Όταν έγινε η σφαγή ήμουν εννιά χρονών. 10/6/1944. Έζησα τη θηριωδία σε όλη της το μεγαλείο. Οι Γερμανοί έφτασαν στο Δίστομο πολύ πιο αγριεμένοι από άλλες φορές και διαφορετικά ντυμένοι- οι στολές τους είχαν μια φαρδιά ζώνη στη μέση με χειροβομβίδες, ξίφη και στιλέτα. Στη διαδρομή τους από τη Λιβαδειά μέχρι το Δίστομο είχαν συλλάβει δώδεκα ομήρους 20-35 χρονών οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα. Τους έβαλαν στα αυτοκίνητα οι και μπήκαν στο χωριό για να κάνουν το καθιερωμένο τους πλιάτσικο. Από τον ιερέα τον παπά- Σωτήρη και από τον πρόεδρο του χωριού, τον Χαράλαμπο Κίνια, αδερφό του πατέρα μου, ζήτησαν εξηγήσεις γιατί την προηγούμενη ημέρα είχαμε φιλοξενήσει στο Δίστομο 35 αντάρτες. Οι δικοί μας απάντησαν: «όπως έρχεστε εσείς και αναγκαζόμαστε να μην μπορούμε να σας αρνηθούμε το ίδιο συμβαίνει και με τους αντάρτες». Την προηγούμενη, είχαν πάρει και οι αντάρτες ο, τι ήθελαν, είχαν έρθει σε ένα σπίτι δίπλα από το πατρικό μου, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν και πρωί- πρωί έφυγαν γιατί γνώριζαν από τους πληροφοριοδότες τους ότι οι Γερμανοί πλησίαζαν. Πλιάτσικο γινόταν και από τις δύο πλευρές. Οι αντάρτες όμως δεν είχαν τον τρόπο του κατακτητή. Είχαν τον τρόπο της αντίστασης. Στις 2 λοιπόν το μεσημέρι και μετά το πλιάτσικο οι Γερμανοί έφυγαν με κατεύθυνση τον Ελικώνα. Οι όμηροι μαζί τους- μέσα στα αυτοκίνητα.
Εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν ταμπουρωθεί 2 χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο. Και μόλις εμφανίστηκαν τα γερμανικά αυτοκίνητα, άρχισαν να χτυπάνε. Μια σκληρή μάχη ξεκίνησε αναμεταξύ τους. Στη συμπλοκή τραυματίζεται ο ταγματάρχης των Γερμανών, κάποιος Τεό, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ελλάδα, μιλούσε άπταιστα την γλώσσα μας και είχε παντρευτεί Ελληνίδα. Μετά τον βαρύ τραυματισμό του οι Γερμανοί υποχωρούν κι ύστερα από 2 ώρες η συμπλοκή παίρνει τέλος. Εμείς εντωμεταξύ να ακούμε καθαρά τους πυροβολισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης.
Η ώρα τώρα είναι 4 το απόγευμα. Οι Γερμανοί επιστρέφουν, σταματούν στην Κάτω Πλατεία του χωριού μπροστά στο δημοτικό σχολείο, εκεί όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς των ομήρων. Κατεβάζουν τον τραυματισμένο ταγματάρχη τους και μια γειτόνισσα τού πηγαίνει ένα ποτήρι νερό. Πριν ξεψυχήσει ο ταγματάρχης λέει κάτι και στις δύο γλώσσες. Στα γερμανικά το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι το «Καπούτ».
Στα ελληνικά λέει:
«Σκοτώστε τους όλους εκτός από την γριά». Κι αμέσως οι Γερμανοί κατεβάζουν από το αυτοκίνητο τους 12 ομήρους, τους στήνουν στον τοίχο του σχολείου και τους εκτελούν μπροστά μάτια των γυναικών τους, των γονιών τους, των συγγενών τους, μπροστά στα μάτια όλων μας. Βάζουν όλοι τις φωνές, κλαίνε και αυτοί στρέφουν τα όπλα πάνω μας κι αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως.
Όσοι προλαβαίνουν τρέχουν σαν τα αγρίμια, κρύβονται μέσα στα σπίτια, σε μαντρότοιχους και στενά κι οι Γερμανοί από πίσω να μας κυνηγούν. Η οικογένεια μου αυτή την ώρα βρίσκεται στο πατρικό μου, στο κέντρο του χωριού. Την εκτέλεση δεν την έχουμε δει.
Στον αλευρόμυλο που έχει ο πατέρας μου δίπλα από το σπίτι έχουν μαζευτεί 5 γυναίκες από το διπλανό χωριό, το Κυριάκι, μαζί με τα ζώα τους. Τη στιγμή που ακούμε τους πυροβολισμούς οι γυναίκες κρύβονται στη σκάλα του σπιτιού μας. Στο ίδιο σημείο φτάνει κι η γιαγιά μου, η αδελφή του πατέρα μου κι η μάνα μου με ένα μωρό 25 ημερών στην αγκαλιά και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου.
Ξαφνικά, ακούμε φωνές κι οδυρμούς και βλέπουμε την γειτόνισσα μας, την Βασιλική την Γεωργάκου μαζί με τις δύο κόρες της να κλαίει και να χτυπιέται γιατί οι Γερμανοί έχουν σκοτώσει τον μοναχογιό της, 19 χρονών. Τον έχουν φέρει σέρνοντας από την κάτω πλατεία στο σπίτι της μάνας του. Η γιαγιά μου μας μεταφέρει την είδηση - «τον Μήτσο τον γιο της Βασιλικής τον σκότωσαν» κι ύστερα πηγαίνει στην γειτόνισσα να της δώσει ένα λευκό ρούχο για σάβανο, να αλλάξουν στο νεκρό τα ματωμένα ρούχα.
Εγώ ή από ένστικτό, ή από φόβο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και τους βάζω όλους μέσα. Κλειδώνω την πόρτα και στέκομαι από πίσω της μη βγει έξω κανείς.
Λίγα λεπτά νωρίτερα, η αδερφή μου, 7 χρονών τότε, επέστρεφε από τη βρύση που είχε πάει για νερό κι στο δρόμο της είχε συναντήσει έναν Γερμανό. Την είχε κοιτάξει καλά καλά και την είχε αφήνει να φύγει.
Είμαστε λοιπόν στο καθιστικό και έξω ακούμε τους πυκνούς πυροβολισμούς οι οποίοι αυτή τη φορά έχουν ένα περίεργο ήχο. Είναι γιατί πέφτουν πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Ακούμε τα κλάματα της γειτόνισσας, τις μπότες των Γερμανών έξω από το σπίτι κι ύστερα έναν Γερμανό να φωνάζει στην κυρία Βασιλική, ύστερα πυροβολισμούς και μετά πάλι ησυχία. Δεν τολμάμε να βγούμε έξω.
Οι γυναίκες από το Κυριάκι λένε ότι μπορεί να μας αφήνουν μέσα στο σπίτι για να μας βιάσουν μετά, όπως είχαν κάνει και στο χωριό τους. Μετά από 2 ώρες βλέπουμε από το παράθυρο της κουζίνας καπνό- « να δείτε που θα μας κάψουν ζωντανούς» λένε τώρα οι γυναίκες από το Κυριάκι. Τελικά ανοίγουμε την πόρτα και ακούμε μια υπόκωφη φωνή και περίεργη που δεν θα την ξεχάσω ποτέ να λέει «Οι Γερμανοί έφυγαν».
Ξεθαρρεύουμε και βγαίνουμε στο δρόμο. Οι γυναίκες από το Κυριάκι παίρνουν τα ζώα τους και φεύγουν και την ίδια στιγμή ακούμε κάποια να φωνάζει «Κουμπάρα μου, κουμπάρα μου τον Χρήστο τον σκότωσαν». Ο Χρήστος Κίνιας ήταν ο αδερφός του πατέρα μου. Βάζουν τις φωνές ο παππούς και η γιαγιά και ξεκινούν για την πλατεία μαζί με την έγκυο γυναίκα του Χρήστου στο δεύτερο παιδί τους και το μικρό τους παιδί ενός χρόνου.
«Παιδί μου» λέει η μάνα μου «τρέξε και εσύ να δεις τι έγινε με το θείο εγώ δεν μπορώ να πάω». Ξεκινάω κι εγώ, τρέχω να προλάβω τους άλλους και φτάνοντας στην πλατεία βλέπω σπίτια να καίγονται, να γίνονται κάρβουνα, να πέφτουν στο δρόμο κι εγώ να φοβάμαι μην πέσουν πάνω μου και με κάψουν.
Όπως τρέχω, σκοντάφτω σε κάτι μαλακό, σκύβω και βλέπω κάτω τα πτώματα δύο μικρών κοριτσιών. Το μεσημέρι έπαιζα μαζί τους. Πιο’ κει οι γονείς τους σκοτωμένοι με τα σώματά τους σε περίεργες στάσεις και πνιγμένα μέσα στο αίμα. Τρελαμένη φτάνω στην κάτω πλατεία. Ο θείος ο Χρήστος είναι ακόμα ζωντανός. Η γυναίκα του πεσμένη πάνω του να κλαίει. Η γιαγιά και ο παππούς να τραβάνε τα μαλλιά τους. Οι μάρτυρες από τα γύρω κλειστά σπίτια να μας λένε ότι ο θείος σκοτώθηκε τελευταίος. Γυρίζει ο θείος τα μάτια του, με κοιτάζει. Φεύγω πάλι σαν τρελή. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από τον ίδιο δρόμο με τα σκοτωμένα κοριτσάκια και παίρνω τον κεντρικό. Εκεί όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, ο δρόμος γεμάτος σκοτωμένους, αίμα να κυλάει παντού. Φτάνοντας στην γειτονιά μου βλέπω μέσα σε μια αυλή ένα αντρόγυνο σκοτωμένο και την κόρη τους- 25 χρονών, ανάσκελα πεσμένη με ένα καρό φόρεμα, μια χοντρή πλεξούδα στα μαλλιά και στο στόμα της, άσπροι και κόκκινοι αφροί να σχηματίζουν ένα μεγάλο μπαλόνι. Φτάνω στη μάνα μου και της λέω για όλα όσα έχω δει. «Τώρα» μου λέει «πήγαινε να δεις τι κάνει ο θείος ο Γιάννης» (σ.σ. ο άλλος αδερφός του πατέρα μου).
Παίρνω άλλο δρόμο για να μην δω την κοπέλα με τους αφρούς. Αντικρίζω δύο παλικάρια, ένα με μια λίμνη αίματος δίπλα στο στόμα του και τον άλλο να κουνάει ακόμα τα χέρια του. Τρελαίνομαι. Δεν προχωράω άλλο. Αργότερα μαθαίνω ότι τον είχαν ξεκοιλιάσει και προσπαθούσε να βάλει μέσα τα εντόσθια του. Επιστρέφω στη μάνα μου και της λέω: «που με στέλνεις; το χωριό είναι γεμάτο νεκρούς.»
Την ίδια στιγμή φτάνει μια μακάβρια πομπή, ο θείος μου ο Χρήστος ζωντανός ακόμα να τον σέρνουν μέσα σε μια κουρελού. Τον ξαπλώνουν στο πλακόστρωτο της αυλής, έρχεται ο γιατρός, βλέπει το τραύμα στο λαιμό του, κουνάει το κεφάλι και φεύγει. Ο θείος καταλαβαίνει, μας κοιτάζει, στάζει ένα δάκρυ και ξεψυχάει.
Δεν αντέχω άλλο. Επιστρέφω στη σκάλα. Εκεί- καρφωμένη η μάνα μου με τέσσερα μωρά στο χέρι και περιέργως κανένα να μην βγάζει άχνα. Φτάνει μια άλλη γειτόνισσα και μας λέει για το εγγονάκι της 2 χρονών και τη νεκρή νύφη της, 22. Το μωρό, βαριά τραυματισμένο δεν έχει ξεψυχήσει ακόμα. Το έχει πάρει η γιαγιά αγκαλιά πνιγμένη μέσα στα αίματα και το κάνει βόλτα γύρω από τη σκάλα, του βρέχει τα χειλάκια με λίγο νερό μέχρι που ξεψυχάει κι αυτό. Στις 6 το απόγευμα μετά από 2 ώρες πέφτει μια βαριά σκιά σε όλο το χωριό κι ουρανός γίνεται τόσο γκρίζος σα νύχτα. Οι Γερμανοί τα μαζεύουν και φεύγουν γιατί φοβούνται ότι θα έρθουν οι αντάρτες και θα τους πετσοκόψουν. Αρχίζουν να φεύγουν όλοι σαν τρελοί προς το βουνό, την Κομμένη Ράχη. Άλλοι ματωμένοι, τραυματισμένοι, με μια κουβέρτα στην πλάτη. Ένα παλικάρι 16- 17 χρόνων μας λέει «τους σκότωσαν όλους». Καταλαβαίνουμε ότι έχει γίνει σφαγή.
Οι Γερμανοί έχουν αφανίσει το μισό χωριό. Έχουν μπει μέσα σε σπίτια, έχουν σκοτώσει έγκυες, ετοιμόγεννες, έχουν ποδοπατήσει έμβρυα, έχουν λιώσει τα κεφαλάκια τους στο πάτωμα έχουν σκοτώσει δύο παιδάκια μέσα στην κούνια μπροστά στα μάτια του παππού και της γιαγιάς, τα έχουν ξεκοιλιάσει τυλίγοντας τα εντόσθια τους γύρω από το λαιμό…. Στο σπίτι του παπά έχουν σκοτώσει τον ίδιο μαζί με άλλα 15 άτομα. Τραυμάτισαν την παπαδιά που κρατούσε στην αγκαλιά της το δίχρονο κοριτσάκι της. Αυτό, το πυροβόλησαν στο κεφάλι και το κεφαλάκι του σκορπίστηκε στο πρόσωπό της. Αυτή έζησε από θαύμα. Τρελάθηκε εκείνη την ώρα κατέβηκε στην αυλή και χόρευε. Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες. Κάθε ένα σπίτι έχει και μια, θέλει πολύ χρόνο για να ειπωθούν όλα.
Αφού περάσαμε μια φριχτή νύχτα στο βουνό έρχεται η επόμενη μέρα και το πρόβλημα της ταφής. Επιστρέφουμε στο χωριό να τους θάψουμε ομαδικά μέσα σε σεντόνια και κουβέρτες. Όταν κάποιος βλέπει ένα αυτοκίνητο στα τριγύρω βουνά φωνάζει «έρχονται οι Γερμανοί» κι εμείς παρατάμε τους νεκρούς μέσα στο δρόμο. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να θάψουμε 220 νεκρούς μέσα σε μια ημέρα. Αρχίζει η αποσύνθεση. Το χωριό μυρίζει ολόκληρο και έτσι αναγκαζόμαστε να ανοίγουμε τάφους μέσα στις αυλές και τους κήπους, τάφους όχι πολύ βαθείς- ίσα που σκεπάζονται με λίγο χώμα.
Τι κουράγιο να βρεις να σκάψεις βαθιά στις 10 Ιουνίου….;
Πέντε χρόνια μένουν έτσι μέχρι να τους ξεθάψουν. Και κάθε βράδυ το Δίστομο φωτίζεται από τα καντηλάκια και τα κεριά όλων αυτών των τάφων. Το χωριό είναι ένα απέραντο νεκροταφείο.
Περνάνε 7 ολόκληρα χρόνια για να φορέσει κάποιος χρωματιστά ρούχα στο χωριό. Οι γάμοι και οι βαφτίσεις γίνονται μέσα στα σπίτια, δεν ακούγονται γέλια, τραγούδια, καμία κοπέλα δεν φοράει νυφικό στο γάμο της. Παιδιά μεγαλώνουν με τον παππού και την γιαγιά. Από μια οικογένεια έχει μείνει μόνο ένα κορίτσι 15 χρονών. Το μεγαλώνει η γειτονιά. Στο Δίστομο λείπει πια μια ολόκληρη γενιά. Γονείς θάβουν τα παιδιά τους και μεγαλώνουν τα εγγόνια σα να είναι οι γονείς.
Η λέξη «τραγικό» είναι απειροελάχιστη για να εκφράσει αυτό που έγινε στο Δίστομο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναζήσει το χωριό και να βρει τους ρυθμούς του.
Τη μέρα της σφαγής είχαν σκοτώσει τον αρραβωνιαστικό μιας κοπέλας που ήταν έγκυος. Ένας νεαρός έχασε επίσης την ίδια μέρα την αρραβωνιαστικιά του, έγκυος και εκείνη. Οι δύο επιζώντες παντρεύτηκαν κι ο άντρας αναγνώρισε το παιδί που πήρε το όνομα Θεμιστοκλής Θεμιστοκλή Σφουντούρη. Αυτά άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί. Έχουν άδικο τώρα να ζητάνε οι Διστομίτες δικαίωση για τους συγγενείς τους; Δεν πρέπει να πληρώσουν γι αυτό που έγινε;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να πληρωθεί. Για τα παιδιά που έζησαν χωρίς τα αδέλφια τους, που ποτέ δεν είπαν τις λέξεις «μάνα» και «πατέρα», για ορφανά που δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα. Με τι πληρώνονται όλα αυτά; Αυτό θέλω να πω εγώ στην κα Μέρκελ και σε όλο το σινάφι της. Έχουν τα μούτρα να τα βάζουν ακόμα με την Ελλάδα; Θα έπρεπε να νιώθουν απέραντη ντροπή. Δεν ήμασταν θύματα πολέμου όπως ισχυρίζονται. Ήμασταν δολοφονημένοι εν ψυχρώ. Κρατήστε αυτά που σας είπα σαν ένα φόρο τιμής για όλους αυτούς που χάθηκαν.»
Παναγιώτης Σφουντούρης (τότε ήταν 6 ετών)
«Την ώρα της σφαγής βρισκόμουνα στο ισόγειο του Αγγελή Πίτσου, εγώ, η αδερφή μου Μαρία, η γιαγιά μου Κατερίνη Πίτσου με την κόρη της Ασήμω. Είμαστε κλεισμένοι μέσα γιατί ακούγαμε να πέφτουν σφαίρες από τη μεριά του Στειριού. Για μια στιγμή βλέπουμε απ’ το γωνιακό παράθυρο να έρχονται γερμανικά αυτοκίνητα από το δρόμο του Στειριού και να σταματούν μπροστά στο Δημοτικό σχολείο προς του Ψημένου. Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα.
Εγώ, μικρός, δε γνώριζα αλλά η γιαγιά μου είπε πως ήταν τα παιδιά. Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου προς τη μεριά του σπιτιού του Βιτριόλη – Πανουργιά και τους εκτέλεσαν. Μετά από λίγο από το άλλο παράθυρο βλέπουμε να μπαίνουν οι Γερμανοί στο διπλανό μας σπίτι, του Θανάση Καστρίτη. Εκείνη την ώρα η Σταμούλα Καστρίτη με τη μάνα της Θεοφανή Κοκκίνη ήταν στο φούρνο και ρίχνανε το ψωμί. Ο πατέρας της Σταμούλας και σύζυγος της Θεοφανής, ο Αγγελής Καστρίτης καθόταν στο πλατύσκαλο, το πέτρινο, της ξύλινης σκάλας.
Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη της όπως φούρνιζαν. Ο γέρο Αγγελής έκαμε να σηκωθεί να ορμήσει. Του ρίχνουν και τον σωριάζουν. Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν τον πατέρα, τη μάνα της και την αδερφή της έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Αμέσως για καλή μας τύχη σηκώσανε τον καταρράχτη και μπήκαμε στο υπόγειο. Εγώ, η γιαγιά μου, η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου η Ασήμω. Με το κλείσιμο του καταρράχτη έσυραν και μια κουρελού, έφτασαν και μπήκαν από την πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την άλλη της κυρίας εισόδου.
Ύστερα από αρκετές ώρες βγήκε πρώτη η ξαδέρφη μου η Ασήμω, γύρω στα 17. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αφού είδε πως δεν υπήρχαν γερμανικά αυτοκίνητα στο δρόμο και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, βγήκαμε όλοι από τον καταρράχτη. Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Βγαίνοντας απ’ την αυλόπορτα του Πίτσου πάνω σε στέφλα είδαμε σκοτωμένο το Νίκο Σφουντούρη, ξάδερφό μου. Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω.
Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρονών. Βγήκαμε έξω κλαίγοντας και φωνάζω στη γιαγιά Κατερίνη πως σκοτώσαν τους γονείς μου και μου είπε να πάω στης γιαγιάς μου το σπίτι – στη μάνα της μάνας μου. Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι- χέρι. Φτάνοντας στην πάνω πλατεία είδαμε ένα σκοτωμένο μπροστά στου Μπουκαλή. Για να πάμε στης γιαγιάς περνούσαμε από το στενό μεταξύ Τζάθα και Κουτριάρη. Εκεί είχαν τραυματίσει τον Ειρηνοδίκη και έναν άλλον. Μέσα από το σπίτι του Τζάθα μούγκριζε τραυματισμένος. Φτάσαμε με την αδερφή μου στο σπίτι της γιαγιάς. Κλεισμένο, έρημο. Μας μάζεψε ο γερο Λουκάς Καϊλης που ζούσε ανήμπορος στο σπίτι του Μιλτιάδη Καϊλη. Μας ρώτησε τι πάθαμε και του είπα πως σκότωσαν τους γονείς και τον αδερφό μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός της μάνας μου Χαράλαμπος Καρούζος που μας πήρε και διανυκτερεύσαμε έξω από το χωριό στη μεγάλη λάκκα. Εκεί άκουγα όλη τη νύχτα τα κλάματα, τα μοιρολόγια των πατριωτών μου. Άκουγα τους λυγμούς της Νίτσας Καϊλη (Νίτσα Σφουντούρη σήμερα) που της είχαν σκοτώσει τους γονείς της. Την άλλη μέρα φύγαμε και πήγαμε στο μαντρί του Θανάση Καστρίτη στο αλωνάκι για αρκετό καιρό. Ύστερα περιπλανιόμαστε και φτάσαμε στην Αντίκυρα και από κει τριγυρνούσαμε στον ελαιώνα της Παραλίας Διστόμου αποφεύγοντας τους Γερμανούς που πολλές φορές κατέβαιναν με άλογα φορτωμένα κανόνια.
Απ’ αυτή την άγρια σφαγή έχασα 14 άτομα άμεσους συγγενείς μου».
Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ
«Παντρευτήκαμε με την Κλειώ στις 14 Ιουνίου 1944. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.
Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό.
Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι [η γυναίκα] είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα».
Και ένα μικρό παράθεμα της σημερινής πραγματικότητας ...
Δεν υπαρχουν λογια να περιγραψω την φρικη μου
ΑπάντησηΔιαγραφή