"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Στον Αλμυρό της Λευκής Τρομοκρατίας


Από το βιβλίο του Θανάση Τσαμπίρα: Ένα ανταρτόπουλο εξιστορεί, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1995, 20-

Τα ακόλουθα γεγονότα διαδραματίστηκαν στο χωριό Νταούτζια του Αλμυρού, τη σημερινή Πέρδικα.


Η δολοφονία στο αλώνι του Δρίζου


" Ήμουν τότε 12μιση χρονών και τα γεγονότα που θα σας αφηγηθώ σημάδεψαν πραγματικά τη ζωή μου. Το καλοκαίρι του 1945 ήμαστε στο χωριό οικογενειακώς. Ένα πρωί, μέσα στα βαθιά χαράματα κοιμόμαστε στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα- Γιωργάκη, η αδελφή μου η Ιφιγένεια, εγώ, η θεία μου η Γιώργαινα, τα τρία παιδιά της, Σοφία, Βασίλω και Κωστάκης, όλοι κουκουλωμένοι κάτω από μια κουβέρτα. Η αδερφή μου η Ανδρομάχη είχε παντρευτεί και πατέρας μου, που ήταν αγροφύλακας γύριζε όλη τη νύχτα στα χωράφια. Ξαφνικά μέσα τον ύπνο μας ακούσαμε στο πλακόστρωτο καλντερίμι της αυλής ποδοβολητά αλόγων. Ξυπνήσαμε τρομαγμένοι, πεταχτήκαμε όρθιοι και είδαμε κάτι αγριανθρώπους με γένια σαν παπάδες, που μόνο η σκιά τους έμοιαζε ανθρώπινη, όλα τα χαρακτηριστικά τους ήταν ζωώδικα. Δεν αργήσαμε να αναγνωρίσουμε τη συμμορία του Βαγγέλη Μπίσδα, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος και το συχωριανό μας Βασίλη Σαμουρέλη και τον Σπύρο Σιαμέτη και ακόμα 6-7 άτομα της συμμορίας.

Η πρώτη τους κουβέντα ήταν: "Που είναι μωρέ ο Θεόδωρος Τσαμπίρας;"

Πετάγεται η θεια μου και τους εξηγεί πως ο πατέρας μου είναι αγροφύλακας και είναι στα χωράφια όλη τη νύχτα. Κι αυτοί μας είπαν να ετοιμαστούμε να κατεβούμε στο αλώνι του Δρίζου, διότι ήθελε να μας μιλήσει ο καπετάν Βαγγέλης Μπίσδας. Στη συνέχεια πήγαν ακριβώς πίσω από το σπίτι της θείας μου, που ήταν το σπίτι της αδελφής μου της Μαρίας. Ο γαμπρός μου ο Κώστας ευτυχώς έλειπε στο διπλανό χωριό το Κουλόμπασι, καθάριζε με μια μηχανή που είχε, σιτάρι για το εμπόριο. Στο σπίτι ήταν η αδελφή μου με τα δύο της παιδιά, το Θοδωρή και το Γιώργο, ο αδελφός του γαμπρού μου, ο Θανάσης Πλαϊνός και η γυναίκα του και η μάνα του, η θεία Αγαθή, μια τραγική φιγούρα μάνας όπως θα δείτε στη συνέχεια.

Ο Θανάσης είχε πάρει μέρος στην αντίσταση στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, σαν υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού μας, με περιορισμένη δράση, γιατί το χωριό ήταν πολύ μικρό. Αυτή την εποχή ήταν βαριά άρρωστος, περίπου πέντε μήνες. Έπασχε από μια αρρώστια, που εκείνη την εποχή ήταν δύσκολη στη διάγνωσή της. Παρόλα αυτά, τον Θανάση τον σήκωσαν τρικλίζοντας και κρατώντας τον από τη μια μεριά η γυναίκα του και από την άλλη η μάνα του και τον κατέβασαν στο αλώνι, που απείχε από το σπίτι μας 150 μέτρα. Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι του θείου μου του Χαράλαμπου και τους μάζεψαν όλους κι αυτούς. Έλειπε μόνο ο εξάδερφός μου ο Στέργιος, ο οποίος κοιμόταν έξω στα χωράφια τα βράδια γιατί επανειλημμένα προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, διότι κι αυτός είχε κάνει το ολέθριο σφάλμα να πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και να είναι υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού του. 

Η αδερφή μου η Ιφιγένεια, σε κάποια στιγμή ξέφυγε από την προσοχή τους, έφυγε τρέχοντας προς το ποτάμι. Στα 18 της χρόνια είχε γερά ποδάρια και γενναία καρδιά κι έτσι τους γλίτωσε. Στο χωριό γινόταν πανζουρλισμός. Η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη χτυπούσε δυνατά και καλούσε τους χωριανούς, που όλοι λίγο-πολύ είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση, να μαζευτούν στο αλώνι του Δρίζου, για να τους απονείμουν οι σύμμαχοί μας οι Αγγλοι μέσω των εκπροσώπων τους - τη συμμορία του Μπίσδα - τα παράσημα για την προσφορά τους στον απελευθερωτικό αγώνα!...

Εκεί που ήμουν σκεπασμένος και σίγουρος ότι τη γλίτωσα, να σου ο Σπύρος ο Σιαμέτης, συγχωριανός μας. Τραβάει την κουβέρτα απότομα, με βλέπει από κάτω και με άγρια φωνή μου λέει: «Σήκω γρήγορα και κατεβείτε όλοι στο αλώνι». Σηκώθηκα γρήγορα, αλλά αντί να κατέβω στο αλώνι, πήγα στην αυλή του σπιτιού του μπαρμπα-Χαράλαμπου. Πίσω από το κοτέτσι είχε κάτι ξερά πουρνάρια και χώθηκα μέσα σ' αυτά. Δεν πέρασαν περισσότερα από 20 λεπτά της ώρας και στο αλώνι, όπου ήδη είχαν μαζέψει όλους τους χωριανούς, άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, άρχισε το αλώνισμα, με τη διαφορά ότι τώρα το αλώνι δεν ήταν στρωμένο με δεμάτια από σιτάρι ή κριθάρι, αλλά με ανθρώπινα κορμιά.

Βλέπετε, οι άνθρωποι εάν μπορεί κανείς να τους αποκαλεί ανθρώπους αυτούς που αποτελούσαν τη συμμορία, το καθήκον προς τα αφεντικά τους εκτελούσαν. Πρώτα αρπάξανε τον μπάρμπα μου το Χαράλαμπο. Κρατούσαν όλοι από ένα παλούκι στο χέρι, που στο μεταξύ είχαν βγάλει από το φράχτη, κι άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα σ' όλα τα μέρη του σώματός του από τα νύχια μέχρι το κεφάλι αδιακρίτως, με πρωτοπαλίκαρα το Βασίλη Σαμορέλη, τον «μπόγια», όπως τον έλεγε η αδελφή μου η Μαρία, και το Βαγγέλη τον Μπίσδα.

Χαρακτηριστικό δε της όλης θηριωδίας αυτών των ανθρωποφάγων ήταν όταν, σε κάποια στιγμή που ο μπάρμπας μου έπεσε ανάσκελα αναίσθητος και το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα διάφορα μέρη του σώματός του, ο Μπίσδας με το τακούνι της μπότας του τον πάτησε στο μάτι και αυτό χύθηκε στο ματωμένο χώμα. Οπως χύνεται το ασπράδι και ο κροκός του αυγού άμα σου πέσει από τα χέρια. Ο δε μπάρμπας μου έβαλε με το ζόρι το τελευταίο βογκητό της ζωής του και μαζί μ' αυτό έφυγε και η ψυχή του. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Θανάση του Πλαϊνού, του ετοιμοθάνατου από την πολύμηνη ανίατη αρρώστια του.

Χωρίς καθυστέρηση τον ξαπλώνουν κάτω και του βάζουν τα πόδια στη λεγόμενη φάλαγγα. Ο Σαμορέλης βγάζει ένα καινούριο παλούκι από το φράχτη του αλωνιού, γιατί το προηγούμενο το είχε σπάσει στο κορμί του μπάρμπα μου, κι άρχισε να χτυπάει με λύσσα τα ανήμπορα και αρρωστημένα πόδια του άτυχου Θανάση που ούρλιαζε από τον πόνο.

Παρ' όλες τις σπαραχτικές κραυγές της μάνας του της κυρα-Αγαθής, που σαν ύαινα προσπαθεί να σώσει το παιδί της από το στόμα των λυσσασμένων λύκων, ορμώντας καταπάνω τους και αψηφώντας το θάνατο. Στο μεταξύ, ο καπετάν Βαγγέλης ο Μπίσδας στρέφει την κάννη του όπλου προς το μέρος της και την πυροβολεί τρεις φορές στα πόδια, σημαδεύοντας την τέταρτη από θέση επαφής πλέον την καρδιά της. Μπροστά στην κάννη του όπλου η μάνα γονάτισε και λιποθύμησε. Ο δε γιος, αναίσθητος από τα πολλά χτυπήματα, δεν μπορούσε πλέον όχι να ουρλιάξει αλλά ούτε καν ν' ανασάνει. Το μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι το δέχτηκε ο Θανάσης όταν κάποια στιγμή που οι βασανιστές του κουράστηκαν να χτυπούν τα πόδια του του έβγαλαν τη φάλαγγα κι ο Σαμορέλης (Μπόγιας) του είπε: «Ελα σήκω και φύγε για να μη σε ξαναβάλω στη φάλαγγα». Φαίνεται πως ο Θανάσης μέσα στην αφασία του κάτι θα άκουσε και πήγε λίγο να σαλέψει.

Βλέποντας ο «Μπόγιας» πως ζει ακόμα σήκωσε το παλούκι με όλη του τη δύναμη και το κατέβασε καταμεσής στο κεφάλι και το άνοιξε σχεδόν στα δύο. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη και ο Θανάσης, ο αντιστασιακός ΕΑΜίτης, άφησε την τελευταία του πνοή στο αλώνι που έπαιζε τσίλικα και κρυφτούλι στα μικρά και μαθητικά του χρόνια. Τυχερός που δεν τον βρήκε κάποιο βόλι πολεμώντας τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας το 1940 αλλά ούτε και σε κάποια άλλη στιγμή της αντιστασιακής του δράσης 1941-1944. Ατυχος όμως που δεν κατάφερε να γλιτώσει από τα καθάρματα που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί και τα στρατολόγησαν οι Αγγλοι. Το τι γινόταν στο αλώνι δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι κραυγές των γυναικών και τα ουρλιαχτά των ξυλοκοπημένων (Νίκου και Γιάννη Ξερομερίσιου, Κώστα Καζορούντζου, Αλέκου Νάκου και άλλων χωριανών) ακούγονταν στα διπλανά χωριά. Το αίμα έρεε ποτάμι και έβαψε κατακόκκινο το αλώνι. Οταν οι λυκάνθρωποι φονιάδες ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους εξολοθρεύοντας έναν έναν τους αντιστασιακούς αγωνιστές και μεθυσμένοι από το πολύ αίμα που ήπιαν οι βρικόλακες καβάλησαν τα άλογά τους κι εξαφανίστηκαν."


Ο Χαράλαμπος Τσαμπίρας που δολοφονήθηκε από τη συμμορία του Μπίσδα, το 1945. Εικονίζονται τα τρία του εγγόνια.



Ο βασανισμός του πατέρα 


"Δεύτερο γεγονός που θα μου μείνει αξέχαστο είναι το εξής: Ένα φθινοπωριάτικο απόγευμα του 1946, περιμέναμε τον πατέρα μας να γυρίσει από το Τσακερλί, ένα διπλανό χωριό προσφύγων, όπου ήταν αγροφύλακας. Αγναντεύαμε στα Ίτσια όταν κάποια στιγμή βλέπουμε μια γυναίκα με ένα φορτωμένο ζώο. Το φορτίο δεν φαινόταν συνηθισμένο, κάτι σαν κουβέρτες μαζεμένες επάνω στο σαμάρι. Όσο η γυναίκα ζύγωνε, τόσο η ανησυχία μας μεγάλωνε, διότι αναγνωρίσαμε το μουλάρι το δικό μας, τη Μαρίκα, όπως το λέγαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε με τι ήταν φορτωμένο. Όταν πλησίασε στα 300 μέτρα σχεδόν από το κονάκι μας, τρέξαμε προς το μέρος της γυναίκας και του ζώου και τότε αναγνωρίσαμε την Παρασκευή, μια γνωστή μας προσφυγοπούλα. Το δε παράξενο φορτίο ήταν ο πατέρα μας, ριγμένος με την κοιλιά πάνω στο σαμάρι. Για μια στιγμή νομίσαμε ότι επρόκειτο για δυστύχημα κι οτι ο πατέρας μας ήταν πεθαμένος. Αλλά η Παρασκευή, βλέποντας τη λαχτάρα μας, μας καθησύχασε και μας είπε ότι ο πατέρας μας ζει, αλλά είναι σε αφασία από το πολύ ξύλο και φυσικά, από κάποια ληστοσυμμορία του Σούρλα ή του Μπίσδα.

Ο παλικαράς αυτή τη φορά ήταν ο Θανάσης αδελφός του Γρηγόρη του Σούρλα. 

Το μουλάρι τράβηξε κατευθείαν στην πόρτα της καλύβας μας κι εκεί κατεβάσαμε αναίσθητο τον πατέρα μας και τον ξαπλώσαμε πάνω σε μια χοντρή φλοκάτη βελέντζα, διότι δεν υπήρχε κρεβάτι. Οι αδελφές μου άρχισαν να του βγάζουν τα καταματωμένα ρούχα του και τότε είδαμε ότι όλο του το κορμί ήταν πιο μαύρο από τα ρούχα του. Του έδωσαν λίγο νερό και όταν συνήλθε κάπως, άνοιξε τα μάτια του κι αφού μας είδε όλους γύρω του, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια του και ψιθύρισε: "Τι να του κάνω του κερατά που είχε έτοιμο το όπλο να μου ρίξει και θα σου τον βόλευα εγώ!"

Οι αδελφές μου τον καθησύχασαν και του είπαν ότι να δοξάζει το θεό που δεν τον σκότωσαν, διότι αυτοί δεν έχουν ίχνος ανθρωπιάς. Η συνέχεια ήταν δραματικά. Αμέσως σφάξαμε δύο πρόβατα, πήραμε τα τομάρια τους ζεστά, όπως ήταν και τυλίξαμε μ' αυτά όλο το σώμα του πατέρα μου, για να ανακουφιστεί και να του τραβήξουν τη μαυρίλα, δηλαδή το σκοτωμένο αίμα. Έτσι συνηθιζόταν τότε για κάποιον που είχε πολλούς μώλωπες. Αυτό συνεχίστηκε έναν μήνα. Σιγά σιγά του έφευγαν οι μελανιές και ο πατέρας μου άρχισε να βρίσκει πάλι τη δύναμή του και τον εαυτό του. Είχε πάθει όμως τέτοιο ψυχικό κλονισμό, που δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει με τίποτε."


Από αριστερά προς τα δεξιά: Οι παρακρατικοί συμμορίτες που λυμαίνονταν τη Θεσσαλία, Θανάσης Σούρλας, Γρηγόρης Σούρλας και Βαγγέλης Μπίσδας.


Η γέφυρα του κοράκου στις Πηγές Άρτας και η αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας


Το χωριό Πηγές βρίσκεται κοντά στην Άρτα και στον ποταμό Αχελώο. Πρόκειται για ένα χωριό με πλούσια ιστορία και μεγάλη φυσική ομορφιά. Κοντά στο χωριό βρίσκεται η γέφυρα του Κοράκου, το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της Ελλάδας. Ωστόσο, το γεφύρι αυτό συνδέεται με μια μεγάλη ιστορική ανακρίβεια, που το θέλει να καταστρέφεται στις 28 Μαρτίου του 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό σε μια στρατηγική του υποχώρηση (πηγή εδώ). Η άποψη αυτή έχει φτάσει και στο διαδίκτυο, είτε ως απλή ιστορική καταγραφή, είτε ως ένα ευθύ "κατηγορώ" στο Δημοκρατικό Στρατό και ειδικότερα στον Χαρίλαο Φλωράκη, που καθώς αναφέρεται υπήρξε ο "ιθύνων νους" πίσω από την καταστροφή του γεφυριού. 

Παρά την "εθνικιστική μήνη" για τη γέφυρα του Κοράκου, η οποία ως κατεξοχήν κοντόφθαλμη και απαίδευτη, ξεχνά την αναγκαιότητα του πολέμου, που δεν εξετάζει μνημεία πολιτισμού και παρακαταθήκες, θα θέλαμε να παραθέσουμε δύο έγκυρες μαρτυρίες για την υπόθεση της καταστροφής της γέφυρας, που προέρχονται από πρωταγωνιστές της σύγκρουσης και όχι από νεόκοπους "δεξιούς ψάλτες". Όπως θα δείτε παρακάτω, καμιά από τις δύο μαρτυρίες δεν αναφέρεται σε σαμποτάζ της γέφυρας από μεριάς του ΔΣΕ, ο οποίος σε μια φάση δύσκολης υποχώρησης, ασφαλώς δεν διέθετε χρόνο ή μέσα για ένα τέτοιο εγχείρημα.

Μαρτυρία πρώτη: Χρήστος Κόφας (στον Ριζοσπάστη 6 Γενάρη του 2006)

"Τα τμήματα του ΔΣΕ συμπτύσσονται από την περιοχή του Βάλτου, προς τη γέφυρα Κοράκου. Όλα τα περάσματα είναι πιασμένα. Ο ΔΣΕ με πολύ κόπο και σθένος κρατάει τη γέφυρα, τα «Πέντε Αδέρφια», και το ύψωμα πάνω από τη γέφυρα στις Πηγές.

 Γύρω από τη γέφυρα μια κόλαση φωτιάς και σίδερου. Αεροπορία, πυροβολικό έχουν στόχο να ρίξουν τη γέφυρα, να αποκόψουν τα τμήματά μας. Η αεροπορία ανέλαβε να καταστρέψει το γεφύρι με πολυβολισμούς και ρουκέτες. Τα ΣΠΙΤΦΑΪΡ πραγματοποίησαν 150 εξόδους. Με αυτή την αποστολή, ολόκληρη τη μέρα 28η Μάρτη 49 γύρω από το γεφύρι Κοράκου εκτυλίχτηκαν μερικές από τις πλέον άγριες συμπλοκές ολόκληρου του Εμφυλίου.

 Τα τμήματά μας περνούν, ο μεγάλος τους όγκος. Μια διμοιρία μόνο ξεκόπηκε δυτικά του Αχελώου. Ώρα 21.15 στις 28 Μάρτη 1949 η γέφυρα του Κοράκου τινάζεται στον αέρα.

 Τα τμήματα του ΔΣΕ τράβηξαν για τα Πετρίλια.

 Η Ι Μεραρχία του Φλωράκη έμεινε στο χώρο της Αργιθέας. Η II του Διαμαντή τράβηξε για τη Ρούμελη. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ."


Μαρτυρία δεύτερη: Θανάσης Τσαμπίρας (στο βιβλίο Ένα ανταρτόπουλο εξιστορεί)


" Μετά από δύο μέρες κατεβήκαμε το χιονισμένο βουνό και φτάσαμε σε κάτι χωριά προς το Αγρίνιο ή την Άρτα. Τα χωριά αυτά, από ότι θυμάμαι λέγονταν το πρώτο Σκουληκαριά και το δεύτερο Κομπότι.  (...) Μετά είχαμε να περπατήσουμε κατηφόρα κι αυτό μας διευκόλυνε διότι κατεβήκαμε προς τη γέφυρα του κοράκου. Κατά το απόγευμα που πλησίαζε η αρχή της φάλαγγας να φτάσει στη γέφυρα, να σου και φτάνουν κάτι αεροπλάνα, τα οποία άρχισαν να βάλλουν. Νομίζω οι πρώτοι πέρασαν από τη γέφυρα, αλλά εμείς δεν προλάβαμε διότι τα αεροπλάνα έβαλαν στο στόχο και βομβάρδιζαν με μανία τη γέφυρα για να την γκρεμίσουν κι έτσι να μας εμποδίσουν να περάσουμε απέναντι. Το ποτάμι δε, από τα πολλά χιόνια που είχε η περιοχή ήταν κατεβασμένο με πολύ νερό και σχεδόν παγωμένο. Άιντε τώρα, μετά από τέτοια νύχτα και τέτοια πείνα και κούραση, να μην πω εξάντληση που είχαμε και με τα αεροπλάνα να ρίχνουν συνέχεια, να μπούμε μέσα στο ποτάμι και να περάσουμε απέναντι.

Τι να κάνουμε όμως έπρεπε να γίνει. Οι περισσότεροι άρχισαν σιγά σιγά να πέφτουν μέσα και να περνούν απέναντι. Εγώ βλέποντας τους άλλους που ήταν δυο πιθαμές πιο ψηλοί από εμένα και το νερό τους έφτανε ως το λαιμό σχεδόν και πολλές φορές τους κουκούλωνε, δεν αποφάσιζα να πέσω κι έτσι η ώρα περνούσε. Τα αεροπλάνα στην αρχή δεν κατάφεραν να γκρεμίσουν τη γέφυρα αλλά τις προξένησαν πολλές ζημιές. Περίμενα να σουρουπώσει και μαζί με κάτι άλλους περάσαμε πάνω από τη γέφυρα με το φόβο ότι θα πέσει, ενώ ακούγαμε το ποτάμι από κάτω να μουγκρίζει σαν άγριο θηρίο που περίμενε με ανοιχτό το στόμα να μας καταβροχθίσει. 

Αφού περάσαμε, προχωρήσαμε και ανταμωθήκαμε με τους άλλους πιο πάνω, σε ένα χωριό που δεν θυμάμαι πως το έλεγαν. Από εκεί φύγαμε και πήγαμε πάλι προς τα βουνά των Αγράφων, πάνω από την Καρδίτσα."

Από τις παραπάνω μαρτυρίες προκύπτει ότι η γέφυρα του κοράκου δέχθηκε μεγάλες ζημιές από την κυβερνητική αεροπορία και πιθανώς και λόγω του μεγάλου όγκου νερού κατέρρευσε. Σε κάθε περίπτωση δεν αναφέρεται πουθενά η ανατίναξή της, γεγονός που πιθανότατα θα προκαλούσε μεγάλη εντύπωση στους μαχητές του ΔΣΕ που βρίσκονταν στο σημείο και θα είχε αποτυπωθεί στη μνήμη και τις αυτοβιογραφίες τους.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Σαν σήμερα: Η εκτέλεση του Γιώργη Γραικού


Στις 14 Αυγούστου 2018 συμπληρώνονται 64 χρόνια από τήν εκτέλεση του αγωνιστή Γιώργη Γραικού

Ο Γ. Γραικός γεννήθηκε το 1922 στο Κιλκίς. Κατάγονταν από φτωχή εργατική οικογένεια. Όταν ήταν μικρός η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις Σέρρες. Στη βιοπάλη μπήκε από μικρός το 1937. Στην αρχή δούλευε στα καπνά και αργότερα σιδεράς, υδραυλικός, Στη συντήρηση σιδηροδρομικών γραμμών και σε άλλες δουλειές.

Το φθινόπωρο του 1942 οργανώθηκε στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα πέρασε στην ΕΠΟΝ. Μέλος του ΚΚΕ έγινε το Νοέμβρη του 1942. Υπηρέτησε στον εφεδρικό και απο το 1944 πέρασε στο μόνιμο ΕΛΑΣ, στο λόχο διοίκησης του 13ου Συντάγματος.

Στην Εθνική Αντίσταση μαζί με την οικογένειά του πρόσφερε όλες του τις δυνάμεις για τη λευτεριά της πατρίδας και την κοινωνική πρόοδο. Το Μάη 1944 οι χιτλερικοί σκότωσαν τον πατέρα του Νικόλαο Γραικό.

Μετά την απελευθέρωση και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, δούλεψε στην 2η ΚΟΒ της 4ης Αχτίδας Θεσσαλονίκης. Το Σεπτέμβρη του 1946 κατατάχτηκε στο ΔΣΕ στα τμήματα του Αρχηγείου Μπέλλες.

Στις 14 Οκτώβρη 1952 πιάστηκε από τους μοναρχοφασίστες, βασανίστηκε άγρια, πέρασε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο. 

Εκτελέστηκε στις 14 Αυγούστου 1954 στη Θεσσαλονίκη. 

Νίκος Γραικός



Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Ο αστυφύλακας Σ.Α. Σπύρου, απ' το Μηχανοκινήτο του Μπουραντά στον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ της Κρήτης


Έρευνα και κείμενα: Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής  (δημοσιεύουμε τα ντοκουμέντα)


Η προσωπική στάση ενός αστυφύλακα στα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Από τον μηχανισμό της στυγνής καταπίεσης, αντάρτης και υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας.


Πρώτη, μα  πολύ έντονη ανάμνηση, ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά μοτοσυκλετιστή. Τα έβρισκα όταν έψαχνα στο βάθος ενός παλιού ντουλαπιού στο παλιό το κουζινάκι. 

"Αυτά είναι του Σπύρου", μου εξηγούσε η γιαγιά. Του αδελφού της, δηλαδή.

Μετά ήταν οι φωτογραφίες. Εκείνη με τις παράξενες, για ένα παιδί το 1965 στο χωριό, και γυαλιστερές μοτοσυκλέτες, οι αστυφύλακες με τ' αυτόματα, ο ίδιος ο Σπύρος αυστηρός, στη φωτογραφία με τη στολή και τα διακριτικά του ΙΣΤ' Αστυνομικού Τμήματος. 

Όχι μια, λοιπόν, αλλά αρκετές φωτογραφίες του ήρθαν και σε μένα! Μαζί με το βαρύ κλίμα κάθε φορά που άνοιγε συζήτηση για τον Σπύρο. Και τότε άνοιγε τακτικά η συζήτηση, ήταν κάπου δυο δεκαετίες από τον χαμό του, και πρωταγωνιστής, σ' αυτές, ήταν ο Βαγγέλης, ο άλλος αδελφός της γιαγιάς, που ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή, απ' την Καισαριανή και τρώγαμε μαζί. 

Βαρύ είναι το κλίμα στα σπίτια μας όταν έχει χαθεί πρόωρα κάποιος νέος άνθρωπος. Ακόμη βαρύτερο είναι όταν αυτός έχει φύγει βίαια. Εκείνο όμως που δεν ξεπερνιέται ποτέ από την οικογένεια είναι όταν η βία είναι ένοπλη και εμφύλια.

Ο Σπύρος ήταν ο δεύτερος νεκρός της οικογένειας στον τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Ο πρώτος ήταν ο άνδρας της γιαγιάς, ο Γιώργος Κ. Πηλίτσης [1887-1944], από τους πρώτους κομμουνιστές στο χωριό, μάλλον και της Ελλάδας, που εκτελέστηκε 2 Αυγούστου 1944 στη Χαλκίδα μαζί με άλλους είκοσι πέντε. 

Οι πρώτες μέρες του Αυγούστου ήταν για τη γιαγιά πάντα σκοτεινές. Έκανε μνημόσυνο για τον άνδρα της και για τον αδελφό της που έπεσε 1 Αυγούστου 1947, ακριβώς τρία χρόνια μετά τον παππού.

Για μένα ο άταφος αντάρτης του Αγγελόπουλου στους "Κυνηγούς" δεν ήταν συμβολισμός και αλληγορία. Ήταν σκέτος ρεαλισμός! Και οι δύο νεκροί έμεναν άταφοι. 

Ο ένας στη Χαλκίδα στον πρώτο ομαδικό τάφο των εκτελέσεων [κείτονταν εκεί 75 νέοι άνδρες, μόνο από την Κατοχή], χωρίς σταυρό και σήμα, χωρίς καμία τελετή απόδοσης τιμών αλλά και κάθαρσης της τραγωδίας. Ο άλλος στην Κρήτη, στο βουνό που το λένε Αποπηγάδι, πάνω από τα Παλιά Ρούματα, παραχωμένος πρόχειρα, ίσως και κατασπαραγμένος απ' τ' αγρίμια. 


Από το χωριό στην Αστυνομία Πόλεων

Ο Σπύρος ήταν το τέταρτο παιδί, από τα πέντε, της αγροτικής οικογένειας του Θανάση Σπ. Σπύρου ή Αθανασίου και πιο γνωστή είναι με το παρατσούκλι, Μανιαταίοι. Πρώτη η Βασιλική(1910), δεύτερος ο ΕτεοΚλής(1912), τρίτος ο Βαγγέλης(1914), τέταρτος ο Σπύρος(1916) και πέμπτος ο Κώστας(1918). Υπήρξε και ο Πολυνίκης, δίδυμος του Κλη, αλλά πέθανε μωρό. 

Τα παιδιά γεννιόνταν κάθε δύο χρόνια, και η γυναίκα που τα έφερνε στον κόσμο ήταν μια γερή και άξια Αρβανίτισσα, από τον πατέρα της Δημητρίου ή Σίμου και από την μάνα της Ντερνή. 

Εκείνη είχε δύο αδέρφια. Τον Χρήστο και τον Σπύρο. Ή αλλιώς, τον Κιτσο-Σίμο και τον Πύλιο-Σίμο.
Ο Πύλιος ήταν ο πιο μικρός και καθώς αρρώστησε νέος, έτυχε της υποστήριξης, της στοργής και της φροντίδας της μεγάλης του αδελφής, η οποία δεν δίστασε να πουλήσει χωράφι για να σώσει τον αδελφός της. 

Αυτός ο αδελφός, λοιπόν, παντρεύτηκε τη Γιαννούλα, αδελφή του Νίκου Μπουραντά, από το γειτονικό χωριό, το Χλεμποτσάρι (νυν Ασωπία). 

Μια φωτογραφία δύο οικογενειών, [του παππού του Σπύρου και του μπαρμα-Γιώργη Μπλάνα]  μαζί με το ζεύγος ΠυλιοΣίμου-Γιαννούλας, στο πανηγύρι του Μπρατσιού (νυν Τανάγρας), μας δίνει τη δυνατότητα να υποθέσουμε ότι δυο τρία χρόνια πριν τον πόλεμο οι σχέσεις ήταν πολύ καλές. 

Σ' αυτές τις σχέσεις, φαίνεται, οφείλεται ο προσανατολισμός του Σπύρου προς την Αστυνομία Πόλεων. 

Αφού τελείωσε τη θητεία του στην αεροπορία στρατού, γύρω στο 1938, πρέπει να αποφάσισε να γίνει αστυφύλακας. Ο Νίκος Μπουραντάς (1900-1981), συμπέθερος από τη θεία του, ήταν τότε αξιωματικός στη ΑΠ. Το 1939 (Μάιος), με τη σύσταση του Μηχανοκινήτου και την ανάληψη της διοίκησής του από τον ίδιο, φαίνεται ότι ο Σπύρος μεταπήδησε από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, όπου υπηρετούσε, στο νέο και πολυδιαφημιζόμενο σώμα. 

[...Το Τμήμα διέθετε 120 τρίκυκλες και δίκυκλες μοτοσικλέτες, 26 ειδικά αστυνομικά αυτοκίνητα για ταχεία μεταφορά αστυνομικών δυνάμεων, 30 κοινά επιβατηγά αυτοκίνητα και 120 ποδήλατα, ενώ αποτελείτο από 700 άνδρες όλων των βαθμών, εξοπλισμένων με 300 αυτόματα όπλα τύπου Stayer. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του νέου Τμήματος πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 25ης Μαρτίου 1940...] 

Περιοδικό "Ιστορία", Νο 548, Φεβρουάριος 2014

Από εκείνες τις μοτοσυκλέτες, λοιπόν, προέρχονται τα κειμήλια των παιδικών μου χρόνων. Ο πόλεμος βρήκε τον Σπύρο στο Μηχανοκίνητο. Εκεί τον βρήκε και η Κατοχή, μέχρι το 1943. 

Τότε άρχισε το Μηχανοκίνητο να επεμβαίνει στην καταστολή των διαδηλώσεων, στην άμεση δράση δίπλα στους κατακτητές. Τότε κορυφώνεται και η αντιστασιακή δράση των πατριωτών αστυνομικών, με την μαζική οργάνωσή τους στο ΕΑΜ και τις απεργίες. 

Ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας), ο Μανώλης Γλέζος και ο Κ. Δαμασκόπουλος, τονίζουν ότι το ΕΑΜ είχε μεγάλες δυνάμεις στην ΑΠ, «μέχρι και το Μηχανοκίνητο του Μπουραντά». Όχι μόνο απλοί αστυνομικοί αλλά και υπαξιωματικοί και αξιωματικοί πρωτοστατούσαν στην οργάνωση του αντιστασιακού κινήματος στα Σώματα Ασφαλείας.

Το 1943, καθώς εντείνεται η πάλη, ο Σπύρος φεύγει από την Αθήνα και σε μια επίσκεψη στο χωριό ανακοινώνει, στ' αδέλφια του, την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την ΑΠ και ζητάει την άδειά τους να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι. Εκείνοι συμφωνούν και πράγματι επιστρέφει «μη μπορώντας ν' αντέξει όλα αυτά που τους βάζανε να κάνουνε», έλεγε η γιαγιά. 

Την εποχή όμως εκείνη, όλη η Ελλάδα ήταν σε αναβρασμό. Από τη μια η κατάρρευση της Ιταλίας, στην αρχή με την Απόβαση των Συμμάχων και μετά με την Συνθηκολόγηση, που δημιουργούσε προσδοκίες γρήγορης απελευθέρωσης και από την άλλη η ανασυγκρότηση των κατοχικών γερμανικών δυνάμεων που πίεζαν τους δοσίλογους να στηρίξουν έμπρακτα και με δικές τους δυνάμεις την καταστολή του αντιστασιακού κινήματος, δεν άφηναν περιθώρια για ουδετερότητες. 

Ο Σπύρος με τον Βαγγέλη βγαίνουν στο Βουνό, οι άλλοι βοηθάνε στις παράνομες οργανώσεις. 


Στον ΕΛΑΣ και στην Εθνική Πολιτοφυλακή

Για την πρώτη δράση του στον ΕΛΑΣ δεν έχουμε, προς το παρόν, πολλές πληροφορίες. Θα ήταν όμως τέτοια ώστε τον Απρίλιο-Μάιο του '44, με την συγκρότηση της ΕΠ από την Κυβέρνηση του Βουνού, την ΠΕΕΑ, ο Σπύρος γίνεται διοικητής της υποδιεύθυνσης της περιοχής που είχε έδρα το Χλεμποτσάρι, "στο σπίτι του Μπρούμα". Σε αυτή θα υπαχθούν διάφορα τμήματα, όπως του Σχηματαρίου, αργότερα, όταν αναπτύχθηκε πλήρως η Πολιτοφυλακή, επί "ΕΑΜοκρατίας" και μέχρι την Συμφωνία της Βάρκιζας.

Διοικητής της ΕΠ στη Βοιωτία ανέλαβε ο Νικήτας (Γιώργης Μπουτσίνης), μόνιμος υπαξιωματικός του Στρατού που είχε πολεμήσει στα οχυρά, είχε μεταταγεί στην Χωροφυλακή Θηβών στην αρχή της Κατοχής και ήταν από τους πρωτεργάτες της ένοπλης δράσης στην περιοχή και βασικό στήριγμα του Ορέστη. Ο Νικήτας βγήκε στο βουνό, τον Μάρτιο του '43, εκείνη τη μέρα που ο Άρης επέστρεφε από την Αθήνα.

Στο βιβλίο του, Το Αντάρτικο στην Αττική-1941-1944, δίνει πολλές πληροφορίες και μάλιστα συμπληρώνει, ή και διορθώνει, τον επίσης λεπτομερή Ορέστη, αλλά ελάχιστα πράγματα αναφέρει για την Πολιτοφυλακή.

Γεγονός είναι πάντως ότι, εκτελώντας περισσότερο καθήκοντα μάχιμου τμήματος παρά καθήκοντα αστυνόμευσης, η ΕΠ παίρνει μέρος σε όλους τους ελιγμούς του ΕΛΑΣ και τις επιθέσεις αντιπερισπασμού που διενεργούνται στις πλάτες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίες είναι αλλεπάλληλες και σταδιακά ενσωματώνουν "εποικοδομητικά" τους ντόπιους συνεργάτες. 

Μεσούντος του θέρους, εκδηλώνεται η τελευταία αλλά και πιο αιματηρή εκκαθαριστική επιχείρηση, που σκοπό είχε να εκκαθαρίσει την Πάρνηθα για να μείνουν ανοικτοί οι δρόμοι της απαγκίστρωσης των Γερμανικών δυνάμεων από τον Μοριά και την Αθήνα. 

2 Ιουλίου, είκοσι μέρες μετά το Δίστομο, γίνεται το μπλόκο στο Σχηματάρι και "εκκαθαρίζονται" όσοι εμπλέκονται στην Αντίσταση. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στην αρχή στοιβάζονται σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο που είχαν φτιάξει για τους Ιταλούς, στον Σιδ. Σταθμό "Τανάγρα", στα τελευταία σπίτια του χωριού. Στη συνέχεια μεταφέρονται στη Χαλκίδα. Μαζί και η μάνα του Σπύρου και του Βαγγέλη, η γιαγιά η Αθηνά. Μαζί και ο άνδρας της Βασιλικής, ο Γιώργος.

Οι αγωνιώδεις προσπάθειες της Βασιλικής, προς τον θείο της Πύλιο Σίμο, για να σώσει τον παππού, αποβαίνουν μάταιες. Ο κουρέας, που είχε γίνει δυνάστης ελέω  Μπουραντά, αποφαίνεται: "ο Νίκος τον σώζει, εγώ όχι". Δηλαδή, ο Νίκος, που δεν είναι ο Μπουραντάς στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θέλει να τον σώσει, εγώ δεν τον σώζω. 

Μέσα στις δραματικές αυτές σκηνές, με όλα τα χωριά στο πόδι, με τον κόσμο αλλόφρονα στους δρόμους για τον φόβο των επικείμενων εμπρησμών, οι "εκκαθαριστές" προχωρούν προς την Λιάτανη (Άγιο Θωμά).

Το βράδυ της Αγίας Παρασκευής και ενώ υπήρχαν ήδη πρόσφυγες από τη Λιάτανη για τον επικείμενο εμπρησμό της, τμήματα του ΕΛΑΣ υπό τους Αποστόλη (Κοκμάδη) και Νικήτα (Μπουτσίνη)  μπαίνουν στο Σχηματάρι και το καταλαμβάνουν για λίγες ώρες. " Την ώρα που εκείνοι καίγανε την Πάρνηθα, εμείς τους καίγαμε τα σπίτια" λέει ο Αποστόλης μετά από πολλά χρόνια. 

Εκείνο το βράδυ, σκοτώθηκαν στο  χωριό οκτώ άτομα. Τα περισσότερα χωρίς αιτία και πρόθεση. Σκοτώθηκε όμως και ο Πύλιο Σίμος με την γυναίκα του, τη Γιαννούλα. 

Έγινε συμπλοκή. Καθώς οι Αντάρτες χτύπησαν την πόρτα, δέχθηκαν πυρά από μέσα. Ο Πύλιος έμεινε επιτόπου, με πυροβολισμό, και η Γιαννούλα πάνω στη συμπλοκή, τραυματίστηκε από μαχαίρι, και πέθανε στο δρόμο για τη Χαλκίδα από αιμορραγία. Άφησαν δύο μικρά παιδιά. Ούτε τα παιδιά, ούτε η νύφη της Γιαννούλας, γυναίκα άλλου αδελφού, που ήταν έγκυος, έπαθαν τίποτα. Η γυναίκα αυτή μάλιστα, κλήθηκε ως μάρτυς στο δικαστήριο που έγινε το '48 και δεν αναγνώρισε τον Βαγγέλη ως  εκτελεστή. Ο Βαγγέλης αθωώθηκε! Ο Σπύρος δεν δικάστηκε. Είχε στο μεταξύ σκοτωθεί στο Αποπηγάδι.


Από όργανο της τάξης στα χέρια του παρακράτους και της Λευκής Τρομοκρατίας


Η αβανιά της εκτέλεσης του ΠυλιοΣίμου και της αδελφής του Μπουραντά, Γιαννούλας, έπεσε πάνω στους δύο ενόπλους της οικογένειας. Τον Σπύρο και τον Βαγγέλη. Έτσι, και ενώ  ο Σπύρος ως Πολιτοφύλακας είχε αποφύγει τις αυτοδικίες, όταν τα πράγματα άλλαξαν, βρέθηκαν στα χέρια των συνεργατών των Γερμανών. 

Τα δυο αδέλφια συνελήφθησαν, βασανίστηκαν αγρίως και φυλακίστηκαν στο σχολείο στο Χλεμποτσάρι.

Εκεί, μη αντέχοντας τους βασανισμούς, αποφάσισαν ν' αυτοκτονήσουν. Έσπασαν το τζάμι του παραθύρου, το στερέωσαν σε ένα παλιό θρανίο, ανάμεσα στα ξύλα, και έκοψαν τις φλέβες τους. "Μ' ένα γυαλί και μ' ένα καθρευτάκι"... δεν είναι ένας απλός στίχος... Ο Βαγγέλης ήταν 30 χρονών και ο Σπύρος 28.

Τους βρήκαν ημιθανείς. Μόλις που κατάφεραν να τους σώσουν και τους μετήγαγαν κρατούμενους στη Λεόντειο, στα Πατήσια. Τότε λειτουργούσε και σαν φυλακή και σαν νοσοκομείο.
Δεν ξέρουμε πόσο κράτησε αυτό. Πάντως οι πληγές δεν είχαν κλείσει ακόμη όταν, παραδόξως, τους ήρθαν αποφυλακιστήρια. Αν και εξεπλάγησαν δεν έχασαν την ευκαιρία. Έφυγαν κι άρχισαν να κρύβονται. Ήταν καλοκαίρι του 1946, παραμονές Δημοψηφίσματος για τον Βασιλιά.

Και πρέπει να ήταν την επόμενη του Δημοψηφίσματος, όταν με την κάλυψη της Τούλας Πόγγα, πήγαν ένας ένας, από την Κηφισιά στον Πειραιά, και μπάρκαραν για την Κρήτη.
Την ημέρα εκείνη, 3 Σεπτεμβρίου 1946, ο Ν. Ζαχαριάδης γράφει στον Ριζοσπάστη το κείμενο με τίτλο "Μπροστά σε μια νέα κρίσιμη καμπή". Τελειώνει ως εξής:

[...Συνεννόηση, ομαλότητα, δημοκρατική λαϊκή διέξοδος από το σημερινό χάος. Η επιταγή αυτή είναι πολύ πιο κατηγορηματική και ανεπιφύλακτη για τους πολιτικούς ηγέτες και τα πολιτικά κόμματα. Μαύρα και απειλητικά σύννεφα συσσωρεύονται εσωτερικά και εξωτερικά πάνω από τον ελληνικό ορίζοντα. Για μια ακόμη φορά πρόκειται γι αυτή μας την ύπαρξη, την υπόσταση μας, την εθνική μας ακεραιότητα και ανεξαρτησία.

Ο κάθε Έλληνας ας κάνει το καθήκον του απέναντι στην Ελλάδα. Εμείς θα το ξανακάνουμε ακέραιο. Είμαστε έτοιμοι για κάθε έντιμη , ισότιμη, ελληνική συνεννόηση και συμφωνία. Το συμφέρον όμως του Λαού και του τόπου, τη δημοκρατία και την εθνική μας ανεξαρτησίας δεν πρόκειται να τα παζαρέψουμε. Και θα τα υπερασπίσουμε και θα τα επιβάλουμε δίνοντας αν χρειασθεί και τη ζωή μας...]


Γιατί στην Κρήτη;

Το ερώτημα αυτό με έχει απασχολήσει πολύ. Γιατί δυο  πρώιν ελασίτες από τη Βοιωτία πάνε στην Κρήτη για να βγουν στο βουνό και δεν πάνε προς τα πάνω; 

Η απάντηση νομίζω ότι μπορεί να είναι μόνο μία: Εφαρμόζουν κομματική εντολή. Κανένας άλλος λόγος δεν μπορεί να έβαλε σε κίνηση τον κομματικό μηχανισμό για να διεκπεραιώσει το ταξίδι και την απόκρυψή τους μετά. 

Το Κόμμα διατάσσοντας τις δυνάμεις του ενίσχυε την Κρήτη, όπου τότε οι Μπαντουβάδες και ο Γύπαρης "αλώνιζαν" ασύδοτοι. 

Ο Σπύρος και ο Βαγγέλης κρύφτηκαν κάποιο διάστημα στα Χανιά και μετά προωθήθηκαν προς τα ορεινά. 

Απρίλιο του 1947, όλες οι μεριές είναι έτοιμες για έναν ακόμη γύρο! 


Ο εμφύλιος στην Κρήτη από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του '47

Στη συνέχεια, δίνουμε τον λόγο σε δύο εφημερίδες της εποχής. Το Βήμα και τα Νέα του Λαμπράκη. Πρόκειται για τις τρεις φάσεις του εμφυλίου. Μία τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου. Δεύτερη αρχές Ιουλίου και τρίτη αρχές Αυγούστου. 

Τέλη Απριλίου φαίνονται, ακόμη και μέσα απ' αυτές τις εφημερίδες, α) σε τι κατάσταση βρισκόταν η Ελλάδα και β) η απροθυμία της Κυβέρνησης να αφοπλίσει και περιορίσει τις παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς. 

Σε όλα τα κείμενα της φάσης αυτή είναι έκδηλος ο πανικός για τον επικείμενο εμφύλιο στην Κρήτη. Ωστόσο η "λύση" της ένοπλης σύγκρουσης είναι αναμφισβήτητη. Ο Ζέρβας, υπουργός δημόσιας τάξης, με νέα παρέμβαση, ξαναρίχνει λάδι στη φωτιά. 

Εκείνες τις ημέρες λαμβάνει χώρα και το πρώτο μεγάλο χτύπημα των Ανταρτών στη Δυτική Κρήτη και, ειδικά, στο νομό Χανίων. Πρόκειται για τη μάχη στη γέφυρα του Ταυρωνίτη.


Η  δεύτερη φάση του εμφυλίου στην Κρήτη το 1947



Η δεύτερη φάση του εμφύλιου στην Κρήτη έχει επίκεντρο τον Καπετάν Ποδιά. Προς ανακούφιση του Ποδιά και αντιπερισπασμό στις κυβερνητικές δυνάμεις, οι ομάδα του Γ. Κοδέλα σχεδιάζει και εκτελεί, με πλήρη επιτυχία και αναιμάκτως, την καταδρομή στο αεροδρόμιο του Μάλεμε.

Μπαίνουν, φορτώνουν δεκαπέντε φορτηγά, παίρνουν μαζί τους και τους σμηνίτες και φεύγουν! Κάτι ανάλογο κάνουν και στη Χρυσοπηγή. 

Ο Σπύρος παίρνει μέρος στην επιχείρηση. Έχουμε, ωστόσο, κάθε λόγο να εικάσουμε ότι παραδειγματίζεται από μια άλλη επιτυχημένη επιχείρηση  κατά αεροδρομίου στην οποία είχε λάβει μέρος, 8 προς 9 Σεπτεμβρίου του 1944, στην Τανάγρα, υπό τον θρυλικό καπετάνιο του ΕΛΑΣ Θεοχάρη.


Η τρίτη φάση του εμφυλίου στην Κρήτη το 1947


Η τρίτη φάση του εμφυλίου στα 1947, είναι και η τελευταία για τον Σπύρο. Τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου τα πράγματα οξύνονται πολύ. Ο Σπύρος έχει γλιτώσει ήδη μια φορά από τη συμμορία του Γύπαρη, πέφτοντας μέσα σ' έναν θάμνο. Εκείνη τη μέρα όμως, 1η Αυγούστου, στην συμπλοκή που γίνεται, τραυματίζεται στα πόδια. Καταλαβαίνει ότι όλα τελειώσανε. Διώχνει τους άλλους, καλύπτοντας την υποχώρησή τους, και την τελευταία στιγμή στρέφει το στάγερ στο στήθος για να μην πιαστεί ζωντανός.


Ο συγκλονιστικός επίλογος του Βαγγέλη


[απόσπασμα από το βιβλίο 
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες-θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, 2014, σελ. 218-221]


[...Δεν πρόφτασε να βγει το καλοκαίρι και ο Σπύρος σκοτώθηκε. Στα Παλαιά Ρούματα, στο Αποπηγάδι, 1 Αυγούστου 1947, Παρασκευή πρωί. Τραυματίστηκε βαριά, στα πόδια. «Φευγάτε εσείς», τους λέει, «και καλή αντάμωση». Πυροβολούσε και θυμόταν την κυρα-Φιλιώ, στο Χλεμποτσάρι, οπού τον είχαν στο σχολείο: 


«Κάνε πέρα, Σπύρο, να σε σκοτώσουν, να γλιτώσεις τα μαρτύρια», του έλεγε στ’ αρβανίτικα. 


Ήταν η δεύτερη φορά που έπρεπε να πάρει την απόφαση για ζωή ή για θάνατο! Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο τη δεύτερη φορά; Δίστασε: «Ο αγώνας δεν τελείωσε, φουντώνει πάλι». 


«Νέο αντάρτικο γεννιέται ν’ αγωνιστεί για λευτεριά», τραγουδούσαν, Κυριακή μεσημέρι, στην πλατεία. 

«Για τους άλλους, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε μας εδώ, πάει, τελείωσε… Ο Ποδιάς, ήταν τυχερός. Έπεσε, δεν παραδόθηκε. Δεν παρέδωσε τα όπλα. Του κόψανε το κεφάλι και το σεριάνιζαν στο Ηράκλειο… Μια φορά όταν, νικητές, παραδώσαμε τα όπλα στους Ιταλούς και μια φορά όταν, απελευθερωτές, παραδώσαμε τα όπλα στους Άγγλους. Τώρα πάλι;» 

Όπλισε, για τελευταία φορά, το στάγιερ – εκείνο που έχει στη φωτογραφία, στην πλατεία του χωριού, με όλους τους Παλιορουματσίτες. 

«Πρόσθεν αν αποθάνοιεν ή τα όπλα παραδοίεν». 

Το έστρεψε στον εαυτό του και πάτησε τη σκανδάλη. 
Τριάντα ενός χρονών. Της Αστυνομίας Πόλεων που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ. Τον βρήκαν μετά, τετραήμερον. Δεν στάθηκε δυνατόν να τον μετακινήσουν. Τον έθαψαν προσωρινά και πρόχειρα, επιτόπου, πάνω πάνω στο χώμα. Με τον φόβο και την έννοια μην τον ξεχώσουν τα αγρίμια. Άμποτες να γυρίσουν να τον πάρουν. Δεν τα κατάφερε κανένας. 

Γίνηκε η Μεταπολίτευση και ο Βαγγέλης θεριό: 

«Θα πάω να τον φέρω». 

Έβαζε τα σχέδια στο τραπέζι κάθε Κυριακή, που ερχόταν από την Αθήνα. 

«Να ζητήσω άδεια εκταφής; Δεν θα μου τη δώσουν. Κι αν δεν μου τη δώσουν, μετά θα μ’ έχουν στόχο, δεν θα μπορέσω να πάω». 

Για τον φόβο των Ιουδαίων, πήγε κρυφά. Βρήκε τους παλιούς συντρόφους. Παλιοί και νέοι πήγανε στο Αποπηγάδι. Τον βρήκαν και τον ξέχωσαν! Τον έπλυναν με κρασί. Τον τύλιξαν στο λευκό σεντόνι. Τον έφερε στην Αθήνα, μέσα σε μια βαλίτσα. Μικρό το σπίτι της Καισαριανής. Πιάνει μιαν ελληνική σημαία τυλίγει το κουτί και το βάζει δίπλα στο κρεβάτι της κόρης του. Ανάβει και το καντήλι. 

«Μάνα, σου ’φερα τον Σπύρο. Να σε πάρω στο σπίτι να τον δεις». 

Πήγε η γιαγιά η Αθηνά. Και κει, δίπλα στον Σπύρο, ήρθαν και θρονιάστηκαν όλα τα πεθαμένα της. Και ποιον να πρωτοκλάψει; Μέσα σε μια πενταετία έχασε έναν γυιο, τον γαμπρό, τον αδερφό, τη νύφη και τον άνδρα! Τον γυιο και τον γαμπρό από τους φασίστες και τους «εθνικόφρονες». Τον αδερφό και τη νύφη από τους Αντάρτες. Τον άνδρα από δυστύχημα. Ποιον να θεωρήσει ένοχο; Ποιος έκαμε τόσο πολύ κακό σε έναν μόνον άνθρωπο; 

«Μάνα σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες ψυχή δεν σου αφήσανε μόνο φωτογραφίες» 

Λίγο καιρό προτού πεθάνει, της ζήτησα να μου πει ένα τραγούδι. Το μυαλό της ήταν σωστό, μέχρι τέλους. Μας είχαν βάλει από το γυμνάσιο να γυρεύουμε, στους παππούδες και στις γιαγιάδες, δημοτικά σπάνια και ξεχασμένα. Σκέφτηκε λίγο και είπε τους πρώτους στίχους από τούτο δω, ότι είχε ξεχάσει, από χρόνια, και τα τραγούδια και τα στιχάκια τους. Ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε: 

Η Σούσα ήταν όμορφη, της Κρήτης το καμάρι, 
π’ αγάπαε τον Σαρή-Μπαγλή, το πρώτο παλληκάρι. 
Τον αγαπά, την αγαπά χρόνους δεκατεσσάρους 
μ’ αλήθεια τ’ αδερφάκι τζη γυρίζει με κουρσάρους. 
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή ήταν προσκαλεσμένοι, 
βγήκε η νια ’που το λουτρό κι ο νιος απ’ το μπαρμπέρη..... 


Τώρα, πώς γίνεται και η αρβανίτισσα γιαγιά ήξερε ένα τόσο σπάνιο κρητικό τραγούδι, και μάλιστα τραγούδι των Τουρκοκρητικών, παρέμεινε μέγα μυστήριο. 


Όταν η γιαγιά πέθανε, ο Βαγγέλης έφερε τα οστά του Σπύρου και τα έβαλε δίπλα της. Κρυφά πάντα, για τον φόβο του Κρέοντα. 


Εκείνος πέθανε το ’80. Έτσι, ξαφνικά. Έμφραγμα. Δεν μπόρεσα ποτέ να τον ρωτήσω αν είχε ακούσει, αν είχε δει, αν είχε διαβάσει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή… 


Έκτοτε μου έγινε έμμονη ιδέα, και κάθε τόσο του έθετα νοερά την ίδια και την ίδια ερώτηση: «Ήξερες την Αντιγόνη;» Ώσπου μια μέρα: 


[...Ποια η πηγή των παραδόσεων; Νομίζω πως η μήτρα των παραδόσεων είναι η ψυχή. Μπορούμε να μιλάμε για εθνική ψυχή και μάλιστα για ελληνική ψυχή; Αν διαχρονικά μπορούμε να διακρίνουμε παραπλήσιες δράσεις και αντιδράσεις, αν μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο Έλλην ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου έχει μια ιδιαίτερη και τελείως χαρακτηριστική θεμελίωση της ψυχής, τότε μπορούμε να μιλάμε για ελληνική ψυχή. Η ελληνική ψυχή προϋπάρχει και γέννησε τις παραδόσεις, υπάρχει δε κι όταν οι παραδόσεις χάνονται. Στην αρχαιότητα βασικό μέσον παιδείας ήταν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Όταν οι Έλληνες έχασαν την Παιδεία τους και δεν είχαν ιδέα για τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, δεν εμποδίστηκαν καθόλου να συμπεριφέρονται σαν αυτά τα διαχρονικά πρότυπά τους. Δεν τους ήξεραν αλλά η ψυχή τους τους γένναγε πάλι… Αυτή η ψυχή δεν σχετίζεται βεβαίως με γονίδια. Σχετίζεται με ατομική επιλογή ορισμένων αξιών, γι’ αυτό κι ένας αλλογενής μπορεί να γίνει θερμός φορέας του ελληνικού τρόπου, επιλέγοντας να διαμορφώσει ανάλογα την ψυχή του, όπως επίσης κι ένας Έλληνας να αφελληνιστεί»...] 

(Άρης Ζεπάτος)


Πηγή: εδώ

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Ιδού Οι Ιππότες, Λοιπόν: Του Έβγαλαν Τα Δόντια, Του Έκοψαν Τα Δάκτυλα, Τον Σταύρωσαν Αλλά Ο 18χρονος Κρητικός Δεν Έγινε Προδότης!


Μας είπαν τελευταία ότι οι εισβολείς αλεξιπτωτιστές που κατέβαλαν την Κρήτη τον Μάη του 1941 διαπνέονταν από τα ιδανικά του ιπποτισμού. Ιδού, λοιπόν, η "ιπποτική ευγένεια" εκείνων που διαφέντεψαν τότε το νησί χωρίς να καταφέρουν διαφεντέψουν ποτέ τις ψυχές των Κρητικών!

...Όταν, ύστερα από μέρες, ο τραγικός πατέρας κατάφερε να βρει τις μπότες του χαμένου παιδιού του, αντιλήφθηκε πως ήταν ασυνήθιστα βαριές. Κι όταν τις κοίταξε είδε μέσα τα κομμένα πόδια του Σταύρου. Οι "ιππότες" Ναζί τον είχαν ακρωτηριάσει. Κι ήταν νέος, πολύ νέος, μόλις 18 χρονών!

Λες κι είναι βγαλμένη μέσα από αρχαία τραγωδία η ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη!



Του έβγαλαν ένα - ένα τα δόνται, του έκοψαν τα δάκτυλά, τα χέρια τα πόδια... Κι εκείνος δεν μίλησε. Περιφρόνησε τον θάνατο, περιφερόνησε τους Ναζί βασανιστές του! 



Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ



Του έβγαλαν ένα – ένα τα δόντια. Δεν μίλησε!

Του έκοψαν ένα – ένα τα δάκτυλα. Δεν μίλησε!

Άρχισαν να του πετσοκόβουν πόδια και χέρια. Δεν μίλησε!

Κι όταν βρέθηκε κάτω από τα γερμανικά τανκς είχε ακόμη τη δύναμη να περιφρονήσει τους δημίους του!

Ήταν παιδί, στα δεκαοχτώ του, γεμάτος όνειρα. Προτίμησε να πεθάνει ελεύθερος παρά να ζει με το στίγμα του κιοτή. Τον έλεγαν Σταύρο Ανδρεαδάκη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Σοκαρά της Κρήτης.

Την ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη δεν την ήξερα. Τη διάβασα φέτος τον Σεπτέμβρη σε ένα φωτοτυπημένο, αλλά επαρκώς τεκμηριωμένο, φυλλάδιο γραμμένο από τον φιλίστορα δικηγόρο κ. Γιώργο Καρτσωνάκη. Το επόμενο πρωί βρισκόμουν στο Σοκαρά, ένα μικρό χωριό κοντά στο Ασήμι. Δεν είχα ξεκαθαρίσει τι ακριβώς αναζητούσα. Θεώρησα την επίσκεψη σαν ένα ταπεινό προσκύνημα στη μνήμη του ήρωα που δεν γνώρισα. Κατέληξα να γράφω ένα, επίσης ταπεινό, κείμενο - σπονδή. Ο Σταύρος, ετών δεκαοχτώ. Να λοιπόν που μερικές φορές ένα άγουρο παλικαράκι μπορεί να σηκώσει την ιστορία στους ώμους του και να γίνει ώριμος ήρωας!

Μόνον ένας από τους αδερφούς του βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Ο Λευτέρης, κοντά στα ογδόντα πέντε του, καλοστεκούμενος ακόμη. Διαβάζει βιβλία, ψάχνει, ταξινομεί τις αναμνήσεις τοποθετώντας τα γεγονότα σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Άλλωστε, στην Κρήτη μπορεί να συναντήσει κανείς φαινόμενα που για άλλους τόπους θα ήταν εντελώς παράδοξα. Να δει βοσκούς να μελετούν ιστορίες και Ερωτόκριτους, ξωμάχους –σαν τον Λευτέρη– να ανακατεύουν στο λόγο τους ιστορικά παραδείγματα που εκπλήσσουν. Ο Λευτέρης είναι ο τελευταίος θεματοφύλακας των πικρών βιωμάτων που μετουσιώθηκαν κι έγιναν δάκρυ αστείρευτο, που μεταλλάχτηκαν κι έγιναν μνήμη ακατάλυτη, που μεταμορφώθηκαν κι έγιναν πείσμα για λευτεριά, δικαιοσύνη κι αξιοπρέπεια.



Ο «απαγορευμένος» ήρωας

Καθώς περνώ το κατώφλι βλέπω απέναντι στον τοίχο μια φροντισμένη κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός νέου άνδρα.

-Ο Σταύρος; ρωτώ.

-Ναι, ο Σταύρος, απαντά ο γέροντας οικοδεσπότης κι ένα δάκρυ αυλακώνει το πρόσωπό του.

Αναρωτιέται κανείς αν ο πόνος μπορεί να κρατήσει τόσα χρόνια. Το δάκρυ του Λευτέρη είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους θέλουν να ξεχνούν, σε όσους θέλουν να μας κάμουν να ξεχάσομε την ιστορία αυτού του τόπου, τα βάσανα αυτού του λαού.

Για δεκαετίες ολόκληρες το όνομα του Σταύρου ήταν σχεδόν απαγορευμένο, όπως και η θυσία του. Κανείς δεν μιλούσε για το παλικάρι του Σοκαρά, μέχρι που δυο λόγιοι του χωριού, ο Γιώργος Καρτσωνάκης και ο Σήφης Κοσόγλου, κατάφεραν να τον αποκαταστήσουν και να παραδώσουν στην ιστορική μνήμη την άσπιλη μορφή ενός παιδιού που έσφιξε τα σαγόνια –δόντια δεν του είχαν αφήσει- και έπνιξε τον αβάσταχτο πόνο για να μη μαρτυρήσει τα μυστικά του αγώνα!

Ψυχωμένο παλικάρι ο Σταύρος ανέβηκε από μικρός στα αντάρτικα λημέρια. Εκεί, στην ελεύθερη πατρίδα των Ελλήνων, γνώρισε τους Καπεταναίους και τα ανταρτόπουλα.

-Δεν ήξερα τι είναι το ΕΑΜ, ήμουν μικρός εγώ, λέει ο Λευτέρης. Για πρώτη φορά το άκουσα από τον αδελφό μου. Τον Αύγουστο του ’44 ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι. Την ώρα που άλλαζε τα ρούχα του, άνοιξα ένα φάκελο που κρατούσε και τον διάβασα. Θυμάμαι ακόμη, κοντά εβδομήντα χρόνια μετά, τι έγραφε: «Ντροπή στον κρητικό λαό να τον κρατούν στη σκλαβιά μερικές χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες».

Λίγα λεπτά αργότερα ο Σταύρος έφευγε από το σπίτι. Έπρεπε να φέρει σε πέρας μιαν αποστολή που του είχαν εμπιστευτεί.. Να μεταφέρει ένα μήνυμα από το ΕΑΜ του Σοκαρά στα βουνά, στα Αστερούσια, στο χωριό Αχεντριάς, στον Παπαδάκη, έτσι λέγανε τον παραλήπτη.

Η αποστολή πήγε καλά. Ο Σταύρος παρέδωσε το μήνυμα και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κατηφόρισε από τα μονοπάτια των Αστερουσίων, έφτασε στα πρώτα χωριά του κάμπου. Περνώντας από το Μεσοχωριό βρέθηκε να περπατά μέσα στην κοίτη του ποταμού Αναποδάρη. Από εκεί περνούσε ο δρόμος για το χωριό του. Έσερνε ένα μουλάρι φορτωμένο και προχωρούσε.

Μερικές φορές, όμως, η τύχη παίζει παράξενα παιγνίδια. Οι Γερμανοί είχαν κάμποσους χωρικούς και τους είχαν ζέψει στην αγγαρεία. Δούλευαν εκεί κοντά. Οι κατακτητές, αξιωματικοί και στρατιώτες τους επιτηρούσαν.  

Ο λόγος πάλι στον Λευτέρη:

-Τον είδε τον Σταύρο ένας δικός μας, Γκεσταμπίτης, ένας Πήλιος Γούσης, και λέει στον Γερμανό: «Αυτός με το μουλάρι είναι ύποπτος». Περικύκλωσε ο στρατός το παιδί, το έπιασαν. Είχε φορτωμένα δυο δεμάτια σφάκες (πικροδάφνες) στο μουλάρι. Πήρε ο αξιωματικός ένα μαχαίρι και έκοψε τα δεματικά. Οι σφάκες σκορπίστηκαν στη γη κι από μέσα τους πετάχτηκε ένα όπλο, κάμποσα φυσίγγια, και μερικά γράμματα. Το όπλο τού το είχε δώσει ο Παπαδάκης να το φέρει στο χωριό, στο ΕΑΜ. Τον συνέλαβαν αμέσως, τον πήγαν στον Πύργο στο Φρουραρχείο, μετά τον πήγαν στον Χάρακα, πάλι στο Φρουραρχείο, κι από κει στις Μοίρες. Όταν ήταν στο Χάρακα φώναξαν τον πατέρα μου, ήταν γέρος άνθρωπος πια και δεν ήξερε τίποτε. «Πού είναι οι γιοί σου;» τον ρώτησαν, εμείς είμασταν τέσσερα αδέρφια. «Στο χωριό είναι», τους απάντησε. «Και ο Σταύρος;» τον ξαναρωτούν. Πάγωσε ο γέρος γιατί κατάλαβε ότι τον είχανε πιάσει. Τους απάντησε ότι ο Σταύρος βόσκει τα πρόβατα…

Πάνω από τις Μοίρες στα ψηλώματα, κοντά στον μικρό οικισμό Βρέλη, είχαν εγκαταστήσει φυλάκια οι κατακτητές. Εκεί πήγαν τον Σταύρο. Τον έκλεισαν σε ένα παλιό πετρόχτιστο καλύβι και άρχισαν να τον βασανίζουν. Γερμανοί και γερμανοπροσκυνημένοι προδότες εξάντλησαν την αγριότητα και το μένος τους. Άκουγαν οι κάτοικοι τις βρισιές και τα ουρλιαχτά των κατακτητών, άκουγαν και τα βογκητά του παλικαριού. Κάποιοι προσπάθησαν να πλησιάσουν, να βοηθήσουν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να του δώσουν ένα ποτήρι νερό.

Οι βασανιστές προσπαθούσαν να κάμουν τον Σταύρο να μιλήσει. Όσο κρατούσε το στόμα του κλειστό, τόσο θύμωναν, πείσμωναν… Σκύλιαζαν.

Στο μεταξύ ο γέρο Σταμάτης, ο πατέρας του, είχε αρχίσει τον αγώνα της αναζήτησης. Πήγε παντού. Έψαχνε το παιδί του. Αρχαία τραγωδία θυμίζει η προσπάθεια του πατέρα να σώσει το Σταύρο του. Ήθελε να παρακαλέσει. Ίσως να μαλάκωνε η καρδιά του κατακτητή. Τελικά κατάφερε να μάθει πως το παιδί του βρισκόταν στο Βρέλη.

Ό,τι κι αν γραφτεί σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, δεν θα μπορέσει να δώσει την εικόνα της συμφοράς. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό τον γιο του ο γέρο Σταμάτης.

Οι κάτοικοι του μικρού οικισμού ήταν οι μάρτυρες ενός από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα των Γερμανών στην Κρήτη. Ήταν αυτοί που έδωσαν πληροφορίες στην οικογένεια… Οι μαρτυρίες τους, όμως, δεν σώθηκαν σε κανένα επίσημο έγγραφο. Η πατρίδα δεν θεώρησε σκόπιμο να ανασκαλέψει την υπόθεση, να τιμήσει τον ήρωα και να αποκαλύψει τη θηριωδία. Η οικογένεια, όμως, δεν μπορεί να ξεχάσει. Ξέρουν ότι του έβγαλαν τα νύχια, του έβγαλαν τα δόντια, του πετσόκοψαν τα πόδια και τα χέρια, τον κατακρεούργησαν. Ένα από τα μαρτύρια, όχι όμως το τελευταίο, ήταν ο σταυρός! Τόλμησαν ακόμη και να τον σταυρώσουν!

Ακρωτηριασμένο και αιμορραγούντα τον ανέβασαν στο σταυρό. Κι όταν οι Γερμανοί κι οι εδώ συνεργάτες τους είδαν κι απόειδαν, κι όταν κατάλαβαν πως αυτό το σκληροτράχηλο παλικάρι δεν πρόκειται να μιλήσει, τον έβαλαν κάτω από τις ερπύστριες. Αυτή θα ήταν η τελευταία απειλή.

Έβαλαν μπροστά τη μηχανή του τανκ. Ο Σταύρος έμεινε αμίλητος! Κράτησε το στόμα του κλειστό ακόμη κι όταν άρχισε να κινείται το θηριώδες όχημα, ακόμη κι όταν άρχισε να πολτοποιείται το κορμί του. Κι ύστερα τον άφησαν εκεί. Ανακατωμένες οι σάρκες με το χώμα. Τον παράτησαν άθαφτο σ’ ένα χωράφι.

Τις νύχτες, που αλυχτούσαν τα σκυλιά και προσπαθούσαν να χορτάσουν την πείνα τους τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες, ένας συγγενής των Ανδρεαδάκηδων πήρε την απόφαση.

Να ’τη πάλι την αρχαία τραγωδία μπροστά μας! Το ελληνικό ήθος που έρχεται μέσα από τη διαρκώς ανακυκλούμενη φωνή της Αντιγόνης. Ο θείος νόμος είναι πιο δυνατός από τον ανθρώπινο. Οι νεκρικές τιμές δεν αποτελούν τυπική υποχρέωση των συγγενών αλλά έκφραση αξιών, έκφραση ήθους. Κανένας νεκρός δεν πρέπει να μένει άταφος. Μόνο που ο Πολυνείκης, ο άταφος της αρχαίας τραγωδίας, είχε κατηγορηθεί ως εχθρός της πατρίδας του. Ο Σταύρος ήταν εχθρός των κατακτητών της πατρίδας του! Τα αρχέτυπα του πολιτισμού μας επανέρχονται κάθε φορά που μια καινούργια Αντιγόνη περιφρονεί τους νόμους των ισχυρών τούτου του κόσμου.

Λέει ο Λευτέρης:

- Είχα ένα θείο στο Βρέλη. Πήγε αυτός να τον πάρει από εκεί και να τον θάψει. Αλλά δεν μπορούσε ούτε να σιμώσει γιατί από πάνω, στο ύψωμα, είχανε στήσει το φυλάκιό τους οι Γερμανοί. Κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει εκεί κοντά. Τελικά, τόλμησε, δεν λογάριασε τον κίνδυνο, πήρε όσα κομμάτια κατάφερε να μαζέψει και τα έθαψε στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Τέσσερις φορές έχω πάει εκεί που τον σκότωσαν. Την πρώτη φορά είδα το αίμα, είχε ποτίσει τη γη, φαινόταν για πολύ καιρό.

Ύστερα από χρόνια πολλά ήρθαν και οι επίσημες επιβεβαιώσεις για τα βασανιστήρια του Σταύρου· τα έγγραφα των δικαστηρίων που μιλούσαν συγκαλυμμένα. Ήταν οι απολογίες των δοσίλογων. Τα πιο «τρανταχτά» ονόματα προδοτών που έδρασαν στη Μεσαρά ήταν ανακατεμένα στην ιστορία του μικρού ήρωα. Μετά την απελευθέρωση οι δοσίλογοι έπρεπε να απολογηθούν για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Αρκέστηκαν να μιλήσουν μόνο για «σκληρά βασανιστήρια», όπως αποκαλύπτει ο Καρτσωνάκης, ο άνθρωπος που έριξε άπλετο φως στις πιο σκοτεινές πτυχές μιας υπόθεσης την οποία κάποια άνομα συμφέροντα ήθελαν να κρατήσουν στο σκοτάδι.

Μέσα από τις κρυπτικές απολογίες των δοσιλόγων, μέσα από τη σιωπή των γερμανικών πηγών, μέσα από τη συνενοχή των ντόπιων και ξένων εξουσιών, που δεν τιμώρησαν ποτέ τους εγκληματίες πολέμου, δεν είναι εύκολο να ανασυνθέσει κανείς τις λεπτομέρειες του ιστορικού παρελθόντος. Ούτε και να μάθει με πόση περιφρόνηση στάθηκε ένα παλικάρι μπροστά στο θάνατο.

Ο Λευτέρης βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει την αφήγηση.

-Χρόνια μετά έγινε η εκταφή των οστών του. Μας είπανε στο Βρέλη: «Μην περιμένετε να βρείτε κόκαλα, δεν υπάρχουν». Βρήκαμε μόνο ένα οστό της μιας κνήμης και μια κάτω γνάθο. Ούτε δόντια, ούτε πλευρά, ούτε τίποτα. Μόνο μερικά πολτοποιημένα κόκαλα ήταν θαμμένα εκεί.

Πέρασαν λίγες μέρες μετά την ταφή. Ο γέρο Σταμάτης ανηφόρησε στο Βρέλη παρέα με κάποιον συγγενή του. Ας τα έσκιαζε όλα η φοβέρα. Αλλά, ποια φοβέρα να σταματήσει έναν χαροκαμένο πατέρα; Από μακριά είδε τα αίματα. Δίπλα κομμάτια από σκισμένα ρούχα και λίγο πιο κει ένα ζευγάρι στιβάνια. Ήταν του Σταύρου!

Ο συγγενής έσκυψε, έκανε να τα μαζέψει. Τα υποδήματα του νεκρού ήταν πολύτιμα εκείνα τα χρόνια· οι άνθρωποι περπατούσαν ξυπόλητοι, θα ήταν πολυτέλεια να τα παρατήσουν εκεί. Την ώρα που τα σήκωνε δεν άντεξε. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του… Τα στιβάνια δεν ήταν άδεια! Μέσα στο κουφάρι τους είχαν μείνει κομμάτια από σάρκες. Τα πόδια του Σταύρου!

Ειπώθηκε ότι του έκοψαν τα πόδια με τσεκούρι. Κανείς δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει ούτε να το διαψεύσει σήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι σάρκες του ήρωα είχαν μείνει μέσα στα στιβάνια του. Και ότι τα στιβάνια αυτά ήταν σκισμένα στο ύψος των αστραγάλων, ήταν κομμένα και το πετσί κρεμόταν. Άλλο φρικτό σημάδι της συμφοράς.

Η συνέχεια της ιστορίας φανερώνει μέσα από πόσες κακοτοπιές, στερήσεις και βάσανα πέρασε αυτός ο λαός. Ο συγγενής παρακάλεσε τον γέρο Σταμάτη να πάρει τα στιβάνια και να τα δώσει στον μικρό γιο του, τον Λευτέρη. Ούτε να τ’ ακούσει ο τραγικός πατέρας. Τελικά τα πήρε άλλος συγγενής, τα πήγε σε τσαγκάρη, έκοψε τα πετσιά που κρέμονταν, τα έκανε παπούτσια και τα έδωσε σε ένα παιδί να τα φορέσει.

Δώδεκα του Αυγούστου του 1944 σκοτώσανε τον Σταύρο. Πέρασαν πέντε μέρες. Και στις δεκαεφτά του ίδιου μήνα ο Σοκαράς έμελλε να ζήσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ιστορίας του. Στις δεκαέξι το βράδυ πήγε εκεί ο δοσίλογος Πρόεδρος γειτονικού χωριού. Μίλησε στους χωρικούς. Τους είπε να μη φύγει κανείς από το σπίτι του γιατί θα έρχονταν την επόμενη οι Γερμανοί για γυμνάσια. Όποιος έμενε δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί. Όποιος έφευγε θα πλήρωνε ακριβά την αποκοτιά του.

Το απόβραδο της άλλης μέρας βρήκε το χωριό πνιγμένο στο θρήνο. Οι Γερμανοί είχαν πράγματι μεταβεί στο Σοκαρά, αλλά όχι για γυμνάσια όπως έλεγε ο προδότης. Είχαν πάει για να σκοτώσουν! Είκοσι εφτά ήρωες ήταν τα νέα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Είκοσι εφτά προγραμμένοι!

Και ενώ τα σπίτια του Σοκαρά άδειαζαν, και ενώ το μοιρολόι γινόταν απελπισία και η πείνα γινόταν αχώριστος σύντροφος των επιζώντων, μια καινούργια τραγωδία χτυπούσε την πόρτα των Ανδρεαδάκηδων… Κάποιοι είχαν πιστέψει ότι ο Σταύρος είχε λυγίσει. Και ότι είχε αποκαλύψει τα ονόματα των οργανωμένων στην αντίσταση. Το τίμημα βαρύ, ασήκωτο. Δεν έφτανε η συμφορά και το μοιρολόι. Ήρθε η υποψία να χτυπήσει την πόρτα της οικογένειας. Τέτοιες εποχές κανείς δεν κάθεται να σκεφτεί. Αποδείξεις εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν.

Κάπως έτσι κορυφώθηκε η τραγωδία. Ο νεκρός ήρωας θα μπορούσε να γίνει φαρμακός. Και είναι αλήθεια ότι μια βαριά σιωπή σκέπασε για δεκαετίες ολόκληρες τη μνήμη του. 

Λέει ο Γιώργος Καρτσωνάκης:

-Αν είχε ομολογήσει ο Σταύρος, τότε θα είχαν πιάσει τους ιθύνοντες του ΕΑΜ. Αλλά αυτούς δεν τους έπιασαν. Όλοι ξέρουν σήμερα ποιοι ήταν εκείνοι που προκάλεσαν τη σφαγή του Σοκαρά. Ο κατάλογος των προγραφών συντασσόταν για κάμποσους μήνες.

Η αποκάλυψη των μαρτυρικών καταθέσεων στο δικαστήριο των δοσιλόγων έδωσε νέα δυναμική στην ιστορία. Και νέα πνοή στη μνήμη. Την ανάστησε. Ναι, εξήντα πέντε χρόνια μετά. Το 2009, με πρωτοβουλία των Σοκαριανών, που μπορούν να περηφανεύονται σήμερα για όλους τους ήρωες τους. Και για τον Σταύρο… 

Η δολοφονία του Ανδρεαδάκη έμεινε ατιμώρητη. Το δικαστήριο των δοσιλόγων που συνεδρίασε μετά την απελευθέρωση, στις 14 Μαρτίου 1946, ήξερε απλά ότι είχαν σκοτώσει ένα παιδί κοντά στο Βρέλη. Κατηγορούμενος για τη δολοφονία ο συνεργάτης των Γερμανών Μαγιάσης. Το δικαστήριο τον απάλλαξε. Όχι επειδή δεν συμμετείχε στο αποτροπιαστικό έγκλημα, αλλά… επειδή τάχατες δεν ήταν γνωστό το όνομα του θύματος. Ο Καρτσωνάκης αποκαλύπτει το σχετικό επίσημο έγγραφο και ρίχνει περισσότερο φως στην τραγωδία:

«Το δικαστήριον κηρύσσει τον κατηγορούμενο Ν. Μαγιάση αθώο λόγω αμφιβολιών της κατηγορίας ότι εξετέλεσε, μετά Γερμανού στρατιώτου, κατ΄ Αύγουστον 1944, μεταξύ Μοιρών και Αγίου Αντωνίου, ένα παιδί ηλικίας 18-19 ετών αγνώστου ονοματεπωνύμου, με την κατηγορία ότι απέκρυπτε όπλα…»

Και συνεχίζει ο φιλίστορας δικηγόρος:

«Στα παγκόσμια ποινικά χρονικά  δεν υπάρχει παρόμοιο φαινόμενο, να έχομε έναν άνθρωπο, που βρίσκεται νεκρός σε συγκεκριμένο τόπο, που προσδιορίστηκε η ηλικία του και ο χρόνος του θανάτου, που αποκαλύφθηκε η αιτία για την οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε, να παραπέμπεται με βούλευμα κατηγορούμενος για τον φόνο αυτό και η ανάκριση, ο Εισαγγελέας (τότε λεγόταν ειδικός Επίτροπος) και τελικώς και το δικαστήριο […] να αναφέρει ότι το θύμα είναι αγνώστου ονοματεπωνύμου…»

Εν ολίγοις: Δεν υπάρχει όνομα, άρα δεν υπάρχει… έγκλημα!

Η αλήθεια, βέβαια, δεν είναι αυτή. Το όνομα ήταν γνωστό από άλλες υποθέσεις.

Όσο για τον Μαγιάση… Αυτός καταδικάστηκε πολλές φορές σε θάνατο για τα αναρίθμητα εγκλήματά του. Αλλά δεν πρόλαβαν να τον εκτελέσουν. Τον έσφαξε ένας Ανωγειανός, ο Βρέντζος ή Τηγανίτης, μέσα στο ίδιο το δικαστήριο!

Την ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη θα πρέπει να τη διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία. Όχι μόνο στα ελληνικά· στα σχολεία όλου του κόσμου, και κυρίως της Γερμανίας, θα πρέπει να διδάσκεται. Για να μαθαίνουν οι μελλοντικές γενιές των ανθρώπων πόση δύναμη και πόσο κουράγιο μπορεί να κρύβει η καρδιά ενός δεκαοκτάχρονου παιδιού. Για να καταλάβουν πόση αγριότητα και απανθρωπιά μπορούν να κρύβουν οι ψυχές των ναζιστικών ανδρείκελων.

Σταύρος Ανδρεαδάκης, ετών 18. Ένας ήρωας που τον αγνόησε η ιστορία, τον περιφρόνησε η κοινωνία και τον τιμώρησε η πολιτεία!

Κανείς δεν θα μάθει ποτέ με πόση περιφρόνηση αντιμετώπισε εκείνους που του έβγαζαν ένα - ένα τα δόντια. Του έκοβαν ένα - ένα τα δάκτυλα. Του έκοψαν (μάλλον με τσεκούρια) τα πόδια.

Κανείς δεν θα μάθει τα τελευταία λόγια ενός παλικαριού που αγαπούσε τη ζωή. Και τη λευτεριά. Μπορούμε μόνο να τα μαντέψομε.

Καθώς βαδίζω στους δρόμους του Σοκαρά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σιγοψιθυρίζει τους γνωστούς στίχους του Βάρναλη:

Γράψε ιστορία τα ψέματά σου αράδα

και βλόγα τον φονιά, βρίζε το θύμα…

Είναι τραγωδία ο βασανιστικός θάνατος ενός ανθρώπου. Είναι μεγαλύτερη τραγωδία να τον βαραίνει μια αναπόδεικτη υποψία.

Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα πέντε χρόνια μέχρι την τελική αποκατάσταση του ήρωα. Η κάθαρση θυμίζει σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Ο ήρωας μπορεί να αναπαύεται πλέον. Ως ήρωας! 


Πηγή: εδώ


Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Ο αγωνιστής Αθανάσιος Αναγνώστου


Ο  Αθανάσιος Κων/νου Αναγνώστου γεννήθηκε το 1925 στο χωριό Κεχριές της Βόρειας Εύβοιας στους κόλπους μιας οικογένειας φτωχών αγροτών. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών της εποχής κατάφερε να τελειώσει μόνο το Δημοτικό Σχολείο. Κατά την περίοδο της Κατοχής, ο Θανάσης Αναγνώστου οργανώθηκε ήδη από το 1942 σε ομάδα του ΕΛΑΣ, που εκείνη την εποχή βρισκόταν σε στάδιο ανάπτυξης και αγωνίστηκε έως το 1944 στους κόλπους του.

Ασκούσε έως το τέλος της ζωής του, όπως και πολλοί αγωνιστές της εποχής έντονη κριτική στη Συνθήκη της Βάρκιζας και την ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, έχοντας όμως μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπο και την πολιτική δράση του Νίκου Ζαχαριάδη.

Στην περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας, όπου η συνέχιση της ταξικής πάλης δεν είναι ξεκάθαρη στους κόλπους του ΚΚΕ, ο Αναγνώστου που δεν είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, κλήθηκε στρατεύσιμος. Η κακή αντίληψη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση (η γραμμή ήταν ότι οι στρατεύσιμοι έπρεπε να παρουσιάζονται κανονικά στον αστικό στρατό) οδήγησε τον Θανάση Αναγνώστου στο να παρουσιαστεί στο κέντρο νεοσυλλέκτων, στο Βόλο. Από εκεί, και με τον φάκελό του να αναγράφει σαφώς τα στοιχεία της δράσης του κατά την Κατοχή στάλθηκε εντός τριών ημερών στο κολαστήριο της Μακρονήσου (1947).

Εκεί αναγκάστηκε στην υπογραφή της γνωστής δήλωσης μετανοίας και παρέμεινε στο στρατόπεδο για δύο χρόνια (1947-1948). Μετέπειτα στάλθηκε σε μάχιμη μονάδα του κυβερνητικού στρατού στο Βουργαρέλι Ηπείρου, για να πολεμήσει τον ΔΣΕ, έως το 1949.

Το 1950 απολύθηκε και γύρισε στην Εύβοια. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες και αργότερα δούλεψε στα τοπικά μεταλλεία του Σκαλιστήρη. Παρέμεινε πιστός στις ιδέες της Αριστεράς, παρά το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του υφίσταντο διώξεις και αποκλεισμούς, λόγω της πολιτικής τους ταυτότητας. Μετά τη Μεταπολίτευση υπήρξε υποστηρικτής του ΚΚΕ, ασκώντας του γόνιμη κριτική έως το τέλος της ζωής του.

Απεβίωσε το 2009 σε ηλικία 84 ετών. 


Πρώτος από αριστερά, με συναδέλφους του στον κυβερνητικό στρατό, κατά τον Εμφύλιο.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Μουχαρέμ Χάνι: Η μεγαλύτερη μάχη της Εθνικής Αντίστασης


​Υπήρξε ένας από τους πιο σκληρούς, συγκλονιστικούς και επιτυχημένους αγώνες, που έδωσε ο ηρωϊκός ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών, στα μαύρα χρόνια της Ναζιστικής Κατοχής της πατρίδας μας. Ήταν στις αρχές Αυγούστου 1944 η περίφημη μάχη στα στενά του Μουχαρέμ Χάνι, βόρεια της Έδεσσας, ανάμεσα στα βουνά Καϊμακτσαλάν και Βέρμιο, με αποτέλεσμα την  εξουδετέρωση 640 γερμανο-ιταλών φασιστών εισβολέων και ντόπιων συνεργατών τους, ενώ εκατοντάδες ήταν οι τραυματίες και πάνω από 270 οι αιχμάλωτοι.





Στο σημείο που σμίγουν δυο βουνά της Μακεδονίας, το Καϊμάκτσαλάν και το Βέρμιο, είναι η τοποθεσία που ονομάζεται Μουχαρέμ Χάνι. Το στενό αυτό οδικό και σιδηροδρομικό πέρασμα, 14 χιλιόμετρα δυτικά της Έδεσσας, πλάϊ στη λίμνη του Οστρόβου, επέλεξε ο ΕΛΑΣ για να επιτεθεί ανατινάζοντας γερμανική αμαξοστοιχία που μετέφερε πολεμικό υλικό και συνοδευόταν από ισχυρό στρατιωτικό τμήμα το οποίο εξολοθρεύτηκε στη μάχη που ακολούθησε.



H ονομασία της περιοχής


Η περιοχή, σύμφωνα με μία εκδοχή, ονομάσθηκε Μουχαρέμ-χάνι, γιατί εκεί σκοτώθηκε ο Τούρκος στρατηγός Μουχαρέμ και χάνι διότι όλη η τοποθεσία είναι κλειστή και μοιάζει σαν ένα μεγάλο υπαίθριο χάνι. Μια στενωπός ανάμεσα σε δυο βουνά γύρω στα τριακόσια με τετρακόσια μέτρα το ένα απ’ το άλλο, που τα διαχωρίζει μια μικρή  πεδιάδα. Όμως, κατά τον γνωστό Εδεσσαίο λογοτέχνη Μάρκο Μέσκο, στην περιοχή, που την περιγράφει ως «ένα παρατεταμένο λαιμό», λειτουργούσε όντως Χάνι. Και όπως έγραψε: 

«Πολλά τα χάνια στα χώματά μας. Το χάνι όμως του Τουρκαλβανού Μουχαρέμ κανείς δεν το 'φθανε. Ήταν βλέπεις, κι ο τόπος, η θέση σταυρός, τέσσερις δρόμοι. Καϊμακτσαλάν, Καρακάμεν, Καϊλάρια, Βοδενά. Αν συνεχίσεις τον σταυρό θα βρεθείς στην Πόλη, στα Γιάννινα, στα Μπιτόλια, στη Σαλονίκη. Μέρα και νύχτα κάποιος με το ζωντανό του θα πέσει στο δίχτυ, θα τον φιλέψει ο Μουχαρέμ, θα βάλει στο ζώο του να φάει και να ξεκουραστεί».

Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου 1944, η ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος είχε την πληροφορία ότι σοβαρές γερμανικές δυνάμεις θα κινούνταν από το Μοναστήρι της τότε Γιουγκοσλαβίας και σήμερα ΠΓΔΜ προς τη Θεσσαλονίκη. Οι παρτιζάνοι του Τίτο, είχαν φράξει το δρόμο υποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, μέσω Γιουγκοσλαβίας και οι Ναζί, που είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να τα μαζεύουν από τη χώρα μας, καθώς έβλεπαν να πλησιάζει η συντριβή τους, στράφηκαν προς τη Θεσσαλονίκη για να αναζητήσουν άλλη διέξοδο.


Στόχος του ΕΛΑΣ οι φάλαγγες των Γερμανών


«Οι μετακινούμενες φάλαγγες των Γερμανών, ήταν για μας ένας καλός στόχος», έγραψε αργότερα ένα από τα κορυφαία στελέχη του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ο Θανάσης Μητσόπουλος. 

Έτσι, τη νύχτα της 31ης Ιουλίου προς 1η Αυγούστου 1944, τμήμα σαμποτέρ αυτού του Συντάγματος, ενισχυμένο και με τμήμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, ανατίναξε τη σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα στα χωριά Ριζά και Πετριά, κοντά στην Έδεσσα, τη στιγμή που περνούσε μία εχθρική αμαξοστοιχία, με συνέπεια να καταστραφεί τμήμα της γραμμής, η ατμομηχανή και 3 βαγόνια του τρένου.

Αυτή ήταν ίσως η πρόβα, για τα μεγάλα χτυπήματα κατά των Ναζί που επρόκειτο να ακολουθήσουν από τους αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).

Τρεις μέρες αργότερα, τα τμήματα του 30ου Συντάγματος, ενισχυμένα και με αντάρτες του 1ου Τάγματος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στήνουν ενέδρα και ναρκοθετούν τη σιδηροδρομική γραμμή στα στενά του Μουχαρέμ Χάνι, για να χτυπήσουν μία γερμανική αμαξοστοιχία που είχαν πληροφορία ότι επρόκειτο να περάσει κατάφορτη με στρατιωτικά αυτοκίνητα και πολεμικό υλικό. 


Μία περιγραφή της μάχης στην εφημερίδα Ελευθερία


Στην πρώτη επέτειο από τις μάχες του ΕΛΑΣ στο Μουχαρέμ Χάνι, είχε δημοσιευθεί στην εκδιδόμενη τότε στη Θεσσαλονίκη, ημερήσια εφημερίδα Ελευθερία, που ήταν δημοσιογραφικό όργανο της Επιτροπής Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης του ΕΑΜ, η εξιστόρηση κάποιου ανώνυμου αναγνώστη, ο οποίος σύμφωνα με την περιγραφή που έκανε και τα στοιχεία που έδινε, θα πρέπει να ήταν παρών στις επιθέσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών. Όπως έγραφε:

"Τη νύχτα στις 2-3 Αυγούστου 1944 υπονομεύεται η γραμμή και στήνεται η ενέδρα στο Μουχαρέμ Χάνι. Στις 3 Αυγούστου τα ξημερώματα, φαίνεται από το βάθος να κατεβαίνει μία αμαξοστοιχία από τη Φλώρινα. Σε λίγο, ένας τρομερός κρότος συντάραξε τον αέρα, η αμαξοστοιχία σαν πούπουλο τινάχτηκε ψηλά και κόβεται στη μέση. Μόνο 2-3 βαγόνια με τη μηχανή κατορθώνουν να ξεφύγουν, μα τα υπόλοιπα μένουν ακίνητα. Οι Γερμανοί που ήταν μέσα κατορθώνουν και κατεβαίνουν, πιάνουν θέσεις στα υψώματα και μας χτυπούν σαν δαιμονισμένοι.

Αρχίζει μία σκληρή και άγρια μάχη. Οι αντάρτες μας με την αφάνταστη ορμή τους, εκτοπίζουν τους Γερμανούς, σκαρφαλώνουν στα βαγόνια και βάζουν φωτιά. Εκείνη τη στιγμή όμως φθάνουν στον εχθρό για ενίσχυση, θωρακισμένα αυτοκίνητα, κι έτσι αναγκάζονται να συμπτυχθούν, αφού ξάπλωσαν νεκρούς 30 Γερμανούς, έκαψαν την αμαξοστοιχία και πήραν λάφυρα 5 οπλοπολυβόλα, 30 όπλα και άλλα πυρομαχικά. Δικές μας απώλειες, 2 νεκροί αντάρτες και 6 τραυματίες."


Η αφήγηση του αντάρτη Νίκου Κουγιουμτζή


Ένας από τους ΕΛΑΣίτες αντάρτες που έλαβαν μέρος σ’ εκείνη την επιχείρηση, ήταν ο Νίκος Κουγιουµτζής από την Κορμίστα Σερρών, ο οποίος ύστερα από την καταστροφή του χωριού του και τις ομαδικές εκτελέσεις από τους Βούλγαρους κατακτητές, μετά την εξέγερση της Δράμας, στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, αφού περιπλανήθηκε στον κάμπο της Θεσσαλονίκης, κατέφυγε στο όρος Πάϊκο, όπου κατατάχθηκε αντάρτης στο 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε φτάσει να έχει δύναμη 2.500 μαχητών.

Όπως αφηγήθηκε για την ανατίναξη του τρένου στο Μουχαρέµ Χάνι:  

«…Το σχέδιο της επιχείρησης για την ανατίναξη του τρένου στο Μουχαρέµ Χάνι, καταστρώθηκε από τους επιτελείς καπεταναίους, όπως ο Συνταγµατάρχης Καπετάν Στάθης, του 30ου Συντάγµατος. ∆όθηκε διαταγή και κινήσαµε από το Πάϊκο. Περάσαµε στην Καρατζόβα και βγήκαµε στην Κερασιά κι από 'κει στην Παναγίτσα. Η δικιά µας διµοιρία, που αριθµούσε 28 άνδρες, πήρε διαταγή να πάει στο Γραµµατίκοβο (σημερινό Γραµµατικό). Ανεβήκαµε το Βέρµιο και στρατοπεδεύσαµε εκεί. Ήταν Αύγουστος µήνας του 1944, αν θυµάµαι καλά. Παραµονή της επιχείρησης, µας καθοδήγησαν µε ποιο τρόπο θα φτάσουµε στην τοποθεσία, όπου θα γινόταν η ανατίναξη του τρένου. Για τον ίδιο σκοπό, ακόµη µια διµοιρία από άλλο Σύνταγµα, που είχε έδρα την Παναγίτσα, συµµετείχε κι αυτή.

Ξεκινήσαµε νύχτα και αξηµέρωτα φτάσαµε στον προορισµό µας. Ακροβολιστήκαµε, θυµάµαι, σ' ένα σηµείο, όχι πολύ µακριά από τις ράγες του τρένου που διασχίζουν τη µικρή κοιλάδα του Μουχαρέµ Χάνι. Εκεί βρήκαµε προστασία σ' ένα στρογγυλό, τσιµεντένιο, µικρό οχυρό. Έµοιαζε κάτι σαν ασβεσταριά. Μάλιστα έγραψα και τ' όνοµά µου, εκείνες τις ατέλειωτες ώρες της ενέδρας. Θα χτυπούσαµε, µας είπαν, ένα εµπορικό τρένο φορτωµένο µε γερµανικό στρατιωτικό υλικό και πολεµοφόδια.

Τα χαράµατα, ακούσαµε το σφύριγµα του τρένου. Είπαµε, αυτό είναι, τώρα θα γίνει το µεγάλο µπαµ. Τα «λουκούµια», δηλαδή τα µπαρούτια και οι δυναµίτες, ήταν τοποθετηµένα από πολλή ώρα πριν κάτω από τις ράγες και η άκρη από το σύρµα που ένωνε τα εκρηκτικά χάνονταν στο βαθύ ρουµάνι. Η μηχανή του  τρένου πέρασε χωρίς να γίνει το παραµικρό. Πέρασε και το πρώτο βαγόνι, κι ύστερα κι άλλο, τίποτα. Αυτό που έγινε κοµµάτια, πρέπει να ήταν το τέταρτο κατά σειρά βαγόνι. Η µηχανή µε δυο βαγόνια αποκόπηκε από το συρµό και συνέχισε το δρόµο της. Τα υπόλοιπα βαγόνια εκτινάχθηκαν στον αέρα σαν πεπονόφλουδες. Η έκρηξη ήταν πολύ ισχυρή. Κοµµάτια από τις ράγες εκσφενδονίζονταν εδώ κι εκεί. Απ' ότι µπόρεσα να διακρίνω σ' εκείνο το χαλασµό, είδα κορµιά ανάσκελα διαµελισµένα, κι άλλα µπρούµυτα, κι έναν Γερµανό τραυµατία να σέρνεται πλάι στο ανάχωµα. Αυτόν τον περιµαζέψαµε και τον πήραµε αιχµάλωτο.

Ο ήλιος έπιασε κιόλας δυο µπόγια και η διµοιρία µας αντάµωσε την άλλη διµοιρία και τραβήξαµε για την Παναγίτσα. Στην επιχείρηση αυτή σκοτώθηκαν αρκετοί δικοί µας, όπως ο συγχωριανός µου Τσακίρης Γιώργος και ο αδελφός του Τσακίρης Σίµος. Τους άλλους δεν τους θυµάµαι.

Ύστερα από λίγες µέρες, πάρθηκε απόφαση να χτυπήσουµε κι’ άλλο τρένο. Η επιχείρηση πραγµατοποιήθηκε, αλλά εγώ δε συµµετείχα λόγω τραυµατισµού. Ένα τραύµα από τα εφτά που είχα µε ταλαιπωρεί ακόµα, µιας και το βλήµα «περπατά» ασταµάτητα στο δεξί µου πόδι. 


Ο καπετάνιος του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ


Όμως οι αντάρτες του ΕΛΑΣ δεν περιορίζονται σ’ εκείνη τους την επιτυχία, αλλά αποφασίζουν να καταφέρουν ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα στους Γερμανούς κατακτητές, πριν αυτοί σηκώσουν κεφάλι, και μάλιστα στο ίδιο σημείο που είχε γίνει το πρώτο σαμποτάζ. Η επιχείρηση οργανώνεται για τα ξημερώματα της 6ης Αυγούστου 1944. Τον όλο συντονισμό της, αναλαμβάνει η διοίκηση του Κλιμακίου της Χης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ από τους αντισυνταγματάρχη Διονύση Καράντζο,  (Μελά) και Χρήστο Μόσχο (Πέτρο). Επίσης μετέχει στην επιχείρηση η διοίκηση του 30ου Συντάγματος που αποτελούνταν από τον ταγματάρχη Φώτη Ζησόπουλο (Παππού) και τον πολιτικό επίτροπο Γιάννη Καριοφύλλη (Στάθη). Συμμετέχει και ομάδα κομάντος, με επικεφαλής το σύνδεσμο της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής στο 30ο Σύνταγμα, ταγματάρχη Τζακ Τζόνσον.


Όπως εξιστόρησε παραστατικά ο Θανάσης Μητσόπουλος:


«Στις 3:30 το πρωί, ακούστηκε μία τρομακτική έκρηξη και η αμαξοστοιχία τινάχτηκε στον αέρα. Τα βαγόνια πετάχτηκαν τρίζοντας έξω από τις ράγες. Ακολούθησε σκληρή και πεισματική μάχη από βαγόνι σε βαγόνι με τη γερμανοϊταλική φρουρά που συνόδευε την αμαξοστοιχία.

Η μάχη κράτησε περίπου μία ώρα. Ο εχθρός συντρίφτηκε ολοκληρωτικά. 160 στρατιώτες και αξιωματικοί του εχθρού σκοτώθηκαν. Πιάσαμε 60 αιχμαλώτους. Η αμαξοστοιχία (2 ατμομηχανές, 28 βαγόνια, 2 σκευοφόρες, 6 αυτοκίνητα και 8 κάρα βλητοφόρα) πυρπολήθηκε ολόκληρη. Η συγκοινωνία διακόπηκε 24 ώρες. Πήραμε λάφυρα: 3 βαριά πολυβόλα, 4 οπλοπολυβόλα και ατομικό οπλισμό με άφθονα πυρομαχικά. Επίσης, άφθονο υγειονομικό υλικό και χειρουργικά εργαλεία ολόκληρου ορεινού γερμανικού χειρουργείου, και 22 μουλάρια ειδικού φόρτου που γλύτωσαν από τη φωτιά.

Την ίδια μέρα, λίγο πιο πέρα από το μέρος που ανατινάχθηκε και κάηκε η αμαξοστοιχία αυτή, τμήματά μας χτύπησαν και δεύτερη γερμανική θωρακισμένη αμαξοστοιχία που έσπευσε σε ενίσχυση της πρώτης. Τα τμήματα κάλυψης της επιχείρησης, καθήλωσαν τη θωρακισμένη αυτή αμαξοστοιχία και την ανάγκασαν να γυρίσει πίσω».

Για τη σημαντική εκείνη επιτυχία των ανταρτών του ΕΛΑΣ, τη μεγαλύτερη ίσως που σημειώθηκε σε όλη τη χώρα την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης κατά των κατακτητών, έγραψε η εφημερίδα του ΕΑΜ Μακεδονίας-Θράκης Ελευθερία, στην επέτειο ενός έτους από τη διεξαγωγή της:

«Το νέο καρτέρι, στήθηκε στο ίδιο μέρος, 200 μόλις μέτρα πιο πάνω από την προηγούμενη θέση. Σ’ αυτή μας την επιχείρηση πήραν μέρος και 40 Αγγλοαμερικανοί κομάντος, με επικεφαλής τον Νοτιοαφρικανό λοχαγό Κράνικ.

Το πρωί της 5ης προς 6η Αυγούστου 1944, μία τεράστια αμαξοστοιχία τραβάει αγκομαχώντας από το πολύ φορτίο το δρόμο του θανάτου. Το τρένο φθάνει, μόνο 20 μέτρα έμειναν, τώρα ένα μέτρο ακόμη, ένα χιλιοστό. Μια τεράστια αγωνία μας καταλαμβάνει όλους μας. Και να, μία φλόγα ανεβαίνει στον ουρανό. Βροντές, αστραπές, ουρλιαχτά πόνου, κραυγές απελπισίας, κομμάτια από χέρια, πόδια, κεφάλια τινάζονται ψηλά. Οι ηρωϊκοί αντάρτες μας μεσ’ στην αντάρα της μάχης και τον χαλασμό, χτυπάνε αλύπητα τους Ούνους, τρέχουν με αφάνταστη ορμή, πηδούν στα βαγόνια, χτυπούν, τσακίζουν κάθε αντίσταση και πιάνουν αιχμαλώτους όσους δεν βρήκε ο Χάρος στην τρομερή αυτή συμφορά.  175 πτώματα μετρήθηκαν, και πιάστηκαν 63 αιχμάλωτοι στη φοβερή αυτή σύγκρουση, ενώ πήραμε λάφυρα 40 μουλάρια, 235 όπλα, πολλά πιστόλια, φαρμακευτικό υλικό μιας Μεραρχίας,  εργαλεία  δύο χειρουργείων, πολύ ιματισμό και άλλα είδη. 

Για τη μεγάλη μας αυτή επιτυχία, το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, έστειλε συγχαρητήρια για την ανδρεία και την τόλμη που έδειξαν οι αντάρτες…».


Στη μάχη του Μουχαρέμ Χάνι, έλαβαν μέρος το 2ο Τάγμα του 30ου Συντάγματος, με διοικητή τον καπετάν Κατσώνη, το 1ο Τάγμα του 16ου Συντάγματος με διοικητή τον καπετάν Μαύρο και το 3ο Τάγμα του 53ου Συντάγματος με διοικητή τον Σεραφείμ Καρασάββα. Στην επιχείρηση πήρε επίσης μέρος και ο διοικητής της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Χρήστος Μόσχος (καπετάν Πέτρος).

Από εκδήλωση στο Μουχαρέμ Χάνι της ΠΕΑΕΑ Έδεσσας


Η εξιστόρηση από τον αντάρτη Βασ. Ιωακειμίδη


Ένας από τους αντάρτες που μετείχαν σ’ εκείνη τη σκληρή όσο και ηρωϊκή επιχείρηση, ήταν ο επιλοχίας της 3ης Διμοιρίας του Τρίτου Τάγματος, Βασίλης Ιωακειμίδης, που περιέγραψε τη συγκλονιστική εμπειρία που έζησε. Όπως έγραψε:

«Σύνθημα για την έναρξη της επιχειρήσεως, θα ήταν τρεις κόκκινες φωτοβολίδες που θα έριχνε ο καπετάνιος της Μεραρχίας μας, Πέτρος, που ήλθε στην περιοχή μας γι’ αυτή την επιχείρηση. Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες, ακούεται από μακριά το σφύριγμα του τραίνου. Η αγωνία μας τελειώνει. Σε λίγο, ένα μεγάλο μαύρο φίδι σέρνεται πάνω στις γραμμές και μπαίνει στον κλοιό μας.

Σφυρίζει περνώντας τη στενωπό και μόλις η μηχανή έφτανε στην ανατολική έξοδο της στενωπού ρίχνονται οι τρεις κόκκινες φωτοβολίδες. Τα συμμαχικά μπαζούκας καταστρέφουν τις δύο ατμομηχανές μπρος και πίσω που είχε το τραίνο. Το μαύρο θεριό, μένει ακίνητο. Ένας πανζουρλισμός πυρών, αρχίνησε επάνω στο τραίνο από τους λόχους εξορμήσεως. Σε λίγο η σάλπιγγα, σημαίνει για μας προχωρείτε... προχωρείτε...

Γίνεται η εξόρμησή μας. Προτού βρούμε αντίσταση, τρέχουμε σαν να πάμε σε πανηγύρι, φωνάζοντας «Αέρα». Ο ενθουσιασμός μας γίνεται ακόμα μεγαλύτερος όταν βλέπουμε όλοι μας επάνω στη σκεπή της αμαξοστοιχίας να τρέχει σαν φαντομάς, κρατώντας από ένα πιστόλι σε κάθε χέρι, τον καπετάνιο της Μεραρχίας Πέτρο. Βλέπει από εκεί επάνω τις φωλιές αντιστάσεως που πάνε να κάνουν οι Γερμανοί απ’ τη δεξιά πλευρά του τραίνου, καθώς  πετάχτηκαν έξω, ρίχνει προς αυτούς συνέχεια, ενώ φωνάζει σε μας με πολύ προφύλαξη: «Ανεβείτε στο τραίνο επάνω».

Σκέφθηκα αστραπιαία τη διαφορά διοικήσεως, γενναιότητας των ηγητόρων μας. Ένας Μέραρχος ολόκληρος του λαϊκού μας στρατού, πρώτος και καλύτερος απ’ τον απλό αντάρτη αγωνιστή, όρμησε και ανέβηκε πρώτος επάνω στο τραίνο κρατώντας δυο πιστόλια. Τι αυτοπεποίθηση, τι ηρωισμό και τι παράδειγμα ενεργείας έδειχνε εκείνη η πράξη του σε μας τους αγωνιστές. Σε αντίθεση με τη θέση που θα είχε ένας Μέραρχος του αστικού στρατού, που  κρατώντας τα κιάλια του στα χέρια, θα παρακολουθούσε την εξέλιξη της επιχείρησης από πολύ μακριά».


Πολύτιμο υλικό στα χέρια των ανταρτών


Αποτέλεσμα εκείνης της επιχείρησης, ήταν αφενός μεν να προμηθευτούν με παπούτσια οι αντάρτες, καθώς η υπόδησή τους ήταν με τσαρούχια και αφετέρου να πέσει στα χέρια τους πολύτιμο όσο και δυσεύρετο υγειονομικό υλικό, που οι Γερμανοί κατακτητές ετοιμάζονταν να το προωθήσουν στη χώρα τους. Σύμφωνα πάντα με τον Ιωακειμίδη:

«Σε μεγάλα κοφίνια που μαζεύουν καπνά οι καπνοπαραγωγοί, είχαν τις ασπιρίνες, κινίνα, αντιπυρίνες, σε ξύλινες κάσες τις ενέσεις, σορόπια, χάπια, χάρτινα τόπια από βαμβάκι, γάζες και τσιρότα και πολλά άλλα είδη υγειονομικού υλικού που το έκαναν πλιάτσικο οι Γερμανοί. Οι γιατροί του συντάγματος και των ταγμάτων, μαζί με τους νοσοκόμους ταξινομούσαν τα είδη και τα φορτώσαμε σε οκτώ βοϊδόκαρα, φίσκα φορτωμένα που πήγαν όλο το υγειονομικό υλικό στις ελεύθερες πλέον περιοχές μας. Γυρνώντας στο λημέρι μας, διακόσοι και πλέον αντάρτες, που ήμασταν ακόμα με τα τσαρούχια, παπουτσωθήκαμε απ’ τους σκοτωμένους και αιχμαλώτους Ιταλούς και Γερμανούς».

Συνολικά στις μάχες του Μουχαρέμ – Χάνι, το τίμημα για τους ένδοξους μαχητές του ΕΛΑΣ, ήταν ο ηρωικός χαμός 18 παλικαριών του.


Νεκρός και ο Εβραίος ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ


Στην μάχη αυτή σκοτώθηκε ο εβραϊκής καταγωγής έφεδρος ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Μάρκος Αλμπέρτο Καράσσο. Ο ελασίτης ανθυπολοχαγός γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά το Γενάρη του 1943. Ο ίδιος αποφάσισε να μην ακολουθήσει την μοίρα των υπόλοιπων Εβραίων της Θεσσαλονίκης και τον Μάρτη του 1943 βγήκε στο βουνό. Με απόφαση της ΠΕΕΑ προήχθη σε έφεδρο ανθυπολοχαγό για την εξαιρετική του ανδρεία στις μάχες του ΕΛΑΣ κατά των γερμανοφασιστών. Έπεσε πολεμώντας σώμα με σώμα έχοντας σημαντική συμβολή στην επιτυχή έκβαση της επιχείρησης.


Πηγή: εδώ