"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

5 Ιανουαρίου 1944. Η μάχη στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής


Από το βιβλίο του Γεωργίου Γάτου
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΩΚΙΔΑ
ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ

Τρεις μαρτυρίες

Αγία Τριάδα Καλοσκοπής: Πώς χάθηκε μια Διμοιρία του ΕΛΑΣ

Κατά τις αρχές του 1944 η στρατιωτική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο για τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής γίνεται όσο πάει και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα στο στενότερο σημείο Άμφισσα-Θερμοπύλια. Ο στρατός του ΕΛΑΣ όσο πάει και μεγαλώνει σε δύναμη: χιλιάδες νέοι πατριώτες, άνδρες και γυναίκες, πυκνώνουνε τις γραμμές του, ελέγχει απόλυτα τον ορεινό όγκο Παρνασσού-Γκιώνας – Βαρδουσίων – Οίτης – Καλλίδρομου και απειλεί άμεσα τις συγκοινωνίες του εχθρού – πράγμα που ανησυχεί τον εχθρό και ίσως και μερικούς άσπονδους φίλους.

Πρωτοχρονιά 1944. Δύναμη δύο χιλιάδων Γερμανών – ανάμεσά τους είναι και γερμανοντυμένοι  Έλληνες– ξεκινάει από τη Λαμία, φτάνει στην Κάνιανη – Σκλήθρο και στις 2 Ιανουαρίου μπαίνουνε στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή), που βρίσκεται χτισμένη στο σημείο επαφής Γκιώνας - Οίτης. Την επομένη, τριακόσιοι περίπου Γερμανοί έρχονται μέσω του χιλιόμετρου 51 από το Δαδί (Αμφίκλεια) για ενίσχυσή τους, με σκοπό να συνεχίσουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και προς Μαυρολιθάρι. Όμως, συγκρούονται με τη διλοχία του ίλαρχου Αλ. Μυλωνά και τη διλοχία του Σωτήρη Τσιτσιπή – Λοκρού και, ύστερα από μάχη, οχυρώνονται στην Καλοσκοπή.

Όπως είδαμε, οι παραπάνω διλοχίες αποτελούσαν μέρος της δύναμης του 36 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, με διοικητή τον συνταγματάρχη Θύμιο Ζούλα, που είχε τη στρατιωτική ευθύνη της περιοχής και είχε πάρει απόφαση να δημιουργήσει κλοιό γύρω από την Καλοσκοπή, γι’ αυτό και είχε ζητήσει ενισχύσεις από το 5ο Ανεξάρτητο Τάγμα Παρνασσίδας. Η διοίκηση του 5ου Τάγματος, με έδρα την Άμφισσα, ανταποκρίνεται στο αίτημα του Ζούλα και διατάσσει τον 1ο Λόχο, που βρίσκεται στο Λιδωρίκι, να κινηθεί από Λευκαδίτι – Συκιά και να συναντήσει το Ζούλα στο χωριό Στρώμη και τον 2ο Λόχο, όπως και τον Λόχο Μηχανημάτων, από Γαλαξείδι – Κολοβάτα – Βάριανη και 51 χιλιόμετρο, να κινηθούνε προς Καλοσκοπή, δημιουργώντας έτσι, γύρω από τους Γερμανούς ένα ασφυκτικό κλοιό και αποκόπτοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού τους.

Ο 1ος Λόχος ήτανε καμάρι του ΕΛΑΣ. Ιδρύθηκε τον Απρίλη του 1943 στην Πάνω Αγόριανη Παρνασσίδας – με διοικητή το μόνιμο υπολοχαγό πεζικού Μώκο Χαράλαμπο – Καλλία, από το Μαυρολιθάρι, πολιτικό το Γιάννη Μαλούχο – Δήμο, από το Γαρδίκι Ομιλαίων και καπετάνιο τον Π. Τζιβάρα, από το Πολύδροσο Παρνασσίδας – και ανέπτυξε περίλαμπρη δράση στο πολύ σύντομο αυτό χρονικό διάστημα:

• Τον Απρίλη του 1943 έκανε το σαμποτάζ στο σταθμό Αμφίκλειας, με αποτέλεσμα να συλληφθούν τριάντα Γερμανοί αιχμάλωτοι και να καταστραφούν δέκα ατμομηχανές και μια αμαξοστοιχία γεμάτη τρόφιμα.
• Το Μάη του 1943 διάλυσε και ξεφτέλισε ένα ιταλικό απόσπασμα από δύο χιλιάδες άντρες στην περίφημη μάχη της Παύλιανης: τριάντα αιχμάλωτοι και πενήντα νεκροί Ιταλοί.
• Τον Αύγουστο του 1943 έδωσε τη μάχη στο Χάνι Νικολούλια.
• Το Σεπτέμβρη του 1943, στη μάχη της Αράχωβας, διακόσιοι Γερμανοί δεν ξαναείδαν την πατρίδα τους, ενώ πάρθηκαν δεκαπέντε αυτοκίνητα γεμάτα εφόδια.
• Τον Οκτώβρη του 1943, στη μάχη στα Δερβενοχώρια Αττικής, εκατόν είκοσι Γερμανοί νεκροί και αιχμάλωτοι στην Πύλη. Διαλεγμένα παλικάρια, ένα και ένα, νέοι στην ηλικία από είκοσι μέχρι τριάντα χρονών, με πανελλήνια και πολυεθνική σύνθεση στη δύναμή του: ήτανε άνδρες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, Ισραηλίτες και Σοβιετικοί, πολέμαρχοι της Αλβανίας, που κρατήσανε τα όπλα τους και δεν τα παραδώσανε για να συνεχίσουνε έναν ιδιόμορφο και σκληρό αγώνα, όπου ο στρατηγός γινότανε στρατιώτης και ο στρατιώτης στρατηγός, έναν αγώνα που ξέφευγε από τους κανόνες της συνηθισμένης στρατιωτικής τακτικής – που ήθελε ψυχή, βαθιά ψυχή.

Αλλά ας παρακολουθήσουμε την πορεία του 1ου Λόχου και το μοιραίο ραντεβού του με το θάνατο όπως μας τη δίνουνε δυο από τους διασωθέντες. Ο Μήτσος Αχλάδας - Καραβιώτης, από την Καλοσκοπή, αφηγείται: Την πρωτοχρονιά του 1944 ο λόχος μας –1ος– βρίσκεται από πολλές μέρες στο Λιδωρίκι. Το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς τρώγαμε όλοι μαζί στο σχολείο της κωμόπολης και κάναμε το τραπέζι σε οχτώ Αμερικάνους αεροπόρους που είχανε ’ρθει να βομβαρδίσουνε στόχους στον ελληνικό χώρο – αεροδρόμιο Ελευσίνας. Σε αερομαχία οι Γερμανοί ρίξαν οχτώ υπερφρούρια, όμως τα πληρώματά τους πηδήξανε με αλεξίπτωτα. Όσοι δεν σκοτωθήκανε από τις ριπές των Μέσερσμιθ, τους μάζεψε ο ΕΛΑΣ, ύστερα από σκληρές μάχες με τους Γερμανούς, και τους προωθούσε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Ο πολιτικός του λόχου Δήμος τούς καλωσόρισε, μίλησε για το συμμαχικό Αγώνα και αυτοί ανταποδώσανε τις ευχές και εκφράσανε τον ενθουσιασμό τους και την έκπληξή τους για την οργανωμένη αντίσταση και για τις μεγάλες ελευθερωμένες περιοχές που βρήκανε στην Ελλάδα. Τελειώσαμε το γεύμα και με τραγούδια του Αγώνα βγήκαμε από το σχολειό, ενώ οι Αμερικανοί με συνδέσμους φύγανε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ.

Το απομεσήμερο ακούστηκε η σάλπιγγα να χτυπάει συγκέντρωση· τρέξαμε και μαζευτήκαμε όλοι. Ο Καλλίας μας μίλησε και μας είπε:

– Ετοιμαστείτε γρήγορα, φεύγουμε για την περιοχή της Κουκουβίστας.

Σε ένα τέταρτο ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε· περάσαμε το Λευκαδίτη-Συκιά και τη νύχτα φτάσαμε στη Στρώμη, όπου έμεινα – κατάλυμα – στο σπίτι του δάσκαλου Σισσούρα. Το πρωί 2 Ιανουαρίου ’44, πάλι συγκέντρωση: τραβήξαμε για τις «Βρίζες» – τοποθεσία πάνω από την Κουκουβίστα. Εκεί συναντήσαμε και το Νικηφόρο, καπετάνιο του τάγματος, που, μαζί με τον Καλλία ανεβήκανε στη Βίγλα στον Έλατο για να παρατηρήσουνε το χώρο Κουκουβίστα – Μάρμαρα. Γυρίζοντας, μας πληροφορήσανε ότι μεγάλη δύναμη Γερμανών ανέβαινε από Κάνιανη. Το τμήμα του Μυλωνά προσπάθησε να τους αναχαιτίσει, αλλά, μπροστά σε μεγαλύτερες δυνάμεις, αναγκάστηκε να υποχωρήσει, με απώλειες δυο νεκρούς. Πρέπει να αναφέρουμε ότι, όταν ο Νικηφόρος και ο Καλλίας ήτανε στη Βίγλα, οι Γερμανοί τους είδανε και τους βάλανε. Γυρίσαμε πίσω προς το Χάνι του Ζήση, όπου συναντήσαμε το Ζούλα. Μπήκανε οι στρατιωτικοί μέσα για σύσκεψη και μεις μείναμε απ’ έξω.

Και συνεχίζει ο Θανάσης Δρούκαλης – Γκούρας:

Μετά τη σύσκεψη στο Χάνι του Ζήση, ο Νικηφόρος παίρνει τη μια διμοιρία του λόχου μας για να πάει στα μετόπισθεν των Γερμανών για κάποιο σαμποτάζ, μαζί με έναν αξιωματικό από το 5/42 του Ψαρρού – πράγμα που αδυνάτιζε πάρα πολύ, το τμήμα μας. Στις 4 του μήνα, με τη μια διμοιρία και τη διοίκηση του λόχου, βρισκόμαστε στο χωριό Πυρά (Γκούρα). Στις 9 το βράδυ, πήραμε εντολή με το ξημέρωμα να βρισκόμαστε στη θέση «Βρίζες»: εκεί θα συναντιόμασταν με τη διλοχία Λοκρού - Καραλίβανου, που βρισκότανε στη Στρώμη, για να οργανώσουμε κανένα κτύπημα στους Γερμανούς και γερμανοντυμένους Έλληνες. Πραγματικά, με το ξημέρωμα, την άλλη μέρα, 5 του μήνα, παρόλο που το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και είχε φτάσει σε πολλά σημεία το ένα μέτρο, βρεθήκαμε στις «Βρίζες». Πρώτη μας δουλειά ήτανε να ελέγξουμε τους γύρω χώρους, αλλά δεν αντιληφθήκαμε, δυστυχώς, τίποτα. Σε λίγο, ήρθανε από τη Ντρέμισα και δυο στελέχη της Κουκουβίστας: ο Ζούγρος και ο Κόλλιας – πρόεδρος της Κοινότητας και γραμματέας του ΕΑΜ αντίστοιχα. Αλλά και αυτοί, όμως, δεν είχανε καμιά πληροφορία για τον εχθρό. Στις 10 περίπου, και χωρίς να φανεί ο Λοκρός, βλέπουμε τον Καλλία, που ήτανε προωθημένος περί τα εκατό μέτρα, να έρχεται όσο μπορούσε πιο γρήγορα και να μας λέει ότι μια γερμανική φάλαγγα με αρκετά μεταγωγικά φεύγει από την Κουκουβίστα και να κάνουμε γρήγορα να προλάβουμε να στήσουμε ενέδρα. Και, αφού έβγαλε μια εμπροσθοφυλακή από τους Αχλάδα Μήτσο – ήτανε ντόπιος και ήξερε τα μέρη –, Βασίλη Σκαρμούτσο από τους Δελφούς και το Φυλέα και την άφησε να προπορευθεί περί πενήντα μέτρα, ακολούθησε η διμοιρία, με επικεφαλής τη διοίκηση του λόχου και τη διοίκηση της διμοιρίας, που τη συγκροτούσανε η 1η Ομάδα, η 2η – που ήμουνα και γω – και η 3η Ομάδα, και που την ακολουθούσανε ο γιατρός, η νοσοκόμα Γεωργία και δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι – ανάμεσά τους και οι δυο Κουκουβιστιανοί.

Βαδίζοντας, σχεδόν τροχάδην, σε λίγο, φτάσαμε στον τόπο που είχε στήσει ενέδρα η πλαγιοφυλακή των Γερμανών – στη θέση «Αγία Τριάδα», όπου είναι και η ομώνυμη εκκλησία. Το χιόνι στο μέρος αυτό ήτανε πενήντα με εβδομήντα πόντους. Ο εχθρός, καλά ταμπουρωμένος και καμουφλαρισμένος με λευκές μπέρτες, ανάμεσα στα ντούσκα και τα κέδρα, δεν έγινε αντιληπτός. Αφήνει την εμπροσθοφυλακή να περάσει και τον κύριο όγκο να μπει στο τρίγωνο του θανάτου. Σε λίγο απανωτές ριπές μυδραλίων γαζώνουν τους συντρόφους μας. Πέφτουνε όλοι – όχι όμως και αποτελειωμένοι: ζούνε ακόμα οι περισσότεροι· μπορούσανε να ζήσουν αν η διμοιρία που έλειπε είχε γίνει βάση υποστήριξης γι’ αυτούς που περνούσαν το γούπατο της Αγίας Τριάδας. Λάθος τραγικό – ναπολεόντειοι ελιγμοί δεν είχανε πέραση στο αντάρτικο. Οι Γερμανοί σταματήσανε για λίγο και, αφού δεν βλέπανε καμιά αντίδραση, πλησιάζουν τους τραυματίες: τους πατάνε στο στήθος και όσοι ανοίγανε τα μάτια, ήτανε δηλαδή ζωντανοί, τους εκτελούσανε.
Στο μεταξύ καταφθάνει, κάπως αργά όμως, και ο Λοκρός. Μπαίνει στη μάχη και οι Γερμανοί τα μαζεύουνε και φεύγουνε: δεν προφτάσανε να εκτελέσουνε και τον αντάρτη – καλόγηρο Μπάκα, που τελικά γλύτωσε. Γλυτώσαμε ακόμα: εγώ, ο διμοιρίτης Τρικούπης, η νοσοκόμα Γεωργία, ο Ν. Κουγιάτσος – Μπροφ, ο Αυγερινός Λάμπρος, ο Σάγιας Σπ. του Ν. – ήμασταν στην ουρά και με άλματα ξεφύγαμε. Οι Γερμανοί πήρανε αιχμάλωτο το Σκαρμούτσο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο ΕΛΑΣ έχασε 32 παλικάρια, το ένα καλύτερο από το άλλο.


Ο Χαμός των Τριάντα Τριών Παλικαριών στην Αγία Τριάδα τον Γενάρη του 1944


Είκοσι δύο σχεδόν χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ήταν αρχές του Γενάρη 1944 και βρισκόμασταν στο Λιδωρίκι όταν ο λόχος μας (1ος Λόχος του Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας) πήρε διαταγή από το τάγμα μας να σπεύσει σε ενίσχυση του ΙΙ/36 Τάγματος που κατείχε μ’ έναν λόχο του τον τομέα Δύο Βουνά - Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) – 51 χιλιόμετρο. Είχαμε μείνει μόνο 40 περίπου άνδρες, γιατί ο διοικητής του τάγματος Νικηφόρος – Μ. Δημητρίου είχε πάρει τη μεγαλύτερη δύναμη του λόχου μας και είχε κατευθυνθεί προς τον κάμπο του Δαδιού για κάποια επιχείρηση που σχεδίαζε. Οι Γερμανοφασίστες είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις στα χωριά Καστέλια, Γραβιά, Αποστολιά και Σκλήθρο και απ’ εκεί εξόρμησαν προς τα πάνω. Ο λόχος του ΙΙ/36 Τάγματος ήταν απολύτως αδύνατο να κρατήσει την επίθεση τόσου όγκου εχθρικών δυνάμεων με τις λιγοστές δυνάμεις του και γι’ αυτό είχε ζητήσει βοήθεια απ’ το δικό μας τάγμα. 

Όταν το τμήμα μας, από 40 άνδρες μ’ επικεφαλής τη διοίκηση του λόχου μας: στρατιωτικό το Χαράλαμπο Μώκο –  Καλλία, πολιτικό το Γιάννη Μαλούχο –  Δήμο και καπετάνιο τον Τζιβάρα –, έπειτα από μία συντομότατη πορεία μες στα χιόνια, έφτασε στην περιοχή που κατείχε ο λόχος του ΙΙ/36, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει από πολλή ώρα την επίθεσή τους και οι προφυλακές των ανταρτών, έπειτα από σύντομες συγκρούσεις, είχαν συμπτυχθεί σε νέες θέσεις, προς τα ανατολικά υψώματα και αντερείσματα του Μαυρολιθαρίου. Οι Γερμανοί είχαν μπει στο χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα). Συναντήσαμε τη διοίκηση του ΙΙ/36 τάγματος και το τμήμα μας τέθηκε στη διάθεσή της και πήρε διαταγές. Περάσαμε τη νύχτα μας στο χωριό Πυρά (Γκούρα). Θα κατευθυνόμασταν το πρωί στην τοποθεσία «Βρίζες» για να συναντηθούμε με τη διοίκηση του ΙΙ/36 Τάγματος και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις διαταγές της.

Πραγματικά, το πρωί πήγαμε στις «Βρίζες» και περιμέναμε. Από το ΙΙ/36 Τάγμα δεν ήταν εκεί κανείς. Σε λίγο ήρθαν κάτι πολίτες και μας δώσαν την πληροφορία πώς οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να φύγουν από την Καλοσκοπή. Είδαμε και μεις οι ίδιοι κινήσεις που έδειχναν ότι οι χιτλερικοί ετοιμάζονταν και άρχισαν ήδη να φεύγουν με τα μεταγωγικά τους έξω από το χωριό. Στο μεταξύ χιόνιζε συνέχεια. Ο λοχαγός μας Καλλίας, χωρίς να περιμένει τη διοίκηση του ΙΙ/36, διέταξε τότε να κινηθούμε αμέσως τρέχοντας να πιάσουμε την θέση «Αγία Τριάδα», ένα ανοιχτό μέρος με μικρούς λοφίσκους, κατάλληλο για ενέδρα, και να χτυπήσουμε τους Γερμανούς. Ξεκινήσαμε τροχάδην. 
Μπροστά, σε αρκετή απόσταση, βάδιζαν οι τρεις ανιχνευτές που είχε βγάλει ο διοικητής. 

Αυτοί μόλις έφτασαν κοντά στην «Αγία Τριάδα» φώναξαν στον λοχαγό ότι υπάρχουν εκεί πατησιές. Ο Καλλίας ρώτησε αν είναι φρέσκιες. Εκείνοι, χωρίς να πάρουν υπ’ όψιν τους ότι χιόνιζε συνέχεια και το χιόνι σκέπαζε τα πατήματα, απάντησαν όχι, ενώ οι πατημασιές ήταν φρέσκιες. Κι ο Καλλίας, αλλά κι όλοι εμείς οι άλλοι, δεν το σκεφτήκαμε. Μόλις τον διαβεβαίωσαν πως οι πατησιές δεν ήταν φρέσκιες, ο Καλλίας διέταξε να προχωρήσουμε γρήγορα. Οι ανιχνευτές πέρασαν και προχώρησαν πέρα από το ξωκλήσι. Εμείς, που ακολουθούσαμε γρήγορα, θα είχαμε φτάσει στα 10 – 15 μέτρα, όταν από τα ανατολικά μας δεχτήκαμε καταιγιστικά πυρά. 

Είχαμε πέσει σε ενέδρα των Γερμανοφασιστών, που, ενεργώντας σωστά, άφησαν τους ανιχνευτές και πέρασαν για να μας ξεγελάσουν. Με τις πρώτες παρατεταμένες ριπές των Γερμανών οι περισσότεροι από το τμήμα μας έπεσαν νεκροί και τραυματισμένοι. Όσοι μείναμε άθικτοι από τα πυρά πηδήσαμε σε ένα νεροφάγωμα κι αρχίσαμε να βάζουμε κι εμείς. Δεν προλάβαμε καλά-καλά να ρίξουμε τους πρώτους πυροβολισμούς και δεχτήκαμε και από τα νώτα πυρά. Μας είχαν βάλει στη μέση. Μέσα στην κοσμοχαλασιά, άκουσα τη φωνή του πολιτικού μας, του Δήμου, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου μαζί με τον Γκούρα.

– Όποιος μπορέσει μ’ οποιοδήποτε τρόπο ας φύγει. Φύγε, μου λέει, εσύ, και μεις οι δυο θα σε καλύψουμε με τα πυρά μας. Ο Γκούρας, όμως, δεν συμφωνεί.

– Εσύ, Δήμο, να βγεις από τον κλοιό και θα σε καλύψουμε μεις. Δεν πρόλαβε ο Δήμος να κάνει το δεύτερο άλμα και έπεφτε χτυπημένος στο χιόνι. Ο Γκούρας έβαλε με το στεν του μια-δυο ριπές και ορμήσαμε και οι δυο μας τροχάδην να ξεφύγουμε από τον θανατερό κλοιό. Όπως έτρεχα, μια σφαίρα τσάκισε το κοντάκι του όπλου μου. Ο Γκούρας ήρθε σχεδόν στα χέρια με τους Γερμανούς. Σκοτώνει έναν απ’ αυτούς και το σκάζει. Με το κουτσουρεμένο όπλο μου χτυπώ και τον υποστηρίζω, ώσπου χάθηκε στο δάσος προς τα δυτικά. Εγώ τράβηξα προς την αντίθετη εντελώς κατεύθυνση. Ξαφνικά βλέπω τη νοσοκόμα τη Γεωργία να κουβαλά έναν τραυματία στην πλάτη. Οι Γερμανοί την κυνηγούσαν και της έβαζαν ακατάπαυστα με ριπές με τ’ αυτόματά τους. Φαίνεται πως μερικές σφαίρες πήραν τον τραυματία και τον αποτελείωσαν, γιατί η Γεωργία τον άφησε και τράβηξε τον κατήφορο.

Τρέχοντας προς τα κάτω, έπεσα πάνω σε μεταγωγικά του εχθρού. Μας χώριζε μια απόσταση 15-20 μέτρα. Από μακριά ακούγονταν πού και πού καμιά πιστολιά. Η χαριστική βολή, σκέφτηκα. Ένα σφίξιμο στην καρδιά, μια ζάλη με κατέλαβε και ένιωσα να μου φεύγει η ζωή. Αντίο αδέρφια, που μαζί ζήσαμε τόσες δύσκολες στιγμές και περάσαμε τόσα βάσανα.

Συνήλθα, φαίνεται, γρήγορα πολύ, γιατί τίποτα δεν είχε αλλάξει λίγα μέτρα μπροστά μου. Τα δόντια μου χτυπούσαν ακατάπαυστα. Δύο χιτλεροφασίστες που στέκονταν μακρύτερα ακίνητοι και μου ’φραζαν το δρόμο ήταν αδύνατο να μου σταματήσουν την απόφαση να ζήσω. Σκόπευσα καλά και πυροβόλησα τον πρώτο. Σωριάστηκε σαν άδειο σακί χωρίς μιλιά στο χιόνι. Πριν καλά-καλά συνέλθει ο δεύτερος απ’ τ’ αναπάντεχο, είχα ρίξει βιαστικά τη δεύτερη σφαίρα. Τραυματίστηκε, γιατί άρχισε να βγάζει κάτι τρομερές φωνές πόνου και να κυλιέται στη γη. Δρασκέλησα σαν αστραπή τα μέτρα που με χώριζαν απ’ αυτούς, άρπαξα γρήγορα τη χλαίνη του πρώτου και έτρεξα προς το δάσος μ’ όλη μου τη δύναμη. Δεν θυμάμαι ακριβώς το μέρος όπου έκατσα με κομμένη την ανάσα και ξέσπασα σε κλάματα. Ούτε και σήμερα δε μπορώ να εξηγήσω γιατί. Θέτε γιατί ήμουν πολύ νέος ακόμη, θέτε γιατί βρισκόμουν κατάμονος στο στόμα του λύκου, θέτε γιατί έχανα για πάντα τους συντρόφους που μαζί τους πέρασα τόσα βάσανα και πίκρες για τη λευτεριά της πατρίδας! Σκεφθείτε ό,τι θέτε· εγώ πάντως είχα ξεσπάσει σε κλάματα.

Το μυαλό μου δεν έφευγε απ’ τους συντρόφους μου. Ένα σωρό ερωτήματα με πνίγανε. Γλύτωσε άραγε κανένας άλλος, εκτός από τον Γκούρα και τη Γεωργία; Και μόνος πού να πάω; Τι να κάνω; Και το κρύο μου τρυπούσε τα κόκαλα, καθώς το χιόνι έπεφτε συνέχεια.

Δεν ακούγονταν πλέον πυροβολισμοί. Ξεκίνησα να γυρίσω πάλι προς την «Αγία Τριάδα». Από ένα υψωματάκι είδα τους Γερμανούς να φεύγουν. Άραγε φύγαν όλοι ή μήπως…, όπως προηγούμενα;

Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει ελληνικά. Δίσταζα στην αρχή ν’ απαντήσω, έπειτα πήρα την απόφαση και απάντησα. Έγινε αναγνώριση. Ήταν ένας από τους ανιχνευτές. Έτσι σιγά-σιγά μαζευτήκαμε εφτά από το τμήμα: οι τρεις ανιχνευτές, η Γεωργία, ο Γκούρας, ένας ακόμη κι εγώ. Φτιάξαμε μια ομάδα και, με προφυλακτικά μέτρα, τραβήξαμε προς το σημείο της ενέδρας.
Αντικρίσαμε ένα τρομερό θέαμα. Τα παλικάρια μας βρίσκονταν ξαπλωμένα στο χιόνι, νεκρά, σε παράξενες στάσεις, όπως τους βρήκε ο θάνατος απότομα, κι είχαν παγώσει απ’ το δυνατό κρύο, με συσπασμένα τα μέλη του σώματός τους. Βρήκαμε το πτώμα του λοχαγού μας του Καλλία. Οι χιτλερικοί του είχαν αφαιρέσει τα γαλόνια, την τσάντα και τη φωτογραφική μηχανή. Σ’ όλους είχαν δώσει τη χαριστική βολή. Δεν κατορθώσαμε, παρόλο που ψάξαμε πολύ, να βρούμε τον καπετάνιο του λόχου. Βγάλαμε όλοι το συμπέρασμα ότι τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο. Καμιά όμως από τις οργανώσεις των χωριών απ’ τα οποία πέρασα τα τμήματα των χιτλεροφασιστών δεν μας πληροφόρησαν πως σέρναν μαζί τους έστω κι έναν αιχμάλωτο. Την άνοιξη που λειώσαν τα χιόνια τον βρήκαμε και τον θάψαμε δίπλα στον ομαδικό τάφο των άλλων παλικαριών που θάψαμε εκεί, όταν, μία μέρα μετά τον χαμό τους, έφθασε ο πολιτικός του ανεξάρτητου τάγματός μας, ο αξέχαστος Διαμαντής. Ας κοιμούνται ήσυχα, γιατί εκτέλεσαν με τιμή το χρέος τους στο λαό και την πατρίδα. Η μνήμη τους θα μείνει αιώνια. 

Η θλιβερή είδηση μαθεύτηκε αστραπιαία σ’ όλα τα τμήματά μας σ’ όλα τα χωριά, ακόμα και στις πολιτείες. Οι χιτλερικοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν το γεγονός με έκτακτη ανακοίνωσή τους, που, όπως μάθαμε, μεταδόθηκε απ’ τα μεγάφωνα στη Λαμία. Ανάφεραν και τον επικεφαλής του τμήματος, τον Καλλία. Σε μένα έπεσε το καθήκον να φέρω τη θλιβερή είδηση του χαμού του πολιτικού μας Δήμου στην αρραβωνιαστικιά του, δασκάλα του χωριού Κίρρα, και στις αδελφές του Νίκου Παπανικολάου στην Ιτέα.

Ο άδικος χαμός τόσων παλικαριών δυνάμωσε το μίσος των ανταρτών και του λαού κατά των καταχτητών. Η μανία που κατείχε όλους τους αντάρτες δεν περιγράφεται, και στις μάχες που ακολούθησαν, την ίδια μέρα και την άλλη, τα τμήματά μας με πρωτοφανή ορμή τσάκισαν και κυνήγησαν ως τα Καστέλλια και τη Γραβιά τους χιτλερικούς. Πολλοί απ’ αυτούς έμειναν για πάντα μες στις ρεματιές χωρίς τάφους και λουλούδια. Η λαϊκή μούσα έπλεξε το παρακάτω τραγούδι για το χαμό των 33 παλικαριών μας στην Αγία Τριάδα στις 3 Γενάρη 1944:


Στην Κουκουβίστα βρε παιδιά επήγανε μια νύχτα,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
Και πέσανε στους Γερμανούς απάνω τους με λύσσα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Με δυό ριπές σκοτώθηκαν τριάντα παλληκάρια,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
Καλλίας ήταν λοχαγός και καπετάν Τζιβάρας,
Άι πατρίδα μας γλυκιά,
Ο Δήμος ο πολιτικός, όλοι τους ένας κι ένας,
Αχ μανούλα μας γλυκιά.
Ήταν στη μάχη γίγαντες, παιδιά αντρειωμένα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Έπεσαν για τη λευτεριά, για τη γλυκιά πατρίδα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Τους κλαίνε όλα τα χωριά,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
και η γλυκιά πατρίδα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.

Ενέδρα στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής


Από το Παλιοξάρι –το χωριό του– στο «ελεύθερο» Λιδωρίκι –στο τάγμα του–, μετά,στην «ανταρτοκρατούμενη» Άμφισσα, και στη συνέχεια «λημέρι» στα Κρώρα και στο Κοκκίνι, στις μεγάλες μάχες στα Δερβενοχώρια: το πρώτο μέρος της ζωντανής και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας αφήγησης του παπα-«αντάρτη-καλόγερου», όπως τον ονοματίζει ο Μιλτιάδης Παπαθανασίου - Χουαρέζ, Κώστα Μπάκα, αντάρτη στο 5ο Ανεξάρτητο Τάγμα Παρνασσίδας. Και από τα Δερβενοχώρια και πάλι στην Άμφισσα:

Φύγαμε και μετά τρεις μέρες φτάσαμε στην Άμφισσα. Ξεκουραστήκαμε εκεί αρκετά. Τα Χριστούγεννα μαθαίνουμε στο Λιδωρίκι ότι οι Γερμανοί θα κάνουνε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Αρχίζει η πορεία με κατεύθυνση τη Γκιώνα – σε υψόμετρο 2.512 μέτρα...

Πιάσαμε την Καλοσκοπή. Εκεί μαζεύτηκε όλη η δύναμη του ΕΛΑΣ της περιφέρειας: άλλοι από Άμφισσα, άλλοι από Καστέλλια, όλα τα γύρω υψώματα. Αρχίζει η μάχη από το 51 - Γραβιά - Άνω και Κάτω Κάνιανη μέχρι την Καλοσκοπή. Η μάχη κράτησε πέντε μέρες, από την πρώτη μέχρι στις 5 του Γενάρη 1944. Το χιόνι πυκνό· μέρα-νύχτα χιόνιζε. Στις 4 του Γενάρη, η μάχη σταμάτησε· το βράδυ τραβηχτήκαμε στα υψώματα να μην μας κουκουλώσει το χιόνι. Στο ύψωμα πάνω από την Καλοσκοπή, το χιόνι ήταν περίπου είκοσι με τριάντα εκατοστά, στη δε περιοχή της Αγίας Τριάδας ξεπερνούσε το ένα μέτρο και στις χαράδρες περισσότερο από δυο μέτρα. Ξενυχτήσαμε απάνω στα έλατα. Έτσι δεν υπήρχε φόβος να μας πάρει ο ύπνος και ούτε να μας σκεπάσει το χιόνι. Το πρωί ήταν ησυχία: σταμάτησε να ρίχνει χιόνι, μόνο φυσούσε. Έγινε συνεδρίαση και αποφασίστηκε: εγώ και ο πολιτικός Δήμος να μπούμε εμπροσθοφυλακή του 2/39 Συντάγματος του Ζούλα. Έτσι και έγινε: πήραμε σαράντα παλικάρια, μαζί και γω –ο παπάς, ο Κώστας Μπάκας– και, πριν ξεκινήσουμε, βγάλαμε τρεις ανιχνευτές μπροστά και στα πλάγια, τρεις δεξιά και τρεις αριστερά. Στόχος τα Μάρμαρα και κατεύθυνση Άνω και Κάτω Αγόριανη – προς τη Γραβιά. Η απόσταση από το ύψωμα μέχρι τα Μάρμαρα δεν ξεπερνούσε τα πεντακόσια μέτρα. Περνά η εμπροσθοφυλακή με κόπο κόβοντας το χιόνι· έκανε να φτάσει μία ώρα. Εμείς τους παρακολουθούσαμε.

Ο Χαράλαμπος Μώκος - Καλλίας με τα κιάλια ελέγχει όλη την περιοχή και την πορεία των ανταρτών που φτάνανε στα Μάρμαρα. Στέλνουμε αμέσως τις δύο πλαγιοφυλακές: οι τρεις της αριστερής πλαγιοφυλακής δεν φτάσανε ποτέ στον προορισμό τους, γιατί πέσανε σε χαράδρα: οι δύο πεθάνανε και τους βρήκανε το καλοκαίρι που λειώσανε τα χιόνια – τον τρίτοτον γλύτωσε η Γεωργία η νοσοκόμα. Η φάλαγγα των τριάντα ενός αντρών σε τριάδες: κατηφορίσαμε και πιάσαμε το εκκλησάκι Αγία Τριάδα – οι τελευταίοι και εμείς μπροστά σε απόσταση είκοσι μέτρων. Φτάνοντας μετά το ρεματάκι, δεχτήκαμε τα πρώτα πυρά χιαστί: δύο πολυβόλα μπροστά μας χτυπούσανε τους τελευταίους και άλλα δύο πιο πίσω τους πρώτους. 

Στην πρώτη σειρά εγώ – ο μόνος που διασώθηκε –, δεξιά μου ο διοικητής του λόχου Καλλίας και αριστερά μου ο Δήμος – πολιτικός του λόχου. Μας θερίσανε. Από το βράδυ είχαν σταθεί εκεί με άσπρες κουκούλες που φαινόντουσαν σαν χιονισμένα δένδρα. Μόλις πέσαμε κάτω, χτυπημένοι όλοι στα πόδια, σκεφτόμασταν: από πού μας ήρθε; – γιατί ανθρώπους δεν βλέπαμε. Ο Καλλίας κάνει πίσω με το πιστόλι στο χέρι, τα πυρά συνεχίζουν και εγώ κυλιέμαι πάνω-κάτω στο χιόνι για να βουλιάξω. Νόμιζα ότι, αν χαμήλωνα λίγο, θα γλύτωνα. Μου ’ρχεται πισώπλατα μια ριπή και μου αχρηστεύει το αριστερό μου χέρι: η σφαίρα καρφώθηκε από την πλάτη και βγήκε από την κεφαλή του βραχίονα, τινάζοντας έτσι όλο το αριστερό μου χέρι. Έφαγα δεκαεφτά σφαίρες. Αμέσως οι Γερμανοί με τις άσπρες κουκούλες και μπλούζες αρχίσανε να δίνουν τη χαριστική βολή σε όλους τους τραυματίες. Ήρθε και η σειρά μου: παπάς με ράσα… Μόλις με βλέπει ο αξιωματικός που έδινε τη διαταγή για την χαριστική, με αναγνώρισε από την μάχη στην Αράχωβα, που του χάρισα τη ζωή. Το πιστόλι που φορούσα πάνω μου ήτανε δικό τους και όλα μαζί τα εξαρτήματα και η ζώνη με τον αγκυλωτό σταυρό. Με την ψυχή στο στόμα, τον ρωτάω όπως με είχε ρωτήσει και αυτός στην Αράχωβα:

– Καπούτ;.
Μου απαντάει: – Νιξ καπούτ…
Και φωνάζει τον γιατρό τους.
– Ντόκτορ, κομ, για, κομ – κομ.

Ήρθε ο γιατρός, με γδύνει όπως με γέννησε η μάνα μου και μου έκανε εντριβή με το χιόνι: άρχισα λίγο-λίγο να χάνω τις αισθήσεις μου και το φως μου. Το αίμα έφευγε από δεκαεπτά τρύπες του σώματός μου. Μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες επιδένοντας τις πληγές. Με τυλίξανε με κουβέρτες που είχανε μαζέψει από τους συναγωνιστές μου και με μεταφέρανε στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας ώσπου να τελειώσει η μάχη και ύστερα θα με πηγαίνανε στο Νοσοκομείο στη Λαμία. Όμως, δεν άργησε να καταφθάσει η δύναμη του ΕΛΑΣ και πρώτοι οι επονίτες. Το λόγο είχε ο διμοιρίτης Θεοφάνης Ανδριόπουλος του Δημητρίου και της Μαργαρίτας – ήταν αδελφή της μάνας μου. Είχανε δει το χιόνι κόκκινο και είχε σπάσει η καρδιά τους. Ακούω ένα κλαρίνο να δίνει το σύνθημα «Προχωρείτε, προχωρείτε!!» Το κλαρίνο αυτό εν ώρα μάχης το είχαμε σαν σάλπιγγα και όταν τελείωνε η μάχη χορεύαμε και τραγουδούσαμε με αυτό. Αυτή τη φορά χτύπαγε λυπητερά. 

Αρχίζει η μάχη κατά μέτωπο: πρώτοι οι επονίτες και ύστερα το 2/39 Σύνταγμα του Ζούλα. Όταν φτάσανε στο εκκλησάκι, ακούω να λένε:

– Ρίχτε στην εκκλησία· θα έχει Γερμανούς. Βάζω τις φωνές εγώ από μέσα και τους λέω το όνομά μου. 

Πρώτος μπήκε μέσα ο ξάδελφός μου και, μόλις με είδε σε αυτά τα χάλια, άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα:

– Ξαδελφούλη μου, σε φάγανε τα σκυλιά. Εκδίκηση!! φωνάζει και ρίχνεται στη μάχη με λύσσα και κατεβάζουνε τους Γερμανούς μέχρι το Χάνι της Γραβιάς. Εμένα με πήρανε: μπροστά πηγαίνουν τον Καλλία να τον θάψουνε στο χωριό του το Μαυρολιθάρι και μένα στο σπίτι του παπά. Ήρθε ο γιατρός, με περιποιήθηκε και την άλλη μέρα το πρωί με πήγανε στο Μαυρολιθάρι. Έμεινα μία μέρα και από εκεί στην Καστριώτισσα. Εκεί έμεινα πολύ καιρό – γιατί μέσα στην πρώτη εβδομάδα έπαθα αιμορραγία, από την ταλαιπωρία των μακρινών αποστάσεων, και έχασα τις αισθήσεις μου και ήμουνα στα τελευταία μου. Έτσι, με πήγανε στο Νοσοκομείο που ήταν γεμάτο από τραυματίες – το σχολείο το είχανε κάνει Νοσοκομείο. Ο χειμώνας βαρύς και το χιόνι πυκνό, τρόφιμα δεν είχαμε και εγώ χειροτέρευα, και για να μην πεθάνω στον θάλαμο με πήρανε δίπλα στην εκκλησία· με βάλανε σε ένα κρεβάτι εκστρατείας, μου ανάψανε το καντηλάκι και περιμένανε την ώρα να πεθάνω. Το μαύρο χαμπέρι έφτασε στην Οργάνωση και στο χωριό μου: «Ο λόχος του Καλλία χαλάστηκε όλος και μαζί και ο παπάς…» Άλλοι χαρήκανε και άλλοι λυπηθήκανε. Αυτή τη μέρα η γυναίκα μου είχε γεννήσει τη δεύτερη κόρη μου την Αρετή.

Ο πατέρας μου, μόλις έμαθε το λυπητερό μαντάτο, πήγε στην Οργάνωση να πάρει είδηση. Εκεί του είπανε:

– Μπάρμπα-Γιάννη μόλις πήραμε τηλέφωνο από την Καστριώτισσα ότι ο γιος σου ζει και είναι στο Νοσοκομείο. Μακριά δύο μέρες με τα πόδια, από Οργάνωση σε Οργάνωση και από χωριό σε χωριό, έρχεται και με βρίσκει. Εγώ, στο μεταξύ, άρχισα να συνέρχομαι από την προηγούμενη μέρα, χωρίς όμως και να γνωρίζω. Ένας γιατρός ονόματι Αντώνης Πολυκράτης μου έδωσε δύο σύριγγες
από το αίμα του. Ο πατέρας μου μιλάει-κλαίει, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. 

Έμεινα εκεί ένα μήνα περίπου. Σε μία βδομάδα συνήλθα και άρχισα να γνωρίζω. Μετά από ένα μήνα, ήρθε και ο Άρης Βελουχιώτης να με δει και να μάθει για τη μάχη. Του τα διηγήθηκα, μου ευχήθηκε περαστικά και έφυγε. Μετά δύο μήνες, τρεις βαριά τραυματισμένους μάς μετέφεραν στο Καρπενήσι, στο Μικρό Χωριό, και από εκεί στο Μεγάλο Χωριό· έμεινα αρκετούς μήνες. Τον Ιούνιο οι Γερμανοί δίνανε την τελευταία τους ελπίδα: εκκαθαριστικές επιχειρήσεις – χτένισμα βουνά και χωριά, για να σβήσουνε τη φωτιά που άναψε στον κόρφο τους (φωτ. 36). Διαταγή να διαλυθεί το Νοσοκομείο και οι τραυματίες να μεταφερθούν στα βουνά: εκεί ήταν ο καθηγητής Κόκκαλης· είχε αναλάβει την Οργάνωση σε κάθε χωριό που αφήνανε οι Γερμανοί και μπαίναμε εμείς και ούτω καθεξής μέχρι τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Εκεί βρισκότανε η ΧΙΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, που είχε έδρα το Καρπενήσι. Σιγά – σιγά, εγώ και οι άλλοι δύο με κίνδυνο της ζωής μας περάσαμε τη γέφυρα του Μόρνου και από εκεί στην περιοχή μου από την Αιτωλοακαρνανία, όπου η Οργάνωση μας παρέδωσε στο Καστράκι και από εκεί στο Ευπάλιο. Δεν μπορώ να περιγράψω την υποδοχή που μας κάνανε εκεί – λες και είμαστε οι αρχηγοί του κινήματος... Από το Ευπάλιο στο χωριό μου είναι τέσσερα χιλιόμετρα. Φτάσαμε επιτέλους και ξεπεζέψαμε και μείναμε εκεί μέχρι τον Οκτώβρη.

Τον Αύγουστο του 1944 έγινε η πρώτη προσπάθεια των Γερμανών να ανέβουνε στο Κλήμα· τους αντιμετώπισε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ. Η δεύτερη επιδρομή έγινε στις 19 Αυγούστου. Σαν παλιός και μόνιμος αντάρτης του ΕΛΑΣ, ανέλαβα τη διοίκηση του Εφεδρικού ΕΛΑΣ: τακτοποίησα φυλάκια και έβαλα το χωριό μου, στην περιοχή Τραμπάλα. Έβαλα φυλάκια ακόμα σε Κουκορομάχη, Άγιο Αθανάσιο, σε όλη την κορυφογραμμή από Σκλαβόλακκα ταμπούρια, στα δέντρα Κούκουρα-Κούκουρα ράχη. Ο σύνδεσμος με ειδοποιεί πως οι Γερμανοί ανηφορίζουνε προς Μπασταίους, με κατεύθυνση από εκεί προς Κλήμα Κοκκυέος. Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών εναντίον μας – γι’ αυτό και βρήκανε την ευκαιρία οι εθνοπροδότες να ρημάξουν τον τόπο. Δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, βλέπω από το παρατηρητήριό μου μαύρο καπνό να βγαίνει από το χωριό και σε λίγο μαθαίνω πως οι γερμανοτσολιάδες βάλανε φωτιά στο χωριό – στο σπίτι του Νίκου Ηλιόπουλου – «Βέτα». Αρχηγός της ληστοσυμμορίας ήταν ο αρχικακούργος και αιμοχαρής Γιώργος Τσώνος – από την Αράχωβα των Πατρών.

Εγώ έστρεψα τα νώτα μου προς το νοτιοανατολικό τμήμα, γιατί από εκεί υπολόγιζα πως θα ερχόντουσαν, και βρισκόμουνα σε αναμονή με το δάκτυλο στην σκανδάλη. Στρατιωτικό στο τμήμα έβαλα τον ενωμοτάρχη Βασίλη Λιάτσο, αλλά μόλις βλέπει τον καπνό και μαθαίνει ότι κάψανε το σπίτι του «Βέτα» το ’σκασε: πήρε τον κατήφορο, πέρασε τον Μύλο του Σταμάτη, τα Καλογερικά, και έφθασε στο Ευπάλιο. Συναντήθηκε με τον συνεργάτη του Παπαϊωάννου, ταγματασφαλίτη από το Ευπάλιο: ήταν αξιωματικός, προστάτης των Γερμανών. Οι Γερμανοί είχανε μείνει στο Ευπάλιο και στο Μοναστηράκι. Την επιδρομή την κάνανε οι «Ράλληδες», που η στολή τους ήταν γερμανική και δεν μπορούσες από μακριά να διακρίνεις ποιοι ήτανε. Τα τμήματα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ συγκεντρωθήκανε σε Κάμπο, Γκουμαίους, Καρδάρα, Κλήμα, Ευπάλιο, Μοναστηράκι, Τρίκορφο, Καστράκι, Χασάναγα, Μαλάματα, Μανάγουλη, για να καταλήξουν στη Ναύπακτο. Από εκεί το χωριό μου ήτανε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων. Το θέαμα ήτανε γλέντι: έβλεπες τις σφαίρες να πηγαινοέρχονται – ειδικά τη νύχτα, έφεγγε ο τόπος από τη λάμψη. Σχεδόν είχαμε απελευθερωθεί στο τέλος Αυγούστου.

Στις 10 του Οκτώβρη μπήκα στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών: είχα προβλήματα με τα τραύματά μου. Στις 12 του Οκτώβρη έγινε η απελευθέρωση της Αθήνας: όσοι μπορούσαμε, ανεβήκαμε στην ταράτσα και βλέπαμε την παρέλαση και το γλέντι· άλλοι γελούσαμε και άλλοι κλαίγαμε, από χαρά και συγκίνηση…

Πέσανε στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής τις 5 Ιανουαρίου 1944:


1. Μώκος Χαράλαμπος - Καλλίας: μόνιμος ανθυπολοχαγός, διοικητής του 1ου Λόχου του 5ου Ανεξάρτητου Τάγματος του ΕΛΑΣ
2. Μαλούχος Γιάννης - Δήμος: πολιτικός καθοδηγητής του λόχου – από το Γαρδίκι Ομιλαίων
3. Τζιβάρας Παναγιώτης: καπετάνιος του λόχου – από το Πολύδροσο (Σουβάλα)
4. Κόλλιας Νίκος: γραμματέας ΕΑΜ Καλοσκοπής (Κουκουβίστας)
5. Ζούγρος Παναγιώτης: πρόεδρος Καλοσκοπής.
6. Κατρονίδης Βασίλης: διμοιρίτης έφ. ανθυπολοχαγός – από την Κοκκινιά.
7. Μητράνης Ροβέρτος - Ιπποκράτης: γιατρός του λόχου – Ισραηλίτης.
8. Αναστασόπουλος Κώστας – από το Κλήμα Δωρίδας.
9. Τσάμης Χρήστος – από το Κλήμα Δωρίδας.
10. Παπαγεωργίου Ηλίας – από την Ιτέα.
11. Μιχαλόπουλος Μιχάλης - Καλλίμαχος – από την Κέρκυρα.
12. Ζυμαγκάρι Αλεξέι – από τη Σοβιετική Ένωση.
13. Βυθούλκας Ντάνος – από την Αθήνα.
14. Μιχαήλοβιτς Ιβάν – από τη Σοβιετική Ένωση.
15. Παπαδόπουλος Νίκος – από το Αγρίνιο.
16. Κατσίκας Παναγιώτης – από το Παλαιοξάρι Δωρίδας.
17. Γιαγκής Χαράλαμπος - Μπάμπης, από τα Πέντε Όρια.
18. Παπαστάμος Ηλίας - Μπουκουβάλας – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
19. Καραμουσαντάς Κίμωνας - Κακαλίδης – από τη Λιβαδειά.
20. Τσαμούρης Βαγγέλης – από την Εύβοια.
21. Καρβούνης Γιάννης - Διστομίτης – από το Δίστομο.
22. Νησιώτης Μιχαήλ – από την Κω (ψευδώνυμο) [Μιχάλης Κουτλάκης από την Κάσο]
23. Σταματόπουλος Δημήτριος – από την Αθήνα.
24. Οικονομάκος Αλέκος – από το Γύθειο.
25. Βενιαμίν – Ισραηλίτης.
26. Κοέν Δαβίδ – Ισραηλίτης.
27. Κάβουρας Τάσος – από την Άμφισσα.
28. Κατσαντώνης Σπύρος – από την Κόνιτσα (ψευδώνυμο).
29. Μαστρακάκης Ηλίας – από την Καβάλα.
30. Σταυρόπουλος Θανάσης – από τη Βοιωτία.
31. Κασούτσας Παιδάκος – από τη Σεγδίτσα.
32. Καλιμάνης Γεώργιος – Όλυμπος, από το Πολύδροσο (Σουβάλα)
33. Τσολάνας Βαγγέλης – από την Καλοσκοπή


Ταφήκανε όλοι σε ομαδικό τάφο στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής – εκτός από τον αξέχαστο Καλλία που τάφηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, το Μαυρολιθάρι.

Πηγή: εδώ

1 σχόλιο: