"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η απελευθέρωση της Λευκάδας 1945

Πηγή του παρακάτω άρθρου είναι το παλιό αλλά όχι ξεχασμένο του αγωνιστή Μιχάλη Ντόυσια με τίτλο "ΕΑΜ Πρέβεζας, ΕΛΑΣ Ζαλόγγου – Σουλίου", ΣΕ, Αθήνα 1987

Η αφήγηση ξεκινά απο την επιβίβαση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ τον Ιανουάριο του 1945 στην Λευκάδα. Τα Δεκεμβριανά και η μετα την Βάρκιζα πολιτική κατάσταση επέβαλλε στον ΕΛΑΣ να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον δούλο των Άγγλων Ζέρβα.

Μετά την επιτυχή αποβίβαση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην παραλία Κεραμυδάκι του χωριού Νικιάνα της Λευκάδας, η Διοίκηση του Συντάγματος (μιλάει για το 24ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ) εγκαταστάθηκε στην αρχή στο χωριό Κολυβάτα, προφανώς λόγω και της συμπάθειας που έτρεφε τότε η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού αυτού προς το ΕΑΜ, της περιφέρειας Αλεξάνδρου. Πολλοί είναι οι συγχωριανοί μου που ενθυμούνται ακόμη τα γεγονότα εκείνα, ακόμη και την πρωτοφανή κακοκαιρία που ακολούθησε μετά την αποβίβαση των ΕΛΑΣίτικων δυνάμεων στο Κεραμυδάκι. Εκεί το Σύνταγμα παράμεινε για μια δυό μέρες για να προετοιμάσει την επιχείρηση.


Ο ΕΔΕΣ, εκτός απ’ την Πρέβεζα, κατείχε και τη Λευκάδα. Εκεί είχαν μεταφέρει ένα Σύνταγμά του, με διοικητή το λoχαγό Κώστα Μαραγκό, που στο μεταξύ τον είχαν προαγάγει σε συνταγματάρχη. Είχαν βρει καταφύγιο εκεί όλες οι συμμορίες των ταγματασφαλιτών της Ακαρνανίας φοβούμενες τα λαικά δικαστήρια και τον ΕΛΑΣ. Στις 20 του Δεκέμβρη πάρθηκε η απόφαση από την ηγεσία, της εκκαθάρισης του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο. Τμήματα του ΕΛΑΣ από τη Θεσσαλία και την Δυτική Μακεδονία με επικεφαλής τους Σαράφη και Άρη, ενώθηκαν με τις δυνάμεις της VIII Μεραρχίας και -με ένα στρατιωτικό περίπατο που κράτησε 5-6 ημέρες- διέλυσαν τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Τα απομεινάρια του ΕΔΕΣ και ηγεσία του κατέφυγε τρομοκρτημένη στην Κέρκυρα. Στο Σύνταγμά μας η Ταξιαρχία ανέθεσε την αποστολή να καταλάβουμε τη Λευκάδα. Ήταν μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί η δύναμη του ΕΔΕΣ -μαζί με τους ταγματασφαλίτες- ξεπερνούσε τους 600 άνδρες, άριστα εξοπλισμένους, και γιατί ήταν επιχείρηση αμφίβια. Αν δεν καταφέρναμε να δημιουργήσουμε προγεφύρωμα σε μια από τις ακτές της Λευκάδας, αν δηλαδή γινότανε αντιληπτή η κίνησή μας, εύκολα οι αντίπαλοί μας θα βύθιζαν τα πλωτά μέσα που θα χρησιμοποιούσαμε. Τρεις ημέρες πριν αναλάβουμε την επιχείρηση, αυτοπροσώπως ο Διοικητής της Ταξιαρχίας Στάθης Αρέθας, μαζί με τον Διοικητή Αραχναίο, μελέτησαν επί τόπου το σχέδιο ενεργείας. Καθόρισαν το σημείο απόβασής μας στη θέση Κεραμυδάκι. Η απόβαση θα άρχιζε τη 12η νυχτερινή της 26ης προς την 27η του Δεκέμβρη, από την παραλία του χωριού Πλαγιά. Μέχρι την τελευταία στιγμή, η επιχείρηση διατηρήθηκε μυστική, ακόμη και από τις διοικήσεις του τάγματος και των λόχων και όταν με απόλυτη μυστικότητα ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των λόχων μας στο χωριό Πλαγιά, ανακοινώσαμε τους σκοπούς μας και τις αποστολές του κάθε τμήματος μόλις πραγματοποιούσαμε το προγεφύρωμα στο Κεραμυδάκι.
Για πρώτη φορά στην αγωνιστική ιστορία του Συντάγματος παρατηρήθηκε κάποιος δισταγμός σε μερικά ηγετικά μας στελέχη. Αναλογίζονταν ότι, αν επισήμαιναν την κίνησή μας οι αντίπαλοί μας, εύκολα θα βύθιζαν τα πλωτά μέσα που θα χρησιμοποιούσαμε, χωρίς να είμαστε σε θέση να αντιδράσουμε. Εκείνοι που δεν εκδήλωσαν τον παραμικρό δισταγμό, αλλ’ αντίθετα άκουσαν με ενθουσιασμό την αποστολή μας, ήταν ο διοικητής του Τάγματος Βασίλης Μαϊδάτσης και ο διοικητής του 1ου λόχου Κώστας Νούτσος.

Σύμφωνα με το σχέδιο ενεργείας, μια ομάδα ενόπλων Λευκαδιτών -με επικεφαλής το γραμματέα της κομματικής οργάνωσης Λευκάδας Γρηγόρη Δανάλη (το γνωστό κινηματογραφιστή)- θα διαπεραιωνόταν μυστικά στη Λευκάδα και θα καταλάβαινε θέση στην κορυφογραμμή πάνω από το Κεραμυδάκι και, μόλις διαπίστωνε την απόβασή μας, θα σημείωνε την παρουσία της στην καθορισμένη θέση με μερικούς πυροβολισμούς. Τα μεσάνυχτα αυτής της ημέρας αρχίσαμε την επιβίβαση στα πετρελαιοκίνητα που μας διέθεσε το ΕΛΑΝ Ξηρομέρου. Για να αποφύγουμε το μεγάλο θόρυβο των μηχανών των πετρελαιοκινήτων -που θα μπορούσε να κινήσει τις υποψίες του εχθρού- κανονίσαμε, η μεταφορά να γίνει διαδοχικά, με τρία κάθε φορά πετρελαιοκίνητα ανά τέταρτο της ώρας, και -για να εμψυχώσουμε τους αντάρτες μας- μπήκαμε η Διοίκηση του Συντάγματος (Αραχναίος, Ντούσιας, Κίρλας) και ο Διοικητής του Τάγματος Ν. Μαϊδάτσης στο πρώτο πετρελαιοκίνητο. Στο δεύτερο ο 1ος λόχος με τους Νούτσο και Κιάμο και με ένα μέρος των ανταρτών του λόχου τους. Στη συνέχεια θα έρχονταν  και οι άλλοι λόχοι μας. Η απόβαση στο Κεραμυδάκι όλων των τμημάτων μας έγινε ομαλά, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους αντιπάλους μας. Από το Κεραμυδάκι περνάει ο παραλιακός δρόμος Λευκάδας – Βασιλικής.
Μόλις αποβιβαστήκαμε στο Κεραμυδάκι, ο Διοικητής του Τάγματος Βασίλης Μαϊδάτσης, επικεφαλής των τμημάτων που είχαν αποβιβαστεί, σύμφωνα με το σχέδιο, προχώρησε για να καταλάβει το χωριό Αλέξανδρος, όπου θα εγκαθιστούσε βάσεις πυρός προς κάθε κατεύθυνση. Μετά μια περίπου ώρα έφυγαν για τον Αλέξανδρο οι Αραχναίος και Κίρλας. Στο Κεραμυδάκι παρέμειναν ο γράφων με το λόχο του Γιάννη Ζιώγα και την υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ, με αρχηγό διμοιρίτη τον Κώστα Τσοπολίδη. Αποστολή μου ήταν να κρατήσω σταθερά το προγεφύρωμα. Για το σκοπό αυτό εγκατέστησα ένα φυλάκιο από μια ομάδα με πολυβόλο, που θα παρεμπόδιζε κάθε απόπειρα κίνησης αντίπαλων τμημάτων από τα χωριά Βλυχό και Νυδρί προς Κεραμυδάκι και δεύτερο φυλάκιο που θα παρεμπόδιζε κάθε κίνηση από την πόλη της Λευκάδας προς Κεραμυδάκι. Κατά τα ξημερώματα πιάσαμε ένα χωρικό, που ανύποπτος -με ένα γάϊδαρο φορτωμένο με τρόφιμα- πήγαινε από το χωριό Βλυχό στη Λευκάδα. Έμαθα απ’ αυτόν ότι στο χωριό Βλυχό είχαν διανυκτερέψει 50 ένοπλοι ταγματασφαλίτες (Ράλληδες τους έλεγαν οι Λευκαδίτες). Με σύνδεσμο μετέδωσα την είδηση στον Αραχναίο και του πρότεινα να κινηθούμε, εκείνος με ένα λόχο από το χωριό Αλέξανδρος και εγώ από το Κεραμειδάκι με το λόχο που διέθετα, να κυκλώσουμε το χωριό και να τους αφοπλίσουμε. Αλλά δεν πέρασε πολλή ώρα από τότε που έστειλα το σύνδεσμο στον Αραχναίο και δεχόμαστε καταιγιστικά πυρά από τα αριστερά μας, όπως βλέπουμε την πόλη Λευκάδα. Οι ένοπλοι του Βλυχού είχαν επισημάνει την παρουσία μας στο Κεραμυδάκι, και -παρακάμπτοντας το δημόσιο δρόμο- μας πλαγιέβαλλαν από θέσεις που είχαν καταλάβει στην κλιτύ του μπροστινού μας υψώματος.
Αναγκαστήκαμε να συμπυχτούμε ένα περίπου χιλιόμετρο Β.Δ. από το Κεραμυδάκι, αφήνοντας τον όλμο, τα βλήματά του και άλλα υλικά που είχαμε μεταφέρει εκεί, και καταλάβαμε παράλληλες θέσεις που προσφέρονταν και για άμυνα και για επίθεση. Άρχισε μια σκληρή μάχη που κράτησε από το πρωί ως τις απογευματινές ώρες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ψυχραιμία και την παλικαριά που έδειξε σ’ αυτή τη σύγκρουση ο διοικητής του λόχου Γιάννης Ζιώγας, ο οποίος όρθιος, εμψύχωνε τους αντάρτες του. «Εμπρός παιδιά και τους φάγαμε». Επίσης, δε θα ξεχάσω το διμοιρίτη Ντίνο Νίκου (Καμαρνιώτη), στον οποίο ανέθεσα την αποστολή να καταλάβει ένα ύψωμα -διασχίζοντας το βαλλόμενο καταιγιστικά χώρο- και να πλαγιοβάλλει τους επιτιθέμενους. Η κατάληψη της θέσης αυτής από το Ντίνο Νίκου έσωσε την κατάσταση. Οι ένοπλοι συμμορίτες, όταν δέχτηκαν τα πυρά της διμοιρίας Νίκου, υποχώρησαν πανικόβλητοι. Ανακαταλάβαμε το Κεραμυδάκι, με τον όλμο και τα άλλα υλικά ανέπαφα. Στον Ντίνο Νίκου είπα, ότι από εκείνη τη στιγμή προάγεται σε ανθυπολοχαγό επ’ ανδραγαθία, και έγινε προς την Ταξιαρχία και Γενικό Στρατηγείο η σχετική πρότασή μας.
Η μάχη αυτή στο Κεραμυδάκι ήταν η μόνη σοβαρή που δώσαμε στη Λευκάδα καθώς και μια άλλη αψιμαχία που είχε ο λόχος του Κώστα Νούτσου που κινήθηκε για αντιπερισπασμό προς τα χωριά Βλυχό και Νυδρί. Στη μάχη αυτή είχαμε ένα σοβαρά τραυματισμένο αντάρτη, τον Κώστα Λιοσάτο, με διαμπερές τραύμα στο στήθος. Όπως μου είπε ο γιατρός Κώστας Ζιάκας, που είχε έρθει μαζί μας έχοντας βοηθό του νοσοκόμα τη Σταμάτω Λελοβίτη, η σφαίρα που τραυμάτισε το Λιοσάτο είχε περάσει ξυστά στην καρδιά. Είναι θαύμα πως σώθηκε αυτός ο αγωνιστής. Είχαμε επίσης 4 ή 5 ελαφρά τραυματισμένους.


Πριν η κύρια δύναμη του Συντάγματος αποβιβαστεί στο Κεραμυδάκι, είχαμε αναθέσει -στο διοικητή του 5ου λόχου Κώστα Οικονόμου- την αποστολή να καταλάβει το Μεγανήσι, αποβιβαζόμενος από το χωριό Μύτικα. Ο Οικονόμου είχε ολοκληρώσει την αποστολή του και το απόγευμα έφτασε σύνδεσμος, με τον οποίο με πληροφόρησε για την κατάληψη του Μεγανησιού, ζητώντας οδηγίες για τις περαιτέρω ενέργειές του. Του έδωσα εντολή ν’ αφήσει στο Μεγανήσι μια διμοιρία -ενισχυμένη με τον εφεδρικό του νησιού- και να διαπεραιωθεί κι αυτός με το λόχο του στη Λευκάδα, όπου θα έπαιρνε επαφή με τη Διοίκηση του Συντάγματος, που θα βρισκόταν στο χωριό Αλέξανδρος.
Το απόγευμα της ημέρας αυτής, ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή, έφυγα κι εγώ για τον Αλέξανδρο, παίρνοντας μαζί μου το βαριά τραυματισμένο Κ. Λιοσάτο, και αφήνοντας εντολή στο λόχο του Γιάννη Ζιώγα να κρατήσει τις θέσεις του ώσπου να πάρει νεώτερη διαταγή.
Ο Αραχναίος -στο μεταξύ- είχε τοποθετήσει τους λόχους σε κατάλληλες θέσεις με την κατάληψη των χωριών Κατωχώρι και Λαζαράτα και αποφασίσαμε την άλλη μέρα να επιτεθούμε κατά της πόλης της Λευκάδας, αφού θα είχαμε ολοκληρώσει την κύκλωσή της από παντού. Όπως σημείωσα και πιο πάνω, το Σύνταγμα του ΕΔΕΣ και οι άλλοι ένοπλοι ταγματασφαλίτες που είχαν καταφύγει στην πόλη ανέρχονταν -σύμφωνα με τις πληροφορίες μας- σε έναν αριθμό πάνω από 600. Ήταν κυκλωμένοι και δεν είχαν καμιά άλλη διέξοδο εκτός απ’ τη θάλασσα, αλλά θα τους ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσουν βενζινόπλοια ή άλλα μικρά πλωτά μέσα, γιατί -από τις θέσεις που κατείχαμε- θα τα εξουδετερώναμε εύκολα.

Πάνω στις προετοιμασίες μας για την επίθεση κατά της πόλης, φτάνει στον Αλέξανδρο μια Επιτροπή Λευκαδιτών, αποτελούμενη από το Δήμαρχο Λευκάδας Γιαννουλάτο, από το Μητροπολίτη Λευκάδας, καθώς και τρία γνωστά στελέχη των πολιτικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων σημειώνω το Γιάννη Γαζή, καθηγητή θεολογίας και παλαίμαχο ακροναυπλιώτη αγωνιστή. Μας παρακάλεσαν να αναβάλουμε την επίθεση κατά της πόλης, για να μη θρηνήσουμε θύματα. «Έτσι κι αλλιώς, μας είπαν, οι ένοπλοι που βρίσκονται στην πόλη δεν έχουν διέξοδο και εμείς αναλαβαίνουμε να τους πείσουμε να παραδοθούν». Δεχτήκαμε, δίνοντας προθεσμία 24 ωρών. Φανήκαμε ενδοτικοί, γιατί κι εμείς δε θέλαμε μια άσκοπη αιματοχυσία. Ωστόσο, καταλάβαμε το Μοναστήρι της Φανερωμένης και προωθήσαμε εμπροσθοφυλακές ως τις προσβάσεις της πόλης.
Τη νύχτα αυτής της ημέρας ενέσκυψε μια πρωτοφανής κακοκαιρία. Τα μεσάνυχτα, τα φυλάκιά μας έδωσαν την πληροφορία ότι από τη θάλασσα έβλεπαν προβολείς και τροχιοδεικτικές βολές. Βγήκαμε από το σπίτι που μέναμε μαζί με τον Αραχναίο και -παρά το σκοτάδι που επικρατούσε- φτάσαμε σε ένα ύψωμα κοντά στο Μοναστήρι της Φανερωμένης. Είδαμε τους προβολείς και τις τροχιοδεικτικές βολές και βεβαιωθήκαμε ότι επρόκειτο για μονάδες του πολεμικού ναυτικού. Δεν μπορούσαμε εκείνη τη στιγμή να ξέρουμε αν σκόπευαν να αποβιβάσουν δυνάμεις στη Λευκάδα και να μας επιτεθούν. Πάντως κινήσαμε τα τμήματά μας προς την πόλη και καταλάβαμε τα πρώτα σπίτια. Διαπιστώσαμε ότι είχαν έρθει 3 τουλάχιστον πολεμικά σκάφη, τα οποία, αφού όλη τη νύχτα με μεγάλη δυσκολία (λόγω της άγριας θαλασσοταραχής) παρέλαβαν τους άντρες του ΕΔΕΣ του Κ. Μαραγκού, κανονιοβόλησαν τα υψώματα γύρω από τη Λευκάδα και κατευθύνθηκαν στην Κέρκυρα, όπου αγγλικά πολεμικά είχαν μεταφέρει από την Ήπειρο τις μονάδες του ΕΔΕΣ.

Έτσι, μπήκαμε στην πόλη της Λευκάδας, χωρίς να χρειαστεί να ρίξουμε ούτε μια τουφεκιά. Δεν είχαν προφτάσει να μπουν στα καράβια και να μεταφερθούν στην Κέρκυρα γύρω στους 150 ένοπλοι ταγματασφαλίτες. Είχαν μπει στο Κάστρο της Λευκάδας, και ταμπουρώθηκαν εκεί. Τους καλέσαμε να παραδωθούν και μας απάντησαν με πυροβολισμούς. Τους ρίξαμε δύο βλήματα όλμων, αλλά δεν είχαμε καμιά διάθεση να σπαταλήσουμε τα βλήματά μας. Θα παραδίνονταν, αργά ή γρήγορα, όπως και πραγματικά παραδόθηκαν την άλλη ημέρα το πρωί.

Με την απελευθέρωση της πόλης της Λευκάδας, η Διοίκηση του Συντάγματος εγκαταστάθηκε στο κτίριο της Νομαρχίας, που ήταν στην Πλατεία. Εκεί ήρθε και μας συνάντησε ο καπετάνιος της Ταξιαρχίας Ζαχαριάς. Αφού μας συγχάρηκε για την άψογη εκτέλεση της αποστολής που μας είχε αναθέσει η Ταξιαρχία, μας είπε να πάρουμε όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να προλάβουμε αντεκδικήσεις και αυτοδικίες και, γενικά, η συμπεριφορά των ανταρτών μας προς το λαό της Λευκάδας να είναι υποδειγματική. «Δίνουμε εξετάσεις στους πολίτες ότι δεν είμαστε ασύνταχτα μπουλούκια, αλλά τακτικός στρατός, συνειδητά πειθαρχικός. Οι ταγματασφαλίτες, συνέχισε, που λυμαίνονταν το νησί -ιδίως τον τελευταίο χρόνο- έχουν διαπράξει φοβερά εγκλήματα. Εκτός από τις λεηλασίες των νοικοκυριών των εαμικών οικογενειών, έχουν εκτελέσει πολλούς. Μόνο σε ένα βάραθρο του χωριού Χαραδιάτικα, έχουν ρίξει ζωντανούς γύρω στους 300 αγωνιστές. Και αν ακόμη ο αριθμός αυτός θεωρηθεί υπερβολικός, είναι οπωσδήποτε γεγονός, ότι διαπράχθηκαν φρικτά εγκλήματα, και οι συγγενείς των παθόντων θα είναι δύσκολο να συγκρατηθούν και να μην προβούν σε αντεκδικήσεις. Η αποστολή μας είναι λεπτή. Κερδίσαμε στρατιωτικά τη Λευκάδα, αλλά -προ πάντων- πρέπει να κερδίσουμε πολιτικά τους Λευκαδίτες». Αυτά περίπου μας είπε ο Καπετάνιος Ζαχαριάς.

Οι πληροφορίες μας ήταν, ότι -εκτός από τους ταγματασφαλίτες που είχαν κλειστεί στο φρούριο και παραδόθηκαν -υπήρχαν στο νησί τουλάχιστον τρεις ένοπλες ομάδες ράλληδων, από 50 περίπου ένοπλους η κάθε μια, που κάπου κρύβονταν και από κάποιους περιθάλπονταν. Μια ομάδα απ’ αυτές είχε επικεφαλής κάποιον Αχείμαστο. Άλλη μια με επικεφαλής τους αδερφούς Πανταζή. Το όνομα του επικεφαλής της τρίτης ομάδας των ταγματασφαλιτών δεν το θυμάμαι. Καλέσαμε τους διοικητές των λόχων στους οποίους αναθέσαμε αποστολές για εκκαθάριση των υπολειμμάτων των ταγματασφαλιτών και τους δώσαμε μια προκήρυξη με την οποία καλούσαμε τους κατοίκους να παραδώσουν τα όπλα τους και να αναφέρουν στη Διοίκηση του Συντάγματος κάθε κίνηση ενόπλων που θα έπεφτε στην αντίληψή τους, καθιστώντας υπεύθυνους όποιους -με οποιοδήποτε τρόπο- βοηθούσαν ή έκρυβαν αυτά τα προδοτικά ένοπλα τμήματα. Τονίζαμε στην προκήρυξη, ότι θα συλλαμβάναμε τους ενόχους προδοτικών και εγκληματικών πράξεων και με νόμιμες διαδικασίες θα τους παραπέμπαμε στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη. Οι παραβάτες των εντολών μας θα αντιμετωπίζονταν με την ίδια αυστηρότητα που αντιμετωπίζαμε τους εχθρούς του λαού. Την προκήρυξή μας αυτή δώσαμε εντολές στους λόχους να την τοιχοκολλήσουν σ’ όλα τα χωριά του νησιού.

Αφού ορίσαμε φρούραρχο το Διοικητή του Τάγματος Βασίλη Μαϊδάτση, ο γράφων με τον Αραχναίο φύγαμε για τα χωριά Καρυά και Εγκλουβή, απ’ όπου θα συντονίζαμε τις κινήσεις των λόχων μας για την εκκαθάριση του νησιού από τις συμμορίες των ράλληδων. Στις συγκεντρώσεις των κατοίκων στα χωριά που πήγαμε, τονίζαμε με έμφαση, ότι γνωρίζαμε τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει τα κακοποιά στοιχεία σε βάρος των αγωνιστών του νησιού και τους επιφυλάσσουμε σκληρή τιμωρία που με νόμιμες διαδικασίες θα τους επιβάλουν τα Στρατοδικεία στα οποία θα παραπεμφθούν, αλλά δεν θα επιτρέψουμε, με καμιά δικαιολογία, αυτοδικίες και αντεκδικήσεις. Όσοι, έστω και από δικαιολογημένη αγανάκτηση, θελήσουν να αγνοήσουν την προειδοποίησή μας, θα τους αντιμετωπίσουμε σαν εχθρούς του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και θα τους τιμωρήσουμε σκληρά.
Όταν ο γράφων τελείωσα μια τέτοια ομιλία στους κατοίκους της Εγκλουβής -που τους είχαμε συγκεντρώσει στην εκκλησία του χωριού (ήταν μια μέρα που χιόνιζε στο χωριό αυτό)- με πλησίασε ένας χωρικός και μου είπε:

«Συναγωνιστή καπετάνιε. Θέλω να σου δείξω κάτι». Και άρχισε να ξεδιπλώνει ένα δέμα τυλιγμένο με λαδόκολλα που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν ένα ανθρώπινο χέρι κιτρινόμαυρο. «Είναι το χέρι μου που μου τόκοψε με τσεκούρι ο τάδε ράλλης». Είπε το όνομα του δράστη. «Σας δηλώνω, συνέχισε, ότι θα τον βρω και θα τον σκοτώσω. Γι’ αυτό, καλά θα κάνετε να με συλλάβετε από τώρα».
Του είπα ότι συμμερίζομαι τον πόνο του και τη δικαιολογημένη αγανάκτησή του. Τον βεβαίωσα ότι θα επιληφθούμε αυτών των υποθέσεων και η Δικαιοσύνη θα επιβάλει σ’ αυτά τα τέρατα σκληρές ποινές. Η προσωπική εκδίκηση, μπορεί να ικανοποιεί τον ίδιον, αλλά οδηγεί σε αναρχία, πράγμα που είμαστε αποφασισμένοι να μην το επιτρέψουμε. Του συνέστησα να κατεβεί στη Λευκάδα και να δώσει στον εκεί φρούραρχό μας έγγραφη αναφορά και γυρίζοντας και εμείς στην πόλη θα φροντίσουμε για τη σύλληψη του δράστη και την παραπομπή του στο Στρατοδικείο.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, την ώρα που τρώγαμε στο σπίτι του αξέχαστου δάσκαλου (έφεδρου ανθυπολοχαγού και διοικητή του λόχου Λευκαδιτών στο Ξηρόμερο) Σπύρου Θερμού, ήρθε κάποιος και μας χαιρέτησε. Μας είπε «όταν τελειώσετε το φαγητό, θέλω να σας μιλήσω». Ήταν κάποιος απ’ το χωριό Βαυκερή, νομίζω, τον οποίον οι ταγματασφαλίτες (ράλληδες) τον είχαν ρίξει ζωντανό στο βάραθρο του χωριού Χαραδιάτικα. Όμως είχε σκαλώσει κάπου και είχε γλυτώσει.
«Θέλετε να πειθαρχήσω στις διαταγές σας; Σας δηλώνω ότι όπου θα συναντώ απ’ αυτά τα καθάρματα θα τα εκτελώ και σεις με τη σειρά σας να με συλλάβετε και να με εκτελέσετε».
Του είπαμε τα ίδια που είχαμε πει και στον προηγούμενο με το κομμένο χέρι.
Αναφέρθηκα μόνο σε δύο από τα εκατοντάδες ανάλογα περιστατικά που μας ανέφεραν τα θύματα των ράλληδων. Όταν γυρίσαμε απ’ την Εγκλουβή στην πόλη της Λευκάδας μας επισκέφτηκε η Επιτροπή του ΕΑΜ Λευκάδας και -με ασυγκράτητη αγανάκτηση- μας κατάγγειλε ότι είχαν εκτελεστεί πολλά άτομα απ’ τα χωριά Νυδρί, Βλυχό κ.λ.π. και μας καταλόγιζαν ευθύνες. «Έχετε εκθέσει ανεπανόρθωτα την πολιτική μας οργάνωση και εμάς προσωπικά».

Αν το Σύνταγμα μας έμενε στη Λευκάδα, θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε και να εντοπίσουμε τους ενόχους αυτών των εγκληματικών πράξεων. Αλλά ακριβώς στις 5 του Γενάρη 1945, πήραμε διαταγή της Ταξιαρχίας να φύγουμε αυθημερόν για Πρέβεζα.
Στο διάστημα που το Σύνταγμά μας εκτελούσε την επιχείρηση κατάληψης της Λευκάδας, η Ήπειρος είχε περάσει υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Ο ΕΔΕΣ δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Με το άκουσμα και μόνον, ότι ο Άρης και ο Σαράφης κινήθηκαν προς Ήπειρο, τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Συγκεντρώθηκαν στα ηπειρωτικά παράλια Πρέβεζας, Πάργας και Ηγουμενίτσας, απ’ όπου αγγλικές και ελληνικές μονάδες πολεμικού Ναυτικού, τους παρέλαβαν και τους μετέφεραν στην Κέρκυρα…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου