Παρά τις όποιες διαφωνίες μας με την θέση του, και είναι πολλές, δεν θα μπορούσαμε να μην του αφιερώσουμε μερικές αράδες μαζί με όλη μας την αγάπη και την εκτίμηση.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς φτωχούς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από την Θάσο και διωκόμενους κομμουνιστές κυνηγημένους από την δικτατορία του Μεταξά. Η οικογένειά του στεγάζει και δίνει τροφή σε πολλούς από τους διωκόμενους κομμουνιστές. Ο Μίσσιος μεγαλώνει με την παρουσία τους στις σκοτεινές κάμαρες του σπιτιού του και τις ευεργετικές τους συζητήσεις. Από εκεί θα γνωρίσει τα πάθη και τις αξίες τους και θα ΄ γίνει κοινωνός της μεγάλης πανανθρώπινης αλήθειας τους. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στην Θεσσαλονίκη, και ο Χρόνης Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής με ένα κασελάκι στο λιμάνι. Το σχολείο το σταματά στην δευτέρα δημοτικού. Στην Κατοχή, ο Ερυθρός Σταυρός στέλνει από στολές παιδιών στις αγροτικές περιοχές για να τα σώσει από την πείνα. Ο Χρόνης Μίσσιος βρίσκεται τσοπανόπουλο στα Γιαννιτσά, από όπου, με το κοπάδι του, θα περάσει στους αντάρτες του ΕΛΑΣ ως σύνδεσμος. Με την απελευθέρωση, οργανωμένος πια στο ΚΚΕ, επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη, κι από εκεί η ζωή του ακολουθεί την πορεία των κομμουνιστών και την περιπέτειά τους σε φυλακές και εξορίες. Μέλος της Στενής Αυτοάμυνας της Θεσσαλονίκης, θα αναλάβει το στήσιμο του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην πόλη μέχρι την σύλληψή του το 1947. Από εκεί ακολουθεί η φυλακή, τα φρικαλέα βασανιστήρια και οι εξορίες. Το στρατοδικείο τον καταδικάζει σε θάνατο και εκείνος περιμένει εννέα μήνες στην πτέρυγα μελλοθανάτων του Γεντί Κουλέ. Ο θάνατος τους επισκέπτονταν κάθε βράδυ. Τελικά γλιτώνει την εκτέλεση με την μετατροπή της ποινής του σε ισόβια, βάση μιας τυχαίας κατάθεσης. Από εκεί μεταφέρεται στην κόλαση των φυλακών Κέρκυρας, όπου θα γνωρίσει την φρίκη των μαρτυρίων των χασικλήδων χωροφυλάκων. Θα βιώσει την διαστροφή και την κυνικότητα και την αποκτήνωση των ανθρώπων. Στην Κέρκυρα θα γνωρίσει και τον Νίκο Μπελογιάννη. Αργότερα μεταφέρεται στις Φυλακές Ανηλίκων Κηφισιάς. Το σκηνικό του αποτροπιασμού συνεχίζεται κι εκεί. Περνά δύο φορές από την Ειδική Ασφάλεια Αθηνών όπου βασανίζεται ανηλεώς. Χτυπήματα με συρμάτινους βούρδουλες, ηλεκτροσόκ, χτυπήματα στους όρχεις με σιδερένιους χάρακες κ.α. Η "θητεία" του στην φρίκη θα τον φέρει στις φυλακές Αβέρωφ όπου θα χαρακτηρισθεί ως "ψυχασθενής". Ο ψυχίατρος που τον βλέπει και ακούει την ιστορία του πόνου του, κλαίει... "'Ίσως το μόνο που σε κάνει να αντέχεις ψυχικά, είναι ότι αντιδράς, ότι δεν δέχεσαι όλο αυτό.." είναι το μόνο που μπορεί να του πει. Ο πόνος που επαναλαμβάνεται ως φάρσα στην ζωή του τον στέλνει φαντάρο στο Β' ΕΤΟ της Μακρονήσου. Το 1953 θα ντυθεί το χακί μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με την κόλαση της Μακρονήσου. Ηλιακά πειθαρχία, κουβάλημα πέτρας, ξύλο με το μπαμπού, γάτες σε σακιά. Ο Χρόνης Μίσσιος τα περνά όλα. Το 1956 μεταφέρεται στον Αη-Στράτη όπου παραμένει ως το 1962. Με την αποφυλάκισή του δουλεύει ως στέλεχος της Νεολαίας της ΕΔΑ. Η δικτατορία του 1967, θα τον βρει στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη, υπεύθυνο για την οργανωτική δουλειά. Από την πρώτη στιγμή περνά στην παρανομία και ιδρύει με άλλα στελέχη του ΠΑΜ (Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο). Τον Νοέμβρη του 1967 θα συλληφθεί εκ νέου και θα περάσει τα νέα μαρτύρια της Μπουμπουλίνας. Θα δικαστεί και θα καταδικαστεί σε 18 έτη φυλάκισης. Και πάλι Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, ως τη αμνηστία του Παπαδόπουλου το 1973. Από τότε ζει ελεύθερος στα Μέγαρα.
Τα δύο του βιβλία, "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" και το "Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε" αποτελούν μια πλήρη, σοκαριστική καταγραφή της ζωής των κρατουμένων αγωνιστών από τον Εμφύλιο έως και την Χούντα. Σε αυτά διαφαίνεται η πικρία, η απογοήτευση για την πορεία του κινήματος και το ΚΚΕ, αλλά και η χαλύβδινη αντοχή του αγωνιστή.
Μια από τις φράσεις, που εμείς θεωρούμε ως την πιο αιρετική και λανθασμένη αναδύεται από τα βιβλία του: "Και είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο βασανιστής και η κομματική καθοδήγηση"
Δύσκολο να σχολιαστεί από νεότερους αυτή η φράση. Οι σύντροφοί του την έψεξαν και την απέρριψαν. Πολλοί από αυτούς δικαιολογημένα αντιτάχθηκαν και θύμωσαν. Άλλοι αποφάσισαν το κόψιμο των "διπλωματικών σχέσεων". Η καλύτερη απάντηση σε αυτό έχει δοθεί όμως από τον Γιώργο Φαρσακίδη, φίλο και σύντροφο του Χρόνη Μίσσιου:
"Είναι μια φράση λανθασμένη. Απόρησα όταν την διάβασα, όμως ο Χρόνης πέρασε πολλά και μέσα σε αυτά πολλές απογοητεύσεις. Δεν τον κατηγορώ. Ήταν ένας άνθρωπος ευαίσθητος, όμορφος. Έφαγε πολύ ξύλο, υπέστη πολύ πόνο. Κάπου απογοητεύτηκε κι αυτός. Δεν του κρατάω κακία. Υπήρξε αγωνιστής από τους λίγους..."
Αυτά τα τελευταία λόγια για τον Χρόνη Μίσσιο συνοψίζουν καλύτερα την γνώμη μας για αυτόν. Οι άνθρωποι μπορούν και πρέπει να σφάλλουν. Εμείς κρατάμε μια ιδιαίτερη γωνιά στην ψυχή μας για τον Χρόνη Μίσσιο και όλους τους "αιρετικούς" αγωνιστές των ταραγμένων αυτών εποχών...
μπράβο για την ανάρτησή σου
ΑπάντησηΔιαγραφήη τσιφουτιά στο κίνημα είναι μεγάλη αρρώστεια
μπράβο σου
Δεν ρωτάς και τους εν ζωή συντρόφους του, από την λαϊκή αυτοάμυνα της θεσαλονίκης, τι γνώμη έχουν για τον Μίσιο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο σου μεγαλόψυχε!
ΑπάντησηΔιαγραφή