"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Η διαθήκη του Κώστα Καρμάλη

Ο Κώστας Καρμάλης υπήρξε αντάρτης του ΕΛΑΣ και μετέπειτα του ΔΣΕ στην περιοχή της Μακεδονίας. Μετά τη σύλληψή του από τις κυβερνητικές δυνάμεις στάλθηκε στις Φυλακές της Κέρκυρας και του Ιντζεδίν. Το 1955 μετεφέρθηκε στο νοσοκομείο εγκλείστων στην Αθήνα όπου του διαγνώστηκε καρκίνος των πνευμόνων σε τελικό στάδιο. Εκεί οι κυβερνητικές αρχές τον άφησαν να ξεψυχήσει στο υπόγειο του νοσοκομείου. To εξαιρετικό μαρτυριακό και βιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Μωραΐτη παραθέτει την διαθήκη του. Το παραθέτουμε εδώ γιατί παρουσιάζει γλωσσικό και αισθητικό ενδιαφέρον.


"Στερνό καθήκο τ' ανθρώπου που φεύγει είναι να αφήκει τη διαθήκη του. Ε, μη με παρεξηγάτε για τις ελληνικούρες μου κάτι έμαθα κι εγώ τόσα χρόνια στο κουρμπέτ. Να πει τη στερνή του πεθυμιά. Ν' αφήκει διάτες και ευκές στα παιδιά και τ' αγγόνια του. Να ξομολογηθεί τις αμαρτίες του. Εγω νε παιδιά, νε αγγόνια... Το καρμελαίικο έσβησε. Ούλα τα κακά πέσαν απάνου του και το ξεκάμαν. Απόμεινε μονάχα η σειρά της αδερφής του πατέρα μου, που πήρε τ' όνομα του παπα-Θάνου. Κι εγώ ο γέρος, ένας ξέρακας σαν τον πλάτανο της αυλής μας. Ο πλάτανος, κατά πως έμαθα ξεράθηκε κι αυτός από τα χρόνια και τους βοριάδες. Κρατάνε λίγο μονάχα οι ρίζες του. Κακό τσεκούρι έκοψε τα κλωνάρια του και μολεμένη κόφτρα τον κορμό του. Δεν άφηκαν ούτε τα αποκοντράδια που κρέμαε ο σχωρεμένος ο παππούς μου τους καργιοφλιάδες του. Άιτε καπετάν Κωσταντή Κάρμαλε! Ουδέ σε σένανε ψίχα σέβας. Ξύπνα να δεις. Σαν ήμαν νιος έριχνα με τον ογκρά στο σημάδι, ν' ακούς τις μπαταριές και να φραίνεται η ψυχούλα σου. 

Έχω όμως φίλους γκαρδιακούς, σταυραδερφούς που φάγαμε αντάμα ψωμί, αλάτι και μπαρούτι. Αφήνω συγγενολόι μπόλικο και καλούς πατριώτες. 'Υστερα ούλοι όσοι κρατάνε σφυριά, αλέτρια, κασμάδες, δρεπάνια, μηχανές, γκλίτσες, κουπιά, όσοι βγάνουν το ψωμί τους με το μόχτο τους, είναι δικοί μου. Είναι ο λαός ο αθάνατος, που με γέννησε απ' τα σπλάχνα του, που τον αγάπησα, που ποτέ δεν το πρόσωσα και που για αυτόν τα έδωκα ούλα. Έχω και φίλους μακρινούς. Δυο λόγια θέλω να πω όσο δύνομαι. Και τις αμαρτίες μου να τις φωνάξω. Να τις φωνάξω σ' ούλον το ντουνιά προτού πεθάνω. Αχ, να 'χα τη φωνή που 'χα στα νιάτα μου! Και κείνα τα φτερά. Να ανεβοκατέβαινα κατακόρυφα στον Πίνδο. 

Ξομολόηση θε να κάνω όσο με παίρνει η ώρα. Όμως αυτά που θα ακούσετε θέλω να τα καταγράψετε. Και να τα φωνάξετε οι τρεις σας. Να τα φωνάξετε ολούθε. Τίποτα κρυφό μωρέ! Τίποτα! Ξάστερος ουρανός αστραπές δε σκιάζεται. Μην τηράτε που μ' έκοψε κιόλας ψιλός ιδρώτας. Έχω αντοχή. Θα την παλέψω τη σκύλα την αρρώστια. Θα την πολεμήσω. Και τη σκρόφα τη ζωή θα τη ζήσω όσο παίρνει. Ποτέ δε σήκωσα ψηλάτ αχέρια να πω πως παραδίνομαι. Τέτοιο χατίρι δεν έκαμα σε κανέναν. Ουδέ σε Τούρκους, ουδέ σε Βούργαρους, ουδές σε Γερμανούς, Ιταλούς και Ιγγλέζους. Ουδέ και σε Ρωμιούς. Να η πρώτη μεγάλη αμαρτία μου. Γράψε αδερφέ όσο βαστάνε τα χέρια σου. Γεράσαμε δα , γεράσαμε και τρέμουν τα έρμα μας. Άντε καρντάση, γράφε εσύ, νιότερος είσαι, ακόμα δεν άσπρισες ολότερα, πάρε χαρτί. Να θυμάσαστε τον Καρμάλη. Γιατί μα θες ζόρικο θα ναι για μένανε να ξεκόψω ντιπ καραντίπ από σας. Και πεθαμένο θέλω να μ' έχετε ανάμεσά σας. Μη δα άλλοι δεν πέθαναν πριν από μένα και τους κρατήσατε δίπλα σας ζωντανούς? 

Από την αφεντιά σου παπα-Θάνο που με ξέρεις πλιό, θέλω... Κάτσε ντε γιατί σηκώθηκες? Και τι γλέπω ? Κλαις? Ξάδερφε! Ταιριάζουν μωρέ σε άντρες οι κλάψες? ... Θέλω να τρέξεις ολούθε και να φωνάξεις τα στερνόλογα του Καρμάλη. Να τα μάθει το χωριό, ούλος ο ντουνιάς, γνωστοί κι άγνωστοι. Να τ' ακούσουν! Κι απέ ο πασάς ένας ας πράξει κατά συνείδηση. Σε βγάνω από τον κόπο να με κοινωνήσεις. Ας πάω ακοινώνητος. Σάματις θα μ' αναστήσεις? Ποιος μετάλαβε τον απόστολο Πέτρο σαν τον σταύρωσαν ανάποδα? Μη σκιάζεσαι. Δε θα βρικολακιάσω... Αν είναι δα για το καλό των ανθρώπων, ας βρικολακιάσω κιόλας. Ποτέ ας μην λιώσω. Τι λες? Φεύγεις παπα-Θάνο. Γιατί? Τόσο ήταν η βίζιτα? Μέχρι να πούμε δόξα ο Θεός, βοήθα Παναγιά μου ? 'Εκαμες τόσο δρόμο να  'ρθεις. Τρόμαξες να τ' αποφασίσεις ύστερα από ολόκληρα χρόνια. Και τώρα? Τι? Χμ, κατάλαβα. Με Βαρέθηκες. Είπα κι εγώ θα σε έχω συντροφιά μέχρι να κλείσω τα μάτια. Ας είναι το λοιπόν. Σωστός ο λόγος. Η καρδιά δεν αντέχει. Κι ούλα τα βάσανα και τα μαράζια του ανθρώπου απάνου της πέφτουν και τη σακατεύουνε. Να ήταν από πέτρα... Στις περιστάσεις που ζούμε εμείς γέροντα χρειάζονται πέτρινες καρδιές. Αλλά τι ανθρώποι θα ' μασταν τότε? Μόλο που κι οι πέτρες καμιά βολά ραίζουνε και δακρύζουν."



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου