"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Μαρτυρία Βασίλη Βενιέρη - Εικόνες θανάτου και βίας

Ο Βασίλης Βενιέρης γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1925 και εντάχθηκε στις μάχιμες δυνάμεις του ΔΣΕ το 1947. Υπήρξε ανιχνευτής των ανταρτών που δρούσαν στην ορεινή περιοχή της Στερεάς. Παραθέτουμε παρακάτω μέρος της μαρτυρίας του. Ο κ. Βενιέρης μας περιγράφει την είσοδό του στο εγκαταλελειμμένο χωριό Άνω Αγόριανη στα τέλη του 1948. Βρέθηκε εκεί σε αναζήτηση τροφίμων, καθώς το χωριό είχε εγκαταλειφθεί από τους χωρικούς του, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί από τον Εθνικό Στρατό. Κατά το 1948 20.000 στρατιωτών του Εθνικού Στρατού διενεργούσαν το σχέδιο Χαραυγή επιχειρώντας να εγκλωβίσουν τους περίπου 2.500 αντάρτες του ΔΣΕ στη Στερεά. Η Χαραυγή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αλλά ο Εθνικός Στρατός κατάφερε να καταλάβει σημαντικό μέρος εδάφους του ορεινού όγκου, να εξουδετερώσει μεμονωμένες ομάδες ανταρτών και να ερημώσει την ύπαιθρο. Το τμήμα της μαρτυρίας του παρουσιάζει μια χαρακτηριστική σκηνή από τον Εμφύλιο 1946-1949.


" Μπήκα στο χωριό από την είσοδο στη δημοσιά με το όπλο στο χέρι και είχα ρίξει και την κάπα να φαίνομαι σαν τσιοπάνος από μακριά. Έπιασα τα πρώτα σπίτια. Είχανε μείνει μόνο χαλάσματα και είχε πέσει το κεραμίδι από τη σκεπή τους. Ήτανε σούρουπο και έπεφτε σιγά-σιγά η νύχτα. Τα περισσότερα σπίτια φαίνονταν να έχουν κλειστά τα παραθύρια τους και να ναι οι πόρτες τους μανταλωμένες. Δύο-τρία που μπόρεσα και μπήκα είχανε μόνο τα κιλίμια τους, τα έπιπλα και μερικά στρωσίδια και σκεύη πεταμένα, σαν να φύγαν οι ιδιοκτήτες τους άρον-άρον και βιαστικά. Ξέραμε που το χωριό το είχε αδειάσει ο στρατός. Δε βρήκα σπυρί στάρι, μοναχά δυο-τρεις πατάτες σε ένα κατώι που είχανε φυτρώσει ξανά από την μούχλα και δεν κάνανε να τις φας, αλλά στην ανάγκη τις πήρα. Στην πλατεία με είχε πάρει για καλά το σκοτάδι. Εκεί πρώτη φορά ένιωσα τρόμο στη ζωή μου. Πλησίαζα από την ανηφορίτσα και άκουσα κάτι φωνές μες στο σκοτάδι που κάνανε γάου-γάου-γάου. Ήτανε μια αγέλη σκυλιά, καμιά δεκαριά και γυροφέρνανε ένα κουρέλι από άνθρωπο που 'τανε πεταμένο στη μέση του πλακόστρωτου. Ήταν με πολιτικά ρούχα που τα 'χανε ξεσκίσει τα ζωντανά για να φάνε τις σάρκες. Κεφάλι δεν είχε. Μούρθε εμετός αλλά κρατήθηκα. Εν τω μεταξύ γύρω-γύρω τα σκυλιά γυρόφερναν πεινασμένα και περίμεναν να φύγω να αποσώσουν το φαΐ τους. Έλεγα να τα ρίξω μια με το όπλο να φύγουν αλλά σκέφτηκα πως θα ακουστώ σίγουρα από καμιά βίγλα. Παρά πέρα στο δρόμο είδα ακόμα δύο κορμιά χώρια το κεφάλι. Το αίμα είχε παγώσει απάνω στις πλάκες και το ένα ήταν καθιστό σ' ένα σκαλί. Αυτοί φοράγανε μερικά κουρέλια χακί και είχανε γάζες και μπαντάδες. Ήτανε καταπώς φαίνεται δικοί μας τραυματίες που τους είχε αφήσει εκεί σε κάποιο σπίτι η μονάδα να γίνουν καλά. Τους έψαξα αλλά δε βρήκα τίποτε. Χαρτιά και τίποτα ρολόγια και προσωπικά είδη θα τα'χανε κλεμμένα οι στρατιώτες ή οι κατσαπλιάδες που τους ξέκαμαν. Μπήκε στα σπίτια γύρω και τελικά βρήκα με τη φωτιά από τα σπίρτα κι εκείνο που είχαμε κάνει αναρρωτήριο. Είχε τέσσερα κρεβάτια με σεντόνια, λεκάνες και μερικά ιατρικά. Τα κρεβάτια ήταν γαζωμένα και μέσα στο αίμα. Πήρα μετά να κατεβαίνω από το χωριό και να πιάνω το μονοπάτι προς Παναγιά που ήξερα πως με περίμενε ο σύνδεσμος με το μουλάρι. Εκεί όξω από το στρωτό είχε μια σειρά με μικροχώραφα. Πέρασα μια γρήγορα να δω για τίποτα καρύδια ή μύγδαλα άγουρα, αλλά στο μέσο σταμάτησα γιατί κι εκεί είχε ένα κορμί πεσμένο. Ήτανε κι αυτός με στρατιωτικά χωρίς κεφάλι. Τον είχανε βασανίσει φαίνεται γιατί τα χέρια του ήτανε δεμένα στην πλάτη με καλώδιο και δεν φόραγε παπούτσια. Ήταν τα χέρια του γιομάτα κοψίματα και η κοιλιά του ήταν τουμπανιασμένη μες στα μαχαιρώματα. Τα ζούδια τον είχανε φάει πολύ κι εκεί δεν άντεξα και τα έβγαλα όλα. 

Μετά ανέβηκα στο σύνδεσμο. Ήτανε δύο ώρες πορεία. Με είδε έτσι ανταριασμένο και μου λέει. " Τι έπαθες ρε εσύ και χλόμιασες?" Του λέω τα καθέκαστα και εκεί πήρε κι αυτός να ανταριάζει. Δεν απάντησε και μου έδωσε τσιγάρο. "Αυτός ήτανε ο γιατρός" είπε. "Δεν σέβονται τίποτα τα κτήνη". Μετά έτσι αμίλητοι ανεβήκαμε στη μονάδα που ξεκουράζονταν στο δάσος. Συνήλθα μερικές μέρες μετά που έπαψα να τα βλέπω αυτά στον ύπνο μου. Αργότερα έμαθα πως κατέβηκε ένας καπαπίτης δικός μας να δει κι εκείνος το χωριό. Βρήκε λέει μόνο κόκαλα ξασπρισμένα σκορπισμένα στην πλατεία, κουμπιά και κουρέλια."



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου