Η Μάχη της Αμφιλοχίας ήταν η μεγαλύτερη μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) ενάντια στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Έγινε στις 13 Ιούλη του 1944. Η εκτέλεση της επιχείρησης για την κατάληψη της πόλης ανατέθηκε στην VII Ταξιαρχία της 8ης Μεραρχία του ΕΛΑΣ, στη δύναμη της οποίας ανήκαν το 2/39 και το 24ο Σύνταγμα. Η Ταξιαρχία είχε στρατιωτικό διοικητή τον Στάθη Αρέθα1, μόνιμο ταγματάρχη πεζικού, και καπετάνιο το Γιάννη Χατζηπαναγιώτη, με το ψευδώνυμο Θωμάς. Με βάση τη Διαταγή Επιχειρήσεων2 το ΙΙΙ Τάγμα του 2/39 Συντάγματος με τους τρεις λόχους του είχε την κύρια ευθύνη για την κατάληψη της πόλης της Αμφιλοχίας.
Ο Πάνος Γιαννούλης ήταν διοικητής του 1ου Λόχου του III Τάγματος του 2/39 Συντάγματος (στο σύνταγμα υπηρετούσαν και πολλοί άλλοι Λευκαδίτες) που ενήργησε μέσα στην πόλη (καπετάνιος της ανταρτοεπονίτικης ομάδας του 1ου Λόχου ήταν ο Τάσος Μανωλίτσης – Χάρος). Σύνθημα και παρασύνθημα της όλης επιχείρησης ήταν «φυσέκι στους φασίστες».
Έτσι, χίλιοι οκτακόσιοι αντάρτες της VIIης Ταξιαρχίας, με βάση το 2/39 Σύνταγμα, άνοιξε ένα μέτωπο φωτιάς από τον Αχελώο έως τον Άραχθο και από τη Βόνιτσα ως την Πίνδο. Την κατάληψη της πόλης ανέλαβε το 3ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος, ενώ για προστασία από το Αγρίνιο χτύπησε στο Ρίβιο το 1ο Τάγμα και από την Άρτα το 2ο Τάγμα, από τη Βόνιτσα το 24ο Σύνταγμα και από το Μενίδι ως το Πέτα έξω από την Άρτα το 3/40 Σύνταγμα. Από την άλλη μεριά χίλιοι τριακόσιοι περίπου Γερμανοί και συνεργάτες τους, με όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα ήταν οχυρωμένοι μέσα στη πόλη, ενώ είχαν οχυρωμένα πολυβολεία με συρματοπλέγματα και νάρκες στις τρεις εισόδους της πόλης.
Γράφει ο Θεόδωρος Δ. Πολιτόπουλος στο βιβλίο του «Το τελεταίο σιωπητήριο, σελίδες του αγώνα», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002:
« […] Πιο πέρα, ο καπετάν Γιαννούλης αγωνιζόταν να κάμψει τη μεγάλη αντίσταση μιας εστίας στην ανατολική πλευρά της πόλης. Σ΄ ένα σπίτι στο δρόμο προς την Άρτα, που δέσποζε της περιοχής, βρέθηκαν καμιά σαρανταριά Γερμανοί, που διέθεταν πολλά αυτόματα και μυδράλια και με φράγμα πυρός δεν άφηναν να πλησιάσει ούτε γάτα. Το σοβαρότερο ήταν πως έλεγχαν τον αυχένα, όπου το μοναδικό πέρασμα προς το Βάλτο. Η δίοδος διαφυγής μας σε περίπτωση σύμπτυξης. Μεγάλος ο πονοκέφαλος του Γιαννούλη κι όσο δεν μπορούσε να πλησιάσει με τα μέσα που διέθετε, κι όσο έβλεπε τους νεκρούς αντάρτες του, που είχαν πέσει εκεί στους γύρω δρόμους και κυρίως στον κεντρικό, γινόταν έξαλλος, έβριζε, φοβέριζε και έστιβε το μυαλό του να βρει τρόπο, να πλησιάσει το σπίτι αυτό. Έφτασε κοντά του κι η ομάδα με τον Οδυσσέα, ενισχύθηκε, μα και πάλι δεν κατάφερε τίποτα. Τότε έστειλε έναν αντάρτη στο βαρύ όλμο.
– Να δείξεις στο λοχία του όλμου το σπίτι και να του πεις να χτυπήσει γερά. Χάσαμε πολλά κεφάλια και δεν μπορούμε να το πλησιάσουμε!
Σε λίγο ο όλμος άρχισε τις βολές και δυο οβίδες έπεσαν στην σκέπη της εστίας, την τρύπησαν και το τι έγινε εκεί μέσα δεν περιγράφεται. Ο Γιαννούλης βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει στην πόρτα. Ένας έμπειρος αντάρτης έριξε μια χειροβομβίδα εγγλέζικη, αφού καλύφτηκε στη γωνία του σπιτιού. Η έκρηξη ήταν φοβερή, και μέσα από τον καπνό μπήκαν οι αντάρτες που καραδοκούσαν έτοιμοι με μπροστάρη τον Οδυσσέα. Οι Γερμανοί σαστισμένοι προσπάθησαν να αμυνθούν κι αυτό ήταν το μοιραίο λάθος τους. Δεν έμεινε κανένας ζωντανός! Ζαλισμένος ο Οδυσσέας βγήκε στο δρόμο, όπου ήσαν 5-6 αντάρτες σκοτωμένοι, σπαρμένοι στο οδόστρωμα. Μόλις είδε τον πρώτο, θάρρεψε πως είδε τον αδελφό του, τον Θύμιο, και ξαναμπήκε στο σπίτι. Θεριό καθώς ήταν σήκωνε έναν-έναν τους Γερμανούς και τους πετούσε στο δρόμο. Τον μιμήθηκαν και οι άλλοι και τα κουφάρια των Γερμανών στο δρόμο. Ο καπετάν Γιαννούλης, που είχε ηρεμήσει με το αποτέλεσμα, βλέποντας αυτή τη δουλειά, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει και διάταξε να τοποθετήσουν τους νεκρούς κάθετα προς τον άξονα του δρόμου και σε απόσταση που να μην μπορεί να περάσει τροχοφόρο και ιδιαίτερα τανκς, χωρίς να τους πολτοποιήσει. Σωτήρια αποδείχτηκε αυτή η σκέψη του Γιαννούλη.
Η πόλη αλώθηκε και είχε αρχίσει η λαφυραγώγηση. Μετά τις πέντε η ώρα το απόγιομα, μια ομάδα ανέβαζε στο Διοικητήριο την ελληνική σημαία, ενώ οι αντάρτες κουρασμένοι και βαρυφορτωμένοι περίμεναν το σήμα σύμπτυξης για να αρχίσει η αποχώρηση από την πόλη. Οι κάτοικοι βγαίνανε δειλά-δειλά από τα σπίτια τους, και πολλοί άρπαζαν ό,τι μπορούσαν κι άφηναν την πόλη φεύγοντας στο Βάλτο, φοβούμενοι τυχόν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος τους, μια και ήξεραν πως εμείς θα αποχωρούσαμε. Σε λίγη ώρα ακούστηκε ο βόμβος αυτοκινητοφάλαγγας από το δρόμο του Αγρινίου. Η φάλαγγα όλο και πλησίαζε και ο βόμβος γινόταν ανησυχητικός, ενώ και στον Αμβρακικό φάνηκαν εξοπλισμένα πλοιάρια.
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και τα τανκς έφτασαν στα πρώτα σπίτια της πόλης και αμέσως πλεύρισαν το δασύλλιο, κι άρχισαν το σφυροκόπημα των υψωμάτων και προς το Βάλτο και προς το Ξηρόμερο. Ένα τμήμα πεζών Γερμανών κινήθηκε προς το Κάστρο και το δασσύλλιο, με πρόθεση να κλείσει το πέρασμά μας προς το Βάλτο. Η οπισθοφυλακή μας, όμως, που κρατούσε θέσεις στο δασύλλιο, ώσπου να συμπληρωθεί η σύμπτυξή μας, τους κράτησε μακριά από το στόχο τους. Αντάρτες και πολίτες βαρυφορτωμένοι όδευαν από τον αυχένα προς το Βάλτο. Τα τανκς κινήθηκαν απειλητικά, πλησίασαν σε θέση βολής και μέσα σε λίγα λεπτά θα μπορούσαν να ελέγχουν τον αυχένα, απ΄ όπου ανέβαιναν οι αντάρτες κι οι πολίτες. Έπεσαν, όμως, απάνω στα σπαρμένα στο δρόμο κουφάρια. Στη θέα των νεκρών σάστισαν, ίσως και να 'φριξαν αυτοί οι σκληροί θύτες των λαών, ίσως και να τρόμαξαν να σταματήσουν. Μια άλλη κραυγή τώρα, ανάμικτη από έκπληξη, φρίκη κι απελπισία κάποιου Γερμανού αξιωματικού.
– Ληστές! Κτήνη!
Κραυγή από σίδερο, που έφτασε ως τους αντάρτες και τους πολίτες που αποχωρούσαν μειδιώντας. Κατέβηκαν όλοι από τα οχήματα και άρχισαν να μετατοπίζουν τα πτώματα από το δρόμο κι από τη βιασύνη τους δεν ξεχώριζαν αντάρτες και στρατιώτες. Η καθυστέρηση ήταν αρκετή για να διαφύγουν όλοι οι αντάρτες και οι πολίτες προς το Βάλτο ανενόχλητοι.
Όμως οι νεκροί συναγωνιστές έμειναν εκεί στους δρόμους της Αμφιλοχίας, μαζί με τους σκοτωμένους Γερμανούς, σφραγίδα της πολεμικής παραφροσύνης.
Έπαψαν τα πυρά και μόνο οι αγριοφωνάρες του Γερμανού αξιωματικού τάραζαν τη σιωπή των νεκρών. Αυτοί οι νεκροί, δικοί και ξένοι, θα μας δικάσουν και θα μας καταδικάσουν, έλεγε αργότερα ο λοχαγός Βασίλης Τσούνης, από τον Κραβασαρά, από τους πρωτεργάτες της νίκης. Δεν έμαθα, για να είμαι ειλικρινής δε ρώτησα να μάθω αν οι νεκροί Έλληνες και Γερμανοί τάφηκαν μαζί αδερφωμένοι ή χωριστά, κακήν κακώς εδώ και εκεί. Όπως κι αν έγινε, τελικά οι νεκροί, χωρίς σύνορα πια, δίκαια θα δικάσουν και θα καταδικάσουν τους ζωντανούς με σύνορα, για τον άδικο χαμό τους, πάνω στον ανθό της ηλικίας τους και για τα δεινά της γενιάς τους και των ερχόμενων γενιών. Οι πόλεμοι μόνο φρίκη προσφέρουν. Όμως, όταν πολεμάει το δίκαιο ενάντια στο άδικο και τη βία, περιορίζεται η δυσμενής εντύπωση […]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου