Έρευνα και κείμενα: Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής (δημοσιεύουμε τα ντοκουμέντα)
Η προσωπική στάση ενός αστυφύλακα στα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Από τον μηχανισμό της στυγνής καταπίεσης, αντάρτης και υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας.
Πρώτη, μα πολύ έντονη ανάμνηση, ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά μοτοσυκλετιστή. Τα έβρισκα όταν έψαχνα στο βάθος ενός παλιού ντουλαπιού στο παλιό το κουζινάκι.
"Αυτά είναι του Σπύρου", μου εξηγούσε η γιαγιά. Του αδελφού της, δηλαδή.
Μετά ήταν οι φωτογραφίες. Εκείνη με τις παράξενες, για ένα παιδί το 1965 στο χωριό, και γυαλιστερές μοτοσυκλέτες, οι αστυφύλακες με τ' αυτόματα, ο ίδιος ο Σπύρος αυστηρός, στη φωτογραφία με τη στολή και τα διακριτικά του ΙΣΤ' Αστυνομικού Τμήματος.
Όχι μια, λοιπόν, αλλά αρκετές φωτογραφίες του ήρθαν και σε μένα! Μαζί με το βαρύ κλίμα κάθε φορά που άνοιγε συζήτηση για τον Σπύρο. Και τότε άνοιγε τακτικά η συζήτηση, ήταν κάπου δυο δεκαετίες από τον χαμό του, και πρωταγωνιστής, σ' αυτές, ήταν ο Βαγγέλης, ο άλλος αδελφός της γιαγιάς, που ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή, απ' την Καισαριανή και τρώγαμε μαζί.
Βαρύ είναι το κλίμα στα σπίτια μας όταν έχει χαθεί πρόωρα κάποιος νέος άνθρωπος. Ακόμη βαρύτερο είναι όταν αυτός έχει φύγει βίαια. Εκείνο όμως που δεν ξεπερνιέται ποτέ από την οικογένεια είναι όταν η βία είναι ένοπλη και εμφύλια.
Ο Σπύρος ήταν ο δεύτερος νεκρός της οικογένειας στον τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Ο πρώτος ήταν ο άνδρας της γιαγιάς, ο Γιώργος Κ. Πηλίτσης [1887-1944], από τους πρώτους κομμουνιστές στο χωριό, μάλλον και της Ελλάδας, που εκτελέστηκε 2 Αυγούστου 1944 στη Χαλκίδα μαζί με άλλους είκοσι πέντε.
Οι πρώτες μέρες του Αυγούστου ήταν για τη γιαγιά πάντα σκοτεινές. Έκανε μνημόσυνο για τον άνδρα της και για τον αδελφό της που έπεσε 1 Αυγούστου 1947, ακριβώς τρία χρόνια μετά τον παππού.
Για μένα ο άταφος αντάρτης του Αγγελόπουλου στους "Κυνηγούς" δεν ήταν συμβολισμός και αλληγορία. Ήταν σκέτος ρεαλισμός! Και οι δύο νεκροί έμεναν άταφοι.
Ο ένας στη Χαλκίδα στον πρώτο ομαδικό τάφο των εκτελέσεων [κείτονταν εκεί 75 νέοι άνδρες, μόνο από την Κατοχή], χωρίς σταυρό και σήμα, χωρίς καμία τελετή απόδοσης τιμών αλλά και κάθαρσης της τραγωδίας. Ο άλλος στην Κρήτη, στο βουνό που το λένε Αποπηγάδι, πάνω από τα Παλιά Ρούματα, παραχωμένος πρόχειρα, ίσως και κατασπαραγμένος απ' τ' αγρίμια.
Από το χωριό στην Αστυνομία Πόλεων
Ο Σπύρος ήταν το τέταρτο παιδί, από τα πέντε, της αγροτικής οικογένειας του Θανάση Σπ. Σπύρου ή Αθανασίου και πιο γνωστή είναι με το παρατσούκλι, Μανιαταίοι. Πρώτη η Βασιλική(1910), δεύτερος ο ΕτεοΚλής(1912), τρίτος ο Βαγγέλης(1914), τέταρτος ο Σπύρος(1916) και πέμπτος ο Κώστας(1918). Υπήρξε και ο Πολυνίκης, δίδυμος του Κλη, αλλά πέθανε μωρό.
Τα παιδιά γεννιόνταν κάθε δύο χρόνια, και η γυναίκα που τα έφερνε στον κόσμο ήταν μια γερή και άξια Αρβανίτισσα, από τον πατέρα της Δημητρίου ή Σίμου και από την μάνα της Ντερνή.
Εκείνη είχε δύο αδέρφια. Τον Χρήστο και τον Σπύρο. Ή αλλιώς, τον Κιτσο-Σίμο και τον Πύλιο-Σίμο.
Ο Πύλιος ήταν ο πιο μικρός και καθώς αρρώστησε νέος, έτυχε της υποστήριξης, της στοργής και της φροντίδας της μεγάλης του αδελφής, η οποία δεν δίστασε να πουλήσει χωράφι για να σώσει τον αδελφός της.
Αυτός ο αδελφός, λοιπόν, παντρεύτηκε τη Γιαννούλα, αδελφή του Νίκου Μπουραντά, από το γειτονικό χωριό, το Χλεμποτσάρι (νυν Ασωπία).
Μια φωτογραφία δύο οικογενειών, [του παππού του Σπύρου και του μπαρμα-Γιώργη Μπλάνα] μαζί με το ζεύγος ΠυλιοΣίμου-Γιαννούλας, στο πανηγύρι του Μπρατσιού (νυν Τανάγρας), μας δίνει τη δυνατότητα να υποθέσουμε ότι δυο τρία χρόνια πριν τον πόλεμο οι σχέσεις ήταν πολύ καλές.
Σ' αυτές τις σχέσεις, φαίνεται, οφείλεται ο προσανατολισμός του Σπύρου προς την Αστυνομία Πόλεων.
Αφού τελείωσε τη θητεία του στην αεροπορία στρατού, γύρω στο 1938, πρέπει να αποφάσισε να γίνει αστυφύλακας. Ο Νίκος Μπουραντάς (1900-1981), συμπέθερος από τη θεία του, ήταν τότε αξιωματικός στη ΑΠ. Το 1939 (Μάιος), με τη σύσταση του Μηχανοκινήτου και την ανάληψη της διοίκησής του από τον ίδιο, φαίνεται ότι ο Σπύρος μεταπήδησε από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, όπου υπηρετούσε, στο νέο και πολυδιαφημιζόμενο σώμα.
[...Το Τμήμα διέθετε 120 τρίκυκλες και δίκυκλες μοτοσικλέτες, 26 ειδικά αστυνομικά αυτοκίνητα για ταχεία μεταφορά αστυνομικών δυνάμεων, 30 κοινά επιβατηγά αυτοκίνητα και 120 ποδήλατα, ενώ αποτελείτο από 700 άνδρες όλων των βαθμών, εξοπλισμένων με 300 αυτόματα όπλα τύπου Stayer. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του νέου Τμήματος πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 25ης Μαρτίου 1940...]
Περιοδικό "Ιστορία", Νο 548, Φεβρουάριος 2014
Από εκείνες τις μοτοσυκλέτες, λοιπόν, προέρχονται τα κειμήλια των παιδικών μου χρόνων. Ο πόλεμος βρήκε τον Σπύρο στο Μηχανοκίνητο. Εκεί τον βρήκε και η Κατοχή, μέχρι το 1943.
Τότε άρχισε το Μηχανοκίνητο να επεμβαίνει στην καταστολή των διαδηλώσεων, στην άμεση δράση δίπλα στους κατακτητές. Τότε κορυφώνεται και η αντιστασιακή δράση των πατριωτών αστυνομικών, με την μαζική οργάνωσή τους στο ΕΑΜ και τις απεργίες.
Ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας), ο Μανώλης Γλέζος και ο Κ. Δαμασκόπουλος, τονίζουν ότι το ΕΑΜ είχε μεγάλες δυνάμεις στην ΑΠ, «μέχρι και το Μηχανοκίνητο του Μπουραντά». Όχι μόνο απλοί αστυνομικοί αλλά και υπαξιωματικοί και αξιωματικοί πρωτοστατούσαν στην οργάνωση του αντιστασιακού κινήματος στα Σώματα Ασφαλείας.
Το 1943, καθώς εντείνεται η πάλη, ο Σπύρος φεύγει από την Αθήνα και σε μια επίσκεψη στο χωριό ανακοινώνει, στ' αδέλφια του, την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την ΑΠ και ζητάει την άδειά τους να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι. Εκείνοι συμφωνούν και πράγματι επιστρέφει «μη μπορώντας ν' αντέξει όλα αυτά που τους βάζανε να κάνουνε», έλεγε η γιαγιά.
Την εποχή όμως εκείνη, όλη η Ελλάδα ήταν σε αναβρασμό. Από τη μια η κατάρρευση της Ιταλίας, στην αρχή με την Απόβαση των Συμμάχων και μετά με την Συνθηκολόγηση, που δημιουργούσε προσδοκίες γρήγορης απελευθέρωσης και από την άλλη η ανασυγκρότηση των κατοχικών γερμανικών δυνάμεων που πίεζαν τους δοσίλογους να στηρίξουν έμπρακτα και με δικές τους δυνάμεις την καταστολή του αντιστασιακού κινήματος, δεν άφηναν περιθώρια για ουδετερότητες.
Ο Σπύρος με τον Βαγγέλη βγαίνουν στο Βουνό, οι άλλοι βοηθάνε στις παράνομες οργανώσεις.
Στον ΕΛΑΣ και στην Εθνική Πολιτοφυλακή
Για την πρώτη δράση του στον ΕΛΑΣ δεν έχουμε, προς το παρόν, πολλές πληροφορίες. Θα ήταν όμως τέτοια ώστε τον Απρίλιο-Μάιο του '44, με την συγκρότηση της ΕΠ από την Κυβέρνηση του Βουνού, την ΠΕΕΑ, ο Σπύρος γίνεται διοικητής της υποδιεύθυνσης της περιοχής που είχε έδρα το Χλεμποτσάρι, "στο σπίτι του Μπρούμα". Σε αυτή θα υπαχθούν διάφορα τμήματα, όπως του Σχηματαρίου, αργότερα, όταν αναπτύχθηκε πλήρως η Πολιτοφυλακή, επί "ΕΑΜοκρατίας" και μέχρι την Συμφωνία της Βάρκιζας.
Διοικητής της ΕΠ στη Βοιωτία ανέλαβε ο Νικήτας (Γιώργης Μπουτσίνης), μόνιμος υπαξιωματικός του Στρατού που είχε πολεμήσει στα οχυρά, είχε μεταταγεί στην Χωροφυλακή Θηβών στην αρχή της Κατοχής και ήταν από τους πρωτεργάτες της ένοπλης δράσης στην περιοχή και βασικό στήριγμα του Ορέστη. Ο Νικήτας βγήκε στο βουνό, τον Μάρτιο του '43, εκείνη τη μέρα που ο Άρης επέστρεφε από την Αθήνα.
Στο βιβλίο του, Το Αντάρτικο στην Αττική-1941-1944, δίνει πολλές πληροφορίες και μάλιστα συμπληρώνει, ή και διορθώνει, τον επίσης λεπτομερή Ορέστη, αλλά ελάχιστα πράγματα αναφέρει για την Πολιτοφυλακή.
Γεγονός είναι πάντως ότι, εκτελώντας περισσότερο καθήκοντα μάχιμου τμήματος παρά καθήκοντα αστυνόμευσης, η ΕΠ παίρνει μέρος σε όλους τους ελιγμούς του ΕΛΑΣ και τις επιθέσεις αντιπερισπασμού που διενεργούνται στις πλάτες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίες είναι αλλεπάλληλες και σταδιακά ενσωματώνουν "εποικοδομητικά" τους ντόπιους συνεργάτες.
Μεσούντος του θέρους, εκδηλώνεται η τελευταία αλλά και πιο αιματηρή εκκαθαριστική επιχείρηση, που σκοπό είχε να εκκαθαρίσει την Πάρνηθα για να μείνουν ανοικτοί οι δρόμοι της απαγκίστρωσης των Γερμανικών δυνάμεων από τον Μοριά και την Αθήνα.
2 Ιουλίου, είκοσι μέρες μετά το Δίστομο, γίνεται το μπλόκο στο Σχηματάρι και "εκκαθαρίζονται" όσοι εμπλέκονται στην Αντίσταση. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στην αρχή στοιβάζονται σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο που είχαν φτιάξει για τους Ιταλούς, στον Σιδ. Σταθμό "Τανάγρα", στα τελευταία σπίτια του χωριού. Στη συνέχεια μεταφέρονται στη Χαλκίδα. Μαζί και η μάνα του Σπύρου και του Βαγγέλη, η γιαγιά η Αθηνά. Μαζί και ο άνδρας της Βασιλικής, ο Γιώργος.
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες της Βασιλικής, προς τον θείο της Πύλιο Σίμο, για να σώσει τον παππού, αποβαίνουν μάταιες. Ο κουρέας, που είχε γίνει δυνάστης ελέω Μπουραντά, αποφαίνεται: "ο Νίκος τον σώζει, εγώ όχι". Δηλαδή, ο Νίκος, που δεν είναι ο Μπουραντάς στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θέλει να τον σώσει, εγώ δεν τον σώζω.
Μέσα στις δραματικές αυτές σκηνές, με όλα τα χωριά στο πόδι, με τον κόσμο αλλόφρονα στους δρόμους για τον φόβο των επικείμενων εμπρησμών, οι "εκκαθαριστές" προχωρούν προς την Λιάτανη (Άγιο Θωμά).
Το βράδυ της Αγίας Παρασκευής και ενώ υπήρχαν ήδη πρόσφυγες από τη Λιάτανη για τον επικείμενο εμπρησμό της, τμήματα του ΕΛΑΣ υπό τους Αποστόλη (Κοκμάδη) και Νικήτα (Μπουτσίνη) μπαίνουν στο Σχηματάρι και το καταλαμβάνουν για λίγες ώρες. " Την ώρα που εκείνοι καίγανε την Πάρνηθα, εμείς τους καίγαμε τα σπίτια" λέει ο Αποστόλης μετά από πολλά χρόνια.
Εκείνο το βράδυ, σκοτώθηκαν στο χωριό οκτώ άτομα. Τα περισσότερα χωρίς αιτία και πρόθεση. Σκοτώθηκε όμως και ο Πύλιο Σίμος με την γυναίκα του, τη Γιαννούλα.
Έγινε συμπλοκή. Καθώς οι Αντάρτες χτύπησαν την πόρτα, δέχθηκαν πυρά από μέσα. Ο Πύλιος έμεινε επιτόπου, με πυροβολισμό, και η Γιαννούλα πάνω στη συμπλοκή, τραυματίστηκε από μαχαίρι, και πέθανε στο δρόμο για τη Χαλκίδα από αιμορραγία. Άφησαν δύο μικρά παιδιά. Ούτε τα παιδιά, ούτε η νύφη της Γιαννούλας, γυναίκα άλλου αδελφού, που ήταν έγκυος, έπαθαν τίποτα. Η γυναίκα αυτή μάλιστα, κλήθηκε ως μάρτυς στο δικαστήριο που έγινε το '48 και δεν αναγνώρισε τον Βαγγέλη ως εκτελεστή. Ο Βαγγέλης αθωώθηκε! Ο Σπύρος δεν δικάστηκε. Είχε στο μεταξύ σκοτωθεί στο Αποπηγάδι.
Από όργανο της τάξης στα χέρια του παρακράτους και της Λευκής Τρομοκρατίας
Η αβανιά της εκτέλεσης του ΠυλιοΣίμου και της αδελφής του Μπουραντά, Γιαννούλας, έπεσε πάνω στους δύο ενόπλους της οικογένειας. Τον Σπύρο και τον Βαγγέλη. Έτσι, και ενώ ο Σπύρος ως Πολιτοφύλακας είχε αποφύγει τις αυτοδικίες, όταν τα πράγματα άλλαξαν, βρέθηκαν στα χέρια των συνεργατών των Γερμανών.
Τα δυο αδέλφια συνελήφθησαν, βασανίστηκαν αγρίως και φυλακίστηκαν στο σχολείο στο Χλεμποτσάρι.
Εκεί, μη αντέχοντας τους βασανισμούς, αποφάσισαν ν' αυτοκτονήσουν. Έσπασαν το τζάμι του παραθύρου, το στερέωσαν σε ένα παλιό θρανίο, ανάμεσα στα ξύλα, και έκοψαν τις φλέβες τους. "Μ' ένα γυαλί και μ' ένα καθρευτάκι"... δεν είναι ένας απλός στίχος... Ο Βαγγέλης ήταν 30 χρονών και ο Σπύρος 28.
Τους βρήκαν ημιθανείς. Μόλις που κατάφεραν να τους σώσουν και τους μετήγαγαν κρατούμενους στη Λεόντειο, στα Πατήσια. Τότε λειτουργούσε και σαν φυλακή και σαν νοσοκομείο.
Δεν ξέρουμε πόσο κράτησε αυτό. Πάντως οι πληγές δεν είχαν κλείσει ακόμη όταν, παραδόξως, τους ήρθαν αποφυλακιστήρια. Αν και εξεπλάγησαν δεν έχασαν την ευκαιρία. Έφυγαν κι άρχισαν να κρύβονται. Ήταν καλοκαίρι του 1946, παραμονές Δημοψηφίσματος για τον Βασιλιά.
Και πρέπει να ήταν την επόμενη του Δημοψηφίσματος, όταν με την κάλυψη της Τούλας Πόγγα, πήγαν ένας ένας, από την Κηφισιά στον Πειραιά, και μπάρκαραν για την Κρήτη.
Την ημέρα εκείνη, 3 Σεπτεμβρίου 1946, ο Ν. Ζαχαριάδης γράφει στον Ριζοσπάστη το κείμενο με τίτλο "Μπροστά σε μια νέα κρίσιμη καμπή". Τελειώνει ως εξής:
[...Συνεννόηση, ομαλότητα, δημοκρατική λαϊκή διέξοδος από το σημερινό χάος. Η επιταγή αυτή είναι πολύ πιο κατηγορηματική και ανεπιφύλακτη για τους πολιτικούς ηγέτες και τα πολιτικά κόμματα. Μαύρα και απειλητικά σύννεφα συσσωρεύονται εσωτερικά και εξωτερικά πάνω από τον ελληνικό ορίζοντα. Για μια ακόμη φορά πρόκειται γι αυτή μας την ύπαρξη, την υπόσταση μας, την εθνική μας ακεραιότητα και ανεξαρτησία.
Ο κάθε Έλληνας ας κάνει το καθήκον του απέναντι στην Ελλάδα. Εμείς θα το ξανακάνουμε ακέραιο. Είμαστε έτοιμοι για κάθε έντιμη , ισότιμη, ελληνική συνεννόηση και συμφωνία. Το συμφέρον όμως του Λαού και του τόπου, τη δημοκρατία και την εθνική μας ανεξαρτησίας δεν πρόκειται να τα παζαρέψουμε. Και θα τα υπερασπίσουμε και θα τα επιβάλουμε δίνοντας αν χρειασθεί και τη ζωή μας...]
Γιατί στην Κρήτη;
Το ερώτημα αυτό με έχει απασχολήσει πολύ. Γιατί δυο πρώιν ελασίτες από τη Βοιωτία πάνε στην Κρήτη για να βγουν στο βουνό και δεν πάνε προς τα πάνω;
Η απάντηση νομίζω ότι μπορεί να είναι μόνο μία: Εφαρμόζουν κομματική εντολή. Κανένας άλλος λόγος δεν μπορεί να έβαλε σε κίνηση τον κομματικό μηχανισμό για να διεκπεραιώσει το ταξίδι και την απόκρυψή τους μετά.
Το Κόμμα διατάσσοντας τις δυνάμεις του ενίσχυε την Κρήτη, όπου τότε οι Μπαντουβάδες και ο Γύπαρης "αλώνιζαν" ασύδοτοι.
Ο Σπύρος και ο Βαγγέλης κρύφτηκαν κάποιο διάστημα στα Χανιά και μετά προωθήθηκαν προς τα ορεινά.
Απρίλιο του 1947, όλες οι μεριές είναι έτοιμες για έναν ακόμη γύρο!
Ο εμφύλιος στην Κρήτη από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του '47
Στη συνέχεια, δίνουμε τον λόγο σε δύο εφημερίδες της εποχής. Το Βήμα και τα Νέα του Λαμπράκη. Πρόκειται για τις τρεις φάσεις του εμφυλίου. Μία τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου. Δεύτερη αρχές Ιουλίου και τρίτη αρχές Αυγούστου.
Τέλη Απριλίου φαίνονται, ακόμη και μέσα απ' αυτές τις εφημερίδες, α) σε τι κατάσταση βρισκόταν η Ελλάδα και β) η απροθυμία της Κυβέρνησης να αφοπλίσει και περιορίσει τις παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς.
Σε όλα τα κείμενα της φάσης αυτή είναι έκδηλος ο πανικός για τον επικείμενο εμφύλιο στην Κρήτη. Ωστόσο η "λύση" της ένοπλης σύγκρουσης είναι αναμφισβήτητη. Ο Ζέρβας, υπουργός δημόσιας τάξης, με νέα παρέμβαση, ξαναρίχνει λάδι στη φωτιά.
Εκείνες τις ημέρες λαμβάνει χώρα και το πρώτο μεγάλο χτύπημα των Ανταρτών στη Δυτική Κρήτη και, ειδικά, στο νομό Χανίων. Πρόκειται για τη μάχη στη γέφυρα του Ταυρωνίτη.
Η δεύτερη φάση του εμφυλίου στην Κρήτη το 1947
Η δεύτερη φάση του εμφύλιου στην Κρήτη έχει επίκεντρο τον Καπετάν Ποδιά. Προς ανακούφιση του Ποδιά και αντιπερισπασμό στις κυβερνητικές δυνάμεις, οι ομάδα του Γ. Κοδέλα σχεδιάζει και εκτελεί, με πλήρη επιτυχία και αναιμάκτως, την καταδρομή στο αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Μπαίνουν, φορτώνουν δεκαπέντε φορτηγά, παίρνουν μαζί τους και τους σμηνίτες και φεύγουν! Κάτι ανάλογο κάνουν και στη Χρυσοπηγή.
Ο Σπύρος παίρνει μέρος στην επιχείρηση. Έχουμε, ωστόσο, κάθε λόγο να εικάσουμε ότι παραδειγματίζεται από μια άλλη επιτυχημένη επιχείρηση κατά αεροδρομίου στην οποία είχε λάβει μέρος, 8 προς 9 Σεπτεμβρίου του 1944, στην Τανάγρα, υπό τον θρυλικό καπετάνιο του ΕΛΑΣ Θεοχάρη.
Η τρίτη φάση του εμφυλίου στην Κρήτη το 1947
Η τρίτη φάση του εμφυλίου στα 1947, είναι και η τελευταία για τον Σπύρο. Τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου τα πράγματα οξύνονται πολύ. Ο Σπύρος έχει γλιτώσει ήδη μια φορά από τη συμμορία του Γύπαρη, πέφτοντας μέσα σ' έναν θάμνο. Εκείνη τη μέρα όμως, 1η Αυγούστου, στην συμπλοκή που γίνεται, τραυματίζεται στα πόδια. Καταλαβαίνει ότι όλα τελειώσανε. Διώχνει τους άλλους, καλύπτοντας την υποχώρησή τους, και την τελευταία στιγμή στρέφει το στάγερ στο στήθος για να μην πιαστεί ζωντανός.
Ο συγκλονιστικός επίλογος του Βαγγέλη
[απόσπασμα από το βιβλίο
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες-θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, 2014, σελ. 218-221]
[...Δεν πρόφτασε να βγει το καλοκαίρι και ο Σπύρος σκοτώθηκε. Στα Παλαιά Ρούματα, στο Αποπηγάδι, 1 Αυγούστου 1947, Παρασκευή πρωί. Τραυματίστηκε βαριά, στα πόδια. «Φευγάτε εσείς», τους λέει, «και καλή αντάμωση». Πυροβολούσε και θυμόταν την κυρα-Φιλιώ, στο Χλεμποτσάρι, οπού τον είχαν στο σχολείο:
«Κάνε πέρα, Σπύρο, να σε σκοτώσουν, να γλιτώσεις τα μαρτύρια», του έλεγε στ’ αρβανίτικα.
Ήταν η δεύτερη φορά που έπρεπε να πάρει την απόφαση για ζωή ή για θάνατο! Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο τη δεύτερη φορά; Δίστασε: «Ο αγώνας δεν τελείωσε, φουντώνει πάλι».
«Νέο αντάρτικο γεννιέται ν’ αγωνιστεί για λευτεριά», τραγουδούσαν, Κυριακή μεσημέρι, στην πλατεία.
«Για τους άλλους, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε μας εδώ, πάει, τελείωσε… Ο Ποδιάς, ήταν τυχερός. Έπεσε, δεν παραδόθηκε. Δεν παρέδωσε τα όπλα. Του κόψανε το κεφάλι και το σεριάνιζαν στο Ηράκλειο… Μια φορά όταν, νικητές, παραδώσαμε τα όπλα στους Ιταλούς και μια φορά όταν, απελευθερωτές, παραδώσαμε τα όπλα στους Άγγλους. Τώρα πάλι;»
Όπλισε, για τελευταία φορά, το στάγιερ – εκείνο που έχει στη φωτογραφία, στην πλατεία του χωριού, με όλους τους Παλιορουματσίτες.
«Πρόσθεν αν αποθάνοιεν ή τα όπλα παραδοίεν».
Το έστρεψε στον εαυτό του και πάτησε τη σκανδάλη.
Τριάντα ενός χρονών. Της Αστυνομίας Πόλεων που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ. Τον βρήκαν μετά, τετραήμερον. Δεν στάθηκε δυνατόν να τον μετακινήσουν. Τον έθαψαν προσωρινά και πρόχειρα, επιτόπου, πάνω πάνω στο χώμα. Με τον φόβο και την έννοια μην τον ξεχώσουν τα αγρίμια. Άμποτες να γυρίσουν να τον πάρουν. Δεν τα κατάφερε κανένας.
Γίνηκε η Μεταπολίτευση και ο Βαγγέλης θεριό:
«Θα πάω να τον φέρω».
Έβαζε τα σχέδια στο τραπέζι κάθε Κυριακή, που ερχόταν από την Αθήνα.
«Να ζητήσω άδεια εκταφής; Δεν θα μου τη δώσουν. Κι αν δεν μου τη δώσουν, μετά θα μ’ έχουν στόχο, δεν θα μπορέσω να πάω».
Για τον φόβο των Ιουδαίων, πήγε κρυφά. Βρήκε τους παλιούς συντρόφους. Παλιοί και νέοι πήγανε στο Αποπηγάδι. Τον βρήκαν και τον ξέχωσαν! Τον έπλυναν με κρασί. Τον τύλιξαν στο λευκό σεντόνι. Τον έφερε στην Αθήνα, μέσα σε μια βαλίτσα. Μικρό το σπίτι της Καισαριανής. Πιάνει μιαν ελληνική σημαία τυλίγει το κουτί και το βάζει δίπλα στο κρεβάτι της κόρης του. Ανάβει και το καντήλι.
«Μάνα, σου ’φερα τον Σπύρο. Να σε πάρω στο σπίτι να τον δεις».
Πήγε η γιαγιά η Αθηνά. Και κει, δίπλα στον Σπύρο, ήρθαν και θρονιάστηκαν όλα τα πεθαμένα της. Και ποιον να πρωτοκλάψει; Μέσα σε μια πενταετία έχασε έναν γυιο, τον γαμπρό, τον αδερφό, τη νύφη και τον άνδρα! Τον γυιο και τον γαμπρό από τους φασίστες και τους «εθνικόφρονες». Τον αδερφό και τη νύφη από τους Αντάρτες. Τον άνδρα από δυστύχημα. Ποιον να θεωρήσει ένοχο; Ποιος έκαμε τόσο πολύ κακό σε έναν μόνον άνθρωπο;
«Μάνα σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες ψυχή δεν σου αφήσανε μόνο φωτογραφίες»
Λίγο καιρό προτού πεθάνει, της ζήτησα να μου πει ένα τραγούδι. Το μυαλό της ήταν σωστό, μέχρι τέλους. Μας είχαν βάλει από το γυμνάσιο να γυρεύουμε, στους παππούδες και στις γιαγιάδες, δημοτικά σπάνια και ξεχασμένα. Σκέφτηκε λίγο και είπε τους πρώτους στίχους από τούτο δω, ότι είχε ξεχάσει, από χρόνια, και τα τραγούδια και τα στιχάκια τους. Ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε:
Η Σούσα ήταν όμορφη, της Κρήτης το καμάρι,
π’ αγάπαε τον Σαρή-Μπαγλή, το πρώτο παλληκάρι.
Τον αγαπά, την αγαπά χρόνους δεκατεσσάρους
μ’ αλήθεια τ’ αδερφάκι τζη γυρίζει με κουρσάρους.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή ήταν προσκαλεσμένοι,
βγήκε η νια ’που το λουτρό κι ο νιος απ’ το μπαρμπέρη.....
Τώρα, πώς γίνεται και η αρβανίτισσα γιαγιά ήξερε ένα τόσο σπάνιο κρητικό τραγούδι, και μάλιστα τραγούδι των Τουρκοκρητικών, παρέμεινε μέγα μυστήριο.
Όταν η γιαγιά πέθανε, ο Βαγγέλης έφερε τα οστά του Σπύρου και τα έβαλε δίπλα της. Κρυφά πάντα, για τον φόβο του Κρέοντα.
Εκείνος πέθανε το ’80. Έτσι, ξαφνικά. Έμφραγμα. Δεν μπόρεσα ποτέ να τον ρωτήσω αν είχε ακούσει, αν είχε δει, αν είχε διαβάσει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή…
Έκτοτε μου έγινε έμμονη ιδέα, και κάθε τόσο του έθετα νοερά την ίδια και την ίδια ερώτηση: «Ήξερες την Αντιγόνη;» Ώσπου μια μέρα:
[...Ποια η πηγή των παραδόσεων; Νομίζω πως η μήτρα των παραδόσεων είναι η ψυχή. Μπορούμε να μιλάμε για εθνική ψυχή και μάλιστα για ελληνική ψυχή; Αν διαχρονικά μπορούμε να διακρίνουμε παραπλήσιες δράσεις και αντιδράσεις, αν μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο Έλλην ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου έχει μια ιδιαίτερη και τελείως χαρακτηριστική θεμελίωση της ψυχής, τότε μπορούμε να μιλάμε για ελληνική ψυχή. Η ελληνική ψυχή προϋπάρχει και γέννησε τις παραδόσεις, υπάρχει δε κι όταν οι παραδόσεις χάνονται. Στην αρχαιότητα βασικό μέσον παιδείας ήταν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Όταν οι Έλληνες έχασαν την Παιδεία τους και δεν είχαν ιδέα για τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, δεν εμποδίστηκαν καθόλου να συμπεριφέρονται σαν αυτά τα διαχρονικά πρότυπά τους. Δεν τους ήξεραν αλλά η ψυχή τους τους γένναγε πάλι… Αυτή η ψυχή δεν σχετίζεται βεβαίως με γονίδια. Σχετίζεται με ατομική επιλογή ορισμένων αξιών, γι’ αυτό κι ένας αλλογενής μπορεί να γίνει θερμός φορέας του ελληνικού τρόπου, επιλέγοντας να διαμορφώσει ανάλογα την ψυχή του, όπως επίσης κι ένας Έλληνας να αφελληνιστεί»...]
(Άρης Ζεπάτος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου