Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στα χρονικά της διαμάχης με την εμφάνιση γυναικών μαχητριών, ιδιαίτερα στα αντιστασιακά κινήματα που κατευθύνονταν από κομμουνιστές.
Οι περιπτώσεις αρκετών Εβραίων γυναικών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως διότι οι Εβραίοι δεν αναφέρονται ούτε στη γενικότερη βιβλιογραφία για την Αντίσταση ούτε στις νεώτερες μελέτες για τις γυναίκες στο αντάρτικο. Η Ντόρα Μπουρλά πολέμησε στα βουνά της Μακεδονίας και ήταν γνωστή στους συμπολεμιστές της ως Ταρζάν. Μία άλλη Ντόρα, η Ραμπάν, ανήκε σε μια μάχιμη μονάδα τριάντα γυναικών. Οι αδελφές Ουζίελ οργανώθηκαν στην ΕΠΟΝ της Σπουδάζουσας Αθήνας και ανέπτυξαν πλούσια οργανωτική και αντιστασιακή δράση.
Άλλες Εβραιοπούλες αναδείχτηκαν σε σημαντικές θέσεις στον ΕΛΑΣ λόγω της δυναμικής τους προσωπικότητας. Η Κάρμεν Κάκις από τη Δράμα, για παράδειγμα, με τα κόκκινα μαλλιά και τη γλυκιά φωνή της στο τραγούδι, ήταν καπετάνισσα, εντεταλμένη να στρατολογεί γυναίκες στην Αντίσταση. Πολλές φορές την έστειλαν στη Σκόπελο για ανάπαυση όπου έμενε με τη Λιλή Μιτράνη. Η Μιτράνη ήταν δασκάλα από τη Θεσσαλονίκη που είχε ζητήσει από την κυβέρνηση μετάθεση σε μία ασφαλή περιοχή όπου θα μπορούσε να διδάσκει φανερά ως Εβραία. Αυτό κατόρθωσε να κάνει στη Σκόπελο όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Παράλληλα, ανήκε στη Αντίσταση και προσέφερε κατά καιρούς τη φιλοξενία της σε όσους συναγωνιστές την είχαν ανάγκη.
Ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, βρετανικές και ελληνικές δυνάμεις τους αντικατέστησαν, συνοδευόμενες από δυτικούς δημοσιογράφους. Παρακάτω θα δούμε αναφορές Βρετανών και Παλαιστινίων δημοσιογράφων. Εδώ θα σταθούμε στην ιστορία μιας καπετάνισσας, όπως την έγραψε ο ατρόμητος Ελληνοαμερικανός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Πούλος, που μπήκε στην Ελλάδα στα μέσα Αυγούστου 1944 και βρισκόταν ήδη στην Αθήνα μία μέρα πριν φτάσουν οι βρετανικές δυνάμεις
Η Σαρίκα Γ., μία δεκαοχτάχρονη Ελληνοεβραία από τη Χαλκίδα, είναι λοχαγός μιας διμοιρίας Ελληνίδων ένστολων ανταρτισσών που βρίσκονται στο νησί της Εύβοιας. Φορώντας ένα ζευγάρι μπότες Βρετανού στρατιώτη και κασκέτο, καθώς και σακάκι και στολή ιππασίας φτιαγμένη από Αμερικανική κουβέρτα, οδηγεί τη διμοιρία της κάθε μέρα στις επιχειρήσεις που διατάζει το αντάρτικο σύνταγμα στο οποίο ανήκει. Είναι μια κοντή, γεροδεμένη κοπέλα με σκούρα μαλλιά και γαλανά μάτια. Τρέχει σαν άντρας και μπορεί να κατεβάσει με το τουφέκι ένα καρύδι από ένα δέντρο σε απόσταση 200 γιαρδών. Δίνει οδηγίες βηματισμού στη διμοιρία της που κατεβαίνει το βουνίσιο μονοπάτι με τόνο ζωηρό και υπερήφανο, άλλοτε φωνάζοντας ένα σταθερό «Επ, Επ, Επ», κι άλλοτε κρατώντας το ρυθμό με το μπράτσο της.
Μόνο μετά την παράδοση των Ελλήνων στους Ιταλούς αναγκάστηκε να διαφύγει στα βουνά. Από εκεί, ντυμένη σαν χωρική, γυρνούσε πότε-πότε πίσω στην γερμανοκρατούμενη Χαλκίδα για να μαζέψει πληροφορίες για το αντάρτικο σύνταγμά της. Όταν αυτό έγινε πολύ επικίνδυνο, άρχισε να διδάσκει σε σχολεία στο βουνό. Κατόπιν πήγε να εργαστεί στα κεντρικά γραφεία της Αντίστασης. Και αργότερα, όταν οργανώθηκε λόχος ανταρτισσών, διάλεξαν αυτήν για λοχαγό τους. Από ολόκληρη τη μεγάλη οικογένειά της, από όλες τις αδελφές και τους γαμπρούς και τους θείους, μόνο αυτή και η μητέρα της έχουν μείνει. «Αυτή είναι η πατρίδα μου», μου είπε η Σαρίκα. «Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι Έλληνες είναι ο λαός μου, ο αγώνας τους είναι αγώνας μου. Εδώ ανήκω».
Η Σαρίκα είναι μία από έναν απίστευτο αριθμό Ελληνίδων που συμμετείχαν στην ατρόμητη Αντίσταση. Καμιά φορά δημιουργείται η εντύπωση ότι στα βουνά υπήρχαν πιο πολλές γυναίκες από άντρες. Είδα οργανώτριες, μαγείρισσες, πλύστρες, κοινωνικές λειτουργούς και νοσοκόμες να εκτελούν τα καθήκοντά τους ακούραστες κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Δούλευαν δέκα έως δώδεκα ώρες την ημέρα οργανώνοντας γυναικείες επιτροπές περίθαλψης, σχολεία, βρεφικούς σταθμούς, κλινικές και νοσοκομεία στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας. Παρακολούθησα μια διαδήλωση τεσσάρων χιλιάδων γυναικών και δεκαεφτά ιερέων, μαζεμένων από διάφορες περιοχές που εκτείνονταν σε μία ακτίνα τριανταπέντε χιλιομέτρων, να βαδίζουν προς ένα χωριό που βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Ναζί για να απαιτήσουν την απελευθέρωση δεκάδων ομήρων. Δεν πέτυχαν τον στόχο τους, αλλά καθώς εγώ έφευγα εκείνες συζητούσαν για τα λάθη τακτικής που είχαν κάνει και σχεδίαζαν μία μεγάλη μαζική διαδήλωση καλώντας κι άλλες γυναίκες από άλλα χωριά. Στη Ρούμελη πολλοί μου διηγήθηκαν την ιστορία της Αριάδνης Ντάλαρη, μιας οδοντιάτρου από τη Λαμία που την βασάνιζαν οι Ναζί για δεκαπέντε ημέρες, προσπαθώντας να την κάνουν να μιλήσει για την Αντίσταση. Αφού δεν κατάφεραν να την κάνουν να λυγίσει, την έστησαν στον τοίχο και την τουφέκισαν.
Δίπλα της στεκόταν μια ομάδα γυναικών που τραγουδούσε αντάρτικα τραγούδια. Διηγούνται επίσης την ιστορία μιας άλλης γυναίκας από τη Ρούμελη, της Αγγελικής Μοντεσάντου, που καταδικάστηκε σε θάνατο για αντιστασιακές πράξεις. Όταν ανέβηκε στην εξέδρα έβαλε η ίδια τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της, την έσφιξε και φώναξε: «Πεθαίνω ευτυχής γιατί πεθαίνω για την πατρίδα μου».
Παρακολούθησα μια γυναικεία οργάνωση περίθαλψης να πηγαίνει από χωριό σε χωριό μαζεύοντας φαγητό και παλιά ρούχα για τις οικογένειες των οποίων τα σπίτια είχαν καεί από τους Γερμανούς. Μετά το πέρασμα των Ναζί, είδα τις γυναίκες να ξεθάβουν σάκους σιτάρι από τις κρυψώνες τους, κάτω από τα χωμάτινα πατώματα των σπιτιών τους. Σε άλλα μέρη είδα γυναίκες να κουβαλούν φαγητό και πολεμοφόδια σε απομονωμένα φυλάκια και φρουρές ανταρτών.
Ο Πούλος ήταν ένας ενεργητικός και επιθετικός ανταποκριτής, με καλό μάτι και καλή πένα.
Χωρίς αμφιβολία έφερε πίσω μαζί του και πολλές άλλες καλές ιστορίες τις οποίες, όμως, δεν πρόλαβε να αναλύσει ή να καταγράψει. Ήταν, όμως, ο πρώτος που κατέγραψε για τους Συμμάχους – ήδη από τον καιρό του πολέμου – την ιστορία των ηρωικών γυναικών που υπηρέτησαν την Ελλάδα κατά την Κατοχή. Άλλες ιστορίες και αναλύσεις βγήκαν στο φως πενήντα χρόνια αργότερα από τις Αλταμιράνο, Χαρτ, Φουρτούνη και άλλους
Οι ιστορίες των Εβραίων γυναικών, ωστόσο, παρέμειναν καταγεγραμμένες μόνο στην προφορική μνήμη, ή θάφτηκαν σε μεταπολεμικές καταθέσεις ή δυσεύρετες εκδόσεις στα εβραϊκά. Η μορφή της Σαρίκας ήταν πολύ γνωστή στους δημοσιογράφους των Συμμάχων, αν και ο Πούλος ήταν ο μόνος που της πήρε συνέντευξη και έγραψε ότι ήταν Εβραία. Εξαιτίας του μεταπολεμικού κατατρεγμού των πρώην ανταρτών, η Σαρίκα μετανάστευσε στην Παλαιστίνη το 1946 και επέστρεψε σε έναν πιο συμβατικό τρόπο ζωής. Αυτή η πρώην καπετάνισσα στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ στην Εύβοια, παντρεύτηκε τον Μαρτσέλο Φόρτη και έκανε οικογένεια. Αργότερα έδωσε συνέντευξη για τα ισραηλινά αρχεία. Όπως φαίνεται από την παρακάτω περίληψη, ο Πούλος είχε μόνον επιφανειακή γνώση γι’ αυτήν την αξιοθαύμαστη νεαρή κοπέλα.
Η Σαρίκα (Σάρα Γεοσούα) ήταν αριστούχος μαθήτρια και ηγετική φυσιογνωμία στο γυμνάσιό της στη Χαλκίδα, την πρωτεύουσα της Εύβοιας. Ήταν ανηψιά του αντισυνταγματάρχη Μορδοχαίου Φριζή, που σκοτώθηκε στην Πρεμετή ενώ ήταν επικεφαλής επίθεσης ενάντια στους Ιταλούς εισβολείς. Όταν ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων, διέφυγε με τη μητέρα της στους γειτονικούς λόφους καβάλα σε ένα γαϊδούρι και βρήκε καταφύγιο στο χωριό Στενή, όπου δίδασκε στις γυναίκες ανάγνωση και γραφή ενώ, παράλληλα, προσπαθούσε να αφυπνίσει τη θηλυκή τους συνείδηση. Τέτοιες δραστηριότητες, που κατά κανόνα εκτελούνταν από τις κοπέλες της ΕΠΟΝ, αποτελούσαν τον πυρήνα της συμμετοχής της Αντίστασης στην κοινωνική επανάσταση που δονούσε την ελληνική ενδοχώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Όταν ειδοποιήθηκε ότι οι Γερμανοί άρχισαν να σαρώνουν την περιοχή, ο σύνδεσμός της την πήγε στα βουνά όπου η Σαρίκα άρχισε να δρα πιο ενεργά. Κρέμασε πάνω της δύο φυσεκλίκια και πήγαινε από χωριό σε χωριό και εξηγούσε την Αντίσταση στις γυναίκες. Κατάφερε έτσι να οργανώσει μια μονάδα από νεαρές κοπέλες, που αρχικά υπηρετούσαν ως βοηθητικές στους στρατώνες, δουλεύοντας στην κουζίνα, στο πλυσταριό κ.λπ. Αργότερα, τους έμαθαν να χειρίζονται τα όπλα και να παρασκευάζουν κοκτέιλ Μολότωφ (μπουκάλια γεμάτα βενζίνη με στουπί που ανάβονταν και ανατινάζονταν). Βρετανοί παρατηρητές περιέγραψαν αργότερα με θαυμασμό το παράδοξο θέαμα μια μικροκαμωμένης κοπελίτσας μπροστά στην οποία συντάσσονταν για επιθεώρηση άνδρες μαχητές δυο μέτρα μπόι.
Στις αρχές του 1944 ήταν έτοιμες να αναλάβουν δράση. Η καπετάνισσα Σαρίκα και οι δώδεκα επίλεκτες κοπέλες της αποτέλεσαν ιδιαίτερη διμοιρία αντιπερισπασμού στην Αντίσταση. Όταν προγραμματιζόταν μια ενέργεια ενάντια στους Γερμανούς, η Σαρίκα και η μονάδα της πήγαιναν με κοκτέιλ Μολοτώφ σε ένα μακρινό χωριό όπου «παρίσταναν» την μονάδα επίθεσης. Οι Γερμανοί ανταπέδιδαν. Οι κοπέλες εξαφανίζονταν αφού θεωρούνταν υπεράνω πάσης υποψίας και η κύρια δύναμη της Αντίστασης εκτελούσε την ενέργειά της αλλού. Μια φορά την έστειλε ο διοικητής της στο χωριό Κάμπια, του οποίου ο τοπικός ιερέας ήταν πληροφοριοδότης των Γερμανών. Ντυμένη ως χωρική, η Σαρίκα τού είπε πονηρά ότι είχε κάτι να εξομολογηθεί αλλά ντρεπόταν να το κάνει σε τέτοιο ιερό χώρο.
Μόλις ο ιερέας βγήκε από την εκκλησία, οι αντάρτες τον συνέλαβαν. Η ιστορία διαδόθηκε γρήγορα στη γύρω περιοχή και η φήμη της μονάδας και της Εβραίας αρχηγού της αυξήθηκε ανάλογα.
Όταν οι Γερμανοί έμαθαν ότι η «δασκάλα» δρούσε έξω από το χωριό Στενή, έστειλαν έναν καταδότη για να την αποκαλύψει. Αντί για την Σαρίκα, όμως, έπιασε την ξαδέλφη της, την Μέντη Μόσκοβιτς, που ήταν επίσης δασκάλα. Είχε κάνει το λάθος να ζητήσει τη «δασκάλα». Οι Γερμανοί την συνέλαβαν και κατέστρεψαν το σπίτι όπου κρυβόταν. Στον καταδότη έδωσαν το προνόμιο να δολοφονήσει την Μέντη, αφού πρώτα την κακομεταχειρίστηκαν βάναυσα και την βασάνισαν. Όταν η Σαρίκα έμαθε τα καθέκαστα της τραγωδίας ζήτησε από τον διοικητή της την άδεια να πάρει εκδίκηση. Οι αντάρτες έμαθαν την ταυτότητα του καταδότη και η Σαρίκα πήγε στο χωριό. Στον δρόμο συνάντησε τον καταδότη και τον ρώτησε για την ξαδέλφη της.
Εκείνος απάντησε, «επιτέλους την ξεφορτωθήκαμε την Εβραία δασκάλα». Η Σαρίκα έβγαλε το πιστόλι της και τον σκότωσε. Αυτή η πράξη ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον θρύλο γύρω από το πρόσωπό της. Κάποτε ήρθε η πληροφορία ότι οι Γερμανοί σχεδίαζαν μπλόκο στα περίχωρα της Χαλκίδας. Η Σαρίκα στάλθηκε να προειδοποιήσει τους κατοίκους. Σκαρφάλωσε σε μια στέγη και με ένα μεγάφωνο κάλεσε τους χωρικούς να διαφύγουν προς τους αντάρτες. Η νεανική της φωνή βρήκε απήχηση και οι νεαροί μπήκαν στην Αντίσταση. Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Ελλάδα, η Σαρίκα γύρισε στη Χαλκίδα όπου συνέχισε να δουλεύει με τους νέους. Καθώς οι πρώην αντάρτες δεν έχαιραν της εκτίμησης των νέων ηγετών της Ελλάδας, η Σάρα σύντομα συνελήφθη, αλλά την έσωσε η φήμη της. Ο ανακριτής την συμβούλευσε να σπεύσει στον τοπικό Ραββίνο και να του ζητήσει να την στείλει στην Αθήνα, απ’ όπου μπόρεσε να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Από το 1946 ζει στα περίχωρα του Τελ Αβίβ με την οικογένειά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου