Διαβάζοντας το βιβλίο του Κώστα Πεντεδέκα "88 Μονάδα Χώρου- Διλοχία Γκούρα" ξεχωρίσαμε πολλές προσωπικές ιστορίες αγωνιστών γεμάτες αγώνα και θυσίες. Όμως είναι για καθαρά προσωπικούς λόγους που επιλέγουμε από αυτές, να γράψουμε για μια οικογένεια ολοκληρωτικά δοσμένη στο κίνημα, την ταξική πάλη και τον λαό.
Θα μιλήσουμε λοιπόν για την οικογένεια Λύτρα
Αίμα του Παρνασσού και της Γκιώνας, η Λυτραίοι έζησαν στο χωριό Σερνικάκι και δόθηκαν στον αγώνα από τις πρώτες μέρες της Κατοχής με κάθε μέσο που διέθεταν. Τα αγόρια της οικογένειας εντάχθηκαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και τα κορίτσια στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ. Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου και την κορύφωση της ταξικής πάλης, όλη η οικογένεια εντάχθηκε στο ΔΣΕ Αράχοβας προσφέροντας στον αγώνα του, όχι μόνο με τα όπλα, αλλά και από άλλες καίριες θέσεις.
Ηλίας Λύτρας: Πατέρας της οικογένειας, φτωχός αγροτοκτηνοτόφος και μέλος του ΕΑΜ επί Κατοχής. Κατά τον Εμφύλιο έδρασε ως τροφοδότης των ανταρτών κρατώντας δυο κοπάδια, ένα για το σπίτι του κι ένα για τους αντάρτες. Το 1948 θα περάσει στα ένοπλα τμήματα του ΔΣΕ και την άνοιξη του ίδιου έτους θα τραυματιστεί βαριά σε συμπλοκή με τους χωροφύλακες και το στρατό. Εκτελέστηκε επί τόπου χωρίς δίκη.
Γιάννης Λύτρας: Ο "Βενιαμίν" της οικογένειας Λύτρα, αετόπουλο της Κατοχής, θα βγει το 1947 στο βουνό για να γλιτώσει τις διώξεις των παρακρατικών του χωριού του. Τοποθετείται στην σωματοφυλακή του Διαμαντή, ο οποίος του βγάζει το ψευδώνυμο "Περιστεράκι". Το 1948, καθώς τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, λόγω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού, δίνουν εντολή στον Γιάννη να κατέβει στο Σερνικάκι σε κάποιο σπίτι που είχαν ειδοποιήσει για να φέρει ψωμί και πληροφορίες. Ομως, η οικοδέσποινα έπαιζε διπλό ρόλο και είχε προδώσει και συνέλαβαν τον Γιάννη.
Με χειροπέδες τον πήγαν στην Αμφισσα. Από εκεί, για να μην μπλέξουν πολλοί από τους εμπλεκόμενους στην προδοσία, με τη δικαιολογία ότι είναι ανήλικος, αφήνουν τον Γιάννη με τον όρο να πάει στην Αθήνα κοντά στην αδελφή μας για να πάει σχολείο. Ο Γιάννης βρίσκει τον τρόπο, πριν φύγει για την Αθήνα, και δίνει σημείωμα για το βουνό, ενημερώνοντας τους αντάρτες να μην ξαναπάνε στο σπίτι και να τιμωρήσουν την οικοδέσποινα που πρόδωσε. «Κι αν τα καταφέρω να το σκάσω, θα ξανάρθω στο βουνό», ενημέρωνε.
Το σημείωμα πέφτει στα χέρια του στρατού όμως και ο Γιάννης κινδυνεύει με στρατοδικείο και απόσπασμα. Τελικά, λόγω του βεβαρημένου ιστορικού των θανάτων στην οικογένεια ο Γιάννης απολύεται από το στρατοδικείο με τον περιορισμό να μείνει στην Αθήνα. Έφυγε από τη ζωή το 2009 χωρίς να λείψει ποτέ από τους αγώνες του λαού.
Νίκος Λύτρας: ΕΠΟΝίτης της Κατοχής και ένας από τους πρώτους μαχητές του ΔΣΕ Παρνασσού. Το 1949 βρίσκονταν μαχητής της 88ης Μονάδας Χώρου του Γκούρα. Το επισιτιστικό πρόβλημα των ανταρτών ήταν μεγάλο και ο Νίκος προσφέρθηκε να πάει κρυφά στο χωριό του, που ήταν ζωσμένο στρατό, να δει αν μπορεί να εξασφαλίσει λίγη τροφή. Μπαίνοντας στο Σερνικάκι, ο Νίκος Λύτρας έγινε αντιληπτός από έναν συχωριανό του ΜΑΥ που τον πυροβόλησε σκοτώνοντάς τον επί τόπου.
Ντίνος Λύτρας: Στέλεχος του ΚΚΕ από το 1942, ο Ντίνος Λύτρας πολέμησε στην Κατοχή με τους αντάρτες του ΕΛΑΝ και μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο χωριό του. Το 1946, ανέβηκε αντάρτης στον ΔΣΕ στην ομάδα του Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου). Από το 1948 τέθηκε επικεφαλής των Κέντρων Πληροφοριών της περιοχής του Παρνασσού και των ελεύθερων σκοπευτών του ΔΣΕ. Το 1949 στις 27 Ιουλίου έπεσε σε ενέδρα παρακρατικών στην περιοχή της Χρισσαίτικης βρύσης όπου τραυματίστηκε. Οι διώκτες του του φώναξαν: "Βγες έξω ρε! Δε θα σε πειράξουμε!" Κι εκείνος τους απάντησε "Οι κομμουνιστές κι οι επαναστάτες δεν παραδίδονται, πεθαίνουν!" Και τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας, δίνοντας έτσι τέλος στη ζωή του.
Βαγγελιώ Λύτρα: ΕΠΟΝίτισσα της Κατοχής, η Βαγγλιώ διώχθηκε απηνώς από τους παρακρατικούς του χωριού της και σύντομα πέρασε στον ΔΣΕ με το ψευδώνυμο "Βέρα". Η μαχητικότητα και η πειθαρχία της ήταν τέτοια που σύντομα βρέθηκε στην προσωπική φρουρά του Διαμαντή. Η Βέρα τοποθετείται μετέπειτα στις διαβιβάσεις ως αποκρυπτογράφος, τελειώνει τη σχολή αξιωματικών του ΔΣΕ, γίνεται ανθυπολοχαγός και υπεύθυνη για τις γυναίκες του Β` λόχου του ΔΣΕ Παρνασσού. Τραυματίζεται στο κεφάλι. Μετά, άλλες μάχες. Φτάνει στο Καρπενήσι, συνεχίζει να πολεμάει - παρ' όλο που θα μπορούσε να φύγει για να πάρει μέρος στο αχτίφ γυναικών, που επρόκειτο να γίνει στο εξωτερικό. Με τους συναγωνιστές της βρίσκεται σε κλοιό. Καλύπτει, πυροβολώντας, τους συντρόφους της που γλιτώνουν, αλλά τέσσερις σφαίρες τη χτυπούν σε διαφορετικά σημεία και την καθηλώνουν, τραυματισμένη. Η ίδια περιγράφει τη σκηνή της αιχμαλωσίας της:
"Αφού περάσανε οι στρατιώτες, τους άκουγα που μιλούσαν, που έψαχναν γύρω μου κι άρχισαν ν' απομακρύνονται. Κι εκεί που πίστεψα ότι γλίτωσα, ακούω μια άγρια φωνή πάνω από το κεφάλι μου και ταυτόχρονα δέχτηκα και χτυπήματα μ' έναν τηλεβόα που τον κρατούσε ο ΜΑΥς τρομοκράτης και με χτυπούσε... Χτύπαγε, λοιπόν, και φώναζε ο ΜΑΥς που με ανακάλυψε: "Κύριε λοχαγέ, πού πάτε; Εγώ τον έβγαλα το λαγό!". Κι όλο με χτυπούσε κατακέφαλα! Εγώ έμεινα ολότελα ακίνητη, καθώς είχα κατεβασμένα τα πλαϊνά από το δίκοχό μου κάτω από τ' αυτιά και δεν ξεχώριζα αν ήμουν γυναίκα! Φτάνει ο λοχαγός, απομακρύνει τον ΜΑΥ που με χτυπούσε (ΜΑΥ, τρομοκρατική οργάνωση της υπαίθρου, στυγνοί εγκληματίες όλοι τους), πλησιάζει ο λοχαγός, καλώντας με να σηκωθώ και κρατώντας στο χέρι του το πιστόλι του, μου έλεγε: "Σήκω πάνω, βρε! Οπως βλέπεις είσαι κυκλωμένος!". Εγώ δεν κινιόμουν καθόλου. Μόνο που είχα καρφώσει τα μάτια μου απάνω του."
Ο λοχαγός έχασε την υπομονή του να μου μιλάει, χωρίς να παίρνει απάντηση και διατάσσει τους φαντάρους να 'ρθουν να με σηκώσουν. Οταν πλησίασαν κοντά μου, για να με σηκώσουν, τότε του λέω: Δεν είμαι άντρας, αλλά γυναίκα και είμαι τραυματισμένη. Δε θέλω να με βοηθήσουν οι φαντάροι. Μόνο, φέρτε μου ένα γερό ξύλο, να στηριχτώ και να σηκωθώ. Κι ακούω το λοχαγό να μονολογεί: "Το σταυρό μου, τι μου 'κανες, τι θα 'κανα! Θα γινόμουνα διπλός εγκληματίας!" και χτυπώντας το μέτωπο με την παλάμη του πρόσθεσε: "Θα σκότωνα μια γυναίκα και μάλιστα τραυματισμένη!
Στήνει το οπλοπολυβόλο και με το πιστόλι στο χέρι, πλησιάζει, μου πετάει ένα γερό ξύλο. Στηρίζομαι στο ξύλο κι αρχίζω να πλησιάζω. Στην αρχή, αυτοί φαντάστηκαν μήπως είχα καμιά χειροβομβίδα. Καθώς όμως διαπίστωναν τα μαύρα χάλια μου, σακατεμένη, πνιγμένη όπως ήμουν στο αίμα, ηρέμησαν.
Στην αρχή, περπατούσαμε σιωπηλοί. Μετά όμως, ο λοχαγός άρχισε να με ρωτάει: "Από πού σε πήραν; Τι δουλιά έκανες;". Τότε απάντησα: "Δε με πήρανε! Μονάχη μου, με τη θέλησή μου, βγήκα στο βουνό, είμαι ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ και λέγομαι Βέρα Λύτρα."
Η Βαγγελιώ οδηγείται σε δίκη στο στρατοδικείο της Άμφισσας. Κρατά στάση παλικαρίσια και καταδικάζεται παμψηφεί σε θάνατο.
Μετά την παρέμβαση του Σοβιετικού Βισίνσκι, εκπροσώπου στον ΟΗΕ, οι εκτελέσεις σταματάνε. Τη μεταφέρουν στις φυλακές ανηλίκων Καλλιθέας και μετά στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί, στο «Πανεπιστήμιο της φυλακής» θα μάθει λογιστικά, που θα τα χρησιμοποιήσει σαν βιοποριστικό επάγγελμα, αλλά και δημοτικούς χορούς. Έτσι, αργότερα, θα δημιουργήσει το «Σύνδεσμο Διάδοσης Δημοτικών Χορών και Τραγουδιών» και συγκρότημα που θα οργώσει όλη την Ελλάδα. Στόχος της: Να μην αλλοιωθεί η λαϊκή παράδοση, να μην παραποιηθεί η πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά. «Χρέος μου ιερό, λέει, είναι να εκφράσω και να μεταφέρω στους νεότερούς μου το μεγαλείο εκείνο, την ανάταση, την έξαρση, την πίστη και την αυτοθυσία».
Ιωάννα Λύτρα: Αδελφή της Βαγγελιώς. Για την κυρα- Ιωάννα δεν γνωρίζουμε τις αγωνιστικές της περγαμηνές κατά την Κατοχή ή τον Εμφύλιο, γνωρίζουμε όμως ότι αγωνίστηκε με το δικό της τρόπο μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και τα εργατικά ταξικά σωματεία. Γνωρίζουμε επίσης, ότι με κόπους, θυσίες και στερήσεις μεγάλωσε δυο λεβέντες.
Γεια σου Ηλία !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου