"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Από τις τελευταίες στιγμές του ΔΣΕ Σάμου- Μέρος 1ο


Το παρακάτω αυτοβιογραφικό κείμενο που περιγράφει τις τελευταίες ημέρες του αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ στη Σάμο, το 1949, προέρχεται από τον Νίκο Σίμο, στο βιβλίο του Ανακριτής στο εδώλιο. Ο Σίμος βρέθηκε στις γραμμές του ΔΣΕ Σάμου, μετά από μια πολύχρονη δράση στην ΟΚΝΕ Σπουδάζουσας στην Αθήνα, αλλά και στις γραμμές της ΕΠΟΝ Σπουδάζουσας. Στο λίκνο του ΔΣΕ Σάμου, ο Νίκος Σίμος (ψευδώνυμο: Νικήτας Αρκάδης) περιγράφει τις τελευταίες του στιγμές με το όπλο στο χέρι, ενάντια στον ταξικό εχθρό, τη σύλληψη και τη φυλάκισή του. 

"Οι αντάρτες εκείνη την αυγή σταματήσαν στον Μπουρνιά και την Τσαμαδούρα. Εκεί, στα δύο οχυρωμένα βουνά της νοτιο-ανατολικής Σάμου, έπρεπε να κυλήσει όλη η μέρα τους. Ακροβολίστηκαν στα γύρω χαμηλώματα, ανά τρεις, τέσσερις ή πέντε το πολύ άντρες, με την εντολή αν εμπλακούνε σε μάχη να κρατήσουν τις θέσεις τους μέχρι το μεσημέρι. Έπειτα θα ακολουθούσε σύμπτυξη στα ψηλά και τη νύχτα απαγκίστρωση. Μπήκαν σκοποί, αλλά δεν πρόλαβαν οι υπόλοιποι να κλείσουν τα μάτια τους και βρέθηκαν πάλι στο πόδι. Εχθρός "εν όψει". Είχαν κιόλας φανεί στον απέναντι λοφίσκο μπουλούκια δυνάμεων κρούσης του αντιπάλου. Στάθηκαν λίγο. Κάνανε γρήγορη κι επιπόλαιη παρατήρηση κι αναπτύχθηκαν έπειτα στην ακάλυπτη έκταση.

Προχώραγαν λίγο-λίγο. Αν έφθαναν στα ριζά τότε αλίμονο στην ομαδούλα των πέντε που βρίσκονταν στην κορυφή του φαλακρού υψώματος. Αλλά, δεν τους άφησαν να φθάσουν κι άναψε έτσι η φωτιά.

Φωτιά σε όλα τα υψώματα της περιοχής. Δεκάδες πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και όλμοι έβαλαν στόχο τις αδύνατες οχυρώσεις εκείνων που το τόλμημά τους να αντιταχθούν σε έναν συντριπτικά ισχυρότερο αντίπαλο, ισοδυναμούσε μόνο με τρέλα. Αλλά το κωνικό εκείνο ύψωμα, που βλέπει προς τη μεριά του Πύργου, δεχότανε τα πιο ανελέητα χτυπήματα. Κι ήταν στη μπούκα του σχεδίου επιχειρήσεων. Και το κράταγε η συντροφιά του Νικήτα Αρκάδη που από τα πρώτα λεπτά ήταν τραυματισμένος στην αριστερή κνήμη και δεν μπορούσε να μετακινηθεί από τα βλήματα που πέφταν σαν χαλάζι. Μόνο κατάφερε να δέσει την πληγή με ένα κομμάτι από το πουκάμισό του. 

Κάπνιζαν οι πέτρες από τις ριπές. Γεμάτος ο τόπος από τα κλαδιά των πεύκων που κόβονταν με τις εκρήξεις των όλμων. Και λίγο πιο κάτω σε μακάρια ακινησία, ο άτυχος σκύλος των ανταρτών Τρούμ, γαζωμένος από ριπή πολυβόλου. Κάποια στιγμή μια πράσινη φωτοβολίδα εκτοξεύτηκε ψηλά. Τα πυρά σταμάτησαν. Ησυχία. Δεν κουνιέται φύλλο. 

Τι να συμβαίνει διερωτήθηκαν. Και με όλη τους τη ζάλη, κατάλαβαν ότι επίκειται επίθεση.

"Παιδιά μαζευτείτε προς τα εδώ" Φώναξε ο Νικήτας. Μα πριν οι σύντροφοι ξεκινήσουν έρποντας, φάνηκαν να κινούνται ξυστά στο έδαφος πράσινα και μαύρα μπερεδάκια. "Παιδιά πετάμε χειροβομβίδες, τους καθηλώνουμε και φεύγουμε από το πίσω μέρος" Ακούστηκε ξανά ο Νικήτας. Και οι σύντροφοί του πετάχτηκαν σαν ελατήρια. Όρμησαν κατά τον ανήφορο και ρίχτηκαν έπειτα στη γκρεμώδη κατηφόρα. Κι ήταν αυτό σωτήρια λύση. Γιατί σε ελάχιστα δευτερόλεπτα οι αυτοματιστές που τους κύκλωναν άναψαν το μικρό ύψωμα με τα καταιγιστικά τους πυρά.

Τις πρώτες απογευματινές ώρες, οι αντάρτες εγκατέλειψαν τα περιμετρικά υψώματα και συγκεντρώθηκαν στην Τσαμαδούρα και τον Μπουρνιά. Κράτησαν ως τη νύχτα, οπότε γλίστρησαν σαν χέλια μέσα από τον εχθρικό κλοιό και βάδισαν σε άλλους τόπους. Ο Νικήτας και οι δύο άλλοι τραυματίες της μάχης μαζί με τους τέσσερις συνοδούς τους είχαν ξεκινήσει νωρίτερα για σίγουρο μέρος. Με το ένα πόδι πληγωμένο, με το άλλο σχεδόν εξαρθρωμένο μετακινούταν μέσα από κοφτερές πέτρες και αγκαθωτά χαμόδεντρα. Κάθε φορά χάνοντας την ισορροπία του έπεφτε ή καθώς προσπαθούσε να κατέβει κάποιο πεζούλι, αναποδογυριζόταν. Πόδια και χέρια ήταν πρησμένα, καταμέλανα κι αδύναμα για να παίξουν το ρόλο τους. Καθότανε, κυλάνε, μετατοπιζότανε με τον πισινό ή κάνοντας χρήση των αγκώνων του. Βοηθούσαν πότε πότε κι οι συνοδοί, αλλά μόνο για λίγο, γιατί ήταν εξαντλημένοι και δεν μπορούσαν πιο πολύ. 

Προχωράγανε λίγα μέτρα, σταματούσαν και μετά ξανά. Και το μαρτύριο τούτο, που είχε αρχίσει στις 3 το απόγευμα, δέησε να τελειώσει στις 6 μετά τα μεσάνυχτα. Πτώματα σωστά, λουφάξανε παρέες-παρέες εδώ κι εκεί μέσα σε μια δασόφυτη λαγκαδιά, στη Σαμιπούλα απέναντι. Ο Αρκάδης ήταν παρέα με τον πρώην εξόριστο Μάρκο, τραυματία στο πόδι. Κουλουριάστηκαν σε ένα μικρό κοίλωμα, τριγυρισμένο από πυκνόφυλλους θάμνους και τους πήρε ο ύπνος. Μα όχι για ώρα πολλή.

Μια ριπή πρώτα, έπειτα άλλη και σε λίγο πολλές άλλες μαζί τους έκαναν να ξυπνήσουν ξαφνιασμένοι. Οι εμπροσθοφύλακες των στρατιωτικών τμημάτων που εξερευνούσαν την περιοχή είχαν πιάσει κιόλας το χείλος της λαγκαδιάς.  Πυροβολούσαν άσκοπα σε όλες τις κατευθύνσεις. Ρίχνανε χειροβομβίδες και κατέβαιναν προς τα κάτω. 

- Θα μας πιάσουν. Καταλαβαίνεις τι μας περιμένει. Να αυτοκτονήσουμε. Είπε ο Μάρκος με σφιγμένα χείλη.
- Αυτό δε γίνεται! Ας μας σκοτώσουν αυτοί καλύτερα. Απάντησε ο Νικήτας.
- Μα....

Και πριν προφτάσει να απαντήσει, ο Μάρκος δέχεται στους μηρούς μια ριπή. Γιατί τους είχανε επισημάνει. Κι οι κάννες των όπλων είχανε στραφεί προς τα εκεί και μόνο το κοίλωμα του εδάφους τους έσωσε από την εξόντωση. Κάποια στιγμή τα πυρά σταμάτησαν. Και να πάνω από τα κεφάλια τους δυο - τρεις ακροβολιστές. Πνιγμένος στο αίμα ο Μάρκος με αφρούς στο στόμα και μουγκρίζοντας από τους πόνους, ούτε καν τους πήρε είδηση. Μαζεμένος, πλάι στο σύντροφό του, ο Νικήτας έμεινε ακίνητος, ώσπου τον κάρφωσε μια άγρια ματιά και τον κεραύνωσε κατακέφαλα ένα κοντάκι όπλου. 

Κάποτε συνήλθε. Άνοιξε τα μάτια. Απάνω υψωνόταν ένα δέντρο που ανάμεσα από τα φύλλα του ξεχώριζε ο γελαστός καταγάλανος ουρανός. Άκουσε συζήτηση. Κούνησε το ένα χέρι κι έπειτα το άλλο, τα πόδια και αναλογίστηκε: "Είμαι ζωντανός". Ένιωθε βαρύ το κεφάλι του και τα βλέφαρά του. Όμως μπορούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασαν στ' αυτιά του το σφύριγμα κάποιου που καθάριζε πιο πέρα το τουφέκι του και η αγριοφωνάρα ενός άλλου που ρώταγε αν "αυτός εκεί πέρα είναι ζωντανός ή ψόφιος". Ύστερα, τράνταξαν την περιοχή πυκνοί πυροβολισμοί κι η έκρηξη μιας χειροβομβίδας. Κι ώσπου να καταλάβει περί τίνος πρόκειται, γέμισε ο τόπος από στρατιώτες και χωρικούς με τα ζώα τους. Τότε αποχτούσε την αίσθηση της καινούργιας στυγνής πραγματικότητας, πως ήταν αιχμάλωτος...

"Φορτώστε κι αυτόν εκεί πέρα στο μουλάρι" Ακούστηκε μια φωνή. Και στη στιγμή ένιωθε ο Νικήτας να τον αρπάζουν κάμποσα χέρια. Τον σηκώσανε ψηλά και τον βάλανε στο σαμάρι ενός μεταγωγικού, ανάμεσα στα κιβώτια των πυρομαχικών. Κι όπως ο ήλιος έκλινε προς τη δύση του η φάλαγγα ξεκίνησε. Ανέβηκαν και κατέβηκαν τρεις-τέσσερις λόφους κι έπειτα μπήκανε στον κανονικό δρόμο. Πιο πέρα σε μια διασταύρωση σμίξανε με μια άλλη φάλαγγα. Ο Νικήτας, κοιτάζοντας δεξιά-αριστερά πρόσεξε κάτι. Σήκωσε το κεφάλι λίγο, αλλά ξανάπεσε σαν κεραυνόπληκτο. Τα μάτια του είχαν αντικρίσει τη φρίκη ολοζώντανη. Νεκρός ο μπαρμπα- Μήτσος ο Καραβοκυρός. Βουτηγμένος στο αίμα και φορτωμένος σε ένα μουλάρι σαν σφαγμένο μοσχάρι. Σε ένα άλλο μουλάρι, ο Κώστας Μπαλαντίνης, κόσκινο από τις σφαίρες. Πιο πίσω, σε αφασία και φορτωμένος ανάποδα σαν τσουβάλι ο Μάρκος. Κι από κοντά, ο Μανωλάκης Κοσκινάς, τραυματίας στην ωμοπλάτη. Πεζοί δεμένοι πισθάγκωνα, λες και μπορούσαν να δραπετεύσουν, ο Χρήστος Σοφούλης κι ο μπαρμπα- Κτενάς, που 'χανε συνοδεύσει τους τραυματίες.

Ανεβαίνοντας και τον τελευταίο λοφίσκο πρόβαλαν, απλωμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού οι Σπαθαραίοι. Στην άκρη του βουνού φάνηκε πολύς κόσμος. Είχανε ακούσει τον πάταγο της μάχης κι ήθελαν να μάθουνε τα νέα. Μόλις πλησίασε η φάλαγγα, οι χωρικοί αναγνώρισαν το μπαρμπα-Μήτσο τον καλό τους συχωριανό. Είδανε και τους άλλους συντρόφους του και συγκλονίστηκαν από το μακάβριο θέαμα. Και τότε γυναίκες, παιδιά, γέροι και νέοι ξέσπασαν σε θρήνους. "


Συνεχίζεται 


Ο ορεινός όγκος της Σάμου που έλαβαν χώρα τα περιστατικά της αφήγησης.
Το χωριό Σπαθαραίοι της Σάμου.



2 σχόλια:

  1. Αθάνατοι όλοι τους. Πολέμησαν τον ΤΑΞΙΚΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ με το όπλο στο χέρι. Καμμία ...εθνική ενότητα..... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τί σχέση εχει η εθνική ενότητα με το παραπάνω αυτοβιογραφικού κείμενο, που είναι πράγματι συγκλονιστικό.... Παναγιώτη, νάχαμε να γράφαμε

      Διαγραφή