Στις 16 Ιουλίου του 1946, οι πρώτοι κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι του Εμφυλίου οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πρόκειται για τον Θεοχάρη Σαπρανίδη και τον Γεώργιο Καλέμη, δύο αγρότες από το Κιλκίς.
Οι δύο αγρότες μέλη του ΚΚΕ και πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ, είχαν κατηγορηθεί με το Γ΄ Ψήφισμα και καταδικαστεί παμψηφεί σε θάνατο, από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και τον βασιλικό επίτροπο Ταμβακά. Κρατήθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα (τρεις ημέρες) στο Γεντί Κουλέ και εκτελέστηκαν στον "συνήθη τόπον εκτελέσεων", δηλαδή τους λόφους πίσω από το Γεντί Κουλέ. Το κατηγορητήριο των δύο εκτελεσμένων είναι χαρακτηριστικό της εποχής και του κλίματος της λευκής τρομοκρατίας που επικρατούσε. Τα ντοκουμέντα, βάση των οποίων στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία στο στρατοδικείο, ήταν η ανεύρεση σε χωράφι που ανήκε σε θείο του ενός κατηγορούμενου τεσσάρων όπλων και τετρακοσίων σφαιρών, καθώς και ότι «ήσαν πρώην ελασίται» ενώ ακόμη «υπήρχον πολλαί ενδείξεις ότι ούτοι ετέλουν εις επαφήν» με «συμμορία», όπως κατέθεσαν συγχωριανοί τους, αν και στο χωριό και τη γύρω περιοχή δεν είχε συμβεί καμιά σύγκρουση ή επεισόδιο από τη μέρα των εκλογών. Τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας δεν είναι γνωστά και δεν κοινοποιήθηκαν στον τύπο. Αυτή υπήρξε ακόμα μια τυπική πρακτική του κράτους, όταν χρησιμοποιούσε πρώην ταγματασφαλίτες ή ψευδομάρτυρες για τη στοιχειοθέτηση κατηγορητηρίων.
Η δίκη
Αρχικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μαζί με τους Καλέμη και Σαπρανίδη είχε καθίσει και ο δάσκαλος του χωριού Περιστέρι (το χωριό των Καλέμη και Σπρανίδη στο Κιλκίς) Ιερεμίας Μπουντουριάν. Ο δάσκαλος κατηγορούνταν για τη δράση του ως σύνδεσμος των δύο με την ομάδα καταδιωκόμενων αγωνιστών του καπετάν Βοριά. Το αν ή όχι ο δάσκαλος υπήρξε σύνδεσμος δεν ξεκαθαρίζεται από καμιά ιστορική πηγή. Πάντως στη δίκη αναφέρεται ότι ο δάσκαλος προσπάθησε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στους εθνικόφρονες του χωριού και τους αντάρτες του Βοριά. Το γεγονός αυτό αναφέρουν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Η κατάληξη της δίκης επιδίκασε την εσχάτη των ποινών στους δύο και ισόβια δεσμά στον Μπουντουριάν. Το γεγονός ότι κανένα από τα στοιχεία του κατηγορητηρίου δεν αποδείχτηκε, αλλά και το ότι παρά την εμφανή συμβιβαστική στάση του Μπουντουριάν, του επιδίκασαν μια τόσο βαριά ποινή, καταδεικνύει ότι το μοναρχικό εμφυλιακό κράτος έμελλε να τηρήσει τη σκληρότερη δυνατή στάση απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους.
Έτσι, παρά το έωλο κατηγορητήριο που βασίζεται σε «ενδείξεις» και την αντιστασιακή δράση των κατηγορουμένων, ο βασιλικός επίτροπος Ταμβακάς «εζήτησε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι» και ως τιμωρία «την εσχάτην των ποινών διά τους δύο πρώτους και ισόβια διά τον Μπουντουριάν». Ο συνήγορος των Καλέμη και Σαπρανίδη Μηνάς Πατρίκιος (πρώην και μετέπειτα δήμαρχος Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης και βουλευτής της ΕΠΕΚ) «εζήτησεν όπως μη εφαρμοσθή η ποινή του κατηγορητηρίου διότι όπως απεδείχθη εκ της διαδικασίας ούτε η συμμορία έδρασεν εις την περιφέρειαν αυτήν ούτε οι κατηγορούμενοι έλαβον μέρος εις αυτήν […] Όσον αφορά τα όπλα εζήτησε να χαρακτηρισθή η πράξις ως παράνομη οπλοφορία». Ο συνήγορος του τρίτου κατηγορουμένου Γεωργόπουλος «εζήτησε την απαλλαγήν του πελάτη του διότι δεν προέκυψαν εις βάρος του στοιχεία». Το Έκτακτο Στρατοδικείο, εντέλει, "εκήρυξε τους κατηγορούμενους ενόχους του άρθρου 2 § 1 του ψηφίσματος, ήτοι, ότι προέβησαν “εις την κατάρτισιν ενόπλων ομάδων” και επέβαλεν εις τους Σαπρανίδην και Καλέμαν την ποινή του θανάτου".
Η εκτέλεση
Η εκτέλεση των Καλέμη και Σαπρανίδη προβλήθηκε ευρύτατα από τον τοπικό τύπο. Η εφημεριδα Μακεδονία αφιέρωσε τμήμα του πρωτοσέλιδού της στο γεγονός και εκτενέστατο ρεπορτάζ με φωτογραφικό υλικό. Η περιγραφή της εκτέλεσης γίνεται με λεπτομέρειες. Τόσο το μέγεθος της δημοσιότητας όσο και η εμβάθυνση σε περιγραφές της εκτέλεσης, παραπέμπουν στο κλίμα της τρομοκρατίας που το κράτος επιχειρούσε να δημιουργήσει. Παραθέτουμε μέρος του άρθρου της εφημερίδα που αφορά την εκτέλεση:
"5 και 30΄. Ο ήλιος έχει ήδη ανεβή επάνω απ’ τον Χορτιάτη και χρυσώνει τον ουρανό. Το πρώτο αυτοκίνητο με το απόσπασμα καταφθάνει. Ήδη έχει έλθει και η χωροφυλακή, άνδρες της οποίας κατέλαβον θέσεις σ’ όλον τον δρόμο από τις φυλακές έως τον τόπο της εκτελέσεως […] 5 και 40΄. Οι μελλοθάνατοι βγαίνουν. Με κόπο κρατιένται στα πόδια τους. Διασκελίζουν την εξώπορτα –τόσο μεγάλη πόρτα κι όμως πόσο δύσκολα την περνά κανείς για να βγη!... Για μια στιγμή στέκονται. Είνε και οι δυο κατάχλωμοι. Συντετριμμένοι. Έχουν τα χέρια τους δεμένα εμπρός. Ο Σαπρανίδης με χειροπέδες, ο Καλέμος με ένα καλώδιο από ηλεκτρικό. Και οι δυο νέοι, έως 35 χρονών. Ο Σαπρανίδης αμίλητος, σκυφτός, κυττάζει μπροστά του. Φαίνεται σαν να τάχη χαμένα. Ο Καλέμος, πιο ψηλός, μόλις στάθηκαν, χωρίς να κυττάζη κατάματα κανέναν αρχίζη να μιλά: - Αδέλφια! Άδικα θέλετε να μας σκοτώσετε… Είμαστ’ αθώοι… άδικα… Σταθήτε να το εξετάσουμε το ζήτημα… Να φέρουμε όλο το χωριό… Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα... […] Είναι ένας τόπος πίσω –προς τ’ ανατολικά– των φυλακών, που αναδιπλώνεται ελαφρά σε λόφους μικρούς και μεγαλύτερους με λίγο χώμα και περισσότερη πέτρα. Μια ελαφρή χαράδρα κόβει έναν απ’ αυτούς τους λόφους από έναν άλλον μικρότερόν του όπου αρκετοί σταυροί ξύλινοι φαντάζουν πένθιμα: Είνε το νεκροταφείον των εκτελουμένων καταδίκων. Η συνοδεία συνεχίζει προς τα εκεί την πορεία της από ένα ελικοειδές μονοπάτι. Από μακρυά φαίνονται οι δυο κατάδικοι που χτυπάνε τον κασμά και φτυαρίζουν το χώμα […] Σε δέκα λεπτά η συνοδεία έχει φθάσει. Τελευταίος έρχεται ο παπάς βαστώντας το θυμιατό στα χέρια και μουρμουρίζοντας την νεκρώσιμη ακολουθία […] 5 και 50΄. Σε μια απότομη κατάβαση του εδάφους στήνονται οι μελλοθάνατοι όρθιοι, με μέτωπο τον Θερμαϊκό που τώρα λαμποκοπά κάτω απ’ τον πρωινό καλοκαιρινόν ήλιο σαν ασημένιο πιάτο. Απέναντί τους, στο νεκροταφείο, πενήντα μέτρα πιο κάτω, οι δυο κατάδικοι συνεχίζουν βιαστικά το έργο τους. Ο κασμάς γοργά χτυπά τη γη, που θα κρύψη έπειτ’ από λίγο μια μεγάλη ντροπή: Την ντροπή δυο Ελλήνων που θέλησαν να εξοντώσουν άλλους Έλληνας. Και λίγο πιο εδώ, δέκα μέτρα σχεδόν από τους δύο μελλοθάνατους παρατάσσεται το απόσπασμα, υψώνει το ανάστημά της η Ελλάς που θέλει να ζήση […] Αίφνης ο επί κεφαλής αξιωματικός παραγγέλλει “παρουσιάστε!”. Ο Καλέμης παύει να ομιλή, το απόσπασμα παρουσιάσει όπλα κι ο Βασιλικός Επίτροπος διαβάζει την απόφαση. Η σιγή είνε απόλυτη, νεκρική […] Η ώρα είναι 6η πρωινή. Η ζωή αρχίζει κάτω, στην πόλη. Θολός και συγκεχυμένος ακούεται έως εκεί επάνω ο βόμβος της. Τα τραμ κινούνται σαν μυθικά φίδια στις δυο αρτηρίες της. Ένα πανάκι ολόλευκο αρμενίζει στο βάθος της θάλασσας χαρωπά, φουσκωμένο απ’ το πρωινό αεράκι […] Ο επί κεφαλής αξιωματικός δίνει το παράγγελμα “παρά πόδα” κι’ ευθύς κατόπιν “πυρ κατά βούλησιν γονυπετώς» […] Έξαφνα μια ομοβροντία εδόνησε την ατμόσφαιρα και δύο κορμιά ξαπλώθηκαν κατά γης ανάσκελα, ανάμεσα στη σκόνη που σήκωσαν πέφτοντας στη γη και στους καπνούς των 24 όπλων του εκτελεστικού. Δυο στρατιώτες βγαίνουν από το απόσπασμα. Ο ένας σκοπεύει στο κεφάλι του Σαπρανίδη και δίνει τη χαριστική βολή. Ο άλλος πλησιάζει τον Καλέμη. Είνε ακόμη ζωντανός και συνεχίζει τις διαμαρτυρίες του ανάμεσα σε βόγγους. – Ωχ! Αδέλφια άδικα!... Μια ριπή ακόμη στο κεφάλι και τον απαλλάσσει από το μαρτύριο της παρατάσεως της επιθανατίου αγωνίας. Πλησιάζει ο γιατρός και πιστοποιεί τον θάνατο. Κι’ ύστερα το απόσπασμα με μια διπλή αλλαγή κατευθύνσεως επ’ αριστερά περνά εμπρός από τα πτώματά των και φεύγει».
Δέκα μέρες αργότερα στα Γιαννιτσά εκτελέστηκαν επτά άτομα, ανάμεσά τους και η πρώτη γυναίκα στην Ιστορία της χώρας που πέφτει νεκρή από σφαίρες εκτελεστικού αποσπάσματος, η νεαρή δασκάλα Ειρήνη Γκίνη.
Οι δύο αγρότες μέλη του ΚΚΕ και πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ, είχαν κατηγορηθεί με το Γ΄ Ψήφισμα και καταδικαστεί παμψηφεί σε θάνατο, από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και τον βασιλικό επίτροπο Ταμβακά. Κρατήθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα (τρεις ημέρες) στο Γεντί Κουλέ και εκτελέστηκαν στον "συνήθη τόπον εκτελέσεων", δηλαδή τους λόφους πίσω από το Γεντί Κουλέ. Το κατηγορητήριο των δύο εκτελεσμένων είναι χαρακτηριστικό της εποχής και του κλίματος της λευκής τρομοκρατίας που επικρατούσε. Τα ντοκουμέντα, βάση των οποίων στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία στο στρατοδικείο, ήταν η ανεύρεση σε χωράφι που ανήκε σε θείο του ενός κατηγορούμενου τεσσάρων όπλων και τετρακοσίων σφαιρών, καθώς και ότι «ήσαν πρώην ελασίται» ενώ ακόμη «υπήρχον πολλαί ενδείξεις ότι ούτοι ετέλουν εις επαφήν» με «συμμορία», όπως κατέθεσαν συγχωριανοί τους, αν και στο χωριό και τη γύρω περιοχή δεν είχε συμβεί καμιά σύγκρουση ή επεισόδιο από τη μέρα των εκλογών. Τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας δεν είναι γνωστά και δεν κοινοποιήθηκαν στον τύπο. Αυτή υπήρξε ακόμα μια τυπική πρακτική του κράτους, όταν χρησιμοποιούσε πρώην ταγματασφαλίτες ή ψευδομάρτυρες για τη στοιχειοθέτηση κατηγορητηρίων.
Η δίκη
Αρχικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μαζί με τους Καλέμη και Σαπρανίδη είχε καθίσει και ο δάσκαλος του χωριού Περιστέρι (το χωριό των Καλέμη και Σπρανίδη στο Κιλκίς) Ιερεμίας Μπουντουριάν. Ο δάσκαλος κατηγορούνταν για τη δράση του ως σύνδεσμος των δύο με την ομάδα καταδιωκόμενων αγωνιστών του καπετάν Βοριά. Το αν ή όχι ο δάσκαλος υπήρξε σύνδεσμος δεν ξεκαθαρίζεται από καμιά ιστορική πηγή. Πάντως στη δίκη αναφέρεται ότι ο δάσκαλος προσπάθησε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στους εθνικόφρονες του χωριού και τους αντάρτες του Βοριά. Το γεγονός αυτό αναφέρουν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Η κατάληξη της δίκης επιδίκασε την εσχάτη των ποινών στους δύο και ισόβια δεσμά στον Μπουντουριάν. Το γεγονός ότι κανένα από τα στοιχεία του κατηγορητηρίου δεν αποδείχτηκε, αλλά και το ότι παρά την εμφανή συμβιβαστική στάση του Μπουντουριάν, του επιδίκασαν μια τόσο βαριά ποινή, καταδεικνύει ότι το μοναρχικό εμφυλιακό κράτος έμελλε να τηρήσει τη σκληρότερη δυνατή στάση απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους.
Έτσι, παρά το έωλο κατηγορητήριο που βασίζεται σε «ενδείξεις» και την αντιστασιακή δράση των κατηγορουμένων, ο βασιλικός επίτροπος Ταμβακάς «εζήτησε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι» και ως τιμωρία «την εσχάτην των ποινών διά τους δύο πρώτους και ισόβια διά τον Μπουντουριάν». Ο συνήγορος των Καλέμη και Σαπρανίδη Μηνάς Πατρίκιος (πρώην και μετέπειτα δήμαρχος Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης και βουλευτής της ΕΠΕΚ) «εζήτησεν όπως μη εφαρμοσθή η ποινή του κατηγορητηρίου διότι όπως απεδείχθη εκ της διαδικασίας ούτε η συμμορία έδρασεν εις την περιφέρειαν αυτήν ούτε οι κατηγορούμενοι έλαβον μέρος εις αυτήν […] Όσον αφορά τα όπλα εζήτησε να χαρακτηρισθή η πράξις ως παράνομη οπλοφορία». Ο συνήγορος του τρίτου κατηγορουμένου Γεωργόπουλος «εζήτησε την απαλλαγήν του πελάτη του διότι δεν προέκυψαν εις βάρος του στοιχεία». Το Έκτακτο Στρατοδικείο, εντέλει, "εκήρυξε τους κατηγορούμενους ενόχους του άρθρου 2 § 1 του ψηφίσματος, ήτοι, ότι προέβησαν “εις την κατάρτισιν ενόπλων ομάδων” και επέβαλεν εις τους Σαπρανίδην και Καλέμαν την ποινή του θανάτου".
Η εκτέλεση
Η εκτέλεση των Καλέμη και Σαπρανίδη προβλήθηκε ευρύτατα από τον τοπικό τύπο. Η εφημεριδα Μακεδονία αφιέρωσε τμήμα του πρωτοσέλιδού της στο γεγονός και εκτενέστατο ρεπορτάζ με φωτογραφικό υλικό. Η περιγραφή της εκτέλεσης γίνεται με λεπτομέρειες. Τόσο το μέγεθος της δημοσιότητας όσο και η εμβάθυνση σε περιγραφές της εκτέλεσης, παραπέμπουν στο κλίμα της τρομοκρατίας που το κράτος επιχειρούσε να δημιουργήσει. Παραθέτουμε μέρος του άρθρου της εφημερίδα που αφορά την εκτέλεση:
"5 και 30΄. Ο ήλιος έχει ήδη ανεβή επάνω απ’ τον Χορτιάτη και χρυσώνει τον ουρανό. Το πρώτο αυτοκίνητο με το απόσπασμα καταφθάνει. Ήδη έχει έλθει και η χωροφυλακή, άνδρες της οποίας κατέλαβον θέσεις σ’ όλον τον δρόμο από τις φυλακές έως τον τόπο της εκτελέσεως […] 5 και 40΄. Οι μελλοθάνατοι βγαίνουν. Με κόπο κρατιένται στα πόδια τους. Διασκελίζουν την εξώπορτα –τόσο μεγάλη πόρτα κι όμως πόσο δύσκολα την περνά κανείς για να βγη!... Για μια στιγμή στέκονται. Είνε και οι δυο κατάχλωμοι. Συντετριμμένοι. Έχουν τα χέρια τους δεμένα εμπρός. Ο Σαπρανίδης με χειροπέδες, ο Καλέμος με ένα καλώδιο από ηλεκτρικό. Και οι δυο νέοι, έως 35 χρονών. Ο Σαπρανίδης αμίλητος, σκυφτός, κυττάζει μπροστά του. Φαίνεται σαν να τάχη χαμένα. Ο Καλέμος, πιο ψηλός, μόλις στάθηκαν, χωρίς να κυττάζη κατάματα κανέναν αρχίζη να μιλά: - Αδέλφια! Άδικα θέλετε να μας σκοτώσετε… Είμαστ’ αθώοι… άδικα… Σταθήτε να το εξετάσουμε το ζήτημα… Να φέρουμε όλο το χωριό… Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα... […] Είναι ένας τόπος πίσω –προς τ’ ανατολικά– των φυλακών, που αναδιπλώνεται ελαφρά σε λόφους μικρούς και μεγαλύτερους με λίγο χώμα και περισσότερη πέτρα. Μια ελαφρή χαράδρα κόβει έναν απ’ αυτούς τους λόφους από έναν άλλον μικρότερόν του όπου αρκετοί σταυροί ξύλινοι φαντάζουν πένθιμα: Είνε το νεκροταφείον των εκτελουμένων καταδίκων. Η συνοδεία συνεχίζει προς τα εκεί την πορεία της από ένα ελικοειδές μονοπάτι. Από μακρυά φαίνονται οι δυο κατάδικοι που χτυπάνε τον κασμά και φτυαρίζουν το χώμα […] Σε δέκα λεπτά η συνοδεία έχει φθάσει. Τελευταίος έρχεται ο παπάς βαστώντας το θυμιατό στα χέρια και μουρμουρίζοντας την νεκρώσιμη ακολουθία […] 5 και 50΄. Σε μια απότομη κατάβαση του εδάφους στήνονται οι μελλοθάνατοι όρθιοι, με μέτωπο τον Θερμαϊκό που τώρα λαμποκοπά κάτω απ’ τον πρωινό καλοκαιρινόν ήλιο σαν ασημένιο πιάτο. Απέναντί τους, στο νεκροταφείο, πενήντα μέτρα πιο κάτω, οι δυο κατάδικοι συνεχίζουν βιαστικά το έργο τους. Ο κασμάς γοργά χτυπά τη γη, που θα κρύψη έπειτ’ από λίγο μια μεγάλη ντροπή: Την ντροπή δυο Ελλήνων που θέλησαν να εξοντώσουν άλλους Έλληνας. Και λίγο πιο εδώ, δέκα μέτρα σχεδόν από τους δύο μελλοθάνατους παρατάσσεται το απόσπασμα, υψώνει το ανάστημά της η Ελλάς που θέλει να ζήση […] Αίφνης ο επί κεφαλής αξιωματικός παραγγέλλει “παρουσιάστε!”. Ο Καλέμης παύει να ομιλή, το απόσπασμα παρουσιάσει όπλα κι ο Βασιλικός Επίτροπος διαβάζει την απόφαση. Η σιγή είνε απόλυτη, νεκρική […] Η ώρα είναι 6η πρωινή. Η ζωή αρχίζει κάτω, στην πόλη. Θολός και συγκεχυμένος ακούεται έως εκεί επάνω ο βόμβος της. Τα τραμ κινούνται σαν μυθικά φίδια στις δυο αρτηρίες της. Ένα πανάκι ολόλευκο αρμενίζει στο βάθος της θάλασσας χαρωπά, φουσκωμένο απ’ το πρωινό αεράκι […] Ο επί κεφαλής αξιωματικός δίνει το παράγγελμα “παρά πόδα” κι’ ευθύς κατόπιν “πυρ κατά βούλησιν γονυπετώς» […] Έξαφνα μια ομοβροντία εδόνησε την ατμόσφαιρα και δύο κορμιά ξαπλώθηκαν κατά γης ανάσκελα, ανάμεσα στη σκόνη που σήκωσαν πέφτοντας στη γη και στους καπνούς των 24 όπλων του εκτελεστικού. Δυο στρατιώτες βγαίνουν από το απόσπασμα. Ο ένας σκοπεύει στο κεφάλι του Σαπρανίδη και δίνει τη χαριστική βολή. Ο άλλος πλησιάζει τον Καλέμη. Είνε ακόμη ζωντανός και συνεχίζει τις διαμαρτυρίες του ανάμεσα σε βόγγους. – Ωχ! Αδέλφια άδικα!... Μια ριπή ακόμη στο κεφάλι και τον απαλλάσσει από το μαρτύριο της παρατάσεως της επιθανατίου αγωνίας. Πλησιάζει ο γιατρός και πιστοποιεί τον θάνατο. Κι’ ύστερα το απόσπασμα με μια διπλή αλλαγή κατευθύνσεως επ’ αριστερά περνά εμπρός από τα πτώματά των και φεύγει».
Δέκα μέρες αργότερα στα Γιαννιτσά εκτελέστηκαν επτά άτομα, ανάμεσά τους και η πρώτη γυναίκα στην Ιστορία της χώρας που πέφτει νεκρή από σφαίρες εκτελεστικού αποσπάσματος, η νεαρή δασκάλα Ειρήνη Γκίνη.
Έτσι μιας και μιλάμε για αγριότητα, ας δούμε και μερικά πραγματάκια που συνέβησαν από τους ΔΙΕΘΝΙΣΤΕΣ του ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ στην κατεχόμενη Γερμανία, έχει ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό (και αν θέτε και άλλο στην διάθεσή σας).
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://pluton22.blogspot.gr/2014/02/1944-1948.html
Εκκλησιαστικές γελοιότητες δηλαδή με γαρνιτούρα ναζιστική προπαγάνδα. Μπράβο
ΔιαγραφήH Ειρήνη Γκίνη είναι Εθνική ηρωίδα των Σκοπιανών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά τα κρύβουν
Η Ειρήνη Γκίνη υπήρξε Ελληνίδα πολίτης και ανήκε στο Σλαβομακεδονικό φύλο. Σαν να λέμε ότι ένας Αρβανίτης δεν είναι Έλληνας. Παρεπιπτόντως μην διαβάζετε ΜΟΝΟ τις σελίδες του παλιού Ουράνιου Τόξου ξέρετε τι δάκτυλος είναι. Μην τσιμπάτε σε τέτοια προπαγάνδα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας στέλνω μια χαμένη φωτογραφία από την διαπόμπευση του Άρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://trikkipress.gr/wp-content/uploads/2014/03/aris-599x275.jpg
η μοναδική ανφάς χαμένη φωτογραφία με το κομμένο κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη από τον φανοστάτη της πλατείας στα Τρίκαλα .