"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Αγωγή της Ενωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ) κατά του δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου

 

Με αρκετή δόση αποτροπιασμού και αηδίας, ο Κόκκινος Φάκελος ενημερώθηκε για την κατάθεση αγωγής της Ενωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ) κατά του δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου, με αφορμή το άρθρο του site "Ημεροδρόμος", με τίτλο: Οι “κομμουνιστοσυμμορίτες”, οι κατσαπλιάδες του Βαν Φλιτ και τα τσιράκια του Πάιατ (Ημεροδρόμος, Νίκος Μπογιόπουλος, 24/8/2020). Στην εν λόγω αγωγή τους,  διεκδικούν 70.000 ευρώ για "ηθική βλάβη" και ζητούν φυλάκιση 6 μηνών "ως μέσον εκτελέσεως της απόφασης που θα εκδοθεί".

Βρισκόμαστε το πλευρό του δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου και του Μανώλη Κοττάκη, που ενέπλεξαν στην αγωγή, όχι μόνο για λόγους που αφορούν στην ελεύθερη και απρόσκοπτη τέλεση του λειτουργήματος της δημοσιογραφίας. Όχι μόνο γιατί λόγους σεβασμού προς το πρόσωπο δύο εξαιρετικών δημοσιογράφων. Κυρίως, γιατί ο Νίκος Μπογιόπουλος είχε το θάρρος να μιλήσει, έξω από τα δόντια, για αυτό που αποτελεί την αλήθεια. Την αλήθεια, τόσο για το ποιοι είναι τα μέλη της ΕΑΑΣ, όσο και για το ποιος ήταν ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας και η φύση του αγώνα του.

Ακολουθεί το σχετικό άρθρο του Νίκου Μπογιόπουλου για την επαίσχυντη αγωγή της ΕΑΑΣ.


Η Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ) κατέθεσε εναντίον μου αγωγή. Ισχυρίζονται ότι τους “συκοφάντησα”, μου ζητούν 70.000 ευρώ για “ηθική βλάβη” και αιτούνται την φυλάκιση μου για 6 μήνες “ως μέσον εκτελέσεως της απόφασης που θα εκδοθεί”.

Σημείωση 1η: Ο,τι είχα να πω για τους εν λόγω το κατέγραψα – με αφορμή το εξώδικό τους – την 1η Απριλίου στο κείμενο που ακολουθεί με τίτλο Προς διοικούντες την Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ). 

Σημείωση 2η: Η συνέχεια επί της αιθούσης… 

Νίκος Μπογιόπουλος  10/7/2021

***


Προς διοικούντες την Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού – (Νίκος Μπογιόπουλος, Ημεροδρόμος, 1/4/2021)


Το κείμενο (Οι “κομμουνιστοσυμμορίτες”, οι κατσαπλιάδες του Βαν Φλιτ και τα τσιράκια του Πάιατ ) που ακολουθεί παρακάτω είναι αναδημοσίευση – υπενθύμιση – ΑΦΙΕΡΩΣΗ προς τους διοικούντες την Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ) και των παραρτημάτων αυτής. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον “Ημεροδρόμο” στις 24 Αυγούστου 2020 και κατέγραφε τα καλέσματα των εν λόγω κυρίων για τις συνάξεις τους σε Γράμμο και Βίτσι. Καλέσματα που οδήγησαν ακόμα και την κυβέρνηση, παρότι είχε ανακοινωθεί η παρουσία εκπροσώπου της, να μην παραστεί τελικά στις εκεί αθλιότητες των εν λόγω κυρίων. Τα, δε, καλέσματα των εν λόγω κυρίων κατά των “κομμουνιστοσυμμοριτών” ήταν και είναι τόσο “πατριωτικά”, τόσο “νόμιμα”, τόσο “δημοκρατικά” και τόσο “εορταστικά” που οι εν λόγω κύριοι έσπευσαν – τόσο “λεβέντικα” – να τα σβήσουν. Εσπευσαν να τα κατεβάσουν από τις σελίδες τους όταν ξέσπασε ο σάλος, παριστάνοντας μάλιστα – τόσο “λεβέντικα” – ότι…ψευδώς τους “κακοκολογούσαν” όσοι ανέδειξαν την “μαυρίλα” τους.  Φυσικά μέσα στην τόση “λεβεντιά” τους ξέχασαν ότι ουδέν κρυπτόν υπό τον ιντερνετικό – πλέον – “ήλιο”. 

Σημείωση 1η: Γύρω από το ίδιο τραπέζι και κάτω από το πορτρέτο του Νίκου Μιχαλολιάκου (ακολουθεί σχετική φωτογραφία) έγινε η συνάντηση της Χρυσής Αυγής με το προεδρείο της θεσμικά αναγνωρισμένης Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ). Όπως αποκάλυπτε η «Εφημερίδα των Συντακτών» η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2014 στα γραφεία της Χρυσής Αυγής και τα δύο μέρη συμφώνησαν για «κοινούς αγώνες» και «κοινά προγράμματα». 




Ηταν την ίδια χρονιά, το 2014, που ο εκπρόσωπος της ΕΑΑΣ ωρυόταν στην ομιλία του στο Γράμμο (όπως παινευόταν η εφημερίδα τους “Εθνική Ηχώ”, Αύγουστος 2014) ότι το 1946-49 στην Ελλάδα δεν είχαμε εμφύλιο πόλεμο, αλλά “συμμοριτοπόλεμο”.    

Σημείωση 2η:  Οσον αφορά το απειλητικό εξώδικο (στο οποίο θα επανέλθουμε) που οι εν λόγω κύριοι μου απέστειλαν με αφορμή όσα (εγώ και κανείς άλλος) ανέφερα για αυτά τους τα καλέσματα στην ραδιοφωνική μου εκπομπή (η εκπομπή είναι ΕΔΩ μέρος πρώτο, απολαύστε τα), εξώδικο στο οποίο φρόντισαν μάλιστα να εμπλέξουν (!) κατά αδιανόητο τρόπο τον Real fm και τον συμπαρουσιαστή Μαν.Κοττάκη, συγκρατήστε τα εξής: α) Στο εξώδικο ισχυρίζονται με ουρανομήκη “φιλαλήθεια” και τη γνωστή τους όπως προείπαμε “λεβεντιά” ότι τα όσα βλέπουν τα μάτια σας στις φωτογραφίες περί “συμμοριτών” κομμουνιστών ουδέποτε (!) τα είπαν, β) στην σύσταση των εν λόγω κυρίων να ανακαλέσω (ούτε σάλιο για να γελάσω δεν χαραμίζω) ή τότε τρόπον τινά “θα τα πούμε” απειλώντας με με αγωγές και δικαστήρια, η απάντησή μου είναι τόσο απλή που ακόμα κι αυτοί θα την καταλάβουν: Τα αρχεία μου με τα “κομμουνιστοσυμμοριτικά τους” και τα συναπαντήματά τους με την καταδικασμένη εγκληματική ναζιστική συμμορία “Χρυσή Αυγή” αδημονούν να τους συναντήσουν. Οποτε θέλουν και όπου θέλουν. 

Σημείωση 3η: …σκιάχτηκα. 

Νίκος Μπογιόπουλος 1/4/2021

***


Οι “κομμουνιστοσυμμορίτες”, οι κατσαπλιάδες του Βαν Φλιτ και τα τσιράκια του Πάιατ (Ημεροδρόμος, Νίκος Μπογιόπουλος, 24/8/2020) 

Σημείο 1ο: Κατ’ αρχάς να το ορίσουμε: Γιορτές μίσους δεν είναι αυτές όπου οι άνθρωποι συναθροίζονται για να τιμήσουν τους νεκρούς τους και να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες. Γιορτές μίσους είναι εκείνες που οι οργανωτές τους τις στήνουν για να κραυγάσουν το μίσος κατά των αντιπάλων τους, για να διακορεύσουν την Ιστορία, για να παραχαράξουν την αλήθεια, για να ξεφαντώσουν με αλλαλαγμούς και ψεύδη υπέρ του μισανθρωπισμού.

Σημείο 2ο: Η Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ) που ιδρύθηκε με τον μεταξικό φασιστικό Αναγκαστικό Νόμο 1287/38 και συνεχίζει την πορεία της με τον επίσης χουντικό Αναγκαστικό Νόμο 1171/72 των  συνταγματαρχών και που για τη λειτουργία της εκδόθηκε ο επίσης Αναγκαστικός Νόμος 1172/75, ορίζεται στο άρθρο 6 του καταστατικού της ότι “είναι Ν.Π.Δ.Δ. και υπάγεται υπό τον ΥΕΘΑ (δια του Α/ΓΕΣ)” (εδω: http://www.eaas.gr/index.php/istoriko).

Σημείο 3ο: Στους νόμους του ελληνικού αστικού κράτους, που οι ομνύοντες στο Εθνος αξιωματικοί ορκίζονται ότι τους τηρούν και τους σέβονται, που οι αστικές κυβερνήσεις, οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί επίσης ορκίζονται στο αστικό Σύνταγμα και ενώπιον παπάδων για την διαφύλαξη και την τήρησή τους, αναφέρεται ότι στην Ελλάδα από την εκδίωξη των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων μέχρι το 1949 δεν διεξήχθη κανένας “συμμοριτοπόλεμος” αλλά εμφύλιος πόλεμος.  Και ότι στη χώρα δεν αντιπαρατέθηκαν κυβερνητικοί με “συμμορίτες”, αλλά οι κυβερνητικοί με τον Δημοκρατικό Στρατό: 




Σημείο 4ο: Οταν η ΕΑΑΣ διοργανώνει εκδηλώσεις σε Γράμμο – Βίτσι για να κραυγάσει το σκυλολόι της (σε αυτό θα επανέλθουμε) “κατά των Κομμουνιστοσυμμοριτών” όπως έκανε το παράρτημά της στας Σέρρας




τότε είναι προφανές ότι α) ένα Ν.Π.Δ.Δ από κοινού με το υπουργείο Εθνικής Αμυνας στο οποίο υπάγεται παραβιάζουν τους νόμους που υποτίθεται υπηρετούν, β) προωθούν πολιτική μισαλοδοξίας και διχασμού, γ) αναγάγουν την (κατά τον Βάρναλη) “τσούλα” σε Ιστορία και σε εργαλείο της ακροδεξιάς εθνικοφροσύνης, και δ) όλα τα παραπάνω τα κραυγάζουν κιόλας ανακοινώνοντας ότι η μάζωξή τους έχει σε τέτοιο βαθμό την έγκριση του πρωθυπουργού σε σημείο που θα “παραστεί” ακόμα και ο ίδιος εκπροσωπούμενος δια του υπουργού του Αλκ.Στεφανή. 

Σημείο 5ο: Οτι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος προσωπικά θα εκπροσωπηθεί σε αυτή την αθλιότητα, που μέχρι τώρα ήταν υπόθεση της χρυσαυγίτικης ναζιστικής συμμορίας και κάθε λογής γκρουμπούσκουλων της ακροδεξιάς μαυρίλας, το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα παρίσταται  – πράγμα που δεν θυμάμαι να έχει συμβεί ούτε επί κυβερνήσεων Κ.Καραμανλή, ούτε ακόμα και επί κυβέρνησης Σαμαρά – δηλώνει πολλά για το τι κρύβεται πίσω από την μπούργκα της “αριστείας” και του “φιλελευθερισμού”, ποιο το πραγματικό νόημα των κηρυγμάτων περί “εθνικής ενότητας” και των…ιστορικών προσεγγίσεων του τύπου ¨τι τον νοιάζει τώρα τον 17άρη για την δολοφονία Λαμπράκη”. 

Σημείο 6ο:  Εφόσον γι΄αυτούς που θα μαζευτούν σε Γράμμο και Βίτσι οι μαχητές που έχασαν στον εμφύλιο ήταν “κομμουνιστοσυμμορίτες”, θα ήταν παράλειψη να μην σημειώσουμε τούτο: Για μας, το εν λόγω σκυλολόι (είχαμε πει ότι θα επανέλθουμε), αυτό που νίκησε με τις ναπάλμ των Αμερικάνων, δεν είναι παρά οι κατσαπλιάδες μετά απογόνων του Βαν Φλιτ. Και αυτοί που σήμερα τους συνδράμουν, τους παρέχουν στήριξη και πολιτική ομπρέλα, είναι τα συγκαιρινά τσιράκια του Πάιατ. 

Ενημέρωση (28/8/2020): Η κυβέρνηση μόλις δύο μέρες πριν τη μάζωξη σε Γράμμο – Βίτσι από την ΕΑΑΣ φαίνεται να προσπαθεί να «μαζέψει» την αθλιότητα της, ύστερα και από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν. Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι δεν το κάνει καν ευθέως και ούτε με βεβαιότητα. Μέσω δημοσιεύματος στην «Καθημερινή» με τίτλο «Δεν θα πάει στον Γράμμο ο Αλ. Στεφανής» υποστηρίζεται: «Χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της κυβέρνησης εξετάζεται να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση που διοργανώνει μεθαύριο στον Γράμμο και στο Βίτσι η Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού». Το δημοσίευμα εδώ












Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Εκδήλωση για τους εκτελεσμένους μαχητές στο Γηροκομειό της Αχαΐας

 

Εκδήλωση διοργανώνει την Κυριακή 11 Ιούλη στις 7 το απόγευμα, η Τομεακή Επιτροπή Αχαΐας του ΚΚΕ και το Παράρτημα Πάτρας της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στη θέση Σκοποβολή στο Γηροκομείο  σε εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους μαχητές και τις μαχήτριες που εκτελέστηκαν εκεί την περίοδο 1948-1949.

Στο χώρο αυτό, κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, οι δυνάμεις της αντίδρασης, και οι ξένοι πάτρωνές τους εκτέλεσαν 250 κομμουνιστές, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού, επειδή αγωνίζονταν για μια ανεξάρτητη σοσιαλιστική Ελλάδα. Στην πλειοψηφία τους, οι εκτελεσθέντες και εκτελεσθείσες, υπήρξαν μαχητές και μαχήτριες της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου, και μέλη των παράνομων πυρήνων του ΚΚΕ, που υποστήριζαν του Δημοκρατικό Στρατό.




Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Η μάχη της Πούντας

 

Με τη διάλυση του ΕΛΑΣ και την έλευση της Εθνοφυλακής στο νησί της Λευκάδας, ξεκίνησαν άμεσα και οι διώξεις κατά του πληθυσμού του νησιού που στήριξε και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ, και σαφώς και ενάντια στα μέλη του ΚΚΕ. 

Στο δικαστήριο της Λευκάδας, όπου σέρνονταν κομμουνιστές και αγωνιστές, τακτικός μάρτυρας κατηγορίας υπήρξε ο δωσίλογος του Ξηρομέρου, Πάνος Βέρης, παραδεχόμενος μάλιστα σε μια δίκη, σε στενό του συνεργάτη, ότι ένας από τους τρεις κατηγορούμενους "πήγε τσάμπα". Ο πρώην δωσίλογος είχε πλέον αναχθεί σε μεγαλοπαράγοντα της πολιτικής, αλλά και οι εναπομείναντες ένοπλοι της ΕΟΝΝ, που και αυτή είχε συνεργαστεί με τον κατακτητή σε σημαντικό βαθμό, ξεκίνησαν να ξεθαρρεύουν και να κυκλοφορούν ένοπλοι και προκλητικοί σε όλο το νησί. 

Ωστόσο, πολλά μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ αρνήθηκαν να συρθούν σε δίκες σκοπιμότητας ή να δολοφονηθούν από κάποιο ένοπλο παρακρατικό και ξαναπήραν το δρόμο του βουνού. Επικεφαλής αυτών των ομάδων ενόπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών υπήρξε ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ, Πάνος Γιαννούλης και ο Νίκος Γαζής-Παπλαγιάννης, επικηρυγμένοι και οι δύο, για 40.000.000. και 25.000.000 δραχμές, αντίστοιχα. Έδρα της ομάδας υπήρξαν τα ορεινά χωριά, κοντά στην πόλη του νησιού, ενώ και εντός αυτής, η ομάδα μπορούσε να υπολογίζει στο τεράστιο λαϊκό της έρεισμα. Ο Πάνος Γιαννούλης και η ομάδα του μπορούσαν με σχετική ευκολία να εισέρχονται και να εξέρχονται της πόλης, ενώ οι όποιες προσπάθειες της Χωροφυλακής να τους συλλάβουν απέβησαν άκαρπες.

Αργότερα, η ομάδα Γιαννούλη θα μετονομαστεί σε Αρχηγείο Ξηρομέρου-Λευκάδας του ΔΣΕ, με επικεφαλής της τον Πάνο Γιαννούλη, για τη Λευκάδα και το Λάκη Κατσαρό για το Ξηρόμερο, και έχοντας πολιτικό της επίτροπο, τον Κώστα Παπαδόπουλο.

Παρόλα αυτά, το 1947 έφερε σημαντική όξυνση των ενόπλων συγκρούσεων του Εμφυλίου και την ανάγκη για την έξοδο των ανταρτών, προς το Ξηρόμερο, καθώς η δράση τους στη Λευκάδα, αφενός ήταν αναγκαστικά περιορισμένη, αφετέρου δεν θα μπορούσε να συνεχίζεται επ' άπειρο, με κάποιο σοβαρό αποτέλεσμα. Η διεκπεραίωση τελικά της λευκαδίτικης ομάδας στο Ξηρόμερο θα γίνει τον Μάη του 1947. Αφού ενωθεί με τους Ξηρομερίτες αντάρτες θα σχεδιάσουν τη μετάβασή τους στην Ήπειρο, με σκοπό την ένταξή τους, στα εκεί τμήματα του ΔΣΕ. 

Ύστερα από διάφορες συγκρούσεις με χωροφύλακες και χίτες στην ευρύτερη περιοχή της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου οι αντάρτες για να αποφύγουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των αντιπάλων, για τους οποίους είχε σημάνει γενικός συναγερμός, θα αναγκαστούν να χωριστούν σε δύο τμήματα. Το λευκαδίτικο τμήμα θα καταφύγει στην Πούντα του Ακτίου, στις 22 Ιουνίου, με σκοπό να περάσει ξανά στην Λευκάδα όπου ήξερε καλά τα μέρη και είχε την στήριξη του ντόπιου πληθυσμού. Εκεί εντοπίστηκαν από τους αριθμητικά υπέρτερους αντιπάλους και αναγκάστηκαν να χωριστούν σε μικρές ομάδες και να σκορπιστούν σε διάφορες κατευθύνσεις για να διαφύγουν από τον κλοιό.

Οι αριθμοί και ο οπλισμός του αντιπάλου ήταν σαφέστατα υπέρτερος, καθώς εκτός από τις δυνάμεις Χωροφυλακής της Λευκάδας, ενάντια στους αντάρτες είχαν κινηθεί και περίπου 70 ένοπλοι παρακρατικοί της πρώην ΕΟΝΝ (20 άνδρες του Καλατζή, 7 άνδρες του Νικολάρα, 15 άνδρες του Αχείμαστου, 10 του Καραγιάννη και 15 του οπλαρχηγού Τεπέλα). Στην μάχη σκοτώθηκαν αρκετοί μαχητές του ΔΣΕ ενώ την ίδια κατάληξη θα είχε λίγο αργότερο, ύστερα από προδοσία, και ο θρυλικός διοικητής του Αρχηγείου Πάνος Γιαννούλης στην προσπάθειά του να διαφύγει με δύο συναγωνιστές του, δια θαλάσσης.

Ως απάνθρωπη πράξη του αντιπάλου έχει μείνει στη μνήμη του λευκαδίτικου λαού ο αποκεφαλισμός εφτά μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού που τους κρέμασαν τα κεφάλια στο Πεντοφάναρο της κεντρικής πλατείας της πόλης της Λευκάδας. Οι εφτά αγωνιστές ήταν: Νίκος Γαζής (Παπλογιάννης), Κώστας Ζακυνθινός (Ρέντζος), Γεράσιμος Θερμός (Τιλίλας), Γιάννης Κοντογεώργης (Μπαλέρτας), Ζώης Παπαδόπουλος, Τάσος Θ. Μανωλίτσης (Βρακάς) και Μίνος Παναγιώτης (κομματικός υπεύθυνος από τη Μερόπη Πωγωνίου Ιωαννίνων).





Τα κεφάλια στο πεντοφάναρο.



Πηγές: Τάσος Κονιδάρης, Η Λευκάδα, στη σκιά του Εμφυλίου Πολέμου 1943-1947, Σιδέρης, Αθήνα 1984.

Σμύρνη Μαραγκού, Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986.

http://www.kolivas.de/archives/315022

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Kατοχή στη Λευκάδα - Μέρος 5ο

 


Ο ΕΛΑΣ αντεπιτίθεται


Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1944, ο ΕΛΑΣ Λευκάδας περνά στην αντιεπίθεση. Η διοίκησή του, θα εκδόσει εντολή για πανλευκαδιακή κινητοποίηση, του μόνιμου και του εφεδρικού ΕΛΑΣ, με στόχο την εκτόπιση του ΕΔΕΣ και των δεξιώ ενόπλων από το νησί, και την εφαρμογή της Συμφωνίας της Καζέρτας. Ο διοικητής του ΕΛΑΣ στο νησί, Γιώργος Κατεμής (Αραχναίος), που είχε οριστεί εκ μέρους της κυβέρνησης της Αθήνας, ως αξιωματικός-παρατηρητής του ΕΛΑΣ στο νησί, έρχεται σε συνεννόηση και με το 2/39 Σύνταγμα του Ξηρομέρου, που ήδη έχει εκτοπίσει τον ΕΔΕΣ, στον ηπειροτικό κορμό.

Παράλληλα, ο Μαραγκός και ο ΕΔΕΣ Λευκάδας, με τους 200 περίπου ενόπλους παραμένουν στην πόλη του νησιού, κι ενώ το κλίμα, μέρα τη μέρα βαραίνει για αυτούς, εξακολουθεί να αδρανεί. Αρκέστηκε μόνο στη διατήρηση ενός φυλακίου στο Καλιγόνι, υπό το λοχαγό Περιβολιώτη, στο οποίο διατηρούσε μικρή μονάδα ανδρών. Παράλληλα, η ΕΟΝΝ, υπό το Ζαμπέλη εξακολουθούσε να ελέγχει το χώρο από τη Βασιλική έως και τα Σύβοτα, περιοχή πρόσφορη για αποβάσεις, με λίγους άνδρες που σαφώς δεν θα μπορούσαν να την υπερασπιστούν σε τέτοιο ενδεχόμενο.

Και η Δεξιά παράταξη είχε να αντιμετωπίσει και τις δικές της εσωτερικές έριδες. Καταρχήν, η πλουσιοπάροχη ζωή που οι άνδρες του ΕΔΕΣ διήγαν, χρησιμοποιώντας τις αγγλικές ενισχύσεις σε λίρες, δεν έφτανε έως τα μέλη της ΕΟΝΝ, που ωστόσο τυπικά ήταν και αυτά μέλη του ΕΔΕΣ. Η διαμαρτυρίες και η δυσαρέσκεια στο πρόσωπο του Μαραγκού κατέληξε να είναι τέτοια, που πολλοί ένοπλοι της ΕΟΝΝ απείλησαν να παρατήσουν τα όπλα και να επσιτρέψουν στα σπίτια τους. Τελικώς ο Μαραγκός εξαναγκάστηκε να υποσχεθεί μισή λίρα σε κάθε άνδρα της ΕΟΝΝ, δέσμευση που ασφαλώς δεν τηρήθηκε. Κατά δεύτερον, ο Μαραγκός και ο ΕΔΕΣ, ως μη εμπλεκόμενοι με τα γεγονότα της Κατοχής στη Λευκάδα, δεν εισέπραττε το λαϊκό μίσος που στρεφόταν ενάντια στην ΕΟΝΝ, λόγω του δωσιλογικού της παρελθόντος και των εγκλημάτων της, οπότε και ο ίδιος θεώρησε καλό να τηρήσει αποστάσεις από τους ντόπιους οπλαρχηγούς.

Έτσι, η επαφή ΕΔΕΣ - ΕΟΝΝ αραίωσε και σχεδόν σταμάτησε ολοκληρωτικά, ενώ δεν αποκλείεται, ο ίδιος ο Μαραγκός να έβλεπε θετικά το ενδεχόμενο εκκαθάρισης του νησιού από την ΕΟΝΝ, εάν ο ΕΛΑΣ αποφάσιζε κάτι τέτοιο. Εντός των πηγών μας, ο ίδιος ο Μαραγκός περιγράφεται συχνά ως ανίκανος στρατιωτικός, αφοσιωμένος μόνο στη δική του πολυτέλεια και καλοπέραση, οπότε δεν είναι απίθανο, απλώς ο Μαραγκός να μην μπόρεσε να προλάβει τις εξελίξεις που έρχονταν.


Το 2/39 Σύνταγμα αποβιβάζεται στη Λευκάδα


Στις 25 Δεκεμβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ πραγματοποιεί την πρώτη από ξηράς απόβαση στη Λευκάδα, ενώ ο ΕΛΑΣ Λευκάδας είναι έτοιμος για κινητοποίηση. Οι ΕΛΑΣίτες αποβιβάζονται Μεγανήσι και επιτίθενται στο φυλάκιο Καλατζή, το οποίο υπερασπίζονται 11 άνδρες της ΕΟΝΝ. Ακολουθεί μικροσυμπλοκή με έναν νεκρό ΕΟΝΝίτη, και η άμεση παράδοση των υπολοίπων 10 στον ΕΛΑΣ. 

Τις επόμενες δύο ημέρες, ένα μπαράζ αποβάσεων διενεργείται από τον ΕΛΑΣ στη Λευκάδα. Aπό τις Αλυκές, μέχρι τα Σύβοτα, δεκάδες βάρκες αποβιβάζουν αντάρτες, που καταλαμβάνουν θέσεις κοντά σε χωριά που το ντόπιο ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ επικρατούν. Το σχέδιο είναι πολύ προσεκτικά οργανωμένο. Η απόβαση του ΕΛΑΣ στη Φτέρη Πόρου, θα συναντήσει αντίσταση από την ομάδα της ΕΟΝΝ Κατωχωρίου. Ο ΕΛΑΣ θα συμπτυχθεί προς την Εύγηρο, όπου θα ενωθεί με τον ντόπιο εφεδρικό ΕΛΑΣ και θα καταλάβουν τα υψώματα του βουνού Αχράδα.

Δεκαπενταμελής ομάδα της ΕΟΝΝ, με επικεφαλής της το Μήτσο Σολδάτο-Φλώρο προχωρά σε κατα μέτωπο επίθεση στις θέσεις του ΕΛΑΣ στην Αχράδα, για να ανακοπεί απότομα με τον θάνατο του αρχηγού της και να υποχωρήσει άτακτα. Το ίδιο βράδυ, στις 28 Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ αποβιβάζεται στα ιταλικά οχυρά, δύο χιλιόμετρα βορειανατολικά του Νυδριού και τα καταλαμβάνει. Αστραπιαία, ο ΕΛΑΣ Καρυάς καταφθάνει και τους ενισχύει. Η ομάδα του Χρήστου Καλατζή επιχειρεί να επιτεθεί και απωθείται. Κινούνται προς την πόλη της Λευκάδας για να ζητήσουν τη βοήθεια του ΕΔΕΣ, ωστόσο βρίσκουν τη γέφυρα ανατιναγμένη και την πρόσβαση αδύνατη.

Στις 29 Δεκεμβρίου, ο Ανδρέας Καλατζής και η ομάδα του επιστρέφει στα Χαραδιάτικα και εξοπλίζεται και από εκεί κινείται στο Λαϊνάκι για να καταλάβει επίκαιρες θέσεις, μαζί του παίρνει και 20 αιχμαλώτους του, όλοι μέλη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, για να τους χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί με τον ΕΛΑΣ. Ακολουθεί συμβούλιο της ΕΟΝΝ, που συμμετέχουν οι οπλαρχηγοί και ενάντια στη θέση του Καλατζή για αντίσταση μέχρι το τέλος, η πλειοψηφία στρέφεται στην παράδοση των όπλων. 

Την 29η, ο Μαραγκός θα αποφασίσει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της απόβασης του 2/39 σε όλο το νησί. Καλεί από την ηπειρωτική περιοχή τον οπλαρχηγό του ΕΔΕΣ Νικολάρα και με επικεφαλής το Γιάννη Φωτόπουλο κινούνται στην περιοχή Σπασμένη Βρύση-Καρυώτες-κάμπος Κατούνας, όπου συναντούν τμήμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ και το εξαναγκάζουν σε υποχώρηση. Ωστόσο, κάπου εκεί σταματά και η δράση του ΕΔΕΣ, που αποσύρεται πίσω στην πόλη. 

Το απόγευμα της 29ης, το πυροβολικό του ΕΛΑΣ από την Ακαρνανία σφυροκοπεί την ύπαιθρο γύρο από την πόλη του νησιού, προκαλώντας αναταραχή. Η κίνηση αυτή απέβλεπε μάλλον στην ψυχολογία του πολέμου παρά είχε κάποιο πραγματικό στρατιωτικό αποτέλεσμα. Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι του Τάκη Γιαννουλάτου, οι εκπρόσωποι του αστικού κόσμου του νησιού θα συνέλθουν σε σύσκεψη. Συμμετέχουν οι Τάκης Γιαννουλάτος, κυβερνητικός εκπρόσωπος στο νησί, ο δεσπότης Δωρόθεος, ο Μαραγκός και ο εισαγγελέας Χριστόφορος Λάζαρης. Ο Μαραγκός δηλώνοντας ότι οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ έχουν παντού ηττηθεί, προτείνει την οργάνωση επιτροπής συνθηκολόγησης με τον ΕΛΑΣ. 

Τη επόμενη κιόλας, η επιτροπή έρχεται σε επαφή με το ΕΑΜ της πόλης και κινούνται κατόπιν ενημέρωσης του ΕΛΑΣ, στο χωριό Κολυβάτα, όπου συναντούν το Διοικητή του 24ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Λευκάδας, Αραχναίο, τον πολιτικό επίτροπο Ντούσκα και τον βοηθό του Κύρλα.

Τα λόγια της επιτροπής ωστόσο, για ειρήνη, συμφιλίωση και παύση της αιματοχυσίας, διακόπτονται από τον Αρχαναίο που δηλώνει ότι εάν η ΕΟΝΝ και ο ΕΔΕΣ δεν παραδώσουν τα όπλα τους άμεσα, κάθε άλλη συζήτηση είναι περιττή και ανούσια. Έτσι, η επιτροπή επιστρέφει άπρακτη στην πόλη. Τα μέλη της πλην Μαραγκού κλείστηκαν στο κάστρο της πόλης, μαζί με τις οικογένειές τους, και τους λοιπούς παράγοντες της Δεξιάς και εκπροσώπους του κράτους, ενώ ο ίδιος ο Μαραγκός απέσυρε τον ΕΔΕΣ από το νησί και το εγκατέλειψε τελείως. 


Η αντιμετώπιση της ΕΟΝΝ 


Με την εγκατάλειψη του νησιού από τον ΕΔΕΣ, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ Λευκάδας έθεσε αμέσως την πόλη υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ, δυνάμεις του οποίου συνέλαβαν αμέσως τον εισαγγελέα, Χ. Λάζαρη, τον Τάκη Γιαννουλάτο και τον Κώστα Αραβανή-Τσουκνίδα, με τις κατηγορίες των εγκλημάτων κατά του λαού και της συνεργασίας με τον κατακτητή.

Επόμενος στόχος του ΕΛΑΣ ήταν οι ένοπλοι της ΕΟΝΝ, στην περιοχή Χαραδιάτικα-Νυδρί-Στενό-Κατωχώρι. Η εντολή που ο ΕΛΑΣ είχε λάβει απευθείας από τη Μεραρχία, ήταν η με κάθε κόστος διάλυση της ΕΟΝΝ. Ο επικεφαλής της επιχείρησης, ταγματάρχης Πανταζής Κοντογιώργης Μπαλέρτας, εννοούσε να την εφαρμόσει παραδειγματικά. Στο Μπαλέρτα, το 2/39 είχε διαθέσει μάλιστα βαρύ όλμο, με 150 βλήματα, με τον οποίο ο ΕΛΑΣ σφυροκόπησε τις θέσεις της ΕΟΝΝ, προπαρασκευάζοντας την επίθεση. Παράλληλα, κοντά στο Νυδρί, ο ΕΛΑΣ διέλυε τα τμήματα του Ζαμπέλη και του Αντρέα Γαζή-Βάλτρα, που σκοτώθηκαν στη σύγκρουση. 

Με την πρώτη παύση των βολών του ΕΛΑΣίτικου πυροβολικού, αντιπροσωπεία της ΕΟΝΝ προχώρησε στην παράδοση των όπλων. Στα Χαραδιάτικα και το Νυδρί, ο ΕΛΑΣ συνέλαβε 25 παράγοντες της Δεξιάς και της ΕΟΝΝ, ανάμεσά τους και τους δύο γιους του Χρήστου Βέρη, τους οποίους εκτέλεσε άμεσα. Ωστόσο, οι συλλήψεις δεν γενικεύθηκαν στο νησί και οι εκτελέσεις δωσιλόγων και προδοτών ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. 

Η κατάληψη του νησιού από τον ΕΛΑΣ είχε πια ολοκληρωθεί. Από την ΕΟΝΝ δεν απέμειναν πια παρά ελάχιστοι ζώντες ένοπλοι που κατέφυγαν φυγάδες στα ορεινά και η οργάνωση έπαψε πρακτικά να υπάρχει. Οι νεκροί της ΕΟΝΝ σε αυτές τις 6 ημέρες έφθασαν τους 100. 

Οι αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ κρατήθηκαν για μικρό διάστημα στις φυλακές Λευκάδας και στις 10 Γενάρη 1945, σε δύο διαφορετικές αποστολές, των 280 και 270 ατόμων, στάλθηκαν στην εξορία, στο Λιγοβίτσι και στην Τατάρνα. Με τη διάλυση του ΕΛΑΣ, οι περισσότεροι από αυτούς επέστρεψαν στο νησί.



Από αριστερά: Κίρλας, Ντούσιας, Αραχναίος (Κατεμής).


Πηγές: Τάσος Κονιδάρης, Η Λευκάδα, στη σκιά του Εμφυλίου Πολέμου 1943-1947, Σιδέρης, Αθήνα 1984.

Σμύρνη Μαραγκού, Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986.

http://www.kolivas.de/archives/271140

Κατοχή στη Λευκάδα - Μέρος 4ο

 

Η τρύπα των Χαραδιάτικων- Αλάτρου


Στα υψώματα δυτικά των Χαραδιάτικών, προς τη μεριά του Αλάτρου, βρίσκεται ένα βάραθρο βάθους περίπου 17 μέτρων, που η ΕΟΝΝ χρησιμοποίησε με απόφαση του Χρήστου Καλατζή και άλλων οπλαρχηγών, ως τόπο εκτέλεσης μελών και στελεχών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στην περίοδο της κυριαρχίας τους. Παρά το γεγονός ότι ο ακριβής αριθμός των εκτελεσθέντων στη φρικτή τρύπα των Χαραδιάτικων παραμένει ανεξακρίβωτος, η λαϊκή μνήμη του νησιού κατέγραψε τα ονόματα μερικών από τα θύματά της.

Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1944, μεταφέρθηκαν από τηνπόλη της Λευκάδας στην τρύπα τρία μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, με γραπτή εντολή, για την άμεση εκτέλεσή τους. Ήταν οι Γιάννης Αθανίτης, Απόστολος Φραγκούλης και Κώστας Σάντας. Ακόμα τρεις αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τη Βαυκερή, στάλθηκαν με εντολή του Χρήστου Καλατζή για να εκτελεστούν στην τρύπα, ενώ και η ομάδα του οπλαρχηγού Ζαμπέλη (της ΕΟΝΝ) είναι γνωστό ότι έστειλε ακόμα έναν αγωνιστή στο θάνατο, στην τρύπα των Χαραδιάτικων, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των εξακριβωμένων θυμάτων σε οκτώ. Τα ονόματα των εκτελεσθέντων από τη Βαυκερή είναι: Ποσειδώνας Γαζής, Διονύσης Λιβιτσάνος και Σταυράκης Γαζής, ενώ ο εκτελεσθέντας από το τμήμα Ζαμπέλη πιθανώς είναι ο Χρ. Σκληρός ή Μποτσώνας από το Μαραντοχώρι.

Τα θύματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που δολοφονήθηκαν στην τρύπα των Χαραδιάτικων δεν εκτελούνταν πάντα πρίν πεταχτούν στο βάραθρο, αλλά πολλές φορές πετιούνταν σε αυτό βασανισμένα, τραυματισμένα και ημιθανή, βρίσκοντας φρικτό θάνατο στα βάθη της. 

Χαρακτηριστικά ο Τριαντάφυλλος Κοντογιώργης είχε αναφέρει:

«Είχανε εκτελεστικό και πρώτα τους τουφεκίζανε και τους ρίχνανε στην «Τρύπα». Πρώτος έπεσε ο Στάθης Παπλαγιάννης πληγωμένος και δεν πήγε στον πάτο. Ύστερα βγήκε μόνος του. Συνέχεια τους άλλους. Ακούσανε τα τουφέκια από μακρυά και ο Μέρμηγκας (Κατωπόδης) πήγε μαζί με την κοπέλα την Σταμάτα και ακούσανε τα βογκητά από μέσα από την «Τρύπα». Έφεραν τριχιές και ρίξανε το σχοινί μέσα και μπόρεσε και βγήκε μόνο ο Σταυράκης. Οι άλλοι ήτανε τραυματισμένοι και δεν μπορέσανε λόγω της κακής κατάστασης που ήτανε από τα τραύματα, να πιαστούνε από το σχοινί.»

Το χειμώνα του 1945 μετά την επικράτηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στο νησί, συγκροτήθηκε ομάδα που ανέλαβε την κατάβαση στην τρύπα, με σκοπό την ανάσυρση των πτωμάτων των συναγωνιστών τους. Χαρακτηριστικά ο Ζώης Κουτσάφτης στο βιβλίο του, Η εθνική αντίσταση στη Λευκάδα – Ιταλική και Γερμανική κατοχή, αναφέρει ότι ακόμα υπήρχε έντονη μυρωδιά και ο άνθρωπος που κατέβηκε πρώτος λιποθύμησε από τη αφόρητη δυσοσμία που ανέδιδαν τα πτώματα.

Μάλιστα αναφέρθηκε ότι συλλέχθηκαν δυο τσουβάλια οστά, τα οποία μεταφέρθηκαν στο χωριό Βαυκερή, όπου και ενταφιάστηκαν.



Η είσοδος της τρύπας.



Στα τέλη της Κατοχής


Όταν οι Γερμανοί, με τη σύμφωνη γνώμη του συνεργάτη τους Βέρη, δέχθηκαν την ΕΟΝΝ στην πόλη της Λευκάδας, το καλοκαίρι του 1944, ο Ανδρέας Καλατζής εγκαταστάθηκε σε αυτή ως αντιπρόσωπος της οργάνωσης και βέβαια, ως προνομιακός συνομιλητής, με τη Γερμανική Διοίκηση. Ωστόσο, οι εσωτερικές έριδες είχαν ήδη ξεκινήσει εντός της ΕΟΝΝ, αλλά και μεταξύ αυτής και του Βέρη. Από τη μια πλευρά, ο Βέρης διαφωνούσε με τον οπλαρχηγό της ΕΟΝΝ Ζαμπέλη, ενώ και οι διάφοροι οπλαρχηγοί της ΕΟΝΝ έρειζαν για την εξουσία.

Βασική συνειδητοποίηση της Δεξιάς του νησιού υπήρξε σαφώς, ότι οι Γερμανοί σύντομα θα έφευγαν και η κάλυψη που αυτοί παρείχαν θα τελείωνε, με αποτέλεσμα ενδεχομένως να ανοιχτεί το πεδίο, για το κλείσιμο των ανοικτών λογαριασμών που είχε μαζί τους ο παντοδύναμος, στην ενδοχώρα, ΕΛΑΣ. Έτσι, η λύση αναζητήθηκε στον ΕΔΕΣ και το Ζέρβα, έτερο προνομιακό συνομιλητή των Γερμανών στην Ήπειρο.

Έτσι, η ΕΟΝΝ απέστειλε τον Ανδρέα Καλατζή και τον Ν. Καββαδά, να συναντήσουν το Ζέρβα και να ζητήσουν την ένταξή τους, στον ΕΔΕΣ. Οι δύο έφθασαν στη Δερβίζαινα Ηπείρου, όπου συναντήθηκαν με τον επικεφαλής του ΕΔΕΣ και αποφασίστηκε η αποστολή στη Λευκάδα, του ταγματάρχη του ΕΔΕΣ, Κώστα Μαραγκού, με δύναμη 150 ανδρών. 

Πίσω στη Λευκάδα, ο Ζαμπέλης κατάφερε να κερδίσει την ηγεσία της ΕΟΝΝ και των ενόπλων της, "παίζοντας το χαρτί", της επανόδου του ΕΛΑΣ στο νησί και του κινδύνου που αυτός αντιπροσώπευε, για την ΕΟΝΝ.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, και ενώ οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει το νησί, ο Μαραγκός έφτασε στη Λευκάδα, με περίπου 100 άνδρες του ΕΔΕΣ και συναντήθηκε άμεσα με το Ζαμπέλη. Όμως και στη συνάντηση αυτή προέκυψαν διαφωνίες, καθώς ο μεν Ζαμπέλης υποστήριζε τον αφοπλισμό της ομάδας του Βέρη, ο δε Μαραγκός διαφωνούσε προτείνοντας να του προτείνουν απλώς να εγκαταλείψει το νησί, με τους άνδρες του. Τελικώς επικράτησε η άποψη του Μαραγκού και η ΕΟΝΝ έγινε επίσημα μέρος του ΕΔΕΣ.

Ωστόσο, στις 26 Σεπτεμβίου 1944, η υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας, έθετε τη Λευκάδα υπό την κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και ο στρατηγός Σκόμπυ απέστειλε εντολή στη Λευκάδα ζητώντας την παράδοση του νησιού στον ΕΛΑΣ. Παρόλα αυτά, ο Μαραγκός, οι ένοπλοι της ΕΟΝΝ και ο ΕΔΕΣ αρνούνταν πεισματικά να αποχωρήσουν από τις θέσεις τους, και τον Οκτώβριο, στο νησί θα φθάσει κλιμάκιο της κυβέρνησης Παπανδρέου, με επικεφαλής το διοικητή Ιονίων Νήσων, Μάκκα, για να εξετάσουν την κατάσταση στο νησί. 

Ο Μαραγκός υποδέχτηκε το Μάκκα με μια επίδειξη δύναμης, οργανώνοντας παρέλαση των ενόπλων του ΕΔΕΣ. Ο Μάκκας, μη επιθυμώντας να συγκρουστεί με τον ΕΔΕΣ απέστειλε τελικώς μια απλή έκθεση στο στρατηγό Σκόμπυ, με την οποία ζητούσε την παραμονή του νησιού στον ΕΔΕΣ, ενώ και νέα εντολή του Σκόμπυ (τέλη Οκτώβρη 1944) αποφάσιζε ότι το νησί θα παρέμενε υπό την εξουσία του ΕΔΕΣ, ενώ ο ΕΛΑΣ θα αντιπροσωπευόταν από ανώτερο αξιωματικό που θα μετείχε στη διοίκηση.

Ασφαλώς η Επιτροπή του ΕΑΜ Λευκάδας δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Ούσα πλέον τμήμα μιας νόμιμης κυβέρνησης συναντήθηκε με το Μάκκα και του διαμήνυσε ότι η ομαλότητα και η ειρήνη στο νησί θα διασφαλιζόταν μόνο εάν οι οπλαρχηγοί της ΕΟΝΝ, που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και ενέχονταν για πλήθος εγκλημάτων, έφευγαν από το νησί. Ο Μάκκας, που δεν ξεχνούσε το 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που έδρευε στο Ξηρόμερο, αποφάσισε να εκτοπίσει τους οπλαρχηγούς της ΕΟΝΝ στην Πρέβεζα και να αντικαταστήσει τις δυνάμεις του Μαραγκού, με ντόπιους ενόπλους, που χρηματοδοτούταν άπλετα, με βρετανικές λίρες και ενισχυόταν με τρόφιμα και οπλισμό.

Παράλληλα βέβαια, ο ΕΛΑΣ προέλαυνε στη Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο εκτοπίζοντας τον ΕΔΕΣ, και στη Λευκάδα, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ δεν θα παρέμεναν άλλο στο περιθώριο...


Συνεχίζεται



Πηγές: Τάσος Κονιδάρης, Η Λευκάδα, στη σκιά του Εμφυλίου Πολέμου 1943-1947, Σιδέρης, Αθήνα 1984.

Σμύρνη Μαραγκού, Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986.





Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Κατοχή στη Λευκάδα- Μέρος 3ο

 

Η μάχη στο Λαϊνάκι και η συνεργασία ΕΟΝΝ-Γερμανών


Στις 14 Ιουλίου 1944, οι δυνάμεις της ΕΟΝΝ βρίσκονταν συγκεντρωμένες στο Λαϊνάκι αναμένοντας την επίθεση του ΕΛΑΣ. Στις 15 Ιουλίου, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται από τα Χορτάτα, στα υψώματα του Αγίου Ηλία, όπου η ΕΟΝΝ διατηρούσε φυλάκιο και μικρή αμυντική διάταξη. Η μάχη είναι σκληρή και τις πρώτες απογευματινές ώρες, ο ΕΛΑΣ θα διαλύσει το φυλάκιο και θα αποσυρθεί για ανάπαυση.

Το πρωί της επομένης, ο ΕΛΑΣ θα καταλάβει τα χωριά Άγιος Πέτρος, Μαραντοχώρι, Σύβρο και Βουρνικά διαλύοντας τις δυνάμεις της ΕΟΝΝ που τα κρατούσαν. Η δύναμη του ΕΛΑΣ που είχε καταλάβει τον Άγιο Ηλία, προχώρησε στο ομώνυμο χωριό, το οποίο κατέλαβε χωρίς αντίσταση. Αργότερα θα κινηθούν προς το Λαϊνάκι, και θα καταλάβουν στρατηγικά υψώματα στα Σταυρωτά, το Άλατρο και τα υψώματα που δεσπόζουν στο Λαϊνάκι. Οι δε δυνάμεις της ΕΟΝΝ είχαν καταλάβει τα υψώματα από το Φτερνό προς τον Άγιο Ηλία.

Τα χαράματα της 17ης, ο ΕΛΑΣ ξεκινά την επίθεσή του στα υψώματα του Αλάτρου, στα οποία βρισκόταν η κύρια δύναμη της ΕΟΝΝ, αποτελούμενη από άνδρες του Καλατζή. Οι θέσεις της ΕΟΝΝ σφυροκοπήθηκαν άγρια από τον ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του Καλατζή να μείνουν καθηλωμένες, ενώ σφήνα του ΕΛΑΣ, τους απέκοπτε από τις άλλες δυνάμεις της ΕΟΝΝ στο ύψωμα Άγιος Ηλίας. Η μάχη συνεχίστηκε σκληρή με απώλειες και από τις δύο πλευρές, όταν το αναπάντεχο νέο έφτασε στο επιτελείο του ΕΛΑΣ: Γερμανοί εμφανίστηκαν Νυδρί. 

Τί είχε συμβεί;

Το προηγούμενο βράδυ, οι δυνάμεις της ΕΟΝΝ, καθώς γνώριζαν την αδυναμία τους να συγκρατήσουν τον ΕΛΑΣ, έστειλαν με πρωτοβουλία του Καλατζή σύνδεσμο, από το Βλυχό στη Ζαβέρδα, για να ζητήσουν τη βοήθεια του συνεργάτη των Γερμανών Βέρη. Έτσι, γύρω στις 10 το επόμενο πρωί, άνδρες του Βέρη και του Μπουρδούβαλη εμφανίστηκαν στο Νυδρί, μαζί με διλοχία Γερμανών. Οι Γερμανοί και οι δωσίλογοι του Βέρη και του Μπουρδούβαλη, ενώθηκαν με την ΕΟΝΝ και ξεκίνησαν να βάλλουν τον ΕΛΑΣ από τη δεξιά πτέρυγα της μάχης. 

Η τεράστια υπεροχή πυρός της Βέρμαχτ προκάλεσε απώλειες στον ΕΛΑΣ, και ο επικεφαλής του Φουρτούνας διέταξε υποχώρηση των δυνάμεων προς την Εγκλουβή. Παράλληλα, ομάδα του ΕΛΑΣ που αποκόπηκε από το υπόλοιπο σώμα των ανταρτών, κατέφυγε προς την κοιλάδα της Βασιλικής. Καθώς όμως αποτελούταν κυρίως από Κεφαλονίτες που δεν γνώριζαν την περιοχή, δέχτηκαν την επίθεση της ΕΟΝΝ και των Γερμανών και σχεδόν διαλύθηκαν ολοκληρωτικά. Η μάχη στο Λαϊνάκι, θα στοιχίσει στον ΕΛΑΣ, περίπου 80 νεκρούς.

Με την έλευση της νύχτας, ο Βέρης επέστρεψε στο χωριό Βλυχό και συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, παρουσία και των Γερμανών. Στους διάφορους τοπικούς οπλαρχηγούς της Δεξιάς στη Λευκάδα δόθηκαν αποστολές για την ολοκληρωτική εκκαθάριση του νησιού, από τον ΕΛΑΣ, γεγονός που βόλευε ιδιαίτερα και τη Γερμανική Διοίκηση Λευκάδας. Παράλληλα, ο ΕΛΑΣ είχε καταφύγει στο ερημοκλήσι του Αγίου Ιωάννη Ροδάκη, στο Βουρνικιώτικο. 

Την επόμενη, οι ένοπλοι του Βέρη και της ΕΟΝΝ πυρπόλησαν το ΕΑΜικό χωριό Εύγηρος, καίγοντας 28 σπίτια και προχωρώντας σε γενικευμένες λεηλασίες, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις που τους συνόδευαν, κάλυπταν το πλιάτσικο. Ο ΕΛΑΣ, υπό το Φουρτούνα και τον Κόρακα διέφυγε με βάρκες στο νησί Αρκούδι, όπου τους φιλοξένησε ο Πάνος Δελλαπόρτας- Μουστακέρης και μετέπειτα θα περάσουν στην Ιθάκη. Οι ντόπιοι ΕΛΑΣίτες αντάρτες και μέλη του ΕΑΜ θα εξαναγκαστούν να περάσουν ένα πραγματικά κολασμένο καλοκαίρι, προσπαθώντας να γλιτώσουν από τις εκκαθαρίσεις των ενόπλων της ΕΟΝΝ.


Λεηλασίες υπό το βλέμμα των Γερμανών και η απάντηση της Γερμανικής Διοίκησης Λευκάδας


Στις 19 Ιουνίου του 1944, οι οπλαρχηγοί της ΕΟΝΝ, υπό το Χρήστο Κονιδάρη-Καλατζή αποφάσισαν σε σύσκεψή τους την παραδειγματική καταστροφή των χωριών που στήριζαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στο νησί, ακριβώς όπως είχαν κάνει και με το χωριό Εύγηρο. Πρώτος στόχος ήταν σαφώς, το χωριό Εγκλουβή, όπου ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ διέθεταν τεράστιο λαϊκό έρεισμα. 

Με την ανοχή της Γερμανικής Διοίκησης Λευκάδας, οι Καλατζήδες λεηλάτησαν ολοκληρωτικά το χωριό. Ολόκληρα φορτία από έπιπλα, ρουχισμό, τιμαλφή και τρόφιμα κλάπηκαν από το χωριό, το οποίο πυρπολήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι "αντιστασιακοί" της Δεξιάς πυρπόλησαν τουλάχιστον 90 σπίτια, ενώ άγνωστος παραμένει ως σήμερα ο αριθμός των άμαχων θυμάτων του χωριού, από την επιδρομή τους, που ελάχιστα είχε να ζηλέψει από τις παρόμοιες επιδρομές των κατακτητών.

Στις 23 Ιουνίου, νέο πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών της ΕΟΝΝ θα καταστρώσει σχέδιο συστηματικής εκκαθάρισης του νησιού, από το ΕΑΜικό και ΕΛΑΣίτικο στοιχείο, ξανά υπό την ανοχή των Γερμανών. Ωστόσο, και το ΕΑΜ και ο τοπικός ΕΛΑΣ γνώριζε τί θα επακολουθούσε. Έτσι, τα μέλη και στελέχη τους, πέρασαν είτε ένοπλα στις απομονωμένες περιοχές του νησιού, είτε κατευθύνθηκαν στην πόλη της Λευκάδας, όπου κρύβονταν σε φιλικά σπίτια, υπό τη σκέπη του λευκαδίτικου λαού.

Έτσι, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της ΕΟΝΝ δεν θα αποδόσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεκάδες αγωνιστές δεν δολοφονήθηκαν άγρια σε όλο το νησί. 

Επόμενος στόχος της ΕΟΝΝ ήταν σαφώς η εκκαθάριση της πόλης της Λευκάδας από τα στοιχεία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν στάθηκε δυνατό. Κατά πρώτον, ο ίδιος ο Βέρης που είχε εγκατασταθεί στην πόλη δεν ήταν σύμφωνος με κάτι τέτοιο, καθώς δεν του ενέπνεαν εμπιστοσύνη ορισμένα από τα στελέχη της ΕΟΝΝ, ενώ δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο, να έβλεπε τη Λευκάδα ως το επόμενο χώρο δράσης και κυριαρχίας του, που δεν μπορούσε να μοιράζεται με την ΕΟΝΝ. Κατά δεύτερον, μικρή μερίδα των μελών της ΕΟΝΝ δεν συμφωνούσε και αυτή με το αιματοκύλισμα της πρωτέυουσας του νησιού. Σημαντικότερος όμως, τρίτος παράγοντας που απέτρεπε την επιχείρηση αυτή ήταν η ίδια η Γερμανική Διοίκηση της Λευκάδας, που ενώ βολευόταν με την περιστασιακή έστω διάλυση του ΕΛΑΣ στο νησί, δεν διακινδύνευε την αποσταθεροποίηση της εξουσίας της, με την έλευση ενόπλων ορδών στην πόλη και τη γενίκευση εμπόλεμης κατάστασης εντός αυτής. Έτσι, η Γερμανική Διοίκηση του νησιού, απαγόρευσε την προσέγγιση της πόλης στα 500 μέτρα, για οποιονδήποτε ένοπλο.

Η απόφαση αυτή των Γερμανών δεν απέτρεψε ωστόσο την ΕΟΝΝ από το να συνεχίσει το δολοφονικό, εθνοπροδοτικό της έργο. Επόμενος στόχος της ΕΟΝΝ ήταν το χωριό Καρυά, έτερο χωριό-στήριγμα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ένοπλοι της ΕΟΝΝ κατέλαβαν το χωριό και ξεκίνησαν τις συλλήψεις πολιτών, οι οποίοι βρήκαν ωστόσο έναν αναπάντεχο "σύμμαχο". Ο δεσπότης Δωρόθεος κατέφθασε με διμοιρία Γερμανών, που απέτρεψαν την πυρπόληση του χωριού και την εκτέλεση των συλληφθέντων. Προφανώς, οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν την ολοκληρωτική παράδοση του νησιού στη βία της ΕΟΝΝ, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο αποσταθεροποίησης των δυνάμεων και της εξουσίας τους, και μάλιστα σε μια εποχή, που η Wehrmacht ανάμενε επίθεση των συμμάχων στο Αιγαίο και το Ιόνιο, και δεν ενέργησαν υπέρ της Καρυάς λόγω των φιλέσπλαχνων αισθημάτων τους. Ωστόσο, η σωτηρία του χωριού από τον κατακτητή, καταδεικνύει το ιστορικό χαμηλό, στο οποίο η Δεξιά του νησιού είχε πια περιέλθει.

Παρόμοια γεγονότα θα εκτυλιχθούν και στο χωριό Τσουκαλάδες, όπου η Γερμανική Διοίκηση εγκατέστησε φυλάκιο, η φρουρά του οποίου θα απωθήσει τους ενόπλους της ΕΟΝΝ, από το να εισέλθουν στο χωριό.

Λίγες ημέρες αργότερα, ο Χρήστος Καλατζής θα επιχειρήσει να μπει ξανά με άνδρες του στην πόλη της Λευκάδας και θα εκδιωχθεί από τη γερμανική φρουρά. Μη καταφέρνοντας το στόχο του, θα μπει στο χωριό Καρυά, όπου θα συλλάβει πολίτες, θα λεηλατήσει σπίτια και θα "κατάσχει" το μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού, από το καφενείο του Χρήστου Σκουτέρη-Γάρη. Αργότερα θα περάσει από διάφορα άλλα γειτονικά χωριά, όπως η Βαυκερή και θα συνεχίσει τις συλλήψεις πολιτών. Τελικώς όλους μαζί θα τους μεταφέρει στα Χαραδιάτικα και άλλους θα τους βασανίσει και ξυλοκοπήσει, ενώ άλλους θα τους εκτελέσει.


Συνεχίζεται



Ο επικεφαλής της ΕΟΝΝ, Χρήστος Κονιδάρης-Καλατζής.

Πηγές: Τάσος Κονιδάρης, Η Λευκάδα, στη σκιά του Εμφυλίου Πολέμου 1943-1947, Σιδέρης, Αθήνα 1984.

Σμύρνη Μαραγκού, Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986.



Kατοχή στη Λευκάδα - Μέρος 2ο

 

Η δεύτερη σύγκρουση


Στις 20 Φεβρουαρίου του 1944, ο ΕΛΑΣ Λευκάδας ξεκίνησε την επίθεσή του ενάντια στην ΕΟΝΝ. Η διοίκηση είχε αποφασίσει να χτυπήσει σε δύο σημεία: Στα Χαραδιάτικα, σημείο που θα συγκέντρωνε και τις περισσότερες δυνάμεις του και στον Άγιο Ηλία. Σημεία στα οποία επίσης υπολογιζόταν ότι βρίσκονταν οι περισσότερες δυνάμεις της ΕΟΝΝ και λίγων ακόμα μικρών ενόπλων της Δεξιάς, όπως ο Φλώρος, ο Νικολάρας και ο Καραγιάννης. Ωστόσο, την κατάσταση άλλαξε δραματικά, η άφιξη των δυνάμεων του δωσιλόγου Βέρη, από το Ξηρόμερο, ο οποίος είχε προφανώς ενημερωθεί για τις εξελίξεις και κληθεί σε βοήθεια.

Ο Βέρης αποβιβάστηκε με βάρκες στο Νυδρί και εξανάγκασε τον ΕΛΑΣ να αποσύρει τις δυνάμεις του στις δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές του Λαϊνακίου, με σκοπό τη σύμπτυξη νοτιότερα. Οι δυνάμεις της ΕΟΝΝ και του Βέρη έγινε λίγο αργότερα στην περιοχή του Στενού, από όπου ακολούθησαν το δρόμο Νυδριού-Βαυκερής και κατευθύνονταν προς το χωριό Εγκλουβή. Το τμήμα του Πάνου Γιαννούλη κατευθύνθηκε προς τους Άγιους Ασώματους, όπου συναντήθηκε με το τμήμα του Καλατζή, ωστόσο η πυκνή βροχή και η ομίχλη καθήλωσαν και τις δύο πλευρές στις θέσεις τους. Άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ πέρασαν στα Χορτάτα και στην Εξάνθεια. 

Το χωριό Εγκλουβή, στήριγμα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και αιμοδότης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, σύντομα θα γνώριζε την επιδρομή των γερμανόφιλων ενόπλων του Βέρη. Μικρό τμήμα του ΕΛΑΣ έμεινε να υπερασπιστεί το χωριό, αναγκάστηκε ωστόσο σε υποχώρηση, έχοντας απώλειες, και οι άντρες του Βέρη μπήκαν στο χωριό. Εκεί επιδόθηκαν σε λεηλασίες περιουσιών και έκαψαν μερικά σπίτια οργανωμένων στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, πριν αποχωρήσουν για το Ξηρόμερο.


Μάρτης 1944 - Ιούνης 1944


Ο Μάρτιος του 1944 υπήρξε μήνας σχετικής ηρεμίας για το νησί. Για λόγους που παραμένουν άγνωστοι, και ίσως λόγω του φόβου για ανταπάντηση για τα γεγονότα του Φλεβάρη, από μέρους του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ο οπλαρχηγός της ΕΟΝΝ Ιωάννης Καλατζής επιχείρησε προσέγγιση του ΕΑΜ Λευκάδας. 

Με επιστολή του, στην οποία ζητούσε τη συνεννόηση και την κατάπαυση πυρός, απευθύνθηκε στον προσωπικό του γνωστό, ΕΑΜίτη γιατρό Ξενοφώντα Γρηγόρη. Η απάντηση που έλαβε υπήρξε επιφυλακτική και δεν άφηνε πολλά περιθώρια συνεννόησης. Σε δεύτερη φάση, άλλο μέλος της οικογένειας των Καλατζαίων, ο Αντώνης Καλατζής συναντήθηκε με το στέλεχος του ΕΑΜ, Ζώη Μπαριάμη- Καπακέλο και ζήτησε ευρύτερη συνάντηση των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΟΝΝ.

Η συνάντηση θα λάβει χώρα στις 14 Απριλίου, στα Χαραδιάτικα, ωστόσο οι συνομιλίες θα διακοπούν εκ νέου, όταν στις 17 του ίδιου μήνα, οι ένοπλοι της ΕΟΝΝ Νιόνιος Αχείμαστος και Βασίλης Μπουρδάρας, θα δολοφονήσουν το στέλεχος του ΕΑΜ, Σπύρο Βλασσόπουλο, από τον Άγιο Πέτρο. 

Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ θα διακόψουν κάθε επαφή με την ΕΟΝΝ και το κλίμα θα οξυνθεί ξανά. Έως το Μάιο του 1944, το ΕΑΜ ανέλαβε και νέες πρωτοβουλίες επαφής με την ΕΟΝΝ και ανταλλάχθηκαν διάφορες επιστολές, που ωστόσο δεν κατέληξαν παρά στις 07 Ιουνίου σε κάποια συμφωνία για κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η συμφωνία αυτή θα ολοκληρωνόταν στις 10 Ιουνίου, οπότε και οι δύο πλευρές θα συζητούσαν τις λεπτομέρειές της. 


Άφιξη του Φουρτούνα στη Λευκάδα


Ο Ευστάθιος Λιάκας ή Φουρτούνας, όπως έγινε γνωστός στην Εθνική Αντίσταση υπήρξε καπετάνιος του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ και καταγόταν από Ζάβιτσα. Στις 08 Ιουνίου, ο Φουρτούνας θα αφιχθεί στη Λευκάδα, στο Αθάνι, με δύναμη 150-200 ανδρών του 2/39 Συντάγματος. 

Παρά το γεγονός ότι δεν είναι γνωστός ο λόγος της άφιξής του στο νησί, αυτή αποτέλεσε αφορμή για αποχώρηση της ΕΟΝΝ από τις διαπραγματεύσεις. Ο Φουρτούνας εγκατέστησε αμέσως το επιτελείο του, στο χωριό Εγκλουβή, που αποτελούταν από τους:

Παντελή Λιότσο (Κόρακα), αξιωματικό του ΕΛΑΣ, από την Παλήμπεη Ξηρομέρου.

Κώστα Λιβιτσάνο.

Σπύρο Κατσικόγιαννη.

Στάθη Σταύρακα.

Παρά το γεγονός ότι η έλευση του Φουρτούνα στο νησί προκάλεσε τρόμο στην ΕΟΝΝ, ο Φουροτύνας, κάλεσε στις 11 Ιουνίου, τους εκπροσώπους της ΕΟΝΝ, που είχαν υπογράψει το πρακτικό της 7ης Ιουνίου, σε συνάντηση, για την επίλυση του ζητήματος στη Λευκάδα. Από αυτούς, στην έδρα του Φουρτούνα παρουσιάστηκε μόνος του, ο Γιάννης Κονιδάρης Καλατζής, στον οποίο ο Φουρτούνας δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο ΕΛΑΣ είχε μεν την πρόθεση να επιλύσει το ζήτημα, δεν θα κωλυσιεργούσε δε, με τα διάφορα προσκόμματα της Δεξιάς.

Ο Κονιδάρης διαμαρτυρήθηκε έντονα, και το λόγο πήρε ο Παντελής Λιότσος, ο οποίος δήλωσε ότι βάσει της Συμφωνίας της Πλάκας, ο ΕΔΕΣ είχε ήδη αφοπλιστεί, με τη συμφωνία και του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, στα Σύβοτα και στον Άγιο Πέτρο, και θα έπρεπε άμεσα να αφοπλιστεί και η ΕΟΝΝ, ενώ δήλωσε επίσης ότι γνώριζε για τη συγκέντρωση δυνάμεων της ΕΟΝΝ στα Χορτάτα, με πρόθεση την επίθεση στον ΕΛΑΣ, οπότε ο αφοπλισμός τους θα έπρεπε να γίνει άμεσα, εάν δεν επιθυμούσαν την αιματοχυσία. Ο Κονιδάρης αποχώρησε άμεσα και ο Φουρτούνας κάλεσε αμέσως πολεμικό συμβούλιο του ΕΛΑΣ. Εστάλη τελεσίγραφο στην ΕΟΝΝ για αφοπλισμό της εντός 30 ωρών και ο ΕΛΑΣ ετοιμάστηκε για κινητοποίηση.

Στις 14 Ιουνίου, ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος για μεγάλη επιχείρηση κατά της ΕΟΝΝ. 600 περίπου μαχητές του ΕΛΑΣ συγκεντρώθηκαν στον Άγιο Δονάτο. Ανάμεσα στις υπηρεσίες υποστήριξης της επιχείρησης, ο γιατρός Ξενοφώντας Γρηγόρης ανέλαβε την υγειονομική υπηρεσία και ο ΕΛΑΣ ξεκίνησε για το Λαϊνάκι.


Συνεχίζεται



Ευστάθιος Λιάκας (Φουρτούνας)



Παντελής Λιότσος (Κόρακας).


Πηγές: Τάσος Κονιδάρης, Η Λευκάδα, στη σκιά του Εμφυλίου Πολέμου 1943-1947, Σιδέρης, Αθήνα 1984.

Σμύρνη Μαραγκού, Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986.




Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Κατοχή στη Λευκάδα- Μέρος 1ο

 

Για όσους έχουν σε κάποιο επίπεδο ασχοληθεί με την περίοδο της Κατοχής στη Λευκάδα, μια πρώτη σημαντική διαπίστωση αποτελεί σίγουρα, η απουσία σημαντικής βιβλιογραφίας, αλλά και η ύπαρξη σοβαρών ιστορικών περιστατικών, στο διάστημα Φεβρουάριος 1944 - Οκτώβριος 1944, που εμπλέκουν τις τοπικές δυνάμεις του ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ, με τους Γερμανούς κατακτητές, στον κοινό αγώνα τους, ενάντια στον τοπικό ΕΛΑΣ. 

Τα περιστατικά που είναι σήμερα γνωστά στο νησί, ως η Μάχη στο Λαϊνάκι, αλλά και το μαύρο καλοκαίρι που τα ακολούθησε, θα αποτελέσουν το αντικείμενο ανάλυσης, αυτού και των επόμενων άρθρων. 


Η κατάσταση στη Λευκάδα έως το Φλεβάρη του 1944


Στο νησί της Λευκάδας, η πλουτοπαραγωγική ιδιομορφία μεταξύ βορρά και νότου, σε ότι αφορά τη γεωργική παραγωγή και την κτηνοτροφία, χώριζε προπολεμικά το νησί σε δύο περιοχές: Τον σαφώς ευπορότερο νότο και τον φτωχότερο βορρά. Η οικονομική αυτή ιδιομορφία, οξύνθηκε με την πείνα και την ένταση της φτώχειας κατά την Κατοχή και πρακτικά οδήγησε στη διαμόρφωση δύο σημαντικών ενόπλων πόλων στο νησί: 

Στο βόρειο και το ορεινό τμήμα του νησιού, μικρές ομάδες του ΕΛΑΣ και οργανώσεις του ΕΑΜ ηγούνταν της αντίστασης κατά του κατακτητή, με ηγέτες τους, γνωστές φυσιογνωμίες του κινήματος, όπως ο αντιστασιακός ιερέας Στάθης Κτενάς, ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Πάνος Γιαννούλης, ο Ξενοφώντας Γρηγόρης, ο Χριστόφορος Κούρτης, ο Γιάννης Γαζής (Καμαρίλας) και ο δικηγόρος Απότολος Φατούρος. Ο ΕΛΑΣ στο νησί αριθμούσε περί τους 80-100 άνδρες, ενώ στο πολιτικό επίπεδο, το ΕΑΜ κυριαρχούσε τόσο στην πόλη της Λευκάδας, όσο και στα μεγάλα του χωριά, όπως το Νυδρί, ο Αλέξανδρος και η Εγκλουβή. Ο ΕΛΑΣ Λευκάδας υποστηριζόταν από το 2/39 Σύνταγμα, που έδρευε στο γειτονικό Ξηρόμερο, ενώ αργότερα θα συγκροτηθεί και με τη μορφή συντάγματος.

Στο νότο του νησιού, επικράτησαν μικρές ομάδες δεξιών παραγόντων, που τυπικά αποτελούσαν μέρος του ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ, αλλά συνολικά έφεραν τον τίτλο: ΕΟΝΝ: Εθνικές Ομάδες Νότιου Νησιού. Των ομάδων αυτών ηγούνταν μεγαλοτσιφλικάδικες οικογένειες του νότιου τμήματος του νησιού, που δεν έβλεπαν θετικά τις πολιτικές θέσεις του ΕΑΜ και κυρίως τη λογική εισοφοράς τροφίμων και άλλων ειδών στην Εθνική Αλληλεγγύη και την Επιμελητεία του Αντάρτη, και προφανώς δεν είχαν ταξικό συμφέρον από την επικράτησή του, στο νησί. Οι ομάδες αυτές βρίσκονταν σε επαφή με την ομάδα του δωσιλόγου Βέρη, που δραστηριοποιούταν στην περιοχή της Ζαβέρδας και την αντίστοιχη μικρο-ομάδα του Γιάννη Μπουρδούβαλη. Στη Λευκάδα ηγέτης της ΕΟΝΝ υπήρξε ο Χρήστος Κονιδάρης ή Καλατζής. 


Η πρώτη σύγκρουση


Η οξυμένες σχέσεις μεταξύ του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Λευκάδας υπήρξαν γεγονός ήδη από το 1943, ωστόσο το Μάρτιο του 1943, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και η ΕΟΝΝ είχαν έρθει σε μια κάποια συνεννόηση, κατόπιν πρωτοβουλίας του στελέχους του ΚΚΕ στο νησί, Γιώργου Καλαφάτη. Η πρόσκληση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην ΕΟΝΝ αναφερόταν στον κοινό αγώνα ενάντια στον κατακτητή και έγινε αποδεκτή από τον επικεφαλής της Χρήστο Καλατζή, δεν έμελλε όμως να εφαρμοστεί.

Οι σχέσεις των δύο οργανώσεων οξύνθηκαν περισσότερο, όταν το Γενάρη του 1944, ο ΕΛΑΣ του νησιού και το ΕΑΜ ανακοίνωσαν τη συλλογή λαδιού σε όλα τα χωριά του νησιού για την ενίσχυση της Εθνικής Αλληλεγγύης και της Επιμελητείας του Αντάρτη, κίνηση που έβρισκε σαφώς αντίθετους τους μεγλαοτσιφλικάδες του νησιού και ασφαλώς και την ΕΟΝΝ. 

Έτσι, τμήμα του ΕΛΑΣ Λευκάδας, με επικεφαλής τον Πάνο Γιαννούλη κινήθηκε απο τον Άγιο Πέτρο, προς τη Βαυκερή-Βουρνικά, όπου συναντήθηκε αναπάντεχα με ομάδα της ΕΟΝΝ υπό τον Σπύρο Κατωπόδη και ετοιμάστηκε για σύγκρουση. Η σύγκρουση αποφεύχθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ Λευκάδας, υπό το γιατρό Ξενοφώντα Γρηγόρη και τον Αποστόλη Φατούρο, που ήλθαν σε συνεννόηση με τον παράγοντα της προπολεμικής Δεξιάς, Γιώργο Σταύρο και στα τέλη του Γενάρη οδήγησαν τις δύο ομάδες στην υπογραφή συμφώνου φιλίας, στη Βασιλική.

Ωστόσο, το σύμφωνο δεν θα εφαρμοζόταν ποτέ. 

Καθώς το επισιτιστικό ζήτημα του λαού του νησιού και το ζήτημα των εισφορών στην Εθνική Αλληλεγγύη και την ΕΤΑ δεν είχε λυθεί, στις 15 Φεβρουαρίου 1944, μια ομάδα 60 ΕΛΑΣιτών υπό τον Πάνο Γιαννούλη, αποβιβάστηκε στο Νυδρί εννοώντας να επιβάλλει τις θέσεις του ΕΑΜ για το ζήτημα της εισφοράς αλληλεγγύης. Καθώς, η Συμφωνία της Πλάκας είχε ήδη υπογραφεί μεταξύ ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ, ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ Λευκάδας ήταν αποφασισμένοι να την επιβάλλουν και στο νησί, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η ΕΟΝΝ ήταν διατεθημένη να την τηρήσει. Σύμφωνα δε και με το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, η Λευκάδα βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και οι άλλες δυνάμεις θα έπρεπε να παραδώσουν τον οπλισμό τους, στον ΕΛΑΣ.

Ασφαλώς βέβαια, ο Ζέρβας και η ηγεσία του ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ δεν είχε την πρόθεση να δώσει ανάλογες εντολές στην ΕΟΝΝ.

Έτσι, στις 16 Φλεβάρη του 1944, ομάδα του ΕΛΑΣ, υπό τον Πάνο Γιαννούλη και τον πολιτικό επίτροπο Γιάννη Παπαφώτη, μαζί με το Γ. Σγούρο, της Περιφερειακής Επιτροπής του ΕΑΜ Ακαρνανίας-Λευκάδας πήγαν στο ελαιοτριβείο του Τσουκνίδα, ανάμεσα στο Νυδρί και το Βλυχό για να επιβλέψουν τη διαδικασία συλλογής λαδιού για την ΕΤΑ και την Εθνική Αλληλεγγύη. Εκεί, ο Τάσος Καλατζής, οπλισμένος με δύο χειροβομβίδες δήλωσε ότι δεν θα επέτρεπε την εμπλοκή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Ο Τάσος Καλατζής αφοπλίστηκε και συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ. 

Παράλληλα, ο Σγούρος μίλησε στον μαζεμένο κόσμο δηλώνοντας ότι οι Καλατζαίοι ήταν "δυναμικοί εκφραστές των συμφερόντων του τσιφλικά Τσουκνίδα" και πως το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ θα τους επέβαλε, εάν χρειαζόταν και με τη βία, τη συμμετοχή στην Εθνική Αλληλεγγύη και την ΕΤΑ. 

Ο Τάσος Καλατζής οδηγήθηκε στο καφενείο Αρέθα στο Νυδρί, μαζί με τον πατέρα του, ενώ ο Γιαννούλης με τον ΕΛΑΣ προχώρησε στο να μπλοκάρει το χωριό Στενό, καλύπτοντας την επίθεση δυνάμεων της ΕΟΝΝ από εκεί. Ο Χρήστος Καλατζής όταν πληροφορήθηκε τη σύλληψη του πατέρα και του αδερφού του κινητοποίησε τους ενόπλους της ΕΟΝΝ και τους ακροβόλησε νοτιοδυτικά του Νυδριού, στον κάμπο, με "πλάτη" τα Χαραδιάτικα και το Βλυχό. Όταν ο ΕΛΑΣ πληροφορήθηκε για την κίνηση αυτή, αναπτύχθηκε σε σχήμα τανάλιας και κινήθηκε ενάντια στην ΕΟΝΝ, στην κατεύθυνση Νυδρί-Νιοχώρι και Νυδρί- Βλυχό, θέτοντας έτσι τις θέσεις της ΕΟΝΝ εντός κλοιού. 

Η μάχη ξεκίνησε τις πρώτες απογευματινές ώρες και οι άνδρες της ΕΟΝΝ υποχώρησαν προς τα Χαραδιάτικα. Την έφοδο του ΕΛΑΣ συντόνιζε ο Μήτρος Γιαννούλης, αδελφός του Πάνου Γιαννούλη, μαζί με τον έμπειρο ΕΛΑΣίτη "Ανδρούτσο". Ωστόσο, κατά την έφοδο, ο "Ανδρούτσος" σκοτώνεται από βολή, ενώ είναι έτοιμος να αιχμαλωτίσει τον ίδιο τον Χρήστο Καλατζή και την έφοδο αναλαμβάνει ο Μήτρος Γιαννούλης, που θα τραυματιστεί και αυτός βαριά και θα υποκύψει λίγο αργότερα. 

Η εξέλιξη αυτή ανέκοψε την επίθεση του ΕΛΑΣ και επέτρεψε στην ΕΟΝΝ να υποχωρήσει. Οι ΕΟΝΝίτες έφθασαν στο χωριό Νιοχώρι, όπου ξέσπασαν το μίσος τους, στον ΕΑΜίτη ιδιοκτήτη ταβέρνας, Μίμη Κονιδάρη, τον οποίο εκτέλεσαν επί τόπου. Αυτουργός του φόνου υπήρξε ο Θανάσης Καλατζής. Ο ΕΛΑΣ υποχώρησε προς το Νυδρί και το ίδιο βράδυ εκτέλεσε τον Τάσο Καλατζή και τον πατέρα του, στη θέση "Βαυκερίτικο Πηγάδι", μετά από απόφαση της μικτής επιτροπής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Ακαρνανίας-Λευκάδας, με την κατηγορία των εχθρών του λαού. 

Στις 17 Φλεβάρη, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ αποφασίζουν πανλευκαδιακή επιστράτευση για να αντιμετωπίσουν τους ενόπλους της ΕΟΝΝ. Κινητοποιούνται περίπου 350 άνδρες από όλο το νησί, ενώ το ΕΑΜ δίνει εντολή, την επιχείρηση να ακολουθήσουν και τα τοπικά του στελέχη, ώστε στο πέρασμα από τα διάφορα χωριά να ενημερωθεί ο λαός, για τις εξελίξεις.

Η επίθεση ενάντια στην ΕΟΝΝ ορίστηκε για τις 20 του ίδιου μήνα. 


Συνεχίζεται



Ο Πάνος Γιαννούλης (με το μαύρο σκούφο), ανάμεσα σε άνδρες του.



Ο Πάνος Γιαννούλης έφιππος στην πόλη της Λευκάδας.


Πηγές: Τάσος Κονιδάρης, Η Λευκάδα, στη σκιά του Εμφυλίου Πολέμου 1943-1947, Σιδέρης, Αθήνα 1984.

Σμύρνη Μαραγκού, Η Λευκάδα στη δίνη της Κατοχής και του Εμφυλίου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986.




Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Συνοπτική ιστορία του ΔΣΕ Θάσου - Μέρος 2ο

 

Έχοντας παρουσιάσει συνοπτικά τη δράση και το ιστορικό του ΔΣΕ Θάσου, θα συνεχίσουμε αυτό συνοπτικό αφιέρωμα της δράσης του με την παρουσίαση των δύο σημαντικότερων συγκρούσεων της ομάδας των 5 μαχητών του ΔΣΕ του νησιού, με τις κυβερνητικές δυνάμεις.


Η μάχη της Τσοτσούλας


Την άνοιξη του 1948, το νησί της Θάσου θα γνωρίσει σημαντικές και εκτενείς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Χωροφυλακής και των ΜΑΥ και ενόπλων τρομοκρατών, ενάντια στην ομάδα του ΔΣΕ του νησιού, η οποία κινείται διαρκώς στα ορεινά δάση της περιοχής. Αποφεύγοντας επί ημέρες τον αντίπαλο, ο ΔΣΕ Θάσου θα συναντηθεί τελικά με τον αντίπαλο στο ύψωμα Τσοτσούλα.

Οι κυβερνητικές δυνάμεις, χωροφύλακες, ΜΑΥ και παρακρατικοί, περίπου 80 στον αριθμό, θα καταλάβουν το βορειοδυτικό ύψωμα της Τσοτσούλας, με επικεφαλής τους, το διοικητή της Χωροφυλακής Θάσου, Ζάχο. Η μάχη ξεκίνησε με αραιά πυρά ενάντια στους αντάρτες, προερχόμενα από πολυβόλα που είχαν στηθεί στα 150 μέτρα από τις θέσεις του ΔΣΕ και συνεχίστηκε με γενικευμένη συμπλοκή. Ο αντίλαλος των πυρών ακούστηκε βόρεια, έως το χωριό Κοίνυρα και νότια, έως το χωριό Θεολόγος. Καθώς η μάχη συνεχιζόταν, μια ξαφνική ομίχλη κάλυψε το ύψωμα, δίνοντας στους αντάρτες τη δυνατότητα ελιγμού. Αθόρυβα πέρασαν στα πλάγια των θέσεων των χωροφυλάκων και τους πλαγιοκόπησαν με έφοδο. 

Οι κυβερνητικοί υποχώρησαν αρχικά στη θέση Πλακιά, όπου επιχείρησαν να καταλάβουν νέες θέσεις, ωστόσο, το οπλοπολυβόλο του ΔΣΕ και οι εύστοχες βολές τους σύντομα έτρεψαν τον αντίπαλο σε φυγή, με τους χωροφυλακες και τους ΜΑΥ να υποχωρούν άτακτα, προς το χωριό Θεολόγος. Παράλληλα, ομάδα χωροφυλάκων που είχε εγκλωβιστεί στο ύψωμα Τσοτσούλα αιχμαλωτίστηκε με όλον της τον εξοπλισμό, και ένα οπλοπολυβόλο. 

Οι αντάρτες αφού αχρήστευσαν τα όπλα τους και κατάσχεσαν διάφορα χρήσιμα σε αυτούς είδη, τους άφησαν να επιστρέψουν ελεύθεροι στις βάσεις τους. Η πρώτη αυτή μεγάλη συμπλοκή του ΔΣΕ Θάσου, θα θέσει το κλίμα, για τη μεγάλη μάχη του Μακρυνάμμου. 

Μετά τη μάχη της Τσοτσούλας, ο ΔΣΕ Θάσου κινήθηκε στη δυτική μεριά του νησιού, όπου αφοάσισε να χτυπήσει το οχυρωμένο χωριό Ραχώνι, προκειμένου να εφοδιαστεί με τρόφιμα. Η επίθεση διεξήχθη με σχετική επιτυχία, ωστόσο, οι αντάρτες αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν, αφού είχαν εισέρθει στο χωριό, λόγω συγκεντρωτικών πυρών.


Η μάχη του Μακρυνάμμου


Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1948, οι αντάρτες του ΔΣΕ Θάσου βρίσκονται στο ύψωμα Μηλιός, πάνω από την περιοχή Μακρυνάμμος, ενώ οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Χωροφυλακής και των λοιπών παραστρατιωτικών δυνάμεων βρίσκονταν στο ζενήθ τους. Το σημείο που είχε καταλάβει ο ΔΣΕ βρισκόταν σε προνομιακή θέση παρατήρησης και σύντομα οι αντάρτες εντόπισαν ότι οι κυβερνητικοί είχαν βάλει φωτιά στο δάσος του υψώματος Σκαλιά, και μια ομάδα 30 χωροφυλάκων κινούταν στην περιοχή Μακρυνάμμος. 

Η κίνηση της Χωροφυλακής έδειχνε ότι ετοιμάζονται για ενέδρα και οι αντάρτες αποφάσισαν να διενεργήσουν κυκλωτική κίνηση, με κατεύθυνση προς την παραλία. Προχωρώντας αθόρυβα προς την παραλία, οι αντάρτες συνάντησαν σύντομα τους άνδρες της Χωροφυλακής και άνοιξαν ομαδικό πυρ. Ο αιφνιδιασμός ήταν σχεδόν τέλειος και οι χωροφύλακες ξεκίνησαν να υποχωρούν προς την παραλία. Εκεί, οι χωροφύλακες προσπάθησαν να οχυρωθούν στα βράχια και έστησαν οπλοπολυβόλο για να αμυνθούν. Ωστόσο, οι αντάρτες μετακίνησαν το δικό τους πολυβόλο καταλαμβάνοντας υπερέχουσα θέση και σύντομα έκαμψαν την αντίσταση του αντιπάλου, που έτρεξε να κρυφτεί στα ρείκια και τις κουμαριές. Οι νεκροί και οι τραυματίες της Χωροφυλακής ήταν αρκετοί, όπως και οι αιχμάλωτοι. 

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους χωροφύλακες, οι αντάρτες εντόπισαν τον Γιώργο Κρητικό, χωροφύλακα που τρομοκρατούσε το χωριό Θεολόγος και είχε πυρπολήσει το σπίτι της οικογένειας του αντάρτη Νίκου Μανωλίτσου και τον εκτέλεσαν αμέσως. Τα λάφυρα της μάχης φορτώθηκαν στους αιχμαλώτους και οι αντάρτες τράβηξαν για το λημέρι τους, στον κάβο Διαπόρι. Ωστόσο, πολλοί αιχμάλωτοι ήταν τραυματίες ή εξαντλημένοι και τελικώς αφέθηκαν ελεύθεροι.

Το επόμενο πρωί, πολεμικό πλοίο κανονιοβόλησε τα υψώματα κοντά στο Μακρυνάμμο, χωρίς προφανώς κανένα αποτέλεσμα και αποβίβασε χωροφύλακες για να μαζέψουν τους νεκρούς τους. Ωστόσο, ο ΔΣΕ είχε ναρκοθετήσει έναν από αυτούς, με αποτέλεσμα νέες απώλειες. Τελικώς, οι νεκροί μαζεύτηκαν με σχοινιά και από απόσταση.

Η ήττα της Χωροφυλακής στον Μακρυνάμμο προκάλεσε τη θυμηδία του λαού της Θάσου και τερμάτισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, οι οποίοι ακόμα δεν είχαν απώλειες. Λίγους μήνες μετά, η Χωροφυλακή θα αντικατασταθεί από τμήμα στρατού που θα αναλάβει τη συνέχεια της εκκαθάρισης.


Θασίτες αντάρτες του ΔΣΕ, που πολέμησαν σε τμήματα εκτός του νησιού και αγωνιστές της Θάσου



Κώστας Δούμπος: Μαχητής του ΔΣΕ. Σκοτώθηκε το 1948.



Νίκος Μανώλης: Μαχητής του ΕΛΑΣ και μετέπειτα καταδιωκόμενος αγωνιστής. Σκοτώθηκε μετά από προδοσία, το 1947.



Κώστας Κομίτης: Στέλεχος του ΕΛΑΣ. Σφαγιάστηκε από τους ανθρώπους του Αντών Τσαούς, το 1943.



Tάσος Λαντίτσος: Προπολεμικός κομμουνιστής και κρατούμενος της Μεταξικής Δικτατορίας. Υπήρξε στέλεχος του ΕΛΑΣ Θάσου και μετέπειτα του ΔΣΕ. Πέθανε το 1982 στη Βουλγαρία, όντας 33 χρόνια πολιτικός πρόσφυγας.



Γιάννης Μπαμπατζίκος: Αντάρτης του ΔΣΕ από τη Θάσο. Σκοτώθηκε στα βουνά της Ξάνθης, το 1947.



Η παραλία της Μακρυνάμμου σήμερα.


Πηγή: Νίκος Μανωλίτσος, Δοκιμασία- Το δεύτερο αντάρτικο στη Θάσο, Εκδοτική Ομάδα, Θάσος, 1986.












Συνοπτική ιστορία του ΔΣΕ Θάσου - Μέρος 1ο

 

Με την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας, δεκάδες αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ βρέθηκαν κυνηγημένοι και στο νησί της Θάσου, δολοφονήθηκαν από τους ντόπιους παρακρατικούς και τη  Χωροφυλακή ή βρέθηκαν στις φυλακές της Δράμας, της Ξάνθης και της Καβάλας, είτε σε κάποιο από τους τόπους εξορίας του μεταπολεμικού αστικού κράτους. Στη Θάσο, στο διάστημα 1945-1947 οργανώθηκαν διάφορες μικρο-ομάδες ενόπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν τραγική κατάληξη, εκτός από μερικούς αγωνιστές που κατάφεραν να περάσουν, με μικρές βάρκες στην Κεραμωτή ή τις εκβολές του Νέστου, στην περιοχή Κοτζά Ορμάν. Το 1948, οι Θασίτες είχαν μια μικρή δική τους ομάδα στο ΔΣΕ, που δρούσε στο πλαίσιο της 7ης Μεραρχίας, στην περιοχή του Κοτζά Ορμάν, σε συνδυασμό με τις ομάδες του ΔΣΕ στο Τσαλ Νταγ και άλλες ομάδες Μακεδόνων αγωνιστών.

Προς τα μέσα του 1948, έξι μέλη της ομάδας των Θασιτών έλαβαν αποστολή για την επιστροφή τους στο νησί, για λόγους που δεν είναι γνωστοί. Τα μέλη της ομάδας αυτής, γνωστά μόνο από το βιβλίο του Νίκου Μανωλίτσου ήταν οι εξής:

1) Γιώργος: Μαχητής του ΔΣΕ που είχε δεχθεί τραύμα στο κεφάλι, για τον οποίο άλλα στοιχεία δεν υπάρχουν.

2) Νίκος Μανωλίτσος: Γεννήθηκε στο Θεολόγο Θάσου, το 1927, στους κόλπους αγροτικής οικογένειας. Κατά την Κατοχή, υπήρξε μέλος της ΕΠΟΝ και μετέπειτα του ΕΛΑΣ, στο νησί. Με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας συνελήφθη δύο φορές και βασανίστηκε από τις αρχές. Το 1948, για να αποφύγει τη σύλληψη, πέρασε στις γραμμές του ΔΣΕ στο νησί και μετέπειτα στα τμήματά του, στο Κοτζά Ορμάν. Τραυματίστηκε δύο φορές σε μάχες του ΔΣΕ στη Μακεδονία. Το Μάη του 1950 πέρασε στη Βουλγαρία, όπου και σπούδασε και αργότερα εργάστηκε. Επαναπατρίστηκε, το 1982, μετά από 33 χρόνια πολιτικής προσφυγιάς.



Ο Νίκος Μανωλίτσος

3) Βασίλης: Απόφοιτος σχολής αξιωματικών του ΕΛΑΣ και δεύτερος αρχηγός, κατά σειρά, της ομάδας του ΔΣΕ Θάσου, από το 1949 και μετά.

4) Κώστας Χαμοξάρας: Μαχητής του ΔΣΕ Θάσου. Πέθανε πολιτικός πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία, το 1981.



Ο Κώστας Χαμοξάρας


5) Δημήτρης Κόντος: Ο επικεφαλής της ομάδας των Θασιτών, έως το θάνατό του, το 1949. Ο Δημήτρης Κόντος δηλητηριάστηκε από τον πρώην κομμουνιστή, Βασίλη Μπαρούτη, που λειτουργούσε ως σύνδεσμος και τροφοδότης των ανταρτών, αλλά είχε περάσει στην υπηρεσία της Χωροφυλακής. Ο Κόντος σε κάποια συνάντησή του με το Μπαρούτη αρνήθηκε να παραδοθεί στις αρχές, όπως τον προέτρεπε ο Μπαρούτης και εκείνος τοποθέτησε δηλητήριο στο φαγητό και τον καφέ του. Εξέπνευσε δύο ημέρες μετά.




Ο Δημήτρης Κόντος


6) Γιαξής: Μαχητής του ΕΛΑΣ και μετέπειτα του ΔΣΕ. Υπήρξε αντάρτης επί οκτώ συνεχή χρόνια, βρισκόμενος στο αντάρτικο αδιάκοπα. Πέρασε στις 02/05/1950, στη Βουλγαρία.

Μετά το θάνατο του Δημήτρη Κόντου, στην ομάδα προστέθηκε ο 14χρονος Γιώργος, ο οποίος τραυματίστηκε στο χέρι από ριπή πολυβόλου που του το αρχήστευσε. Πέρασε και αυτός στη Βουλγαρία, το 1950.

Η ομάδα των Θασιτών μαχητών του ΔΣΕ πέρασε στο νησί με δύο φουσκωτές, πλαστικές βάρκες, μέσω του Κοτζά Ορμάν και έδρασε στα ορεινά σημεία του νησιού. Ο οπλισμός της αποτελούταν κυρίως από γερμανικά αυτόματα, λίγα τυφέκια, ένα πολυβόλο και ένα μικρό ατόμικό όλμο, διέθετε όμως αρχικά, σχετική αφθονία πυρομαχικών. Αρχικά η ομαδα επιχείρησε να συνδεθεί με παλιούς κομμουνιστές, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και οικογένειες φιλικές προς τον αγώνα του ΔΣΕ, με αρκετή επιτυχία.

Η δράση της μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους: Την περίοδο έως το Σεπτέμβριο του 1949, κατά την οποία, βασικός αντίπαλος της ομάδας υπήρξε η μάλλον άπειρη Χωροφυλακή του νησιού και οι ΜΑΥ, απέναντι στους οποίους, ο ΔΣΕ Θάσου σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, όπως η μεγάλη μάχη στον Μακρυνάμμο, που συντέλεσε στην απόσυρση της Χωροφυλακής σε οχυρά χωριά και τον περιορισμό της δράσης της. Δεύτερη περίοδος του ΔΣΕ Θάσου υπήρξε από το Σεπτέμβριο του 1949, έως τον Απρίλιο του 1950, οπότε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ανέλαβε ενισχυμένο τάγμα στρατού, που μόλις είχε επιστρέψει από το Γράμμο και το Βίτσι.

Ο κυβερνητικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες εκκενώσεις των ορεινών χωριών, περιορισμό των μετακινήσεων και αφού οι πρώτες του επιχειρήσεις δεν απέφεραν καρπούς, πυρπόλησε μεγάλο μέρος του δάσους του νησιού. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από διαρκείς ελιγμούς των ανταρτών, μικροσυμπλωκές και επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσής τους. Ωστόσο, η καλή γνώση του νησιού, η μεγάλη παράδοση της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και η διαρκής επαφή του ΔΣΕ με τον λαό του νησιού, εξασφάλισαν στο μικρό τμήμα των Θασιτών την επιβίωσή του, με μια και μοναδική απώλεια. 

Στα τέλη Απριλίου του 1950, οι αντάρτες της Θάσου αντιλαμβάνονται ότι η παραμονή τους στο νησί δεν έχει πια κανένα νόημα. Αποφασίζεται λοιπόν, η επιστροφή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και η απόπειρά τους να συνδεθούν ξανά, με τις όποιες δυνάμεις του ΔΣΕ παρέμεναν στη Μακεδονία. Η ομάδα θα επιστρέψει στην περιοχή των εκβολών του Νέστου, με μια από τις μικρές φουσκωτές βάρκες, με τις οποίες ήρθαν στην Θάσο, βρίσκοντας τον παλιό χώρο δράσης τους έρημο. Κινήθηκαν προς το Τσαλ Νταγ, με σκοπό να περάσουν από εκεί το Νέστο, συναντώντας ωστόσο περιπόλους των ΜΑΥ-ΜΑΔ και εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον. Αργότερα θα επιστρέψουν ξανά στην περιοχή του Κοτζά Ορμάν και την από τα ανατολικά διάβαση του Νέστου. Μερικές ημέρες αργότερα και αφού παρακάμψουν αποσπάσματα ΜΑΥ και στρατού, θα βρουν το λημέρι των ανταρτών που παρέμεναν κοντά στα σύνορα. 

Η 7η Μεραρχία του ΔΣΕ είχε υποχωρήσει με την ήττα στο Γράμμο εκτός συνόρων, ωστόσο, δύο τάγματα πολιτικών επιτρόπων είχαν περάσει ξανά στο ελληνικό έδαφος, από τη Βουλγαρία και βρίσκονταν υπό τη διοίκηση, μικρού επιτελείου με έδρα τα βόρεια σημεία της Δράμας. Από εκεί, οι άνδρες του ΔΣΕ Θάσου, πέρασαν στις 02/05/1950, τα σύνορα για τη Βουλγαρία, αφού πρώτα αιτήθηκαν να καταγραφούν στα κατάστιχα της 7ης Μεραρχίας ως ζώντες μαχητές του ΔΣΕ και όχι ως πεσόντες.



Αγαμέμνονας Φωτίου. Ο τελευταίος αντάρτης της ομάδας καταδιωκόμενων αγωνιστών, που απέμεινε το 1947, στο νησί. Προδόθηκε από σύντροφό του και σκοτώθηκε σε ενέδρα της Χωροφυλακής. Το κεφάλι του εξετέθη στο χωριό Θεολόγος.




Τα δάση του Κοτζά Ορμάν, στις εκβολές του Νέστου


Πηγή: Νίκος Μανωλίτσος, Δοκιμασία- Το δεύτερο αντάρτικο στη Θάσο, Εκδοτική Ομάδα, Θάσος, 1986.