Τσίβεχατ-Φλόρισντορφ
Η επόμενη μοιραία μεταγωγή για πολλούς από τους Έλληνες αντιστασιακούς τους Νταχάου, έγινε στις 4/12/1943. Από την ομάδα του Φεραμόντι, 25 Έλληνες θα μεταφέρονταν στο υποστρατόπεδο του Μαουτχάουζεν, Τσίβεχατ- Φλόρισντορφ, κοντά στο Σάλτσμπουργκ. Τα ονόματα των 25 ήταν:
Μανδανίσης
Κ. Παπαδόπουλος
Κ. Σωκαράς
Δρακούσης
Νικολάου
Στενημαχίτης
Κουτσόπουλος
Κωνσταντίνου
Τσοκώνας
Αλεξόπουλος
Χονδρός
Ανδρεόπουλος
οι αδελφοί Καπελλά
Ζαβέρδας
Κωνσταντινόπουλος
Λιαπάκης
Παπαλεξανδρόπουλος
Καρίτσας
Μιλτιάδης Αλεξανδρής
και ο Δωδεκανήσιος, που δεν είχε περάσει από το Φεραμόντι, Ζερβός.
Το βαγόνι της μεταφοράς ήταν στρωμένο με πριονίδι, κουβέρτες δεν υπήρχαν και δεν δόθηκε τροφή ούτε νερό στους κρατούμενους. Το κρύο περόνιαζε και περνώντας κοντά στο Σάλτσμπουργκ, οι κρατούμενοι κατάφεραν να δουν τη μεγάλη ρόδα ενός λούνα παρκ. Μεσάνυχτα έφθασαν στο Τσίβεχατ- Φλόρισντορφ, μαζί με 425 κρατούμενους διαφόρων εθνικοτήτων.
Την πρώτη μέρα στο στρατόπεδο, η φρουρά των SS επέβαλε ένα φρικτό καψόνι στους νεοφερμένους, κυνηγώντας τους με ρόπαλα και συρμάτινους βούρδουλες και διατάζοντάς τους να πέφτουν στο έδαφος και να σηκώνονται τρέχοντας σε εναλλαγή.
Τσίβεχατ- Φλόρισντορφ |
Οι κρατούμενοι του Τσίβεχατ-Φλόρισντορφ εξυπηρετούσαν την βιομηχανίας Χάινκελ που κατασκεύαζε αεροπλάνα για τη Ναζιστική Γερμανία, αποκομίζοντας γιγάντια κέρδη από την εργασία των κρατουμένων στα πάνω από 90 μπλοκ εργασίας της. Εκεί οι περισσότεροι Έλληνες κρατούμενοι τοποθετήθηκαν στην παραγωγή ανταλλακτικών, που υπό την επίβλεψη των SS, λειτουργούσε στη λογική του "Είτε είσαι παραγωγικός, είτε πεθαίνεις." Ανάμεσα στους δούλους των στρατοπέδων, η Χάινκελ απασχολούσε και εργάτες, πολλοί από τους οποίους ένιωθαν συμπόνια για τους κρατουμένους και κρυφά τους προσέφεραν τρόφιμα, για να αντιμετωπίσουν τη μαινόμενη πείνα που επικρατούσε στο στρατόπεδο εργασίας. Σύντομα, από την πείνα, τις ασθένειες, την κούραση και τα βασανιστήρια, οι Έλληνες του Φεραμόντι ξεκίνησαν να αργοπεθαίνουν. Πρώτος πέθανε ο Σωτήρης Καπελλάς.
Στις 23/4/1944, οι σύμμαχοι ξεκίνησαν να βομβαρδίζουν τις εγκαταστάσεις της Χάινκελ σκορπίζοντας το θάνατο σε Γερμανούς στρατιώτες και κρατούμενους. Τους βομβαρδισμούς ακολουθούσε πανικός και μετέπειτα, οι κρατούμενοι που επιζούσαν καλούνταν να μαζεύουν τα ερείπια και τα μπάζα για να ξαναξεκινήσει η παραγωγή.
Στο αεροδρόμιο της Βιέννης
Από τις 22/6/1944, οι κρατούμενοι του Τσίβεχατ-Φλόρισντορφ στάλθηκαν στο αεροδρόμιο της Βιέννης στο οποίο ξεκίνησαν να σκάβουν για πάνω από 12 ώρες ημερησίως καταφύγια, ορύγματα και αντιαεροπορικές θέσεις. Από τις 26/6/1944, ξεκίνησαν και εκεί οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί. Οι κρατούμενοι έμπαιναν τρέχοντας στα ορύγματα και έβγαιναν για να συνεχίσουν τη δουλειά μόλις ο βομβαρδισμός τελείωνε. Όταν οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στους κρατούμενους να επιστρέψουν στο στρατόπεδο, οι Γερμανοί τους έκλειναν σε ένα νεκροταφείο έξω από τη Βιέννη για ύπνο.
Κρατούμενοι εργάζονται σε ορύγματα στο αεροδρόμιο της Βιέννης. |
ΑFA
Μερικές εβδομάδες μετά, οι κρατούμενοι Έλληνες, μαζί με άλλες εθνότητες, στάλθηκαν στο στρατόπεδο AFA, όπως ονομαζόταν ένα μικρό στρατόπεδο εργασίας, κοντά στην ομώνυμη συνοικία της Βιέννης που είχε σχεδόν ισοπεδωθεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Αρχικά οι κρατούμενοι διατάχθηκαν να συλλέξουν όλα τα πολύτιμα υλικά που απόμειναν από τα κατεστραμμένα εργοστάσια της περιοχής.
Οι συνθήκες ζωής στο στρατόπεδο ήταν πρωτόγονα άγριες. Λόγω έλλειψης προσωπικού φύλαξης, η ευθύνη των κρατουμένων έπεφτε στους ποινικούς κάπο, οι οποίοι βασάνιζαν, έδερναν και εκτελούσαν καθημερινά, ενώ η εργασία διαρκούσε 14-16 ώρες ημερησίως.
Γράφει ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής:
"Ο δικός μου κάπο με έδερνε καθημερινά με το συρματοσχοινένιο βούρδουλα, μέχρι παραμόρφωσης και κατουρήματος. Γιατί με έδρενε? Άγνωστο! Υποθέτω όμως ότι ηδονιζότανε να με δέρνει επειδή ήξερε ότι ήμουν "ντόκτορ" και διότι στο πρόσωπό μου ήθελε να εκδικηθεί την κοινωνία, η οποία νόμιζε ότι τον είχε αδικήσει. (...) Προπολεμικά ήμουν 80 και πλέον κιλά. Τώρα ζύγιζα, όπως όλοι μας σχεδόν, 35 περίπου."
Μερικές βδομάδες μετά τους τελευταίους βομβαρδισμούς, οι κρατούμενοι της AFA διατάχθηκαν να σκάψουν υπόγεια καταφύγια για να συνεχίσει η παραγωγή αεροσκαφών της Χάινκελ. Στις εργασίες αυτές, οι Έλληνες της ομάδας του Φεραμόντι, συνάντησαν ορισμένους Έλληνες ελεύθερους εργάτες, που είχαν μεταφερθεί με δική τους θέληση από την Ελλάδα στην Αυστρία, πιστεύοντας στη ναζιστική προπαγάνδα για "δουλειά και προκοπή", που πρακτικά σήμαινε δουλεία στις ναζιστικές βιομηχανίες. Οι εργάτες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους Έλληνες κρατούμενους δίνοντάς τους περιστασιακά ψωμί και τσιγάρα. Σε αυτή τη μικρή βοήθεια, κρίθηκε η τελική επιβίωση αρκετών από τους Έλληνες κρατούμενους.
Υπόγειο εργοστάσιο της Χάινκελ με ημιτελή αεροπλάνα. |
Το νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν
Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής σύντομα εκδήλωσε, μεταξύ άλλων παθήσεων και ασθενειών βουβωνοκήλη και ζήτησε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν από έναν Πολωνό κρατούμενο γιατρό. Οι γιατροί του AFA έστελναν στο νοσοκομείο κρατούμενους που είχαν εμφανή σημάδια παθήσεων και ασθενειών, καθώς η ακόλουθη εξέταση των Γερμανών γιατρών απέρριπτε οποιονδήποτε δεν ήταν εμφανώς άρρωστος.
Το νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν στεγαζόταν σε έναν μεγάλο στάβλο, που εσωτερικά ήταν χωρισμένος πρόχειρα σε θαλάμους και ένα χειρουργείο. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπα πρωτόγονες. Το φαγητό ήταν μια σούπα με λίγες ράπες ή πατάτες ημερησίως, ενώ ο συνωστισμός ήταν τέτοιος που σε κάθε κρεβάτι αναγκάζονταν να κοιμούνται 2 και 3 άρρωστοι. Φυματικοί, τραυματίες και άλλοι ασθενείς στοιβάζονταν κυριολεκτικά όλοι μαζί στους θαλάμους. Όμως, το νοσοκομείο σήμαινε ότι ο κρατούμενος είχε μια μικρή πιθανότητα να ζήσει, αφού ξέφευγε της διαρκούς εργασίας και της πιθανότητας εκτέλεση ή δολοφονίας με βασανιστήρια.
Ο Αλεξανδρής συνάντησε στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν τους Έλληνες Γιάννη Τσόκωνα και Σπύρο Κωνσταντίνου, οι οποίοι έπασχαν από καλπάζουσα φυματίωση και σύντομα πέθαναν. Άλλοι Έλληνες που πέθαναν εκεί ήταν οι Γιάννης Μανδανίσης και Κώστας Πάρρης. Στο νοσοκομείο εργαζόταν και ένας Έλληνας κρατούμενος γιατρός ονόματι Μαρούλης, μαζί με τον προϊστάμενο του παθολογικού γιατρό Φουντουλάκη (μεταπολεμικά βουλευτής του Κέντρου). Τον Αλεξανδρή εγχείρησε με πρωτόγονα μέσα ένας Ισπανός γιατρός, που στάλθηκε από τη Γαλλία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς ήταν εξόριστος από το καθεστώς του Φράνκο. Στην επέμβαση έλαβε μέρος και κάποιος Ρώσσος γιατρός του Κόκκινου Στρατού.
Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής παρέμεινε στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν για 101 σωτήριες ημέρες. Χωρίς αυτή την μικρή ανάπαυλα, πιθανότατα δεν θα είχε επιβιώσει. Βγήκε από το νοσοκομείο στις 6/12/1944 και στάλθηκε στο υποστρατόπεδο του Μαουτχάουζεν στο Μελκ.
"Αν έλειπαν οι 101 ημέρες αυτές θα ήταν αδύνατο να γράφω σήμερα... Θα είχα παραδώσει τα όπλα, θα είχα γλιστρήσει όπως τόσοι άλλοι, στα βασίλεια του Πλούτωνα."
Μελκ
Στο Μελκ οι κρατούμενοι υποδέχτηκαν τους Έλληνες της μεταγωγής από το AFA με θέρμη. Τους προμήθευσαν γάλα και λίγη μαρμελάδα και φρόντισαν στην αρχή να εργάζονται σε ελαφρές εργασίες, όπως το σκούπισμα γραφείων και το καθάρισμα των αποχωρητηρίων.
Στο θάλαμό του, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής συνάντησε μερικούς ακόμα Έλληνες, όπως ο Βασίλης Ρακόπουλος, κομμουνιστής γιατρός από τα Γιάννενα, που το 1949 στάλθηκε και στη Μακρόνησο, ο γεωπόνος Χρήστος Σαρχόσης και ο Ελληνογάλλος Ερρίκος Πολυδεύκης, ανταποκριτής του ΤΑΣ στη Θεσσαλονίκη. Στο Μελκ κρατούνταν 250-300 Έλληνες, εκ των οποίων οι περισσότεροι Κρητικοί, Ηπειρώτες και Χαλκιδείς. Εργάζονταν στο κομάντο "Μαριάν Γκράους" (όνομα γερμανικής τσιμεντοβιομηχανίας) που έσκαβε τούνελ για τη δημιουργία υπόγειων εργοστασίων της πολεμικής βιομηχανίας του Τρίτου Ράιχ. Οι συνθήκες εργασίας ήταν και εκεί εξοντωτικές, με πάνω από 12 ώρες δουλειά την κάθε ημέρα. Η υπερβολική ζέστη μέσα στις στοές, με την κάτω από το μηδέν θερμοκρασία έξω, σκότωναν δεκάδες κρατούμενους ημερησίως. Πολλοί κρατούμενοι δεν είχαν παρά μερικά κουρέλια για ρούχα, ενώ άλλοι δεν είχαν ούτε παπούτσια.
Την πρωτοχρονιά του 1945, οι κρατούμενοι του Μελκ τη γιόρτασαν με ξύλο, αφού ένας Ρώσσος κάπο τους μοίρασε από 25 βουρδουλιές.
Mεταγωγή στο στρατόπεδο του Μελκ. |
Λίγες ημέρες μετά, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο του Μελκ, (ένα μικρό παράπηγμα) καθώς ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Για να εισαχθεί στο νοσοκομείο, ο Αλεξανδρής παρακάλεσε τον γιατρό Βασίλη Ρακόπουλο, ο οποίος δέχτηκε να τον εισάγουν για μερικές ημέρες για να γλιτώσει το θάνατο. Στο παθολογικό θάλαμο ασθενών, οι κρατούμενοι κοιμόντουσαν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Ο υπεύθυνος γιατρός, ένας Εβραίος της Ουγγαρίας, προσπαθούσε να τους εξασφαλίσει ότι βοήθεια μπορούσε να βρει, σε φαγητό, κουβέρτες ή φάρμακα. Σε αυτό το παράρτημα άφησε την τελευταία του πνοή ο Δήμος Οικονόμου από τη Μακεδονία, γεωπόνος κομμουνιστής που ξυλοκοπήθηκε με 100 βουρδουλιές και έπαθε σηψαιμία.
Στο Μελκ πέθαναν επίσης οι Μεκάλης, Καρακώστας και ο Δωδεκανήσιος Ζερβός.
Για ένα διάστημα, ο Αλεξανδρής τοποθετήθηκε στα κρεματόρια του Μελκ, ως ελαφριά εργασία κατά την ανάρρωση:
"Αν θυμάμαι καλά, βάζανε ανά τέσσερις σε μια σχάρα και τους φουρνίζανε εκείνοι που εργάζονταν στους φούρνους. Από το λίπος τους η Χιτλερία έφτιαχνε διάφορα πράγματα όπως σαπούνι. Το κρεματόριο με μια πολύ υψηλή θερμοκρασία 2000 βαθμών λειτουργούσε στο ζενίθ. Έπαιρνα ένα σχετικώς μικρό φορείο και προσπαθούσα κατά τη μεταφορά των νεκρών, να πιάνω από το μέρος των ποδιών τους, διότι από εκεί ήταν ελαφρότεροι. Μια μέρα όμως ήταν ένας νεκρός ντερέκι σωστό, ψηλός και τόσο, που τα ξυλιασμένα πόδια του, τεντωμένα όπως ήταν, δεν μου επιτρέπανε να πιάνω τα χερούλια του φορείου."
Στο στρατόπεδο του Μελκ κρατούνταν και πολλοί Ιταλοί στρατιώτες και αξιωματικοί. Οι κάπο και οι SS φύλακες τους συμπεριφέρονταν με μεγάλο μίσος, βασανίζοντας και δολοφονώντας πολλούς από αυτούς. Στους Έλληνες του Μελκ όμως, οι Ιταλοί κρατούμενοι βρήκαν φίλους.
Κατά το Πάσχα του 1945, οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί στο Μελκ ήταν καθημερινοί. Δεκάδες κρατούμενοι που δεν προλάβαιναν να μπουν σε ορύγματα πέθαιναν. Όταν το Μελκ είχε φθάσει να είναι ένας σωρός ερειπίων, οι κρατούμενοι μετακινήθηκαν στο Λυντς.
Η πορεία τους έγινε με τα πόδια, κάτω από βομβαρδισμούς,με μόνο 250 γραμμάρια ψωμιού ο κάθε ένας, λίγη ζάχαρη και λίγη μαργαρίνη. Η πείνα και η εξάντληση θέριζαν. Όποιος σταματούσε να περπατά εκτελούταν επί τόπου.
Η πορεία ως το Λυντς ξεκίνησε στις 13/4/1945 και έληξε τις 17 του ίδιου μήνα.
Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής τη θυμάται ως εξής:
"Είχαμε βαδίσει μόνο καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα κι ήμουνα έτοιμος να πέσω κάτω και να με σκοτώσουν, οπότε απρόσμενα, τα κτήνη μας σταματήσανε και ξυλιάσαμε κάπου στο δρόμο. Την τέταρτη μέρα, μας μοιράσανε στο δρόμο, χωρίς να σταματήσουμε, από ένα κομμάτι ψωμί κατάμαυρο και χειρότερο κι από σκυλόψωμο, που γίνεται από πίτουρα. Λέγανε από δενδράλευρα... Τίποτα άλλο δεν βάλαμε στο στόμα μας σ' αυτές τις ημέρες. Η ψυχή μας είχε φτάσει στα δόντια...
Τέλος φτάσαμε στο στρατόπεδο Έμπενζεε κοντά στο Λυντς."
Συνεχίζεται
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Μιλτιάδης Αλεξανδρής, Απ' την κόλαση των Νταχάου Μακρονησιών, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977.
Διαμάντης Θεόφιλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου