"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Mικρές ιστορίες από το Μπούλκες - Μέρος 3ο


Η έλευση του ΟΗΕ και οι πεντάδες

Στις αρχές του 1946, η ομάδα των Ελλήνων του Μπούλκες αναμένει την άφιξη κλιμακίου του ΟΗΕ για την εξέταση των συνθηκών διαβίωσής τους και των λόγων που εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο κομματικός μηχανισμός αναμένει και την έλευση πρακτόρων μαζί με την αντιπροσωπεία και λαμβάνει τα μέτρα του. 

"Το γραφείο αποφασίζει να οργανώσει όλον τον κόσμο σε ομάδες επαγρύπνησης. Σε πεντάδες. Από 'δω και πέρα για κάμποσο καιρό, αυτός θα είναι ο οργανωτικός μας πυρήνας: Η πεντάδα επαγρύπνησης. Ας πάρω τη δική μου πεντάδα. Είμαι τρίτος από την άκρη του πεζοδρομίου, δεύτερος από τον τοίχο. Έχει σημασία αυτό γιατί όταν περπατάμε στο δρόμο, η σειρά μας είναι αυτή: Πρώτος στην άκρη στο πεζοδρόμιο, ο γραμματέας της πεντάδας, πέμπτος προς τον τοίχο ο επαγρυπνητής. Στη μέση κάποιος που το γραφείο δεν είναι και τόσο σίγουρο για αυτόν, δεύτερος και τέταρτος, ο ταμίας της πεντάδας και ο υπεύθυνος τύπου για το μοίρασμα του επιμορφωτικού υλικού. 

Στην πραγματικότητα είναι ομάδα αμοιβαίας καχυποψίας. Υπάρχει όμως μια κλιμάκωση ποιοτική: ανάλογα με τη θέση σου στην πεντάδα και ο βαθμός που βάζει το γραφείο της ΚΟΒας σου για την πίστη σου στο Κόμμα. Μένουμε και οι πέντε στο ίδιο σπίτι, και οι πέντε πάμε για δουλειά και πάλι πίσω, και οι πέντε μαζί ξανά στο σπίτι. Αν θες να πας προς νερού σου, πρέπει τη νύχτα να ξυπνήσεις κάποιον από την πεντάδα σου να σε συνοδεύσει. Το γραφείο βέβαια είχε φτιάξει και αυτό τη δική του πεντάδα. Τα μέλη του γραφείου ήταν οι από την πρώτη ομάδα που έφυγε από τα Τρίκαλα για το Μπούλκες, ενώ οι άλλοι τρεις ήταν αρχηγοί της Πολιτοφυλακής και μετέπειτα της ΟΠΛΑ. Ήταν αυτοί που ξεκαθαρίσανε τον ΕΔΕΣ Αθήνας, που μας προστάτευαν. Γινόντουσαν στην Κατοχή μάχες κάθε βράδυ. Ύστερα άρχισαν να χτυπιούνται ανοιχτά με τον εχθρό σε αντίποινα για την τρομοκρατία. Ήταν παλικάρια και αποφασισμένοι. Δεν ήταν εύκολο να μπεις στο "Πικαντίλι" και να χτυπιέσαι με τους γκεσταπίτες. Δεν είναι εύκολο να χτυπιέσαι ανοιχτά με τους Έλληνες φασίστες που τρομοκρατούσαν τις συνοικίες. 

Δυστυχώς το γραφείο μας που αποτελούταν από τρεις από τους αρχηγούς της ΟΠΛΑ προσπαθούσε να μεταφέρει μέσα στο Κόμμα τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν κατά των φασιστικών συμμοριών. Η επιτροπή του ΟΗΕ ήρθε και έφυγε. Διαλύθηκαν οι πεντάδες, όμως έμεινε η πίκρα για κάμποσο καιρό. Όσο για τη δική μου πεντάδα, η Κούλα, ο Χαβιάρας, ο Κουλοχέρης σκοτώθηκαν στον Εμφύλιο. Ο γραμματέας μας ο Μπαλάφας- παρατσούκλι από μία παράσταση- ήταν στο Βίτσι και αρρώστησε. Δεν ξέρω αν ζει. Εγώ; εγώ γράφω..."


Γιάννης Βεάκης και η πολιτιστική ομάδα του Μπούλκες


Στο Μπούλκες σύντομα συγκροτήθηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία της μια πολυμελής καλλιτεχνική ομάδα, με εργασία της τη διάδοση του πολιτισμού. Η ομάδα λειτουργούσε όπως και οι άλλες ομάδες εργασίας και είχε τη δική της Κομματική Οργάνωση Βάσης. Στην αρχή ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με έργα του Ψαθά, του Τερζάκη, του Μελά και αργότερα γράφει και σκηνοθετεί και δικά τις έργα. Από το 1947, περνά αρκετές φορές στις μάχιμες μονάδες του ΔΣΕ στο Γράμμο και δίνει παραστάσεις σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Αργότερα, θα περιοδεύσει σε διάφορες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, κυρίως εκεί που ζουν Έλληνες πρόσφυγες.

"Η δουλειά μας στο θέατρο καλυτέρευσε σημαντικά από τότε που ήρθε σκηνοθέτης ο Γιάννης Βεάκης. Όλα είναι πιο προσεγμένα από το μουστάκι, μέχρι το σκηνικό και τα κουστούμια. Ο Γιάννης θα πετύχει να δώσει επαγγελματικό τόνο στη δουλειά μας και το κυριότερο: θα μας μάθει να σεβόμαστε τους θεατές. Σκηνοθετεί και παίζει και ο ίδιος. Ανεβάσαμε το "Αν δουλέψεις θα φας", τον "Μακρινό δρόμο" του Αρμπούζωφ και άλλα. Ανεβάζουμε πολλά έργα, γράφουμε τα δικά μας, οι τρεις συγγραφείς της ομάδας, επιθεωρήσεις, μονόπρακτα, ακόμα και οπερέτες. Ο Γιάννης πάντα από κοντά βοηθός. Από την πρώτη στιγμή που βάζεις το χαρτί στο τραπέζι για γράψιμο.

Για κάθε τι που ο Γιάννης θέλει να μας διδάξει προσπαθεί να κινητοποιήσει τη δική μας πείρα από τη ζωή, από τον αγώνα. Μόνο κάπου κάπου θυμώνει και φωνάζει. Ήταν μια σκηνή με δύο νέους που αγαπιούνται. Η σκηνή δεν βγαίνει με τίποτε ούτε στο γράψιμο σωστά, ούτε στις πρόβες. Φωνάζει ο Γιάννης:

- Μα για τ' όνομα του Θεού. Μιλάς με μια κοπέλα. Της λες για την αγάπη σου! Όπως στη ζωή! Απλά! Θα σου 'χει τύχει!
- Όχι ... δεν είχαμε καιρό..., απαντά ο ηθοποιός και λίγο τσαντισμένος από το κόλλημα του σκηνοθέτη. Ο Γιάννης τον κοιτάζει με πίκρα στα μάτια του και κατανόηση.
- Συγγνώμη και ευχαριστώ. Με έμαθες κάτι πολύ σπουδαίο σήμερα....


Γλυκά και αίμα


Ο Εμφύλιος συνεχίζεται με σκληρές συγκρούσεις σε όλη την χώρα. 

" Το γραφείο εξακολουθεί μια πολιτική καχυποψίας ξεκάθαρα διασπαστική αν και επισκέπτονται το Μπούλκες πολλές φορές μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου, όπως ο Πορφυρογένης, ο Τζήμας και ο Ιωαννίδης ακόμα. Οι εκθέσεις που στέλνουν διάφορα παλιά στελέχη παρεξηγούνται σαν παραφουσκωμένες και παράλογες, όταν δεν κρίνονται σαν φραξιονισμός και προσπάθεια προσωπικής επίθεσης. Απόδειξη της σωστή πολιτικής είναι η πρόοδος της κοινότητας. Είναι πια αυτάρκης είναι αλήθεια, οι σχέσεις της με την περιοχή ολόκληρη είναι άριστες. Το Μπούλκες τους χτίζει σπίτια, , στάβλους και χοιροστάσια, τους προμηθεύει με κάρα, σχοινί, χάμουρα, τσουβάλια από το καναβοποιείο μας και το υφαντουργείου. 

Το ξέκομμα από την πραγματικότητα θα βγει στο φως από μια μικρή λεπτομέρεια. Στο κεφάλι της εφημερίδας μας υπάρχουν αριστερά και δεξιά από τον τίτλο κάποιοι αριθμοί. Στα Αριστερά:

ΟΙ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΜΑΣ: Στο ζαχαροπλαστείο μας καταναλώθηκαν τον τελευταίο μήνα 150.000 μπακλαβάδες, 160.000 διάφορες πάστες και παγωτά. 120.000 τουλουμπάκια και τρίγωνα. 

Στα δεξιά: ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΒΙΤΣΙ: Νεκροί στρατιώτες:2.300, τραυματίες: 3.420, αυτόμολοι: 456. Δικές μας απώλειες: 145 νεκροί. 

Ποιος θα υπερηφανευτεί με μια τέτοια αντιπαράθεση αριθμών; Πάστες και νεκροί. Ντρεπόμαστε ακόμα και τους μαχητές του ΔΣΕ. Τι θαπουν αν φτάσει η εφημερίδα στα χέρια τους; Και φτάνει. Και λένε. Και έχουν δίκιο.

Όταν κατεβαίνει κανένας Μπουλκιώτης στο βουνό τον αναγνωρίζουν από τη στολή του. Από ένα σκούρο χοντρό ύφασμα κουβέρτας. Μόλις τους βλέπουν τους κοροϊδεύουν: "Καλώς τους φωστήρες μας του Μπούλκες! Πως πάνε οι μπακλαβάδες; Τρώτε; τρώτε;" Σκίζονται να βρούνε ρούχα, να πετάξουνε από πάνω τους τα Μπουλκιώτικα και να τα αντικαταστήσουν με ότι άλλο για να μη φαίνονται ότι έρχονται από εκεί."

Όμως στις αρχές του 1949, φαίνεται πως ξεκινούν σημαντικές αλλαγές στο Μπούλκες:


Πήραμε ανάσα

"Στο Μπούλκες πήραμε ανάσα! Στις εκλογές του Κοινοτικού Συμβουλίου, κανονικές εκλογές, το Κόμμα έχει προτείνει τους ανθρώπους που περιμένουμε και θέλουμε. Οι παλιοί που είχαν εμπιστοσύνη στο Κόμμα και μας λέγανε: "Βλέπει το Κόμμα αλλά αργεί", είχαν δίκιο. Αρχίζουμε να πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο. Διώχνουμε καχυποψίες και γινόμαστε φίλοι. Όλα πάνε καλύτερα και η δουλειά για το θέατρο μας και οι εκδόσεις μας. Γεμίζουμε βιβλία. Σταματάνε και οι μεγαλοστομίες. 

Στο συμβούλιο και στο γραφείο παραμένουν ακόμα 3 από τους σκληρούς συνεργάτες του Πεχτασίδη, ο  οποίος λείπει, μα βάλανε νερό στο κρασί τους. Η εποχή τους πέρασε πια. Στο συμβούλιο μπαίνουν παλιά και δοκιμασμένα στελέχη που ήταν παλιά παραγκωνισμένοι. Μερικοί από αυτούς είναι παλιοί καπετάνιοι του ΕΛΑΣ. Βγαίνουν και νέοι και άξιοι άνθρωποι."


Αιμίλιος Βεάκης


" Από την Αθήνα μαθαίνουμε πως έκανε δήλωση ο Αιμίλιος Βεάκης. Δεν θέλουμε να το πιστέψουμε. Ο Αιμίλιος Βεάκης;! Που η φωνή του βρόνταγε στα οδοφράγματα μαζί με τα όπλα. Ο Βεάκης που σήκωνε τα χέρια του προς τη γαλαρία: "Για σας παίζω παιδιά!" Μερικοί βιαστήκανε να τον καταδικάσουν, αν κι ήταν μαζί μας ο Γιάννης, ο γιος του. Ο Αντώνης Γιαννίδης, στέλεχος του κοινοτικού συμβουλίου τρέχει να μας προλάβει:

"Να μην ακούσω κακιά λέξη για το Βεάκη! Τους άλλους να καταριέστε, εκείνους που τον ανάγκασαν να το κάνει αυτό! Τον σκοτώσανε με αυτό που τον ανάγκασαν να κάνει. Τον εκτελέσανε! Θα το δείτε!"

Κάποτε, μια μέρα ενώ ήμουν νευριασμένος για κάτι διαφωνίες με το Γιάννη Βεάκη, για τον σκαλίσω εκεί που τον πόναγε είπα: "Δεν ξέρω τι λες για τον Γιαννίδη, ξέρω καλά ότι αυτός είναι κοντά μας, ενώ ο Βεάκης..."

Το έμαθε αυτό ο Γιαννίδης και ποιος είδε τον θεό και δεν φοβήθηκε. Ένας μανιασμένος Αντώνης μας καλεί σε έκτακτη συνέλευση. Σηκώνεται επάνω να μιλήσει, θυμωμένος, έτοιμος να ξεσπάσει. Εγώ ζαρωμένος περιμένω το ξέσπασμα στο κεφάλι μου. Μας κοιτάζει έναν έναν. Ηρεμεί, κάθεται και μιλάει σιγά σαν για τον εαυτό του. 

Μιλάει για τη θέση του καλλιτέχνη στην αστική κοινωνία, για τους όρους "θεατρίνος" και ηθοποιός, για την προσπάθεια που γίνεται να εξευτελιστούν ο γίγαντες του θεάτρου, μέσα σε αυτή τους την προσπάθεια  και μιλάει και για τον Βεάκη: 

"Κάποτε όταν πάμε στην Αθήνα, τον Βεάκη θα τον βγάλουμε πρόεδρο της Βουλής. Αφού εμένα με εκλέξατε στο κοινοτικό συμβούλιο. Για να δείτε τη διαφορά. Κι όσοι βιάζονται να καταδικάσουν, το βράδυ, όταν είναι μόνοι τους στα σπίτια τους, με κλεισμένα τα φώτα, να μην βλέπονται και να μην τους βλέπουν, ας ρωτήσουν τον εαυτό τους: Εγώ θα άντεχα;"


Αιμίλιος Βεάκης.

Γιάννης Βεάκης.


Συνεχίζεται

«Το χιόνι τη σκέπασε και μόνο η αρβύλα φαινόταν»


«Μια πραγματική ιστορία ... με τον Μπελογιάννη»



Ευχαριστώ πάρα πολύ τη φίλη μου Αγνή Κόκκα που θέλησε να μοιραστεί μαζί μας μια πτυχή της προσωπικότητας του Μπελογιάννη, από μια μαρτυρία της μητέρας της.

Όπως την ονομάζει η ίδια, είναι "μια πραγματική ιστορία για τον Μπελογιάννη", Πολιτικό Επίτροπο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.).

Οι πρωταγωνιστές: Νίκος Μπελογιάννης και Μαριάνθη Νούσια – Λιάκου.

Ο Νίκος Μπελογιάννης κατά την διάρκεια της συγκρότησης και δράσης του ΔΣΕ «χρεώθηκε» με πολλά και σημαντικά καθήκοντα. Ανάμεσα σ΄ αυτά και του Πολιτικού Επιτρόπου της 10ης Μεραρχίας του Δ.Σ.Ε. που εκτός των άλλων φρόντιζε για την φυσική και ηθική κατάσταση των μαχητών. Στις πορείες που ήταν συνεχείς, οι Π.Ε. ανεβοκατέβαιναν την φάλαγγα για να εμψυχώσουν και να στηρίξουν κάθε αδύναμη περίπτωση που εμφανίζονταν.

Νίκος Μπελογιάννης

Η Μαριάνθη Νούσια – Λιάκου, γεννήθηκε στην Σμιξη Γρεβενών τον Νοέμβριο 1930. Όλη η οικογένειά της συμμετείχε στον αντιφασιστικό αγώνα μέσα από τις γραμμές της αντίστασης καισυγκεκριμένα του ΕΑΜ. Μετά την Απελευθέρωση αντί για ειρήνευση και ευημερία, βρίσκουν την οικογένεια να διώκεται για την δράση της στον καιρό της κατοχής. Τον Μάρτη του 1947, στα 16,5 χρόνια της, συλλαμβάνεται μαζί με τον πατέρα της στο χωριό και χάρη σε κάποιες συγκυρίες αφέθηκε ελεύθερη, ενώ ο πατέρας της φυλακίστηκε. Τα δυο της αδέλφια είναι ήδη αντάρτες. Ο ένας για να τη γλυτώσει μπόρεσε και την ανέβασε στο βουνό. Τελείωσε τη σχολή νοσοκόμων του ΔΣΕ. Πολέμησε πάντα στην πρώτη γραμμή. Για τη γενναιότητα που υπέδειξε στη μάχη της Φλώρινας πήρε μετάλλιο Ανδρείας. Στ συνέχεια ακολούθησε το δρόμο της Πολιτικής Προσφυγιάς (ΕΣΣΔ). Πέθανε αφού επαναπατρίσθηκε στην Ελλάδα, στις 2 Ιούλη 2014.

Μαριάνθη Νούσια – Λιάκου

Μαριάνθη Νούσια – Λιάκου με άλλους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ.

«Σε μια απ’ τις πολλές εξαντλητικές και ατέλειωτες πορείες, που έφταναν τον άνθρωπο στα όριά του, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, βρέθηκε η νεαρή τότε – 18χρονη Μαριάνθη - χειμώνα καιρό και με το χιόνι να σφυροκοπά στα πρόσωπα και την παγωνιά να «απορουφάει» κάθε ικμάδα, ακόμα και από τα πιο σκληρά και μπαρουτοκαπνισμένα παλλικάρια, βρέθηκε η μικρή ανταρτοπούλα. Η νύχτα, πυκνή σαν πίσσα, η παγωνιά να αδρανοποιεί κάθε λειτουργία και η νύστα να σφραγίζει τα μάτια, συμπλήρωναν όλες τις προϋποθέσεις για να ξεκοπεί η φάλαγγα. Μια απ’ τις πρώτες συμβουλές που έδιναν στους αντάρτες ήταν ποτέ και κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες εξάντλησης να μη σταματήσουν για ξεκούραση όταν υπάρχει παγωνιά και χιονοθύελλα.        Πολλές άλλωστε ήταν οι περιπτώσεις που μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ που παραβίασαν αυτόν τον κανόνα και "έσβησαν" για πάντα …
 
Όσο και αν προσπάθησε ( η μάνα μου), πέφτει στο χιόνι για λίγο, για μια ανάσα.

Η κόπωση, η πείνα, η ταλαιπωρία και το χιόνι να πέφτει ασταμάτητα την αποκοίμιζε νοιώθοντας μια γλυκιά ζεστασιά να σκεπάζει το κορμί της. Έτσι αρχίζει να παγώνει κάποιος χωρίς να το καταλάβει.

Η φάλαγγα προχώρησε, δεν τη πρόσεξε κανείς. Όλοι βρίσκονταν σε μια παρόμοια, οριακή κατάσταση.

Το χιόνι την σκέπασε και μόνο η αρβύλα φαινόταν.

Άρχισε να χαράζει. Για μεγάλη της τύχη ακλουθούσε ο Μπελογιάννης με υπασπιστή και άλλους συντρόφους πάνω σε άλογα. Πάντα στο τέλος της φάλαγγας υπήρχαν αντάρτες για να συνδέουν την φάλαγγα αν ξεκόβονταν ή για να «μαζεύουν» τους ξεκομμένους. Βλέποντας την αρβύλα της μικρής μαχήτριας κατεβαίνει από το άλογο. Την ξυπνάει, προσπαθεί να τη συνεφέρει και την τρίβει με χιόνι για να ζεσταθεί. Βγάζει ένα ζευγάρι κάλτσες δικές του και τις φοράει στα παγωμένα πόδια του κοριτσιού. Τη ανεβάζει πάνω στο άλογο για να ανακτήσει δυνάμεις και μαζί φτάνουν τους υπόλοιπους.

Την έσωσε την μάνα μου ο Ν. Μπελογιάννης!

Η ίδια μετά ρώτησε και έμαθε ποιος ήταν ο Άνθρωπος που την έσωσε εκείνη τη κρύα νύχτα.

Αυτός ήταν ο Άνθρωπος Μπελογιάννης!»


Mικρές ιστορίες από το Μπούλκες - Μέρος 2ο


H πρώτη επίσκεψη του Νίκου Ζαχαριάδη

"Ήρθε ο Ζαχαριάδης! Και οι 4000 Μπουλκιώτες, ακόμα και οι ανάπηροι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν τραβάμε για το καλαμποκοχώραφο που είναι κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μπούλκες. Το τραγούδι για το Ζαχαριάδη κυριαρχεί. Χιλιάδες άνθρωποι κλαίνε, γελάνε, φωνάζουν ή τραγουδάνε. Θα μας πει: Σε δύο-τρεις μήνες το πολύ θα είμαστε στην πατρίδα. Μας αποκαλεί: χρυσό απόθεμα του Κόμματος σε σοσιαλιστική τράπεζα. 

Αυτό αρέσει σε όλους. Ξεσπάνε σε ζητωκραυγές. Όταν έφυγε ο Ζαχαριάδης οι άνθρωποι καθόντουσαν ακόμα στο καλαμποκοχώραφο. Μόνο όταν κίνησαν για το σπίτι τους είδαν πως τρέχουν αίματα από τα πόδια τους, πως τα χέρια τους είναι ματωμένα και τα ρούχα τους σκισμένα. Καθόντουσαν πάνω στα κομμένα κοτσάνια που τους χαράζανε σαν ξυράφια και ούτε το πήραν χαμπάρι. 

Αργότερα, το Μπούλκες, σε απόφαση του Πολιτικού Γραφείου, θα αποτελέσει: "Εστία μόλυνσης". Όμως δεν ήταν ο κόσμος, δεν ήταν οι άξιοι αγωνιστές και άνθρωποι, οι διψασμένοι για ειρηνική δουλειά. Η μόλυνση ήταν αλλού: Σε μια μερίδα του γραφείου της ομάδας..."


Ο καπετάν Μαύρος

Στο Μπούλκες, από το 1945 ξεκίνησε να επικρατεί ένα εκτεταμένο κλίμα χαφιεδοφοβίας και υποψιών. Το κομματικό γραφείο έχει διαπιστώσει την ύπαρξη πρακτόρων εντός της οργάνωσης του Μπούλκες, όμως σε πολλές περιπτώσεις κατηγορούνται άνθρωποι απλώς και μόνο λόγω υποψιών. Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι και μέλη του γραφείου είτε υπήρξαν όντως πράκτορες, είτε ενήργησαν ως τέτοιοι. Ένα γνωστό περιστατικό λανθασμένων κατηγοριών ήταν αυτό του καπετάν Μαύρου και ακόμα 93 αγωνιστών. Ασφαλώς, κανείς τους δεν "εξοντώθηκε" ή δεν εκτελέστηκε όπως πολλοί συγγραφείς διατείνονται, δέχθηκαν όμως τις αβάσιμες κατηγορίες και την περιφρόνια των συντρόφων τους. Γράφει σχετικά ο Δημήτρης Ραβανής - Ρεντής:

"Το γραφείο μας καλεί σε έκτακτη συγκέντρωση στην πλατεία, όπου είναι στημένη η σκηνή για τις καλοκαιρινές μας παραστάσεις. Τραβάμε όλοι με τις ΚΟΒες μας. Ξέρουμε τι τρέχει. Κάθε φορά που μας καλούν έκτακτα, έχουμε κάποιον ύποπτο, κάποιον που "έσπασε" ή κάποιον πράκτορα. Βέβαια υπάρχουν και τέτοιοι που τρύπωσαν στις γραμμές μας, τότε με το πλάτεμα του αγώνα και μας κάνανε ζημιές. Και δολοφονίες ακόμα κάνανε για να μας εκθέσουν. Μερικές φορές όμως, οι πράκτορες δεν είναι παρά άνθρωποι που διαφωνούν με το γραφείο. 

Ανεβαίνει ένα μέλος του γραφείου στη σκηνή και αναλύει τις πράξεις του ενόχου. Αυτή τη φορά οι ένοχοι δεν μπορούν να ανέβουν στη σκηνή. Είναι 94 και δεν χωράνε. Μαζεύονται κάτω από τη σκηνή. Σηκωνόμαστε στις μύτες των ποδιών μας να δούμε. Δεν είναι όμως δυνατόν! Ο καπετάν Μαύρος! Κι άλλα ακόμα παλικάρια του ΕΛΑΣ. Τον καπετάν Μαύρο τον ξέρουμε όλοι μας. Από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ. "Χρειάζεται νυστέρι" λέει ο πρώτος γραμματέας μας, ο Περικλής. Ο δεύτερος γραμματέας λέει: "Η ενότητα θα δυναμώσει με το ξεκαθάρισμα". Όλοι φωνάζουν: "Σπασμένοι! Προδότες!" "Χάσανε την πίστη τους στο Κόμμα και στο λαό" συμπληρώνει ο Περικλής. "Μερικοί από αυτούς προσπάθησαν να το σκάσουν και τους πιάσαμε"

Τους πάνε μπουλούκι στο σταθμό. Εμείς περιμένουμε οργανωμένοι από μπροστά τους. Γιουχάρουμε και φωνάζουμε. Μα είναι η πρώτη φορά που το γιουχάρισμα δεν ακούγεται δυνατό. Κάτι σπάει μέσα μας. Είναι το παρελθόν τους; Λεβέντες ΕΛΑΣίτες όλοι. Ο καπετάν Μαύρος, ο τρόμος κι ο φόβος του φασισμού. Αγαπητός από τα παλικάρια του και απ' όλους. 

Οι 94 ακίνητοι προσοχή. Φωνάζει ξαφνικά ο καπετάν Μαύρος: "Ψηλά το κεφάλι". Γυρνά προς εμάς και φωνάζει: "Σύντροφοι, αύριο θα καταλάβετε το λάθος σας. Δεν είμαστε κατά του Κόμματος. Είμαστε κατά του γραφείου." Τους ανεβάζουν το τραίνο και τους αφήνουν κάπου στα σύνορα. Ο καπετάν Μαύρος και οι 93 σχημάτισαν αμέσως ομάδες και ανέβηκαν στο βουνό. Μόνο 5-6 παραδόθηκαν στις αρχές και τους χωροφύλακες. Αργότερα μάθαμε τον καπετάν Μαύρο στον ΔΣΕ αξιωματικό. Το μάθαμε και τρωγόμασταν μέσα μας. Πότε θα τους βρούμε να τους ζητήσουμε συγγνώμη; Ήρθε κι αυτή η στιγμή. Στο βουνό πάλι. Ο καπετάν Μαύρος είπε: "Δεν πειράζει. Δύσκολοι καιροί."


Ο καπετάν Μαύρος στον ΕΛΑΣ.


Συνεχίζεται

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Mικρές ιστορίες από το Μπούλκες - Μέρος 1ο


Ωκεανοί μελάνης έχουν γραφεί για την ιστορία του μικρού χωριού της Γιουγκοσλαβίας όπου στο διάστημα 1945-1950 κατέφυγαν εκατοντάδες διωκόμενοι από το αστικό κράτος και τον αγγλικό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία, το όνομα Μπούλκες καταγράφεται από τους υμνητές του αναθεωρητισμού και του αντικομμουνισμού ως κάτι εφάμιλλο με ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκμεταλλευόμενοι τα υπαρκτά λάθη της κομματικής καθοδήγησης, τη διείσδυση ξένων πρακτόρων του ιμπεριαλισμού και επικαλούμενοι αστήρικτες μαρτυρίες για "εκατόμβες νεκρών" που καταγράφηκαν σε "αρχεία που χάθηκαν ή κάηκαν", οι κονδυλοφόροι αυτοί επιχειρούν να στρεβλώσουν μια ακόμα πτυχή του ταξικού κινήματος. 

Στη σειρά άρθρων αυτή, θα δανειστούμε την πέννα ενός πιο ψύχραιμου, αυτόπτη μάρτυρα και κατοίκου του Μπούλκες, του Δημήτρη Ραβανή- Ρεντή, ο οποίος έζησε το Μπούλκες με τα λάθη και τα σωστά του και αποτύπωσε με αντικειμενικότητα πτυχές της ζωής εκεί, στο βιβλίο του "Το ημερολόγιο της προσφυγιάς ενός αντάρτη". Ο Δημήτρης Ραβανής- Ρεντής υπήρξε στέλεχος της ΕΠΟΝ Πειραιά και μέλος του ΚΚΕ κατά την Κατοχή. Πέρασε το 1945 στο Μπούλκες όπου τοποθετήθηκε στο τμήμα καλλιτεχνών και πολιτισμού με επικεφαλής τον Γιάννη Βεάκη. Περιόδευσε με την ομάδα στο Γράμμο και το Βίτσι, αλλά και σε διάφορες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, στις ελληνικές παροικίες.



To Mπούλκες, 1945.


Το παλιό γερμανικό χωριό και τα λάφυρα των ναζί κατακτητών

"Μπαίνουμε τραγουδώντας στη δημοσιά που οδηγεί από το μικρό σταθμό στο χωριό Μπούλκες. Δύο χιλιόμετρα μακριά, μέσα στον Κάμπο. Η κάθε ομάδα ξέρει που θα εγκατασταθεί. Αριστερά και δεξιά μας εκατοντάχρονες μουριές. Κι ο δρόμος του χωριού γεμάτος ζωντανά: Πάπιες, χήνες, κότες. Λες και βγήκαν τα πουλερικά να μας υποδεχτούν. Και στην παχιά σκόνη αυγά. Παντού αυγά να ψήνονται στον ήλιο. Κόσμος πουθενά. Ψυχή. Εκτός από μια μικρή ομάδα που βγήκε να μας υποδεχτεί. 

Το Μπούλκες ήταν από τα γερμανοχώρια της περιοχής που αδειάσανε. Πέρασε από κει ο Τολμπούχιν σαν σίφουνας και οι Γερμανοί της παροικίας ακολούθησαν το στρατό του Τρίτου Ράιχ που υποχωρούσε. Τα παράτησαν όλα σύξυλα κι έφυγαν. Αυτή η εικόνα με τα ζωντανά στους δρόμους αδέσποτα, με τα αυγά στη σκόνη, θα 'λεγες πως έδιναν μια εικόνα ευφορίας. Δεν είναι έτσι. Αυτή η εικόνα θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό και στην ψυχή όλων, σαν μια από τις χειρότερες εικόνες του πολέμου. Χειρότερη κι από τα ερείπια. Κι από τους λάκκους που σκάψανε οι οβίδες. Η εικόνα της εγκατάλειψης. Τόσο γνωστή στους δικούς μας αγρότες. Τους βάζουν στα σπίτια. Σπίτια καλοχτισμένα που τα βλέπουμε και τρίβουμε τα μάτια μας. Και το κάθε σπίτι με τη μεγάλη του αυλή, με τα κάρα του, τα υποστατικά του, τα χοιροστάσια, τα κοτέτσια και τις αποθήκες να ξεραίνεται το καλάμι. Και πουθενά ψυχή. 

Οι πρόσφυγες χαίρονται μέχρι να μπουν στα σπίτια. Μέσα εδώ άλλη εικόνα. Στην τραπεζαρία το τραπέζι στρωμένο. Τα πιάτα αραδιασμένα γύρω-γύρω. Η πιατέλα στη μέση. Όλα σκεπασμένα με ένα στρώμα μαύρη μούχλα. Το κόκκινο κρασί έχει εξατμιστεί στα ποτήρια, κι είναι το γυαλί σαν βαμμένο από μέσα. Μια καρέκλα ριγμένη πίσω, χάμω ένα πιρούνι. Κάτι είναι καρφωμένο στην άκρη του γεμάτο μούχλα. Εκεί πάνω που τρώγαν οι νοικοκυραίοι τα παρατήσαν όλα και φύγαν με τη μπουκιά στο στόμα. Οι Έλληνες ξέρουν. Τους έχει τύχει. Τρως με τη φαμέλια και κάποιος ξαφνικά φωνάζει: Έρχονται! 

Έρχονται εκείνοι που κάθε φορά έρχονται και αναγκάζουν τους ανθρώπους να παρατάνε το φαγητό τους και να παίρνουν τους δρόμους. 

Αργότερα πάψαμε να έχουμε το σύμπλεγμα πως μένουμε σε ξένα σπίτια. Οι Γιουγκοσλάβοι μας είπαν πως από το Μπούλκες και τα άλλα χωριά είχε σχηματιστεί η μεραρχία των Ες-Ες "Πρίγκιπας Ευγένιος". Κι αν αυτό δεν μας καθησύχασε, ήρθε αργότερα μια ανακάλυψη που μας έκανε πυρ και μανία: Σε ένα από τα σπίτια βρήκαμε μια ραπτομηχανή. Είχε χαραγμένο επάνω της όνομα "Μαρία" και δεν θυμάμαι τώρα το επώνυμο. Ήταν από κάποιο χωριό της Καστοριάς. Αρχίσαμε να προσέχουμε κι άλλο και βρήκαμε κι άλλα δικά μας πράγματα. Έπιπλα, τεντζεράδες και άλλα ακόμη. Τα παίρνανε από τα ελληνικά χωριά οι φασίστες για να συμπληρώσουν το δικό τους το νοικοκυριό.

(...)

Στις καντίνες ξεκίνησαν να μαγειρεύουν τραχανά. Τέσσερις χιλιάδες μερίδες που τις πετάνε... Δεν πάει κανείς να φάει στις καντίνες. Τα μεσάνυχτα αρχίζει το παράνομο μαγείρεμα. Κότες, χήνες, πάπιες, φασόλια με χοιρομέρι, ψητά. Έχουμε από το 1940 να φάμε σαν άνθρωποι. Οι κότες έχουν αλλάξει φωλιές. Τις παραφυλάμε τη μέρα. Μόλις ακούσουμε κακάρισμα τρέχουμε. Να η φωλιά, με 50 -100 αυγά. Η ανακοίνωση του γραφείου λέει πως "όλα είναι για όλους". και πως όλα τα τρόφιμα θα συγκεντρωθούν στις καντίνες. Τώρα στις 3 τα μεσάνυχτα, με σβησμένα τα φώτα για να μη μας δούν από την Υπηρεσία Τάξης της Ομάδας κάνουμε το τελευταίο μας μαγείρεμα και το στερνό μας τσιμπούσι. Το πρωί θάβουμε τα κόκκαλα. Την άλλη μέρα για φαγητό στις καντίνες. Τραχανάς με σπανακόπιτα..."


Η εντύπωση που δίνουμε


"Εκείνοι που ξέρουν κι έχουν περάσει από τέτοια, παλιοί σύντροφοι που έχουν οργώσει τις φυλακές και τις εξορίες, μας λένε πως εμείς, οι πολιτικοί πρόσφυγες, πρέπει με τη ζωή μας, την οργάνωσή μας, την προκοπή μας, να δίνουμε την εντύπωση μιας μόνιμης εγκατάστασης. Κι ας είναι να φύγουμε αύριο για τα σπίτια μας. Να μην λέμε: "Θα πλυθούμε στην Αθήνα", "Αύριο θα ράψουμε τα κουμπιά μας, στην Αθήνα", "Στην Αθήνα θα φορέσουμε καθαρές αλλαξιές". Εμείς δεν συμφωνούμε. Τα έχουμε όλα για προσωρινά. Το έχουμε για γρουσουζιά αυτό το "προσωρινά αλλά μόνιμα". Ο Ρένος ο Ακροναυπλιώτης προσπαθεί να μας πείσει με το παράδειγμα της ζωής. Λέει: Πριν πάμε στην Ανάφη, από το ίδιο βράδυ οργανωθήκαμε. Πρωί-πρωί φτιάξαμε πρόγραμμα. Κι αμέσως φτιάξαμε έναν πρόχειρο λαχανόκηπο και φυτέψαμε ντομάτες, μελιτζάνες και αγγουράκια. Και να ξέρετε. Προλάβαμε και φάγαμε από το περιβόλι μας. Κάποιος ρωτάει: Πόσες φορές;

Ο Ρένος δαγκώνεται: Ε, τρία χρόνια κράτησε η μεταγωγή.

Όχι όμως, εμείς δεν καταλαβαίνουμε αυτή τη νοοτροπία. Εμείς θέλουμε: Να ξυριστούμε στην Αθήνα. Να πλυθούμε στην Αθήνα. Να αλλάξουμε ρούχα στην Αθήνα. 

Με τον καιρό δώσαμε δίκιο στο κόμμα και στους παλιούς συντρόφους. Τελικά αυτή την αποδιοργάνωση, τη μελαγχολία μας, τη νοσταλγία και την πίκρα μας θα τη νικήσει κατά κράτος ο μεγάλος, ο πρώτος σύμμαχος του ανθρώπου: Η δουλειά."


Συνεχίζεται

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Ο σκύλος Γκραφ, ο Λεωνίδας και το Μπλόκο της Καλαμάτας


Ο Κόκκινος Φάκελος έχει εξετάσει ξανά το περιστατικό του Γερμανού αντιφασίστα "Λεωνίδα" και του σκύλου του, ο οποίος έσωσε πατριώτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Καλαμάτα και εντάχθηκε στις γραμμές του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα πολεμώντας τους ναζί και φασίστες κατακτητές. Με χαρά σήμερα θα σας παρουσιάσουμε μια σημαντική μαρτυρία για τη δράση του "Λεωνίδα" και του σκύλου του, που επιβεβαιώνει την ύπαρξή τους, καθώς και μια υψηλής ανάλυσης φωτογραφία των δύο ηρώων του αγώνα. 

Για τη μαρτυρία ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον φίλο Θεοδωρή Κουβάτσο:

Έφυγε στα εννέα του χρόνια από την κατοχική Καλαμάτα για το βουνό. Η οικογένεια δεν μπορούσε να συντηρηθεί και αντί για το σχεδόν βέβαιο θάνατο, επιλέχθηκε το ρίσκο μιας πιθανής επιβίωσης στο βουνό. Ο Διονύσης Χριστακόπουλος θυμάται και μας εξιστορεί.


-Έφυγα για το βουνό και με έπιασε το σούρουπο να βρίσκομαι σε ένα έλος απελπισμένος, μέχρι που βλέπω ένα τσοπάνο και πήγα να του πω να με πάρει να κοιμηθώ στη στάνη. Τελικά ήταν ο τρίτος γιός του βυρσοδέψη Μελιγκώνη, ο οποίος επειδή θα γύρναγε στην Καλαμάτα, με πήγε στο Μαυρομάτι Μεσσηνίας, το πιο κοντινό χωριό και με πήγε στον Παναγιώτη Πετρόπουλο (παρατσούκλι Επίτροπος).

Με κράτησαν σαν ψυχογιό, παρέμεινα επονίτης χωρίς αθλητική δραστηρότητα πιά και φύλαγα τα πρόβατα. Μου είχαν αφήσει ένα τουφέκι – γκρα και η αποστολή μου ήταν επιβλέποντας τα πρόβατα, από ένα ψηλό σημείο να ειδοποιώ με 3 πυροβολισμούς αν έρχονταν Γερμανοί και με 2 αν έρχονταν ταγματασφαλίτες, είχα και ένα κυάλι με το οποίο έβλεπα τις στολές γκρί – σταχτί οι Γερμανοί και καφέ οι ταγματασφαλίτες.

-Πώς εξελίχθηκε η δράση σας αυτή;

-Μία μέρα όμως βρέθηκα περικυκλωμένος από μεγάλη δύναμη Γερμανών και τα έχασα, πέταξα το μπερέ μου που έγραφε ΕΠΟΝ και βούτηξα σε κάτι βάτα χωρίς καν να ξέρω το βάθος, μπορεί και να σκοτωνόμουνα. Ήρθε ένας Γερμανός με προτεταμένο το αυτόματο με έβγαλε έξω με χάιδεψε στον ώμο και στο κεφάλι μιλώντας στη γλώσσα του έδειξε ότι επειδή ήμουν μικρός δεν ήθελε να μου κάνει κακό. Μάλιστα επειδή είχε και βαθμό, έμεινε εκεί μέχρι να περάσουν και οι υπόλοιποι για να με προστατέψει, αφού άλλοι με κλωτσούσαν, άλλοι με χαστούκιζαν, ένας ήθελε να με πυροβολήσει, αλλά αυτός τους έδιωχνε.

-Τί επακολούθησε;

-Αφού έφυγαν αυτοί και ήρθα σε επαφή με χωρικούς μου είπαν ότι πρέπει να πάω μήνυμα στο χωριό Ανδρούσα, ότι οι Γερμανοί πάνε για αντίποινα γιατί στην περιοχή τους είχαν σκοτωθεί δικοί τους. Τις επικοινωνίες μας και το συντονισμό μας τις κάναμε στο νεκροταφείο της περιοχής και την εκκλησία του, γιατί ήταν το μόνο σημείο που δεν υποπτευόντουσαν.

Με έβαλαν σε ένα γάιδαρο με κοφίνια με κολοκυθάκια, για να μην κινώ υποψίες, έκρυψα και το χαρτί με το μήνυμα στο λάστιχο του σώβρακου που φόραγα και ξεκίνησα από το μονοπάτι για να πάω πιο γρήγορα από αυτούς που πήγαιναν από τη δημοσιά – τον κυρίως δρόμο. Στο δρόμο έπεσα πάλι σε Γερμανούς, αλλά πρόλαβα και έκρυψα το σημείωμα στο αυτί του γαϊδάρου, που έκανε κινήσεις ενόχλησης και εγώ του έλεγα «ησύχασε θα σε πάω να πιείς νερό», για να δικαιολογώ την ανησυχία του.

Με άφησαν και λίγο πιο κάτω με σταματάνε 5-6 Γερμανοί με έναν επικεφαλής που φόραγε τη σβάστικα, με ρώτησαν από πού είμαι και είπα από το Μαυρομάτι, με ρώτησαν ποιανού και είπα του Επίτροπου. Τότε με αντιμετώπισαν φιλικά γιατί ήταν αντάρτες μεταμφιεσμένοι σε Γερμανούς. Τους ενημέρωσα, πήγαν στην Ανδρούσα, ταμπουρώθηκαν όλοι, φανταστείτε το λόφο του Λυκαβηττού να είναι στην κορυφή το χωριό και οι Γερμανοί να έρχονται από κάτω.

-Πώς εξελίχθηκε η κατάσταση;

-Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει εξολόθρευση των Γερμανών, μεταξύ αυτών και του Γερμανού που μου είχε σώσει τη ζωή. Έγινε τέτοια αιματοχυσία, που κάποιοι Γερμανοί ταμπουρωμένοι πίσω από πηγάδι όταν σκοτώθηκαν και έγειραν στο χείλος του, το αίμα πότισε τόσο το νερό, που μετά ο γάιδαρός μου δεν το έπινε.

Για αντίποινα οι Γερμανοί έκαναν το Μπλόκο της Καλαμάτας και νοιώθω υπεύθυνος κατά μία έννοια, το λέω για πρώτη φορά. Αν δεν ειδοποιούσα την Ανδρούσα θα σκοτώνονταν οι κάτοικοί της, την ειδοποίησα και σκοτώθηκαν Καλαματιανοί και ο Γερμανός σωτήρας μου. Στην Καλαμάτα εκτελέστηκαν πάνω από 200.

-Σας έχει μείνει κάποιο περιστατικό έντονα στη μνήμη;

-Υπάρχει ένα σημαντικό περιστατικό με το Λεωνίδα (Γερμανός με το όνομά του να είναι αυτό) που είχε βαθμό υποσμηναγού και ήταν δάσκαλος σκύλων, ειδικός σαμποτέρ και υπασπιστής του ανώτατου Γερμανού διοικητή της ευρύτερης περιοχής. Αυτός του έδωσε δύο στρατιώτες και του είπε να εκτελέσει 50 Καλαματιανούς από τους συλληφθέντες. Όταν οι στρατιώτες πήραν το παράγγελμα του Λεωνίδα να σκοπεύσουν, έκανε νόημα στο σκύλο τον Γκραφ που πέταξε κάτω τους δύο και ο Λεωνίδας τους πήρε τα όπλα, απελευθέρωσε τους 50 και έφυγε στο βουνό όπου μπήκε στον ΕΛΑΣ.

Επειδή ήταν αξιωματικός του εχθρού, ο Βελουχιώτης είχε αντιρρήσεις και τότε ο Αλοίμονος του λέει, «κάτσε και θα δεις ότι δεν είναι κατάσκοπος». Τον βάζει να δώσει στο σκύλο το παράγγελμα «φασίστα» και δείχνει τον Βελουχιώτη. Ο σκύλος ορμάει στον Άρη και τον ξαπλώνει και ακολουθεί το παράγγελμα «παρτιζάνο», όπου ο σκύλος τον αφήνει και γίνεται αρνάκι.

Όταν απελευθερώθηκε η Καλαμάτα είχαν μείνει ταγματασφαλίτες μέσα στο ξενοδοχείο Πάνθεον και το σχολείο Μπενάκη, είχαν πυρομαχικά, πυροβολούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις και εγώ έμεινα έξι ώρες πίσω από μία μεγάλη κολώνα γιατί όποτε έκανα να βγω μου έριχναν.

Ο Λεωνίδας σύρθηκε σε ένα χαντάκι με το σκύλο του έδωσε τέσσερις μικρές νάρκες σαν τα πιατάκια του γλυκού, ο σκύλος τα έβαλε σε ισάριθμες γωνιές του ξενοδοχείου και το ανατινάξαμε. Έτσι γλίτωσα εγώ και φοβήθηκαν οι ταγματασφαλίτες που ήταν στο σχολείο Μπενάκη και παραδόθηκαν.

Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος





Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Μόνικα Ερτλ: Η γυναίκα που δολοφόνησε τον δολοφόνο του Τσε με τρεις σφαίρες στο σήμα της νίκης


Ο πατέρας της την έλεγε «αγοροκόριτσο». Οτι ήταν το αγόρι που ήθελε και δεν απέκτησε. Οτι ήταν «μισό αγόρι». Οτι «πυροβολούσε σαν παλικάρι». Ηταν αδύνατον να χωρέσει στο ναζιστικό κεφάλι του πως ένα κορίτσι μπορεί να πυροβολήσει υπέροχα σαν κορίτσι.

Και ήταν αδύνατον να φανταστεί ποτέ, πώς θα χρησίμευε αυτή η ικανότητα στην μονάκριβη κόρη του, την «πεταλουδίτσα» του, όπως την φώναζε, την Πρωταπριλιά του 1971, όταν φύτευε τρεις σφαίρες σε σχήμα V, το σήμα της νίκης, στο στήθος του δολοφόνου του Τσε.

Γιατί οι ναζί δεν έχουν φαντασία.

Εχει όμως η ζωή.




Γεμάτος από την αυτοπεποίθηση της ατιμωρησίας και την αυταρέσκεια της κενότητας, ο Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρο, γενικός πρόξενος της Βολιβίας στο Αμβούργο, υποδεχόταν την ελκυστική ξανθούλα Γερμανίδα που ζητούσε βίζα. Με κάποιο πρόσχημα τον ακολούθησε στο γραφείο του.

Ηταν πάντα πολύ προσεκτικός. Ποτέ δεν ένιωθε εντελώς ασφαλής, ακόμη και στην Γερμανία, στο διπλωματικό του πόστο.

Είχε τους λόγους του.

Να, όμως, που εκείνο το πρωινό της 1ης Απρίλη του 1971, το «εσωτερικό σύστημα ασφαλείας» του δεν δούλεψε.

Ποιος ξέρει.

Μπορεί να το «απενεργοποίησε» αυτή η χαριτωμένη ξανθούλα.

Ηταν αδύνατον να χωρέσει το φασιστικό κεφάλι του ότι θα μπορούσε ποτέ να κινδυνεύσει στο κέντρο της Ευρώπης, μέσα στο κτίριο του προξενείου, από μια γυναίκα που ήθελε να ταξιδέψει στην χώρα του.

Γιατί οι φασίστες δεν έχουν φαντασία.

Εχει όμως η ζωή.

Και αυτό που ακολούθησε όταν η πόρτα του γραφείου έκλεισε και έμειναν οι δυο τους, ο Βολιβιανός «πρόξενος» και η Γερμανίδα «τουρίστρια», παραπέμπει σε εκτέλεση: Η «χαριτωμένη ξανθούλα», ως δια μαγείας εμφάνισε ένα πιστόλι στο χέρι της, το ύψωσε προς τον «πρόξενο» και ψύχραιμα, ίσως και χαμογελώντας, ποιος ξέρει, πυροβόλησε τρεις φορές σχεδόν εξ επαφής.

Τα ανοίγματα εισόδου των σφαιρών στο στήθος του «πρόξενου» σχημάτισαν ένα ισοσκελές τρίγωνο.

Πολύ δύσκολο να ήταν σύμπτωση.

Αλλωστε, το σημείωμα που βρέθηκε πάνω στο πτώμα δεν έφηνε περιθώρια αμφιβολίας:

«Νίκη ή θάνατος!»

Το σύνθημα των Βολιβιανών παρτιζάνων.

Από την πρώτη στιγμή γεννήθηκαν πολλά ερωτηματικά. Οπως, για παράδειγμα, πώς κατάφερε η «δολοφόνος» να ξεφύγει, πολύ περισσότερο που η σύζυγος του Κιντανίλια άρχισε να τρέχει από πίσω της, αναγκάζοντάς την να χάσει πολύτιμο χρόνο; Οταν, επίσης, βρέθηκαν από την αστυνομία γυαλιά, περούκα, η τσάντα της ακόμη και το πιστόλι;

Κι όμως.

Δεν την βρήκαν.

Οχι εκεί.

Οχι τότε.

Και ένας ακόμη επαναστατικός θρύλος είχε μόλις γεννηθεί. Αυτός της «Ιμμιλα». Της «νεαρής Ινδιάνας».

Κατά κόσμον, Μόνικα Ερτλ.

Τα γερμανικά – και όχι μόνο – ΜΜΕ έπεσαν σε μια σχεδόν «ευφορική» κατάσταση. Μια ιστορία έρωτα, επαναστατικού πάθους, οικογενειακής «προδοσίας» και εκδίκησης που απλώνεται σε δύο ηπείρους και αφορά σε έναν από τους εμβληματικότερους επαναστάτες του 20ού αιώνα, δεν είναι κάτι που το βρίσκεις κάθε μέρα.

Διότι η όμορφη «δολοφόνος» δεν ήθελε να πάρει εκδίκηση για κάποιον τυχαίο, αλλά για τον θρυλικό Τσε Γκεβάρα, ο οποίος είχε δολοφονηθεί μερικά χρόνια πριν, το 1967, στην Βολιβία.

Οταν, μάλιστα, έγινε γνωστό πως ο «άγγελος τιμωρός» δεν προερχόταν από τις λατινοαμερικανικές ζούγκλες, αλλά ήταν μια Γερμανίδα με καταγωγή από την βόρεια Βαυαρία, ο δημοσιογραφικός «οίστρος» έπεσε σχεδόν σε καταληψία από το αληθινό «σενάριο» που ξετυλιγόταν ανέλπιστα μπροστά του.

Και όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή.

Διότι η «τιμωρός», όχι μόνο ήταν Γερμανίδα, αλλά και κόρη ενός επιφανούς προπαγανδιστικού στελέχους των ναζί, του Χανς Ερτλ, ενός ταλαντούχου ορειβάτη, προπολεμικά, ο οποίος, ταυτόχρονα, ήταν και επικεφαλής κάμεραμαν του κινηματογραφικού συνεργείου της Λένι Ρίφενσταλ, της εμβληματικότερης ναζίστριας σκηνοθέτριας, το «βαρύ πυροβολικό» της προπαγανδιστικής μηχανής του Γκέμπελς, με την οποία γύρισαν μαζί την «Ολυμπία», για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, το προπαγανδιστικό «ντεμπούτο» των ναζί σε τέτοια ευρεία κλίμακα.

Ο Ερτλ είχε μια έντονη ερωτική σχέση με την Ρίφενσταλ και είναι εξαιρετικά πιθανόν, σχεδόν βέβαιο, ότι η Μόνικα ήταν η κόρη της.

Μπορεί ο Χανς Ερτλ να προσπάθησε αργότερα να εμφανιστεί ως ένας «αφελής», «ευκολόπιστος» και «μπερδεμένος» οπαδός των ναζί, αλλά σε όλη την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε στον προπαγανιστικό μηχανισμό τους, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας για τα κινηματογραφικά χρονικά της ναζιστικής προπαγάνδας, «Wochenschau».

Μάλιστα, ήταν από τους αγαπημένους κινηματογραφιστές του Ρόμελ, τον οποίο συνόδευε στις εκστρατείες του, αποκτώντας την φήμη του προσωπικού φωτογράφου του.

Εκτός αυτού, μετά την λήξη του πολέμου, ο, κατά τα άλλα «μπερδεμένος» ναζί, Ερτλ, το σκάει, όπως και πολλοί ακόμη ομοϊδεάτες του, στην Λατινική Αμερική, όπου δημιουργήθηκαν ναζιστικές «παροικίες». Πραγματικές «σφηκοφωλιές». Δεν έφυγε, όμως, αμέσως. Ζούσε κανονικά στην Δυτική Γερμανία με την, γεννημένη το 1937 στο Μόναχο, κόρη του, η οποία μεγάλωνε μέσα στην υποκριτική ηρεμία της μεταπολεμικής Γερμανίας σαν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί, οποιουδήποτε άλλου γονιού.

Ο δικός της πατέρας όμως δεν ήταν όπως οι άλλοι, αν και έκανε προσπάθειες να κρυφτεί πίσω από την τέχνη του, εξακολουθώντας να κάνει σινεμά.

Οταν δεν παραλαμβάνει το εθνικό βραβείο κινηματογράφου για το ντοκιμαντέρ του «Camp 5 (6.900 m)» στο Nanga Parbat, μια ταινία του 1953 για την πρώτη ανάβαση του μεγάλου Γερμανού αλπινιστή, Χέρμαν Μπουλ, μόνος του και χωρίς οξυγόνο, στο Nanga Parbat του Ιμαλαΐων, στα 8.000 μέτρα υψόμετρο, ο Ερτλ εξοργίζεται – με το γνωστό, αμετανόητο ναζιστικό θράσος – αλλά και τρομοκρατείται. Για πόσο ακόμα θα μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος;

Καταφεύγει στην Βολιβία όπου δημιουργεί μια φάρμα περίπου εκατό χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Λα Πας και ασχολείται με την εκτροφή βοοειδών. Τους επισκέπτες της φάρμας υποδεχόταν ένα γερμανικό πρόβατο και μια πινακίδα που έγραφε «Ελεύθερη Δημοκρατία της Βαυαρίας».

Οχι κι άσχημα για έναν «ευκολόπιστο» «αφελή»…

Ομως ο Χανς Ερτλ ήταν συνειδητός ναζί. Δεν έπαψε ποτέ να είναι. Η στενή του φιλία με τον Κλάους Μπάρμπι, τον γνωστό «χασάπη της Λυών», είναι απλά μία ακόμη απόδειξη, αλλά και μια σοβαρή ένδειξη για τις πιθανές, άλλες δραστηριότητες του, κατά τα άλλα, «εμιγκρέ», «αγρότη», «κινηματογραφιστή». Διότι, ως γνωστόν, ο Μπάρμπι, όπως και άλλα ναζιστικά στελέχη, μετά τον πόλεμο στρατολογήθηκε από την CIA και έδρασε ως πράκτορας, τόσο στην Λατινική Αμερική, όσο και στην Ευρώπη.

Στην Λατινική Αμερική διακρίθηκε ως «σύμβουλος» για την καταπολέμηση του κομμουνισμού, ενώ, ειδικά στην Βολιβία, όπου ζούσε και ο «κολλητός» του Ερτλ, ήταν ο εμπνευστής και οργανωτής των παραστρατιωτικών δολοφονικών συμμοριών που δρούσαν για λογαριασμό των βολιβιανών κυβερνήσεων στην καταστολή του επαναστατικού κινήματος.

Μάλιστα, συμμετείχε και στην οργάνωση της επιχείρησης για την εξόντωση του Τσε.

Ο Μπάρμπι συστήθηκε στον Ερτλ με το κωδικό του όνομα, «Κλάους Αλτμαν». Ο Ερτλ για χρόνια θα αρνούνταν ότι γνώριζε την πραγματική ταυτότητα του Ες Ες εγκληματία. Αργότερα όμως θα ομολογούσε ότι ο Μπάρμπι εξαρχής του είχε αποκαλύψει ποιος, πραγματικά, ήταν.

Μέσα σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον μεγάλωνε η Μόνικα. Περιτριγυρισμένη από υπηρετικό προσωπικό που προλάβαινε κάθε επιθυμία της, προσπαθούσε να σκοτώσει την ώρα της με ιππασία και σκοποβολή, ενώ ακολουθούσε και τον πατέρα της σε γυρίσματα ντοκιμαντέρ μέσα στην βολιβιανή ζούγκλα, με τη νεαρή Βαυαρή να συλλέγει δηλητηριώδη φίδια που έπιανε μόνη της και τα έβαζε σε βάζα και να τηγανίζει πιράνχας στην φωτιά.

Ολα έδειχναν να οδεύουν σε ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον, το οποίο πιθανότατα θα περιελάμβανε και κάποιον γάμο με έναν γόνο ενός υψηλόβαθμου ναζί – μάλιστα το 1967 φαίνεται πως έκανε κι έναν τέτοιον γάμο – παιδιά, πάλι ιππασία, «μπάρμπεκιου», εγγόνια που θα ντύνονταν με τις στολές της χιτλερικής νεολαίας στις «γιορτές».

Αυτά μπορεί να συμβαίνουν στα ναζιστικά όνειρα.

Διότι, είπαμε, οι ναζί δεν έχουν φαντασία.

Σε αντίθεση με την ζωή.

Ετσι η Μόνικα επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις στον πατέρα της, τον φίλο του Ρόμελ και του Κλάους Μπάρμπι, του εραστή της Λένι Ρίφενσταλ.

Για τον δημοσιογράφο, Γιούργκεν Σράιμπερ, ο οποίος ερεύνησε διαξοδικά την ζωή της Μόνικα Ερτλ και συμπεριέλαβε τα στοιχεία που μάζεψε στο βιβλίο, «Εκείνη που πέθανε σαν τον Τσε Γκεβάρα», οι αιτίες της βίαιης και ξαφνικής, τουλάχιστον έτσι όπως εκφράστηκε, ρήξης με τον πατέρα της, έχουν ψυχολογικό υπόβαθρο. Πιστεύει ότι η Μόνικα κληρονόμησε την «ριζοσπαστικότητα» (σσ. ο όρος έχει απο-ιδεολογικοποιηθεί εντέχνως από την κυρίαρχη συστημική ρητορική και εδώ μεταφέρεται εντός εισαγωγικών όπως τον χρησιμοποιεί ο Σράιμπερ) και το «θάρρος» του πατέρα της, αλλά, την ίδια στιγμή, ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το ναζιστικό παρελθόν του. «Ο Χίτλερ έχει γίνει η απειλητική σκιά που θόλωνε την σχέση τους», γράφει ο Σράιμπερ.

Διχασμένη και εγκλωβισμένη ανάμεσα στην αυταρχική ανατροφή των παιδιών της «ελίτ» και το αντι-αυταρχικό πνεύμα των καιρών, η Μόνικα εξελίχθηκε σε μία «ξένη» μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Αρχικά την ενοχλούσε και στην συνέχεια την εξόργιζε το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν αδιάφορος στην κοινωνική ανισότητα, την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσαν οι εργάτες, στην αγωνία των χρεοκοπημένων αγροτών, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό σε βάρος των Ινδιάνων.

Την εξόργιζε που έβλεπε ιθαγενείς και μιγάδες εργάτες να δουλεύουν από το ξημέρωμα μέχρι την νύχτα, σκάβοντας σε ορυχεία χρυσού, διαμαντιών και άλλων πολύτιμων ορυκτών, για ένα ξεροκόμματο, για λογαριασμό βορειοαμερικανικών μονοπωλίων και μην φτάνοντας οι περισσότεροι μέχρι τα 30 χρόνια τους.

Την εξόργιζε που όποτε αυτοί οι εξαθλιωμένοι τολμούσαν να αντιδράσουν, τους σκότωνε ο στρατός ή τα τάγματα θανάτου και οι ιδιωτικοί στρατοί των εταιριών.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί ο τρόπος, οι αιτίες και η διαδικασία μέσα από την οποία χειραφετήθηκε η συνείδηση της Μόνικα από τα ναζιστικά ιδεολογήματα και στερεότυπα. Ακόμη κι έτσι, θα μπορούσε να εξελιχθεί το πολύ σε μια φιλελεύθερη αστή. Ακόμη κι αυτό θα ήταν σκάνδαλο για την ναζιστική παροικία της Βολιβίας και την βολιβιανή ελίτ, που αποτελούσαν το «φυσικό» περιβάλλον αυτής της εκπληκτικής κοπέλας. Ποιος ξέρει. Μπορεί αυτά που άφηναν αδιάφορη την στερεοποιημένη ναζιστική συνείδηση του πατέρα της, να λειτούργησαν καταλυτικά στην δική της, ευαίσθητη φύση.

Οπως και να έχουν τα πράγματα, το 1969, αυτή η μέχρι τότε «χαϊδεμένη» κόρη του ναζί μπαμπά, το «αστέρι» των δεξιώσεων της «υψηλής» βολιβιανής κοινωνίας, η νύφη – όνειρο κάθε «άριας» «αγίας» οικογένειας κάνει το πλέον αδιανόητο βήμα: Κόβει απότομα κάθε σχέση με την μέχρι τότε ζωή της σε όλες τις εκφάνσεις της και εξαφανίζεται.

Η αμέσως επόμενη εμφάνισή της δεν θα θυμίζει σε τίποτα την «αριστοκρατική» «debutant» των σαλονιών της Λα Πας. Διότι η «πεταλουδίτσα» είχε μεταμορφωθεί σε μια συνειδητή μαχήτρια του αντάρτικου Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (Ejército de Liberación Nacional) της Βολιβίας, που δημιούργησε ο ίδιος ο Τσετο 1966.

Η Μόνικα ήταν απόλυτα γοητευμένη από το παράδειγμα του Τσε. Σε αυτό βρήκε την διέξοδο για την απελευθέρωση συνολικά της ύπαρξής της. Η θυσία του αποτέλεσε το πλέον ακαταμάχητο τεκμήριο της ορθότητας της επιλογής ζωής για τον συνεχή αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.

Ερωτεύεται τον φίλο και συμπολεμιστή του Τσε, τον Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, γνωστό με το ψευδώνυμο «Ιντι». Στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας, ο Ιντι συμμετείχε στην ομάδα που προετοίμασε την έλευση του Τσε στην χώρα και μετά τον θάνατό του ανέλαβε επικεφαλής του ELN. Αλλάζει και το δικό της όνομα σε «Ιμιλλα», ινδιάνα κοπέλα. Πολύ σύντομα, οι σύντροφοί της θα την ανέφεραν ως «εκείνη που δεν γνωρίζει τρόμο».

Μαρτυρίες αναφέρουν ότι υπήρξαν μερικές ακόμη συναντήσεις με τον πατέρα της, οι οποίες κατέληξαν σε ομηρικούς καυγάδες.

Ο αμετανόητος ναζί την προβόκαρε με ειρωνικές ερωτήσεις όπως, «τί χάσατε στην ζούγκλα, ετοιμάζεστε να μετατρέψετε τους πιθήκους σε μαοϊκούς;».

Πιθανόν, πίσω από αυτόν τον σαρκασμό να κρύβεται επίσης και ο τρόμος μπροστά στην συνειδητοποίηση της μη αναστρέψιμης απώλειας της χαϊδεμένης κόρης. Αλλά, ακόμη χειρότερα, κρύβεται ο τρόμος της συνειδητοποίησης, ότι θα βρεθεί στην εξαιρετικά άβολη θέση να πρέπει να δικαιολογήσει στο περιβάλλον του, πώς είναι δυνατόν η κόρη του να είναι ενάντια σε μια κυβέρνηση με την οποία ο ίδιος έχει ιδιαίτερες σχέσεις και σε έναν πρόεδρο στον οποίο χάρισε ένα ακριβό ρολόι.

Τί να σκεφτόταν, άραγε, όταν έμαθε ότι η «πεταλουδίτσα» του καταζητούνταν από την αστυνομία μετά την απαλλοτρίωση τράπεζας για τις ανάγκες του αντάρτικου… χρησιμοποιώντας την οικογενειακή «Σεβρολέ»;

Η Μόνικα και ο ELN πάλευαν εναντίον ενός υπερεξοπλισμένου και πολυάριθμου εχθρού. Οι πιθανότητες οποιασδήποτε επιτυχίας παρέπεμπαν σε στατιστικά «θαύματος». «Θαύματα» όμως δεν γίνονται. Οι ευρείας κλίμακας εκκαθαρiστικές επιχειρήσεις, συντονισμένες από στρατιωτικούς συμβούλους των ΗΠΑ, ανάμεσά τους και πρώην ναζί όπως ο Μπάρμπι, έφεραν τον ELN σε κατάσταση συνεχούς άμυνας.

Ο έρωτας της Μόνικα και του Ιντι άνθιζε ανάμεσα στις σφαίρες και το αίμα, τόσο υπέροχος και τόσο απελπιστικά σύντομος, όσο η έκρηξη των χρωμάτων στο ηλιοβασίλεμα. Το βολιβιανό αντάρτικο πολεμούσε πλέον, όχι για την επιβίωσή του, αλλά για να αφήσει πίσω του μια παρακαταθήκη αυταπάρνησης και αξιοπρεπούς στάσης ζωής.

Και ήρθε η σειρά του Ιντι να δώσει αυτό το μάθημα.

«Χριστός με όπλο, σταυρωμένος από σφαίρες». Ετσι θρήνησε, μέσα σε αβάσταχτο πόνο, τον νεκρό αγαπημένο της η Μόνικα.

Αλλά έπρεπε ακόμα να υπομείνει και την προπαγανδιστική δημοσίευση των φωτογραφιών στις καθεστωτικές εφημερίδες, όπου δίπλα στο σώμα του νεκρού αντάρτη, γαζωμένου από τις σφαίρες, έπαιρνε πόζα θριαμβευτή ένας άνδρας με πούρο, τον οποίο η Μόνικα μίσησε με όλο το είναι της: Ο Ρομπέρτο Κιντανίλια.

Προσπαθώντας να κρατήσει το μυαλό της, όχι για την ίδια, αλλά για τους συντρόφους της και τον άσβεστο πόθο για εκδίκηση που όλο και φούντωνε μέσα της, η Μόνικα σχεδίαζε τον θάνατο του φονιά και τον περιέγραφε στο χαρτί, το 1970, σαν ματωμένο επίγραμμα:

«Κιντανίλια, Κιντανίλια…

Οι νύχτες σου πια δεν θα είναι ειρηνικές…

Αρπαξες την ζωή από τον Ιντι

Και μαζί του και όλο τον λαό».

Λίγους μήνες μετά, ο δολοφόνος του Ιντι, το κτήνος που διέταξε να κοπούν τα χέρια του νεκρού Τσε για «αποδείξεις», ο Κιντανίλια, ο οποίος διέταξε προσωπικά την εκτέλεση του Τσε και ήταν υπεύθυνος για ασύλληπτες θηριωδίες εναντίον αγωνιστών, έπεφτε νεκρός από ένα χέρι που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μόλις λίγα χρόνια πριν.

Υλοποιώντας και την δήλωση του Φιντέλ, ότι θα δει νεκρούς όλους όσοι είχαν συμμετοχή στον θάνατο του φίλου, συμπολεμιστή και συντρόφου του. Ούτε η φυγή του στην Γερμανία υπό διπλωματική κάλυψη, δεν κατάφερε να τον γλιτώσει από την επαναστατική οργή.

Επιπλέον, αυτή η εκτέλεση έδωσε νέα ανάσα ηθικού στο αντάρτικο, ενώ η ύπαρξή τους και ο αγώνας τους έγιναν πρωτοσέλιδο στην Ευρώπη.

Τα σενάρια για το πώς κατάφερε να εξαφανίσει τα ίχνη της και να την χάσει η ιδιαίτερα έμπειρη γερμανική αστυνομία είναι πολλά ακόμη μέχρι σήμερα. Προφανώς, μια τέτοια επιχείρηση πολύ δύσκολα θα γινόταν χωρίς βοήθεια και η γερμανική και γενικά η ευρωπαϊκή εξωκοινοβουλετική Αριστερά και τα κινήματα της εποχής είχαν την θέληση και το οργανωτικό επίπεδο να προσφέρουν καταφύγιο σε μια συντρόφισσά τους.

Λέγεται, ότι είναι πιθανόν, η πρώτη κρυψώνα της αμέσως μετά την εκτέλεση να ήταν σε ένα κοινόβιο ακριβώς έναν όροφο πάνω από το γραφείο του στόχου της. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ακόμη και η αστυνομία δεν έψαξε εκεί, θεωρώντας το προφανώς πολύ θρασύ για να είναι αληθινό.

Το μόνο που έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα είναι, ότι το όπλο της το έδωσε ο Ιταλός, αριστερός εκδότης, αλλά και καθοδηγητής του αντάρτικου πόλης, «Ομάδα παρτιζάνικης δράσης» («Gruppi d’Azione Partigiana») Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλι, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν και ο πρώτος εκδότης του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Μπορίς Παστερνάκ.

Η Μόνικα με τον Φελτρινέλι ενώνονταν με βαθιά συντροφικά αισθήματα αλληλοεκτίμησης. Αλλωστε, ο Φελτρινέλι ήταν εκείνος που προσπάθησε να σώσει τον Τσε, ταξιδεύοντας γι’ αυτόν τον σκοπό το 1967 στην Βολιβία. Φτάνοντας εκεί έρχεται σε επαφή με τον Γάλλο φιλόσοφο, Ρεζίς Ντεμπρέ – ο οποίος είχε προηγηθεί σε μια προσπάθεια να συναντήσει τον Τσε – αλλά δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτε άλλο γιατί συλλαμβάνεται με την βοήθεια πρακτόρων της CIA και τον απελαύνουν. Αργότερα, θα έφτανε στα χέρια του το ημερολόγιο του Τσε στην Βολιβία.

Ο θάνατος του μεγάλου επαναστάτη θα οδηγήσει τον Φελτρινέλι στην δημιουργία της ένοπλης ομάδας του, ξεκινώντας έναν πόλεμο εναντίον ταυτόχρονα κρατικών και κεφαλαιοκρατικών στόχων και ένοπλων φασιστικών, παρακρατικών οργανώσεων.

Ωστόσο, οι μυστικές υπηρεσίες θα καταφέρουν να τοποθετήσουν πράκτορά τους στην οργάνωση και στις 14 Μάρτη του 1972, κοντά σε έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας θα βρεθεί το πτώμα του. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι ανατινάχθηκε κατά λάθος από τον εκρηκτικό μηχανισμό που «ετοίμαζε».

Αλλά ποιος πιστεύει έναν πράκτορα…

Ο Ντεμπρέ είχε χειρότερη «μοίρα» το 1967 διότι δεν την γλίτωσε με απέλαση όπως Φελτρινέλι, αλλά του φόρτωσαν σχεδόν όλον τον ποινικό κώδικα, καταδικάζοντάς τον σε 30 χρόνια φυλακή. Ωστόσο, δεν εξέτισε περισσότερα από τέσσερα διότι στο μεταξύ είχε υψωθεί ένα παγκόσμιο κίνημα διαμαρτυρίας προς το βολιβιανό καθεστώς, στο οποίο συμμετείχαν από τον Σαρτρ και τον Μαλρό… μέχρι τον ίδιο τον Ντε Γκωλ και τον πάπα.

Το πώς επέστρεψε η Μόνικα στην Βολιβία θα παραμένει πάντα ένα όμορφο μυστήριο, αφού ήταν η Νο1 καταζητούμενη παγκοσμίως και το όμορφο πρόσωπό της βρισκόταν στα χέρια κάθε αστυνομικού σε όλα τα αεροδρόμια. Το καλοκαίρι του 1971, ο πατέρας της θα έβλεπε την φωτογραφία της κόρης του να κυκλοφορεί παντού, επικηρυγμένη για 20.000 δολάρια, περισσότερα ακόμη και από την επικήρυξη του Τσε. Αλλά ο Χανς Ερτλ ήξερε πολύ καλά, ότι αυτό το ποσό, ελάχιστο οπουδήποτε αλλού, για την εξαθλιωμένη Βολιβία ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο για την κόρη του.

Ομως η Μόνικα δεν επέστρεψε στην Βολιβία μόνο για να βρει και πάλι τους συναγωνιστές της στην ζούγκλα και να συνεχίσει τον αγώνα. Επέστρεψε για να οργανώσει την απαγωγή ενός από τους σκληρότερους ναζί, ο οποίος αλώνιζε τον πλανήτη υπό την κάλυψη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με διάφορα ψευδώνυμα: Του Κλάους Μπάρμπι. Του «κολλητού» του «μπαμπά».

Αλλά τίποτα δεν λειτούργησε σύμφωνα με το σχέδιο. Ακόμη χειρότερα, η Μόνικα έπεσε στην αντίληψη του αρχιναζί, ο οποίος, για τις υπηρεσίες του στην εξόντωση του αντάρτικου, είχε λάβει από το καθεστώς το αξίωμα του λοχαγού των μυστικών υπηρεσιών και ήταν ο έμπιστος σύμβουλος του δικτάτορα.

Ο πάντα γκεσταπίτης Μπάρμπι είχε βρει τον επόμενο στόχο του.

Στις 12 Μάη του 1973, η Μόνικα, όπως ο Τσε, όπως ο λατρεμένος της Ιντι, πέφτει σε ενέδρα και εκτελείται. Η σορός της, όπως ο Τσε, όπως ο λατρεμένος της Ιντι, φωτογραφήθηκε και θάφτηκε σε άγνωστο μέρος.

Ακόμη και από τον πατέρα της.

Αλλά, τελικά, πόση σημασία μπορεί να έχει ένας τάφος;

Ο «άγγελος εκδικητής» του Τσε και του Ιντι, αυτό το κορίτσι που έσπασε κάθε δεσμό με τον παλιό κόσμο, πολεμώντας με το όπλο στο χέρι για έναν κόσμο αντάξιο του Ανθρώπου, είναι ζωντανό μέσα στις καρδιές μας.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Η Ηλέκτρα Αποστόλου μέσα από τα έργα του Κώστα Μπίρκα - μέρος 2ο


Συνέχεια από τα βιβλία του Κώστα Μπίρκα



Οι βασανιστές συνεργάτες των Γερμανών και η σύλληψη της Ηλέκτρας:


"Πηγαίνοντας σε παράνομη κομματική δουλειά, η Ηλέκτρα Αποστόλου στρίβει στην οδό Καλύμνου. Αντικρύζεται με έναν άντρα που την καρφώνει με το βλέμμα του. Τον βλέπει αυτή. Ένα παίξιμο των ματιών κι όλα χάθηκαν... Γκεσταπίτης. Μετράει γρήγορα τις αποφάσεις και τις κινήσεις της.  Κάνει να γυρίσει πίσω να φύγει. Μα εκείνος με ένα σάλτο βρίσκεται πλάι της και την αρπάζει. "Επί τέλους σε πέτυχα". Ανασαίνουν κι οι δυο. Κοιτάζονται άγρια. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πιστεύει στην τύχη του. Η Ηλέκτρα προσπαθεί να του ξυπνήσει το πατριωτικό του αίσθημα. Τον φωνάζει με το μικρό του όνομα. Κάπως ηχεί να φωνάζεις με το όνομά του έναν άνθρωπο που πρόκειται να γίνει δήμιός του. Γνωρίζονται καλά από τα παλιά χρόνια. Την έβλεπε στο Μεταγωγών που έβγαζε στο προαύλιο την κόρη της περίπατο. Ξέρει πως είναι μάνα, πως βρίσκεται στην υπηρεσία της πατρίδας. Του θυμίζει την εθνική ενότητα, τον πόνο της σκλαβωμένης Ελλάδας. Μα εκείνος γελάει:

"Σ' έχω στο χέρι και δεν πρόκειται ποτέ ν' αφήσω τέτοιο λαβράκι να χαθεί. Εμπρός! Πάμε!"

Τη σπρώχνει σε ένα περαστικό ταξί και την πάει ίσα για το άντρο της Ειδικής Ασφάλειας που είναι στην οδό... Ελπίδος.

Στην Ασφάλεια, το νέο διαδίδεται αστραπιαία από γραφείο σε γραφεί και είναι η χαρά των χαφιέδων και των προδοτών απερίγραπτη, όταν ακούν το "πιάσαν την Ηλέκτρα". Γιατί είχε πιαστεί πράγματι μια βετεράνος του Αγώνα. που την κυνηγούσαν και καραδοκούσαν χρόνια να την βάλουν στο χέρι. Οι χαφιέδες τρίβουν από χαρά τα χέρια τους και η διοίκησή τους διατάσσει να χορηγηθεί κρασί στα όργανα για την "λαμπρή" επιτυχία. Πρέπει οι βασανιστές να ποτίσουν γερά πριν αρχίσουν το απαίσιο έργο τους, να έχουν όρεξη και δύναμη. 

Τρεις από τους πιο γνωστούς βασανιστές της Ειδικής, τα περιβόητα "τρία Μ", οι βασανιστές Μόρφης, Μαντάς και Μανδηλαράς θα αναλάβουν τον βασανισμό της."


Βασανιστήρια


"Όργωσαν πόντο πόντο το γυμνό κορμί της Ηλέκτρας. Την περνούν λεπτό λεπτό από όλες τις "ελληνικές" τις χιτλερικές μεθόδους βασανισμοί, που είχε συγκεντρώσει στα τελευταία 30 χρόνια αντικομμουνιστικής δίωξης και "ιεροεξεταστικής" πείρας η Ελληνική Ασφάλεια και η χιτλερική Γκεστάπο. Οι δολοφόνοι τη γδύνουν και την κρεμούν από το ταβάνι με τα χέρια δεμένα πίσω. Όλη τη νύχτα τη μαστιγώνουν, σβήνουν πάνω στο κορμί της τα τσιγάρα τους και μαζεμένοι γύρω της της λένε τα πιο χυδαία και πρόστυχα αστεία τους. Το πρωί αλείβουν τα μέλη της με οινόπνευμα και βάζουν φωτιά. Και όταν βλέπουν ότι κι έτσι δεν βγάζουν τίποτε τη βάζουν να σταθεί πάνω σ' αναμμένα κάρβουνα, χωρίς ότι στιγμή να σταματήσουν να την χτυπούν. Την κρέμασαν ανάποδα, τις έκαψαν το γυμνό της κορμί με πυρωμένα σίδερα. Χτυπούν τους κροτάφους της με σίδερα. 

Τα σίδερα της προκάλεσαν αιμάτωση και επέφεραν αργότερα το θάνατο. 

Αργότερα την πέταξαν στο κελί, ετοιμοθάνατη."


Η τελευταία υποθήκη


"Λίγο πριν πεθάνει, πεταμένη σε έναν θάλαμο της "Ειδικής", όπου βρίσκονταν συμπτωματικά κάποιοι άλλοι κρατούμενοι πατριώτες, η Ηλέκτρα δεν σταμάτησε στιγμή να μιλήσει για την Ελλάδα, την Απελευθέρωση και τον Αγώνα για την Ελευθερία. Ένας αυτόπτης κρατούμενος από αυτούς θα πει αργότερα:

"Μια μέρα του Ιούλη 1944, πέντε Έλληνες πατριώτες πιαστήκαμε τυχαία στο δρόμο σε ένα από τα καθημερινά μπλόκα των Γερμανοράλληδων και οδηγούνται στην Ειδική Ασφάλεια. Μας σπρώξαν σε ένα κελί και όταν συνήθισαν τα μάτια στο μισοσκόταδο, είδαμε σε μια γωνιά του θαλάμου, ριγμένο πάνω σε ένα σιδερένιο γυμνό κρεβάτι, ένα γυμνό γυναικείο σώμα που έμοιαζε πεθαμένο. Κάτι κουρέλια από ρούχα τη σκέπαζαν εδώ κι εκεί τα μπλαβιασμένα μέλη του κορμιού της, τα μαλλιά της μαδημένα και καψαλισμένα τα μέλη της γυμνά έξω απ' το κρεβάτι. Το σώμα κάποια στιγμή κουνήθηκε και μια φωνή που έμοιαζε σαν να έβγαινε μέσα από κάποιο βυθό, ακούστηκε να ψελλίζει αργά και με κόπο. Σκύψαμε κατάπληκτοι να ακούσουμε τι έλεγε: "Αν είστε Έλληνες μη λυγίσετε. Ο Κόκκινος Στρατός και οι λαοί θα νικήσουν. Παλέψτε για την Ελλάδα, για τη λευτεριά. Ο φασισμός αδέλφια θα συντριβεί. Πρέπει να συντριβεί."

Τα τελευταία λόγια της μάρτυρος και ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου που δεν είχε ακόμα πεθάνει και χαροπάλευε. Και στο ύστατο αυτό ψυχοράγημά της είχε τη δύναμη, το κουράγιο και τον πόθο να πει ακόμα δύο λόγια- τα τελευταία της- για τον Αγώνα και τη συντριβή του φασισμού. 

Το πρωί, οι δήμιοι της Ασφάλειας πέταξαν το άψυχο σώμα της στο δρόμο, όπως τα νεκρά σώματα τόσων και τόσων αγωνιστών. Ήταν 26 Ιούλη 1944."


Η νεκροψία


"Πληροφορίαι: Μετεφέρθη διά του υπ' αριθμ. 375 εγγράφου του Σταθμού Α` Βοηθειών, παραληφθείσα εκ του ξενοδοχείου "Κρυστάλ".

Νεκροψία: Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και ανωμάλως διά μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών. Από της ρινός και του στόματος φαίνεται έρευσεν αίμα. Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν διά του στήθους και συνεχιζόμενα όπισθεν του κορμού υπάρχουσι δύο παράλληλα αποτυπώματα, δίδοντα την εντύπωσιν ότι παρήχθησαν εκ της πιέσεως χοντρού σχοινίου. Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των μασχαλών. Κατά τους καρπούς των χειρών παρατηρούνται εντυπώματα εκ σχοινίου. Κατά τη ράχιν της ρινός και αμφοτέρας τας παρειάς και τα βλέφαρα παρατηρούνται εκχυμώσεις κυανώδεις ως και εξοίδησις. Οι χαρακτήρες δεικνύουσι ότι εγένετο συνεπεία γρονθοκοπημάτων. Κατά τας οπισθίας επιφανείας αμφοτέρων των βραχιόνων παρατηρούνται εκχυμώσεις. Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας, υπάρχουσι εκχυμώσεις συρρέουσαι ταινιοειδείς, χρώματος κυανώδους, λίαν πυκναί και έντονοι. Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις κυανού βαθμού. Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων. Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου. Αι τρίχες των μηρών και κνημών παρουσιάζουν φρύξιν. Φαίνεται ότι εγκαύματα και φρύξις οφείλονται εις επίθεσιν κατ' αυτά ανημμένων σιγαρέτων.

Η διάνοιξις των μαλακών μορίων της κεφαλής έδειξεν εκχυμώσεις κατ' αυτά. Η διάνοιξις της κρανιακής κάμψης έδειξεν οίδημα της λεπτής μήνιγγος και διεύρυνσιν των αγγείων αυτής. Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ άρτου και ντομάτας.

Συμπέρασμα: Επί του πτώματος βεβαιούνται κακώσεις προκληθείσαι εκ μαστιγώσεως ήτις εγένετο διά διαφόρων οργάνων (μαστιγίου, βουνεύρου, αλύσεως, πλεκτού σύρματος), άτινα έδρασαν αλλεπαλλήλως και βιαιότατα, ως και κακώσεις εξ απαιωρήσεως από των μασχαλών, επίσης εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ' όσον τα εγκαύματα είναι μικράς εκτάσεως.

Σημείωσις: Η ταυτότης της θανούσης εξηκριβώθη υπό της Σημάνσεως, ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ' αριθ. 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτραν του Νικολάου."


Η εκδίκηση


"Ο λαός της Αθήνας, με επικεφαλής τον ΕΛΑΣ (σ. κατά άλλες πηγές την ΟΠΛΑ), εκδικήθηκε αντάξια το μαρτυρικό θάνατο της ηρωίδας. Δεκάδες πουλημένες στον κατακτητή ψυχές ράλληδων βρέθηκαν σκοτωμένοι στους δρόμους της Αθήνας. Στο πτώμα του καθενός καρφιτσώνονταν ταινία με την επιγραφή: "Ηλέκτρα 1, 2, 3..." που έδειχνε με πόσους κακούργους πλήρωνε ο εχθρός το πρόσωπο της Ηλέκτρας."


Άλλες Ηλέκτρες


Κλείνοντας το βιβλίο του, ο Κώστας Μπίρκας αναφέρει μια σειρά αγωνιστριών της Εθνικής Αντίστασης που σαν την Ηλέκτρα θυσιάστηκαν για την Ελευθερία της Ελλάδας και τη λαϊκή κυριαρχία:

Μέντη Μόσχοβιτς: Δασκάλα 18 χρονών από την Εύβοια. Πιάστηκε το 1944 από Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες. Αφού την βασάνισαν την πέταξαν από ένα μπαλκόνι, αλλά διαπίστωσαν ότι δεν πέθανε. Τη σκότωσαν παλουκώνοντάς την από τα γεννητικά όργανα.

Γαϊτανούλα Δούκα: Σύνδεσμος της Εθνικής Αλληλεγγύης στη Θεσσαλονίκη με τους κρατούμενους του στρατοπέδου Παύλου Μελά. Συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 29/4/44. Λίγες μέρες μετά εκτελέστηκε και η κόρη της Καίτη Δούκα.

Αθανασία Ντίγκα: 15 χρονών ΕΠΟΝίτισα από την Ελασσόνα. Αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες σε Γερμανούς που την είχαν συλλάβει και τη ρωτούσαν για τις θέσεις του ΕΛΑΣ. Την έγδαραν ζωντανή.

Βασίλω Σταυροπούλου: Από τον Βασαρά του Πάρνωνα. Εκτελέστηκε από τους Ταγματασφαλίτες 2 μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί.

Διαμάντω Κουμπάκη: ΕΠΟΝίτισα από τα Ταμπούρια του Πειραιά. Πιάστηκε στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς, αφού άδειασε το πιστόλι της στους Ταγματασφαλίτες που είχαν κυκλώσει το σπίτι της. Τη βασάνισαν με λόγχες για να μαρτυρήσει τους συντρόφους της. Πέθανε φωνάζοντας: Θάνατος στους προδότες και στους κατακτητές.

Κλειώ Δεληβοριά: Στέλεχος της Εθνικής Αλληλεγγύης στην Τρίπολη. Δολοφονήθηκε το 1944 από Χίτες του Γρίβα.

Μένη Παπαηλιού "Θύελλα": Η θρυλική αντάρτισσα της Ρούμελης. Έπεσε στην μάχη του Μεταξουργείου το Δεκέμβρη του 1944.

Μαρίκα Τσάμη: 16 χρονών μαθήτρια της Λαμίας. Βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς τον Ιούλιο του 1944.

Κούλα Αγγελή "Ξανθούλα": Πιάστηκε με μια ομάδα ΕΛΑΣιτών στο Κουκάκι. Τους οδήγησαν σε ένα ρέμα και έναν έναν τους εκτελούσαν μπροστά της οι Ταγματασφαλίτες. Ένας Γερμανός της είπε τότε: "Φύγε, εσύ είσαι γυναίκα". Εκείνη αρνήθηκε και ένας δοσίλογος την τράβηξε προς το ρέμα. Εκείνη αρνήθηκε να κατέβει και του είπε: "Όχι εδώ θα με εκτελέσετε. Να βλέπει ο κόσμος τα εγκλήματά σας".





Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Η Ηλέκτρα Αποστόλου μέσα από τα έργα του Κώστα Μπίρκα - μέρος 1ο


Η ιστορία της ηρωικής κομμουνίστριας και αγωνίστριας  Ηλέκτρας Αποστόλου, είναι γνωστή στις βασικές της γραμμές, μέσα από πολλά ιστορικά βιβλία και ντοκουμέντα. Ο Κώστας Μπίρκας υπήρξε σύντροφος και συναγωνιστής της Ηλέκτρας Αποστόλου, καθώς και προσωπικός της γνώριμος. Την γνώρισε στην παράνομη κομματική δουλειά της Μεταξικής Δικτατορίας και βρέθηκε μαζί της τόσο στην Ανάφη ως εξόριστος, όσο και στην Αθήνα της Κατοχής. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Ηλέκτρα Αποστόλου- Η αθάνατη ηρωίδα του έθνους, γνωρίζουμε πτυχές της ζωής και της δράσης της που δεν είναι ευρέως γνωστές. Ορισμένα από τα πιο ενδιαφέροντα ντοκουμέντα και μαρτυρίες του βιβλίου του Μπίρκα, παρουσιάζονται παρακάτω.


Ηλέκτρα Αποστόλου


Η Ηλέκτρα Αποστόλου ως κομματικός καθοδηγητής

"Η Ηλέκτρα είχε ανεπτυγμένες μέσα της όλες τις αρετές του καλού καθοδηγητή. Ήξερε να μπαίνει βαθιά μέσα στην ψυχή των συνεργατών της και να κερδίζει την εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και το σεβασμό τους. Δεν ήταν ο μονοκόμματος καθοδηγητής που ενδιαφερόταν μόνο για να βγει η δουλειά. Ήταν η πιο αγαπημένη φίλη, που έδειχνε ανεξάντλητη στοργή και ενδιαφέρον για όλα τα ζητήματα που βασάνιζαν την ψυχή του συντρόφου. Από την κοπιαστική δουλειά της κατάφερνε να εξοικονομεί πάντα το χρόνο για αυτό. Για αυτό, γύρω της σαν τα λουλούδια ξεπετιόντουσαν όλο καινούργια στελέχη με ακέραιο χαρακτήρα σαν το δικό της, που πολλά από αυτά έδωσαν, όπως και αυτή, τη ζωή τους όταν χρειάστηκε. Με την καθοδήγησή της, οι συνεργαζόμενοί της αναπτύσσανε όλη τους τη δημιουργικότητα και πρωτοβουλία. Ποτέ δεν τους περιόριζε με ξερές εντολές από τα πάνω κι έτσι τους έκανε άξιους και ικανούς να συνεχίσουν με επιτυχία το έργο της, όταν αυτή πια δεν υπήρχε. Η Ηλέκτρα είχε την ικανότητα να διακρίνει γρήγορα το κάθε καινούργιο που παρουσίαζε η ζωή και να προσαρμόζεται σε αυτό. Ποτέ δεν κολλούσε στο παλιό και ήταν πάντα πρόθυμη να δεχτεί βοήθεια από τους συνεργάτες της για να βάλει τη δουλειά στο σωστό δρόμο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κάθε στιγμής. 

Ήξερε πως ο καθοδηγητής δεν διδάσκει μόνο, αλλά και διδάσκεται καθημερινά από τους συνεργάτες του και από τον λαό. Όσοι συνεργάστηκαν μαζί της έχουν να πουν πως η Ηλέκτρα, στην κάθε συνεργασία και συνεδρίαση, κάτι καινούργιο τους άφηνε, που πλούτιζε τις γνώσεις τους και τους έδινε τροφή για σκέψη. Η απλότητα ήταν εκείνο που την χαρακτήριζε, όπως χαρακτήριζε όλους τους ήρωες, όλους τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους. "Απλή σαν την Ηλέκτρα". Το λένε ακόμα αυτό στην Αθήνα. Έτσι απλή ήταν και στην κουβέντα της. Ποτέ δεν μεταχειριζότανε περίπλοκες εκφράσεις ή μπερδεμένα λόγια. Την Ηλέκτρα, όταν μιλούσε ή έγραφε, μπορούσε να την καταλάβει και ο πιο ακατατόπιστος. Η Ηλέκτρα είχε ένα ακέραιο χαρακτήρα και εξαιρετικό κομματικό ήθος. Ποτέ δεν φοβήθηκε την κριτική, ούτε την αυτοκριτική. Ποτέ δεν χαριζότανε σε κανέναν κι έλεγε αδίστακτα τη γνώμη της για κάθε τι και για τον καθένα, όταν νόμιζε πως έτσι θα εξυπηρετούσε το Κόμμα. Όταν ο καθοδηγητής της ήταν καινούργιος ή λιγότερο κατατοπισμένος από αυτήν, προσπαθούσε να τον βοηθήσει κάνοντάς του υποδείξεις με έναν λεπτό τρόπο, τηρώντας παράλληλα κάθε κομματικό σεβασμό. Η Ηλέκτρα ήξερε και όλη της την ζωή το απέδειξε, πως όχι μόνο να πεθαίνεις για το Κόμμα, αλλά με τη δουλειά σου να εξυπηρετείς το Κόμμα και τον Λαό."

Ο παραπάνω εγκωμιαστικός λόγος του Κώστα Μπίρκα, που κυρίως αναφέρεται σε ζητήματα της προσωπικότητας της Ηλέκτρας Αποστόλου απέναντι στους συντρόφους της και το κομματικό της καθήκον. Ωστόσο, μια σπάνια μαρτυρία του Μπίρκα μας παραθέτει ένα δείγμα από την ιδεολογική κατάρτιση της Ηλέκτρας Αποστόλου:

"Στο 6ο μάθημα για τον υλισμό του Φόυερμπαχ, στο ειδικό ερώτημα που της έκανα για το ποιες είναι οι βασικές ελλείψεις του Φοϋερμπαχικού υλισμού, μου απάντησε: 

"Ο Φόυερμπαχ ήταν ένας υλιστής στα κάτω, αλλά ένας ιδεαλιστής στα πάνω και άφησε ακριβώς για τον λόγο αυτό, τον υλισμό στη μέση του δρόμου, σημειώνοντας έτσι μια σειρά ελλείψεις στην υλιστική γενικά φιλοσοφία. Και μια από τις βασικές αυτές ελλείψεις του είναι ότι ο Φόυερμπαχ στεκόταν στη βάση της άποψης του μεταφυσικού υλισμού γενικά. Βλέπει και εξετάζει τον άνθρωπο όχι σε σύνδεση με την κοινωνική τάξη από όπου προέρχεται και ανήκει και την συγκεκριμένη θέση του στην κοινωνία. Όχι δηλαδή ταξικά, μα γενικά και αφηρημένα, ξεκομμένα από τον γύρω του κόσμο και τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες που βρίσκεται και κινείται. Ο άνθρωπος δηλαδή που ο Φόυερμπαχ παίρνει σαν βάση της φιλοσοφίας του, είναι ο άνθρωπος με την αιώνια αναλλοίωτη κοινωνικά φύση, που εμφανίζεται και στη θρησκεία και την οποία εξηγεί για αυτό όχι ιστορικο-υλιστικά, αλλά ιδεαλιστικά και λαθεμένα. όχι δηλαδή σαν αντανάκλαση της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, αλλά σαν κάτι που στηρίζεται στο αίσθημα και εκφράζει μια εγκάρδια σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Για τον λόγο αυτό ο Φόυερμπαχ στάθηκε ανίκανος και να κάνει μια βαθιά επιστημονική κριτική του Χριτιανισμού και της θρησκείας γενικά. Και στη συνέχεια και η ηθική του, άλλη έλλειψή του αυτή, στηρίζεται στο αιώνιο τραγούδι της αγάπης ανάμεσα σε πλούσιους και σε φτωχούς, μια ηθική κομμένη στα μέτρα της αστικής κοινωνίας.

Τέλος μια άλλη σοβαρότατη έλλειψη είναι ότι η φιλοσοφία του Φόυερμπαχ είναι μια φιλοσοφία που παρατηρεί ή θέαται απλώς της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν φιλοδοξεί, ούτε κάνει καμιά προσπάθεια να την μεταβάλλει. Ο άνθρωπος στη φιλοσοφία του Φόυερμπαχ απλώς μελετά και παρατηρεί, δεν αγωνίζεται. Ο Φόυερμπαχ δηλαδή δεν καταλαβαίνει τη σημασία, το ρόλο της κοινωνικής πρακτικής στο χώρο της γνώσης και στο θέμα της αλλαγής του κόσμου. Στο ερώτημα: Τι πρέπει να κάνουμε για να αλλάξουμε την κοινωνική ζωή, απαντάει απλώς: Να διαπαιδαγωγήσουμε τους ανθρώπους, βάζοντας έτσι στη βάση της μεταβολής του υλικού κόσμου, της κοινωνίας, τη διαπαιδαγώγηση και την προπαγάνδα, που είναι καθαρός ιδεαλισμός, όχι υλισμός. 

Με αυτά όλα, θετικά και αρνητικά, ο Φοϋερμπαχισμός ήταν ο τελευταίος σταθμός της επιστημονικής σκέψης πριν τον Μαρξιστικό υλισμό, που σαν εκφραστές της νέας τάξης του Επαναστατικού Προλεταριάτου, ανέπτυξαν, ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην ανώτατη μορφή, τον διαλεκτικό υλισμό"


Το συζυγικό δράμα της Ηλέκτρας Αποστόλου


Ελάχιστα είναι γνωστά για την προσωπική ζωή της Ηλέκτρας Αποστόλου, παρά μόνο ότι γέννησε μια κόρη την Αγνή, η οποία έζησε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της ορφανή, πριν σπουδάσει στην ΕΣΣΔ. Μέσα από το βιβλίο του Μπίρκα, είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε την ταραχώδη προσωπική της ζωή και να ανακαλύψουμε μια γυναίκα που ήταν κομμουνίστρια όχι μόνο στην δράση, αλλά και στον έρωτα.

Η Ηλέκτρα Αποστόλου είχε παντρευτεί με τον κομμουνιστή γιατρό Γιάννη Σιδερίδη και όταν κρατούταν στις Φυλακές Αβέρωφ, απέκτησε το πρώτο και μοναδικό τους παιδί. Σύντομα στάλθηκε εξορία στην Ανάφη, μοναδική γυναίκα ανάμεσα σε 220 άνδρες. Ο άνδρας της, κρατούμενος κι αυτός της Μεταξικής Δικτατορίας στην Κέρκυρα, δεν άντεξε στις πιέσεις και τη ζωή της φυλακής και υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ, παραμένοντας όμως για μεγάλο διάστημα κρατούμενος ακόμα και μετά τη δήλωση. 

Παρά το γεγονός ότι η ίδια ένιωθε, όπως αναφέρει ο Μπίρκας έντονα συναισθήματα για τον άνδρα της, βίωνε παράλληλα μια οδυνηρή εσωτερική πάλη, θεωρώντας τον παράλληλα και ως "πολιτικά ξοφλημένο". Προσπαθώντας να τον αποτρέψει από την υπογραφή της δήλωσης και όταν εκείνος της έγραψε σε ένα γράμμα του για της προθέσεις του, αναμένοντας να κάνει κι αυτή το ίδιο, ώστε να ξανασμίξουν τρεις τους ως οικογένεια, εκείνη του απάντησε το εξής: "Πρόσεχε Γιάννη. Θυμάσαι πάνω σε τι ορκιστήκαμε να βασίσουμε τον δεσμό μας. Πρόσεξε πολύ. Εγώ ποτέ δεν θα πατήσω τον όρκο μου".

Εννοούσε τον κοινό τους επαναστατικό αγώνα.

Στο τελευταίο της γράμμα, μετά τη δήλωση του άνδρα της, η Ηλέκτρα του έγραψε: "Πρόσεξε τώρα να μην πέσεις πιο χαμηλά".

Όταν εκείνος της έγραψε ξανά από την Αθήνα, μετά την αποφυλάκισή του εκείνη του απάντησε: "Κύριε Σιδερίδη, από δω και πέρα θα λαμβάνετε νέα για την υγεία της κόρης σας μέσω του..." 

Αυτό ήταν το τέλος της σχέσης τους. 


Η κόρη της Ηλέκτρας και οι κανονισμοί της Ομάδας Συμβίωσης της Ανάφης


Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η κόρη της Ηλέκτρας, ήταν το μοναδικό παιδί της ανάμεσα στους 220 άνδρες εξόριστους της Ανάφης. Ο Κώστας Μπίρκας αναφέρει τα παιχνίδια του με το μωρό, καθώς και την μέριμνα και τη φροντίδα που λήφθηκε ειδικά για τη δική του διαβίωση:

"Ο ερχομός της Ηλέκτρας στην Ανάφη ανατάραξε κατά ένα τρόπο τα νερά της Ομάδας. όχι γιατί ήρθε μια γυναίκα στην Ομάδα μας. Γυναίκες ήρθαν κι άλλες. Με την Ηλέκτρα όμως ήρθε το μωρό της και μωρό δεν είχαμε άλλο στην εξορία. Και ήταν ανάμεσά μας σύντροφοι που είχαν εγγόνια και παιδιά και τα λαχταρούσαν. Τώρα το παιδί της Ηλέκτρας έπαιρνε τη θέση όλων των παιδιών που μας λείπανε. Ήταν το παιδί της Ομάδας. Η Ομάδα το βάφτισε κιόλας Αγνή. 

Έτσι το ήθελε η μεγάλη του μάνα: Να μείνει αγνή αγωνίστρια και άσπιλη σαν την αγωνίστρια που στάθηκε η πραγματική της μητέρα. 

Το παιδί περνούσε όλη μέρα από χέρι σε χέρι και από αγκαλιά σε αγκαλιά των συντρόφων της Ομάδας και πιο πολύ των νεολαίων μας. Αυτοί ειδικά είχαν προκηρύξει μια σιωπηλή άμιλλα για το παιδί της Ομάδας. Ποιος περισσότερες ώρες θα το κρατήσει, ποιος θα παίξει μαζί του, ποιος θα του τραγουδήσει, θα του μιλήσει και θα το βγάλει περίπατο.  

Να όμως που το παιδί έμπλεξε στη μέγκενη των στερήσεων και της πείνας που θέριζε όλη μας την Ομάδα και όλοι μας να μην είμαστε σε θέση να προσφέρουμε κάτι περισσότερο στη μάνα και στο παιδί. Για τούτον το λόγο, πολύ σωστά η Ομάδα φρόντισε να συμπεριληφθεί σε μια από τις αποστολές για την Αθήνα και η Ηλέκτρα, για να της δοθεί η ευκαιρία να δραπετεύσει, να σωθεί η ίδια και το παιδί της και να περάσει το ταχύτερο στις γραμμές του αγώνα έξω, για τη λευτεριά της πατρίδας. Πιο πριν όμως, μάνα και κόρη γνώρισαν την πείνα των εξορίστων της Ανάφης.


Η μικρή Αγνή στην Ανάφη.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα υπόθεση υπήρξε και αυτή των περιορισμών που επέβαλε η Ομάδα Συμβίωσης της Ανάφης για το παιδί της Ηλέκτρας:

"Η πολλή αγάπη και τα πολλά χάδια, αλλά και οι μεγαλοκουβέντες αυτές που λέγαμε διακόσιοι άντρες καταλήξανε κάποτε στην παιδαγωγική σκέψη μας ότι αποτελούσαν έναν κίνδυνο για την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού, που εκβιαζόταν πρόωρα από τις κουβέντες και τις συζητήσεις όλων αυτών των μεγάλων, που περιστρέφονταν διαρκώς στην πολιτική και στα τσιτάτα. 

Το παιδί έπρεπε να παίζει σαν παιδί με τα παιδιά. Να ακολουθήσει η ψυχική του ανάπτυξη τη δική του παιδική γραμμή. Και η απόφαση του γραφείου ήρθε εδώ να θέσει τέρμα στο πληθωρικό αυτό χαϊδολόγημα των μεγάλων με μια ανακοίνωση που έλεγε: Από δω και μπρος η μικρή Αγνούλα μας να αφεθεί στα μητρικά χάδια και στο δικό της παιδικό κόσμο. Και ήταν σωστό. Κι έτσι κι έγινε. Λιγόστεψαν τα πολλά πειράγματα και χάδια από τους συντρόφους."