"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Σαν σήμερα διαλύεται από το ΔΣΕ η συμμορία Μπαντουβά


Σαν σήμερα,  στις 30/6/1947, μετά από σκληρές τριήμερες μάχες ο ΔΣΕ Κρήτης χτυπά και διαλύει δυνάμεις της χωροφυλακής και των συμμοριών των Μπαντουβά και Κατσιά που δρούσαν στην επαρχία Αμαρίας (Ψηλορείτης). Ο ΔΣΕ βρισκόμενος στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής - Μερώνα και Μοναστηρακίου βρέθηκε στις 27/6/47 αντιμέτωπος με ισχυρές δυνάμεις χωροφυλακής και παρακρατικών βενιζελικών συμμοριών του Μπαντουβά και Κατσιά. Η ομάδα του ΔΣΕ στην περιοχή αριθμούσε περίπου 120 -140 αντάρτες και είχε επικεφαλής της τον καπετάν Ποδιά (Γιάννης Ποδιάς), εμπειροπόλεμο και ιδεολογικά εξοπλισμένο στέλεχος του ΔΣΕ. Η ομάδα Ποδιά είχε συμπληρωθεί από τον Θεόφιλο Τρουλλινό, ως ομαδάρχη, τον δικηγόρο Γεώργιο Σμπώκο και τον γιατρό Μιχάλη Χριστοφοράκη. Η ομάδα ποδιά ενήργησε με κίνηση "τανάλια" και συνέτριψε τις αντίπαλες δυνάμεις προκαλώντας τους 28 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Η σύγκρουση κράτησε πρακτικά τρεις ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων ο ΔΣΕ Κρήτης ανέτρεψε από τις θέσεις τους τους παρακρατικούς και τους χωροφύλακες και τους κυνήγησε στις πεδινές περιοχές του νησιού.


Από τη στιγμή εκείνη η συμμορίες Μπαντουβά και Κατσιά περιόρισαν τη δράση τους στις πόλεις και τα χωριά, στρεφόμενοι ενάντια στον ντόπιο άμαχο πληθυσμό, τον κρητικό λαό και ευρύτερα το κρητικό λαϊκό κίνημα. 


Οι βενιζελικοί οπλαρχηγοί και ο Εμφύλιος στην Κρήτη



Στις 11 του Μάη ο Μπαντουβάς και οι υπόλοιποι βενιζελικοί οπλαρχηγοί κυκλοφόρησαν «προκήρυξιν προς τον κρητικόν λαόν», με την οποία τον πληροφορούσαν ότι «εις την καταβαλλομένην προσπάθειαν του έθνους ήρχοντο συνεπίκουροι και βοηθοί των νομίμων αρχών του κράτους, τασσόμενοι υπό τας διαταγάς και παρά το πλευρόν των διά την πάταξιν της ανταρσίας». Ο νομάρχης προσπάθησε να αντιδράσει στην πρωτοφανή αυτή ενέργεια των οπλαρχηγών και δήλωσε ότι «θα πατάξη κάθε ένα, που θα οπλισθή με το πρόσχημα ότι θα κτυπήση την ανταρσίαν» - πολύ γρήγορα, όμως, αντελήφθη την κατάσταση και δεν προχώρησε σε καμιά ενέργεια κατά των βενιζελικών «καπεταναίων», όταν αυτοί επικήρυξαν ως ληστές με δέκα εκατομμύρια δραχμές τον καθένα, τον Ποδιά και μαζί του δυο άλλα δυναμικά στελέχη των ανταρτών - τον Παπά και τον Ρουκουνάκη.

Η ομάδα του Ποδιά, ωστόσο, συνέχισε τη δράση της στην Ανατολική Κρήτη και είχε ορισμένες επιτυχίες. Ετσι, στις 14 και στις 15 του Μάη, χτύπησε παρακρατικούς του Μπαντουβά και στρατιώτες στη θέση του «Ξινογιώργη η Κορφή», στις 23 του ίδιου μήνα κέρδισε μικρή μάχη με χωροφύλακες στο χωριό Κασάνοι του Ηρακλείου και στις 18 του Ιούνη αναμετρήθηκε με τον εχθρό και του προκάλεσε φθορές στη θέση Μαύρος Κόλυμπος του Λαρανίου, χωριού του Ποδιά. Στις 27 του ίδιου μήνα, όμως, ομάδα δέκα ανταρτών της περιοχής υπό τον Βασίλη Πλαγιωτάκη καταστράφηκε από μονάδα του Μπαντουβά στο βουνό της Σμπάρου, όπου είχε σταλεί, για να δημιουργήσει μικρό αντάρτικο συγκρότημα.

Την ίδια εποχή στο δυτικό τμήμα του νησιού είχαν ήδη αναπτυχθεί τρία ισχυρά αντάρτικα συγκροτήματα. Το πρώτο από τα συγκροτήματα αυτά δρούσε στην περιοχή Κισσάμου και Σελίνου, με αρχηγό τον Γ. Κοδέλα, το δεύτερο στην Κυδωνία, με επικεφαλής τον Γιάννη Μπαντουρογιάννη και τον Πίσσα, και το τρίτο στον Αποκόρωνα, με ηγέτη τον Γ. Σπανουδάκη ή Χειμώνα.

Παράλληλα, δρούσαν στις ίδιες περιοχές και μικρές ανεξάρτητες ομάδες, καθώς και ομάδες αυτοάμυνας - ενώ σε ώρα ανάγκης μπορούσαν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού της Δυτικής Κρήτης να ενισχυθούν με τριακόσιους επιπλέον ενόπλους μόνο στον παλαιό Δήμο του Πελεκάνου της επαρχίας του Σελίνου.

Το αντάρτικο στην Κρήτη τον Απρίλη του 1947 είχε ξεφαντώσει. Στον Αποκόρωνα, στην Κυδωνία, στον Κίσσαμο, στο Σέλινο, παντού υπήρχαν αντάρτικες ομάδες και άρχιζαν τη δράση. Στα ορεινά μέρη καταλάβαιναν τους σταθμούς (χωροφυλακής), έκοβαν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και γενικά (τα μέρη αυτά) ήταν υπό τον έλεγχό τους. Ακουγε ο κόσμος για τη δράση του αντάρτικου στην ηπειρωτική Ελλάδα και έπαιρνε θάρρος. Η κυβέρνηση έκανε επιστράτευση και πολλοί στρατιώτες δεν πήγαιναν στο στρατό, αλλά λιποταχτούσαν. Αλλοι έρχονταν στις αντάρτικες ομάδες και άλλοι γύριζαν στα χωριά τους.

Το Δημοκρατικό Στρατό της Κρήτης αποτελούσαν εμπειροπόλεμα συγκροτήματα σε όλη σχεδόν την έκταση του νησιού. Στο συγκρότημα μάλιστα του Νομού Χανίων ήταν ενσωματωμένη μια ξεχωριστή διμοιρία γυναικών, με επικεφαλής την Γεωργία Σκευάκη, καθώς και μια ομάδα της Δημοκρατικής Νεολαίας, η οποία είχε πάρει μέρος σε όλες τις επικίνδυνες αποστολές και σε όλες τις αποφασιστικές συγκρούσεις, που είχαν κατά καιρούς σημειωθεί στην περιοχή.

Η πιο εντυπωσιακή επιχείρηση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη ήταν εκείνη στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, όπου υπήρχε λόχος εκατό σμηνιτών. Ισχυρή δύναμη ανταρτών είχε κατέβει στο χωριό Πρασέ με τρία αυτοκίνητα, είχε καταλάβει θέσεις γύρω από το αεροδρόμιο και στη συνέχεια είχε στείλει μια μικρή ομάδα από δέκα άνδρες μέσα σ' αυτό, για να καλέσουν τη φρουρά να προσχωρήσει στις γραμμές τους. Προσχώρησαν με προθυμία 64 σμηνίτες, οι οποίοι, αφού φόρτωσαν στα αυτοκίνητα της αεροπορικής βάσης όλο τον οπλισμό της μονάδας τους - και μεταξύ των άλλων τρία βαριά πολυβόλα και τον ασύρματο - κατευθύνθηκαν μαζί με τους αντάρτες προς την Κακόπετρα, όπου ήταν η έδρα του Δημοκρατικού Στρατού της περιοχής.


Οι στάβλοι του Μπαντουβά


ια την αντιμετώπιση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη η κυβέρνηση της Αθήνας υποχρεώθηκε, τελικά, να μεταφέρει στη Μεγαλόνησο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Φραγκιαδάκη. Παράλληλα, ενίσχυσε την εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες, των οποίων η εγκληματική δράση ήταν ήδη πλούσια στο νησί.

Σε κάποια από τις προσωπικές μαρτυρίες αυτές αναφέρεται σχετικά:

«Για να κάμψουν το δημοκρατικό φρόνημα του κρητικού λαού το κράτος και το παρακράτος των Μπαντουβάδων εξαπόλυσαν βάρβαρη και αιματηρή τρομοκρατία. Ομαδικές συλλήψεις, μεσαιωνικοί βασανισμοί, εκτελέσεις και δολοφονίες αγωνιστών απλώθηκαν σε όλους τους νομούς του νησιού.
Οι "στάβλοι του Μπαντουβά" ήταν η Μακρόνησος της Κρήτης. Εκατοντάδες αντιστασιακοί και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι πέρασαν από τους "στάβλους" αυτούς. Εκεί δολοφονήθηκε, όντας αιχμάλωτος, ο Γιάννης Ρουκουνάκης. Εκεί, επίσης, δολοφονήθηκαν η παιδαγωγός και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, η Μαρία Δρανδάκη, ο γεωπόνος Μιχάλης Λαμπράκης (και πολλοί άλλοι αγωνιστές). Στις 12 του Ιούνη 1947, εξάλλου, πέθανε στην Ασφάλεια Ηρακλείου, ύστερα από βασανιστήρια, ο Στρατής Περγαλίδης, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ενώ σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εργατών για τη σύλληψή του δολοφονήθηκαν οι αδελφοί Χρήστος και Κώστας Χατζηγεωργίου»


Mαρτυρίες από τον Εμφύλιο και την Κατοχή στη Σάμο



Αντιγόνη Τζίχα -Σβερκίδου

"Με λένε Αντιγόνη Τζίχα (Σβερκίδου) και είμαι από το χωριό Βουρλιώτες... Πριν αρχίσει ο εμφύλιος...  επετέθηκαν μια βραδιά με πέτρες στον αδερφό μου...αναγκάστηκε να κρυφτεί στο Παλαιόκαστρο σε κάποιον Μπαλωμένο. Στο χωριό ερχόταν κάθε μέρα οι Μάυδες στις μια και μας ξύπναγαν...μας έσπαγαν τα νεύρα....στο χωριό δεν είχε βγει κανένας στο βουνό. Με βρήκε κάποιος -δεν θυμάμαι τώρα ποιος ήταν- και μου λέει."Πήγαινε στο καφενείο του Τζίχα να ειδοποιήσεις το Σταμάτη να φύγουμε απόψε".

Περιγράφει στην συνέχεια φυλάκιση,  την αμνηστία του Σοφούλη, τον θάνατο του αδερφού της το ΄49, Γάμος , δέσμευση περιουσίας τους  το ΄51, εξορία στα Γιούρα του άντρα της, αγώνα για να μεγαλώνει τα παιδιά της, και σε κάποιο σημείο αναφέρει.: Οι πιέσεις ήταν μεγάλες, ήταν η αιτία που έβγαλε τους ανθρώπους στο βουνό.


Θωμαή Βακάκη-Μουστάκα 


"Ο πατέρας μου είχε αντιρρήσεις για τις κινήσεις του αδερφού μου, γιατί όλα τα χρόνια ήταν βασιλικός. Τα δυο αγόρια,ο Γιάννης και ο Μιλτιάδης (Βακάκης) είχαν ενταχθεί στο λαϊκό αριστερό κίνημα. Εγώ ήμουνα μικρή και δεν ήξερα πολλά πράγματα, δεν είχα καμία ανάμιξη. Μια μέρα ήρθε στο καλύβι μας ο Γιώργος Αγαθός από τα Κοντέικα, στέλεχος της Αριστεράς ....συζήτηση με τον Μιλτιάδη..."Μιλτιάδη εσύ τι κάνεις; εγώ  την ομάδα μου την ετοίμασα"......Ύστερα από λίγες μέρες   πληροφορήθηκε την ένταξη του Μιλτιάδη στο Αντάρτικο.

Εγώ δεν είχα καμία σχέση με τις ομάδες, δεν με άφηναν επειδή ήμουν μικρή. Μόνο σε μια πολιτιστική εκδήλωση πήρα μέρος, σε μια θεατρική παράσταση γιατί μου είχαν δώσει έναν μικρό ρόλο. Την τελευταία μέρα όμως αρρώστησα και με αντικατέστησε άλλη"

 Περιγράφει στην συνέχεια ανάλογες ταλαιπωρίες με φυλακίσεις ξυλοδαρμούς μεταγωγή στο Βαθύ, κρατήσεις μέσα σε καπναποθήκες Ερμαν και Σούτου, όπου τυχαία διαβάζει σε μια εφημερίδα  "Συνελήφθη ο αρχισυμμορίτης Μιλτιάδης Βακάκης" που τελικά   σκοτώθηκε.

Οι ταλαιπωρίες της συνεχίζονται.  Επιζεί γιατί συχνά ο γιατρός Γιάννης Σπύρου μεσολαβεί ώστε να μεταβαίνει στο νοσοκομείο για να αναρρώνει από την εξάντληση και ο οποίος μεσολαβεί και για την αποφυλάκισή της. Ο πατέρας της ήταν ακόμα υπό επιτήρηση και η μητέρα της ακόμα φυλακισμένη στις φυλακές Αβέρωφ.

Πηγή εδώ

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Στρατής Γζωντέλης ή Τινός





Πολλές είναι οι οικογένειες που έδωσαν βροντερό «παρών» στους αγώνες του λαού μας για λευτεριά, δημοκρατία, σοσιαλισμό, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος και υφιστάμενες μύρια όσα μαρτύρια στις φυλακές και στις εξορίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και των «πέτρινων χρόνων» της μετεμφυλιακής περιόδου. Μια τέτοια ήταν και η οικογένεια του Ιωάννη Ευστρατίου Γζωντέλη ή Τινού (1879-12/11/1924) και της Ελένης το γένος Βασιλείου Βαγιάνα (1875-30/1/1955), από την Αγιάσο.

Πρωτότοκος ο γιος τους Ευστράτιος (1908-1/9/1948) και ακολουθούσαν η Μαριάνθη  αργότερα δεύτερη σύζυγος Κωνσταντίνου Τζιτζίνα (1909-8/9/1972), η Ευστρατία (1912-11/1/12001), ο Οδυσσεύς (1915-14/5/1984) και η Βλοτίνα μετέπειτα σύζυγος Μιχαήλ Ξενέλλη (1922-20/5/2005).

Στην αγροτική θέση «Πατούδ’ ή Μπορός» είχαν κτήμα όπου την περίοδο της κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης έκρυβαν όπλα. Μετά την απελευθέρωση και τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία ο Στρατής βγήκε αντάρτης στο βουνό. Την 1η του Σεπτέμβρη 1948 ένα απόσπασμα ανέβαινε από την «πατουμένη» της Καρήνης στην Αγιάσο και τον εντόπισε στο κτήμα του μαζί με το συγχωριανό του αντάρτη Στρατή Ανεζίνο. Σύμφωνα με μαρτυρία κάποιου εθνοφύλακα, ένας εκπαιδευμένος σκοπευτής του αποσπάσματος σκότωσε τον Τινό. Ταυτόχρονα τραυμάτισαν και συνέλαβαν τον Ανεζίνο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το απόσπασμα έστησε ενέδρα έξω από το κτήμα του ύστερα από προδοσία, πράγμα που οδήγησε λίγες μέρες αργότερα στη φυσική εξόντωση των φερόμενων ως προδοτών. Η σορός του Τινού εκτέθηκε σε δημόσιο θέαμα στην πλατεία αγοράς της Αγιάσου, για χλεύη και διασυρμό του αγωνιστή, αλλά και για εκφοβισμό του λαού. Η φωτογραφία που σώθηκε αποτελεί αψευδή μαρτυρία της διαπόμπευσης των νεκρών αγωνιστών από παρακρατικούς και δείχνει την ηθική κατάντια τους και την απάνθρωπη αγριότητα του εμφυλίου πολέμου. Έθεσαν το άψυχο κουφάρι πάνω σε μια καρέκλα, πέρασαν τη φανέλα του πάνω από την πλάτη της καρέκλας για να σταθεροποιήσουν το νεκρό σώμα, κι έβαλαν τσιγάρο στο στόμα του και στα χέρια του εφημερίδα. Αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής μας κατέθεσε ότι εκείνη την ώρα πέρναγε από την πλατεία το απόσπασμα της Αγιάσου που επέστρεφε από εκκαθαριστική επιχείρηση. Ο επικεφαλής μοίραρχος Μάλλιος καυτηρίασε τη συμπεριφορά των «εθνικοφρόνων» και τους είπε «Τώρα που είναι νεκρός τον διαπομπεύετε. Αν δεν τον φοβόσασταν, γιατί δεν πήγατε να τον πολεμήσετε πάνω στο βουνό;»

Η μικρότερη αδερφή του Στρατή, Βλοτίνα, εκτοπίστηκε από το Φλεβάρη του 1947 μέχρι το Σεπτέμβρη του 1948, αρχικά στη Χίο και μετά στην Ικαρία. Στην εξορία στάλθηκαν επίσης οι αδελφές του Ευστρατία και Μαριάνθη, καθώς και ο άντρας της Κώστας Τζιτζίνας (γαμπρός του Τινού). Αφέθηκαν ελεύθεροι μόνο όταν σκοτώθηκε ο Στρατής.

Ο Οδυσσέας Τινός πιάστηκε το 1946 και καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Μυτιλήνης. Κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας, μετά εξορίστηκε στα Γιούρα και στη συνέχεια στάλθηκε στις φυλακές Χαλκίδας, απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1953. Το 1952 είχε μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια δεσμά με τα μέτρα επιείκειας του Ν. Πλαστήρα.



Γιώργος Σαμαρίδης (Λογοθέτης) ένας ήρωας της Λέσβου


Ο Γιώργος Σαμαρίδης γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1911 στον Πολιχνίτο της Λέσβου μέλος μιας πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας. Μετά την ολοκλήρωση των εγκυκλίων σπουδών του εισήχθη το 1928 στη Σχολή Ευελπίδων και μετά από τετραετή φοίτηση, ορκίστηκε το 1932 ως ανθυπολοχαγός πεζικού ενώ παράλληλα τοποθετήθηκε στη Σχολή ως καθηγητής τακτικής. Το 1935 λαμβάνει μέρος στο αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του Μαρτίου με αποτέλεσμα την απόταξή του από το στράτευμα στο οποίο επανήλθε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941. Στο μέτωπο γίνεται διοικητής πυροβολαρχίας.

Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας ως συνέπεια της γερμανικής εισβολής, όντας πια λοχαγός θα συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Λογοθέτης» από τη θέση του αυτή πήρε μέρος σε πλείστες όσες αποστολές στο ελληνικό έδαφος αλλά και στη Μέση Ανατολή. Συγκεκριμένα, υπηρέτησε αρχικά ως επιτελάρχης στην I Μεραρχία του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας και έπειτα μετατέθηκε με την ίδια ιδιότητα στην II Μεραρχία Αττικοβιωτίας όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της Κατοχής.

Με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας, ο Σαμαρίδης θα γνωρίσει τις διώξεις του αστικού αγγλόδουλου κράτους. 

Το 1945 τοποθετήθηκε εξαιτίας της συμμετοχής του στον ΕΛΑΣ, στον Β' Πίνακα αξιωματικών με συνέπεια τον εκτοπισμό του αρχικά στη Φολέγανδρο και εν συνεχεία στη Νάξο από όπου και απέδρασε στις 15 Απριλίου 1947 μαζί με άλλους 11 αξιωματικούς.

Έτσι και ο Γιώργος Σαμαρίδης πιάστηκε μαζί με άλλους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Από εκεί μεταφέρθηκαν στη Νάξο. Στις 15 (σύμφωνα με άλλη πηγή στις 16) Απριλίου του 1947, μέρες του Πάσχα, μια ομάδα δώδεκα αξιωματικών με επικεφαλής τον Δ. Κούκουρα δραπέτευσαν από τη Νάξο, με σκοπό να προσχωρήσουν στα τμήματα του ΔΣΕ. Ανάμεσά τους κι ο Γιώργος Σαμαρίδης. Ο Δ. Κούκουρας,  πρωτοπόρος κομμουνιστής και λαϊκός αγωνιστής, και ο λοχαγός πυροβολικού Κίμωνας Χατζημιχαλάκης πιάστηκαν κοντά στην Αταλάντη και καταδικάστηκαν ο πρώτος σε θάνατο κι ο δεύτερος σε ισόβια δεσμά από το Στρατοδικείο της Λαμίας. Ο Κούκουρας εκτελέστηκε στην Ξηριώτισσα στις 13 Ιουνίου 1947.

Η απόδραση των 12 εξόριστων αξιωματικών του ΕΛΑΣ έφερε ταραχή στους κυβερνητικούς κύκλους και είχε γενικότερη σημασία για τον ένοπλο αγώνα. Στο νεογέννητο αντάρτικο η συμβολή τους ήταν αποφασιστική. Τοποθετήθηκαν σε καίρια πόστα. Ανέλαβαν ευθύνες σε διοικήσεις κι επιτελεία μεγάλων μονάδων. Συντέλεσαν στο να γίνει ο ΔΣΕ τακτικός στρατός. Να συνδυάζει την τακτική του τακτικού στρατού με τον ανταρτοπόλεμο. Να δίνει εκ παρατάξεως μεγάλες μάχες. Να καταλαμβάνει πόλεις. Να διεξάγει επιχειρήσεις και ελιγμούς στρατηγικής σημασίας. Και σε κάποια στιγμή - όπως στο Γράμο και στο Βίτσι το 1948 – να φέρνει τον αντίπαλο στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ώστε να αγωνιούν οι κυβερνώντες «μήπως έχουμε νέα Μικρασιατική Καταστροφή». Και να απειλεί ο στρατηγός Βαν Φλιτ «να τους κόψει την αμερικάνικη βοήθεια», να τους παρατήσει και να φύγει.

Με την προσχώρησή του στον ΔΣΕ λαμβάνει από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση των ανταρτών το βαθμό του ταγματάρχη και τοποθετείται αρχικά ως επιτελάρχης του Γενικού Στρατηγείου του ΔΣΕ και κατόπιν ως επιτελάρχης της Μεραρχίας Δυτικής Μακεδονίας καθώς και εκπαιδευτής της Σχολής Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου έγιναν και δυο μεγάλες στρατιωτικοπολιτικές πανελλαδικές συσκέψεις του ΔΣΕ στο Βίτσι. Η πρώτη το Γενάρη του 1948 με εισηγητή το Νίκο Ζαχαριάδη και η δεύτερη το Μάρτη του 1949 με εισηγητή το Βασίλη Μπαρτζιώτα. Ο Γιώργος Σαμαρίδης ήταν παρών και στις δυο.

Υπηρέτησε στο επιτελείο του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και κατόπιν ως επιτελάρχης της Μεραρχίας Δυτικής Μακεδονίας του ΔΣΕ και εκπαιδευτής της Σχολής Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ). Μετά την ορκωμοσία των Ανθυπολοχαγών της Δ΄ Σειράς της ΣΑΓΑ αποφασίστηκε η διάλυσή της, αφού είχε εκπαιδεύσει περίπου 1.500 στελέχη τα οποία αξιοποιήθηκαν σε υπεύθυνες θέσεις των μονάδων του ΔΣΕ. Σύντομα όμως και επειδή έμπαινε στόχος η οργανωτική ανασυγκρότηση (δημιουργία Μεραρχιών) του ΔΣΕ και η μετατροπή του ουσιαστικά σε τακτικό στρατό, αποφασίστηκε η επαναλειτουργία της Σχολής και ανανεώθηκε η διοίκηση της Ε΄ Σειράς που την αποτελούσαν: Διοικητής ο Νίκος Ακριτίδης (Κόλιας), Πολιτικός Επίτροπος ο Πάνος Δημητρίου, Επιτελάρχης ο Γιώργος Βαλαχάς (Φωτεινός), Διευθυντής Σπουδών ο Γιώργος Σαμαρίδης (Λογοθέτης) με βοηθό του το Γιώργο Μυλωνά και Στρατολόγος-Τοπογράφος ο Γιώργος Βυθούλκας. Η εκπαίδευση γινόταν με βάση το πρόγραμμα των προηγούμενων Σειρών εμπλουτισμένο με την πείρα των επιχειρήσεων στο Γράμο και της ολοκλήρωσης του ελιγμού στο Βίτσι. Τα μαθήματα άρχισαν στις αρχές Νοέμβρη του 1948 στο χωριό Λαιμός της Πρέσπας όπου συγκεντρώθηκαν περί τους 650 μαθητές.

Μετά τη μάχη της Φλώρινας η Σχολή ανασυγκροτήθηκε και ονομάστηκε Ταξιαρχία με την εξής διοίκηση: Διοικητής ο Νίκος Ακριτίδης (Κόλιας), Πολιτικός Επίτροπος ο Πάνος Δημητρίου, Επιτελάρχης ο Γιώργος Βαλαχάς (Φωτεινός), Διευθυντής Σπουδών ο Γιώργος Σαμαρίδης (Λογοθέτης), Διοικητής Ι Τάγματος ο Γιώργος Νικολάου (Νώντας), Διοικητής ΙΙ Διλοχίας ο Χριστόφορος Μπουροζήκας, Διοικητής ΙΙΙ Διλοχίας ο Ζήσης Ζιώκας. Η εκπαίδευση ήταν εντατική ώστε η Σχολή να λάβει ενεργά μέρος στη σχεδιαζόμενη ανακατάληψη του Γράμου. Από τις 19 Μαρτίου 1949 Διοικητής της ΣΑΓΑ ορίστηκε ο Αλέκος Ρόσιος (Υψηλάντης) με Υποδιοικητή το Νίκο Ακριτίδη (Κόλια).

Πήρε μέρος στις μάχες για την ανακατάληψη του Γράμου που διεξήχθησαν τον Απρίλη – Μάη του 1949. Ο πετυχημένος αυτός επιθετικός ελιγμός μετρίασε την αρνητική επίδραση που είχε στο ηθικό των μαχητών του ΔΣΕ η αποτυχία στη Φλώρινα και προκάλεσε νέα ανησυχία και απογοήτευση στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Στην επίσημη ιστορία του ΓΕΣ για τον εμφύλιο πόλεμο αναγνωρίζεται ότι «επετεύχθη πράγματι στρατηγικός και τακτικός αιφνιδιασμός (του κυβερνητικού στρατού)… Εξηναγκάσθησαν αι εθνικαί δυνάμεις να προβούν εις αναδιάταξιν δυνάμεων …Εδημιουργήθη εκ νέου η εστία-βάσις του Γράμμου, όστις μόλις το θέρος του 1948 είχε εκκαθαριστεί διά μακροχρονίου (70 ημερών) αγώνος, πολυδαπάνου εις απωλείας ανθρωπίνου και πολεμικού υλικού και παρέστη ανάγκη νέων αγώνων κατά το 1949 διά την ανακατάληψίν του».

Η Σχολή πραγματοποίησε τον ελιγμό από το Βίτσι στο Σμόλικα κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την ανακατάληψη του Γράμμου. Πολέμησε στο Ταμπούρι και στο Κάντσικο. Παρά τις αφάνταστες δυσκολίες που συνάντησε η ΣΑΓΑ κατά τη διαδρομή από την Πρέσπα στο Σμόλικα παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης και παρά τα λάθη των δυο Διοικητών των Ταγμάτων κατά τη διάρκεια των μαχών στο Κάντσικο και στη Γύφτισσα, οι αξιωματικοί και μαθητές της Σχολής πολέμησαν με αφάνταστο ηρωισμό. Με το αυτόματο στο χέρι έπεσε ο Διοικητής της Σχολής Νίκος Νικητίδης (Κόλιας). Με το αυτόματο στο χέρι στην πρώτη γραμμή σκοτώθηκε στις 13-4-1949 και ο Διευθυντής Σπουδών της ΣΑΓΑ Γιώργος Σαμαρίδης (Λογοθέτης), ο οποίος πάτησε νάρκη. Αρκετά ακόμα στελέχη της Σχολής σκοτώθηκαν σ’ αυτές τις μάχες.


Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση τον προήγαγε σε υποστράτηγο.

Νέο βιβλίο για το ΔΣΕ


Μια ακόμα σημαντική έκδοση από τη «Σύγχρονη Εποχή» θα κυκλοφορήσει στο 25ο Αντιιμπεριαλιστικό Διήμερο της ΚΝΕ. Πρόκειται για την έκδοση «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Συλλογή κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ» που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ προς τιμήν των 70 χρόνων από την έναρξη του αγώνα του ΔΣΕ. Πρόκειται, όπως αναφέρεται και στον τίτλο της, για μια έκδοση που μέσα από μια σημαντική συλλογή ντοκουμέντων και κειμένων από το Αρχείο του Κόμματος - κάποια από τα οποία βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας - φωτίζει βασικές πλευρές που αφορούν τη συγκρότηση και δράση του ΔΣΕ, καθώς και τη στρατηγική του στόχευση, συμβάλλει στο να δοθεί απάντηση στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία, παλιότερη και «σύγχρονη», που στόχο έχουν να συσκοτίσουν την αντικειμενική πραγματικότητα και την ιστορική αλήθεια, να υποτάξουν την εργατική τάξη στα κελεύσματα του κεφαλαίου.

Μέσα από τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κείμενα, σκιαγραφούνται οι συνθήκες της «λευκής τρομοκρατίας» που διαμορφώθηκαν μετά από την κρίσιμη ταξική σύγκρουση το Δεκέμβρη του 1944 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι διώξεις αλλά και ο ανεξάντλητος ηρωισμός και η κομμουνιστική στάση απέναντι στην αστική καταστολή και τις εκτελέσεις, η επίδραση της στρατηγικής του ΚΚΕ στο χρόνο γενίκευσης της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης και την έκβασή της, η επίδραση των ιδεολογικών - πολιτικών επεξεργασιών τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΔΚΚ. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται, επίσης, στο πώς οι ταλαντεύσεις και οι καθυστερήσεις στη γενίκευση της ένοπλης αναμέτρησης επηρέασαν τη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων, αλλά και σε μια σειρά πλευρές της τρίχρονης εποποιίας: στη μορφή και το ουσιαστικό περιεχόμενο της διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών, στη συγκρότηση και το έργο της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, στη ζωή και τη δράση της γυναίκας στον ΔΣΕ, στη διαφώτιση και τη συγκρότηση υγειονομικών μονάδων, στην κομμουνιστική και λαϊκή διανόηση που ανέδειξε τον ηρωισμό των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ.

Ιδιαίτερα χρήσιμο και το «Χρονολόγιο των κυριότερων πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων 1946 - 1949» που φιλοξενείται στην έκδοση, που ολοκληρώνεται με τη δημοσιοποίηση σημαντικών ντοκουμέντων από το Αρχείο του ΚΚΕ: αδημοσίευτες επιστολές του Νίκου Ζαχαριάδη προς τον Ι. Β. Στάλιν και προς την ΚΕ του ΚΚ (μπ.) της Σοβιετικής Ενωσης, επιστολές του Ν. Ζαχαριάδη προς τον Αντρέι Ζντάνοφ, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ (μπ.) και την ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Επίσης, επιστολή του Ν. Ζαχαριάδη προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ από το Βελιγράδι, όπως και επιστολή των Νίκου Ζαχαριάδη - Γιάννη Ιωαννίδη στον Μάρκο Βαφειάδη. Συγκλονιστικό ενδιαφέρον έχουν ιδιαίτερα οι επιστολές του Ν. Ζαχαριάδη προς την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ της ΕΣΣΔ. Πρόκειται για βαρυσήμαντα ντοκουμέντα, στα οποία αποτυπώνονται οι δραματικές συνθήκες στις οποίες διεξαγόταν ο αγώνας του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Κυρίως, όμως, αναδεικνύεται από αυτά η προβληματικότητα των σχέσεων του ΚΚΕ με τα αδελφά ΚΚ, γενικότερα με την Κομινφόρμ. Δημοσιεύεται, επίσης, ολόκληρο το «Σύντομο Πραχτικό» από τα πρακτικά της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ (11-12 Σεπτέμβρη 1947), η οποία αποφάσισε τη μεταφορά του κέντρου βάρους της πάλης του ΚΚΕ στον ένοπλο αγώνα και ενέκρινε το «Σχέδιο Λίμνες», αλλά και μια σειρά από σημαντικά ντοκουμέντα σε φωτογραφική ανατύπωση, καθώς και σημαντικό φωτογραφικό υλικό από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τα παρακάτω κείμενα:

  • "Η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας" του Χάρη Ραζάκου
  • "Φυλακισμένοι και εξόριστοι στα 1945-1949" του Διαμάντη Θεόφιλου
  • "Τα έκτακτα στρατοδικεία 1946-1949 της Δόμνας Κόφφα
  • " Η στρατηγική του ΚΚΕ και ο αγώνας του ΔΣΕ" του Κώστα Σκολαρίκου
  • "Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1946" του Χρήστου Γιώγου
  • "Ο συσχετισμός των δυνάμεων, επιχειρησιακές δράσεις και το ζήτημα των εφεδρειών" του Γρηγόρη Δελημάρη
  • "Η ΠΔΚ. Οι θεσμοί, το νομοθετικό έργο και ο χαρακτήρας της εξουσίας της Φιλιώς Τόλια 
  • "Η γυναίκα στη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ" του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
  • "Η διαφώτιση του ΔΣΕ" του Στρατή Δουνιά
  • " Η υγειονομική υπηρεσία του ΔΣΕ" του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
  • " Η κομμουνιστική και λαϊκή διανόηση στην τρίχρονη δράσητου ΔΣΕ" του Βασίλη Μόσχου
  • " Χρονολόγιο πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων 1946-1949" του Αναστάση Γκίκα



Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Ο Αργύρης Σφουντούρης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Παν. Αιγαίου



Μια σπουδαία μορφή, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ο Αργύρης Σφουντούρης επιζών του Διστόμου.


Ομιλία του Γιώργου Κόκκινου κατά την τελετή αναγόρευσης του Αργύρη Σφουντούρη σε επίτιμο διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Ρόδος, 22 Ιουνίου 2016)



Η επίσημη στρατηγική μνήμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι άλλη, όπως άλλωστε θα αναμενόταν, από την υπέρβαση του διχαστικού, επίμαχου και τραυματικού παρελθόντος των δυο παγκόσμιων πολέμων. Συνοψίζεται εμβληματικά στην φράση-σλόγκαν «Ποτέ πια πόλεμος!».
Πρόκειται για ένα πολιτικό όραμα καταδίκης των πολέμων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που πλέον εκλαμβάνονται ως διαδοχικές φάσεις ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει -τηρουμένων των αναλογιών- μια διαδικασία οιονεί εθνογένεσης εκ των άνω, με μακρές όμως πολιτισμικές ρίζες. Προβάλλει τις προσδοκίες της στο κάτοπτρο του παρελθόντος και θύει στον βωμό της καντιανής «αιώνιας ειρήνης». Οι παλιοί εθνικοί αντίπαλοι αντιμετωπίζονται πλέον σαν ομογάλακτοι αδελφοί.

Παράλληλα, πρόκειται για ένα συναφές πολιτικό όραμα καταδίκης των ολοκληρωτισμών, τα δεινά των οποίων συμψηφίζονται άκριτα με σκοπό την εξίσωση των πολιτικών καθεστώτων και ιδεολογιών και με γνώμονα την από κοινού ηθική τους καταδίκη στη σύγχρονη ιστορική συνείδηση.
Η προδήλως ηθικολογική και ανιστορική επίσημη μνήμη που κατασκευάζεται από αυτό το «ιδιότυπο εργαστήριο ιστορίας» -γιατί κάθε μνήμη είναι κατασκευή, λιγότερο ή περισσότερο πιστή προς την ιστορική πραγματικότητα- έχει ήδη διαποτίσει τη συντακτική λογική του νέου υπό διαμόρφωση Μουσείου της Ευρώπης τείνοντας εκ των πραγμάτων -σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού τουλάχιστον- να καταστεί δομικό συστατικό της ταυτότητας των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο λεγόμενος «χιτλεροκεντρισμός» κυρίως, δηλαδή η ηθικολογική εμμονή στα ναζιστικά μαζικά εγκλήματα, η απαξίωση των ιδεών της «εφαρμοσμένης βιολογίας» και του «ζωτικού χώρου», γίνεται βαθμιαία η «οντολογική πυξίδα» του σύγχρονου Ευρωπαίου πολίτη σηματοδοτώντας το «απόλυτο κακό».  Ωστόσο, παρά τους ευσεβείς πόθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κα του Συμβουλίου της Ευρώπης και παρά τις γενναίες αλλά σποραδικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί από την ίδια τη Γερμανία, τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών όσο και του κράτους, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η κάθαρση από το άγος του ναζιστικού παρελθόντος. Όπως μάλιστα έχουν δείξει παραστατικά ο Χάγκεν Φλάισερ, η Άννα-Μαρία Δρουμπούκη και ο υποφαινόμενος σε βιβλία τους, οι σκελετοί και οι σκιές του εθνικοσοσιαλισμού και του δωσιλογισμού μπορεί να είναι κρυμμένοι, αλλά παρόλα αυτά ζουν μια «δεύτερη ζωή», στοιχειώνοντας τον «ακηλίδωτο» δημοκρατικό μας βίο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ευρωπαϊκής πατρίδας.

Σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι μνημονικοί πόλεμοι πολλαπλασιάζονται, μια μορφή απώθησης του πρόσφατου τραυματικού παρελθόντος αποκτά ισχυρά ερεθίσματα. Πολλοί βλέπουν στο παρελθόν μόνο καταστροφές, γενοκτονίες, εφιάλτες, την ίδια τη δυστοπία στην πιο φρικτή μορφή της. Τρέφουν, ταυτόχρονα, την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η λήθη είναι το μοναδικό φάρμακο και, στον αντίποδα, η μνήμη, ιδίως η τραυματική, δηλητήριο, φαρμάκι. Μας καλούν σαν τον Νίτσε να ξεχάσουμε για να ζήσουμε! Η δυναμική αυτής της απώθησης στο δημόσιο λόγο, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, γίνεται έντονη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την εσπευσμένη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς. Από την άλλη πλευρά, τα σημαντικά αυτά ιστορικά γεγονότα διευκόλυναν αφάνταστα κράτη, όπως πρωτίστως η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία και η Πολωνία (αλλά όχι μόνο), να εδραιώσουν τον βολικό μύθο των αθώων θυμάτων και ειδικότερα το ιδεολόγημα της διπλής θυματοποίησης ώστε να απαλλαγούν από την ενοχή και την ευθύνη για τη συμμετοχή τους -θεσμική ή όχι- στα ναζιστικά εγκλήματα, στα πογκρόμ εναντίον του εβραϊκού στοιχείου του πληθυσμού τους και, κατά περίπτωση βεβαίως, στην βιομηχανοποιημένη γενοκτονία (1941-1945).

Στο θέατρο των πολέμων της μνήμης οι αντινομίες και οι συγκρούσεις -είτε σε διεθνές και διακρατικό είτε σε ενδοκρατικό επίπεδο- περισσεύουν. Επειδή η Γερμανία αποτελεί εκ των πραγμάτων ενδεικτική περίπτωση, αξίζει να επισημανθεί ότι δίπλα στην κατευναστική και συμφιλιωτική δράση της οργάνωσης «Ενάντια στη Λήθη – Για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας» (Gegen Vergessen – Für Demokratie) ανθεί και ενδυναμώνεται η αναθεωρητική στρατηγική και η διάβρωση του πολιτικού προσωπικού από ομάδες πίεσης, όπως οι Σύνδεσμοι των Γερμανών, οι οποίοι εκδιώχθηκαν μεταπολεμικά από την Πολωνία και την πρώην Τσεχοσλοβακία. Οι Σύνδεσμοι αυτοί διεκδικούν την αναγωγή του διωγμού τους από τις πατρογονικές τους εστίες στο μνημονικό και νομικό καθεστώς της εθνοκάθαρσης, παρασιωπώντας τα ιστορικά συμφραζόμενα που κατέστησαν αναγκαίο κακό τη μετανάστευση 11.000.000 ατόμων γερμανικής καταγωγής από την ανατολική Ευρώπη.

Γενικότερα, αξίζει αναφοράς το γεγονός ότι η υπεροχή της νομικής οδού, σε συνδυασμό με τη λειτουργία της τραυματικής μνήμης για τη συγκρότηση πολιτικών ταυτότητας, αποτελούν ειδοποιά γνωρίσματα του νέου τρόπου νοηματοδότησης της ιστορικής μνήμης στον μετανεωτερικό κόσμο.
Όλα όσα προαναφέρθηκαν συμβαίνουν στους κόλπους ενός υπερεθνικού θεσμικού οικοδομήματος, οι πολιτικοί ταγοί και οι θεσμικοί κλειδοκράτορες του οποίου είτε νίπτουν τας χείρας τους ως Πόντιοι Πιλάτοι για τις χαίνουσες ακόμα πληγές της Ιστορίας είτε χαράζουν καιροσκοπικές διαδρομές στα δύσβατα τοπία της είτε αρκούνται στην επίκληση της μαγικής και δήθεν άσηπτης λέξης «συμφιλίωση» χρηματοδοτώντας προγράμματα που παραμένουν ως εκ θαύματος στον αφρό των κυμάτων!

Ενάντια στις τρεις αυτές εναλλακτικές προοπτικές αγωνίζεται ο τιμώμενος Αργύρης Σφουντούρης. Ο ακτιβισμός του δεν εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, δεν κραδαίνει σημαίες ευκαιρίας ούτε εργαλειοποιεί το δικό του τραυματικό βίωμα. Αντίθετα, διαπνέεται από την ηθική φιλοσοφία και από τα ιδεώδη του ριζοσπαστικού ανθρωπισμού. Η ιδιομορφία του έγκειται ακριβώς στην πίστη ότι υπάρχει ακατάλυτος δεσμός μεταξύ ιστορικής αλήθειας και ιστορικής δικαιοσύνης. Η καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας πρέπει να οδηγεί απαραίτητα, κατά τη γνώμη του Σφουντούρη, στη μεταμέλεια των θυτών και στην επώδυνη αναγνώριση της ατομικής ενοχής και της συλλογικής ευθύνης, για να θυμηθούμε και τον Karl Jaspers. Χωρίς τις διεργασίες αυτές καθίσταται μάταιο κάθε αίτημα αυτογνωσίας, εξιλασμού και συμφιλίωσης. Και ίσως -το χειρότερο- η ευρωπαϊκή πατρίδα κατακερματίζεται σε ένα σύνολο από αυτοαναφορικές, περίκλειστες, φοβικές και, ταυτόχρονα, ανταγωνιστικές κυψέλες.

Ο Αργύρης Σφουντούρης, ο ερευνητής, ο ακτιβιστής, ο εκπαιδευτικός, ο συγγραφέας, ο Έλληνας διανοούμενος που έχει να παρουσιάσει τα γνωρίσματα ενός σύγχρονου homo universalis, δεδομένου ότι θεωρεί αναγκαία την πρόσβαση σε όλο το φάσμα της γνώσης γεφυρώνοντας τις θετικές επιστήμες με τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές και καλλιεργώντας το γνωστικό ιδεώδες της σφαιρικότητας και της πολυπρισματικότητας, γεννήθηκε στο Δίστομο στις 6 Σεπτεμβρίου 1940. Έγινε ευρύτερα γνωστός στο ελληνικό και ευρωπαϊκό κοινό από το ντοκιμαντέρ του Ελβετού σκηνοθέτη Stefan Haupt «Ένα τραγούδι για τον Σφουντούρη» (2006), το οποίο βραβεύτηκε στην Θεσσαλονίκη και στο Los Angeles με το «βραβείο κοινού» παρουσιάζοντας με εμβληματικό τρόπο την ιστορικά φορτισμένη ζωή και τον πολύχρονο και δύσκολο αγώνα του Αργύρη Σφουντούρη για ιστορική δικαιοσύνη. Ειδικότερα, η ταινία του Haupt φώτισε μια επίμαχη πτυχή της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα βοηθώντας τόσο την ελληνική όσο και τη γερμανική και γενικότερα τη διεθνή κοινή γνώμη να κατανοήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των ναζιστικών εγκλημάτων στη χώρα μας και πιέζοντας τη γερμανική κοινωνία και τη γερμανική πολιτική ηγεσία να αναλάβουν τις νομικές, ιστορικές και ηθικές τους ευθύνες για το τραυματικό παρελθόν, επειδή, όπως είναι πεπεισμένος ο Αργύρης Σφουντούρης, οι δείκτες «του ηθικού ρολογιού» του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι εξακολουθητικά καθηλωμένοι στην περίοδο 1939-1945.

Στη σφαγή της 10ης Ιουνίου 1944 ο Αργύρης Σφουντούρης έχασε τους γονείς του και το σπίτι του. Ο ίδιος επέζησε τυχαία ή μάλλον από την καλή πρόθεση ενός Γερμανού στρατιώτη, μαζί με τις τρεις αδελφές του. Από το Ζάννειο ορφανοτροφείο όπου παρέμεινε από το 1946 έως το 1949, εστάλη το 1949 στην Ελβετία και συγκεκριμένα στο Ίδρυμα Pestalozzi. Η Ελβετία στάθηκε γι’ αυτόν η στοργική θετή πατρίδα. Σώζοντας τον Αργύρη, και άλλα παιδιά στην ίδια τραγική κατάσταση, η Ελβετία ξεπλήρωσε ένα μικρό μέρος του τιμήματος που πρέπει να καταβάλει για τη χρησιμοθηρική «ουδετερότητά» της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, ο Α. Σφουντούρης φοίτησε στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ΕΤΗ) επικεντρώνοντας το επιστημονικό του ενδιαφέρον στα γνωστικά πεδία της Πυρηνικής Φυσικής, των Μαθηματικών, της Αστρονομίας και της Αστροφυσικής, όπως επίσης της Φιλοσοφίας, της Παιδαγωγικής και της Ειδικής Διδακτικής/Διδακτικής Μεθοδολογίας, επιστημονικά εχέγγυα που του έδωσαν τη δυνατότητα να εργαστεί ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Κατά το χρονικό διάστημα 1965-1970 συνέχισε τις σπουδές του στο ίδιο πανεπιστήμιο παρακολουθώντας τώρα τις εξελίξεις στα πεδία της οικονομίας και των κοινωνικών επιστημών. Στο ίδιο πανεπιστήμιο πραγματοποίησε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές που αφορούσαν πλέον την επιστημονική εξειδίκευση αναφορικά με τα προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών και του Τρίτου Κόσμου. Μεταξύ των ετών 1973 και 1980 εργάστηκε ως λέκτορας Αστρονομίας, Αστροφυσικής και Ιστορίας των Επιστημών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, ενώ, παράλληλα, συμμετείχε στις ανθρωπιστικές δράσεις που οργάνωνε το Ελβετικό Σώμα Παροχής Βοήθειας σε περιπτώσεις καταστροφών. Αμέσως μετά και εξοπλισμένος από τις γνώσεις που είχε αποκτήσει κατά τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές του σπουδές, ο Αργύρης Σφουντούρης συνέχισε την ανθρωπιστική ακτιβιστική του δραστηριότητα, κατ’ αρχάς στη Σομαλία το 1981 στο πλαίσιο του έργου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα της Επιτροπής για τους Πρόσφυγες (UNHCR), στη συνέχεια το 1982 στο Νεπάλ και, τέλος, στην Ινδονησία από το 1985 έως το 1989, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων που δεν απέβλεπαν μόνο στην αντιμετώπιση δεινών από φυσικές καταστροφές και πολεμικές συρράξεις ή εμφύλιες συγκρούσεις, όπως επίσης στην πρόληψη των ανθρωπιστικών κρίσεων, αλλά και στην εκπαίδευση του πληθυσμού και τη δημιουργία αναπτυξιακών υποδομών και θεσμών, που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην επούλωση ιστορικών τραυμάτων και στην κάλυψη βασικών αναγκών που είχαν προκύψει από φυσικές καταστροφές.

Στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας στην Ελλάδα, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση αντιστασιακών πυρήνων στον κεντροευρωπαϊκό χώρο, στη συσπείρωση των Ελλήνων του γερμανόφωνου χώρου και στην ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα, διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελλήνων Φοιτητών της Ελβετίας, πρόεδρος του Ελβετο-Ελληνικού Συνδέσμου, αλλά και ιδρυτής, διευθυντής και αρθρογράφος του περιοδικού «Προπύλαια», πολλές σελίδες του οποίου αφιερώθηκαν στη μετάφραση κορυφαίων έργων της ελληνικής λογοτεχνίας στη γερμανική γλώσσα. Έργο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο ίδιος ο Αργύρης Σφουντούρης. Ο αγώνας για ελευθερία και γλώσσα στάθηκε καθοριστικός στη ζωή του. Ο Σφουντούρης υπήρξε συνδετικός κρίκος στην πολιτισμική επικοινωνία μεταξύ της Ελλάδας και του γερμανόφωνου δημοκρατικού κόσμου.

Κατά το χρονικό διάστημα 1979-1985, ενεργοποιήθηκε στο πλαίσιο της Επιτροπής για την υποβοήθηση της σχολικής ενσωμάτωσης μεταναστών δεύτερης γενιάς που είχε συσταθεί στη Ζυρίχη, δραστηριότητα την οποία συνέχισε έως το 1991 ως μέλος πλέον της Συμβουλευτικής Επιτροπής της πόλης για το πρόβλημα της μετανάστευσης και της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών.
Μετά το 1994 ασχολήθηκε εντατικά με τις ελληνο-γερμανικές σχέσεις με σημείο αιχμής τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης στην Ελλάδα και τη Γερμανία, αλλά και την αναγνώριση και αποζημίωση για τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα. Επιδίωξε την ισότιμη προσέγγιση που θα είναι θεμελιωμένη στην ιστορική αλήθεια και θα στρώσει τον δρόμο για την ιστορική αυτογνωσία, την υπέρβαση των αρνητικών στερεοτύπων και της εχθροπάθειας, αλλά και για τη συμφιλίωση των δύο λαών. Η ιστορική αλήθεια είναι για τον Αργύρη Σφουντούρη προϋπόθεση της ιστορικής δικαιοσύνης.

Ο Α. Σφουντούρης έχει να επιδείξει πολύπλευρο συγγραφικό έργο τόσο στην ελληνική όσο και στη γερμανική γλώσσα, στα πεδία της λογοτεχνίας (ποίησης και πεζογραφίας), του δοκιμίου, της παιδαγωγικής, της αστρονομίας και της αστροφυσικής, της μελέτης του Τρίτου Κόσμου, της θρησκειολογίας και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Στο ελληνόγλωσσο συγγραφικό του έργο, που είναι επικεντρωμένο στην προβληματική αναφορικά με την τραυματική μνήμη, το ηθικό αίτημα της μεταμέλειας του θύτη, την οικονομική και συμβολική επανόρθωση ως μορφή ιστορικής δικαιοσύνης και βεβαίως τη συμφιλίωση των λαών και την ειρήνη, συγκαταλέγονται η ποιητική συλλογή Τα Διστομίτικα (1994), το βιβλίο Λογοκρισίες 166. «Αντι-βοιωτικές» ασκήσεις (2014) και κυρίως το συγκλονιστικό Πενθώ για τη Γερμανία. Το παράδειγμα του Διστόμου (2015), το οποίο προσφάτως εκδόθηκε και στη γερμανική γλώσσα. Βεβαίως δημοσίευσε επίσης πλήθος κειμένων σε ελληνικά και γερμανόφωνα περιοδικά, καθώς και βιβλία με αστρονομικά θέματα, αποσπάσματα από τα ημερολόγιά του και φωτογραφικά λευκώματα με φωτογραφίες από τα ταξίδια του στην Αφρική και την Ασία, όπου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εργάστηκε σε διεθνή προγράμματα αναπτυξιακής συνεργασίας κατά τη δεκαετία του 1980. Αξίζει να αναφερθεί ότι εκθέσεις φωτογραφιών του με θέμα το ανθρώπινο πρόσωπο, τη φύση και τον έναστρο ουρανό οργανώθηκαν στο Winterthur, στη Ζυρίχη και στη Bandung της Ινδονησίας, εκεί όπου το 1955 γεννήθηκε, ως γνωστόν, το κίνημα των Αδεσμεύτων.

Ο Αργύρης Σφουντούρης έχει συγκροτήσει ένα πολυδιάστατο ιστορικό αρχείο, μέρος του οποίου ή και ολόκληρο έχει ο ίδιος εκδηλώσει την επιθυμία να δωρίσει στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, εάν βεβαίως δημιουργηθούν οι αρμόζουσες αρχειακές δομές. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει:

α) Το αρχείο του περιοδικού «Προπύλαια», εκδόσεις, αλληλογραφία του Α. Σφουντούρη με σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Αντώνης Σαμαράκης, καθώς και πλούσιο υλικό από πρωτοβουλίες εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που προέρχεται από όλο τον κόσμο.

β) Το προσωπικό αρχείο του Α. Σφουντούρη , όπως και όλα τα εκδομένα και ανέκδοτα έργα του.

γ) Φωτογραφικό αρχείο που απαρτίζεται από φωτογραφίες για τη μεταπολεμική Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών, για τις αποστολές του στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως επίσης φωτογραφίες που αφορούν τα ιδιαίτερα επιστημονικά ενδιαφέροντά του στο πεδίο της αστροφυσικής και της αστρονομίας.

δ) Το αρχειακό υλικό που αφορά τη δικαστική ιστορία της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων από το 1995 έως σήμερα, την οργάνωση και διεξαγωγή αλλά και τα αποτελέσματα των δύο συνεδρίων που οργανώθηκαν με δική του πρωτοβουλία στους Δελφούς το 1994 και το 1998, καθώς και το σύνολο των σχετικών πρωτοβουλιών ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και κοινωνικής κινητοποίησης που αναλήφθηκαν στη γερμανική επικράτεια από το 1996 έως το 2005.

Τέλος, ε) το αρχείο του ντοκιμαντέρ «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη» (προετοιμασία, αλληλογραφία, συμμετοχή σε φεστιβάλ, δεξίωση από το κοινό κ.ά.).

Αξίζει καταληκτικά να επισημανθεί ότι μεγάλο γνωστικό και ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ογκωδέστατη βιβλιοθήκη του Α. Σφουντούρη.


Σε μία ιστορική περίοδο κατά την οποία δοκιμάζονται οι οικουμενικές αξίες, καθώς αφενός μεν συναντούν το μένος των οπαδών κάθε είδους φονταμενταλισμού, μνησικακίας και ιδεολογικού φανατισμού, αφετέρου δε υπονομεύονται όλο και συχνότερα από τους ίδιους τους θεσμούς – διεθνείς, διακρατικούς, κρατικούς- που δημιουργήθηκαν ακριβώς για να τις προασπίζουν χωρίς επιλεκτικές εξαιρέσεις, ο Αργύρης Σφουντούρης αποτελεί το πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρωπιστή, το πρότυπο του μαχόμενου για τις ιδέες του ανθρώπου. Γι’ αυτόν, η σφαιρική, πολυπρισματική και απροκατάληπτη γνώση διαμορφώνει τους όρους μιας νέας πολιτικής ηθικής. Τα τρομερά δεινά της παιδικής του ηλικίας δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την ορμή του για την κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης, τον ζήλο του για κοινωνική προσφορά, επιστημονική αναγνώριση και συγγραφική διάκριση, την πίστη του στο εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό έργο.


Ο Αργύρης Σφουντούρης αγωνίζεται για την ιστορική δικαιοσύνη την οποία εκλαμβάνει ως προϋπόθεση της ειρήνης και της συνεργασίας των λαών. Με τον αγώνα του επιδιώκει πρωτίστως την αυτεπίγνωση των θυτών, που από ιδεολογική τύφλωση, φόβο, κομφορμισμό ή καταναγκασμό αδρανοποίησαν την ηθική και πολιτική τους συνείδηση και με τις αποτρόπαιες πράξεις τους επισώρευσαν τόσα δεινά στην ανθρωπότητα και την Ευρώπη στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Καίρια πτυχή αυτού του ηθικοπολιτικού αιτήματος της αυτεπίγνωσης, είναι η σθεναρή διεκδίκηση της έμπρακτης μεταμέλειας των θυτών, τόσο στο επίπεδο των ατόμων όσο και στο επίπεδο των κοινωνιών και των κρατών. Ο Σφουντούρης επιδιώκει όμως, παράλληλα, και την αυτεπίγνωση και την ιστορική και πολιτική εγρήγορση και των θυμάτων, με παραδειγματική περίπτωση την αυτό-οργάνωση των μαρτυρικών ελληνικών τόπων και ειδικότερα του Διστόμου. Στην κοινωνία του Διστόμου, με δική του κυρίως πρωτοβουλία, η αυτό-οργάνωση αυτή πήρε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τη μορφή της νομικής διεκδίκησης από την ενωμένη και κραταιά πλέον Γερμανία συμβολικών επανορθώσεων και οικονομικών αποζημιώσεων, με σκοπό την ιστορική δικαίωση των θυμάτων και την κάθαρση και τον εξιλασμό του ναζιστικού άγους.

Στην περίπτωση του Αργύρη Σφουντούρη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η διαχείριση της τραυματικής εμπειρίας και μνήμης, καθώς και η μετουσίωσή τους. Όπως ο Paul Celan, γόνος θυμάτων της βιομηχανοποιημένης γενοκτονίας, εκλέπτυνε με την ερμητική ποίησή του -σχεδόν στην εντέλεια- τη γλώσσα των θυτών, τη γερμανική γλώσσα, διαμορφώνοντας έναν απαράμιλλο ποιητικό κώδικα -σαν μια μορφή συμβολικής εκδίκησης και καθυπόταξης του ιστορικού Κακού- κατ’ ανάλογο τρόπο και ο Αργύρης Σφουντούρης ανήγαγε σε πρωταρχικό σκοπό της ζωής του την ενημέρωση του γερμανόφωνου κόσμου, με το έργο και τη δράση του, για τα αποτρόπαια ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα, απαιτώντας ιστορική δικαιοσύνη και ιστορική αυτογνωσία.

Όμως η περίπτωση του Αργύρη Σφουντούρη είναι και για ένα ακόμα λόγο ξεχωριστή. Ενσαρκώνει με τον πιο κρυστάλλινο τρόπο την αναγκαιότητα της μετάβασης από την κυριολεκτική στην παραδειγματική μνήμη, όπως μας έμαθε ο Τσβετάν Τοντόρωφ. Ο Αργύρης Σφουντούρης δεν εγκλωβίστηκε, δηλαδή, στη δική του τραυματική εμεπιρία ζώντας μια κατάσταση διαρκούς μνησικακίας, μελαγχολίας και απουσίας νοήματος, όπως συχνά συμβαίνει με τα επιζώντα θύματα αποτρόπαιων γεγονότων ή με τους μάρτυρες δεινών. Αντιθέτως, ανέπτυξε ή συμμετείχε σε συστηματικές δράσεις σε όλο σχεδόν τον κόσμο για την αποτροπή τέτοιων ή παρόμοιων δεινών στο μέλλον ή για την πρόληψη ανθρωπιστικών κρίσεων. Αυτό τον χαρακτήρα είχε η μακρόχρονη ανθρωπιστική του δράση σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου έλαβε μέρος σε προγράμματα βοήθειας, ενημέρωσης και εκπαίδευσης του πληθυσμού. Αυτό τον χαρακτήρα είχε η διοργάνωση του 1994 στους Δελφούς, στο συμβολικό αρχέτυπο του αρχαιοελληνικού και δυτικού πολιτισμού, πενήντα χρόνια μετά τη Σφαγή του Διστόμου, πρωτοποριακού διεθνούς συνεδρίου με θέμα «Μνήμη-Θρήνος-Ελπίδα», στο οποίο συμμετείχαν Έλληνες και Γερμανοί διανοητές, εμπειρογνώμονες και ακτιβιστές, για να συζητήσουν αναφορικά με τη σχέση τραυματικής μνήμης, ηθικής και Ιστορίας, το οποίο προκάλεσε την αντίδραση των τότε γερμανικών διπλωματικών αρχών, ακριβώς επειδή έσπαζε το βολικό φράγμα της ένοχης απώθησης και της αιδήμονος σιωπής.

Αυτό τον χαρακτήρα είχε η συμβολή του στην κινητοποίηση μικρής αλλά εξαιρετικά ενεργητικής ομάδας γερμανών δικηγόρων του Αμβούργου, οι οποίοι υπεραμύνονται της αναψηλάφησης του ρόλου της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καταβάλλοντας συντονισμένες προσπάθειες για την ενημέρωση της γερμανικής κοινής γνώμης: ειδικότερα, στο θέμα της ηθικής αναγκαιότητας καταβολής αποζημιώσεων, που, κατά τη γνώμη τους, θα πιστοποιήσει de facto και de jure την αναγνώριση εκ μέρους του γερμανικού κράτους των ιστορικών ευθυνών του για τα αδιανόητα μαζικά εγκλήματα που διέπραξαν Γερμανοί. Αυτό τον χαρακτήρα έχει και η καθιερωμένη, πλέον, πρωτοβουλία του Αργύρη Σφουντούρη που αφορά την ετήσια συνάντηση μαθητών ελληνικής, ελληνογερμανικής ή γερμανικής καταγωγής στο Δίστομο και την Αθήνα με στόχο την έρευνα και την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη Σφαγή του Διστόμου και τις ηθικοπολιτικές και νομικές διαστάσεις της, ώστε να διευκολύνεται η πολύπλευρη ιστορική κατανόηση και να αποτρέπεται η μνησικακία, η αδιαφορία, η απώθηση, η έλλειψη ιστορικής ενσυναίσθησης και η αναπαραγωγή προκαταλήψεων και στερεότυπων.

Αν ο ρόλος του Αργύρη Σφουντούρη στην ιστορική εξιχνίαση, στην αναγνώριση εκ μέρους της ενωμένης Γερμανίας και στον εξιλασμό των μαζικών ναζιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα είναι καίριος και αποφασιστικός, καθώς αντανακλά στην ιστορική αυτογνωσία των ευρωπαϊκών λαών και -εμμέσως πλην σαφώς- στη σφυρηλάτηση της ευρωπαϊκής ιδέας, ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης, δεν είναι διόλου αμελητέος και ο ρόλος του σε άλλα πεδία. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η στράτευσή του στον αντιδικτατορικό αγώνα της ελληνικής διανόησης στον γερμανόφωνο χώρο, οι κατά καιρούς μεταφράσεις του έργων ελλήνων λογοτεχνών στη γερμανική γλώσσα (Καβάφης, Καζαντζάκης, Σικελιανός, Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος, Ελύτης, Σαμαράκης και Βασιλικός) και ιδιαιτέρως το ανθρωπιστικό έργο του στην Αφρική και την Ασία.

Αργύρη Σφουντούρη, αναγνωρίζουμε την πολύτιμη προσφορά σου και σε τιμούμε για τους αγώνες σου. Σε ευχαριστούμε ειδικότερα για τη συμβολή σου σε ερευνητικές δράσεις του Τμήματός μας. Η πιο σπουδαία από αυτές μέχρι στιγμής ήταν η διδακτορική διατριβή της Ζέτας Παπανδρέου, που ελπίζουμε σύντομα να γίνει βιβλίο με δικό σου πρόλογο. Σου υποσχόμαστε, με τη σειρά μας, ότι η σπορά σου θα καρπίσει. Καρπίζει ήδη στο μυαλό και την καρδιά των μελλοντικών δασκάλων που εκπαιδεύουμε.

Γιώργος Κόκκινος

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Φωτογραφίες από το Αρχείο ΚΚΕ


Οι παρακάτω φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του ΚΚΕ και παρουσιάζουν δράσεις και στιγμές των ανταρτών του ΔΣΕ κατά τον τρίχρονο αγώνα τους. Πρόκειται για φωτογραφίες αδημοσίευτες και άγνωστες στο ευρύ κοινό που αναρτήθηκαν στο site του κόμματος για τα 70 χρόνια του ΔΣΕ.


Άσκηση πολυβολισμού αεροπλάνων από άνδρες του ΔΣΕ 

Ο Υπουργός Υγείας της ΠΔΚ Πέτρος Κόκκαλης ανάμεσα σε τραυματίες του ΔΣΕ στο Γράμμο

Έφιπποι άνδρες του ΔΣΕ με παιδιά που σώθηκαν από κυβερνητικούς βομβαρδισμούς και επιχειρήσεις  

Άσκηση παράδοσης αιχμαλώτων από άνδρες του ΔΣΕ

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Ντοκουμέντο Εμφυλίου



Φωτογραφία από την περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου. Δύο κομμουνιστές συλλαμβάνονται από άνδρες της Αστυνομίας στη συμβολή της οδού Καραγιώργη Σερβίας και Νίκης



Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Μιχρί Μπελί ο καπετάν Κεμάλ του ΔΣΕ


Ο Μιχρί Μπελί υπήρξε μαρξιστής θεωρητικός και διανοούμενος τουρκικής καταγωγής που πολέμησε στον Δημοκρατικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εκπληρώνοντας το διεθνιστικό του καθήκον. 

Ο Μιχρί Μπελί γεννήθηκε το 1916 στη Σηλυβρία στην Κωνσταντινούπολη στους κόλπους μιας αρκετά ευκατάστατης οικογένειας. Μεγαλώνοντας θα σπουδάσει στο Robert College στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια θα συνεχίσει τις σπουδές του με υποτροφία στις ΗΠΑ όπου παρακολουθεί οικονομικά εγκύκλια μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι. Εκεί ήρθε σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες και συμμετείχε στο κίνημα για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που άνθιζε τότε στις ΗΠΑ.

Επέστρεψε στην Τουρκία το 1940, εντάχθηκε στο παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας και έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος δύο χρόνια αργότερα. Τη διετία 1943-1944 εργάστηκε ως επίκουρος καθηγητής στην Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Ένωσης Προοδευτικής Νεολαίας (İlerici Gençler Birliği). Το 1944 συνελήφθη και πέρασε δύο χρόνια στη φυλακή και στην εξορία λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και της δράσης του.

Το 1946 πέρασε στην Ελλάδα, μέσω Σόφιας και εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό παίρνοντας μέρος στον Ελληνικό Εμφύλιο και φτάνοντας μέχρι το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Τραυματίστηκε δύο φορές και νοσηλεύτηκε στη Βουλγαρία και στη ΕΣΣΔ.

Το 1950 φυλακίστηκε για ένα μικρό διάστημα στην Τουρκία, γιατί είχε μπει στη χώρα χωρίς διαβατήριο και για παράνομη κατοχή ενός όπλου. Λίγο μετά την απελευθέρωσή του συνελήφθη και φυλακίστηκε ξανά, όπως και άλλα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας, και έμεινε στη φυλακή 7 χρόνια και εκτοπίστηκε δύο χρόνια και 4 μήνες. Τη δεκαετία του '60 φυλακίστηκε και πάλι για διάφορα άρθρα και ομιλίες του.

Συμμετείχε στην ομάδα που εξέδιδε τα επαναστατικά περιοδικά Türk Solu και Aydınlık Sosyalist Dergi. Αφού διώχτηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας εντάχθηκε στο νεοϊδρυθέν Εργατικό Κόμμα (TİP). Τότε διατύπωσε την πολιτική του θέση που είναι γνωστή ως Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση (Milli Demokratik Devrim- National Democratic Revolution) από την οποία επηρεάστηκαν πολλές αριστερές επαναστατικές ομάδες εκείνης της περιόδου στην Τουρκία.

Μετά το πραξικόπημα του 1971 ο Μιχρί Μπελί για να αποφύγει τη σύλληψη διέφυγε αρχικά στην Μέση Ανατολή και στη συνέχεια στη Δυτική Ευρώπη. Στη χώρα του επέστρεψε μετά τις εκλογές του 1973 στις οποίες πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Το 1975, και αφού την προηγούμενη χρονιά είχε χορηγηθεί αμνηστία, ίδρυσε το Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας (Labour Party of Turkey) του οποίου όμως η λειτουργία απαγορεύτηκε λίγο αργότερα από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας επειδή ζητούσε ίσα δικαιώματα για τους Κούρδους.

Το 1979 ο Μπελί τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας δολοφονίας εναντίον του. Μετά το πραξικόπημα του 1980 έφυγε και πάλι από τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Σουηδία, όπου υποστήριξε το Κουρδικό κίνημα μέχρι την επιστροφή του στην Τουρκία το 1992.

Πέθανε στις 16 Αυγούστου του 2011.


Δείτε εδώ την ταινία του Φώτου Λαμπρινού για τον Μιχρί Μπελί με τίτλο: Καπετάν Κεμάλ - ο σύντροφος.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Μουργκάνα - τοπίο και Ιστορία




Το ορεινό σύμπλεγμα Τσαμαντά ή Μουργκάνα βρίσκεται στο μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων στα βόρεια του νομού Θεσπρωτίας και στα νότια του Νομού Ιωαννίνων. Το ύψος του ορεινού όγκου είναι σχετικά μεγάλο με ιδιαίτερα μεγάλο υψόμετρο σε ορισμένα βουνά όπως ο Υψηλάντης στα 1.747 μέτρα και η Φούρκα στα 1.522 μέτρα. 

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου η Μουργκάνα καταλήφθηκε από δυνάμεις του Δημοκρατικού στρατού που διατήρησαν τις θέσεις τους για περισσότερα από δύο χρόνια, στην διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν στην περιοχή σφοδρές μάχες. Οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ονόμαζαν τη Μουργκάνα "μικρό Γράμμο" εξαιτίας της σημαντικής στρατηγικής της θέσης, αλλά και λόγω του μεγέθους των μαχών που έδωσαν εκεί με τις κυβερνητικές δυνάμεις. 

Το έδαφος της Μουργκάνας είναι εξαιρετικά άγονο, δύσβατο και τραχύ, με απότομες βουνοπλαγιές και κλίσεις, βαθιές χαράδρες, ιδανικό για την ανάπτυξη ανταρτοπόλεμου στην περιοχή, που ευνοήθηκε επιπλέον από την παντελή έλλειψη οδικού δικτύου - πράγμα που δυσκόλευε τη μετακίνηση των τακτικών στρατιωτικών μονάδων προς καταδίωξη των μαχητών/μαχητριών του ΔΣΕ. Στα τέλη του 1947, όλη η οροσειρά της Μουργκάνας και τα γύρω χωριά είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Στην περιοχή της Μουργκάνας ο Δημοκρατικός Στρατός ανέπτυξε την πολεμική τακτική που ονομάζεται "ενεργητική άμυνα". Πρακτικά αυτό σήμαινε τη σταδιακή διατήρηση και επέκταση ισχυρών θέσεων άμυνας με καλά συντονισμένες μετωπικές επιχειρήσεις. Να πως περιγράφει την τακτική της Μουργκάνας ο πρώην αντάρτης  Δ. Χατζής: 

"Ενεργητική άμυνα θα πει πέντε ντουφέκια που χτυπούν έναν ολάκερο εχθρικό καταυλισμό, μια προφυλακή που γίνεται γραμμή κύριας άμυνας. Θα πει ποδάρια που περπατούνε - ξυπόλυτα κάποτε - μέσα σε λάσπες και χιόνια για να φτάσουν πίσω από τις εχθρικές θέσεις. Θα πει νάρκες που τινάζουνε τ' αυτοκίνητα μακριά από το μέτωπο. Όλμοι που κουβαλιούνται δέκα και δώδεκα ώρες στην πλάτη. Θα πει ένας σύνδεσμος δεκαοχτώ χρονών που τρέχει ανάμεσα από τις σφαίρες, ένας γέρος μεταγωγικός που κουβαλάει στην πλάτη του ένα κορίτσι με σπασμένο ποδάρι και αυτό τραγουδάει: Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα."

Οι κυβερνητικές δυνάμεις έδιναν μεγάλη σημασία στην οροσειρά της Μουργκάνας, γεγονός που φαίνεται από τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις που διενέργησαν εκεί σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου. Οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού, μαζί με τα ΛΟΚ, τους ΜΑΥ, συνεπικουρούμενοι από αεροπλάνα και βόμβες ναπάλμ και υπό τη στενή καθοδήγηση των Αμερικάνων (ο Βαν Φλητ ανησυχώντας για την εξέλιξη επισκέφθηκε αυτοπροσώπως και επιθεώρησε την 8η Μεραρχία του ΑΣ!), υπερείχαν μακράν αριθμητικά των δυνάμεων του ΔΣΕ. Και οι δύο όμως εαρινές επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Μουργκάνα (Ιέραξ και Πέργαμος), είχαν μηδαμινά αποτελέσματα. 

Με την εξαίρεση της κατάληψης 4-5 φυλακίων από τον ΔΣΕ, η γραμμή του μετώπου δεν προχώρησε ουσιαστικά στη Μουργκάνα. Επιπροσθέτως, ο ΔΣΕ με τη λήξη των επιχειρήσεων επέστρεφε και καταλάμβανε ξανά τα φυλάκια και τα υψώματα που είχε χάσει. Γράφει σχετικά ο Δ. Χατζής:

"Πώς τα κατάφεραν; Ο παραλογισμός του άκρου ηρωισμού είναι η απάντηση για το Μεσολόγγι του 1826, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, για το Δεκέμβριο στην Αθήνα. Μα για τις επιχειρήσεις της Μουργκάνας, μια τέτοια εξήγηση, με μόνο στοιχείο τον ηρωισμό των μαχητών του Δημοκρατικού Στράτου, θα 'τανε λειψή. Θα πρέπει εδώ να μπει μαζί και η σταθερή και μελετημένη διεύθυνση όλης της επιχείρησης από το Αρχηγείο Ηπείρου. Θα πρέπει φυσικά να μπει μαζί και το κατώτατο ηθικό του στρατού που χρησιμοποιήθηκε για την επίθεση. "Εχομεν επιδοθεί σ' έναν αγώνα εξοντωτικόν, που δεν υπάρχει τίποτε που να μας ενθουσιάζει και να μας χαροποιεί", γράφει ο στρατιώτης Ρήγας Λαζανάς, Αθηναίος από τον 3ο λόχο του 611, στο ημερολόγιο του. "Τρεις μήνες αστείρευτων θλίψεων και ταλαιπωριών", γράφει ο στρατιώτης Μιχαήλ Παπακώστας από το 627 της 74ης Ταξιαρχίας.

Μα πρέπει να 'χεις και τον κόσμο μαζί σου. Αλλιώς δε γίνεται τίποτα. Χρειάζεται να 'χεις τον κόσμο για να σου δείχνει το δρόμο, για να σε κρύβει, να σε ορμηνεύει και να σ' οδηγάει. Χρειάζεται να 'χεις μαζί σου τις γυναίκες της Αγια-Μαρίνας κι αμ' ακούνε το ντουφεκίδι να αφήνουνε και δουλειές και παιδιά τους και να τρέχουνε να 'ρθουν να σε βρούνε, να σου φέρουν ψωμί και νερό και να σου πάρουνε πίσω τους λαβωμένους".


Οι μεγάλες κυβερνητικές επιχειρήσεις


Ο αντίπαλος του ΔΣΕ, κατανοώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, κινητοποίησε ενάντια στον ΔΣΕ επτά τάγματα τα οποία απέσυρε από το Ζαγόρι και το Μέτσοβο και τα υπήγαγε κάτω από τη διοίκηση του Τακτικού Στρατηγείου της 84ης περιοχής με έδρα το Φιλιάτι.
Ταυτόχρονα, οι μαχητές του ΔΣΕ ενισχύουν την άμυνά τους με οχυρωματικά έργα σε ολόκληρο τον όγκο της Μουργκάνας.

Δύο αμυντικά τόξα περιέβαλαν το βουνό: Το ένα από το βόρειο μέρος από τα χωριά Καστάνιανη και Στρατίνιστα και το άλλο νότια, από τα υψώματα Πλόκιστα και Βελούνα. Τα τόξα αυτά, συγκλίνοντας προς τα ανατολικά, έσμιγαν τη μια τους άκρη κοντά στον ποταμό Καλαμά (Θύαμις). Οι άλλες δύο άκρες, ακολουθώντας την εδαφική διαμόρφωση του βουνού, απέκλιναν μεταξύ τους και ακουμπούσαν η μια στο βόρειο τομέα της Μουργκάνας στα αλβανικά σύνορα και η άλλη στο νότιο (Πόβλα). Σε ορισμένα δεσπόζοντα υψώματα σε προωθημένες θέσεις έξω από την αμυντική περίμετρο, είχε εγκαταστήσει ο ΔΣΕ προκεχωρημένα φυλάκια που στήριζαν με αυτό τον τρόπο τις αμυντικές τους θέσεις. Παράλληλα, δεύτερη αμυντική ζώνη, εσωτερικά στον κύριο όγκο της Μουργκάνας, συμπλήρωνε την αμυντική οργάνωση του βουνού. Στηρίζονταν κυρίως στα υψώματα Λιντίζντας - Ταβέρας - Βαβούρι - ύψωμα Καστρί του Μπόλη (Καστρόπολη) - Λιας - ύψωμα Τσεροβέτσι - Αγία Μαρίνα - Μονή Μακραλέξη.

Τον ορεινό χώρο της Μουργκάνας υπεράσπιζαν τέσσερα ελαφριά Τάγματα του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ και το Απόσπασμα Σουλίου. Στις 25/2/1948 εκδηλώθηκε η μεγάλη επιχείρηση του Αστικού Στρατού με την κωδική ονομασία «Πέργαμος». Παρά τις αρχικές νίκες του Εθνικού Στρατού και την υπεροχή σε έμψυχο και υλικό δυναμικό, ο ΔΣΕ κερδίζει κατά κράτος, αναγκάζοντας τον εχθρό, στις 8/3, να σταματήσει τις επιχειρήσεις με μεγάλες απώλειες. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και κατά την επιχείρηση «Ιέραξ», που διήρκεσε από τις 28/3/1948 έως τις 9/4/1948, παρά τις τεράστιες δυνάμεις που διέθεσε ο κυβερνητικός στρατός. Το πυροβολικό και η αεροπορία καίνε κυριολεκτικά τον τόπο στο Τσεροβέτσι. Ο ΔΣΕ γράφει νέες σελίδες δόξας και ηρωισμού. Αντιμετωπίζει όλες τις επιθέσεις και περνά στην αντεπίθεση, οδηγώντας τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω - όπως έγραψε η εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» - να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους 9 Στρατηγοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Στο τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, παράλληλα με τις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν την ίδια εποχή στο Βίτσι, άρχισε η τρίτη επιθετική ενέργεια του κυβερνητικού στρατού για την κατάληψη της Μουργκάνας με την κωδική ονομασία «Ταύρος» και έληξε στις 16/9/1948, με τον ΔΣΕ να φεύγει από την περιοχή συγκροτημένα, πραγματοποιώντας έναν έξοχο ελιγμό. Για να μην κινήσει υποψίες στον αντίπαλο γι' αυτόν τον ελιγμό, αποφασίστηκε να μην κάψουν τις αποθήκες με τα τρόφιμα, παρά να φορτώσουν στα μουλάρια της Επιμελητείας όσα τους ήταν απαραίτητα για την πορεία που ετοίμαζαν.

Στις 19/9/1948, η 8η Μεραρχία του ΔΣΕ είχε φτάσει πια στα Ζαγόρια, με ελάχιστες ανθρώπινες απώλειες. Οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ, με τον 15ήμερο αυτόν αγώνα, συνέβαλαν αποφασιστικά στο να απασχολήσουν τις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού και να οδηγήσουν στην αποτυχία τους στο Βίτσι!

Οι λαϊκές δομές στη Μουργκάνα

Στη Μουργκάνα, ο ΔΣΕ εφάρμοσε με επιτυχία την κατεύθυνση του Αρχηγείου Ηπείρου και οργάνωσε την Επιμελητεία λειτουργώντας μαζί με τους κατοίκους των χωριών, πολλά συνεργεία βοηθητικών υπηρεσιών, όπως άλεσης σιτηρών, παρασκευής ψωμιού, ραφτάδικο, τσαγκαράδικο, κατασκευής πετάλων και καρφιών για τα μεταγωγικά, αργαλειών και πλεκτομηχανών, σιδεράδικο, ξυλουργείο, άλλα εποχικά συνεργεία.

Σε έκθεση του Κυβερνητικού Αντιπροσώπου Ηπείρου της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης με ημερομηνία 7-8-48 και τίτλο «Εκθεση για την κατάσταση και τη δουλειά της Λαϊκής Εξουσίας στην περιοχή Μουργκάνας - Καλαμά, από τα μέσα Απρίλη έως τέλος Ιούνη 1948», αναφέρεται ανάμεσα στα άλλα:

«...Οργανώθηκαν τα Λαϊκά Συμβούλια και οι Λαϊκές Επιτροπές σε 30 χωριά της περιοχής που, ανάμεσα στα άλλα καθήκοντα, φρόντιζαν για την ενίσχυση του ΔΣΕ σε τρόφιμα, με οργανωμένο τρόπο. Στη μάχη της ανοιξιάτικης σποράς... σπάρθηκαν συνολικά 7.630 στρέμματα... για πρώτη φορά σπάρθηκαν σε 4 χωριά 65 στρ. ρύζι. Για να επιτευχθούν τα αποτελέσματα αυτά, χρειάστηκε επίμονη δουλειά των λαϊκών επιτροπών. Σε 2 χωριά διαθέσαμε ζευγάρια. Σε 4 χωριά μοιράσαμε σπόρο καλαμποκιού. Υστερα από επίμονες προσπάθειες των Λαϊκών Επιτροπών, καθαρίστηκαν και λειτούργησαν τα ποτιστικά αυλάκια και εξασφαλίστηκε το πότισμα... Στους πεινασμένους κατοίκους 5 ορεινών χωριών μοιράσαμε τον Απρίλη 7.000 οκ. καλαμπόκι και τον Μάη σε ένα χωριό 300 οκ. αλεύρι που παράχθηκε από τον ΔΣΕ. Η διανομή έγινε ύστερα από μελέτη των αναγκών κάθε οικογένειας σε τρόπο ώστε οι οικογένειες που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη ενισχύθηκαν περισσότερο... Για να αναπτυχθεί η μελισσοκομία στην περιοχή ιδρύθηκε μελισσοκομείο του Επαρχιακού Συμβουλίου Φιλιατών από 88 κυψέλες...».

Στο πλαίσιο της διαφώτισης, «...οργανώθηκε κάπως το διάβασμα του Δελτίου Ειδήσεων και άλλου διαφωτιστικού υλικού μέσα στο λαό...», «...σχολεία λειτουργούν σε 3 ελεύθερα χωριά...».
Πολλοί ήταν οι μαχητές και οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που άφησαν την τελευταία τους πνοή στους απότομους βράχους της Μουργκάνας. Πολλοί και εκείνοι που συνέχισαν τον αγώνα στον Γράμμο και αλλού, δίνοντας τη ζωή τους για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Χιλιάδες και οι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ που μετά το '49 πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, βρίσκοντας καταφύγιο στις σοσιαλιστικές χώρες.

Στην πλειοψηφία τους νέα κορίτσια και αγόρια από τα χωριά της Ηπείρου, αλλά και την Κέρκυρα και αλλού. Άλλοι με ρίζες στην ΕΑΜική Αντίσταση, μέλη της ΕΠΟΝ και της ΟΚΝΕ, άλλοι κυνηγημένοι από την ωμή λευκή τρομοκρατία που ανέπτυξε το αστικό κράτος μετά την υπογραφή της  Συμφωνίας της Βάρκιζας.


Φωτογραφίες

Πολυβολείο του ΔΣΕ στη Μουργκάνα

Θέσεις του ΔΣΕ στο ύψωμα Βαβούρι 

Ερείπια πολυβολείου στο ύψωμα Λιάς. Πιθανότατα πρόκειται για θέσεις του Εθνικού Στρατού γιατί βλέπουμε τσιμέντο που χρησιμοποιούνταν σχεδόν μόνο από τις κυβερνητικές δυνάμεις.

Ύψωμα της Μουργκάνας με τσιμεντένιο στύλο δείκτη ύψους.

Το μεγάλο μπλόκο του Δουργουτιού


Το Δουργούτι είναι σήμερα ένα μισοξεχασμένο όνομα συνοικίας του Νέου Κόσμου, υπήρξε όμως μια συνοικία που έδωσε τα μέγιστα στον αντιφασιστικό αγώνα της Κατοχής. Η περιοχή αρχικά ονομάζονταν «Νομούζ Ντάμε», που σήμαινε στα τούρκικα χοιροστάσιο. Το 1921 στην περιοχή μεταφέρθηκαν οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες. Μετά το 1928, οι Ιταλοί έχτισαν μερικά σπίτια στην περιοχή ως αποζημίωση για τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε "Ιταλικά". Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή χτίζονται στο Δουργούτι οι γνωστές "κίτρινες" προσφυγικές πολυκατοικίες. Μια περιοχή της φτωχολογιάς, πολυπολιτισμική αλλά και γεμάτη αλληλεγγύη και αγώνες. 

Το καλοκαίρι του 1944 υπήρξε το πιο σκληρό για τις συνοικίες της Αθήνας. Οι ναζί κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους εξαπέλυσαν ένα όργιο μπλόκων και εκτελέσεων βλέποντας πως οι μέρες τους στην Ελλάδα ήταν πια μετρημένες. Το Δουργούτι δεν θα έμενε έξω από αυτή την κόλαση.

Στις 9 Αύγουστου 1944 οι κάτοικοι των συνοικισμών Δουργούτι, Κατσιπόδι και Φάρος βρίσκονται κυκλωμένοι πριν το ξημέρωμα, από φάλαγγες Γερμανών και των Ταγματασφαλιτών. Έντρομοι οι κάτοικοι ξυπνούν από τα ουρλιαχτά τους και τα χωνιά. Οι κατακτητές καλούσαν τούς άρρενες από 16 χρονών μέχρι 60 να παρουσιαστούν σε τρία σημεία:

1) Έξω από το εργοστάσιο Καίσαρη

2) Έξω από την Αρμένικη εκκλησία Αγιος Γρηγόριος

3) Στην πλατεία Φάρος

Πάνω από 1200 κάτοικοι (κατά άλλους 2000) συγκεντρώθηκαν στα σημεία αυτά. Στο Φάρο ο Ανθυπασπιστής Γεώργιος Ζαχαρόπουλος των Ταγμάτων Ασφαλείας είχε το γενικό πρόσταγμα. Αυτός και οι τσολιάδες του χτυπούσαν, βασάνιζαν και εκτελούσαν εν ψυχρώ. Τέσσερις κουκουλοφόροι χαφιέδες υποδείκνυαν τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ και από εκεί ξεκινούσε το μαρτύριο. Με ένα νεύμα των μασκοφόρων οι Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες δήμιοι άρπαζαν τον αγωνιστή και τον εκτελούσαν επί τόπου με φρικτά βασανιστήρια. 

Εκτοντάδες εξ αυτών, μαζί και μεγάλο πλήθος Αρμενίων κατοίκων μεταφέρθηκαν με καμιόνια στο στρατόπεδο Χαιδαρίου και αμέσως μετά στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία ελάχιστοι επέστρεψαν. 

Ο τοπικός ΕΛΑΣ του Νέου Κόσμου, κατάφερε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αρκετά καθυστερημένα. Με τμήματά του να βρίσκονται ήδη εγκλωβισμένα μέσα στο μπλόκο, χτύπησε το μεσημέρι της 9ης Αυγούστου τις ναζιστικές δυνάμεις, ενισχυμένος και από τμήματα του ΕΛΑΣ Καλλιθέας. Το χτύπημα είχε τη λογική να σπάσει από τα έξω προς τα μέσα ο κλοιός των ναζί του μπλόκου. Οι ΕΛΑΣίτες χτύπησαν από τον Ιλισσό, την περιοχή του εργοστασίου «Ιρις» και του Φόρου.

Αυτό το χτύπημα, όπως και άλλα που έγιναν από ΕΛΑΣίτες άλλων περιοχών, έκανε τους Γερμανούς να επισπεύσουν και να μην ολοκληρώσουν την καταστροφή. Έβαλαν όμως φωτιά σε δεκάδες σπίτια του οικισμού. Φοβόντουσαν πως αν νύχτωνε ο ΕΛΑΣ θα χτύπαγε στο δρόμο τη φάλαγγα. Επίσης πολλοί απτούς πιασμένους βρήκαν την ευκαιρία, πάνω στην σύγχυση ξέφυγαν.

Εκείνη η μαύρη μέρα στο Δουργούτι στοίχησε τη ζωή σε τουλάχιστον 114 πατριώτες και αγωνιστές, χωρίς να μετράμε (λόγω έλλειψης στοιχείων) τους μεταφερθέντες στο Χαιδάρι και μετέπειτα στη Γερμανία.


Μαρτυρία Κλεάνθη Τοσουνίδη

Το βράδυ του μπλόκου ήμουνα υπεύθυνος στο φρουραρχείο (Δουργουτιού). Οταν ο Αη Μουράτ μας ειδοποίησε, κινηθήκαμε για να βγούμε απ τόν κλοιό διασχίζοντας την Λεωφόρο Συγγρού από του Φορντ. Σύμφωνα με σχετική διαταγή που υπήρχε, να προσπαθούμε να βγαίνουμε απτά μπλόκα και να χτυπάμε απ' έξω.

Σύντομα καταλάβαμε πως απτή Λεωφόρο δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Προχωρήσαμε πίσω απτίς φυλακές και κάτω απτήν μάντρα Γαβαλά. Περάσαμε το ρέμα με πρόθεση να ανεβούμε προς Φάρο, για να βγούμε πέρα απτό Μπραχάμι. Σταματήσαμε γιατί απεκεί ακούγονταν πυροβολισμοί. Κατηφορίσαμε προς Αλσος Νέας Σμύρνης. Ολο και περισότερο αντιλαμβανόμαστε το Μπλόκο μέσα στο οποίο βρισκόμαστε. Οταν πια δεν βρίσκαμε διέξοδο είδαμε το φρεάτιο του υπόνομου, που λόγω της κατοχής είχε μείνει μισοτελειωμένος και αχρησιμοποίητος.


Κατεβαίνουμε και προχωρούμε αργά και προσεχτικά. Κάποτε από πάνω ακούμε δυνατό θόρυβο από μεγάλη κίνηση. Σκεφτήκαμε πως θα είμαστε κάτω απτή Συγγρού. Και πράγματι έτσι ήταν. Βγήκαμε απάνω, στην Καλλιθέα. Συναντήσαμε τους Καλλιθεάτες ΕΛΑΣίτες που ετοιμάζονταν να χτυπήσουν τους ταγματασφαλήτες του Μπλόκου. Ενωθήκαμε μαζί τους και το μεσημεράκι χτυπήσαμε από τον Ιλισσό, από την περιοχή του εργοστασίου «Ιρις» και του Φόρου.


Μαρτυρία Γιάννη Κυριακίδη


Απ το απόγευμα της 8/8 υπήρχαν φήμες για πιθανό μπλόκο. Πού θα γίνονταν αυτό δεν αναφέρονταν. Εμείς, στο Τάγμα του Κατσιποδιού πήραμε τα απαραίτητα μέτρα. Υπήρχαν σε όλους τους Λόχους, τα φρουραρχεία. Ορίσαμε εκτός απτούς υπεύθυνους των φρουραρχείων και υπεύθυνους επιφυλακής, έναν διμοιρίτη ή έναν από τη διοίκηση του Λόχου. Υπεύθυνος για την επιφυλακή όλου του Τάγματος έμεινα ο ίδιος, μέσα στο συνοικισμό στο Δουργούτι, μαζί με τους συνδέσμους. Ο καπετάνιος του Τάγματος, Γιώργης Μουστάκιας, δεν έμεινε. Ηταν υπεύθυνος το προηγούμενο βράδυ.

Τις πολύ πρωινές ώρες οι σκοποί μπρος στο Δουργούτι, έβλεπαν τα καμιόνια να κατηφορίζουν προς το Δέλτα, αλλά δεν ειδοποιούσαν, αφού δεν φαίνονταν καμιά απειλή κατά του συνοικισμού. Τα καμιόνια δεν σταματούσαν εκεί.

Οταν ειδοποίησαν τον επικεφαλής Αη-Μουράτ, είχε ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ο Μουράτ ειδοποίησε το φρουραρχείο και υπεύθυνους άλλων οργανώσεων, αλλά μη βλέποντας διείσδυση προς τον συνοικισμό, δεν ειδοποίησε πρώτα το Τάγμα. Επίσης κανένας σύνδεσμος δεν είχε έλθει από τους άλλους Λόχους.

Τελικά πριν τις 5 το πρωί κάνει την εμφάνισή του ο ίδιος ο Μουράτ και αναφέρει τις περίεργες κινήσεις των καμιονιών και των θωρακισμένων.

Στέλνουμε αμέσως συνδέσμους στους Λόχους, για να τους ενημερώσουμε, και να μας απαντήσουν αμέσως για την κατάστασή τους. Οι σύνδεσμοι αυτοί ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους.

Ακούγονται πυροβολισμοί από διάφορες κατευθύνσεις. Ενας φρουρός μας αναφέρει ότι δυνάμεις ταγματασφαλητών μπαίνουν στο συνοικισμό και καταλαμβάνουν ταράτσες (πολυκατοικιών). Αποφασίζουμε να φύγουμε προς Νέο Κόσμο-Γούβα. Φτάσαμε μέχρι την οδό [Ευστρατίου] Πίσσα. Εκεί χτυπηθήκαμε.

Σε όλες τις γωνιές και σε άλλα σημεία είχαν στήσει πολυβολεία. Μας θέριζαν όσο επιχειρούσαμε να προχωρήσουμε, σταματούσαν όμως και δεν μας πείραζαν όταν πηγαίναμε προς το εσωτερικό. Ολοι μαζί οι σύνδεσμοι και ο Μουράτ με τους δικούς του δεν ξεπερνούσαμε τους Οκτώ, οπλισμένοι πολύ ελαφριά. Στρίβαμε στενό με στενό πολεμώντας, με την ελπίδα πως κάπου θα βρίσκαμε αφύλακτο. Τίποτε! Είχαν κλείσει τα πάντα, μέχρι Αλωπεκής [σημερινή Αμβροσίου Φραντζή, σ. Βαθύ Κόκκινο], που μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Αλλά και μέχρι Βουλιαγμένης, όπως μάθαμε μετά.

Στο μεταξύ ξημέρωνε, έφεγγε πια για καλά.

Από τις ταράτσες ακούγονταν φωνή τηλεβόα.

«Ολοι οι άνδρες από 15 έως 60 ετών να μαζευτούν στην πλατεία δίπλα στην ΕΘΕΛ. [Το εργοστάσιο της ΕΘΕΛ βρισκότανε στο χώρο που σήμερα έχει χτιστεί το Ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ -σ. Βαθύ Κόκκινο.] Οποιος βρεθεί στο σπίτι θα εκτελείται επί τόπου».

Αυτό επαναλαμβάνονταν συνεχώς.

Αποφασίσαμε να κρυφτούμε και να μη παρουσιαστούμε. Το ίδιο συστήναμε σε όλους όσους συναντούσαμε στο δρόμο. Σιγά-σιγά όλοι οι συναγωνιστές βρήκαν κάπου να μείνουν. Εγώ σαν ξένος δεν γνώριζα, ούτε είχα τέτοια δυνατότητα. Ο Μουράτ με ένα συναγωνιστή που είχαν μείνει τελευταίοι με συστήνουν σε κάποιον πίσω απτα Ιταλικά για να με κρύψει. Οταν έφυγαν, ο άγνωστος συναγωνιστής με συστήνει σε μιαν επίσης άγνωστή μου, που αναλαβαίνει να με διασώσει.

Οι άνθρωποι αυτοί με έβλεπαν για πρώτη φορά. Ποιός και τι ήμουνα δεν ήξεραν. Οι ίδιοι, οι δικοί τους και τα ίδια τους τα σπίτια κινδύνευαν με αφανισμό. Και όμως γιαυτούς υπέρτατο καθήκον ήταν να σώσουν εμένα τον άγνωστο. Και το κατάφεραν.

Οταν το μεσημέρι κατά τις δυο το μακελειό είχε κοπάσει, βγήκα. Οι Γερμανοί και όλοι οι συνεργάτες τους ήταν ακόμη εκεί, εκτός απόσους συνόδευαν την μακρυά φάλαγγα των Ομήρων τους. Τους εκτελεσμένους δεν τους είχαν σηκώσει, και οι καπνοί απτά καμένα σπιτάκια του συνοικισμού, συνέχιζαν να υψώνονται.

Προχώρησα προς Νέα Σμύρνη, όλοι οι παράλληλοι μέχρι Μπακνανά και από το ρέμα μέχρι και την Εφέσου, δίπλα στο Αλσος, ήταν γεμάτες φασίστες. Πολλοί απαυτούς Ιταλοί. Πήγα στην Καλλιθέα, αναπαύτηκα μια ώρα, να συνέλθω και γύρισα το απόγευμα στο Δουργούτι.
Βαχράμ Σακαγιάν, πιάστηκε στο μπλόκο 9/8/44. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα στο Γουδί βασανιζόμενος συνεχώς απ’ τη στιγμή της σύλληψής του
Βαχράμ Σακαγιάν, πιάστηκε στο μπλόκο 9/8/44. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα στο Γουδί βασανιζόμενος συνεχώς απ’ τη στιγμή της σύλληψής του

Τότε κατάλαβα το μέγεθος της καταστροφής.

Ο μισός, και ίσως περισσότερος, συνοικισμός ήταν καμένος. Οι Γερμανοί και Ταγματασφαλήτες εκδικούμενοι την αντιστασιακή συνοικία, που τόσα είχε δόσει στο διάστημα της 3 χρονης κατοχής, της έβαλαν φωτιά. Οι καπνοί έβγαιναν ακόμη. Πολλοί ηλικιωμένοι καήκανε μέσα στα σπίτια τους. Οι φασίστες πετούσαν μια εμπρηστική σκόνη, αδιαφορώντας αν το σπίτι είχε ή όχι ένοικους.

Συνάντησα τον Γιώργο τον Μουστάκια, τον καπετάνιο του Τάγματος. Είχε έρθει νωρίτερα. Το βράδυ έμεινε μέσα στην ΕΘΕΛ, φιλοξενούμενος του Θεμιστοκλή, στελέχους του ΕΛΑΣ και υπαλλήλου της ΕΘΕΛ.

Δεν είχε αντιληφτεί το μπλόκο, μέχρι που ακούστηκαν τα χωνιά απτίς ταράτσες των πολυκατοικιών. Ετσι βρέθηκε εγκλωβισμένος, ακριβώς δίπλα στο σημείο συγκέντρωσης και μπροστά στη Λεωφόρο Συγγρού, που ήταν η βάση των φασιστικών δυνάμεων. Οταν άρχισαν να ερευνούν μέσα στην ΕΘΕΛ περνούσε από αίθουσα σε αίθουσα. Τελικά, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, βγήκε από μια πλάγια πόρτα και οπλισμένος με το θράσος της απελπισίας πέρασε ανάμεσα στους φασίστες, κάθετα τη Συγγρού. Κανείς δεν τον ενόχλησε, γιατί κανείς δεν φαντάστηκε πως θα περνούσε απανάμεσά τους ένας τέτοιος άνθρωπος.

Ελάχιστοι άνδρες, ηλικιωμένοι κυρίως, κυκλοφορούσαν. Οι γυναίκες βρίσκονταν σε μεγάλο αναβρασμό.
Συναντήσαμε μερικές κοπέλες της ΕΠΟΝ και λίγες γυναίκες της Ε.Α. Φροντίσαμε να στηθούν καζάνια σύντομα, για ένα πρόχειρο συσσίτιο. Ολος αυτός ο κόσμος είχε από την προηγούμενη να βάλει κάτι στο στόμα. Δυνατότητες από το συνοικισμό δεν υπήρχαν. Τα μαγαζιά είχαν καεί. Ζητήσαμε ενίσχυση απτίς γειτονικές συνοικίες. Το συσσίτιο ετοιμάστηκε.

Πολλές γυναίκες, μερικές με τα παιδιά, ή τα εγγόνια τους έπαιρναν ικανοποιημένες. Αλλες αδιαφόρησαν συνεχίζοντας τις έρευνες ανάμεσα στα αποκαΐδια των σπιτιών τους, μήπως ανακαλύψουν κάτι χρήσιμο. Υπήρχαν και μερικές που πάνω στην απελπισία και την αλλοφροσύνη τους, για τον χαμό των δικών τους, τάβαζαν μαζί μας.

Η κατάσταση ήταν τραγική. Κανένας λόγος παρηγοριάς δεν μπορούσε να συνεφέρει τις απελπισμένες γυναίκες, που μέσα σε λίγες ώρες έχασαν τους προστάτες τους κι έμειναν χωρίς σπίτι. Κυριολεκτικά στο δρόμο.

Σιγά-σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν οι λεπτομέρειες της καταστροφής. Μερικές συνέπεφταν, άλλες παρουσίαζαν ποικιλίες και μικροδιαφορές.

Οι φασίστες, μόλις πέρασε η προθεσμία που έβαλαν για την συγκέντρωση, άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια. Τα ερευνούσαν ένα-ένα. Εψαχναν κυρίως για άνδρες 16 έως 60 ετών. Στην περίπτωση που έβρισκαν κάποιον ή τον εκτελούσαν επί τόπου, ή σπανιότερα, τον ωθούσαν προς τον τόπο συγκέντρωσης χτυπώντας και κλωτσώντας τον. Μέσα στα σπίτια τα έκαναν όλα άνω-κάτω, δήθεν έψαχναν για όπλα. Ο,τι «πολύτιμο» εύρισκαν το έπαιρναν.

Στην πλατεία, δίπλα στην ΕΘΕΛ, έβαλαν όλους να κάθονται κάτω. Μετά τις 9 άρχισε η διαλογή. Περνούσαν οι «Μασκοφόροι» δηλ. καταδότες που φορούσαν, περαστό απτό κεφάλι, ένα τσουβάλι με δυο τρύπες στην περιοχή κοντά στα μάτια. Οταν περνούσε ο μασκοφόρος όφειλαν όσοι ήσαν κοντά να έχουν προσηλωμένο το βλέμμα τους επάνω του. Οποιος δεν το έκανε εκτελιούνταν. Οποιον υπέδειχνε ο μασκοφόρος, τον παράδιναν στον Γερμανό εκτελεστή, στην ΕΘΕΛ, που τον εκτελούσε αμέσως.

Σε όλη τη διάρκεια της διαλογής, Τσολιάδες γύριζαν ανάμεσα στους συγκεντρωμένους και τους χτυπήσαν, κυρίως με τους υποκόπανους των όπλων τους. Στέκονταν ιδιαίτερα σε μερικούς που «αναγνώριζαν» και για τους οποίους ο ξυλοδαρμός μεταβάλλονταν σε συστηματικό βασανιστήριο.

Λέγονταν για τον Δημήτρη Μπαρουτίδη (τον γνωστό Σταύρο, στέλεχος του διαμερίσματος της Ε.Π.) ότι ενώ τον χτυπούσαν και τον βασάνιζαν, τράβηξε την κουκούλα και αποκάλυψε τον ένα μασκοφόρο. Τον σκότωσαν με βασανιστήρια. Κατάλλους με χτυπήματα υποκοπάνων. Κατάλλους με χτυπήματα κασμά.

Συνολικά εκτέλεσαν πάνω από 70 αγωνιστές. Σ” αυτούς δεν υπολογίζονται όσοι υπέκυψαν στο δρόμο από τα βασανιστήρια. Οσοι εκτελέστηκαν ή υπέκυψαν στο Χαϊδάρι ή στο Γουδί και στη Γερμανία. Ούτε όσοι, κυρίως ηλικιωμένοι, κάηκαν όταν οι φασίστες έβαλαν φωτιά και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος του συνοικισμού.

Οι όμηροι που οδηγήθηκαν κυρίως στο Χαϊδάρι, αλλά και στο Γουδί και μετά στη Γερμανία ήταν πάνω από 2000 ως 3000. Στη διαδρομή, και ιδιαίτερα την ώρα των συγκρούσεων με τον ΕΛΑΣ, πολλοί τόσκασαν. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Αρμένιοι. Υπήρχαν όμως και Ελληνες τόσο μεταξύ των εκτελεσμένων όσο και μεταξύ των ομήρων.

Κατάσταση με τα ονόματα των εκτελεσμένων και άλλα στοιχεία τους έχουν οι Αρμένιοι αγωνιστές και σύντομα θα έλθουν στην δημοσιότητα.

Το γεγονός είναι ότι σ’ αυτό το Μπλόκο της 9/8/1944 το μεγάλο βάρος των θυσιών έπεσε στο ηρωικό Δουργούτι.

Υπήρχαν και μερικοί που γλύτωσαν από μεγάλες συμπτώσεις.
Αναφέρεται η περίπτωση του Μουράτ Γκεντελεκιάν, της Ε.Π. Δουργουτιού. Ο Μουράτ δεν παρουσιάστηκε στην συγκέντρωση. Κρύφτηκε σένα σπιτάκι.

Οταν οι τσολιάδες, κάνοντας την έρευνα, έφτασαν σ” αυτό το σπίτι, πήδηξε από το φεγγίτη, που ήταν στο πίσω του σπιτιού. Ο φεγγίτης δεν έβλεπε στο δρόμο, αλλά στο πίσω μέρος ενός άλλου σπιτιού. Ετσι, που μεταξύ των δύο σπιτιών σχηματίζονταν ένας κενός χώρος λίγων σπιθαμών, που δε φαίνονταν από πουθενά. Εκεί έμεινε κρεμασμένος σε όλη τη διάρκεια του Μπλόκου και σώθηκε.

Ο Θανάσης Δεφαράνος αναφέρει ότι ύστερα από μια προσπάθεια για να ξεφύγει από το Μπλόκο, προς του ΦΙΞ, έπεσε σε περίπολο τσολιάδων στα στενά γύρω στους δρόμους Λυσιμαχίας – Πίσσα.

«Που πας ρε, δεν άκουσες τα χωνιά;», «Πάω στη δουλειά μου και έχω αργήσει», λέει ο Θανάσης. «Τι λες ρε π…., ποιά δουλειά!! Γλήγορα στην πλατεία!!», φωνάζουν, ενώ σύγχρονα τον χτυπάνε με τους υποκόπανους, με γροθιές και κλωτσιές ασταμάτητα.

Οταν έφτασε στην πλατεία, ήταν γεμάτη. Ολους τους είχαν καθισμένους κάτω. Κανείς δεν έπρεπε να κοιτά δεξιά και αριστερά. Μόνο ίσια και προς τα πάνω να βλέπει κατ” ευθείαν το μασκοφόρο. Ο πρώτος μασκοφόρος φορούσε μάσκα ασφυξιογόνο. Οι άλλοι που ακολούθησαν, 2-3 φορούσαν για κουκούλα ένα τσουβάλι με 2 τρύπες στο μέρος των ματιών. Ο ένας μασκοφόρος ήταν γυναίκα, μια ψηλή και αδύνατη γυναίκα. Οποιον ξεχώριζαν οι μασκοφόροι, δηλ. τα στελέχη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, όπως διέδιδαν, τον έπαιρναν μέσα στην ΕΘΕΛ.

Τσολιάδες, Μπουραντάδες και Ασφαλίτες με πολιτικά γύριζαν ανάμεσα στους καθισμένους ανθρώπους και χτυπούσαν και τρομοκρατούσαν συνεχώς. Ανάμεσά τους και μια τσολιαδίνα, η Αστέρω, πρωταγωνιστούσε σε χυδαιολογία και τραμπουκισμούς.

Λίγο να έστρεφε κανείς το κεφάλι ήταν αρκετό για να τον παραμορφώσουν από το ξύλο ή ακόμη να τον σκοτώσουν. Δίπλα του ήταν αρκετοί γνωστοί και φίλοι. Παραδίπλα ένας ΕΛΑΣίτης, ο Οθωνας, είχε απάνω του το πιστόλι του. «Αν μας ξεχωρίσει ο μάσκας, λέει στο διπλανό του, θα του την ανάψω».

Τίποτε τέτοιο δε χρειάστηκε. Ο πρώτος μασκοφόρος προσπερνά. Δε ξεχωρίζει κανέναν από κει κοντά. Περιμένουν να περάσουν οι άλλοι μασκοφόροι. Ξαφνικά μεγάλη φασαρία γίνεται πάρα κάτω. Τρεξίματα, βρισιές των τσολιάδων, χτυπήματα, αγκομαχητά. Δεν μπορούσαν να δουν, τους χτυπούσαν και τους εμπόδιζαν. Την άλλη μέρα μάθανε πως κάποιος Σταύρος της Ε.Π. επιτέθηκε και ξεσκέπασε το μασκοφόρο. Τον Σταύρο τον σκότωσαν επί τόπου, χτυπώντας τον με τα κοντάκια και ό,τι άλλο κρατούσαν στα χέρια τους.

Ενας αξιωματικός των τσολιάδων που περνούσε μπροστά τους κοντοστάθηκε. Του κάνει νόημα να σηκωθεί. Ο Θανάσης αισθάνεται κάτι να τον παγώνει ξαφνικά. Θα είναι τα τελευταία μου, σκέφτεται. Ο αξιωματικός, όμως, φαίνεται μάλλον φιλικός. Ο Θανάσης παρατηρεί καλύτερα, πράγματι είναι γνωστός. Φέρνει συχνά το αυτοκίνητο για επισκευές στο συνεργείο. Τελευταία του είχε φτιάξει ένα φακό. «Εσύ, του λέει, να φύγεις. Πώς βρέθηκες εδώ;». «Μένω εδώ παραπάνω, απαντά ο Θανάσης, πηγαίναμε για τη δουλειά μας και μας έφεραν εδώ οι τσολιάδες», είχε πια αναγνωρίσει τον αξιωματικό, που ήταν υπασπιστής του Πλυτζιανόπουλου. «Καλά, λέει αυτός, πάρτους και φύγετε». «Μα πού να πάμε άν δε μας βγάλετε σεις από την πλατεία». Πράγματι τους παίρνει και τους βγάζει από το Μπλόκο. Ετσι σώθηκαν καμιά 10αριά αγωνιστές.

Το ίδιο περίπου συνέβη και με έναν άλλο αγωνιστή, που είχε συνεργείο – γκαράζ αυτοκινήτων στου ΦΙΞ. Εκεί πήγαιναν για επισκευή συχνά γερμανικά αυτοκίνητα. Ενας από τους Γερμανούς που συμμετείχαν στο Μπλόκο τον γνώρισε και τον ξεχώρισε για να πάει στο συνεργείο του να δουλέψει. Και πώς θα δουλέψω, λέει εκείνος, ετοιμότατα, μόνος μου χωρίς τους βοηθούς μου; Πάρτους κι αυτούς μαζί σου, αποφασίζει ύστερα από μικρή σκέψη ο Γερμανός. Ηταν οι εποχές, που για την Ελευθερία ή τη ζωή ή το θάνατο των ανθρώπων μπορούσε να αποφασίζει ένα τυχαίο γεγονός, μια σύμπτωση ή ένας οποιοσδήποτε στρατιώτης της κατοχής. Οπωσδήποτε στην περίπτωση αυτή σώθηκαν καμιά 15αριά αγωνιστές, μαζί με τον ιδιοχτήτη του γκαράζ. Πιθανότατα πρόκειται για το παληό αντιστασιακό στέλεχος Χάικο.

Πολλά άτομα που έφευγαν από το Δουργούτι προχώρησαν προς Αη Σώστη. Εκεί, όμως, δεν μπορούσαν να προχωρήσουν ούτε προς Νέα Σμύρνη, γιατί τους εμπόδιζαν από την οδό Αιγαίου – Εφέσου και τις παράλληλες, ούτε προς Καλλιθέα, από τη Λεωφόρο Συγγρού, τελικά μπήκαν στο μαγαζί του Μπάμπη Σταυρόπουλου. Κρύφτηκαν εκεί περίπου 40. Γλύτωσαν όλοι, γιατί δεν μπήκαν στο υπόγειο αυτό να ψάξουν οι τσολιάδες.

Ακούστηκαν και τα ονόματα των μασκοφόρων:

—Σαρκίς Καρογλάν (Σ.Γρ.: Δεν πρόκειται για τον Σαργκίς, του οποίου το επίθετο δεν το γνωρίζω, τον γιό της Μέλισσας, που κάθονταν στα Ιταλικά. Το παληκάρι αυτό του ΕΛΑΣ σκοτώθηκε, πολεμώντας πλάι μου 5 μέρες πριν το Μπλόκο, σε επιχείρηση επίθεση στα Πατήσια).

—Μηνάς – πολύ γνωστός τότε στο Δουργούτι.

—Θανάσης Βαξεβανίδης, Νεοκοσμίτης, παλαιότερα είχε εισχωρήσει στις γραμμές της Ε.Π. και είχε κάνει διάφορες ζημιές στην Οργάνωση.

Επίσης ονομάτιζαν και τη γυναίκα – μασκοφόρο. Την έφερναν, όμως, με διάφορα ονόματα που δεν έδιναν βεβαιότητα.


Πηγή μαρτυριών: Εδώ