Στις 18 Γενάρη του 1919 στο Παρίσι άρχιζε τις εργασίες της η διεθνής διάσκεψη που έμεινε στην Ιστορία ως «Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού». Ονομάστηκε Διάσκεψη Ειρήνης και το περιεχόμενό της ήταν η αποτύπωση των αποτελεσμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήδη είχε λήξει και τυπικά από το Νοέμβρη του 1918 και η διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ως ιμπεριαλιστικός ανάμεσα σε δύο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών, της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, αρχικά, και στη συνέχεια και των ΗΠΑ, ενώ στην Ασία πόλεμο έκανε και η Ιαπωνία ενάντια στις γερμανικές αποικίες), από τη μια πλευρά, και της τετραπλής συμμαχίας με επικεφαλής τη Γερμανία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) από την άλλη. Βεβαίως, στην πορεία του πολέμου, μπήκαν κι άλλα κράτη στο πλευρό κάθε συνασπισμού, ανάλογα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και τις σχέσεις του με τα τότε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ελλάδα με κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ η Βουλγαρία, στο πλευρό της Γερμανίας. Ως ιμπεριαλιστικός, ο πόλεμος έγινε για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μετά την οριστική ήττα της Γερμανίας, που είχε ξεκινήσει τον πόλεμο, οι νικήτριες δυνάμεις, και αυτό είναι νομοτέλεια, έπρεπε να επιβάλουν διεθνείς συμφωνίες με βάση τους σκοπούς και τα αποτελέσματα του πολέμου, οι οποίες βεβαίως και έπρεπε να αποτυπώνουν και τους σκοπούς και τα αποτελέσματα. Ολα τα αποτελέσματα; Ολα δεν μπορούσαν να τα αποτυπώσουν. Γιατί ένα, το πιο σημαντικό απ' αυτά, ήταν η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της πρώτης στον κόσμο εργατικής εξουσίας, η συγκρότηση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, στα 1917. Ηδη, η Σοβιετική Ρωσία, τότε, είχε αποσυρθεί από τον πόλεμο μετά την επανάσταση, με το πρώτο διάταγμα που εξέδωσε η σοβιετική κυβέρνηση, αμέσως μετά την εκλογή της από το Συνέδριο των Σοβιέτ, το Διάταγμα για την Ειρήνη. Επομένως, αυτό το αποτέλεσμα, καρπός της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, με την καθοδήγηση του κόμματος των μπολσεβίκων που είχε επικεφαλής της Κεντρικής του Επιτροπής τον Β. Ι. Λένιν, είχε επιβληθεί, αλλά δεν ήταν αποδεκτό ούτε από τους νικητές του πολέμου, ούτε από τους ηττημένους. Οχι μόνο δεν ήταν αποδεκτό, αλλά στο νεαρό εργατικό κράτος οι καπιταλιστές έβλεπαν κατάματα τον κύριο αντίπαλό τους σε διεθνές επίπεδο και το πιο μεγάλο εμπόδιο στην προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων τους, των σκοπών και των συμφερόντων τους. Αλλωστε, οι συνθήκες πριν τον πόλεμο και στη διάρκειά του (παγκόσμια οικονομική κρίση, εξαθλίωση των λαϊκών μαζών των εμπολέμων χωρών) δημιουργούσαν συνθήκες επαναστατικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση ξέσπασαν επαναστατικά γεγονότα στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στη Βουλγαρία στα 1918 - 19 και συνεχίστηκαν έως το 1921, ανεξάρτητα αν δεν επικράτησε η επανάσταση σε καμιά απ' αυτές τις χώρες, με εξαίρεση την Ουγγαρία, όπου εγκαθιδρύθηκε για οκτώ περίπου μήνες σοβιετική εξουσία και ανατράπηκε. Επομένως, η Οχτωβριανή Επανάσταση τροφοδοτούσε με δύναμη την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και άλλων καπιταλιστικών κρατών. Οι καπιταλιστές, λοιπόν, έβλεπαν τη Σοβιετική Ρωσία ως τον κατ' εξοχήν αντίπαλό τους στις παγκόσμιες εξελίξεις, τις οποίες ήθελαν να καθορίζουν με βάση τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα, αλλά και μια βασική δύναμη τροφοδότησης του επαναστατικού κινήματος κάθε χώρας που υπονόμευε την εξουσία τους. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αστική τάξη κατάφερε πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου να υπονομεύσει το εργατικό κίνημα κάθε χώρας, αφού τα τότε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πέφτοντας στον οπορτουνισμό, τάχτηκαν στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αλλά η ταχτική των μπολσεβίκων στη Ρωσία που απέρρεε από τον ίδιο το χαρακτήρα του πολέμου που ήταν σε βάρος των λαών όλων των εμπόλεμων χωρών (άδικος, ληστρικός), ήταν μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, επαναστατικό πόλεμο από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της ενάντια στην αστική τάξη κάθε χώρας. Αυτή η επαναστατική ταχτική επιβεβαιώθηκε στη ζωή με τη Σοσιαλιστική Επανάσταση και τη Σοβιετική Ρωσία. Και αυτή η ταχτική όπλιζε την εργατική τάξη όλων των χωρών με τη δύναμη της συγκρότησης επαναστατικών κομμάτων σε αντιδιαστολή με τα τότε οπορτουνιστικά σοσιαλδημοκρατικά. Ετσι, το εργατικό κίνημα αποκτούσε και πάλι επαναστατική καθοδήγηση με την ίδρυση Κομμουνιστικών Κομμάτων. Ολα αυτά, που συμπεριλαμβάνονται στα αποτελέσματα του πολέμου, δεν μπορούσαν να αποτυπωθούν σε διεθνείς συνθήκες, που οι ιμπεριαλιστές μάλιστα τις ονομάτιζαν συνθήκες ειρήνης. Ετσι, με τη Διάσκεψη του Παρισιού, επιδίωκαν να καθορίσουν την προοπτική του μεταπολεμικού κόσμου, επιβάλλοντας ιμπεριαλιστική ειρήνη. Αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Σοβιετική Ρωσία, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, το διάταγμα της ειρήνης που εξέδωσε, την προβολή πολιτικής ειρήνευσης χωρίς προσαρτήσεις, δεν μπορούσε να αποτυπωθεί ως αποτέλεσμα του πολέμου σε μια τέτοια διάσκεψη. Αντίθετα, ενώ στη διάσκεψη που θα καθόριζε και το μεταπολεμικό μοίρασμα της λείας που πήραν από τη Γερμανία ανάμεσα στους νικητές, το πρώτο ζήτημα που συζητήθηκε ήταν η Σοβιετική Ρωσία, που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους ιμπεριαλιστές. Επρεπε να συζητήσουν με ποια ταχτική θα την ανέτρεπαν και πώς θα τη διαμοίραζαν επίσης ως ιμπεριαλιστική λεία. Αλλωστε, οι δυνάμεις της Αντάντ έκαναν στρατιωτική εισβολή στη Ρωσία, σε συνδυασμό με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και τον εμφύλιο που ήδη είχε ξεκινήσει, προκειμένου να ανατρέψουν τη σοβιετική εξουσία. Και απέτυχαν.
Ο πόλεμος, τον Οκτώβρη του 1918, έχει γείρει οριστικά σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Αντάντ, παρά το ότι μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, ένα χρόνο πριν, είχε χάσει ένα σύμμαχο. Δεν άλλαξε ο συσχετισμός, αφού ήδη οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο. Οι σύμμαχες δυνάμεις της Γερμανίας είχαν ήδη υπογράψει ανακωχή. Δεν απέμενε παρά μόνον η Γερμανία που ακόμη δεν είχε συνθηκολογήσει.
Στις 8 Νοέμβρη στο σιδηροδρομικό σταθμό Ρετόντ, στο δάσος της Κομπιένης, συζητήθηκαν οι όροι ανακωχής της Γερμανίας με την Αντάντ. Οι όροι της ανακωχής προέβλεπαν πως η Γερμανία όφειλε μέσα σε 15 μέρες να αδειάσει τα εδάφη που είχε κατακτήσει στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, καθώς και την Αλσατία και τη Λωραίνη, και να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αυστροουγγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Τα γερμανικά στρατεύματα θα άδειαζαν το έδαφος στο μάκρος της αριστερής όχθης του Ρήνου και τις ζώνες μπροστά από τις γέφυρες στη δεξιά όχθη και θα τα καταλάμβαναν στρατεύματα της Αντάντ που θα τα συντηρούσε η Γερμανία. Η Γερμανία θα παρέδιδε στους νικητές 5 χιλ. πυροβόλα, 30 χιλ. πολυβόλα, 2 χιλ. αεροπλάνα, 3 χιλ. ολμοβόλα. Ο γερμανικός πολεμικός στόλος θα παροπλιζόταν. Ο αποκλεισμός της Γερμανίας θα συνεχιζόταν. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν 6 ώρες ύστερα από την υπογραφή της ανακωχής.
Στη γερμανική αντιπροσωπεία δόθηκε προθεσμία 72 ωρών, για να απαντήσει αν δέχεται ή όχι τους όρους της ανακωχής που της επιδόθηκαν. Η γερμανική κυρίαρχη τάξη βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Αυτά των νικητών και της επανάστασης που ξεσπούσε το Νοέμβρη.
Οι όροι της ανακωχής περιείχαν και σημεία που στρέφονταν άμεσα ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι το άρθρο 12 πρόβλεπε πως τα γερμανικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν το ρωσικό έδαφος μόνο τότε που «οι σύμμαχοι θα κρίνουν πως έφτασε γι' αυτό η στιγμή, αφού πάρουν υπόψη τους την εσωτερική κατάσταση στα εδάφη αυτά». Το άρθρο 16 όριζε πως «για την τήρηση της τάξης», οι σύμμαχοι θα έχουν το δικαίωμα να μένουν ελεύθερα στα ανατολικά εδάφη που θα αδειάζουν οι Γερμανοί.
Στις 11 Νοέμβρη το πρωί, η γερμανική αντιπροσωπεία υπέγραψε την πράξη της ανακωχής. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τελείωναν με την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Η ανακωχή της Κομπιένης ήταν η τελευταία από τις πράξεις που προσδιόρισαν τυπικά το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914 - 1918. Στην έκτασή του, ο πόλεμος αυτός είχε ξεπεράσει όλους τους γνωστούς ως τότε πολέμους. Κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια και συμμετείχαν σ' αυτόν 34 κράτη με συνολικό πληθυσμό πάνω από ένα δισεκατομμύριο, δηλαδή το 67% περίπου από όλο τον πληθυσμό της Γης. Στους εμπόλεμους στρατούς συμμετείχαν 70 περίπου εκατ. άντρες, από αυτούς 10 εκατ. ήταν οι νεκροί και 20 εκατ. οι τραυματίες. Από άποψη απωλειών στην πρώτη γραμμή έρχεται η Ρωσία με 2 εκατ. 300 χιλ. νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Η Γερμανία είχε 2 εκατ. νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατ. 440 χιλ., η Γαλλία 1 εκατ. 383 χιλ., η Αγγλία 747 χιλ., η Ιταλία 700 περίπου χιλιάδες και οι Ενωμένες Πολιτείες 53 χιλιάδες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα. Μόνο οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπόλεμων κρατών έφτασαν τα 208 δισ. δολάρια.
Αργότερα, οι Γερμανοί πρόβαλαν την εκδοχή ότι η Γερμανία δε νικήθηκε με τον πόλεμο, αλλά εξαιτίας της επανάστασης του Νοέμβρη του 1918. Ομως δεν οδήγησε η επανάσταση στην ήττα, αλλά η ήττα συνέβαλε στο ξέσπασμα της επανάστασης. Η στρατιωτική συντριβή της Γερμανίας είχε καθοριστεί πολύ πριν από την επανάσταση. Τα αίτιά της είχαν τις ρίζες τους στο δυσμενή για το γερμανικό συνασπισμό συσχετισμό των δυνάμεων: Οι χώρες της Αντάντ είχαν πολύ περισσότερους οικονομικούς πόρους και εφεδρείες σε έμψυχο υλικό και ήταν καλύτερα προετοιμασμένες για έναν μακρόχρονο πόλεμο. Η Γερμανία πίστευε πως θα νικούσε κεραυνοβόλα τους αντιπάλους της, έναν ένα χωριστά, αλλά τα σχέδιά της αυτά ναυάγησαν από τις πρώτες κιόλας μέρες του πολέμου. Υστερα απ' αυτό και όσο πιο πολύ αυξάνονταν τα αβάσταχτα για το λαό βάρη του πολέμου, άρχισε να ωριμάζει η επαναστατική κρίση στη Γερμανία. Η κρίση αυτή οξύνθηκε με την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, ενώ η στρατιωτική ήττα ήταν καταλύτης για το ξέσπασμα της επανάστασης στη Γερμανία.
Ετσι, στα 1918, η χώρα συνταράχτηκε από μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην Ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918:
«Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δεν άργησε να δοθεί. Στις 28 του Οκτώβρη η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να βγει σε ανοιχτή θάλασσα για αποφασιστική σύγκρουση με τους Αγγλους. Ηταν μια ενέργεια πέρα για πέρα παράλογη και τυχοδιωκτική. Οταν δόθηκε η διαταγή, ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία και μ' αυτήν την ενέργεια ο στόλος οδηγούνταν στην καταστροφή. Θα μπορούσαν να χαθούν 80.000 ναύτες χωρίς λόγο.
Ετσι, τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν και επέβαλαν την επιστροφή των πλοίων στη βάση τους. Στη συνέχεια, μια αντιπροσωπεία των πληρωμάτων πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η απάντηση της διοίκησης ήταν το ξεκίνημα διώξεων σε βάρος των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών στη διοίκηση και στην κυβέρνηση. Ομως, πέρασαν με το μέρος των ξεσηκωμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.
Στις 9 του Νοέμβρη 1918, το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος, να φύγει η μοναρχία, να έχουν ψωμί και ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες ή τα παιδιά τους. Το ανθρώπινο ποτάμι, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» και επαναστατικών στοιχείων του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, γρήγορα πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες, όπου συνάντησε ελάχιστη έως μηδαμινή αντίσταση. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν επίσης το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών. Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των δεξιών σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι, ο Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ο Εμπερτ είχε την ελπίδα ότι μπορούσε να σώσει τη μοναρχία. Επρόκειτο για μια αυταπάτη. Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων μαζών, ο άλλος ηγέτης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών, ο Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των πραγματικών επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή του πολιτικού λόγου των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα, από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου».
Μπροστά στην κυβέρνηση έμπαινε το ζήτημα της καταστολής της επανάστασης.
Με τη σειρά της η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Η τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια που σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού και να συγκαλύψει την αντεπαναστατική συμφωνία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών με τους κεφαλαιοκράτες και τους γιούνκερ και με την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.
Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Ερχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή και ο πόλεμος τους είχε γίνει ένα συνηθισμένο επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η αντεπανάσταση να συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ενωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας», που μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας ήταν με το πλευρό της αντεπανάστασης. Ηταν κι αυτή μια ιδιομορφία του κινήματος, η μη ύπαρξη Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.
Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Οι εργάτες, απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», όρμησαν στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες, μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά, αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την ουσία των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.
Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες τους ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης, με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να δυσφημιστεί η ιδέα των Σοβιέτ.
Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση. Στο Κεντρικό Σοβιέτ πήραν μέρος μόνο σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας.
Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η κυβέρνηση αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.
Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους στρατιωτικούς είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες των ανεξάρτητων να ξεκόψουν από το συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων στην κυβέρνηση τις πήραν οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.
Στο τέλος του Δεκέμβρη του 1918 ομάδες της «Ενωσης Σπάρτακου» είχαν συγκροτηθεί στο Ρουρ, στον Κάτω Ρήνο, στο Εσεν, στο Μπρούνσβικ, στη Θουριγγία, στην Ανατολική Πρωσία, στη Βαυαρία, στη Στουτγκάρδη, στη Λειψία, στο Χέμνιτς, στη Δρέσδη, στο Μαγδεμβούργο και αλλού. Στις 14 του Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε» δημοσίευσε την προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.
Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ενωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Σ' αυτό πήραν μέρος 83 αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3 αντιπρόσωποι της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας και 16 προσκαλεσμένοι. Το συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η κρίση στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η «Ενωση Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση Σπάρτακου»).
Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας, δίνει δύναμη και ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!».
Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα μέλη του συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του προλεταριάτου και γι' αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Επηρεασμένο από σεχταριστικό πνεύμα το συνέδριο απαγόρευσε στα μέλη του κόμματος να δουλεύουν στις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αντίθετα από τις επίμονες υποδείξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ αποφασίστηκε να μποϊκοτάρει το κόμμα τις εκλογές για Εθνοσυνέλευση, αν και το ζήτημα της Εθνοσυνέλευσης δεν είχε ακόμη ξεσκεπαστεί στα μάτια των πλατιών μαζών και έτσι οι μάζες δε θα καταλάβαιναν γιατί οι κομμουνιστές αρνούνται να πάρουν μέρος στις εκλογές. Το συνέδριο εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο συνέδριο του κόμματος.
Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε κόμμα με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οπως είχε δηλώσει στο συνέδριο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «τώρα είμαστε πάλι με τον Μαρξ». Οι επαναστατικές δυνάμεις σε πολλές χώρες επηρεάστηκαν ουσιαστικά και από το ότι παγκόσμια γνωστοί παράγοντες του εργατικού κινήματος, όπως ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ και ο Φ. Μέρινγκ, ξέκοψαν οριστικά από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ίδρυσαν το ανεξάρτητο Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη είχε επέλθει η διάσπαση στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο την εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου (ιμπεριαλιστικός) και την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, όπου οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους και οι Γερμανοί με τον Κάουτσκι, πέρασαν με την αστική τους τάξη και την τακτική της «άμυνας της πατρίδας», ενώ απ' όλες τις πλευρές ο πόλεμος γινόταν για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενώ οι μαρξιστές με επικεφαλής τον Λένιν χάραξαν την τακτική της μετατροπής του πολέμου από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της σε κάθε χώρα σε εμφύλιο, ενάντια δηλαδή στην αστική εξουσία για την ανατροπή της, τακτική που δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Και διεξαγόταν οξύτατη διαπάλη στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία ανάμεσα σ' αυτούς που πέρασαν με την αστική τάξη και στους συνεπείς μαρξιστές.
Ετσι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας έπαιξε μεγάλο ρόλο στο προτσές της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Οταν η "Ενωση Σπάρτακου" ονόμασε τον εαυτό της "Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας", τότε η ίδρυση μιας πραγματικά προλεταριακής, μιας πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ' Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν είχε ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ' Διεθνής τώρα πια υπάρχει».
Στις 4 του Γενάρη το βράδυ σε σύσκεψη των οργανώσεων των ανεξάρτητων και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, όπου πήραν μέρος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ Πικ), αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και κάλεσε τους εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης όπου πήραν μέρος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους επαναστάτες προεστούς και να πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι' αυτό.
Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική επιτροπή, που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση των σωμάτων των λευκοφρουρών, για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα που γι' αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση Εμπερτ-Σάιντεμαν και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο γενική απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Νόσκε ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή φρουρά του Νόσκε - εισέβαλαν στις εργατικές συνοικίες.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».
Οι πράκτορες των στρατιωτικών της αντεπανάστασης κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε ένα κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν το 45,5% των εδρών. Το υπόλοιπο 54,5% των εδρών το πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Εμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό συνεχίζει και σήμερα.
Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν ένα τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό, αλλά και για το παγκόσμιο προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο Λένιν στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, είπε μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 434): «Σήμερα στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και την Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το παράδειγμα της επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η "δημοκρατία" δεν είναι παρά ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας». Για το ίδιο θέμα, επίσης, ο Λένιν μίλησε το Μάρτη του '19 στο ιδρυτικό συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, λέγοντας χαρακτηριστικά («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 497): «Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα - μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα κρατούμενους, δηλαδή ανθρώπους που η κρατική εξουσία τούς είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή της, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ρεπουμπλικανική δημοκρατία στην οποία μπόρεσε να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης».
Ανάμεσά τους υπήρχαν οξύτατες αντιθέσεις, λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους στην υπόθεση του μοιράσματος της λείας του πολέμου.
Οι Γάλλοι καπιταλιστές είχαν τις δικές τους προτάσεις για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Βασικός σκοπός τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο μεγάλη εξασθένηση της Γερμανίας, για να εγκαθιδρυθεί η ηγεμονία της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Γαλλία επιδίωκε να μετατοπίσει τα δυτικά γερμανικά σύνορα στο Ρήνο, αξίωνε από τη Γερμανία μεγάλο ποσό πολεμικών επανορθώσεων σε αντιστάθμισμα των ζημιών που έπαθε η χώρα, εξαιτίας του πολέμου και τη μείωση και τον περιορισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Η γαλλική κυβέρνηση υποστήριζε την εδαφική επέκταση της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ρουμανίας και της Σερβίας, ελπίζοντας τα κράτη αυτά να εξαρτηθούν από τη Γαλλία. Οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές είχαν ακόμη υπόψη να παρασύρουν τις χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ένοπλη επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας και γι' αυτό υποστήριζαν ενεργητικά τις αξιώσεις των εκμεταλλευτριών τάξεων της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας πάνω σε λευκορωσικά και ουκρανικά εδάφη και της Ρουμανίας πάνω στη Βεσαραβία. Το σχέδιο της μεταπολεμικής οργάνωσης του κόσμου που πρότεινε η Γαλλία, περιλάμβανε και αποικιακές αξιώσεις πάνω σε μερικές γερμανικές αποικίες στην Αφρική και σε ένα μέρος από τα μικρασιατικά εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αλλά ο γαλλικός ιμπεριαλισμός μετά τον πόλεμο δοκίμαζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη πιο πολύ από τα κολοσσιαία χρέη, εξαιτίας των πολεμικών δανείων που είχε πάρει από τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Ολα αυτά εξασθένιζαν τις θέσεις της Γαλλίας, έτσι που στη συζήτηση των ζητημάτων που αφορούσαν στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και το μοίρασμα, αναγκαζόταν σε συμβιβασμούς.
Το αγγλικό σχέδιο ξεκινούσε από την ανάγκη να καταργηθεί η ναυτική δύναμη της Γερμανίας και δύναμή της σε αποικίες. Από το άλλο μέρος, η αστική τάξη της Αγγλίας προσπαθούσε να κρατήσει στο κέντρο της Ευρώπης μια ισχυρή ιμπεριαλιστική Γερμανία, για να τη χρησιμοποιήσει στον αγώνα κατά της Σοβιετικής Εξουσίας και για αντίβαρο στη Γαλλία. Ετσι, ενώ η Αγγλία επέμενε κατηγορηματικά να αφαιρεθούν από τη Γερμανία οι αποικίες και το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού και του εμπορικού της στόλου, δε συμφωνούσε να εξασθενίσει πολύ από εδαφική και στρατιωτική άποψη. Τα αγγλικά συμφέροντα συγκρούονταν με τα γαλλικά και στη λύση του προβλήματος των πολεμικών επανορθώσεων, στο μοίρασμα των γερμανικών αποικιών και των παλαιών κτήσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Αγγλία στηριζόταν κυρίως στη ναυτική της υπεροχή. Αν και ο αγγλικός στόλος είχε κατά τον πόλεμο μεγάλες απώλειες, ωστόσο ήταν ακόμη ο μεγαλύτερος στον κόσμο. Γερμανικός στόλος στην ουσία δεν υπήρχε πια και ο αμερικανικός για την ώρα ήταν πιο αδύνατος από τον αγγλικό. Αλλά και η Αγγλία περνούσε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Σε πολλές από τις σπουδαιότερες αγορές όπου κυριαρχούσε πριν, δυνάμωσαν σημαντικά οι θέσεις των ανταγωνιστών της, προπάντων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ενώ στη διάρκεια του πολέμου η Αγγλία είχε πάρει από τις ΗΠΑ μεγάλα δάνεια. Αυτά δυσκόλευαν την αγγλική κυβέρνηση να εφαρμόσει το σχέδιό της για την ιμπεριαλιστική μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου.
Στα χρόνια του πολέμου, αυξήθηκε αρκετά η αναλογία των ΗΠΑ στο συνολικό όγκο του παγκόσμιου βιομηχανικού προϊόντος. Η αύξηση των εξαγωγών και οι μεγάλες στρατιωτικές παραγγελίες της κυβέρνησης προκαλούσαν την εντατική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Οι βασικές θέσεις του αμερικανικού σχεδίου περιέχονταν στο κείμενο του Προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον, που έμεινε στην ιστορία ως «14 σημεία του Ουίλσον». Οι Αμερικανοί επιδίωκαν να στερεώσουν και να διευρύνουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις τους στη διεθνή αγορά.
Ενα από τα κεντρικά σημεία του αμερικανικού σχεδίου ήταν η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσουν για την αύξηση της επιρροής τους στις διεθνείς υποθέσεις. Η κυρίαρχη τάξη των ΗΠΑ έδινε μεγάλη σημασία και στην «ελευθερία των θαλασσών», τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου. Με την προβολή αυτής της απαίτησης, που είχε σχέση με το ελεύθερο εμπόριο με κάθε εμπόλεμο κράτος και απαγόρευε τον αποκλεισμό του αντιπάλου από τη θάλασσα, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να υπονομεύσουν την αγγλική κυριαρχία στη θάλασσα. Η αμερικανική κυβέρνηση, πέρα απ' αυτό, επέμενε και στη γενική αναγνώριση της αρχής της «ισότητας των εμπορικών δυνατοτήτων» και των «ανοιχτών θυρών». Αυτό θα εξασφάλιζε στις ΗΠΑ, που οικονομικά ήταν το ισχυρότερο κράτος, τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για τον οικονομικό επεκτατισμό τους. Στο γερμανικό πρόβλημα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τάχθηκε εναντίον της μεγάλης εξασθένισης της Γερμανίας, λογαριάζοντας να τη χρησιμοποιήσει ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και σαν αντίβαρο στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Αλλά ούτε οι ΗΠΑ μπορούσαν να επιβάλουν τα σχέδιά τους. Η κατάσταση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων την περίοδο αυτή δεν ανταποκρινόταν ακόμη στο ειδικό βάρος που είχαν στην παγκόσμια οικονομία. Ο αμερικανικός στόλος υστερούσε σημαντικά από τον αγγλικό σε τονάζ και σε μαχητική δύναμη. Δεν είχαν το διακλαδωμένο δίκτυο των ναυτικών βάσεων που είχε η Αγγλία. Το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε φτάσει στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, αντιπροσώπευε μια πολύ μικρή δύναμη, σε σχέση, π.χ., με το γαλλικό στρατό.
Η Ιταλία ζητούσε να προσαρτήσει απέραντα εδάφη που ανήκαν πριν στην Αυστροουγγαρία, ανάμεσα σ' αυτά και το Τρεντίνο (Νότιο Τιρόλο) και μερικές νοτιοσλαβικές περιοχές. Ακόμα, ζητούσε να της δοθεί το μερίδιο που της είχαν υποσχεθεί οι σύμμαχοι με τις μυστικές στρατιωτικές συμφωνίες, όταν θα διαμελιζόταν η Τουρκία. Η Ιταλία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, στρατιωτικά ή οικονομικά, και είχε την ελπίδα πως θα την υποστήριζαν προπάντων η Αγγλία και οι ΗΠΑ σε βάρος της Γαλλίας.
Τα κράτη που είχαν νικήσει στον πόλεμο, δείχνοντας φανερά το μίσος τους για την επαναστατική Ρωσία, στέρησαν από τη σοβιετική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αντιπροσωπευτεί στη Διάσκεψη. Οι εργασίες της Διάσκεψης στο Παρίσι διευθύνονταν από τις πέντε κύριες νικήτριες δυνάμεις: Τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μόνο δικοί τους αντιπρόσωποι, δυο από κάθε χώρα, πήραν μέρος στο Συμβούλιο των Δέκα - καθοδηγητικό όργανο που συγκροτήθηκε όταν άρχισαν οι εργασίες της Διάσκεψης. Αλλά, στην ουσία, σε όλα τα στάδια της Διάσκεψης τα σπουδαιότερα ζητήματα λύνονταν από τους αντιπροσώπους τριών κρατών: Των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Αν και η Διάσκεψη στο Παρίσι είχε συγκληθεί για να επεξεργαστεί τις Συνθήκες Ειρήνης με τις ηττημένες χώρες, το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε το Συμβούλιο των Δέκα ήταν το «ρωσικό ζήτημα». Τα κράτη που διευθύνανε τη διάσκεψη ήταν οι κυριότεροι οργανωτές της ένοπλης ιμπεριαλιστικής επέμβασης κατά της Σοβιετικής Ρωσίας, που ήδη είχε ξεκινήσει.
Οταν άρχιζε τις εργασίες της η Διάσκεψη, οι πρώτες επιθέσεις των εισβολέων είχαν αποκρουστεί. Ο Κόκκινος Στρατός έκανε επιθέσεις σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Ταυτόχρονα, η σοβιετική κυβέρνηση δε σταματούσε τις προσπάθειές της για την υπογραφή της ειρήνης, προτείνοντας στα ιμπεριαλιστικά κράτη να διακανονιστούν όλα τα επίμαχα ζητήματα με διαπραγματεύσεις. Οι επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και η φιλειρηνική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης βοήθησαν στην ανάπτυξη ενός κινήματος ανάμεσα στους εργαζόμενους των καπιταλιστικών χωρών για την αποχώρηση από το ρωσικό έδαφος των ξένων ενόπλων δυνάμεων. Στα στρατεύματα των εισβολέων είχε δυναμώσει αρκετά η αγανάκτηση για τον αντεπαναστατικό πόλεμο.
Ετσι, μέσα του Γενάρη του 1919 το Συμβούλιο των Δέκα άρχισε να συζητά μια πρόταση του Λόιδ Τζορτζ και του Ουίλσον για τη σύγκληση διάσκεψης από αντιπροσώπους της σοβιετικής κυβέρνησης και «όλων των πολιτικών παρατάξεων που μάχονται στη Ρωσία», αλλά με τον όρο να σταματήσουν προηγουμένως οι πολεμικές επιχειρήσεις. Ηδη είχε αρχίσει η αντεπανάσταση με τον εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της εξουσίας των Σοβιέτ. Η πρόταση αυτή αποσκοπούσε να σταματήσει την προέλαση του Κόκκινου Στρατού και να πετύχει μια ανάπαυλα για τα αντεπαναστατικά στρατεύματα όσο θα διαρκούσε η διάσκεψη, στην περίπτωση που η σοβιετική κυβέρνηση θα αρνούνταν να πάρει μέρος στη διάσκεψη, θα έριχναν πάνω της την ευθύνη για τη συνέχιση του πολέμου και έτσι θα εξασθένιζαν τις συμπάθειες των εργαζόμενων στις καπιταλιστικές χώρες για τη Σοβιετική Ρωσία.
Στις 22 Γενάρη του 1919 το Συμβούλιο των Δέκα κοινοποίησε το μήνυμα, που είχε συντάξει ο Ουίλσον, σε όλες τις «πολιτικές παρατάξεις της Ρωσίας», προτείνοντας σ' αυτές να στείλουν αντιπροσώπους τους στη διάσκεψη. Τόπος για τη διάσκεψη εκλέχτηκαν τα Πριγκιπονήσια, στη θάλασσα του Μαρμαρά, που βρίσκονταν τότε στον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο των συμμάχων.
Η κυβέρνηση της ΡΣΟΣΔ ήταν πρόθυμη να κάνει ό,τι της περνούσε από το χέρι για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να δημιουργηθούν συνθήκες για τη στερέωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών από οικονομική και πολιτική άποψη. Γι' αυτό στις 4 Φλεβάρη έδωσε καταφατική απάντηση στο μήνυμα της Διάσκεψης των Παρισίων δηλώνοντας πως είναι πρόθυμη «...να αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις ή στα Πριγκιπονήσια ή όπου αλλού, με όλες τις δυνάμεις της Συνεννόησης ή και με ορισμένες από αυτές ή και με όποιες πολιτικές παρατάξεις της Ρωσίας, σύμφωνα με την επιθυμία των δυνάμεων της Συνεννόησης». Η σοβιετική κυβέρνηση δήλωνε ακόμη πως στην προσπάθειά της για την αποκατάσταση της ειρήνης δεν αρνείται να γίνουν διαπραγματεύσεις και για τα χρέη της τσαρικής και της προσωρινής κυβέρνησης και για τις προνομιακές χαριστικές συμβάσεις και για άλλα ζητήματα.
Η απάντηση της σοβιετικής κυβέρνησης ματαίωσε το σχέδιο των ιμπεριαλιστών και τους έφερε σε δύσκολη θέση. Γι' αυτό οι ιμπεριαλιστές, με υπόδειξη του Κλεμανσό και άλλων οπαδών της ανοιχτής ένοπλης επέμβασης, βλέποντας πως με τη διάσκεψη στα Πριγκιπονήσια χαλάνε τα σχέδια για ανατροπή της εργατικής εξουσίας, αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις με τη Σοβιετική Ρωσία και η διάσκεψη στα Πριγκιπονήσια δεν πραγματοποιήθηκε.
Στην πραγματικότητα οι διαπραγματεύσεις με τη σοβιετική κυβέρνηση χρησιμοποιήθηκαν από τους ξένους ιμπεριαλιστές σαν προπέτασμα για την προετοιμασία μιας καινούριας ξαφνικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Η μεγάλη επίθεση των στρατευμάτων του Κολτσάκ κατά του Κόκκινου Στρατού, που έγινε στο τέλος Μάρτη στο ανατολικό μέτωπο, δημιούργησε στους ιμπεριαλιστές την ελπίδα πως θα ανέτρεπαν τις Σοβιετικές Δημοκρατίες με τη δύναμη των οπλών. Γι' αυτό ο Ουίλσον και ο Λόιδ Τζορτζ αρνήθηκαν να εγκρίνουν το σχέδιο που συμφώνησε ο Μπούλιτ στη Μόσχα.
Ετσι οργάνωσαν ακόμη μεγαλύτερη ένοπλη επέμβαση σ' όλα τα μέτωπα. Στο Δυτικό συμμετείχε και η Πολωνία με τον Βράγκελ, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη συμμετοχή της κυβέρνησης Βενιζέλου της Ελλάδας στην ουκρανική εκστρατεία. Παρ' όλ' αυτά, η δύναμη της Οχτωβριανής Επανάστασης ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και το εργατικό κίνημα υπεράσπισης της Οχτωβριανής Επανάστασης στις καπιταλιστικές χώρες. Η σοβιετική εξουσία νίκησε, οι ιμπεριαλιστές εκδιώχτηκαν και η αντεπανάσταση τσακίστηκε.
Με το «Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών» ουσιαστικά ρυθμιζόταν και το μοίρασμα των αποικιών της Γερμανίας ανάμεσα στους νικητές, αλλά και των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βεβαίως, πιο συγκεκριμένα και οριστικά, αυτό το ζήτημα του μοιράσματος λύθηκε στη συνέχεια της Διάσκεψης του Παρισιού επίσης με συμβιβασμούς και έτσι οι αποικίες της στην Αφρική μοιράστηκαν ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία - το μεγαλύτερο μέρος - ενώ εδάφη πήραν το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Η Ιαπωνία πήρε τις γερμανικές κτήσεις στα νησιά του Ειρηνικού και στην Κίνα. Στη συνέχεια συζητήθηκε η διαμόρφωση των δυτικών και των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας και ουσιαστικά της αφαιρέθηκαν εδάφη, αφού εδαφικές αξιώσεις πρόβαλε και η Πολωνία. Αυτές οι διευθετήσεις έγιναν με τρόπο που να συνεχίζονται οι αμφισβητήσεις και κυρίως αφαιρούσαν το 1/8 των εδαφών της Γερμανίας. Ετσι δεν είναι τυχαίο που ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με κατάληψη τσεχοσλοβάκικων εδαφών από τη Γερμανία και επίθεση στην Πολωνία.
Η Διάσκεψη του Παρισιού είδε επίσης το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και το ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα της επέτρεπαν να έχει τόσο και τέτοιο στρατό που να μην μπορεί να επιτεθεί σε άλλη ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι την υποχρέωναν να αποσύρει το στρατό της από όλες τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές περιοχές, εκτός από τις Βαλτικές χώρες, που αποτελούσαν έδαφος της πρώην τσαρικής Ρωσίας, όπου είχε εγκαθιδρυθεί σοβιετική εξουσία, αλλά ανατράπηκε και συνόρευαν με τη Ρωσία. Βεβαίως, στη δεκαετία του '30 οι ίδιες οι νικήτριες χώρες εξόπλιζαν τη Γερμανία, θεωρώντας ότι θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, αλλά η ίδια ξεκίνησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στη Δύση.
Ετσι τέλειωσε τις εργασίες της η λεγόμενη Διάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων και έκλεισε το ζήτημα με τη Γερμανία, με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στις 28 Ιούνη του 1919. Είχαν μείνει όμως ακόμη ανοιχτά ζητήματα για το μεταπολεμικό κόσμο, όπως το ιμπεριαλιστικό μοίρασμα της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό το τελευταίο έκλεισε με τη Συνθήκη των Σεβρών, που οδήγησε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.
Επιπλέον, τα τρία ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) με ιδιαίτερη συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό,τι απέμεινε ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν' αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, όπου τυπικά αναγνωριζόταν η τουρκική κυριαρχία με το να κυματίζει η οθωμανική σημαία στα φρούρια της πόλης.
Η Σμύρνη, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της Συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα. Η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου, η οποία γινόταν αυτόνομη και μόνο μετά από δημοψήφισμα θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Η Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό την αίρεση των συμμάχων, για την περίπτωση που η Τουρκία δε θα τηρούσε τα συμφωνημένα. Τα Στενά των Δαρδανελίων κηρύσσονταν ουδέτερη και αφοπλισμένη ζώνη.
Η Συνθήκη των Σεβρών αφόπλιζε την Τουρκία και άφηνε ελεύθερη τη δίοδο των Στενών, εκτός από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία, πράγμα που έθετε κάτω από τον έλεγχο της Αγγλίας και της Γαλλίας το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της Μαύρης Θάλασσας.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανέλαβε τη δράση για την επιβολή της συγκεκριμένης Συνθήκης, η οποία απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Κεμάλ. Ετσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, ο οποίος τυπικά ξεκίνησε το Μάη του 1919.
Στις 2 Μάη (15 με το νέο ημερολόγιο) 1919, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων. Η εκστρατεία είχε ξεκινήσει.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας, εκείνη την περίοδο, στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και, δεύτερον, ποιες διεθνείς συνθήκες επικρατούσαν και ποια σχέδια υπήρχαν για την περιοχή της Εγγύς Ανατολής;
Η αστική τάξη της Ελλάδας ήθελε την περίοδο εκείνη να διευρύνει την εσωτερική αγορά με νέα εδάφη. Και προσέβλεπε σε τέτοια εδάφη, όπου κατοικούσε και δρούσε ελληνικός πληθυσμός. Τέτοια ήταν τα παράλια της Μικράς Ασίας και η τότε Ανατολική Θράκη. Αλλά αυτή η επιδίωξη χωρίς τους τότε ιμπεριαλιστές συμμάχους της, νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε να ευοδωθεί. Ηδη, η αστική τάξη ήταν αντιδραστική. Προσδοκούσε, λοιπόν, προσάρτηση εδαφών. Και αυτό συνδυαζόταν με τις επιδιώξεις ιμπεριαλιστικού μοιράσματος ολόκληρης της περιοχής από τα Βαλκάνια έως την Εγγύς Ανατολή, σε περίοδο αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιπλέον ήταν σύμμαχος των ηττημένων στον πόλεμο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Οι νικήτριες του πολέμου δυνάμεις της Αντάντ ετοιμάζονται για νέο μοίρασμα του κόσμου, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία - παραπαίουσα πια και ηττημένη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο - στέκει εμπόδιο στα σχέδιά τους για δύο κυρίως λόγους: Τα πετρέλαια και τα γεωστρατηγικής σημασίας εδάφη για τη δράση των μονοπωλίων. Η επιδίωξή τους, για τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, πλέον, είναι σαφής και γίνεται πράξη, όταν, τον Οκτώβρη του 1918, την αναγκάζουν να υπογράψει τη Συνθήκη του Μούδρου, που οδηγεί στο διαμελισμό της Αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου - ως εκφραστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης στη χώρα - βλέπει το ιδανικό περιβάλλον για να υλοποιήσει την επιδίωξη προσάρτησης νέων εδαφών και αύξησης των ορίων της δικής της αγοράς. «Μεγάλη Ιδέα» την ονόμασαν. Στο πλαίσιο του μοιράσματος μεταξύ των νικητών ιμπεριαλιστικών κρατών και με την αξιοποίηση της συμμετοχής της στον πόλεμο στο πλευρό τους, η άρχουσα τάξη της Ελλάδας πίστευε ότι θα της εξασφάλιζαν εδάφη με το πρόσχημα της ύπαρξης σ' αυτά ελληνικών πληθυσμών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Γενάρη του 1919, άρχισε στο Παρίσι η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία. Ο Βενιζέλος πηγαίνει ο ίδιος στο Παρίσι για να διεκδικήσει και διπλωματικά την υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Οι ιμπεριαλιστές υπέβαλαν στην κυβέρνηση του Βενιζέλου το αίτημα αποστολής ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Σμύρνη και η κυβέρνηση Βενιζέλου ανταποκρίθηκε. Ετσι, στις 15 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Στις 28/7 (10/8 με το νέο ημερολόγιο) 1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία υποτίθεται ότι οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο παραχωρούσαν εδάφη του οθωμανικού κράτους στην Ελλάδα. Η αστική τάξη στη χώρα πανηγυρίζει για την Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Αλλά η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και η ανάθεση της επιβολής της βασικά στον ελληνικό στρατό προμήνυαν νέο πόλεμο, στο έδαφος της Τουρκίας πλέον, και ας αναγγελλόταν ως συμφωνία ειρήνης. Ετσι κι αλλιώς, ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη από το Μάη του 1919, ενώ πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στο στρατό του Κεμάλ είχαν προηγηθεί της Συνθήκης. Ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και συμμετείχε στην εισβολή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αντάντ στη Σοβιετική Ρωσία (ουκρανική εκστρατεία στα 1919).
Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), αν και νεαρό τότε κόμμα με λιγοστές δυνάμεις, πάλευε ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τις κατακτητικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, που μόνο δεινά φόρτωνε το λαό. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμησή του για τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε για την υπογραφή της. Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) όχι μόνο καταγγέλλει τη Συνθήκη, αλλά προειδοποιεί το λαό για τους κινδύνους που περικλείει για νέους πολέμους και πως η εργατική τάξη, ο λαός μπορεί να απαλλαγεί απ' αυτούς, αποσπάσματα της οποίας δίνουμε πιο κάτω. Πηγή τα «Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμος Α', σελ. 104-110».
« (...)το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα, το οποίον προείδε τον παγκόσμιον πόλεμον και εχαρακτήρισεν αυτόν ανταξίως των ιμπεριαλιστικών και ληστρικών του σκοπών, δεν ηπατήθη, ούτε ως προς την ειρήνην, η οποία ηδύνατο να προκύψη δι' όλας τας χώρας και δι' όλους τους λαούς, ούτε ειδικώς διά την ειρήνην, η οποία θα προέκυπτε διά τον λαόν της Ελλάδος.
Πράγματι αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον. Υπό το πρόσχημα της Κοινωνίας των Εθνών και την κατασυντριβή του γερμανικού μιλιταρισμού και της αυτοκρατορίας των Χοεντζόλερν και των Αψβούργων, οι ιμπεριαλισταί της Αγγλίας έδεσαν με νέα δεσμά τους λαούς και απέδειξαν τας εγκληματικάς και ληστρικάς προθέσεις των. Το δήθεν δόγμα των περί ελευθέρας διαθέσεως των εθνών και ελευθέρας αναπτύξεως των μικρών λαών κατεκουρέλιασαν αυτοί οι ίδιοι, οι οποίοι εξακολουθούν ακόμη να διατηρούν υπό την κατοχήν των την Ιρλανδίαν, την Αίγυπτον, τας Ινδίας, την Συρίαν, την Μεσοποταμίαν, την Παλαιστίνην, την Κύπρον και πολλά ακόμη εδάφη της τουρκικής αυτοκρατορίας, τα οποία εκμεταλλεύονται, οι οποίοι, είναι γνωστόν, εγκατέστησαν πολιτικόν και οικονομικόν έλεγχον εις όλας τας ηττηθείσας χώρας, αφού κατέλαβον διά της βίας τας πλουτοφόρους πηγάς αυτών, οι οποίοι εξεβίασαν την προσχώρησιν όλων σχεδόν των μικρών εθνών εις τον πόλεμον, οι οποίοι έπνιξαν εις το αίμα την σοβιετικήν δημοκρατίαν της Ουγγαρίας και οι οποίοι εκήρυξαν τον αποκλεισμόν, οργάνωσαν συνωμοσίας και τέλος επενέβησαν διά των όπλων εναντίον του ελευθέρου λαού των εργατών και χωρικών της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. (...) Ο πόλεμος δεν ετελείωσεν. Απλώς διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν αι βάσεις των πολέμων της αύριον τους οποίους μελετούν να εξαπολύσουν εκ της Βαλκανικής εις την Ασίαν και εις την ανατολικήν Ευρώπην, εναντίον του λαού της Ρωσίας και κάθε άλλου λαού ο οποίος θα ετόλμα ν' αποτινάξη τον ζυγόν των κυρίων του.(...)
Απέναντι της καταστάσεως ταύτης η οποία εξωτερικώς μεν οδηγεί την χώραν προς νέους αγνώστους πολέμους και νέας συμφοράς, εσωτερικώς δε οδηγεί αυτήν εις την πλέον αδυσώπητον χρεωκοπίαν και αθλιότητα, που επαυξάνει το αδιέξοδον και την απόγνωσιν των ταλαιπωρημένων μαζών, το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα υψώνει την φωνήν του και καταγγέλλει ως συνένοχα και υπεύθυνα όλα εν γένει τα αστικά κόμματα, όσα προ και κατά τη διάρκειαν του πολέμου εκυβέρνησαν την χώραν κ' εβοήθησαν εις την πολιτικήν του πολέμου, της πιέσεως και της υποδουλώσεως του λαού.(...)
Η ώρα του νέου πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί - οι φυσικοί - εχθροί μας. Κατά τούτων όλων, άνευ ουδεμίας διακρίσεως, καλεί το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα τους εργάτας και χωρικούς να ενωθούν, να οργανωθούν. Κατά τούτων πάντων των εκμεταλλευτών και τυράννων μας, καλεί το Κόμμα μας τους εργάτας, τους χωρικούς και όλους τους βιοπαλαιστάς να αμυνθούν! Η ιστορία του κινήματος των προλεταρίων, των εκμεταλλευομένων όλου του κόσμου, μαρτυρεί ότι ουδεμία τυραννία ποτέ κατέπεσε άνευ της πρωτοβουλίας και της εξεγέρσεως των τυραννουμένων.(...)».
Η Διάσκεψη του Παρισιού μπορεί να επέβαλε την ιμπεριαλιστική ειρήνη σε όφελος της Αντάντ, αλλά ακριβώς γι' αυτό, ότι δηλαδή ήταν αποτέλεσμα προσωρινού συμβιβασμού στις οξύτατες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αυτή κράτησε μόλις μια δεκαετία, τυπικά βεβαίως, αφού σε συνδυασμό με τη γενικευμένη παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού έγινε ο επόμενος Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η ήττα της Γερμανίας και η υπογραφή ανακωχής
Αλλά ας παρακολουθήσουμε πώς φτάσαμε στη Διάσκεψη του Παρισιού και τι έγινε στη συνέχεια.Ο πόλεμος, τον Οκτώβρη του 1918, έχει γείρει οριστικά σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Αντάντ, παρά το ότι μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, ένα χρόνο πριν, είχε χάσει ένα σύμμαχο. Δεν άλλαξε ο συσχετισμός, αφού ήδη οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο. Οι σύμμαχες δυνάμεις της Γερμανίας είχαν ήδη υπογράψει ανακωχή. Δεν απέμενε παρά μόνον η Γερμανία που ακόμη δεν είχε συνθηκολογήσει.
Στις 8 Νοέμβρη στο σιδηροδρομικό σταθμό Ρετόντ, στο δάσος της Κομπιένης, συζητήθηκαν οι όροι ανακωχής της Γερμανίας με την Αντάντ. Οι όροι της ανακωχής προέβλεπαν πως η Γερμανία όφειλε μέσα σε 15 μέρες να αδειάσει τα εδάφη που είχε κατακτήσει στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, καθώς και την Αλσατία και τη Λωραίνη, και να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αυστροουγγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Τα γερμανικά στρατεύματα θα άδειαζαν το έδαφος στο μάκρος της αριστερής όχθης του Ρήνου και τις ζώνες μπροστά από τις γέφυρες στη δεξιά όχθη και θα τα καταλάμβαναν στρατεύματα της Αντάντ που θα τα συντηρούσε η Γερμανία. Η Γερμανία θα παρέδιδε στους νικητές 5 χιλ. πυροβόλα, 30 χιλ. πολυβόλα, 2 χιλ. αεροπλάνα, 3 χιλ. ολμοβόλα. Ο γερμανικός πολεμικός στόλος θα παροπλιζόταν. Ο αποκλεισμός της Γερμανίας θα συνεχιζόταν. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν 6 ώρες ύστερα από την υπογραφή της ανακωχής.
Στη γερμανική αντιπροσωπεία δόθηκε προθεσμία 72 ωρών, για να απαντήσει αν δέχεται ή όχι τους όρους της ανακωχής που της επιδόθηκαν. Η γερμανική κυρίαρχη τάξη βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Αυτά των νικητών και της επανάστασης που ξεσπούσε το Νοέμβρη.
Οι όροι της ανακωχής και η Σοβιετική Ρωσία
Οι Γερμανοί συζητούσαν, διεκδικώντας λιγότερο βαρείς όρους, με το επιχείρημα ότι ο γερμανικός στρατός έπρεπε να διατηρήσει όσο το δυνατόν πιο πολλά όπλα για τον αγώνα εναντίον του «κινδύνου από τους μπολσεβίκους». Οι δυνάμεις της Αντάντ, μπορεί σαν νικήτριες να επιδίωκαν την υποταγή του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, αλλά ταυτόχρονα είχαν μπροστά τους και τον κοινό εχθρό, τη Σοβιετική Ρωσία, πολύ περισσότερο που την επιβουλεύονταν. Ταυτόχρονα, η επανάσταση που ξέσπασε στη Γερμανία έβαζε σε κίνδυνο και άλλον κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ενώ η Γερμανία αποτελούσε, επίσης, έναν παράγοντα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα σχέδιά τους ενάντια στη Ρωσία. Ετσι, έδειξαν κατανόηση στα επιχειρήματα των Γερμανών και περιόρισαν τον αριθμό των πολυβόλων που είχαν ζητήσει να τους παραδοθούν από 30 σε 25 χιλ. και των αεροπλάνων από 2.000 σε 1.700.Οι όροι της ανακωχής περιείχαν και σημεία που στρέφονταν άμεσα ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι το άρθρο 12 πρόβλεπε πως τα γερμανικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν το ρωσικό έδαφος μόνο τότε που «οι σύμμαχοι θα κρίνουν πως έφτασε γι' αυτό η στιγμή, αφού πάρουν υπόψη τους την εσωτερική κατάσταση στα εδάφη αυτά». Το άρθρο 16 όριζε πως «για την τήρηση της τάξης», οι σύμμαχοι θα έχουν το δικαίωμα να μένουν ελεύθερα στα ανατολικά εδάφη που θα αδειάζουν οι Γερμανοί.
Στις 11 Νοέμβρη το πρωί, η γερμανική αντιπροσωπεία υπέγραψε την πράξη της ανακωχής. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τελείωναν με την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Η ανακωχή της Κομπιένης ήταν η τελευταία από τις πράξεις που προσδιόρισαν τυπικά το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914 - 1918. Στην έκτασή του, ο πόλεμος αυτός είχε ξεπεράσει όλους τους γνωστούς ως τότε πολέμους. Κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια και συμμετείχαν σ' αυτόν 34 κράτη με συνολικό πληθυσμό πάνω από ένα δισεκατομμύριο, δηλαδή το 67% περίπου από όλο τον πληθυσμό της Γης. Στους εμπόλεμους στρατούς συμμετείχαν 70 περίπου εκατ. άντρες, από αυτούς 10 εκατ. ήταν οι νεκροί και 20 εκατ. οι τραυματίες. Από άποψη απωλειών στην πρώτη γραμμή έρχεται η Ρωσία με 2 εκατ. 300 χιλ. νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Η Γερμανία είχε 2 εκατ. νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατ. 440 χιλ., η Γαλλία 1 εκατ. 383 χιλ., η Αγγλία 747 χιλ., η Ιταλία 700 περίπου χιλιάδες και οι Ενωμένες Πολιτείες 53 χιλιάδες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα. Μόνο οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπόλεμων κρατών έφτασαν τα 208 δισ. δολάρια.
Αργότερα, οι Γερμανοί πρόβαλαν την εκδοχή ότι η Γερμανία δε νικήθηκε με τον πόλεμο, αλλά εξαιτίας της επανάστασης του Νοέμβρη του 1918. Ομως δεν οδήγησε η επανάσταση στην ήττα, αλλά η ήττα συνέβαλε στο ξέσπασμα της επανάστασης. Η στρατιωτική συντριβή της Γερμανίας είχε καθοριστεί πολύ πριν από την επανάσταση. Τα αίτιά της είχαν τις ρίζες τους στο δυσμενή για το γερμανικό συνασπισμό συσχετισμό των δυνάμεων: Οι χώρες της Αντάντ είχαν πολύ περισσότερους οικονομικούς πόρους και εφεδρείες σε έμψυχο υλικό και ήταν καλύτερα προετοιμασμένες για έναν μακρόχρονο πόλεμο. Η Γερμανία πίστευε πως θα νικούσε κεραυνοβόλα τους αντιπάλους της, έναν ένα χωριστά, αλλά τα σχέδιά της αυτά ναυάγησαν από τις πρώτες κιόλας μέρες του πολέμου. Υστερα απ' αυτό και όσο πιο πολύ αυξάνονταν τα αβάσταχτα για το λαό βάρη του πολέμου, άρχισε να ωριμάζει η επαναστατική κρίση στη Γερμανία. Η κρίση αυτή οξύνθηκε με την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, ενώ η στρατιωτική ήττα ήταν καταλύτης για το ξέσπασμα της επανάστασης στη Γερμανία.
Η επανάσταση στη Γερμανία
Το Νοέμβρη του 1918 ξέσπασε επανάσταση στη Γερμανία. Το ξέσπασμά της ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς αντικειμενικών συνθηκών που συνέθεταν το πλαίσιο επαναστατικής κρίσης, ωθούσαν τις λαϊκές μάζες στο να μη θέλουν άλλο τη διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν μαζική επαναστατική πάλη από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων και τμημάτων του στρατού και του ναυτικού. Υπήρχαν δηλαδή σημάδια επαναστατικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης. Ηταν εποχή του τέλους του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, με όλες τις φρικτές συνέπειες και τα βάσανα που φόρτωσαν το λαό της ο πόλεμος και η ήττα σ' αυτόν. Βεβαίως, οι πολεμικές επιχειρήσεις τυπικά δεν είχαν ακόμη σταματήσει, αλλά η ήττα ήταν οριστική πια τη συγκεκριμένη περίοδο. Ταυτόχρονα, η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία ένα χρόνο πριν ήταν το κοσμοϊστορικό γεγονός που έβαζε τη σφραγίδα του στις παγκόσμιες εξελίξεις κυρίως από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών, ιδιαίτερα των εμπόλεμων κρατών. Ολα αυτά μαζί ήταν ικανά να ωθήσουν τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση.Οξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων
Στο τέλος του πολέμου τη Γερμανία τη χαρακτηρίζει η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Ο πόλεμος έφερε καταστροφή στη βιομηχανία, πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων, ενώ οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την τεράστια ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων, αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.Ετσι, στα 1918, η χώρα συνταράχτηκε από μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην Ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918:
«Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δεν άργησε να δοθεί. Στις 28 του Οκτώβρη η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να βγει σε ανοιχτή θάλασσα για αποφασιστική σύγκρουση με τους Αγγλους. Ηταν μια ενέργεια πέρα για πέρα παράλογη και τυχοδιωκτική. Οταν δόθηκε η διαταγή, ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία και μ' αυτήν την ενέργεια ο στόλος οδηγούνταν στην καταστροφή. Θα μπορούσαν να χαθούν 80.000 ναύτες χωρίς λόγο.
Ετσι, τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν και επέβαλαν την επιστροφή των πλοίων στη βάση τους. Στη συνέχεια, μια αντιπροσωπεία των πληρωμάτων πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η απάντηση της διοίκησης ήταν το ξεκίνημα διώξεων σε βάρος των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών στη διοίκηση και στην κυβέρνηση. Ομως, πέρασαν με το μέρος των ξεσηκωμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.
Ξεσπά επαναστατική δράση
Ετσι άναψε η επαναστατική φλόγα στο Κίελο και διαδόθηκε αμέσως σ' όλη τη Γερμανία. Στη Λυβέκη, στο Μπρούνσμπιτελ, στο Κουξχάφεν, στο Αμβούργο, στη Βρέμη, στο Ροστόκ, στο Μπρούνσβικ, στο Σβέριν, στη Δρέσδη, στη Λιψία και σε πολλές άλλες πόλεις η λαϊκή κινητοποίηση δημιουργεί παντού σοβιέτ, τα όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι εστεμμένοι άρχοντες.Στις 9 του Νοέμβρη 1918, το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος, να φύγει η μοναρχία, να έχουν ψωμί και ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες ή τα παιδιά τους. Το ανθρώπινο ποτάμι, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» και επαναστατικών στοιχείων του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, γρήγορα πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες, όπου συνάντησε ελάχιστη έως μηδαμινή αντίσταση. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν επίσης το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών. Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των δεξιών σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι, ο Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ο Εμπερτ είχε την ελπίδα ότι μπορούσε να σώσει τη μοναρχία. Επρόκειτο για μια αυταπάτη. Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων μαζών, ο άλλος ηγέτης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών, ο Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των πραγματικών επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή του πολιτικού λόγου των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα, από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου».
Μπροστά στην κυβέρνηση έμπαινε το ζήτημα της καταστολής της επανάστασης.
Η αντεπανάσταση οργανώνεται
Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους ηγέτες (αποτελούνταν από συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες) της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων μια συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ηταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Με τη συγκεκριμένη συμφωνία αναγνωρίζονταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μόνον τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι εργάτες στην πορεία της επανάστασης - τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι, της οκτάωρης εργάσιμης μέρας και των συλλογικών συμβάσεων. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμη πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Ετσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν ουσιαστικά την ταξική πάλη.Με τη σειρά της η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Η τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια που σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού και να συγκαλύψει την αντεπαναστατική συμφωνία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών με τους κεφαλαιοκράτες και τους γιούνκερ και με την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.
Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Ερχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή και ο πόλεμος τους είχε γίνει ένα συνηθισμένο επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η αντεπανάσταση να συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ενωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας», που μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας ήταν με το πλευρό της αντεπανάστασης. Ηταν κι αυτή μια ιδιομορφία του κινήματος, η μη ύπαρξη Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.
Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Οι εργάτες, απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», όρμησαν στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες, μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά, αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την ουσία των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.
Το συνέδριο των Σοβιέτ
Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν εντολή να πάρουν μέρος στο συνέδριο. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά το συνέδριο δεν την έκανε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με τους δεξιούς και τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο δε και κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο τρόπος δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση.Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες τους ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης, με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να δυσφημιστεί η ιδέα των Σοβιέτ.
Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση. Στο Κεντρικό Σοβιέτ πήραν μέρος μόνο σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας.
Η εξουσία στο κεφάλαιο
Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο οι δεξιοί ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και πρώτα πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής.Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η κυβέρνηση αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.
Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους στρατιωτικούς είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες των ανεξάρτητων να ξεκόψουν από το συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων στην κυβέρνηση τις πήραν οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.
Ιδρύεται το ΚΚ Γερμανίας
Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων έβαζε ολοένα και με πιο μεγάλη οξύτητα μπροστά στους ηγέτες της «Ενωσης του Σπάρτακου» το πρόβλημα δημιουργίας ενός Ανεξάρτητου Κόμματος. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν τα επαναστατικά γεγονότα και την τροπή που πήραν σαν φράξια στους ανεξάρτητους. Μάλλον άργησαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αναγκαιότητα.Στο τέλος του Δεκέμβρη του 1918 ομάδες της «Ενωσης Σπάρτακου» είχαν συγκροτηθεί στο Ρουρ, στον Κάτω Ρήνο, στο Εσεν, στο Μπρούνσβικ, στη Θουριγγία, στην Ανατολική Πρωσία, στη Βαυαρία, στη Στουτγκάρδη, στη Λειψία, στο Χέμνιτς, στη Δρέσδη, στο Μαγδεμβούργο και αλλού. Στις 14 του Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε» δημοσίευσε την προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.
Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ενωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Σ' αυτό πήραν μέρος 83 αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3 αντιπρόσωποι της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας και 16 προσκαλεσμένοι. Το συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η κρίση στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η «Ενωση Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση Σπάρτακου»).
Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας, δίνει δύναμη και ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!».
Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα μέλη του συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του προλεταριάτου και γι' αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Επηρεασμένο από σεχταριστικό πνεύμα το συνέδριο απαγόρευσε στα μέλη του κόμματος να δουλεύουν στις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αντίθετα από τις επίμονες υποδείξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ αποφασίστηκε να μποϊκοτάρει το κόμμα τις εκλογές για Εθνοσυνέλευση, αν και το ζήτημα της Εθνοσυνέλευσης δεν είχε ακόμη ξεσκεπαστεί στα μάτια των πλατιών μαζών και έτσι οι μάζες δε θα καταλάβαιναν γιατί οι κομμουνιστές αρνούνται να πάρουν μέρος στις εκλογές. Το συνέδριο εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο συνέδριο του κόμματος.
Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε κόμμα με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οπως είχε δηλώσει στο συνέδριο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «τώρα είμαστε πάλι με τον Μαρξ». Οι επαναστατικές δυνάμεις σε πολλές χώρες επηρεάστηκαν ουσιαστικά και από το ότι παγκόσμια γνωστοί παράγοντες του εργατικού κινήματος, όπως ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ και ο Φ. Μέρινγκ, ξέκοψαν οριστικά από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ίδρυσαν το ανεξάρτητο Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη είχε επέλθει η διάσπαση στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο την εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου (ιμπεριαλιστικός) και την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, όπου οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους και οι Γερμανοί με τον Κάουτσκι, πέρασαν με την αστική τους τάξη και την τακτική της «άμυνας της πατρίδας», ενώ απ' όλες τις πλευρές ο πόλεμος γινόταν για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενώ οι μαρξιστές με επικεφαλής τον Λένιν χάραξαν την τακτική της μετατροπής του πολέμου από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της σε κάθε χώρα σε εμφύλιο, ενάντια δηλαδή στην αστική εξουσία για την ανατροπή της, τακτική που δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Και διεξαγόταν οξύτατη διαπάλη στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία ανάμεσα σ' αυτούς που πέρασαν με την αστική τάξη και στους συνεπείς μαρξιστές.
Ετσι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας έπαιξε μεγάλο ρόλο στο προτσές της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Οταν η "Ενωση Σπάρτακου" ονόμασε τον εαυτό της "Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας", τότε η ίδρυση μιας πραγματικά προλεταριακής, μιας πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ' Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν είχε ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ' Διεθνής τώρα πια υπάρχει».
Η αποφασιστική επίθεση για το τσάκισμα της επανάστασης
Μετά και από τις αρνητικές για την εργατική τάξη και την επανάσταση εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις προετοιμασίες για μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων εθελοντών, που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Στις 4 του Γενάρη του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο αγαπητός στους εργάτες ανεξάρτητος Αϊχγκορν, απολύθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τον δεξιό σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Η πρόκληση αποσκοπούσε να σπρώξει τους εργάτες του Βερολίνου σε μια πρόωρη εξέγερση.Στις 4 του Γενάρη το βράδυ σε σύσκεψη των οργανώσεων των ανεξάρτητων και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, όπου πήραν μέρος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ Πικ), αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και κάλεσε τους εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης όπου πήραν μέρος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους επαναστάτες προεστούς και να πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι' αυτό.
Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική επιτροπή, που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση των σωμάτων των λευκοφρουρών, για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα που γι' αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση Εμπερτ-Σάιντεμαν και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο γενική απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Νόσκε ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή φρουρά του Νόσκε - εισέβαλαν στις εργατικές συνοικίες.
Οι σοσιαλδημοκράτες εδραιώνουν την αστική εξουσία
Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας.Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».
Οι πράκτορες των στρατιωτικών της αντεπανάστασης κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε ένα κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν το 45,5% των εδρών. Το υπόλοιπο 54,5% των εδρών το πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Εμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό συνεχίζει και σήμερα.
Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν ένα τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό, αλλά και για το παγκόσμιο προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο Λένιν στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, είπε μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 434): «Σήμερα στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και την Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το παράδειγμα της επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η "δημοκρατία" δεν είναι παρά ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας». Για το ίδιο θέμα, επίσης, ο Λένιν μίλησε το Μάρτη του '19 στο ιδρυτικό συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, λέγοντας χαρακτηριστικά («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 497): «Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα - μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα κρατούμενους, δηλαδή ανθρώπους που η κρατική εξουσία τούς είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή της, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ρεπουμπλικανική δημοκρατία στην οποία μπόρεσε να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης».
Οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί για το μεταπολεμικό κόσμο και οι αντιθέσεις
Μετά την ήττα της Γερμανίας οι δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να σχεδιάζουν το μεταπολεμικό κόσμο. Δηλαδή, το ιμπεριαλιστικό ξαναμοίρασμά του.Ανάμεσά τους υπήρχαν οξύτατες αντιθέσεις, λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους στην υπόθεση του μοιράσματος της λείας του πολέμου.
Οι Γάλλοι καπιταλιστές είχαν τις δικές τους προτάσεις για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Βασικός σκοπός τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο μεγάλη εξασθένηση της Γερμανίας, για να εγκαθιδρυθεί η ηγεμονία της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Γαλλία επιδίωκε να μετατοπίσει τα δυτικά γερμανικά σύνορα στο Ρήνο, αξίωνε από τη Γερμανία μεγάλο ποσό πολεμικών επανορθώσεων σε αντιστάθμισμα των ζημιών που έπαθε η χώρα, εξαιτίας του πολέμου και τη μείωση και τον περιορισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Η γαλλική κυβέρνηση υποστήριζε την εδαφική επέκταση της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ρουμανίας και της Σερβίας, ελπίζοντας τα κράτη αυτά να εξαρτηθούν από τη Γαλλία. Οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές είχαν ακόμη υπόψη να παρασύρουν τις χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ένοπλη επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας και γι' αυτό υποστήριζαν ενεργητικά τις αξιώσεις των εκμεταλλευτριών τάξεων της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας πάνω σε λευκορωσικά και ουκρανικά εδάφη και της Ρουμανίας πάνω στη Βεσαραβία. Το σχέδιο της μεταπολεμικής οργάνωσης του κόσμου που πρότεινε η Γαλλία, περιλάμβανε και αποικιακές αξιώσεις πάνω σε μερικές γερμανικές αποικίες στην Αφρική και σε ένα μέρος από τα μικρασιατικά εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αλλά ο γαλλικός ιμπεριαλισμός μετά τον πόλεμο δοκίμαζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη πιο πολύ από τα κολοσσιαία χρέη, εξαιτίας των πολεμικών δανείων που είχε πάρει από τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Ολα αυτά εξασθένιζαν τις θέσεις της Γαλλίας, έτσι που στη συζήτηση των ζητημάτων που αφορούσαν στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και το μοίρασμα, αναγκαζόταν σε συμβιβασμούς.
Το αγγλικό σχέδιο ξεκινούσε από την ανάγκη να καταργηθεί η ναυτική δύναμη της Γερμανίας και δύναμή της σε αποικίες. Από το άλλο μέρος, η αστική τάξη της Αγγλίας προσπαθούσε να κρατήσει στο κέντρο της Ευρώπης μια ισχυρή ιμπεριαλιστική Γερμανία, για να τη χρησιμοποιήσει στον αγώνα κατά της Σοβιετικής Εξουσίας και για αντίβαρο στη Γαλλία. Ετσι, ενώ η Αγγλία επέμενε κατηγορηματικά να αφαιρεθούν από τη Γερμανία οι αποικίες και το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού και του εμπορικού της στόλου, δε συμφωνούσε να εξασθενίσει πολύ από εδαφική και στρατιωτική άποψη. Τα αγγλικά συμφέροντα συγκρούονταν με τα γαλλικά και στη λύση του προβλήματος των πολεμικών επανορθώσεων, στο μοίρασμα των γερμανικών αποικιών και των παλαιών κτήσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Αγγλία στηριζόταν κυρίως στη ναυτική της υπεροχή. Αν και ο αγγλικός στόλος είχε κατά τον πόλεμο μεγάλες απώλειες, ωστόσο ήταν ακόμη ο μεγαλύτερος στον κόσμο. Γερμανικός στόλος στην ουσία δεν υπήρχε πια και ο αμερικανικός για την ώρα ήταν πιο αδύνατος από τον αγγλικό. Αλλά και η Αγγλία περνούσε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Σε πολλές από τις σπουδαιότερες αγορές όπου κυριαρχούσε πριν, δυνάμωσαν σημαντικά οι θέσεις των ανταγωνιστών της, προπάντων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ενώ στη διάρκεια του πολέμου η Αγγλία είχε πάρει από τις ΗΠΑ μεγάλα δάνεια. Αυτά δυσκόλευαν την αγγλική κυβέρνηση να εφαρμόσει το σχέδιό της για την ιμπεριαλιστική μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, στα σχέδιά τους για το μεταπολεμικό κόσμο, ξεκινούσαν από την οικονομική ηγεμονία τους στον καπιταλιστικό κόσμο. Στη διάρκεια του πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτιόνταν από την αποστολή των αμερικανικών όπλων, πρώτων υλών και τροφίμων. Οι τιμές καθορίζονταν από τα αμερικανικά μονοπώλια. Οι πληρωμές γίνονταν σε χρυσό. Το αποτέλεσμα ήταν οι ΗΠΑ να έχουν συγκεντρώσει στο τέλος του πολέμου το 40% περίπου των αποθεμάτων χρυσού όλου του κόσμου. Στα 1914 τα μακροπρόθεσμα χρέη των Ηνωμένων Πολιτειών σε άλλες χώρες ήταν 7.200 εκατ. δολάρια, στα 1919 το χρέος αυτό περιορίστηκε σε 3.985 εκατ. δολάρια, ενώ οι μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις του αμερικανικού κεφαλαίου στο εξωτερικό αυξήθηκαν από 3.514 εκατ. δολάρια σε 6.956 εκατ. δολάρια. Από το άλλο μέρος, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών είχαν δημιουργήσει χρέη στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, που συνολικά έφταναν τα 10 δισ. δολάρια. Ετσι, το σύνολο των αμερικανικών μακροπρόθεσμων επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό, ιδιωτικών και κρατικών, μετά την αφαίρεση των επενδύσεων του ξένου κεφαλαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, έφτανε τα 13 δισ. δολάρια. Η Αγγλία διατηρούσε ακόμη την πρώτη θέση στο συνολικό όγκο επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό, αλλά ο ανταγωνισμός της με τις ΗΠΑ για τις σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων γινόταν ολοένα και πιο δύσκολος.Στα χρόνια του πολέμου, αυξήθηκε αρκετά η αναλογία των ΗΠΑ στο συνολικό όγκο του παγκόσμιου βιομηχανικού προϊόντος. Η αύξηση των εξαγωγών και οι μεγάλες στρατιωτικές παραγγελίες της κυβέρνησης προκαλούσαν την εντατική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Οι βασικές θέσεις του αμερικανικού σχεδίου περιέχονταν στο κείμενο του Προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον, που έμεινε στην ιστορία ως «14 σημεία του Ουίλσον». Οι Αμερικανοί επιδίωκαν να στερεώσουν και να διευρύνουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις τους στη διεθνή αγορά.
Ενα από τα κεντρικά σημεία του αμερικανικού σχεδίου ήταν η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσουν για την αύξηση της επιρροής τους στις διεθνείς υποθέσεις. Η κυρίαρχη τάξη των ΗΠΑ έδινε μεγάλη σημασία και στην «ελευθερία των θαλασσών», τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου. Με την προβολή αυτής της απαίτησης, που είχε σχέση με το ελεύθερο εμπόριο με κάθε εμπόλεμο κράτος και απαγόρευε τον αποκλεισμό του αντιπάλου από τη θάλασσα, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να υπονομεύσουν την αγγλική κυριαρχία στη θάλασσα. Η αμερικανική κυβέρνηση, πέρα απ' αυτό, επέμενε και στη γενική αναγνώριση της αρχής της «ισότητας των εμπορικών δυνατοτήτων» και των «ανοιχτών θυρών». Αυτό θα εξασφάλιζε στις ΗΠΑ, που οικονομικά ήταν το ισχυρότερο κράτος, τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για τον οικονομικό επεκτατισμό τους. Στο γερμανικό πρόβλημα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τάχθηκε εναντίον της μεγάλης εξασθένισης της Γερμανίας, λογαριάζοντας να τη χρησιμοποιήσει ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και σαν αντίβαρο στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Αλλά ούτε οι ΗΠΑ μπορούσαν να επιβάλουν τα σχέδιά τους. Η κατάσταση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων την περίοδο αυτή δεν ανταποκρινόταν ακόμη στο ειδικό βάρος που είχαν στην παγκόσμια οικονομία. Ο αμερικανικός στόλος υστερούσε σημαντικά από τον αγγλικό σε τονάζ και σε μαχητική δύναμη. Δεν είχαν το διακλαδωμένο δίκτυο των ναυτικών βάσεων που είχε η Αγγλία. Το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε φτάσει στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, αντιπροσώπευε μια πολύ μικρή δύναμη, σε σχέση, π.χ., με το γαλλικό στρατό.
Και η Ιαπωνία
Η Ιαπωνία κέρδισε πάρα πολλά, μένοντας έξω από την ευρωπαϊκή - αμερικανική διαμάχη και κατακτώντας εδάφη στην Ασία. Πήρε στην κατοχή της τις γερμανικές αποικίες στην Κίνα και στο βόρειο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού, επέβαλε στην Κίνα μια βαριά συνθήκη υποταγής και με το να καταλάβει στην ουσία μονοπωλιακή θέση στις αγορές της Ανατολικής Ασίας και να επεκτείνει πολύ το εμπόριό της με την Κεντρική και τη Νότια Αμερική στερέωσε σημαντικά τις οικονομικές της θέσεις. Στα χρόνια του πολέμου, η Ιαπωνία τετραπλασίασε σχεδόν τον όγκο των συναλλαγών του εξωτερικού της εμπορίου και διπλασίασε τα αποθέματα χρυσού. Το συνολικό ποσό των δανείων, που είχε χορηγήσει στις χώρες της Αντάντ, έφτανε τα 500 εκατ. γιεν. Οι Ιάπωνες ιμπεριαλιστές ζητούσαν τώρα όχι μόνο να κατοχυρωθούν τα εδάφη που είχε κατακτήσει η Ιαπωνία στη διάρκεια του πολέμου, αλλά να αναγνωριστεί και η κυριαρχία της στην Κίνα. Είχαν μάλιστα σκοπό να κατακτήσουν και τη Σοβιετική Απω Ανατολή.Η Ιταλία ζητούσε να προσαρτήσει απέραντα εδάφη που ανήκαν πριν στην Αυστροουγγαρία, ανάμεσα σ' αυτά και το Τρεντίνο (Νότιο Τιρόλο) και μερικές νοτιοσλαβικές περιοχές. Ακόμα, ζητούσε να της δοθεί το μερίδιο που της είχαν υποσχεθεί οι σύμμαχοι με τις μυστικές στρατιωτικές συμφωνίες, όταν θα διαμελιζόταν η Τουρκία. Η Ιταλία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, στρατιωτικά ή οικονομικά, και είχε την ελπίδα πως θα την υποστήριζαν προπάντων η Αγγλία και οι ΗΠΑ σε βάρος της Γαλλίας.
Η Διάσκεψη και το «ρωσικό ζήτημα»
Η Διάσκεψη της Ειρήνης άρχισε τις εργασίες της στις 18 Γενάρη του 1919, στο Παρίσι. Στη Διάσκεψη αυτή, πήραν μέρος τα 27 κράτη που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Η σοβιετική κυβέρνηση, εφαρμόζοντας σταθερά τις λενινιστικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής, καθόρισε ξεκάθαρα τη στάση της απέναντι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τη μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου. Με μια διακοίνωση της σοβιετικής κυβέρνησης προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο λαϊκός επίτροπος των Εξωτερικών Γ. Β. Τσιτσέριν ξεσκέπαζε την υποκρισία των «14 σημείων», που αποτελούσαν τη βάση για το διακανονισμό των ζητημάτων της ειρήνης. Η σοβιετική διακοίνωση ζητούσε να δοθεί η δυνατότητα για αυτοδιάθεση των λαών που καταπίεζαν και οι ηττημένες και οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και οι λαοί της Ιρλανδίας, της Αιγύπτου, των Ινδιών και των Φιλιππίνων. Παίρνοντας υπόψη η σοβιετική κυβέρνηση πως υπεύθυνοι για τον πόλεμο ήταν οι καπιταλιστές όλων των χωρών, πρότεινε με τη διακοίνωσή της να παραιτηθούν όλοι από την αξίωση της εξόφλησης των πολεμικών δανείων και να μη φορτωθεί στις πλάτες των λαϊκών μαζών το αβάσταχτο βάρος των πολεμικών δαπανών. «Οσο για την ανόρθωση των χωρών που ερημώθηκαν από τον πόλεμο», έλεγε η διακοίνωση, «το βρίσκουμε πέρα για πέρα δίκαιο να βοηθήσουν σ' αυτό όλοι οι λαοί τις κακότυχες χώρες Βέλγιο, Πολωνία και Σερβία». Η Σοβιετική Ρωσία δήλωνε πως είναι πέρα για πέρα πρόθυμη να βοηθήσει τα θύματα αυτά του πολέμου «με καθετί που της είναι δυνατόν». Τις χώρες αυτές, δήλωνε η σοβιετική κυβέρνηση, είναι υποχρεωμένο να τις βοηθήσει και το αμερικανικό κεφάλαιο, που με τον πόλεμο κέρδισε δισεκατομμύρια. Η σοβιετική διακοίνωση περιείχε και μια προειδοποίηση: Πως η «ένωση των λαών», που πρότεινε ο Ουίλσον, είναι δυνατόν να μετατραπεί σε «ένωση των καπιταλιστών εναντίον των λαών».Τα κράτη που είχαν νικήσει στον πόλεμο, δείχνοντας φανερά το μίσος τους για την επαναστατική Ρωσία, στέρησαν από τη σοβιετική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αντιπροσωπευτεί στη Διάσκεψη. Οι εργασίες της Διάσκεψης στο Παρίσι διευθύνονταν από τις πέντε κύριες νικήτριες δυνάμεις: Τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μόνο δικοί τους αντιπρόσωποι, δυο από κάθε χώρα, πήραν μέρος στο Συμβούλιο των Δέκα - καθοδηγητικό όργανο που συγκροτήθηκε όταν άρχισαν οι εργασίες της Διάσκεψης. Αλλά, στην ουσία, σε όλα τα στάδια της Διάσκεψης τα σπουδαιότερα ζητήματα λύνονταν από τους αντιπροσώπους τριών κρατών: Των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Αν και η Διάσκεψη στο Παρίσι είχε συγκληθεί για να επεξεργαστεί τις Συνθήκες Ειρήνης με τις ηττημένες χώρες, το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε το Συμβούλιο των Δέκα ήταν το «ρωσικό ζήτημα». Τα κράτη που διευθύνανε τη διάσκεψη ήταν οι κυριότεροι οργανωτές της ένοπλης ιμπεριαλιστικής επέμβασης κατά της Σοβιετικής Ρωσίας, που ήδη είχε ξεκινήσει.
Οταν άρχιζε τις εργασίες της η Διάσκεψη, οι πρώτες επιθέσεις των εισβολέων είχαν αποκρουστεί. Ο Κόκκινος Στρατός έκανε επιθέσεις σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Ταυτόχρονα, η σοβιετική κυβέρνηση δε σταματούσε τις προσπάθειές της για την υπογραφή της ειρήνης, προτείνοντας στα ιμπεριαλιστικά κράτη να διακανονιστούν όλα τα επίμαχα ζητήματα με διαπραγματεύσεις. Οι επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και η φιλειρηνική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης βοήθησαν στην ανάπτυξη ενός κινήματος ανάμεσα στους εργαζόμενους των καπιταλιστικών χωρών για την αποχώρηση από το ρωσικό έδαφος των ξένων ενόπλων δυνάμεων. Στα στρατεύματα των εισβολέων είχε δυναμώσει αρκετά η αγανάκτηση για τον αντεπαναστατικό πόλεμο.
Η προσωρινή αλλαγή τακτικής και η αντεπανάσταση
Στις συνθήκες αυτές οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν να αλλάξουν την τακτική του αγώνα τους εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Σε ορισμένα μέτωπα, όπως, π.χ., στο βόρειο και στο μέτωπο της Απω Ανατολής, συνέχιζαν τη δράση τους αγγλικά, γαλλικά, αμερικανικά και ιαπωνικά στρατεύματα. Αλλά τώρα τα ηγετικά ιμπεριαλιστικά κράτη δεν ποντάρανε κυρίως στους στρατούς τους, αλλά στις δυνάμεις της εσωτερικής αντεπανάστασης στη Ρωσία, στα εθνικιστικά στοιχεία των μακρινών επαρχιών της και στα γειτονικά αστικά κράτη, όπως ήταν η Πολωνία, η Ρουμανία και άλλα.Ετσι, μέσα του Γενάρη του 1919 το Συμβούλιο των Δέκα άρχισε να συζητά μια πρόταση του Λόιδ Τζορτζ και του Ουίλσον για τη σύγκληση διάσκεψης από αντιπροσώπους της σοβιετικής κυβέρνησης και «όλων των πολιτικών παρατάξεων που μάχονται στη Ρωσία», αλλά με τον όρο να σταματήσουν προηγουμένως οι πολεμικές επιχειρήσεις. Ηδη είχε αρχίσει η αντεπανάσταση με τον εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της εξουσίας των Σοβιέτ. Η πρόταση αυτή αποσκοπούσε να σταματήσει την προέλαση του Κόκκινου Στρατού και να πετύχει μια ανάπαυλα για τα αντεπαναστατικά στρατεύματα όσο θα διαρκούσε η διάσκεψη, στην περίπτωση που η σοβιετική κυβέρνηση θα αρνούνταν να πάρει μέρος στη διάσκεψη, θα έριχναν πάνω της την ευθύνη για τη συνέχιση του πολέμου και έτσι θα εξασθένιζαν τις συμπάθειες των εργαζόμενων στις καπιταλιστικές χώρες για τη Σοβιετική Ρωσία.
Στις 22 Γενάρη του 1919 το Συμβούλιο των Δέκα κοινοποίησε το μήνυμα, που είχε συντάξει ο Ουίλσον, σε όλες τις «πολιτικές παρατάξεις της Ρωσίας», προτείνοντας σ' αυτές να στείλουν αντιπροσώπους τους στη διάσκεψη. Τόπος για τη διάσκεψη εκλέχτηκαν τα Πριγκιπονήσια, στη θάλασσα του Μαρμαρά, που βρίσκονταν τότε στον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο των συμμάχων.
Η κυβέρνηση της ΡΣΟΣΔ ήταν πρόθυμη να κάνει ό,τι της περνούσε από το χέρι για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να δημιουργηθούν συνθήκες για τη στερέωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών από οικονομική και πολιτική άποψη. Γι' αυτό στις 4 Φλεβάρη έδωσε καταφατική απάντηση στο μήνυμα της Διάσκεψης των Παρισίων δηλώνοντας πως είναι πρόθυμη «...να αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις ή στα Πριγκιπονήσια ή όπου αλλού, με όλες τις δυνάμεις της Συνεννόησης ή και με ορισμένες από αυτές ή και με όποιες πολιτικές παρατάξεις της Ρωσίας, σύμφωνα με την επιθυμία των δυνάμεων της Συνεννόησης». Η σοβιετική κυβέρνηση δήλωνε ακόμη πως στην προσπάθειά της για την αποκατάσταση της ειρήνης δεν αρνείται να γίνουν διαπραγματεύσεις και για τα χρέη της τσαρικής και της προσωρινής κυβέρνησης και για τις προνομιακές χαριστικές συμβάσεις και για άλλα ζητήματα.
Η απάντηση της σοβιετικής κυβέρνησης ματαίωσε το σχέδιο των ιμπεριαλιστών και τους έφερε σε δύσκολη θέση. Γι' αυτό οι ιμπεριαλιστές, με υπόδειξη του Κλεμανσό και άλλων οπαδών της ανοιχτής ένοπλης επέμβασης, βλέποντας πως με τη διάσκεψη στα Πριγκιπονήσια χαλάνε τα σχέδια για ανατροπή της εργατικής εξουσίας, αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις με τη Σοβιετική Ρωσία και η διάσκεψη στα Πριγκιπονήσια δεν πραγματοποιήθηκε.
Τα προσχήματα και η ένταση της στρατιωτικής εισβολής
Στις 25 Φλεβάρη το Συμβούλιο των Δέκα ενέκρινε την πρόταση του Αγγλου στρατάρχη Φος για το δυνάμωμα της αντισοβιετικής ένοπλης επέμβασης με το να τραβήξουν σ' αυτή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η πρόταση αυτή του Φος αποτέλεσε τη βάση του σχεδίου επίθεσης των αντεπαναστατικών δυνάμεων την άνοιξη του 1919. Από το άλλο μέρος οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ άρχισαν πάλι διαπραγματεύσεις με τη σοβιετική κυβέρνηση για να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη στις χώρες τους και να κερδίσουν χρόνο για την ένοπλη επέμβαση. Ο Γουίλιαμ Μπούλιτ, μέλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη των Παρισίων, στάλθηκε στη Μόσχα και στις 14 Μάρτη του 1919 έγινε δεκτός από τον Β. Ι. Λένιν. Οι συνομιλίες με τον Μπούλιτ τελείωσαν με τη σύνταξη ενός σχεδίου συμφωνίας για την υπογραφή ειρήνης ανάμεσα στη Σοβιετική Ρωσία και στις «κυβερνήσεις» των λευκοφρουρών σε διάφορες περιοχές της πρώην τσαρικής Ρωσίας με τους εξής όρους: Να αναγνωριστεί στον πληθυσμό όλων των εδαφών της Ρωσίας το δικαίωμα να εκλέξουν την κυβέρνηση που προτιμούν, να αποσυρθούν υποχρεωτικά από τη Ρωσία τα ξένα στρατεύματα και να σταματήσει η βοήθεια από το εξωτερικό στους λευκοφρουρούς και ο αποκλεισμός του σοβιετικού κράτους. Η εξόφληση των προηγούμενων χρεών της Ρωσίας θα γινόταν από όλες τις κυβερνήσεις που θα εκλέγονταν στο έδαφός της και που θα βαρύνονταν εξίσου. Σ' αυτό η σοβιετική κυβέρνηση καθοδηγούνταν από την επιδίωξή της να στερεώσει τη σοβιετική εξουσία και να απαλλάξει το λαό από τις βαριές θυσίες του αιματηρού εμφύλιου πολέμου. Πρόβλεπε πως η υπογραφή της ειρήνης με τους πιο πάνω όρους θα προκαλούσε αναπόφευκτα την πτώση όλων των «κυβερνήσεων» των λευκοφρουρών, που τις κρατούσε μόνο η βοήθεια των ξένων στρατευμάτων.Στην πραγματικότητα οι διαπραγματεύσεις με τη σοβιετική κυβέρνηση χρησιμοποιήθηκαν από τους ξένους ιμπεριαλιστές σαν προπέτασμα για την προετοιμασία μιας καινούριας ξαφνικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Η μεγάλη επίθεση των στρατευμάτων του Κολτσάκ κατά του Κόκκινου Στρατού, που έγινε στο τέλος Μάρτη στο ανατολικό μέτωπο, δημιούργησε στους ιμπεριαλιστές την ελπίδα πως θα ανέτρεπαν τις Σοβιετικές Δημοκρατίες με τη δύναμη των οπλών. Γι' αυτό ο Ουίλσον και ο Λόιδ Τζορτζ αρνήθηκαν να εγκρίνουν το σχέδιο που συμφώνησε ο Μπούλιτ στη Μόσχα.
Ετσι οργάνωσαν ακόμη μεγαλύτερη ένοπλη επέμβαση σ' όλα τα μέτωπα. Στο Δυτικό συμμετείχε και η Πολωνία με τον Βράγκελ, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη συμμετοχή της κυβέρνησης Βενιζέλου της Ελλάδας στην ουκρανική εκστρατεία. Παρ' όλ' αυτά, η δύναμη της Οχτωβριανής Επανάστασης ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και το εργατικό κίνημα υπεράσπισης της Οχτωβριανής Επανάστασης στις καπιταλιστικές χώρες. Η σοβιετική εξουσία νίκησε, οι ιμπεριαλιστές εκδιώχτηκαν και η αντεπανάσταση τσακίστηκε.
Το μοίρασμα της λείας
Σε ό,τι έχει σχέση με τ' άλλα ζητήματα της διάσκεψης και την οργάνωση του μεταπολεμικού κόσμου, ιδρύθηκε η Κοινωνία των Εθνών μετά από οξύτατη πάλη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Αγγλία, αφού ουσιαστικά είχε ανοίξει ο δρόμος για την ηγεμονία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και ιδιαίτερα για την εδραίωση των θέσεων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, κόντρα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Γι' αυτό οι ΗΠΑ πρότειναν και τη συμμετοχή της Γερμανίας και των άλλων ηττημένων χωρών, σε συνδυασμό με την πρόταση για επεμβάσεις, προκειμένου να διευθετούνται οι εδαφικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη. Αλλωστε τέτοιες προέκυπταν, αφού ήδη με τον πόλεμο διαλύθηκε η Αυστροουγγαρία και δημιουργήθηκαν δυο νέα κράτη, Αυστρία και Ουγγαρία, το ίδιο και στα Βαλκάνια μετά τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους, την ίδια περίοδο μέσα στον παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της δεν έγιναν μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένας διεθνής ιμπεριαλιστικός οργανισμός μετά από συμβιβασμό ανάμεσα σε ΗΠΑ - Αγγλία.Με το «Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών» ουσιαστικά ρυθμιζόταν και το μοίρασμα των αποικιών της Γερμανίας ανάμεσα στους νικητές, αλλά και των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βεβαίως, πιο συγκεκριμένα και οριστικά, αυτό το ζήτημα του μοιράσματος λύθηκε στη συνέχεια της Διάσκεψης του Παρισιού επίσης με συμβιβασμούς και έτσι οι αποικίες της στην Αφρική μοιράστηκαν ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία - το μεγαλύτερο μέρος - ενώ εδάφη πήραν το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Η Ιαπωνία πήρε τις γερμανικές κτήσεις στα νησιά του Ειρηνικού και στην Κίνα. Στη συνέχεια συζητήθηκε η διαμόρφωση των δυτικών και των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας και ουσιαστικά της αφαιρέθηκαν εδάφη, αφού εδαφικές αξιώσεις πρόβαλε και η Πολωνία. Αυτές οι διευθετήσεις έγιναν με τρόπο που να συνεχίζονται οι αμφισβητήσεις και κυρίως αφαιρούσαν το 1/8 των εδαφών της Γερμανίας. Ετσι δεν είναι τυχαίο που ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με κατάληψη τσεχοσλοβάκικων εδαφών από τη Γερμανία και επίθεση στην Πολωνία.
Η Διάσκεψη του Παρισιού είδε επίσης το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και το ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα της επέτρεπαν να έχει τόσο και τέτοιο στρατό που να μην μπορεί να επιτεθεί σε άλλη ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι την υποχρέωναν να αποσύρει το στρατό της από όλες τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές περιοχές, εκτός από τις Βαλτικές χώρες, που αποτελούσαν έδαφος της πρώην τσαρικής Ρωσίας, όπου είχε εγκαθιδρυθεί σοβιετική εξουσία, αλλά ανατράπηκε και συνόρευαν με τη Ρωσία. Βεβαίως, στη δεκαετία του '30 οι ίδιες οι νικήτριες χώρες εξόπλιζαν τη Γερμανία, θεωρώντας ότι θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, αλλά η ίδια ξεκίνησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στη Δύση.
Ετσι τέλειωσε τις εργασίες της η λεγόμενη Διάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων και έκλεισε το ζήτημα με τη Γερμανία, με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στις 28 Ιούνη του 1919. Είχαν μείνει όμως ακόμη ανοιχτά ζητήματα για το μεταπολεμικό κόσμο, όπως το ιμπεριαλιστικό μοίρασμα της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό το τελευταίο έκλεισε με τη Συνθήκη των Σεβρών, που οδήγησε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.
Η Συνθήκη των Σεβρών
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η έκταση της Τουρκίας ελαττωνόταν έως το ένα πέμπτο. Η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία και η Χατζάζη κηρύσσονταν τυπικά ανεξάρτητα κράτη. Και λέμε τυπικά, γιατί ουσιαστικά γίνονταν αποικίες - προτεκτοράτα, η πρώτη της Γαλλίας και οι άλλες της Μεγάλης Βρετανίας, μιας και τα κράτη αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Συνθήκης, κρίνονταν μη ικανά για αυτοκυβέρνηση. Η Τουρκία έχανε κάθε επικυριαρχία πάνω στην Αίγυπτο, η οποία γινόταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας, στην οποία παραχωρούνταν επίσης η Κύπρος, το Σουδάν, καθώς και τα δικαιώματα της Τουρκίας στη ναυσιπλοΐα του Σουέζ. Αναγνωριζόταν το προτεκτοράτο της Γαλλίας στο Μαρόκο και την Τυνησία και η Λιβύη παραχωρούνταν στην Ιταλία.Επιπλέον, τα τρία ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) με ιδιαίτερη συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό,τι απέμεινε ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν' αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, όπου τυπικά αναγνωριζόταν η τουρκική κυριαρχία με το να κυματίζει η οθωμανική σημαία στα φρούρια της πόλης.
Η Σμύρνη, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της Συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα. Η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου, η οποία γινόταν αυτόνομη και μόνο μετά από δημοψήφισμα θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Η Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό την αίρεση των συμμάχων, για την περίπτωση που η Τουρκία δε θα τηρούσε τα συμφωνημένα. Τα Στενά των Δαρδανελίων κηρύσσονταν ουδέτερη και αφοπλισμένη ζώνη.
Η Συνθήκη των Σεβρών αφόπλιζε την Τουρκία και άφηνε ελεύθερη τη δίοδο των Στενών, εκτός από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία, πράγμα που έθετε κάτω από τον έλεγχο της Αγγλίας και της Γαλλίας το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της Μαύρης Θάλασσας.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου ανέλαβε τη δράση για την επιβολή της συγκεκριμένης Συνθήκης, η οποία απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Κεμάλ. Ετσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, ο οποίος τυπικά ξεκίνησε το Μάη του 1919.
Στις 2 Μάη (15 με το νέο ημερολόγιο) 1919, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων. Η εκστρατεία είχε ξεκινήσει.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας, εκείνη την περίοδο, στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και, δεύτερον, ποιες διεθνείς συνθήκες επικρατούσαν και ποια σχέδια υπήρχαν για την περιοχή της Εγγύς Ανατολής;
Η αστική τάξη της Ελλάδας ήθελε την περίοδο εκείνη να διευρύνει την εσωτερική αγορά με νέα εδάφη. Και προσέβλεπε σε τέτοια εδάφη, όπου κατοικούσε και δρούσε ελληνικός πληθυσμός. Τέτοια ήταν τα παράλια της Μικράς Ασίας και η τότε Ανατολική Θράκη. Αλλά αυτή η επιδίωξη χωρίς τους τότε ιμπεριαλιστές συμμάχους της, νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε να ευοδωθεί. Ηδη, η αστική τάξη ήταν αντιδραστική. Προσδοκούσε, λοιπόν, προσάρτηση εδαφών. Και αυτό συνδυαζόταν με τις επιδιώξεις ιμπεριαλιστικού μοιράσματος ολόκληρης της περιοχής από τα Βαλκάνια έως την Εγγύς Ανατολή, σε περίοδο αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιπλέον ήταν σύμμαχος των ηττημένων στον πόλεμο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Οι νικήτριες του πολέμου δυνάμεις της Αντάντ ετοιμάζονται για νέο μοίρασμα του κόσμου, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία - παραπαίουσα πια και ηττημένη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο - στέκει εμπόδιο στα σχέδιά τους για δύο κυρίως λόγους: Τα πετρέλαια και τα γεωστρατηγικής σημασίας εδάφη για τη δράση των μονοπωλίων. Η επιδίωξή τους, για τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, πλέον, είναι σαφής και γίνεται πράξη, όταν, τον Οκτώβρη του 1918, την αναγκάζουν να υπογράψει τη Συνθήκη του Μούδρου, που οδηγεί στο διαμελισμό της Αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου - ως εκφραστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης στη χώρα - βλέπει το ιδανικό περιβάλλον για να υλοποιήσει την επιδίωξη προσάρτησης νέων εδαφών και αύξησης των ορίων της δικής της αγοράς. «Μεγάλη Ιδέα» την ονόμασαν. Στο πλαίσιο του μοιράσματος μεταξύ των νικητών ιμπεριαλιστικών κρατών και με την αξιοποίηση της συμμετοχής της στον πόλεμο στο πλευρό τους, η άρχουσα τάξη της Ελλάδας πίστευε ότι θα της εξασφάλιζαν εδάφη με το πρόσχημα της ύπαρξης σ' αυτά ελληνικών πληθυσμών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Γενάρη του 1919, άρχισε στο Παρίσι η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία. Ο Βενιζέλος πηγαίνει ο ίδιος στο Παρίσι για να διεκδικήσει και διπλωματικά την υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Οι ιμπεριαλιστές υπέβαλαν στην κυβέρνηση του Βενιζέλου το αίτημα αποστολής ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Σμύρνη και η κυβέρνηση Βενιζέλου ανταποκρίθηκε. Ετσι, στις 15 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Στις 28/7 (10/8 με το νέο ημερολόγιο) 1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία υποτίθεται ότι οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο παραχωρούσαν εδάφη του οθωμανικού κράτους στην Ελλάδα. Η αστική τάξη στη χώρα πανηγυρίζει για την Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Αλλά η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και η ανάθεση της επιβολής της βασικά στον ελληνικό στρατό προμήνυαν νέο πόλεμο, στο έδαφος της Τουρκίας πλέον, και ας αναγγελλόταν ως συμφωνία ειρήνης. Ετσι κι αλλιώς, ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη από το Μάη του 1919, ενώ πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στο στρατό του Κεμάλ είχαν προηγηθεί της Συνθήκης. Ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και συμμετείχε στην εισβολή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αντάντ στη Σοβιετική Ρωσία (ουκρανική εκστρατεία στα 1919).
Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), αν και νεαρό τότε κόμμα με λιγοστές δυνάμεις, πάλευε ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τις κατακτητικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, που μόνο δεινά φόρτωνε το λαό. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμησή του για τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε για την υπογραφή της. Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) όχι μόνο καταγγέλλει τη Συνθήκη, αλλά προειδοποιεί το λαό για τους κινδύνους που περικλείει για νέους πολέμους και πως η εργατική τάξη, ο λαός μπορεί να απαλλαγεί απ' αυτούς, αποσπάσματα της οποίας δίνουμε πιο κάτω. Πηγή τα «Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμος Α', σελ. 104-110».
« (...)το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα, το οποίον προείδε τον παγκόσμιον πόλεμον και εχαρακτήρισεν αυτόν ανταξίως των ιμπεριαλιστικών και ληστρικών του σκοπών, δεν ηπατήθη, ούτε ως προς την ειρήνην, η οποία ηδύνατο να προκύψη δι' όλας τας χώρας και δι' όλους τους λαούς, ούτε ειδικώς διά την ειρήνην, η οποία θα προέκυπτε διά τον λαόν της Ελλάδος.
Πράγματι αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον. Υπό το πρόσχημα της Κοινωνίας των Εθνών και την κατασυντριβή του γερμανικού μιλιταρισμού και της αυτοκρατορίας των Χοεντζόλερν και των Αψβούργων, οι ιμπεριαλισταί της Αγγλίας έδεσαν με νέα δεσμά τους λαούς και απέδειξαν τας εγκληματικάς και ληστρικάς προθέσεις των. Το δήθεν δόγμα των περί ελευθέρας διαθέσεως των εθνών και ελευθέρας αναπτύξεως των μικρών λαών κατεκουρέλιασαν αυτοί οι ίδιοι, οι οποίοι εξακολουθούν ακόμη να διατηρούν υπό την κατοχήν των την Ιρλανδίαν, την Αίγυπτον, τας Ινδίας, την Συρίαν, την Μεσοποταμίαν, την Παλαιστίνην, την Κύπρον και πολλά ακόμη εδάφη της τουρκικής αυτοκρατορίας, τα οποία εκμεταλλεύονται, οι οποίοι, είναι γνωστόν, εγκατέστησαν πολιτικόν και οικονομικόν έλεγχον εις όλας τας ηττηθείσας χώρας, αφού κατέλαβον διά της βίας τας πλουτοφόρους πηγάς αυτών, οι οποίοι εξεβίασαν την προσχώρησιν όλων σχεδόν των μικρών εθνών εις τον πόλεμον, οι οποίοι έπνιξαν εις το αίμα την σοβιετικήν δημοκρατίαν της Ουγγαρίας και οι οποίοι εκήρυξαν τον αποκλεισμόν, οργάνωσαν συνωμοσίας και τέλος επενέβησαν διά των όπλων εναντίον του ελευθέρου λαού των εργατών και χωρικών της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. (...) Ο πόλεμος δεν ετελείωσεν. Απλώς διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν αι βάσεις των πολέμων της αύριον τους οποίους μελετούν να εξαπολύσουν εκ της Βαλκανικής εις την Ασίαν και εις την ανατολικήν Ευρώπην, εναντίον του λαού της Ρωσίας και κάθε άλλου λαού ο οποίος θα ετόλμα ν' αποτινάξη τον ζυγόν των κυρίων του.(...)
Απέναντι της καταστάσεως ταύτης η οποία εξωτερικώς μεν οδηγεί την χώραν προς νέους αγνώστους πολέμους και νέας συμφοράς, εσωτερικώς δε οδηγεί αυτήν εις την πλέον αδυσώπητον χρεωκοπίαν και αθλιότητα, που επαυξάνει το αδιέξοδον και την απόγνωσιν των ταλαιπωρημένων μαζών, το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα υψώνει την φωνήν του και καταγγέλλει ως συνένοχα και υπεύθυνα όλα εν γένει τα αστικά κόμματα, όσα προ και κατά τη διάρκειαν του πολέμου εκυβέρνησαν την χώραν κ' εβοήθησαν εις την πολιτικήν του πολέμου, της πιέσεως και της υποδουλώσεως του λαού.(...)
Η ώρα του νέου πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί - οι φυσικοί - εχθροί μας. Κατά τούτων όλων, άνευ ουδεμίας διακρίσεως, καλεί το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα τους εργάτας και χωρικούς να ενωθούν, να οργανωθούν. Κατά τούτων πάντων των εκμεταλλευτών και τυράννων μας, καλεί το Κόμμα μας τους εργάτας, τους χωρικούς και όλους τους βιοπαλαιστάς να αμυνθούν! Η ιστορία του κινήματος των προλεταρίων, των εκμεταλλευομένων όλου του κόσμου, μαρτυρεί ότι ουδεμία τυραννία ποτέ κατέπεσε άνευ της πρωτοβουλίας και της εξεγέρσεως των τυραννουμένων.(...)».
Η Διάσκεψη του Παρισιού μπορεί να επέβαλε την ιμπεριαλιστική ειρήνη σε όφελος της Αντάντ, αλλά ακριβώς γι' αυτό, ότι δηλαδή ήταν αποτέλεσμα προσωρινού συμβιβασμού στις οξύτατες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αυτή κράτησε μόλις μια δεκαετία, τυπικά βεβαίως, αφού σε συνδυασμό με τη γενικευμένη παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού έγινε ο επόμενος Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου