Έχοντας καλύψει σε προηγούμενα αφιερώματά μας ένα μεγάλο μέρος της δράσης των αντάρτικων σωμάτων της Σάμου αλλά και των κυβερνητικών επιχειρήσεων, θα ήταν παράλειψη να προσπεράσουμε τη μεταχείριση των ανταρτοοικογενειών και τα βάσανά τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τα ΜΑΥ. Ενδεικτικό της γενικότερης εικόνας αυτής της συμπεριφοράς αποτέλεσε το γεγονός ότι οι δοκιμασίες των συγγενών των ανταρτών υπήρξαν τέτοιες που ξεσήκωσαν τους τίμιους δεξιούς Σαμιώτες που με τα διαβήματά τους στις αρχές προσπάθησαν να αποτρέψουν τα έκτροπα.
Οι δοκιμασίες των ανταρτοικογενειών ήταν συνεχείς. Ιδιαίτερα όμως κακοπάθαιναν και βασανίζονταν σαν νεομάρτυρες, τις μέρες των πολεμικών επιχειρήσεων, κατά τις οποίες πολίτες συλλαμβάνονταν μαζικά και κρατούνταν σαν όμηροι. Αυτό συνέβη πολλές φορές στο χωριό Βουρλιώτες, με θύματα τις οικογένειες του Νικόλα Κατσούφρου , του Κώστα Τζίχα και άλλων ανταρτών. Αργότερα, μέλη των εν λόγω οικογενειών θα μεταφερθούν μέχρι και στη Μακρόνησο. Σε μια περίπτωση είχε συλληφθεί πατέρας, μητέρα και οι δύο αδελφές του καπετάνιου Κώστα Κατσούφρου. Τον αδελφό του Δημήτρη, τον έπαιρναν στις επιχειρήσεις, σαν μεταγωγικό. Στις επιχειρήσεις εκείνες οι χωροφύλακες είχαν πάθει μεγάλη ζημιά σε νεκρούς και τραυματίες. Για αντεκδίκηση έβγαλαν από τα κρατητήρια της Κουκουγιάννενας τον πατέρα του Κατσούφρου και μπροστά στο σπίτι του, στην μέση του δρόμου ο ενωμοτάρχης ξεκίνησε να τον χτυπάει, φωνάζοντας και βρίζοντάς τον. Παράλληλα είχαν βγάλει από τα κρατητήρια και τη μάνα και τις αδερφές του αντάρτη για να βλέπουν τον βασανιζόμενο πατέρα. Το γεγονός ξεσήκωσε έντονες αντιδράσεις από κατοίκους του χωριού που έσπευσαν να σταματήσουν τον ξυλοδαρμό.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι κυβερνητικοί εφάρμοζαν τον ψυχολογικό πόλεμο ενάντια στις οικογένειες των ανταρτών. Όταν για παράδειγμα επρόκειτο να βγουν στις επιχειρήσεις, πήγαιναν μερικοί ειδικοί στα σπίτια των ανταρτών, κλωτσούσαν την πόρτα και ούρλιαζαν "ανοίξτε μας και θα σας κάψουμε". 'Οταν τους άνοιγαν, καλούσαν όλους τους ενοίκους του σπιτιού και τους πληροφορούσαν "Πάμε να βρούμε το γιο σας. Αν αντισταθεί, θα τον σκοτώσουμε! Κι αν έχουμε κανένα δικό μας νεκρό, θα σας σκοτώσουμε κι εσάς όταν γυρίσουμε." Όταν επέστρεφαν, ξαναπερνούσαν από τα σπίτια και πληροφορούσαν τους συγγενείς "Ο γιος σας σκοτώθηκε, να του κάνετε τα κόλλυβα. Τον είδαμε που κατρακυλούσε στην κατηφόρα με τις φτέρες"
Άλλωτε πάλι περνούσε ο ΜΑΥς Στέλιος Ρηνούκος, μόνιμος εφιάλτης της οικογένειας Κατσούφρου. Πήγαινε και ζητούσε να του δώσουν να πιει κάτι. Ύστερα ζητούσε δεύτερο και τρίτο ποτό και τους έλεγε "Ο Κώστας ζει. Τον είδα. Αυτά που σας είπανε προχτές είναι ψέματα. Αλλά μην στενοχωριέστε. Εγώ θα τον φέρω με τα τσαπράζια του κρεμασμένα στο λαιμό, κυρά Χρυσούλα." Μετά όπλιζε το τουφέκι και έφευγε αφήνοντας την οικογένεια εμβρόντητη.
Ας έρθουμε τώρα στο χρονικό της απόπειρας ομαδικής εκτέλεσης γαυναικόπαιδων και γερόντων, συγγενών των ανταρτών στον Πύργο την άνοιξη του 1948. Με την είδηση του θανάτου αυτοκινητιστή Γιάννη Παριανού (ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το σκοτωμό του Μενέλαου Δεσποίνη όταν δεν σταμάτησε στην ενέδρα των ανταρτών, γιατί διατάχτηκε από τον επιβαίνοντα στο αυτοκίνητο πρόεδρο της κοινότητα Πύργου Γεώργιου Σωτηρόπουλου), συνήλθε η στρατιωτικοπολιτική ηγεσία των κυβερνητικών στο σπίτι ενός στελέχους του κόμματος των Φιλελευθέρων, και αποφάσισε την εκτέλεση όλων των συγγενών των ανταρτών. Αμέσως οι ΜΑΥδες έπιασαν και στίβαξαν τα γυναικόπαιδα μέσα στη μισοχτισμένη παλιά εκκλησία του Αη-Γιώργη και όπλισαν με χειροβομβίδες τον ΜΑΥ Χαράλαμπο Καμπούρογλου για να τους δολοφονήσει ομαδικά. Για να μην πέσει όμως η ευθύνη στις πλάτες των ολιγάριθμων ΜΑΥ και για να έχει η απόφασή τους "παλλαϊκό" χαρακτήρα, συνέταξαν πρωτόκολλο που το πήρα δύο- ο Γεώργιος Χατζημανώλης και ο Γιάννης Γ. Δεσποίνης- να το περιφέρουν για να το υπογράψουν όλοι οι εθνικόφρονες.
Στο δρόμο ο πρώτος που συνάντησαν ήταν ο Ξενοφών Στραγαλάς. Του έδειξαν το χαρτί αλλά αυτός απάντησε "Αφήστε με μωρέ, εμένα βρήκατε πρώτο να υπογράψω;" Έπειτα, τρύπωσε στο σπίτι του κι έκλεισε την πόρτα. Στη συνέχεια απευθύνθηκαν στο Δημήτρη Τσαλίκη που κάθονταν στο παρακείμενο καφενείο. Ο Τσαλίκης ήταν εθνικόφρονας, όμως ήξερε ότι μέσα στον Αη-Γιώργη ήταν στιβαγμένος και ο αδελφός του Μενέλαος (παραδοθείς αντάρτης). Άρχισε λοιπόν να τα φέρνει βόλτα με κάποιες δικαιολογίες. Τότε ο Γιάννης Δεσποίνης αγρίεψε και πρότεινε το όπλο στον Τσαλίκη. "Υπογράφεις ρε ή θέλεις να σου χύσω τα μυαλά;" Ο Τσαλίκης τον πλησίασε με το μαλακό και ξαφνικά άρπαξε το όπλα από την κάννη και αφόπλισε τον Δεσποίνη.
Μέσα στην φασαρία ο Γεώργιος Χατζημανώλης δεν χασομέρησε. Βλέποντας ότι ο κόσμος δεν υπογράφει για το απαίσιο έγκλημα και για να μην ναυαγήσει το σχέδιο, έτρεξε στην εκκλησία και διάταξε τον ΜΑΥ Καμπούρογλου να ρίξει τις χειροβομβίδες πάνω στους συγκεντρωμένους ομήρους. Ο ΜΑΥς αρνήθηκε κι είπε στο Χατζημανώλη "Ρίξε εσύ αν σου βαστάει τις χειροβομβίδες". Ο θρασύδειλος υποκινητής δεν το τόλμησε. Έτσι αποφεύχθηκε το μακελειό και γλύτωσαν οι ανταρτοοικογένειες του Πύργου. Μια από τις προγραμμένες οικογένειες του Πύργου που στοιβάχτηκε ομαδικά στην εκκλησία ήταν του Μανώλη Φερμάνη, που ο γιος του Σταμάτης και ο γαμπρός του Χ. Παντελόγλου ήταν αντάρτες. Τράβηξαν λοιπόν στο προαύλιο της εκκλησίας για εκτέλεση αυτόν, τη γυναίκα του, τις δύο κόρες του και τις τρεις εγγονές του. Τότε ο μπάρμπα-Μανώλης τοποθέτησε πίσω από μια τετράγωνη πλατιά κολόνα τις κόρες του και τις εγγονές του και από μπροστά τις κάλυψαν με τα σώματά τους εκείνος κι η γυναίκα του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου