Κατάγομαι από το χωριό Νεγάδες κοντά στην Κόνιτσα αν και πολλά χρόνια τώρα μένω στην Αθήνα. Τα χρόνια του εμφυλίου, εγώ ήμουνα κοριτσάκι μικρό , περίπου εννιά δέκα χρονών. Το χωριό ήταν από όσο ξέρω δεξιό και δεν το σήκωνε το αντάρτικο. Κυκλοφορούσαν και διάφορες συμμορίες εκεί κοντά από ζωοκλέφτες που ρίχνανε κανένα τουφεκολόι με τους αντάρτες. Χωροφυλακή δεν είχε το χωριό μόνο κάτι ομάδες από χακίδες με όπλα του στρατού που τους τα 'χε δοσμένα. Νομίζω τούτοι δεν ήτανε τακτικοί. Τέλος πάντων, μια μέρα είχα πάει στα ζώα με την μάνα μου γιατί ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και αδέρφια δεν είχα. Στον γυρισμό είχε πιάσει βραδάκι και κατάπως κατεβαίναμε την ρεματιά για το δρόμο ακούμε φωνές και κακό μεγάλο. Ήμασταν θυμάμαι κοντά στο δημόσιο δρόμο και βλέπαμε γιατί είχε φωτεινή νύχτα. Η μάνα μου μου' κανε νόημα να μην μιλήσω και μουλώξαμε στα μέσκουλα. Φοβήθηκε κι αυτή μην είναι ληστές ή τίποτα αντάρτες. Οι φωνές ακούγονταν δυνατά και σιμώνανε και μια μου φάνηκε πως ήτανε γυναικεία. Σας λέω και να με πιστέψετε το πιο φριχτό πράγμα της ζωής μου ήταν αυτό που 'δα εκείνο κει το βράδυ.
Είδαμε που λέτε τρεις τέσσερις χακίδες από κείνους του στρατού να τραβολογάνε μιά κοπέλα δεμένη και δαρμένη που φώναζε. Φορούσε κι αυτή κάτι στρατιωτικά ρούχα και ένα μόνο άρβυλο! Οι άλλοι την πηγαίνανε με κλοτσιές. Μιά κλοτσιά της ρίχνανε στα πίσω της έκανε δυο -τρία βήματα αυτή και μετά σταμάταγε και τους έβριζε και φώναζε. Τις ρίχνανε τότε αυτοί σκαμπίλια στο κεφάλι. Ήταν πρησμένη πολύ στο πρόσωπο. Μετά από λίγο σταματήσανε και ένας της είπε " Μωρή π***να να ξέρεις τις π***άνες τις Βουλγάρες εμείς τις γ*****" κι έκανε έτσι δα να τις σκίσει τη χλαίνη στο στήθος , κι εκείνη όμως κάνει μια χράπ και του δάγκωνε το μάγουλο, τόσο που τρέξανε αίματα. Ήρθε τότε ένας άλλος από πίσω της και με μια κίνηση της έκοψε το λαιμό της....
Μετά την πετάξανε εκεί πέρα και την αφήσανε μέρες μέχρι που την πήρανε τα αγρίμια και την κομματιάσανε και την φάγανε και βρήκανε μονάχα οι συχωριανοί κάτι μαλλιά και κάτι ρούχα.. Αυτά είδα τότε εγώ και με συγκλονίσανε τόσο να φανταστείτε που έκανα μέρες να βγάλω κιχ κι η μάνα μου τραβούσε τα μαλλιά της και όλο με καλόπιανε και μου κανε τσαλίμια και με φοβέριζε μέχρι που μίλησα και έκλαιγα και για πολλά χρόνια μέσα μου την κατηγορούσα που είδα τέτοια φοβερά πράγματα σαν να έφταιγε εκείνη. Μα τώρα πια το ξέρω που φοβήθηκε πολύ κι αυτή και πέτρωσε άμα την είδε την σκηνή αυτή ...
Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου