"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Η επίθεση του ΔΣΕ στο σταθμό του Μπράλου

Μπαίνοντας το 1947, το συγκλονιστικότερο γεγονός από τη δράση των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν η επιχείρηση στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μπράλου (Γραβιάς), την Κυριακή 12 Γενάρη 1947, με αρχηγό τον καπετάν - Διαμαντή. Αυτό το γεγονός - όπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης», αλλά και οι άλλες εφημερίδες - «επισκίασε όλες τις ειδήσεις του 48ωρου». Σύμφωνα, δε, με το Αρχείο του Στρατού, υπήρξε «η πλέον χαρακτηριστική εκδήλωσις της κ/συμμοριακής δράσεως εις την Ανατολικήν Στερεάν Ελλάδα, εις μικράν σχετικώς απόστασιν από της πρωτευούσης».

 
Παραθέτουμε (με μικρές μόνο περικοπές): Τα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη». Το κείμενο του Αρχείου Στρατού. Τις ζωντανές αναμνήσεις τριών πρωταγωνιστών της επιχείρησης, του Γιώργη Κουτρούκη, του Κώστα Πεντεδέκα και του Γιώργη Δημόπουλου. Και, τέλος, κατάλογο των ανταρτών που μετείχαν στην επιχείρηση.


«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» - Τρίτη 14.1.1947
«Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, τα δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα και τις αφηγήσεις των επιβατών της αμαξοστοιχίας, η επιχείρηση έγινε ως εξής:
Δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα του Σαββάτου, 11/1/1947, από τη Λαμία ανέφεραν ότι στην Παρνασσίδα και συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Στρώμη και Καλοσκοπή είχε εμφανιστεί 300μελής ομάδα ανταρτών υπό τον καπετάν Αίαντα (μόνιμο υπολοχαγό Ραχούτη, από το Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδας). Τμήμα του συγκροτήματος αυτού των ανταρτών ενήργησε την επιχείρηση. Ομάδα ανταρτών μπήκε στον περίβολο του σταθμού, ενώ άλλοι αντάρτες κατέλαβαν τα γύρω υψώματα

Στις 1 παρά τέταρτο η αμαξοστοιχία Αθήνας - Γραβιάς μπήκε στο σταθμό. Μόλις σταμάτησε, ακούστηκαν ριπές από τα υψώματα και οι αντάρτες που βρίσκονταν στο σταθμό οπλισμένοι με αυτόματα κάλεσαν τους επιβάτες να κατέβουν από το τρένο και να χωριστούν οι πολίτες από τους στρατιωτικούς. Αμύνθηκαν πυροβολώντας κατά των ανταρτών οι λοχαγοί Σταθακόπουλος, Νικολόπουλος κι ο χωροφύλακας Καστανάς. Και οι τρεις σκοτώθηκαν. Οι αντάρτες δεν είχαν καμιά απώλεια. Οι αντάρτες είπαν στους επιβάτες: "Μη φοβάστε. Πάρτε τα πράγματά σας και κατεβείτε από το τρένο". Υστερα τους μίλησε ο Αίας για το πώς έγινε το αντάρτικο και τι επιδιώκει, έριξε τις ευθύνες για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην κυβέρνηση κι εξέφρασε τη λύπη του για τους τρεις νεκρούς στρατιωτικούς που δεν επρόκειτο, όπως είπε, να πάθουν τίποτε, αν δεν προέβαλαν αντίσταση.

Κατά την ανταλλαγή πυρών, τραυματίστηκαν ελαφρά ο φύλακας της γραμμής Κοτρώτσος, ένας εργάτης της γραμμής και ο υπομηχανοστασιάρχης Κόμης. Οι δύο πρώτοι βρίσκονταν κοντά στον χωροφύλακα που αμύνθηκε και σκοτώθηκε και ο τρίτος τραυματίστηκε από εξοστρακισμό σφαίρας.
Στο μεταξύ, έφτασαν στο σταθμό και τα αυτοκίνητα που έφερναν επιβάτες από τη Λαμία και τη Λάρισα για την αμαξοστοιχία που θα γύριζε στην Αθήνα. Οι αντάρτες, αφού έμειναν μιάμιση ώρα στο σταθμό, ανατίναξαν με νάρκη την καπνοδόχο της ατμομηχανής, έβαλαν φωτιά στην αμαξοστοιχία (κάηκαν 2 βαγόνια από τα οποία το ένα είχε βενζίνη) και έφυγαν με αυτοκίνητα της ΥΕΚΑ που βρίσκονταν στο σταθμό, παίρνοντας μαζί τους 20 περίπου στρατιωτικούς, από τους οποίους ένας ήταν υπολοχαγός και άλλος ανθυπολοχαγός. Οι αντάρτες φόρτωσαν σε αυτοκίνητο και διάφορα εφόδια που βρήκαν στην αμαξοστοιχία. Πήραν επίσης και το ταμείο του σταθμού.


Οι αντάρτες αναγνώρισαν στο σταθμό τον αρχηγό της Χ της περιφέρειας Καργάκο, τον οποίο δεν πείραξαν. Του συνέστησαν μόνο "να μη φέρεται άσχημα στους πολίτες" και τον άφησαν ελεύθερο. Ζήτησαν τους αστυφύλακες συνοδούς του τρένου. Πολλοί στρατιωτικοί (εκτός των συλληφθέντων) είχαν φορέσει πολιτικά ρούχα και δεν αναγνωρίστηκαν από τους αντάρτες. Οι ένοπλοι μοναρχικοί του χωριού Μπράλος όταν αντελήφθησαν τα γεγονότα πυροβολούσαν.
Μετά την αποχώρηση των ανταρτών, εμφανίστηκαν 150 περίπου στρατιώτες και ένοπλοι μοναρχικοί που με υπόδειξη διαφόρων έπιασαν τους δημοκρατικούς σιδηροδρομικούς και επιβάτες. Κατά τη σύλληψη, ήταν παρών και ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης, ο οποίος βεβαίωσε τους στρατιώτες και ένοπλους μοναρχικούς ότι κανένας από όσους συνέλαβαν δεν ευθύνεται σε τίποτα, γιατί οι αντάρτες "ενήργησαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας και δεν ενήργησαν καμίαν σύλληψιν προσωπικού". Τα ίδια επιβεβαίωσε και ο Καργάκος. Υστερα από αυτά, οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και ο στρατός έφυγε. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, πέθανε από συγκοπή ο έμπορος της Λαμίας Β. Γιαννούκος. Ατμομηχανή από την Τιθορέα πήγε στη Γραβιά και παρέλαβε το τρένο που έφτασε στον Πειραιά χθες το πρωί στις 3.25, ενώ έπρεπε να φθάσει στις 9.30 της Κυριακής».


Συμπληρωματικά τηλεγραφήματα


«Με τους αντάρτες ήταν και ο καπετάν Διαμαντής. Οι αντάρτες που έδειξαν διάθεση να καταστρέψουν το ταχυδρομείο των εφημερίδων, εμποδίστηκαν από τον καπετάνιο τους. Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης βρίσκονταν στο σταθμό κατά την επιχείρηση και διέφυγε με τον ακόλουθό του και λίγους στρατιωτικούς αμυνόμενους.
Πληροφορία αναφέρει ότι κατά την ολιγόλεπτη συμπλοκή σκοτώθηκαν και 5 επιβάτες. Οι αγνοούμενοι στρατιωτικοί είναι οι λοχαγοί Καραμπολάκης και Μάνος και 15 στρατιώτες αδειούχοι. Το κτίριο του σταθμού έπαθε αρκετές ζημιές. Κατά των ανταρτών κινήθηκαν με αυτοκίνητα από τη Λαμία τμήματα στρατού και τάγμα χωροφυλακής».

Απογευματινό τηλεγράφημα ανέφερε ότι «Οι αντάρτες κατευθυνόμενοι εις Οίτην εκυκλώθησαν παρά των στρατιωτικών δυνάμεων και της χωροφυλακής και συνάπτεται μάχη».

Τηλεγράφημα προς το υπουργείο Δημόσιας Τάξης περιέχει και τις εξής πληροφορίες: «Οι απαχθέντες είναι οι λοχαγοί πυροβολικού Μάνος και Καρδουλάκης, οι ανθυπολοχαγοί Παναγιώτου και Μωραϊτόπουλος, 15 στρατιώτες και 6 χωροφύλακες. Κινούνται κατά των 70 ανταρτών ισχυραί δυνάμεις εκ διαφόρων κατευθύνσεων.

Σύμφωνα με πληροφορίες της χωροφυλακής Λαμίας, όχι απόλυτα εξακριβωμένες, που διαβιβάστηκαν στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, όλοι οι συλληφθέντες στο σταθμό Γραβιάς, πολίτες, αξιωματικοί, στρατιώτες και χωροφύλακες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης με τη συνοδεία του κατά την επιχείρηση "είχον εισέλθει εις εν γειτονικόν πανδοχείον διά να γευματίσουν". Αντάρτες υπό τον Διαμαντή τους ζήτησαν να παραδοθούν. Ο κ. Ασημάκης και η φρουρά του αμύνθηκαν και βγήκαν από το πανδοχείο. Επακολούθησε μάχη με τους αντάρτες που πήραν θέσεις πίσω από τα κτίσματα και "ούτω εδόθη ευκαιρία εις τον Ταξίαρχον να διαφύγει και να φθάση εις γειτονικόν χωρίον"».
Τα στρατιωτικά τμήματα υπό τον Ταξίαρχον κ. Αντωνόπουλον που κινήθηκαν κατά των ανταρτών ήρθαν σε επαφή μαζί τους και ενεπλάκησαν σε μάχη κοντά στο χωριό Αποστολάτες. «Οι συμμορίτες μαχόμενοι εγκατέλειψαν τους συλληφθέντας ιδιώτας και εκ των συλληφθέντων αξιωματικών δύο εφέδρους ανθυπολοχαγούς. Επίσης διέφυγον και αρκετοί στρατιώται».


Εγινε γνωστό ότι οι αντάρτες είχαν πληροφορηθεί ότι θα περνούσε από τη Γραβιά για να επιθεωρήσει τη φρουρά Λαμίας ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού κ. Γιαντζής. Ο Σωματάρχης, όμως, είχε περάσει την προηγούμενη μέρα, «γεγονός όπερ διέφυγε την προσοχήν των συμμοριτών, οι οποίοι εξέλαβον τον κ. Ασημάκη ως τον κ. Γιαντζήν, δεδομένου ότι και αυτός έφερεν ερυθράν ταινίαν εις το πηλήκιόν του».


«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» Τετάρτη 15.1.1947


«Η επιχείρηση της Γραβιάς απασχολούσε και χθες την ειδησεογραφία του Αθηναϊκού Τύπου. Ιδιαίτερα απασχολούνται οι σχετικές ειδήσεις που σε πολλά σημεία αλληλοσυγκρούονται με την παρουσία και τη στάση κατά την επιχείρηση του Ταξίαρχου κ. Ασημάκη. Σύμφωνα με τηλεγράφημα που ανακοίνωσε το υπουργείο Στρατιωτικών: "Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης μετά της συνοδείας του είχεν εισέλθει εις εν πανδοχείον γειτονικόν του σταθμού διά να γευματίσουν". Και επακολουθεί περιγραφή του πώς αμύνθηκε ο κ. Ταξίαρχος και πώς διέφυγε από τους αντάρτες. Η "Καθημερινή" όμως, σε σχετικό τηλεγράφημά της από τη Λαμία, γράφει: "Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης με τον στρατιώτην Απ. Αϊβαλιώτην κατέφυγεν εις το αποχωρητήριον του σταθμού και ήρχισε βάλλων με αυτόματον...
Ως χθες το πρωί δεν υπήρχαν νεότερες πληροφορίες σχετικά με την έκβασιν της μάχης που είχε αρχίσει μεταξύ των ανταρτών που ενήργησαν την επιχείρηση της Γραβιάς υπό τον Διαμαντήν (Σ. "Ρ" και όχι υπό τον λοχαγόν Ραχούτη όπως γράψαμε χθες) και των στρατιωτικών δυνάμεων υπό τον Ταξίαρχον κ. Αντωνόπουλο κοντά στο χωριό Αποστολάτες. Τα στρατιωτικά τμήματα είχον κινηθεί υπερκεραστικώς και δεν απέμεινεν εις τους συμμορίτας ειμή μια δύσβατος και ορεινή οδός την οποίαν τα στρατιωτικά τμήματα προσπάθησαν επίσης να φράξουν. Οι αντάρτες κρατούν ακόμη 2 Ταγματάρχες (και όχι λοχαγούς όπως είχε ανακοινωθεί προχθές) των οποίων τα ονόματα δεν έγιναν γνωστά. Τα τμήματα βρίσκονται σε επαφή με τους αντάρτες και "συνάπτουν" συμπλοκάς κατά διαλείμματα". Οι δύο ανθυπολοχαγοί και 15 στρατιώτες που αφέθηκαν ελεύθεροι δήλωσαν ότι δεν κακοποιήθηκαν από τους αντάρτες».


Τα γεγονότα της Γραβιάς ΑΡΧΕΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ


«Την 12ην Ιανουαρίου ένας εκ των συντρόφων του Αρχισυμμορίτου Αρη Βελουχιώτη ο Διαμαντής... προσέβαλεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Γραβιάς την αμαξοστοιχίαν Λαμίας - Αθηνών. Την κύριαν δύναμιν επιθέσεως απετέλεσαν 70 περίπου επίλεκτοι Κ/Σ. Εις την εκτέλεσιν της προσβολής της αμαξοστοιχίας αποφασιστική υπήρξεν η συμβολή των κομμουνιστών, οι οποίοι είχον επιβιβασθή της αμαξοστοιχίας ως αθώοι ταξιδιώται εκ Λαμίας και των αυτοαμυνιτών της περιοχής Γραβιάς, οι οποίοι ανέμενον εις τον σταθμόν την άφιξιν της αμαξοστοιχίας διά να μεταβούν δήθεν εις Αθήνας.
Επί της αμαξοστοιχίας επέβαινον, πλην του Ταξιάρχου (σ.σ. Ασημάκη) και των πολιτών επιβατών, περί τους 20 άοπλοι στρατιώται, 4 λοχαγοί και 2 έφεδροι ανθυπολοχαγοί αδειούχοι.
Η επίθεσις εξεδηλώθη αιφνιδιαστικώς την 14.00 και ευθύς μετά την άφιξιν της αμαξοστοιχίας εις τον σταθμόν Γραβιάς, διά ταυτοχρόνου ενόπλου δράσεως των κομμουνιστών επιβατών, των αυτοαμυνιτών, οι οποίοι ανέμενον τις τον σταθμόν και των Κ/Σ οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και εξώρμησαν με αλαλαγμούς εκ των παρακειμένων υψωμάτων.
Πρώτη φροντίς των αυτοαμυνιτών υπήρξεν η καταστροφή των τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συσκευών του σταθμού. Επηκολούθησεν πανδαιμόνιον κραυγών και πυροβολισμών εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, σύγχυσις και πανικός. Οσοι εκ των στρατιωτικών επιχείρησαν να προβάλλουν αντίστασιν εθερίσθησαν υπό ριπών των αυτομάτων των Κ/Σ. Πρώτοι εφονεύθησαν οι λοχαγοί Σταθακόπουλος Ιωάννης και Νικολόπουλος Γεώργιος και ο χωροφύλαξ Καστανάς. Εντός ελαχίστων λεπτών της ώρας άλλοι 18 στρατιωτικοί, πολίται και σιδηροδρομικοί υπάλληλοι έπιπτον εντός των οχημάτων νεκροί ή τραυματίαι. Οι λοιποί, περί τους 22, μεταξύ των οποίων και 2 λοχαγοί και 2 ανθυπολοχαγοί, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Μόνο ο Ταξίαρχος και ο συνοδός του οπλίτης, βάλλοντας δι' αυτομάτου, το οποίον έφερον μαζί των, κατόρθωσαν να διαφύγουν...


Οι Κ/Σ διέφυγον ευχερώς εις Οίτην. Ισχυραί δυνάμεις στρατού και χωροφυλακής, αι οποίαι απεστάλησαν την ιδίαν ημέραν εκ Λαμίας και Λεβαδείας προς καταδίωξίν των, ουδέν επέτυχον. Την επομένην διά λόγους εντυπωσιακούς και διά να αποδειχθή δήθεν ότι οι Κ/Σ στρέφονται μόνον κατά των "μοναρχοφασιστών" αφήκαν ελεύθερους τους 2 εφέδρους ανθυπολοχαγούς και 15 εκ των αιχμαλωτισθέντων οπλιτών».


Από Γκιώνα ορμώμενοι του ΓΙΩΡΓΗ ΚΟΥΤΡΟΥΚΗ


«Εκείνες τις ημέρες ήρθε ο Νίκος Τριανταφύλλου. Εκπρόσωπος της ΚΟΠ Στερεάς και με εντολή για το αντάρτικο όλης της Ρούμελης. Χωρίσαμε από τους Παλαιολόγου - Μπελή. Μας έδωσαν μια διμοιρία. Γίναμε το Αρχηγείο Γκιώνας - Παρνασσού με τον Διαμαντή αρχηγό και εγώ επίτροπος. Η μία από τις τρεις διμοιρίες ονομάστηκε Αρχηγείο Λοκρίδος. Αρχηγός ο Πελοπίδας, πολιτικός ο Ανάποδος, στρατιωτικός ο Αίας (Δημ. Κουτσοδόντης). Θα κινιόταν μαζί μας μέχρι να μπορέσει να περάσει στη Λοκρίδα.
Στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) ετοιμάσαμε το σχέδιο επιχείρησης στο σιδηροδρομικό σταθμό Μπράλου - Γραβιάς. Κατεβήκαμε από νύχτα 12/1/1947 στην κοιλάδα καμιά διακοσαριά μέτρα από το σταθμό και καλυφθήκαμε σ' ένα ποταμάκι με πυκνά πλατάνια. Ηταν τόλμημα, το λημέριασμα ως το απόγευμα μέσα στο χαμηλό και ανάμεσα σε δημόσιους δρόμους εκείνο μέρος. Ενας τσοπάνος που έπεσε απάνω μας τον κρατήσαμε όλη την ημέρα κοντά μας. Μια ομάδα, έξι επίλεκτων, με αυτόματα κρυμμένα σε χωριάτικες κάπες μπήκε από νωρίτερα στο σταθμό με τον κόσμο που περίμενε το τρένο. Το τρένο ήρθε κατά τις 2 μ.μ. Τότε εκδηλώθηκαν οι κομάντος μας, την ίδια στιγμή που ορμούσαμε κι εμείς με φωνές τρέχοντας στο σταθμό. Είχαν αποσυνδέσει τη μηχανή απ' τα βαγόνια και χτύπησαν ένα - δύο στρατιωτικούς που αποπειράθηκαν να αντισταθούν.


Πιάσαμε καμιά εικοσαριά στρατιώτες και χωροφύλακες, δύο έφεδρους ανθυπολοχαγούς και δύο ηλικιωμένους λοχαγούς. Από τα χαρτιά τους βρήκαμε ότι είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας και πήγαιναν στη φρουρά της Λαμίας. Κατηγορούνταν για το φόνο του γραμματέα της Καισαριανής που είχε γίνει πριν λίγους μήνες. Το ομολόγησαν, ισχυριζόμενοι ότι απλώς φύλαγαν τσίλιες στο φόνο. Τους περάσαμε ανταρτοδικείο. Δεν ήταν δυνατό να συγχωρεθούν. Η ποινή του θανάτου δεν είχε καταργηθεί.

Η σύγχυση του κόσμου στην ώρα της επιχείρησης είναι ευνόητη. Τους καθησυχάσαμε. Δυο πακέτα τσιγάρα "Ασσος Παπαστράτου" από μια κοπέλα Αμφισιώτισσα ήταν δώρο πολυτελείας. Στον κόσμο εξηγήσαμε με λίγα λόγια τους σκοπούς του αγώνα μας. Βλέπω τον Διαμαντή να ντουφεκάει στην κάτω άκρη του σταθμού προς τα έξω. "Τι κάνεις εκεί;". Ενας καραβανάς μου ξέφυγε, λέει. Υστερα μάθαμε και πήγαμε να σκάσουμε απ' το κακό μας, ότι ήταν ο ταξίαρχος Ασημάκης, διοικητής φρουράς Λαμίας. Ο οδηγός του, Κ. Ζαρίφης, κοντοχωριανός μου, ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων. Τον καθησύχασα. Οπως και το διευθυντή του Σιδηροδρομικού Σταθμού, Βασίλη Λέκο, επίσης κοντοχωριανό μου. Από την Κυσέλη και οι δύο.
Τους στρατιωτικούς τους πήραμε μαζί μας, στην Ανω Κάνιανη. Ο ένας ανθυπολοχαγός ήταν ντόπιος, γιος του παπά του χωριού. Συνομήλικός μου περίπου, δικηγόρος Τάκης Παπαναγιώτου. Ηρθε η παπαδιά και παρακαλούσε. Τη διαβεβαίωσα ότι δεν είχε να πάθει τίποτα ο γιος της. Με καλούσε για φαγητό στο σπίτι της. Δε δέχτηκα. Σε λίγο της έστειλα το γιο της ελεύθερο. Τους άλλους στην εκκλησία του χωριού. Τους είπα μερικές κουβέντες και στον "επαναστατικό οίστρο" μου, τους λέω: "Ρούχα δεν έχουμε ούτε για τον εαυτό μας. Αν θέλετε κατεβάστε καμιά εικόνα για να μην ξαπλώσετε πάνω στις πλάκες του δαπέδου". Αυτό το κατέθεσε ένας ενωματάρχης στη δίκη μου στο Κακουργιοδικείο Λαμίας το 1955. Είχε θιγεί η ευσέβεια του ανθρώπου. Και μάλιστα για να επιβαρύνει τη θέση μου - όπως νόμιζε - κατέθεσε ότι εγώ τους είχα απολύσει την άλλη μέρα χωρίς γνώση του Διαμαντή. Αρα είχα εξουσία. Πράγματι, ο Διαμαντής είχε μείνει με τρεις - τέσσερις αντάρτες στην Κάτω Κάνιανη. Την ώρα που τους έβγαζα στο δρόμο έξω από το χωριό, να ο Διαμαντής. Αυτοί πάγωσαν. Εμείς είχαμε συνεννοηθεί με τον Διαμαντή για το τι θα τους κάναμε. Τους είπε κι αυτός δυο λόγια και τους άφησε».


Σχέδιο και επιτυχία του ΚΩΣΤΑ ΠΕΝΤΕΔΕΚΑ


«Οταν το 1946, στις 28 Οκτώβρη, συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), στην Τσούκα Αντιχασίων, για το συντονισμό και την ενιαία καθοδήγηση των ανταρτών στα διάφορα μέρη της Ελλάδας, στη Ρούμελη υπήρχαν δύο συγκροτήματα. Το ένα στα βουνά Παρνασσός - Γκιώνα - Βαρδούσια με αρχηγό τον Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου), με 39 ένοπλους καταδιωκόμενους, και το άλλο στο βουνό Οίτη και στην περιοχή της ορεινής Δυτικής Φθιώτιδας, με επικεφαλής τους Μπελή και Κ. Παλαιολόγου με 52 μαχητές. Είχαν και τα δύο καλή δράση, ιδιαίτερα το Νοέμβρη μήνα είχαν χτυπήσει και διαλύσει τους σταθμούς Χωροφυλακής σε Μαυρολιθάρι, Κροκύλι, Πύργο και Γαρδίκι και τις παρακρατικές συμμορίες που βασάνιζαν τους κατοίκους της περιοχής. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που κινήθηκαν ενάντιά τους έπαθαν πανωλεθρία. Ενα τάγμα και δύο λόχοι διαλύθηκαν και όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν, εγκατέλειψαν τον οπλισμό τους κι επέστρεψαν στις βάσεις τους πανικόβλητοι. Στην ιστορία του ΓΕΣ αναφέρεται: "Τα ατυχήματα αυτά είχον ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτικήν αποτυχία της προσχεδιασθείσης επιχειρήσεως διά την εκκαθάρισιν των δυτικών Δήμων Φθιώτιδος" (σελ. 172, Α' τόμος).
Για το λόγο αυτό, εκτός από το στρατό, έστειλαν κι ένα μεγάλο απόσπασμα χωροφυλακής 80, περίπου, χωροφύλακες με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Δημοσθένη Χαλντούπη από τη Μενδενίτσα, το οποίο έπιασε θέσεις στα υψώματα του χωριού Κυριακοχώρι, ενώ ο αξιωματικός Κρανιάς με το τάγμα του είχε φτάσει ως τα διπλανά χωριά Κολοκυθιά - Αργύρια.
Τα δύο συγκροτήματα των ανταρτών είχαν ενωθεί στις αρχές του Δεκέμβρη, στο χωριό Γαρδίκι κι αποφάσισαν να χτυπήσουν το απόσπασμα Χωροφυλακής. Και στις 6 Δεκέμβρη του 1946, οργάνωσαν καλά την επιχείρηση και με ορμητική επίθεση όχι μόνο το διέλυσαν, αλλά το εξολόθρευσαν εντελώς. Γλίτωσαν ελάχιστοι και ο διοικητής τους.
Ενωμένα τα συγκροτήματα συνέχισαν τη δράση τους όλο το Δεκέμβρη.
Στις 12/12/1946, διέλυσαν το σταθμό Χωροφυλακής Κρίκελου και μοίρασαν στους κατοίκους τα τρόφιμα, ρούχα κλπ., που τα κρατούσε η επιτροπή "εθνικοφρόνων", ενώ τα έστελνε η ΟΥΝΡΑ για τον πληθυσμό της περιοχής. Το ίδιο είχε γίνει στο χωριό Αργύρια.

Στις 31 Δεκέμβρη διέλυσαν την υποδιοίκηση Χωροφυλακής Υπάτης, αιχμαλώτισαν όλους τους χωροφύλακες και το διοικητή, όσους βέβαια δεν είχαν σκοτωθεί κατά την επίθεση. Εκεί σκοτώθηκε και ο στρατιωτικός του συγκροτήματος Διαμαντή, ο μόνιμος αξιωματικός Βαγγέλης Χείλαρης (Εύριπος), ενώ σ' όλες τις άλλες ενέργειες δεν είχαμε παρά μόνο έναν τραυματία, τον Τάκη Παπαϊωάννου, δάσκαλο, στη διάλυση του αποσπάσματος χωροφυλακής.
Στις 5 Γενάρη του 1947, ενώ βρίσκονταν και τα δύο συγκροτήματα στο χωριό Μάρμαρα, όπου είχαν επιστρέψει μετά τη μάχη της Υπάτης κι έμειναν μέσα στο χωριό, γιατί είχε πολλά χιόνια, αποφάσισαν να χωρίσουν και να κινηθούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Μαζί με τον Διαμαντή και το τμήμα του, το οποίο ενισχύθηκε με μια διμοιρία από το τμήμα των Μπελή - Παλαιολόγου, κινήθηκαν και οι συναγωνιστές Νίκος Τριανταφύλλου, μέλος της Κομματικής Οργάνωσης Περιοχής του ΚΚΕ, και ο Γιώργης Γεωργιάδης, μόνιμος αξιωματικός, που τότε είχαν φτάσει στα Μάρμαρα, ο πρώτος από τη Λαμία κι ο δεύτερος από το Μπούλκες. Αποφασίστηκε να γίνει επιχείρηση στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μπράλου, την ώρα που θα 'φτανε το τρένο.
Για το σκοπό αυτό κινήθηκε το τμήμα προς το χωριό Ανατολή, πρώτο σταθμό. Ο καιρός ήταν πολύ κακός. Ανέβηκαν την ανηφόρα μέσα στο δάσος με πολύ χιόνι κι ώσπου να περάσουν το άδεντρο οροπέδιο, υπέφεραν από το δυνατό βοριά. Εφτασαν στο χωριό ξεπαγιασμένοι. Το χωριό είναι χτισμένο σε μια πλαγιά προς την ανατολική πλευρά ενός υψώματος και αραιοκατοικημένο. Οι κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν στη χειμωνιάτικη νύχτα, όπως κοιμόντουσαν δίπλα στα τζάκια τους. Πετάχτηκαν επάνω πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τους νυχτερινούς επισκέπτες. Ετρεξαν να φέρουν ξύλα για τη φωτιά να ζεσταθεί περισσότερο το μικρό τους χειμωνιάτικο δωμάτιο. Δίψαγαν για νέα κι όλο ρωτούσαν για την εξέλιξη της κατάστασης και γύρω τους και γενικά. Εδειχναν ευχαριστημένοι από το διώξιμο των παρακρατικών συμμοριών και στεναχωρήθηκαν όταν είδαν ότι έφευγε πάλι το τμήμα την επόμενη. Η νυχτερινή αναστάτωση ήταν μια ευχάριστη νότα γι' αυτούς μέσα στη χειμωνιάτικη μοναξιά τους.
Η επόμενη διανυκτέρευση έγινε στο χωριό Μαυρολιθάρι που είναι μεγαλύτερο σε πληθυσμό και τα σπίτια πιο κοντά το ένα στο άλλο, όλα, όμως, καμένα απ' τους Γερμανούς κατακτητές. Οι κάτοικοί του δεν είχαν προλάβει ν' αποκαταστήσουν όλες τις ζημιές. Παρ' όλα αυτά, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περάσουν μια ευχάριστη νύχτα οι φιλοξενούμενοί τους. Ορισμένοι, μάλιστα, ήταν τυχεροί γιατί έφαγαν και πρωτοχρονιάτικο μπακλαβά. Οπως ο Διαμαντής, ο Κουτρούκης κι εγώ, που μείναμε στο σπίτι του Δρόσου Φαράντζου. Η αγωνίστρια Θυμιούλα (η οποία έφυγε πρόσφατα απ' τη ζωή) είχε φυλάξει μερικούς για μας.
Στην Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) έμεινε το τμήμα δύο μέρες και προετοίμασε το σχέδιο για την επιχείρηση στο σταθμό του Μπράλου, αφού συγκέντρωσε ο Διαμαντής ό,τι πληροφορίες χρειαζόταν από την Οργάνωση του χωριού.
Το σχέδιο προέβλεπε: Κατάληψη της επιβατικής αμαξοστοιχίας που έφτανε από Αθήνα στις 2 μ.μ. Αποβίβαση και αιχμαλωσία όλων των στρατιωτικών που θα ταξίδευαν και άλλες λεπτομέρειες, τις οποίες ανακοίνωσε η Διοίκηση: Διαμαντής - Κουτρούκης, στο τμήμα λίγο πριν την επιχείρηση.
Επειδή ο σταθμός Μπράλου είναι στην αρχή της πεδιάδας που υπάρχει ανάμεσα στα βουνά Παρνασσό νότια και Καλλίδρομο βόρεια και απέχει από την Καλοσκοπή περί τα 15-16 χιλιόμετρα, αποφασίστηκε να ξεκινήσει νύχτα όλο το τμήμα και να φτάσει μια ώρα πριν ξημερώσει κοντά στο σταθμό, χωρίς να γίνει αντιληπτή η κίνησή του από τους κατοίκους των χωριών Πάνω και Κάτω Κάνιανης, απ' τα οποία έπρεπε να περάσει. Ο καιρός ήταν κατάλληλος. Μια νύχτα χωρίς σύννεφα, αλλά με πολύ κρύο γεναριάτικο. Αυτό βοηθούσε στη γρήγορη πορεία κι όλο το τμήμα έφτασε στην ώρα του σε ένα γούπατο νοτιοδυτικά του σταθμού, όπου και έμεινε ακίνητο, αφού πήρε όλα τα μέτρα. Ενας τσοπάνης που έφτασε κοντά με τα πρόβατα, κρατήθηκε απ' το τμήμα.
Εκεί η διοίκηση ανέλυσε το σχέδιο και καθόρισε τις αποστολές των διμοιριών κι ομάδων. Ξεχώρισε τους μαχητές που είχαν ντυθεί με χωριάτικα ρούχα και είχαν κάτω από τις κάπες τους αυτόματα όπλα. Ηταν έξι παλιοί αντάρτες. Αυτοί θα πήγαιναν στο σταθμό λίγο πριν φτάσει το τρένο, μαζί με όσους τυχόν κατοίκους θα ταξίδευαν. Αποστολή τους ήταν να ενεργήσουν μόλις κάνει στάση η αμαξοστοιχία, να διακόψουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του σταθμού, ν' αποσυνδέσουν τη μηχανή απ' τα βαγόνια και να χτυπήσουν τυχόν αντίσταση που θα βρουν, ώσπου να φτάσει όλη η δύναμη του τμήματος, η οποία θα κινηθεί λίγο πριν φτάσει η αμαξοστοιχία και θα μείνει στον πλατανιά, που ήταν νότια του σταθμού, για να τρέξει αμέσως μόλις κάνει στάση.
Οταν έφτασε η αμαξοστοιχία, ακριβώς στις 2 μ.μ., έτρεξε όλο το τμήμα. Ακούστηκαν πυροβολισμοί αυτομάτου. Κάποιοι μαχητές έβαλαν σε αξιωματικούς που αντιστάθηκαν. Διαδόθηκε αμέσως πως σκοτώθηκαν δύο λοχαγοί. Αιχμαλωτίστηκαν περί τους είκοσι και παραπάνω στρατιωτικοί. Ενας ανώτερος αξιωματικός έφυγε μ' ένα φαντάρο. Του έβαλαν από μακριά. Ηταν ο ταξίαρχος Ασημάκης, διοικητής φρουράς Λαμίας, όπως μαθεύτηκε αργότερα. Τη γλίτωσε. Οι πολίτες επιβάτες συγκεντρώθηκαν όλοι σε μια αίθουσα δίπλα στο σταθμαρχείο. Ο Διαμαντής, που παρακολουθούσε την εκτέλεση του σχεδίου, μου είπε ν' αναλάβω την περιφρούρησή τους, να μην κυκλοφορούν στο χώρο του σταθμού, μήπως έχουμε κανένα ατύχημα, να τους καθησυχάσω ώσπου να τελειώσει η επιχείρηση.
Ολα τέλειωσαν γρήγορα και κανονικά κι αναχώρησε όλο το τμήμα χωρίς καμιά απώλεια, παίρνοντας μαζί του και όλους τους στρατιωτικούς - στρατιώτες, χωροφύλακες και τέσσερις αξιωματικούς, δύο έφεδρους ανθυπολοχαγούς και δύο μόνιμους λοχαγούς. Τους πολίτες τους άφησε όλους ελεύθερους. Αφού πρώτα τους είπαν λίγα λόγια ότι είναι τμήμα του ΔΣΕ που αναγκάστηκε να πάρει πάλι τα όπλα για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του λαού και για τη λευτεριά κι ανεξαρτησία της Ελλάδας. Στο βλέμμα τους διακρινόταν η μετατροπή των αισθημάτων τους. Ενώ στην αρχή ανησύχησαν πολύ, μετά άλλαξαν και πολλοί χάρηκαν. Μια γυναίκα που με είχε φιλοξενήσει στην Κατοχή και καθόταν σε μια γωνιά κλαίγοντας, άρχισε να γελάει από χαρά όταν της μίλησα και με γνώρισε. Ηταν η μάνα του Βασίλη Παπαγεωργίου από την Ελάτεια.
Είχε συμπτυχθεί όλο το τμήμα στο χωριό Κάνιανη, όταν ακούστηκαν πυρά από τμήματα στρατού στην περιοχή του σταθμού. Συνεχίσαμε ανενόχλητοι την πορεία μας για την Πάνω Κάνιανη, όπου και διανυκτερεύσαμε. Εκεί αφέθηκαν ελεύθεροι και όλοι οι στρατιωτικοί, εκτός από τους δύο λοχαγούς, που στην Κατοχή είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας και εκτελέστηκαν.
Το τμήμα πέρασε από την Καλοσκοπή και κατέληξε στο Μαυρολιθάρι. Εναντίον μας είχε κινηθεί ένα ολόκληρο τάγμα, το οποίο στάθμευσε στα υψώματα του χωριού Δρέμισα. Αποφασίσαμε να το χτυπήσουμε κατά την κίνησή του και στήσαμε ενέδρα μέχρι το μεσημέρι. Ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί κοντά από την πλευρά της Καστριώτισσας. Ηταν το τάγμα του Κρανιά, το οποίο είχε αιφνιδιάσει 4 αντάρτες που είχε στείλει ο Διαμαντής στη Δάφνη. Είχε προχωρήσει στην Καστριώτισσα όπου υπήρχαν άλλοι δύο αντάρτες κι αιχμαλώτισε τον έναν.
Επειδή δεν υπήρχαν πληροφορίες, διέταξε ο Διαμαντής και κινήθηκε όλο το τμήμα προς τον Αϊ-Λια πάνω από το Μαυρολιθάρι. Η πορεία γινόταν μέσα στο δάσος με πολύ χιόνι και δυνατό κρύο. Πάγωνε κάθε ακάλυπτο μέρος του σώματος. Τα χέρια όσων κράταγαν οπλοπολυβόλο ξύλιασαν. Κατευθύνθηκε όλο το τμήμα νοτιοδυτικά σε μια ρεματιά που υπήρχε κάποιος μύλος εγκαταλειμμένος κοντά στο χωριό Δάφνη. Κι εκεί το κρύο ήταν φοβερό. Την επομένη πήρε ο Διαμαντής επαφή με τους κατοίκους της Δάφνης. Το χωριό ήταν ελεύθερο. Τα τμήματα στρατού δεν κινήθηκαν ως τις 17 του Μάρτη. Είχαν οχυρωθεί πάνω από το Μαυρολιθάρι. Στις 18/3/1947 οργανώθηκε επίθεση ενάντιά τους από το Αρχηγείο Ρούμελης (ΑΡ).
Το ΑΡ είχε συγκροτηθεί στις 25 Γενάρη 1947 στο χωριό Αργύρια από τους: Γούσια (Γιώργη Βοντίτσιο), Νίκο Τριανταφύλλου, Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη), Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου) και Ερμή (Βασίλη Πριόβολο).


Η ομάδα κομάντος

«Στο χωριό Δάφνη καθίσαμε 3-4 μέρες. Και ύστερα ξεκινήσαμε για το χωριό Στρόμη. Στείλαμε στο χωριό άνθρωπο να πάρει πληροφορίες.
Αλλά μέσα ήταν κρυμμένοι, ένας λόχος ΜΑΥδες και χωροφύλακες και μας τραυματίσανε δυο παιδιά. Το Στάθη το Σχοινά από το Μόδι, που δεν πρόλαβε να ξεφύγει, τραυματισμένος, τον έπιασαν και του έκοψαν το κεφάλι. Το τμήμα μας προχώρησε μέχρι τον Παρνασσό και ξαναεπέστρεψε.
Στις αρχές Γενάρη, η διοίκηση του Αρχηγείου οργάνωσε την επιχείρηση στο Σταθμό Μπράλου. Η επιχείρηση έγινε με το πρότυπο των κομάντος. Ο Γ. Γεωργιάδης, στρατιωτικός υπεύθυνος, πρώτον επέλεξε εμένα και με ενημέρωσε. Στην επιχείρηση θα παίρναμε μέρος 8 κομάντος και ένας βομβιστής.
Οταν σουρούπωσε ξεκινήσαμε. Φτάσαμε μέσα στον κάμπο του Μπράλου, βρήκαμε ένα μικρό ρεματάκι και καμουφλαριστήκαμε να μείνουμε μέχρι το μεσημέρι οπότε θα γινόταν η επιχείρηση. Ομως, το σύνθημα και το παρασύνθημα δεν ανταποκρίθηκαν στην πραγματικότητα. Γιατί το σύνθημα εκκίνησης των κομάντος να μπούμε μέσα στο σταθμό ήταν το σφύριγμα του τρένου. Οταν το τρένο έφτασε στο σταθμό του Δαδιού, σφύριξε, όταν έφυγε από το Δαδί για τη Σουβάλα ξανασφύριξε. Οταν όμως έφυγε από τη Σουβάλα για το σταθμό της Γραβιάς δε σφύριξε. Οι κομάντος φτάσαμε στο σταθμό 10 λεπτά μετά από το τρένο.
Είδαμε να τρέχουν προς το σταθμό ένας παπάς και δύο γυναίκες. Βγήκαμε από την κρυψώνα μας και ρωτήσαμε τον παπά γιατί τρέχουν. Εκείνος απάντησε: "Ηρθε το τρένο και δε θα το προλάβουμε". Με ανοιχτό βάδισμα φτάσαμε στο σταθμό όταν τουλάχιστον οι μισοί επιβάτες είχαν κατεβεί από το τρένο.
Χωρίς να χάσουμε την ψυχραιμία μας πιάσαμε τις θέσεις μας. Δέκα μέτρα δίπλα από μένα ήταν δύο λοχαγοί. Φυσικά ήταν εύκολο πράγμα να ρίξω, δε θα είχε όμως επιτυχία η επιχείρηση. Επιτυχία θα είχαμε μόνο όταν χτυπούσαμε το χωροφύλακα που έκανε έλεγχο στους επιβάτες.
Αυτό κι έγινε. Με ταχύτητα ρίξαμε μια ριπή στο χωροφύλακα και μια άλλη ριπή στους δύο λοχαγούς. Ο ένας λοχαγός πρόλαβε κι έβγαλε το πιστόλι του. Ταυτόχρονα ρίξαμε ριπές στον αέρα και απευθυνθήκαμε με φωνές προς τους φαντάρους: "Φανταράκια, είμαστε αδέρφια, μη μας πολεμάτε, εμείς πολεμάμε τους κατακτητές τους Αμερικάνους".
Ενας φαντάρος πέταξε το όπλο του και ήρθε εκεί ακριβώς που του υποδείχναμε. Σε συνέχεια παραδοθήκανε 40 φαντάροι, 4 ανθυπασπιστές και 2 λοχαγοί. Στις φωνές: "Πολίτες, ψηλά τα χέρια!..", όλοι οι επιβάτες, περίπου 280, ύψωσαν τα χέρια και προχώρησαν στο μέρος που τους υποδείχναμε.
Σε 16 περίπου λεπτά έφτασε το τμήμα μας αναπτυγμένο σε διάταξη μάχης. Ο Νίκος Τριανταφύλλου μάζεψε τους επιβάτες να τους μιλήσει. Ομως προτού τους μιλήσει τους είπε να κατεβάσουν τα χέρια τους. Αυτοί από το φόβο τους δεν τα κατέβαζαν, οπότε οι αντάρτες τους ανάγκασαν να τα κατεβάσουν. Μετά την ομιλία βάλαμε φωτιά στο τρένο, στις αποθήκες και στο σταθμό. Και φύγαμε με κατεύθυνση το χωριό Κάνιανη με μεγάλες αποστάσεις.
Οι απώλειες του εχθρού: Ενας χωροφύλακας και 2 λοχαγοί. Απώλειες δικές μας: Καμία. Απώλειες των επιβατών: Ενας οπλίτης ελαφριά τραυματίας στον αστράγαλο από βλήμα που εξοστρακίστηκε. Οι πολίτες και οι φαντάροι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Λάφυρα: 36 όπλα, οπλοπολυβόλα και αυτόματα, 12 χειροβομβίδες "μιλς".
Επιτυχία της επιχείρησης 100%.
Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία θεωρείται το θάρρος και ο ενθουσιασμός που δώσαμε στα χωριά και σ' όλη την περιφέρεια. Γιατί ήταν η πρώτη μάχη που έγινε σε κάμπο, μέρα μεσημέρι, και μάλιστα λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Από την Κάτω Κάνιανη στις βραδινές ώρες, η Διοίκηση έδωσε εντολή να συμπτυχθούμε στην Απάνω Κάνιανη. Πλην μιας ομάδας που έμεινε σαν οπισθοφυλακή στα υψώματα της Κάτω Κάνιανης. Μαζί της ήτανε ο Γεωργιάδης, ο Νίκος Τριανταφύλλου κι εγώ. Το πρωί το παρατηρητήριο είδε μια ολόκληρη εχθρική ταξιαρχία να κινείται από το σταθμό του Μπράλου με 4 τανκς προς τα Καστέλια. Κι ένα τάγμα κατευθύνθηκε προς την Κάτω Κάνιανη. Η ομάδα του Ντρίζα, που ήταν οπισθοφυλακή, είχε πάρει θέσεις μάχης και επιτέθηκε. Οι τρεις ανιχνευτές του εχθρού χτυπηθήκανε. Αναψε η μάχη. Ενα αυτοκίνητο στρατιωτικό φορτηγό ανατινάχθηκε. Ο Δημήτρης Γλυκός και ο Γιώργης Ντόσκας αρπάξανε από ένα οπλοπολυβόλο, οχυρωθήκανε στις γωνιές των σπιτιών και βάλανε κατά του εχθρικού τάγματος. Το τάγμα διαλύθηκε. Οι φαντάροι σκόρπισαν μέσα στον κάμπο.
Οι απώλειες του εχθρού ήτανε 7 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Απώλειες δικές μας, καμιά. Λάφυρα που πήραμε: Τρία οπλοπολυβόλα, ένα αυτόματο και 14 όπλα».



Ποιοι συμμετείχαν:

Ο Κώστας Πεντεδέκας δίνει τον παρακάτω κατάλογο ανταρτών - όσο θυμάται. Και προσθέτει: Αρχηγός ο Διαμαντής. Πολιτικός Επίτροπος ο Γ. Κουτρούκης. Ο Ν. Τριανταφύλλου εκπρόσωπος περιοχής Στερεάς του ΚΚΕ. Ο Γ. Γεωργιάδης, μόνιμος αξιωματικός, που ήρθε από το Μπούλκες. Ολη η δύναμη δεν ξεπερνούσε τους 50 μαχητές. Από αυτούς ζουν μόνο τρεις: Κουτρούκης, Γκούρας και Πεντεδέκας. Ονόματα μαχητών από το Αρχηγείο Οίτης, που πήραν μέρος στην επιχείρηση, δε θυμάται.
Αλεξάνδρου Γιάννης (Διαμαντής), Τριανταφύλλου Νίκος, Γεωργιάδης Γιώργης, Κουτρούκης Γιώργος, Βλαχούτσικος Γιώργος (Ευβοιώτης), Γιαννόπουλος Θύμιος (Τσότρας), Γλυκός Δημήτρης, Δημόπουλος Γιώργος, Δρούκαλης Θανάσης (Γκούρας), Διένης Νίκος (Παπούας), Καψής Θύμιος (Ανάποδος), Καρβελάς Φίλιππος, Καρούμπης Γιώργος (Γαύρος), Κουτσοδόντης Δημήτρης (Αίας), Κοκοβός Αγγελος (Γιαλίστρας), Λαγογιάννης Θανάσης (Τίνης), Μανώλης Γιάννης (Αλογάρης), Μάμαλης Στέργιος (Γεροδήμος), Ντρίζας Λεωνίδας, Ρούλιας Θανάσης, Σιάτρας Γκόλφης (Σβάρνας), Σιαμήτρος Νίκος, Σιαμπάνης Κώστας (Δαφνομήλης), Σωτηρόπουλος Φάνης (Παρνασσός), Τριανταφύλλου Γιώργος (Μολιώτης), Τζίτζηρας Λουκάς (Πλιατσικολούκας), Σύρος Γιάννης (Συρόγιαννος), Αρκουμάνης Χαράλαμπος (Τρομάρας), Μανιάς Νίκος (Νικοτσάρας), Πεντεδέκας Κώστας, Λάσκος Παντελής (Πελοπίδας), Παπάρας Φώτης, Μαφούνης Γιάννης.



Ομάδα ολμιστών σε δράση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου