Ένα πουλάκι απ' τον Κοσμά ρώταε τους διαβάτες:
"Πόσο μακριά ΄ναι η Γλόγοβα από τα Κανελλάκια,
που σύχναζε η ανταρτουριά κι ούλοι οι καπεταναίοι,
που σύχναζε κι ο Πέρδικας με ούλο το ασκέρι.
Με παλικάρια διαλεχτά καλά και ψυχωμένα
κυνήγαγε τους Γερμανούς και τη φασισταρία,
γιατί μας παίρναν το ψωμί και την Ελευθερία".
"Πόσο μακριά ΄ναι η Γλόγοβα από τα Κανελλάκια,
που σύχναζε η ανταρτουριά κι ούλοι οι καπεταναίοι,
που σύχναζε κι ο Πέρδικας με ούλο το ασκέρι.
Με παλικάρια διαλεχτά καλά και ψυχωμένα
κυνήγαγε τους Γερμανούς και τη φασισταρία,
γιατί μας παίρναν το ψωμί και την Ελευθερία".
Για τον θάνατο του Καπετάν Πέρδικα τρία τραγούδια
Τρία πουλάκια κάθονται στου Ραπουνιού τα μέρη.
Το 'να τηράει το Χελμό και τ' άλλο το Τετράζι,
το τρίτο το βαριόμοιρο μοιρολογάει και λέει:
Ο Πέρδικας τι να γίνηκε τούτο το καλοκαίρι;
Μη διάβηκε το Μαλεβό, στην Κάπελη μην πήγε;
Δε διάβηκε το Μαλεβό, στην Κάπελη δεν πήγε,
μον' απιστιά του γίνηκε στ' αλώνι στα Λυκόχια.
Το 'να τηράει το Χελμό και τ' άλλο το Τετράζι,
το τρίτο το βαριόμοιρο μοιρολογάει και λέει:
Ο Πέρδικας τι να γίνηκε τούτο το καλοκαίρι;
Μη διάβηκε το Μαλεβό, στην Κάπελη μην πήγε;
Δε διάβηκε το Μαλεβό, στην Κάπελη δεν πήγε,
μον' απιστιά του γίνηκε στ' αλώνι στα Λυκόχια.
Τι έχουν του Βράγκου τα βουνα και στέκουν χωλωμένα;
Μήνα βοριας τα βάρεσε μήνα κακό χαλάζι;
Μηδέ βοριάς τα βάρεσε μηδέ κακό χαλάζι.
Πέρασαν τ' αποσπάσματα με τους χωροφυλάκους,
τον Πέρδικα γυρεύουνε, τον Πέρδικα ζητούνε
Πέρδικα ρίξε τ' άρματα κι άσε τα κορφοβούνια
να πάμε στη βασίλισσα, για να σου δώσει χάρη.
Δεν παρατάω τ' άρματα, τα όρη δεν αρνιέμαι,
δεν πάω στη βασίλισσα κι η χάρη χάρισμά της.
Καλύτερα να σκοτωθώ παρά να προσκυνήσω.
Μήνα βοριας τα βάρεσε μήνα κακό χαλάζι;
Μηδέ βοριάς τα βάρεσε μηδέ κακό χαλάζι.
Πέρασαν τ' αποσπάσματα με τους χωροφυλάκους,
τον Πέρδικα γυρεύουνε, τον Πέρδικα ζητούνε
Πέρδικα ρίξε τ' άρματα κι άσε τα κορφοβούνια
να πάμε στη βασίλισσα, για να σου δώσει χάρη.
Δεν παρατάω τ' άρματα, τα όρη δεν αρνιέμαι,
δεν πάω στη βασίλισσα κι η χάρη χάρισμά της.
Καλύτερα να σκοτωθώ παρά να προσκυνήσω.
Ένα πουλάκι έβγαινε σιμά στην Οστρακιάνα,
παίρνει τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώτας.
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά με τα πολλά κλαριά σας
μην είδατε τον Πέρδικα, τον πρώτο καπετάνιο;
Στο Λιμποβίσι τρώει ψωμί, στο Μαλεβό κονεύει
Κι απάνου στον Ταϋγετο στήνει χορό, χορεύει.
Το Χρυσοβίτσι διάβηκε και στα Λυκόχια πάει
Στ' αλώνια, στη Σινέσοβα, έπεσε το κορμί του.
παίρνει τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώτας.
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά με τα πολλά κλαριά σας
μην είδατε τον Πέρδικα, τον πρώτο καπετάνιο;
Στο Λιμποβίσι τρώει ψωμί, στο Μαλεβό κονεύει
Κι απάνου στον Ταϋγετο στήνει χορό, χορεύει.
Το Χρυσοβίτσι διάβηκε και στα Λυκόχια πάει
Στ' αλώνια, στη Σινέσοβα, έπεσε το κορμί του.
Ευχαριστώ την κυρα Μαρία
ΑπάντησηΔιαγραφή