικές τάξεις μπορούν να εκπολιτιστούν πολύ εύκολα με μερικά κανόνια και μερικά κεφάλαια, δεν ακούστηκε ποτέ τίποτα για το αν αυτές οι φυλές και οι τάξεις μπορούν και να καλλιεργηθούν - σε ό,τι αφορά τις περισσότερο ή λιγότερο έγχρωμες φυλές, αυτές έχουν πράγματι κουλτούρα όταν βροντήξουν τα κανόνια. Μονάχος του ο υλικός πολιτισμός δεν επαρκεί πέρα για πέρα. Ομως για τις ορισμένες κοινωνικές τάξεις, το πράγμα είναι διαφορετικό: συνήθως τα κανόνια βροντούν, γιατί αυτές απειλούν την κουλτούρα.
Για την ελευθερία
Οι περισσότεροι εργάτες του πνεύματος (οι διανοούμενοι) που είναι υπέρ της επανάστασης, περιμένουν απ' αυτήν κατά κύριο λόγο την ελευθερία. Από τις επιπτώσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αυτοί νιώθουν πιο ασφυκτική την έλλειψη ελευθερίας. Και αυτοί μπορούν πιο γρήγορα απ' όλους να κερδίσουν, αν τους αποδείξει κανείς, ότι οι ισχύουσες πολιτικές συνθήκες βάζουν τρομερούς φραγμούς στην ελεύθερη εξέλιξη της επιστήμης, σε κάθε ανθρώπινη έρευνα, σε κάθε ωφέλιμη πρακτική.
Πολλοί εργάτες του πνεύματος καταλαβαίνουν τώρα ότι μια επανάσταση, που θα αποκαθιστούσε αμέσως την προσωπική πολιτική ελευθερία, θα ήταν κάτι το μεθυστικό, αλλά θα είχε πολύ μικρή διάρκεια. Εχουν ένα εύγλωττο παράδειγμα μπροστά τους. Η γερμανική επανάσταση του 1918 αποκατάστησε μερικές ελευθερίες. Επειδή, όμως, διατήρησε την παλιά οικονομική μορφή, δηλαδή το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, οι ελευθερίες δεν μπόρεσαν να διατηρηθούν σε κανέναν τομέα, και μάλιστα η εξέλιξη των πραγμάτων οδήγησε σε μια μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά ανελευθερία σε όλους τους τομείς. Γιατί η πολιτική ελευθερία και κάθε άλλη ελευθερία εξαρτιώνται από την οικονομία.
Για τους καταπιεσμένους
Σύντροφοι,
Πριν να γίνουμε σοσιαλιστές, ήμασταν δυστυχισμένοι. Πριν να γνωρίσουμε την αλήθεια του μαρξισμού, γνωρίσαμε την αλήθεια της πείνας. Από κείνον τον καιρό της έσχατης και απελπιστικής αθλιότητας διατηρήσαμε ένα αίσθημα για όλους όσοι ζουν στην αθλιότητα και την απελπισία και οι κάθε λογής καταπιεσμένοι είναι οι μόνοι μη σοσιαλιστές, που σεβόμαστε. Σύντροφοι, οι φίλοι μας οι νέγροι δεν είναι σοσιαλιστές, είναι όμως δυστυχισμένοι. Αισθανόμαστε αδελφικά γι' αυτούς και τους ευχόμαστε να μπορέσουν, όπως εμείς, αφού γνώρισαν τη δυστυχία, να γίνουν στη συνέχεια σοσιαλιστές.
Πρέπει κανείς να πολεμάει την αδικία ακόμα και με φτωχά μέσα.
Τη χρονιά που ακολούθησε τον πόλεμο σκεφτόμουν, όπως και πολλοί άλλοι, ότι οργανώσεις όπως ο Σύνδεσμος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν είχαν καμιά αξία. Δεν πήγαινα τόσο μακριά όσο μερικοί άλλοι, που κατηγορούσαν αυτή την εταιρεία ότι βλάπτει, γιατί με τον τρόπο λειτουργίας της δημιουργεί ψευδαισθήσεις, πως θα μπορούσε πραγματικά να καταπολεμήσει την τρομερή και άσκοπη αθλιότητα, που πηγάζει από τη λαθεμένη δομή της παραγωγής και που επομένως μπορεί να εξαφανιστεί μονάχα με την πλήρη αλλαγή αυτής της διάρθρωσης της παραγωγής. Δεν ήθελα να τραβήξω τόσο μακριά, αλλά ταυτόχρονα δεν περίμενα τίποτα από αυτόν τον πασιφισμό, που χωρίς να έχει προοπτικές ν' αλλάξει κάτι στις γενεσιουργές αιτίες, επιχειρούσε χωρίς περιστροφές, και με τα πιο φτωχά μέσα - όπως με την άρνηση μεμονωμένων ατόμων να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία - να καταπολεμήσει τους πολέμους, που δεν είναι αιτίες, αλλά αποτελέσματα αιτιών. Οταν φασιστικοποιήθηκε μετά η Γερμανία, είδαμε να μπαίνουν στον αγώνα για την καταπολέμηση της αδικίας μικρές και μεγάλες οργανώσεις. Δεν πήγα τόσο μακριά όσο πολλοί άλλοι, που πίστευαν για πολύ καιρό, ότι οι μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις, που στόχευαν στην πλήρη ανατροπή της κοινωνικής δομής, θα έφερναν το ολοκληρωτικό γκρέμισμα. Αλλά έβλεπα κι εγώ την καρτερική και σημαντική δουλειά εκείνων των οργανώσεων, που συχνά υποτιμήθηκαν, όπως ο Σύνδεσμος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οργανώσεων, που έσωσαν πραγματικά πολλούς ανθρώπους, που σταθερά κι ακούραστα κατάγγελναν την αδικία με τν αδύνατη φωνή τους και που αναπτέρωσαν το αγωνιστικό πνεύμα πολλών. Είδαμε, λοιπόν, ότι η αδικία πρέπει να καταπολεμηθεί όχι μονάχα με τον πιο οριστικό τρόπο, που περιλαμβάνει και την καταπολέμηση των γενεσιουργών αιτίων της, αλλά και με τον πιο γενικό τρόπο, δηλαδή με όλα τα μέσα ακόμα και με τα φτωχότερα. Χειρότερη από την αυταπάτη ότι οι συνέπειες της παράλογης αθλιότητας μπορούν να εξαλειφθούν χωρίς την εξάλειψη των αιτίων της, είναι η αυταπάτη, ότι αυτά τα αίτια μπορούν να καταπολεμηθούν απ' αυτές και με παραίτηση από τη χρησιμοποίηση των πιο μικρών και των πιο μηδαμινών μέσων. Εχω προσέξει, ότι πολλοί σταμάτησαν στη διαπίστωση των κακών αιτίων και ακριβώς αυτό τους εμπόδισε να πολεμήσουν ενάντια στις κακές συνέπειες.
Για την αλήθεια
1. Υπάρχει μία αλήθεια
Δηλαδή: Υπάρχει μόνο μία αλήθεια, όχι δύο ή περισσότερες, όσες είναι οι ομάδες των ενδιαφερόμενων.
2. Αυτή η αλήθεια δεν είναι μόνο μια ηθική κατηγορία
Δηλαδή: Δεν είναι μονάχα ζήτημα εσωτερικής διάθεσης (άρνηση δωροδοκίας, αγάπη για την αλήθεια, δικαιοσύνη κ.λπ.), αλλά είναι και ζήτημα δυνατότητας. Πρέπει να παραχθεί. Υπάρχουν, επομένως, τρόποι παραγωγής της αλήθειας.
3. Η ομολογία (και η εξεύρεση) της αλήθειας πρέπει να έχει ένα σκοπό.
Η αλήθεια είναι ο αντικατοπτρισμός στο νου των κινητήριων δυνάμεων της πραγματικότητας. Η εμφάνιση του ερωτήματος «ποια είναι η αλήθεια» πρέπει να θεωρείται απόδειξη του ότι έχει γίνει αναγκαία μια ενέργεια μέσα από πραγματικές καταστάσεις (αλλαγές της πραγματικότητας). Ακριβώς σε σχέση με την αναγκαία αυτή ενέργεια πρέπει να μπει το ερώτημα. Αντικείμενο της απάντησης πρέπει να είναι και να μείνουν όλες εκείνες οι καταστάσεις, που δημιούργησαν το ερώτημα.
4. Η αιτία που προκάλεσε το συλλογισμό και την ομολογία πρέπει να βρίσκει την τελείωσή της στην ομολογία και το συλλογισμό.
Για παράδειγμα: Οταν παρουσιάζεται το θέμα της ελευθερίας, πρέπει να διαπιστώνεται, ποια καταπιεστική κατάσταση δημιούργησε τον πόθο για ελευθερία, γιατί μια τέτοια διαπίστωση θα είναι καθοριστική για το είδος εκείνο ελευθερίας, που έγινε αναγκαίο. Και για ν' αλλάξει η κατάσταση, επομένως να κερδηθεί η ποθούμενη ελευθερία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ακριβώς εκείνες οι καταστάσεις, που δημιούργησαν την απαίτηση (ή τον πόθο) για ελευθερία.
5. Μια τέτοια μαρτυρία ή παρουσίαση της αλήθειας είναι τότε μονάχα αλήθεια, όταν επιτρέπει μια πρόβλεψη.
Σ' αυτήν όμως την πρόβλεψη πρέπει εκείνος που κάνει τη μαρτυρία να είναι και δρων πρόσωπο. Πρέπει να συμπεριφέρεται σαν κάποιος, που η συμβολή του είναι απόλυτα αναγκαία για την πραγμάτωση των όσων πρόβλεψε.
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Δυσκολίες στην αντιπαράθεση
Στην αντιπαράθεση, οι μαρξιστές συναντάμε δυσκολίες γιατί οι αντιρρήσεις που πρέπει να προβάλλουμε στους ισχυρισμούς των ισχυρών μας αντιπάλων είναι αναγκαστικά διατυπωμένες με το αντίπαλο φραστικό και εννοιολογικό υλικό. Αυτό δυσκολεύει και τις δικές μας συζητήσεις. Γιατί, ενώ εδώ διαθέτουμε δικό μας, επιστημονικής σχεδόν ακρίβειας εννοιολογικό υλικό, αναγκαζόμαστε συχνά να δουλεύουμε με έννοιες ή επιχειρήματα παρμένα από την ιδεολογία που καταπολεμούμε. Το κάνουμε, ας πούμε, «εν γνώσει», μας - ωστόσο, ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί.
Για τον ερχομό ευλογημένων εποχών
Δεν θα έπρεπε η ανθρωπότητα, μπροστά στις τόσες μηχανές και τεχνικές προόδους που της ευκολύνουν τη ζωή, να νιώθει το ρόδινο φως, το δροσερό πρωινό αγέρι να σημαίνει τον ερχομό ευλογημένων εποχών; Γιατί, λοιπόν, είναι όλα τριγύρω τόσο γκρίζα, γιατί τούτη η κολασμένη θύελλα που σκοτώνει, καθώς λένε, και νεκρούς.
Οταν η κυρίαρχη τάξη σαπίζει, τότε η σαπίλα κυριαρχεί.
Δουλεία
Στις μελλοντικές γενιές, η θανάσιμη εξάρτηση τεράστιων ανθρώπινων μαζών από μερικούς που εξουσιάζουν τα μεγάλα εργοστάσια, τα εργαλεία ολωνών, δεν θα μοιάζει λιγότερο παράξενη από ό,τι σε μας η δουλεία. Κι όχι λίγες προσπάθειες θα αφιερώνουν για να βρουν, πώς αυτή η (σχεδόν για όλους) ανυπόφορη κατάσταση μπόρεσε ωστόσο να διατηρηθεί τόσον καιρό.
Κακό καθεστώς
Τι νόημα έχει σε πόλεις σαν τις δικές μας να παραπονιέται κανείς για την κακή συμπεριφορά των ανθρώπων;
Οταν σε μια χώρα η κτηνωδία, η εκμετάλλευση της άγνοιας, η αντικοινωνικότητα αποδίδει πολύ περισσότερο παρά μια ανθρώπινη συμπεριφορά, τότε το καθεστώς αυτής της χώρας είναι κακό.
Οταν σε μια χώρα οι έμποροι δημιουργούν την πείνα για να την εμπορευτούν, οι υπάλληλοι περιφρονούν το σύνταγμα, οι δικαστές εφαρμόζοντας τους νόμους δικαιώνουν το άδικο, οι δημοσιογράφοι αγοράζονται για να διαστρεβλώνουν, οι πολιτικοί προδίδουν τους οπαδούς τους, οι μηχανικοί πληρώνονται κι αποσιωπούν τις εφευρέσεις τους, οι γιατροί δίνουν στον άρρωστο ψευτοφάρμακα αντί για τα ακριβά, ο ένας κοιτάει να αρπάξει τη δουλειά του αλλουνού (ακόμα και όταν αυτή δεν τρέφει το δουλευτή της) - τότε, λίγο θες να μιλήσεις για απληστία των εμπόρων, αυθαιρεσία των υπαλλήλων, σαδισμό των δικαστών, ανευθυνότητα των δημοσιογράφων, διπροσωπία των πολιτικών, ανεντιμότητα των μηχανικών και των γιατρών, έλλειψη αλληλεγγύης όλων των ανθρώπων. Ολα αυτά τα ελαττώματα μπορεί να είναι πραγματικά. Η καταδίκη τους μπορεί να είναι δικαιολογημένη, αναγκαία μάλιστα. Ωστόσο, μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες: όταν κανείς, μιλώντας αποκλειστικά για αυτά, δίνει την εντύπωση πως τάχα φρικτά κι αγιάτρευτα ανθρώπινα ελαττώματα είναι που φταίνε για την άθλια κατάσταση μιας χώρας.
Καλλιέργεια καλών συνθηκών ζωής
Οταν καταλάβουμε πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων για την καλλιέργειά τους, θα προσανατολίζουμε τη διαπαιδαγώγηση, πριν από όλα, σε τέτοιες ιδιότητες, που να εξασφαλίζουν καλές συνθήκες ζωής. Σε ιδιότητες δηλαδή που καταστρέφουν καταστάσεις τέτοιες, όπου κι η πιο στοιχειώδης, πρωτόγονη ζωή μπορεί να αποσπαστεί μόνο με αδιάκοπο, ανήλεο αγώνα.
Ποια πράγματα διαπαιδαγωγούν; Διαπαιδαγωγεί η πείνα κι ο τρόπος να κορεστεί. Διαπαιδαγωγεί το κρύο και ο τρόπος να βρεθούν στέγη και ρούχα. Διαπαιδαγωγεί ο τρόπος που οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλο, ο τρόπος που η ανάγκη τους κάνει να συμπεριφερθούν.
Διαπαιδαγωγούν οι καλές τέχνες τότε μονάχα, όταν δεν αδυνατίζουν τον αγώνα της ζωής.
Ωρα πολλή τον έβλεπαν να λάμνει. Μέχρι το τέλος
Πάλευε να κατακτήσει την ακτή. Ωσπου η πτώση του
Τον γκρέμισε. Γίνηκε
Εκείνο που φοβόταν. Τον εχθρό του
Δεν μπόρεσε να θανατώσει, κι ο ίδιος δεν έμεινε στη ζωή.
Στο συναγωνιστή του όμως
Αφησε τον εχθρό αδυνατισμένο.
Ετσι, η πείνα διαπαιδαγωγεί στην κλεψιά, κι η Βίβλος διαπαιδαγωγεί στην πείνα. Οποιος έχει ανάγκη μια πατάτα σκύβει, γιατί έτσι θέλει το χώμα ή το αφεντικό. Να λοιπόν, διαπαιδαγώγηση να σκύβεις. Στις κακοκυβερνημένες χώρες, κάθε αρετή δείχνει και μια αθλιότητα. Οπου βλέπεις κάποιον να αψηφά τον κίνδυνο, σκέψου: μπορεί το μηχάνημα να είναι απροφύλαχτο.
Για την εκμετάλλευση
Εκεί που ποτέ δεν χρειάζονται τον άνθρωπο ολόκληρο, παρά μονάχα τα χέρια ή τα αφτιά, πώς να μη βλέπεις τριγύρω όλο σακατεμένους, άλλους κουλούς, άλλους με κομμένα αφτιά, κι άλλους πάλι με τρία χέρια και πέντε αφτιά; Οπου κυριαρχεί η εκμετάλλευση, γίνονται θύματά της και οι εκμεταλλευτές: αυτή είναι η μοναδική δυνατή μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας. Οπου κυριαρχεί η εκμετάλλευση, ο έρωτας θα παίρνει τη μορφή της εκμετάλλευσης, όπως και το μίσος. Τόσο η διδασκαλία, όσο κι η παρακολούθησή της θα φέρουν την σφραγίδα της εκμετάλλευσης. Οταν η εκμετάλλευση γίνεται αβάσταχτη για εκείνον που την υποφέρει, πεθαίνει αυτός - ή οι μάζες την ξεριζώνουν.
Καθήκον και προδοσία
Tι λογής άνθρωποι είναι αυτοί, σε τι λογής στρώματα ανήκουν, που στην καλύτερη περίπτωση λένε για αυτούς: δίκαιος, αν και δικαστής. Προσπαθεί να γιατρέψει, αν και γιατρός. Καλούτσικα χτίζει, αν κι εργολάβος.
Η οργάνωση που συνδέει τα πράγματα χωρίζει τους ανθρώπους. Από όλες τις μεταξύ τους σχέσεις απομένουν οι πιο φτωχές, οι «επαγγελματικές». Η ευθύνη, αντί να αποκτά πολλούς φορείς δεν έχει πια κανένα. Ανθρωποι που δουλεύουν σε διάφορα σημεία του ίδιου πράγματος μοιάζει να έχουν ολότελα διαφορετικά συμφέροντα. Προσπαθώντας να συντονίσουν τη δουλειά τους, πιστεύουν πως κάνουν το καθήκον τους. Ομως ο αρχιτέκτονας λέει: αν δεν πληρώσει αρκετά ο ιδιοκτήτης, δεν μπορώ να φτιάξω σπίτια της προκοπής. Κι ο γιατρός απαντά: χωρίς σπίτια της προκοπής, δεν μπορώ να γιατρέψω τους ανθρώπους. Κάνοντας λοιπόν όλοι το καθήκον τους και συντονίζοντας τη δουλειά τους, προδίδει καθένας τον εαυτό του, προδίδουν όλοι μαζί το σύνολο.
Είναι ανεύθυνο, να αθωώνει κανείς το δικαστή, λέγοντας πως «φταίει το σύστημα» κι όχι ο ίδιος σαν άτομο. Γιατί, αν ο δικαστής υποτάσσεται όχι στη συνείδησή του παρά στο σύστημα όταν αποφασίζει το άδικο, τότε τι λοιπόν κάνει ενάντια στο σύστημα;
Υπέρ των καταπιεσμένων
Σύντροφοι, πριν γίνουμε σοσιαλιστές, ήμασταν δυστυχισμένοι. Πριν γνωρίσουμε την αλήθεια του μαρξισμού, γνωρίσαμε την αλήθεια της πείνας. Από εκείνους τους καιρούς, της βαθιάς και απελπισμένης εξαθλίωσης, μας έμεινε η συμπάθεια για τους απόκληρους κι απελπισμένους. Και οι μόνοι μη - σοσιαλιστές που σεβόμαστε, είναι οι κάθε λογής καταπιεσμένοι. Σύντροφοι! Οι φίλοι μας οι νέγροι δεν είναι σοσιαλιστές. Είναι όμως δυστυχισμένοι. Η καρδιά μας είναι μαζί τους. Και τους ευχόμαστε, όπως και εμείς από δυστυχισμένοι να γίνουν σοσιαλιστές.
Χρησιμότητα της αλήθειας
Σήμερα που το κεφάλαιο, στον απεγνωσμένο του αγώνα, χρησιμοποιεί όλα τα τεράστια μέσα που διαθέτει για να παρουσιάσει σαν «αλήθεια» κάθε χρήσιμο για αυτό ισχυρισμό, η αλήθεια έγινε σε τέτοιο πια βαθμό εμπόρευμα, έγινε πράγμα τόσο περίπλοκο κι αμφισβητούμενο, τόσο εξαρτημένο από αγοραστή και πωλητή (κι αυτούς εξαρτημένους από πολλά), που το ερώτημα «ποια είναι η αλήθεια» δεν μπορεί πια να απαντηθεί χωρίς το ερώτημα: «ποιον εξυπηρετεί αυτή η αλήθεια;» Η αλήθεια έγινε αληθινό εργαλείο: δεν «υπάρχει» (και μάλιστα, όχι ανεξάρτητα από τους ανθρώπους), μα δημιουργείται κάθε φορά. Μέσο παραγωγής, ναι, μα δημιουργημένο!
Μπρος στην τεράστια χρησιμότητά της για τη σημερινή τάξη (αταξία) πραγμάτων, τι να σκεφτούμε για τη μεταφυσική σκοπιά; Να πώς την περιγράφει ο Ενγκελς (εφημερίδα «Νόυε Τσάιτ» 8/357):
Η αιτία των οικονομικών κρίσεων πρέπει να ξεσκεπαστεί και τίποτε άλλο να μη μας υποχρέωνε να εγκαταλείψουμε τη μεταφυσική σκοπιά, θα έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνουμε για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τούτη την αιτία, τούτη τη βαθύτερη, αγιάτρευτη συνολική κρίση. Ετσι κι αλλιώς, η κρίση αυτή απαιτεί μια δράση, όπως και η ίδια αποτελεί δράση.
Οδηγημένοι από την υποψία, πως οι απόψεις μας σε τούτον τον εμπορευματικό κόσμο έχουν από καιρό γίνει και οι ίδιες εμπορεύματα (δεν μπορούσαν να μείνουν απλά προϊόντα), πρόκειται τώρα να ερευνήσουμε τις απόψεις αυτές και μάλιστα τον εμπορευματικό τους χαρακτήρα. Πολύ καιρό τώρα μιλούσαμε για «καινούργια αίσθηση ζωής», «μεταπολεμική κοσμοαντίληψη», «κοσμοθεωρία μιας νέας γενιάς», θεωρούσαμε το «καινούργιο» σαν δεδομένο, και δεν το εξετάζαμε. Είναι καιρός, να αναλύσουμε τώρα αυτά τα «δεδομένα». Πρέπει λοιπόν να αγνοηθεί ο συγγραφέας ή αναγνώστης που αποζητά το «συναρπαστικό» και, με τη γυμνή αναγκαιότητα σαν μόνο οδηγό, να χρησιμοποιηθούν μέθοδοι κριτικής τέτοιες, να οικοδομηθούν νέες απόψεις τέτοιες, που να καταξιώνονται από τη χρησιμότητά τους (το όπλο δεν χρειάζεται να είναι «συναρπαστικό» για εκείνον που το έχει ανάγκη). Μέτρο της χρησιμότητας αυτής πρέπει να είναι: η δύναμη μεταβολής του κοινωνικού κόσμου.
Επίδραση της αντεπανάστασης
1.Η επίδραση της αντεπανάστασης στις επαναστατικές ιδέες δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Κανένας υλιστής δεν θα περίμενε, πως οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές θέσεις του προλεταριάτου θα μπορούσαν να ανατραπούν τόσο βίαια, όπως τις ανέτρεψε ο φασισμός, και οι ιδέες των προλετάριων, οι ιδέες που δημιουργούνται από την κοινωνική τους θέση, θα έμεναν άθικτες. Βέβαια, ούτε ένας ακέραιος επαναστάτης δεν αποπροσανατολίστηκε με την επικράτηση του φασισμού - ούτε ένας όμως δεν άφησε και τις απόψεις του χωρίς επανεξέταση. Πιο ανεπηρέαστοι μπορεί να έμειναν εκείνοι που θεωρούσαν τον εαυτό τους οικοδόμο του κομμουνισμού, που περίμεναν τον κομμουνισμό σαν «επόμενο» κοινωνικό σχηματισμό και θεωρούσαν το προλεταριάτο σαν την τάξη που θα τον «πραγματοποιούσε». Είδαν το φασισμό - να λοιπόν που ο κομμουνισμός δεν ήταν «ο επόμενος» σχηματισμός! Το περίμεναν λοιπόν να έρθει. Από προφήτες του αύριο έγιναν, απλούστατα, του μεθαύριο. Εκείνοι όμως, που πρότειναν τον κομμουνισμό, απλούστατα, σαν λύση πολύ συγκεκριμένων προβλημάτων, και σκέφτονταν να τον εφαρμόσουν αξιοποιώντας υπαρκτές, πολύ συγκεκριμένες δυνατότητες, αναγκάστηκαν να βάλουν στον εαυτό τους το ερώτημα: μήπως παράβλεψαν ορισμένες άλλες διεξόδους; Μήπως δεν πρόσεξαν ορισμένες άλλες δυνατότητες; Μήπως λοιπόν απατήθηκαν στο ερώτημα, ποιες είναι οι βασικές δυνάμεις που κινούν τους λαούς;
2. Κάτω από την επίδραση της καταστροφής της 2ης Αυτοκρατορίας, ο Σορέλ χαρακτηρίζει «φάντασμα» τη Σοσιαλιστική ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης του Ζαν Ζωρές. Γι' αυτόν, η επανάσταση, ήταν πια κάτι ξεπερασμένο. Ολες οι έννοιές της έμοιαζαν παλιωμένες, σκονισμένες, άχρηστες. Θεσμοί σαν το γενικό εκλογικό δικαίωμα έμοιαζαν πια «παλιάς μόδας». Δεν χρειάζεται να θεωρήσουμε τον Χίτλερ σήμερα σαν εφαρμοστή των σοσιαλδημοκρατικών ιδανικών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, για να παραδεχτούμε και εμείς, πως ορισμένα στοιχεία του πολιτικού μας λεξιλογίου είναι αφάνταστα ξεπερασμένα.
Δυο ειδών υποσχέσεις
Στον καπιταλισμό, ο εργάτης έχει πέρα για πέρα δίκιο, να μετρά το βδομαδιάτικο και να μην παίρνει στα σοβαρά τις υποσχέσεις που του δίνουνε για το μέλλον. Ξέρει, πως αυτά που θα πάρει στο τέλος της βδομάδας θα είναι όλο. Εξω από το μεροκάματο, δεν έχει τίποτα να περιμένει, ούτε που τον νοιάζει λοιπόν παραπέρα, το τι φτιάχνει με τη δουλειά του. Στον καπιταλισμό, αυτός ο τρόπος σκέψης είναι για τον εργάτη η αρχή κάθε λογικής σκέψης. (Μάλιστα, αυτή η σκέψη και καμιά άλλη είναι που τον κάνει αθεϊστή: και στη θρησκεία, πολύ λογικά, δεν βλέπει παρά κούφιες υποσχέσεις). Ο εργάτης δεν σκέφτεται έτσι όταν οικοδομεί τον σοσιαλισμό - και είναι τώρα η λογική του που δεν τον αφήνει να σκεφτεί έτσι. Ξέρει, πως τώρα πια από την παραγωγή δεν έχει να πάρει μόνο το μεροκάματο. Η φράση «κάλιο πέντε και στο χέρι» είναι αφάνταστα χρήσιμη για τον εργάτη στον καπιταλισμό, είναι η αρχή και η ουσία του υλισμού. Ομως ο κεφαλαιοκράτης, καθοδηγητής της παραγωγής και επίσης υλιστής, ξέρει πως π.χ. το εργοστάσιό του κάτω από ορισμένες συνθήκες (όταν απεργεί η αστυνομία) δεν είναι πια «εργοστάσιό του». Ξέρει, πως «το εργοστάσιό του» γίνεται παλιοσίδερα όταν οι εργάτες απεργούν. Ξέρει, πως αυτό που κατέχει (στο βαθμό που το κατέχει) είναι η εργατική δύναμη των εργατών. Στο σοσιαλισμό, ο εργάτης καθοδηγεί την παραγωγή και μάλιστα (πράγμα που πρέπει πάντα να τονίζεται) μια παραγωγή ολότελα διαφορετική, κι όχι μόνο με διαφορετική καθοδήγηση. Αν οι υποσχέσεις των φασιστών μοιάζουν με εκείνες των κομμουνιστών εργατών, είναι γιατί (αστείο, αλήθεια, που χρειάζεται να το ξαναπεί κανείς αυτό) υπάρχουν υποσχέσεις που κρατιούνται, και υποσχέσεις που δεν κρατιούνται.
Μάζα και επανάσταση
Αυτοί που περιγράφουν τις επαναστατικές διαδικασίες αφήνουν συχνά στο περιθώριο εκείνες τις εσωτερικές αναστολές, που διατηρούνται ή αναζωπυρώνονται μέσα στις μάζες και διευθύνονται ενάντια στην επανάσταση. Οι επαναστατικές περιγραφές δείχνουν, πως το μεγάλο κοινό συμφέρον αγκαλιάζει όλο και πιο πολύ τον πληθυσμό, καθώς η μάζα όλο και περισσότερο συνειδητοποιεί τα δικά της συμφέροντα, σαν μάζα. Ωστόσο, παραγνωρίζουν τις μικρές, αλλά πραγματικές συγκρούσεις συμφερόντων, που διατηρούνται ή πρωτοδημιουργούνται. Το λογικό μπαίνει επικεφαλής της επαναστατικής πορείας, σαν κινητήρια της δύναμη κι έτσι, είναι, δύσκολο να δει κανείς τις αναστολές αυτές σαν πραγματικές (ό,τι είναι «παράλογο» είναι και ανύπαρκτο). Καθένας όμως που έχει μελετήσει μια επαναστατική εξέγερση, γνωρίζει πόσες εσωτερικές δυσκολίες μια μάζα συναντά για να εξεγερθεί. Μόνο στην ανάγκη ρίχνεται ο άνθρωπος στο άγνωστο. Η μεγαλόπρεπη φράση «το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του» ισχύει σαν ιστορική προοπτική και για ολόκληρη την εργατική τάξη συνολικά. Ομως, η εσωτερική ιστορία μιας επανάστασης δεν βρίσκεται τάχα ακριβώς στο ότι το προλεταριάτο - οι προλετάριοι δηλαδή - αποφασίζουν να δράσουν σαν τάξη; Στη διαδικασία αυτή πολλά έχουν να χάσουν, και πολλά να ριψοκινδυνέψουν. Αξιοπρόσεκτο είναι, πως εδώ η ίδια η ζωή θεωρείται το πιο τελευταίο, το λιγότερο σημαντικό από όλα. Συχνά την βάζουν σε κίνδυνο πολύ πιο εύκολα, παρά ένα φτωχικό σπιτάκι. Οταν η άρχουσα τάξη κλονίζεται, συνήθως οι καταπιεζόμενοι κλονίζονται, στην αρχή, μαζί της. Οι θεσμοί κλονίζονται και καταρρέουν - κι οι καταπιεσμένοι δεν έχουν πάρει ακόμα την απόφαση, να αναλάβουν αυτοί την ηγεσία. Ενάντιά τους στέκει η θρησκεία, στέκει ο τρόπος ζωής τους, που έμαθαν με κόπο (πολλά του στοιχεία παρμένα από τον εχθρό, μερικά από τον αγώνα ενάντια στον εχθρό), ένα σύνθετο μείγμα συνήθειες και αξιώματα. Γι' αυτό, πρέπει η ίδια η εξέγερση να πάρει κάποιον επιχειρησιακό χαρακτήρα. Να γίνει μια οργανωμένη επιχείρηση, όπου οι μάζες θα αναγνωρίσουν στοιχεία της καθημερινής τους ζωής. Να γίνει λοιπόν λογική, για να τις αγκαλιάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου