Το έτος 1947, ο Δημοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου βρίσκεται ήδη σε υπερέχουσα θέση σε σχέση με τις κυβερνητικές δυνάμεις του χώρου και τις παρακρατικές συμμορίες. Έτσι στις 10/08/1947, το συγκρότημα Ταϋγέτου, με παρατακτή δύναμη 180 άνδρες σχεδιάζει επιχείρηση στην περιοχή "Μαύρα Λιθάρια". Στην επιχείρηση θα συμμετέχουν και ο λόχος Σαρρήγιαννη, του 3ου Συγκροτήματος του ΔΣΕ, με δύναμη 70 ανδρών, αλλά και μια ομάδα ανταρτών που συνόδευε τη διοίκηση του Αρχηγείου Πελοποννήσου (Βαγγέλης Ρογκάκος και Κώστας Μπασακίδης). Το σύνολο των μαχητών του ΔΣΕ είναι 260.
Οι αντάρτες θα καταλάβουν αρχικά θέσεις στην κορυφοργραμμή του βόρειου Ταϋγέτου, όντας σε απόκρυψη, στις τοποθεσίες "Σουστιανίτικος Ποτισώνας" και "Γραμμένη Πέτρα". Εκεί ο ΔΣΕ αναμένει το πέρασμα δυνάμεων της Χωροφυλακής δύναμης 200 ανδρών που είχαν στρατοπεδεύσει στον περίγυρο του μοναστηρίου "Μαρδάκι" στην περιοχή Νέδουσα-Αλαγονίας.
Το τμήμα της Χωροφυλακής ήταν ένα από τα ελάχιστα που τολμούσε εκείνη την εποχή να διενεργεί μικροεπιχειρήσεις και είχε φθάσει στο "Μαρδάκι" ως εμπροσθοφυλακή του 17ου και του 18ου Τάγματος Χωροφυλακής, επικεφαλής των οποίων ήταν οι αντισυνταγματάρχες Μπεσμπέρας και Γεωργίου. Τα δύο αυτά τάγματα θα επιχειρούσαν να επανεγκαταστήσουν δυνάμεις στα στρατηγικά σημεία του Ταϋγέτου και να τα διατηρήσουν μόνιμα. Θυμίζουμε ότι εκείνη την εποχή ο Ταΰγετος ήταν απάτητος από κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ το σχέδιο του στρατηγού Στανωτά, για επανακατάληψη των θέσεων στο βουνό, είχε παταγωδώς αποτύχει μερικούς μήνες πριν.
Η διοίκηση του ΔΣΕ είχε αποφασίσει να δώσει ισχυρό συγκεντρωτικό χτύπημα σε έναν αδύνατο κρίκο της διάταξης των κυβερνητικών δυνάμεων, αμέσως μόλις αυτές θα εμφανίζονταν στον Ταΰγετο.
Στις 13/08/1947, ώρα 08:00, η διλοχία του 17ου Τάγματος Χωρουλακής αρχίζει να κινείται προς τον Άγιο Παντελεήμονας, σε υψόμετρο 1.600 μέτρων. Μερικές ώρες μετά, η διλοχία θα φθάσει στα "Μαύρα Λιθάρια", ακριβώς στο "στόμα του λύκου", όπου ο ΔΣΕ τους περιμένει υπομονετικά επί δύο μερόνυχτα. Αμέσως δίνεται το σύνθημα της επίθεσης. Η διλοχία δέχεται ομαδικά πυρά οπλοπολυβόλων απ' όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και από τα νώτα της, όπου από τη νύχτα είχε εγκατασταθεί μια διμοιρία του συγκροτήματος Ταϋγέτου, με επικεφαλής της τον ανθυπολοχαγό Δημήτρη Καστάνη.
Στα πρώτα 3-4 λεπτά της επίθεσης, οι χωροφύλακες επιχείρησαν να αγκιστρωθούν σε θέσεις, πράγμα αδύνατο λόγω της προνομιακής θέσης των ανταρτών. Αμέσως μετά ακολούθησε πανικός. Πολλοί έτρεχαν πετώντας τα όπλα τους για να σωθούν προς την Καλαμάτα, ενώ ο κλοιός των ανταρτών έσφιγγε. Εν τω μέσω της μάχης, ο διοικητής της διλοχίας Λειβάδης εγκατέλειψε τους άνδρες του, μαζί με τους επιτελείς του, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο χάος στις κυβερνητικές δυνάμεις. Μοναδική προσπάθεια αντίδρασης στο ΔΣΕ υπήρξε από έναν λόχο του Τάγματος "Γεωργίου" που κατέλαβε τις θέσεις "Αγία Παρασκευή", σε έναν μικρό αυχένα του βουνού και ξεκίνησε να χτυπά τις θέσεις των ανταρτών με βαριά πολυβόλα, γεγονός που δεν ανησύχησε τους αντάρτες καθώς, η θέσεις τους βρίσκονταν πάνω από 3 χιλιόμετρα μακριά από τη μάχη, ενώ ο ΔΣΕ μάχονταν και σε δασωμένη περιοχή.
Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 23 χωροφύλακες και καταλήφθηκαν ως λάφυρα: 6 πολυβόλα, 30 ατομικά όπλα, πολλά πυρομαχικά, το προσωπικό άλογο του Λειβάδη και το πολύτιμο για το ΔΣΕ αρχείο του, με πλήρεις τοπογραφικούς χάρτες της περιοχής και άλλα σημαντικά έγγραφα, καθώς και ένας μεγάλος ασύρματος.
Μετά τη μάχη στα "Μαύρα Λιθάρια", οι κυβερνητικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τον Ταΰγετο και δεν επιχείρησαν την κατάληψή του για μεγάλο διάστημα.
Η Νέδουσα Αλαγονίας. Στα υψώματα βόρειά της δόθηκε η παραπάνω μάχη. |
Δημοσίευμα της εφημερίδας "Ελευθερία" κινούμενο στον κόσμο του φανταστικού. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου