Η παρακάτω ιστορία είναι αληθινή και είναι μια σταγόνα στον ωκεανό της αυθαιρεσίας της εξουσίας στη διάρκεια της δικτατορίας, στις μικρές και πέρα για πέρα απροστάτευτες κοινωνίες των χωριών.
Είναι Μάρτης - Απρίλης 1967. Είναι η εποχή που οι καπνοπαραγωγοί παραδίνουν τα καπνά της προηγούμενης χρονιάς, που έχουν επιλεγεί και αγοραστεί από τις εταιρίες καπνών και συνήθως με την παράδοση - παραλαβή των δεμάτων, πληρώνονται κιόλας. Είμαστε σε ένα χωριό της Λάρισας, σε ένα καπνοχώρι, όπου για πολλές οικογένειες το κύριο εισόδημα προέρχεται από την καλλιέργεια του καπνού.
Οι άνθρωποι της ή των εταιριών καπνού, οι ειδικοί στα καπνά, οι «εξπέρ», που είναι συνήθως και οι ίδιοι αγρότες καπνοπαραγωγοί, παίρνουν «σημάδια» του καπνού από κάθε παραγωγό και με βάση την ποιότητα, το είδος, τον τύπο του καπνού, τις ανάγκες της εταιρίας, υποδείχνουν σ' αυτήν και τελικά δεσμεύουν ανάλογα με τις τιμές, που συνήθως «παίζουν» σε βάρος των παραγωγών την ποσότητα του καπνού που θα αγοράσουν από τον κάθε παραγωγό.
Αν ο αγρότης - καπνοπαραγωγός δεν έχει και άλλη παραγωγή, ας πούμε τεύτλα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, σε ικανή ποσότητα, περιμένει πότε θα πληρωθεί για τα καπνά που «πούλησε» και όλο το μεσοδιάστημα ζει με «βερεσέ» από τον μπακάλη του χωριού.
Ετυχε, λοιπόν, Μάρτης - Απρίλης του 1967 ήταν, ο αντιπρόσωπος της γαλλικής εταιρίας καπνού στο χωριό «τάδε» να παραλαβαίνει τη συμφωνημένη ποσότητα καπνού με το φορτηγό και με το συνεργείο των εργατών που φόρτωναν τα δέματα. Ο επικεφαλής όλου του συνεργείου, ο «εξπέρ», που ήταν και αντιπρόσωπος της εταιρίας, αφού συνεννοήθηκε με το συνεργείο των εργατών πώς θα γίνει η παραλαβή και η φόρτωση των δεμάτων του καπνού, εγκαταστάθηκε στο καφενείο του χωριού, κάτω από τον πλάτανο και εκεί ερχόταν ο παραγωγός που είχε παραδώσει, με τον επικεφαλής του συνεργείο των εργατών, ο οποίος υπέγραφε την παραλαβή, και πληρωνόταν.
Αν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα, πήγαινε ο ίδιος ο «εξπέρ» να δει περί τίνος πρόκειται.
Ενας από τους καπνοπαραγωγούς δε θεώρησε αναγκαίο να πάει μαζί με το συνεργείο στο σπίτι του. Τους είπε να ανοίξουν την πόρτα της αυλής, που ήταν πιασμένη με ένα σύρμα και στο υπόστεγο ήταν αραδιασμένα τα σαράντα δέματα που θα παραλάβαιναν.
Ο καπνοπαραγωγός αυτός ήταν γνωστός, φανατικός ακροδεξιός, με δράση στον Εμφύλιο και μετά και σημαίνων παράγων των TEA, ένοπλος ακόμα και τότε, το 1967.
Τι ήταν τα TEA; Ηταν τα Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας, στην πραγματικότητα παραστρατιωτική οργάνωση στην υπηρεσία των κυβερνήσεων της δεξιάς και όχι μόνο.
Ηταν επανδρωμένα με πολίτες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν οπαδοί της άκρας Δεξιάς και της Δεξιάς.
Στις μεγάλες πόλεις δεν υπήρχαν ΤΕΑ, γιατί εκεί υπήρχε η Χωροφυλακή ή η Αστυνομία Πόλεων, που αναλάβαιναν το ρόλο των TEA, μαζί με διάφορες παρακρατικές συμμορίες, οι οποίες κρυφά και φανερά χρηματοδοτούνταν από το κράτος.
Ο βασικός ρόλος των TEA στην ύπαιθρο ήταν η διατήρηση του κλίματος του Εμφυλίου Πολέμου, του μονομερούς Εμφυλίου Πολέμου που διατηρούσαν όλες οι μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο κυβερνήσεις, η διατήρηση κλίματος φοβίας και πίεσης και βέβαια των περίφημων «Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων», σε βάρος των αριστερών και των δημοκρατών.
Καλούνταν στα TEA επιλεκτικά πολίτες που θεωρούνταν «εθνικόφρονες» ή νέοι που ανήκαν σε οικογένειες «εθνικοφρόνων».
Τα TEA προήλθαν από τα MAY, που έδρασαν κυρίως στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Τα MAY ήταν «Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου» και μεγάλο μέρος των μελών τους, όλοι τους, ήταν βέβαια ακροδεξιοί, προέρχονταν από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες των ετών 1944-1947, οι οποίες στη συνέχεια βαφτίστηκαν Τμήματα επιστράτων χωροφυλάκων ή MAY.
Πολλοί, πάλι, από αυτούς προέρχονταν, για παράδειγμα, από τα προδοτικά και δοσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας που ίδρυσαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, της προδοτικής «Λεγεώνας των Βλάχων», των ΕΑΣΑΔ που έδρασαν κυρίως στη Θεσσαλία, Εθνικοί Αγροτικοί Σύνδεσμοι Αντικομμουνιστικής Δράσης, οι «Γερμανικοί» του Πούλου και άλλοι προδοτικοί σχηματισμοί.
Αυτοί είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι και ουσιαστικά τους διοικούσαν με έναν αξιωματικό - σύνδεσμο, ουσιαστικά διοικητή ακόμα και σε επίπεδο διμοιρίας, με εξαίρεση τη «Λεγεώνα των Βλάχων» που την όπλισαν οι Ιταλοί, μέχρι που τη διέλυσαν οι ίδιοι οι πατριώτες Βλάχοι και ο ΕΛΑΣ.
Στα TEA, λοιπόν, η βάση ήταν τα υπολείμματα των παραπάνω και για «κάλυψη» μετά το 1964 καλούνταν και πολίτες που ανήκαν στη Δεξιά, αλλά χωρίς να είναι φανατικοί με «ιστορία» ή ακόμα και κάποιοι «ευυπόληπτοι» πολίτες.
Είχαν και κάποια «αβαντάζ» τα μέλη των TEA. Εύρισκαν πιο εύκολα κρεβάτι σε νοσοκομείο, έπαιρναν πιο εύκολα δάνεια, είχαν κάποιες «προσβάσεις» που δεν είχαν οι απλοί πολίτες, σε διορισμούς, σε διευκολύνσεις, σε πιστοποιητικά...
Ανάλογα με το μέγεθος του χωριού ήταν οργανωμένοι σε διμοιρίες ή ομάδες και σε κάποιο κεφαλοχώρι ήταν η έδρα του Τάγματος των TEA. Διοικούνταν από μονίμους ή εφέδρους αξιωματικούς. Εκαναν κάθε τόσο ασκήσεις στρατιωτικές, σκοποβολή, λάβαιναν μέρος σε παρελάσεις, φορούσαν στρατιωτική στολή και για σοβαρές παραβάσεις αναγόμενες στην «υπηρεσία» παραπέμπονταν σε Στρατοδικείο.
Την εποχή εκείνη, 1965 - 1967, συνήθως τα όπλα των TEA ήταν αποθηκευμένα είτε στην «κοινότητα» ή σε άλλο κτίσμα. Ομως ένας αριθμός «εμπίστων» είχαν τα όπλα στα σπίτια τους, «παράνομα», κάτι που όλος ο κόσμος στο χωριό το ήξερε και κυρίως η αστυνομία.
Αυτοί ήταν οι «μικροί δικτατορίσκοι» στα χωριά, «λύνοντας και δένοντας», θεωρώντας, κάτι που ήταν σε μεγάλο ποσοστό αλήθεια, ότι είναι «ασύδοτοι» όπως στην περίοδο του Εμφυλίου, όπου δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν για ό,τι έκαναν. Και εδώ ερχόμαστε στο σπίτι αυτουνού που έστειλε τους εργάτες στο σπίτι του χωρίς να πάει και ο ίδιος.
Λίγες μέρες πριν, στο καφενείο είχε γίνει μια συζήτηση για τα όπλα που είχαν ορισμένοι στα σπίτια τους και είχε γίνει και ένας «ψιλοκαυγάς». Κάποιος έλεγε ότι τα όπλα αυτά ήταν «ένδοξα και τιμημένα», ενώ άλλος του απάντησε με «νόημα», ότι τα όπλα δοξάζονται και τιμούνται από τα χέρια που τα κρατούν και από το σκοπό που υπηρετούν. «Εσύ και οι άλλοι έχετε τα όπλα για να μας φοβερίζετε, όπως κάνατε το '61 με τις εκλογές βίας και νοθείας». Εκεί έγινε ο ψιλοκαυγάς, αλλά το πράγμα έμεινε χωρίς συνέχεια.
Κάπου στην αποθήκη, οι εργάτες βρήκαν το όπλο αυτουνού, κρεμασμένο πίσω από μια πόρτα. Αφού έγιναν τα σχετικά καλαμπούρια, το άφησαν στη θέση του. Τώρα, είτε μπροστά στους άλλους είτε κρυφά, κάποιος, απέδωσε την οφειλόμενη «τιμή» στο όπλο των TEA, κατουρώντας το και γεμίζοντας την κάννη με ούρα.
Την ίδια μέρα, ή μια από τις επόμενες, ο κάτοχος του όπλου ανακάλυψε ότι το «τιμημένο όπλο» της εθνικοφροσύνης ήταν κατουρημένο. Ο άνθρωπος προσβάλθηκε στα «ιερά και όσιά» του. Κατάγγειλε το γεγονός στην αστυνομία και έκανε και αναφορά στη διοίκηση του Τάγματος των TEA, ορκιζόμενος ότι όποιος το έκανε αυτό θα το πληρώσει ακριβά.
Την αναφορά την πήρε ένας ταγματάρχης, μάλλον ο διοικητής του Τάγματος των TEA της περιοχής, ο οποίος αφού γέλασε με την καρδιά του, είπε να τη βάλουν στο αρχείο και να μη δοθεί συνέχεια, είτε φοβούμενος τη δημοσιότητα που θα έπαιρνε το πράγμα και την ενδεχόμενη γελοιοποίηση, είτε βλέποντας μόνο το αστείο της υπόθεσης.
Να όμως που λίγες μέρες μετά έγινε η δικτατορία και ό,τι ακροδεξιό κατακάθι βγήκε στην επιφάνεια. Ετσι ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός των TEA, ένας υπονωματάρχης της Χωροφυλακής, πρώην μέλος της συμμορίας Ταμπούρη στην περίοδο του Εμφυλίου και φυσικά και ο κάτοχος του όπλου, έφεραν στην επιφάνεια το περιστατικό, θεωρώντας ότι ήταν ευκαιρία να εκδικηθούν.
Ετσι, κλήθηκαν στο χωριό που ήταν η έδρα του Τάγματος των TEA, ο «εξπέρ» αντιπρόσωπος της γαλλικής εταιρίας, που όμως είχε πλήρη άγνοια περί του πώς έγινε το πράγμα, ο οποίος επιπλέον δεν ασχολούνταν με τα «πολιτικά». Ναι, αλλά η μάνα του είχε δυο αδέρφια κομμουνιστές, στελέχη του ΚΚΕ νεκρούς στον Εμφύλιο και γι' αυτό τον θεωρούσαν αριστερό.
Από τους άλλους, ο ένας εργάτης ήταν δηλωμένος αριστερός, από αριστερή οικογένεια με αδελφή στο «παραπέτασμα», μαχήτρια στο ΔΣΕ και ένας τρίτος εργάτης, που ήταν γνωστός «Λαμπράκης», δηλαδή ανήκε στη «Νεολαία Λαμπράκη».
Τους τρεις αυτούς, τους παρέλαβαν οι παραπάνω «παλικαράδες», όταν πήγαν στο χωριό όπου έδρευε το Τάγμα και επί ώρες τους έδερναν στο υπόγειο της Αστυνομίας. Παρά τον άγριο ξυλοδαρμό, είτε γιατί πραγματικά δεν ήξεραν είτε γιατί δεν ήθελαν να καταδώσουν τον «δράστη», δεν «ομολόγησαν».
Ετσι, τους άφησαν με την υπόμνηση «να το ξανασκεφτούν γιατί σε λίγες μέρες θα τους ξανακαλέσουν για ανάκριση».
Οταν γύρισαν στο χωριό τους ήταν αγνώριστοι από το πολύ ξύλο. Ο ένας εκ των τριών, ο «εξπέρ», είχε γαμπρό γνωστό παράγοντα της Δεξιάς στο χωριό, κομματάρχη του Ροδόπουλου. Οταν αυτός είδε σε τι κατάσταση ήταν ο κουνιάδος του, αγανάκτησε, τον πήρε στη Λάρισα στο νοσοκομείο όπου τον περιποιήθηκαν και μέσω διαφόρων διασυνδέσεων που ενδεχόμενα ήταν κάποιοι «κόμβοι της ΚΥΠ», έφτασαν στο στρατηγό, διοικητή της Στρατιάς στη Λάρισα.
Αυτός έδωσε διαταγή να μην τους ξαναενοχλήσουν, αλλά η υπόθεση πήρε το δρόμο της για το Στρατοδικείο... Ορίστηκε δικάσιμος και οι τρεις κινδύνευαν να πάνε για χρόνια στη φυλακή, δεδομένου ότι υπήρχαν πλέον και άλλοι «πρόθυμοι» μάρτυρες κατηγορίας, μέσα στο κλίμα της απόλυτης ασυδοσίας που είχε δημιουργηθεί για όλους τους παρακρατικούς με την κήρυξη της δικτατορίας.
Βρήκαν ένα δικηγόρο, ο οποίος όμως τους είπε ότι ελπίδες για καλή έκβαση της δίκης θα έχουν αν αναθέσουν την υπόθεση στον δικηγόρο Γ.Δ. Επρόκειτο για γνωστό ακροδεξιό, ικανότατο δικηγόρο, ο οποίος αργότερα έγινε και υπουργός στη χουντική κυβέρνηση.
Αυτός στο Στρατοδικείο υποστήριξε ότι από τη μια παρά τον άγριο και «παράνομο» ξυλοδαρμό δεν ομολόγησαν τίποτα και κυρίως ότι η όλη υπόθεση «μυρίζει», κρύβει ίσως «προβοκάτσια» σε βάρος της γαλλικής εταιρίας.
Αυτό το επιχείρημα το ανέπτυξε κατάλληλα, ότι δηλαδή η γαλλική εταιρία θα αντιδρούσε για τον ξυλοδαρμό του ανθρώπου της και την ενδεχόμενη καταδίκη του και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ίσως ανταγωνισμός των εταιριών καπνού και τελοσπάντων ότι αν το επεισόδιο αυτό γινόταν γνωστό στο εξωτερικό με μια δικαστική απόφαση θα προκαλούνταν δυσμενή σχόλια για τη χώρα μας. Ετσι πέτυχε την αθώωσή τους «λόγω απουσίας αποδείξεων».
Ως σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό ποιος κατούρησε το όπλο, παρ' όλο που μάλλον όλα τα μέλη του συνεργείου ήξεραν ή έμαθαν μετά ποιος το έκανε. Κανένας τους δεν τον μαρτύρησε, προτιμώντας το ξύλο ή τις απειλές.
Σε σχεση με το αρθρο σας "παρακρατος τοτε και σημερα" του οχτωβρη του 2011, ο χρηστης tasosnastos.blogspot.com εχει αναιρεσει το παλιο του σχολιο και εχει αποκαταστησει το ονομα και την υποληψη του Τολη Μιχαλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙδου το λινκ:
http://kokkinosfakelos.blogspot.com/2011/10/blog-post_23.html
Προκειται για το 3ο σχολιο!!!
Παρακαλω οπως αποκαταστησετε το ονομα και την υποληψη του Τολη Μιχαλη και να απευθυνθειτε σε ολα τα blog που αναπαρηγαγαν το αρθρο σας (αρα και τη λαθεμενη πληροφορια) για να διορθωσουν και αυτα το λαθος!
ενας συντοπιτης του τολη μιχαλη
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΝΟΥΣ ΛΑΡΙΣΑΣ.Ο ''ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ'' ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΚΟΒ ΤΟΥ ΚΚΕ. ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΑΥΤΟ ΣΥΖΗΤΙΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ.ΕΓΙΝΕ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΓΝΩΣΤΟ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΓΟΝΝΙΩΤΗ ΤΡ.ΓΕΡΟΖΗΣΗ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήKαι μάλιστα δικό του διήγημα δημοσιεύσαμε....
ΑπάντησηΔιαγραφή